Το
ΚΚ Γερμανίας (ΚΚΓ) και οι μαζικές του οργανώσεις στις αρχές της
δεκαετίας του 1930 είχαν περίπου ένα εκατομμύριο μέλη και είχε πάρει
περίπου έξι εκατομμύρια ψήφους. Από τη δεκαετία του 1920, με την
προοπτική μιας προλεταριακής επανάστασης, είχε αναπτύξει μια εντυπωσιακή
πολιτικο-στρατιωτική οργάνωση που την διεύθυνε ο «Στρατιωτικός
Μηχανισμός», έχοντας τις αρμοδιότητες Γενικού Επιτελείου, Υπηρεσίας
Ασφαλείας και Πληροφοριών.
Η
μυστική αυτή οργάνωση είχε στενές σχέσεις με τις υπηρεσίες ασφαλείας
του σοβιετικού κράτους (GPU και μετά τη NKVD) και με τον παράνομο
μηχανισμό της Κομμουνιστικής Διεθνούς και ακριβέστερα το λεγόμενο «West
Büro» («Δυτικό Γραφείο») που διεύθυνε ο Γκ. Ντιμιτρόφ.
Η
βάση του πολιτικο-στρατιωτικού κομμουνιστικού μηχανισμού ήταν μια
μαζική ένοπλη οργάνωση: Η Ενωση των μαχητών του Κόκκινου Αγωνιστικού
Μετώπου (RFB: Rotfront Kampferbund). Αυτή η οργάνωση (και η οργάνωση της
Κόκκινης Νεολαίας), η οποία είχε πάνω από 100.000 μέλη, εκπαίδευε
στρατιωτικά τα μέλη της, εξασφάλιζε την προστασία των διαδηλώσεων και
των δυναμικών απεργιών, εμπόδιζε δυναμικά τους δικαστικούς κλητήρες να
κάνουν εξώσεις εργατικών οικογενειών, συγκρουόταν στο δρόμο με τους
ναζί. Η Κόκκινη Νεολαία απαγορεύτηκε το 1929 και δρούσε στη συνέχεια ως
«Ενωση του Αγώνα κατά του φασισμού», γνωστή και ως «Ενωση Αντιφά»,
έχοντας περίπου 250.000 οπαδούς.
Ανάμεσα στα 1928 και 1933 οι S.A.1
πολλαπλασίασαν στις λαϊκές γειτονιές τις βάσεις τους, τις οποίες
χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα και ως τόπους συναθροίσεων, κέντρα
προπαγάνδας και οινοπωλεία. Το ΚΚ Γερμανίας αποφάσισε με μια επίθεση να
εξαφανίσει αυτούς τους χώρους και εξαπέλυσε εναντίον τους τις ομάδες
εφόδου της «Ενωσης Αντιφά». Από το Δεκέμβρη του 1930 ως το Δεκέμβρη του
1931 αυτή η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα 79 νεκρούς ναζί και 103 νεκρούς
μεταξύ των κομμουνιστών. Από τους κομμουνιστές, οι 51 είχαν σκοτωθεί από
τους ναζί και σχεδόν όλοι οι άλλοι από την αστυνομία της
σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης η οποία στο όνομα της διατήρησης της τάξης
και της νομιμότητας έτρεχε να βοηθήσει τα ναζιστικά κέντρα. Η επίθεση
εναντίον αυτών των κέντρων των S.A. σταμάτησε ώστε να αποφευχθεί η
απαγόρευση του ΚΚ Γερμανίας μετά από την απαγόρευση του Κόκκινου
Αγωνιστικού Μετώπου.2
Δεν
έχουν τέλος τα δημοσιεύματα ότι το ΚΚ Γερμανίας με τον ακραίο του αγώνα
ενάντια στους σοσιαλδημοκράτες έστρωσε το δρόμο στον Χίτλερ. Η
κομμουνιστική ηγεσία θεωρούσε ότι ο αντιφασιστικός αγώνας περνούσε μέσα
από την εξάλειψη της σοσιαλδημοκρατικής επιρροής στο προλεταριάτο, γιατί
η επιρροή αυτή το απομάκρυνε από έναν πραγματικά αντιφασιστικό και
αντικαπιταλιστικό αγώνα. Η ανάλυση αυτή είχε δύο προϋποθέσεις: Η πρώτη
-λαθεμένη- ήταν η πολύ διαδεδομένη ιδέα την εποχή εκείνη ότι το
ναζιστικό κίνημα δε θα μπορούσε να αντέξει στη δοκιμασία της εξουσίας
και ότι θα διαλυόταν λόγω της ταυτόχρονης εργατικής αντίδρασης και των
εσωτερικών του αντιθέσεων.3
Η
δεύτερη προϋπόθεση όμως της ανάλυσης του ΚΚΓ ήταν σωστή: Στη
σοσιαλδημοκρατία έλειπε ολοκληρωτικά η θέληση να αντιμετωπιστεί ο
χιτλερισμός. Η νομιμοφροσύνη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) το
οδηγούσε να μάχεται κατά των κομμουνιστών παρά εναντίον των ναζί. Ηταν ο
διευθυντής της αστυνομίας (της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της
Πρωσίας), ο Τσοργκιεβέλ, ο οποίος διέταξε να πυροβοληθεί η διαδήλωση των
κομμουνιστών την Πρωτομαγιά του 1929 στο Βερολίνο, σκοτώνοντας 33
διαδηλωτές. Στη συνέχεια ήταν ο Πρώσος σοσιαλδημοκράτης υπουργός
Εσωτερικών, ο Σέβερινγκ, ο οποίος απαγόρευσε το Κόκκινο Αγωνιστικό
Μέτωπο. Τον επόμενο χρόνο οι σοσιαλδημοκράτες επέτρεψαν την υιοθέτηση
του βαθιά κατασταλτικού «νόμου για την προστασία της Δημοκρατίας».
Οι
κομμουνιστές δήμαρχοι δε νομιμοποιούνταν πλέον στα καθήκοντά τους και η
αστυνομία έκλεισε τα γραφεία του ΚΚ Γερμανίας. Το Σοσιαλδημοκρατικό
Κόμμα ψήφισε το άρθρο 48 -το οποίο θα έδινε απόλυτες εξουσίες στον
Χίτλερ- και πρωτοστάτησε στην επανεκλογή το 1932 του στρατάρχη
Χίντεμπουργκ ο οποίος ονόμασε τον Χίτλερ καγκελάριο (πρωθυπουργό) λίγους
μήνες αργότερα.
Την
ίδια πολιτική ακολούθησαν οι σοσιαλδημοκράτες και στη Γενική
Συνομοσπονδία Γερμανικών Συνδικάτων ADGB, της οποίας η σοσιαλδημοκρατική
ηγεσία πραγματοποίησε μαζικούς αποκλεισμούς κομμουνιστών από τα
συνδικάτα.
Στις
17 Ιούλη του 1932 στην Αλτόνα, εργατική συνοικία του Αμβούργου, τα
πολυβόλα της αστυνομίας που διοικούσε ο σοσιαλδημοκράτης Εγκερσταντ
προσέτρεξαν σε βοήθεια μιας ναζιστικής διαδήλωσης που απειλούνταν από
μια κομμουνιστική διαδήλωση. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούν 17
κομμουνιστές διαδηλωτές.
Τα γεγονότα αυτά έδιναν εξαιρετική βαρύτητα στην ανάλυση που είχε κάνει ο Στάλιν το 1924, σύμφωνα με την οποία «η σοσιαλδημοκρατία είναι αντικειμενικά η μετριοπαθής πτέρυγα του φασισμού […] οι δύο αυτές οργανώσεις δεν αποκλείουν η μια την άλλη, αντίθετα, συμπληρώνουν η μια την άλλη»4.
Συνοψίζοντας,
η ηγεσία του ΚΚΓ απέρριπτε την ιδέα του αγώνα αποκλειστικά εναντίον των
ναζί και θεωρούσε ότι η ιδέα μιας συμμαχίας «στην κορυφή» μεταξύ του
ΚΚΓ και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας ήταν μια δεξιά
παρέκκλιση. Η γραμμή του ΚΚΓ, η οποία προέβλεπε αγώνα σε δύο μέτωπα,
ταλαντευόταν μόνιμα γύρω από μια κεντρική αρχή, αυτή του «ενιαίου
μετώπου στη βάση».
Η
αρχή αυτή συνοψιζόταν στην ένωση με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες στα
εργοστάσια και τις συνοικίες, με ταυτόχρονο αγώνα κατά των
σοσιαλδημοκρατικών ηγεσιών και οργανώσεων. Η πραγματοποίηση αυτής της
πολιτικής ήταν δύσκολη. Το ΚΚΓ, ό,τι κι αν έκανε, εξυπηρετούσε
«αντικειμενικά» είτε τους σοσιαλδημοκράτες είτε τους ναζί. Αυτοί οι
τελευταίοι εκπροσωπούσαν την πιο μαύρη αντίδραση, αλλά το
Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ήταν απείρως πιο δυνατό, κυρίως όμως ήταν στην
εξουσία. Ηταν οι διαχειριστές του γερμανικού καπιταλισμού.
Ζητήματα
όπως η συμμετοχή σε ένα δημοψήφισμα -που προωθούσαν οι ναζί- εναντίον
της κυβέρνησης του κράτους της Πρωσίας, εύκολο να κριθούν εκ των
υστέρων, αποτελούσαν την εποχή εκείνη προβλήματα πολύ περίπλοκα και τόσο
φορτισμένα με κινδύνους, που οδηγούσαν σε τρομερές συγκρούσεις στους
κόλπους της ηγεσίας του ΚΚΓ.5
Το
Γενάρη του 1933 οι ναζί παίρνουν την εξουσία. Οι κομμουνιστές αντιδρούν
σε πολλές μεγάλες πόλεις με απεργίες και διαδηλώσεις που
αντιμετωπίστηκαν με αγριότητα.
Το Φλεβάρη η αστυνομία εισέβαλε στην έδρα του ΚΚ Γερμανίας, στο «Σπίτι του Καρλ Λίμπκνεχτ» και έθεσε το κόμμα εκτός νόμου.
Μόνο
τη νύχτα της 27 προς 28 Φλεβάρη μετά από τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ,
πιάστηκαν 10.000 κομμουνιστές, ανάμεσά τους ο μεγαλύτερος αριθμός μελών
της Κεντρικής Επιτροπής και τα δύο τρίτα των μεσαίων στελεχών. Λίγες
εβδομάδες αργότερα θα φτάσουν τους 20.000. Εξήντα στρατόπεδα, τριάντα
ειδικά τμήματα στις κρατικές φυλακές, εξήντα κέντρα κράτησης άνοιξαν για
να υποδεχτούν όλους αυτούς. Σε κάθε συνοικία, σε κάθε κοινότητα, οι
μικροί τοπικοί ναζί ηγέτες διαμόρφωσαν τη δική τους φυλακή, το δικό τους
ιδιωτικό κέντρο ατομικών βασανιστηρίων, μέσα σε υπόγεια ή σε
εγκαταλελειμμένα εργοστάσια. Το χάος και οι καταχρήσεις ήταν τέτοια -500
ως 600 άτομα δολοφονήθηκαν ή βασανίστηκαν μέχρι θανάτου, οικογένειες
ληστεύτηκαν, δημόσιοι υπάλληλοι που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε αυτές
τις αθλιότητες συνελήφθησαν, ξυλοκοπήθηκαν, εξευτελίστηκαν και υπέστησαν
διάφορες άλλες ταπεινώσεις- ώστε έγιναν αντικείμενο του αγώνα επιρροών
μεταξύ των ναζί.
Τον
Απρίλη τα S.A. όφειλαν να παραδώσουν τους κρατουμένους τους στα Ες-Ες,
τα οποία ανέπτυξαν σε όλη τη Γερμανία ένα δίκτυο στρατοπέδων
συγκέντρωσης έχοντας ως μοντέλο το Νταχάου. Στα στρατόπεδα αυτά
εφαρμοζόταν ο τρόμος με μεθοδικό και μελετημένο τρόπο…
Τον
Ιούνη τα Ες-Ες εγκαινιάζουν την πρακτική να κρεμούν τους απείθαρχους
κρατουμένους στο χώρο συγκέντρωσης μπροστά σε όλους τους κρατουμένους,
που όφειλαν να είναι σε στάση προσοχής. Το πρώτο θύμα αυτής της
πρακτικής ήταν ο κομμουνιστής εργάτης Εμίλ Μπαργκάτζκι.
Παρά
το κύμα των συλλήψεων -ο Ερνεστ Τέλμαν, Γενικός Γραμματέας του ΚΚΓ
πιάστηκε στις 3 Μάρτη στο Βερολίνο σε ένα παράνομο διαμέρισμα του
Κόμματος- οι κομμουνιστές συνέχισαν να συγκρούονται ανοιχτά με τους
S.A., οι οποίοι επωφελούνταν της ιδιότητάς τους ως βοηθητικών
αστυνομικών.
Η εφημερίδα της Λοζάνης «Gazette de Lausan» στις 2 Μάρτη έγραφε: «Μόνο οι κομμουνιστές αντιστέκονται […]
φυσικά ο αγώνας είναι άνισος, έχουν εναντίον τους όλες τις δυνάμεις του
κράτους. Αλλά την έλλειψη μεγάλου αριθμού αναπληρώνουν το πάθος, ο
φανατισμός: Μάχονται “δρόμο με δρόμο”».
Σ’
ένα μήνα, σύμφωνα με επίσημες στατιστικές, υπήρξαν 62 νεκροί στις μάχες
στους δρόμους, ανάμεσα στους οποίους 29 κομμουνιστές, 14 ναζί και 8
σοσιαλιστές.6
Τα
νούμερα αυτά είναι πολύ κατώτερα από την πραγματικότητα. Αρκεί να
διαβάσει κανείς τις σελίδες του Ριχάρδου Κρεμπς, με το ψευδώνυμο Ζαν
Βαλτέν, αφιερωμένες στις μάχες του δρόμου στο Αμβούργο, για να καταλάβει
την ακραία βιαιότητα των συγκρούσεων.7
Καθώς
γινόταν αντιληπτό κάθε μέρα ότι το ΚΚΓ έχανε, αποφάσισε να
προετοιμαστεί για παράνομη δράση μεγάλης διάρκειας. Είναι αυτήν τη
στιγμή που πολλά μέλη ή οπαδοί του Κόμματος, δοκιμασμένοι και ταυτόχρονα
ελάχιστα γνωστοί, δέχτηκαν την υπόδειξη να υποκριθούν ότι προσχωρούν
στο ναζιστικό κόμμα και να προωθήσουν δουλειά υπονομευτική και απόσπασης
πληροφοριών.
Με
την άνοδο των ναζί στην εξουσία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα με τη
συμπεριφορά του επιβεβαίωνε την ανάλυση του Κόμματος, προτιμώντας τη
συνεννόηση από τη σύγκρουση. Ετσι οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν να
συμμετάσχουν στη γενική αντιχιτλερική απεργία την επομένη του χτυπήματος
στο Ράιχσταγκ. Επρόκειτο για απόφαση θεμελιώδη, γιατί στο προλεταριάτο
πίστευαν ότι η γενική απεργία μπορούσε να αντιμετωπίσει αποφασιστικά το
δυναμικό χτύπημα των ναζί, όπως είχε αντιμετωπίσει το πραξικόπημα του
Καπ το Μάρτη του 1920.
Από
το Ημερολόγιο του Γκέμπελς φαίνεται ότι οι ναζί φοβούνταν αυτήν τη
γενική απεργία περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Η πρώτη συνεδρίαση του
υπουργικού συμβουλίου του Χίτλερ ασχολήθηκε αποκλειστικά με την
πιθανότητα αυτή. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας στάθηκε ανίκανο να
εμποδίσει τους βουλευτές της Δεξιάς να παραχωρήσουν στον Χίτλερ το
πλεονέκτημα του άρθρου 48.
Οι
βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και του Κομμουνιστικού
Κόμματος είχαν την πλειοψηφία, αλλά οι βουλευτές του Κομμουνιστικού
Κόμματος ήταν ήδη καταδιωκόμενοι, είχαν συλληφθεί, βασανιστεί σύμφωνα με
τους καταλόγους της Αστυνομίας που είχαν ετοιμάσει οι σοσιαλδημοκράτες
νομάρχες, ενώ οι βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος συνέχιζαν τις
κοινοβουλευτικές συζητήσεις. Για ν’ αποφύγει την κριτική των ναζί ότι
είναι «κόμμα από το εξωτερικό», το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας
αποχώρησε από τη Σοσιαλιστική Διεθνή και, μάλιστα, το Μάη του 1933
ενέκρινε το πρόγραμμα της εξωτερικής πολιτικής των ναζί.8
Αν
και πολλοί σοσιαλδημοκράτες ηγέτες οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα ή στην
εξορία, πολλοί άλλοι συνεργάστηκαν με τους ναζί ή παρέμειναν στις
κρατικές θέσεις τους χωρίς να ενοχληθούν καθόλου.
Για
παράδειγμα, ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Σέβερινγκ αποχώρησε από την
πολιτική, αλλά παρέμεινε στη Γερμανία, δεχόμενος τη σύνταξη που του
κατέβαλε το νέο καθεστώς. Ιδια ήταν η περίπτωση του σοσιαλδημοκράτη
ηγέτη Νόσκε που είχε διευθύνει τη συντριβή των Σπαρτακιστών και τη σφαγή
της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ.
Η
ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών του Βίρτεμπεργκ αποφάσισε την αυτοδιάλυση
του κόμματος και κάλεσε τις κοινότητες που διοικούνταν από το ΣΚΓ να
«υποστηρίξουν τη Νέα Τάξη και την Εθνική Επανάσταση».
Οταν
το τμήμα της εργατικής Σοσιαλιστικής Νεολαίας του Βερολίνου οργάνωσε
παράνομη δράση κι έκρυψε τα χρήματα της οργάνωσης από τους ναζί, ο
ηγέτης της απαίτησε να σταματήσουν «αυτές τις παράνομες εξυπνάδες».
Στην
περιφέρεια του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου τα ένοπλα τμήματα (Σιδηρούν
Μέτωπο) της υπηρεσίας τάξης του ΣΚΓ, που αριθμούσαν 160.000 μέλη,
δέχτηκαν την παρακάτω εγκύκλιο:
«Μας μένουν τρεις δυνατότητες:
-
Η χρησιμοποίηση των βίαιων μεθόδων των κομμουνιστών. Αλλά είναι καθαρό
στον κάθε σύντροφό μας ότι οι μέθοδοι αυτές είναι εγκληματικές και
πρέπει να εγκαταλειφθούν.
- Η αποχή.
- Η επιδίωξη μιας συνεργασίας στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής.
Χρόνια
τώρα κρατάμε στην καρδιά μας την πίστη στη Γερμανία. Να γιατί
διεκδικούμε τη θέση μας στη νέα ζωή του γερμανικού κράτους και θα
εργαστούμε για εκείνο που η Γερμανία περιμένει από εμάς, δηλαδή το
καθήκον μας.
Η
διευθύνουσα επιτροπή διαπραγματεύεται με τις αρμόδιες υπηρεσίες σχετικά
με τη δραστηριότητα της Ενωσής μας. Τα παρακάτω σημεία είναι θεμελιώδη:
Καλλιέργεια της φιλίας. Βοήθεια στους παλαιούς πολεμιστές. Μόρφωση της
νεολαίας. Στρατιωτική προετοιμασία. Προσφορά εθελοντικής εργασίας».
Ολες
οι μαρτυρίες βεβαιώνουν από τη μια την κομμουνιστική αντίσταση και από
την άλλη τη σύγχυση των σοσιαλδημοκρατών μέσα από άρθρα στον Τύπο, όπως:
«Η συμπεριφορά των κομμουνιστών μπροστά στους αιμοσταγείς δικαστές
τους είναι άψογη και παραδειγματική, που δίνει την εντύπωση ότι αυτοί
μόνον είχαν δεχτεί την εντολή να διατηρήσουν την Αντίσταση»9. Ή οι αναφορές των μυστικών υπηρεσιών: «Διαπιστώνουμε πάνω απ’ όλα ότι κανένας ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν υποτάχθηκε μπροστά στην Εθνική Επανάσταση10. Oλοι τους είναι στη φυλακή ή διαφεύγουν ή κρύβονται. Είναι κυρίως οι κομμουνιστές που γεμίζουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης […] Κάποιοι έχουν φύγει στο εξωτερικό […]
Η δυσκολία στην οποία βρίσκονται τα στελέχη που παρέμειναν στις θέσεις
τους, να κρύβονται και να δρουν παράνομα, περιορίζει τη δράση τους πάρα
πολύ και είναι αμφίβολο αν η δράση τους αυτή θα μπορέσει να παραταθεί
για πολύ απέναντι στις έρευνες μιας αστυνομίας η οποία έχει αναπτυχθεί
πολύ […] Εάν οι κομμουνιστές, οι οποίοι το επαναλαμβάνουμε
έδειξαν ένα θάρρος αδιαμφισβήτητο, υψηλού βαθμού ως τον τελευταίο Μάρτη,
είναι ακόμα εδώ, εύκολα μπορεί να φανταστεί κανένας μέχρι πού έφτασαν
οι σοσιαλιστές […] Δεν είχαν παρά να υποταχθούν ή να φύγουν όπως
οι Μπράουν, Γκρεζίνσκι, Μπρειτσχέιντ, Ντίτμαν, Κίσπρεϊν, Νόσκε,
Μπέργκεμαν, εκτός και αν πρόσφεραν στο νέο καθεστώς μια λίγο ή πολύ
κρυφή προσχώρηση όπως οι Λέιπαρτ, Γκράσμαν, Ταρνόβ, Βελς, Στάμπφερ,
Χίλφερντιγκ»11.
Η
συνδικαλιστική ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών υπέκυψε πολύ γρήγορα στους
ναζί: Ο πρόεδρός της έγραψε στον Χίτλερ για να τον ενημερώσει ότι η
Γενική Συνομοσπονδία Γερμανικών Συνδικάτων (ADGB) είχε διακόψει τις
σχέσεις της με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας. Στις 20 του Μάρτη η
ADGB δημοσιεύει ένα καταθλιπτικό μανιφέστο:
«Οι
συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι η έκφραση μιας αδιαμφισβήτητης
κοινωνικής ανάγκης, ένα απαραίτητο τμήμα της ίδιας της κοινωνικής τάξης […] Σα συνέχεια της φυσικής τάξης πραγμάτων, όλο και περισσότερο (σ.μ.: οι συνδικαλιστικές οργανώσεις)
εισέρχονται στο κράτος. Ο κοινωνικός σκοπός των συνδικάτων πρέπει να
εκπληρωθεί, όποια και αν είναι η φύση του κρατικού καθεστώτος […]
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν ισχυρίζονται ότι επιθυμούν να
επηρεάσουν την πολιτική του κράτους. Το καθήκον τους με αυτήν την έννοια
δεν μπορεί παρά να είναι να θέσουν στη διάθεση της κυβέρνησης και της
Βουλής τις γνώσεις και τις εμπειρίες που έχουν στον τομέα αυτό».
Στις
22 Απρίλη του 1933 η ADGB ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από τη Διεθνή
Συνδικαλιστική Ενωση. Η ADGB προσπάθησε να ενωθεί με τις οργανώσεις των
επιχειρήσεων του ναζιστικού κόμματος (ΝSΒΟ), ώστε ν’ αποτελέσουν ένα
μοναδικό συνδικάτο, και συμμετείχε στην Πρωτομαγιά των ναζί. Αλλά αυτές
οι συνθηκολογήσεις δεν την έσωσαν από τις απαγορεύσεις.
Το
Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα παρέμεινε μειοψηφία στις εκλογές του Μάρτη του
1933, αλλά στη Βουλή επωφελήθηκε της υποστήριξης που του πρόσφεραν
κόμματα της Δεξιάς, ώστε να παραχωρηθούν στον Χίτλερ πλήρεις εξουσίες
που προβλέπονταν από το άρθρο 48. Ετσι η καταστολή διευρύνεται
προοδευτικά στους συνδικαλιστές -τα S.A. κατέλαβαν στις 2 Μάη του 1933
το κτήριο των συνδικάτων και οι συλλήψεις άρχισαν από την επομένη- στους
Σοσιαλδημοκράτες -το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα διαλύθηκε με νόμο στις 22
Ιούνη του 1933- καθώς και στους Χριστιανούς που αντιτίθονταν στην
πολεμοκαπηλία και το ρατσισμό των ναζί.
Στις 23 του Μάη άρχισαν τα δικαστήρια. Δύο κομμουνιστές ήταν οι πρώτοι που καταδικάστηκαν σε θάνατο από το νέο καθεστώς.
Τον
Ιούλη του 1933 δεκάδες χιλιάδες πέρασαν από τις φυλακές και ήδη
υπολογίζονταν σε 27.000 οι πολιτικοί κρατούμενοι στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης. Το Νοέμβρη οι συλληφθέντες κομμουνιστές έφτασαν τους
60.000 και οι δολοφονημένοι κομμουνιστές τους 2.000.
Η
ναζιστική καταστολή άφηνε στους οπαδούς του Κομμουνιστικού Κόμματος, οι
οποίοι δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία, τρεις
επιλογές. Ορισμένοι, αποθαρρυμένοι από την τρομερή ήττα του
κομμουνιστικού κινήματος, απομονωμένοι και φοβισμένοι από την κρατική
τρομοκρατία, εγκατέλειψαν τον αγώνα. Μεταξύ αυτών ήταν και μια χούφτα
ηγετών, γιατί δεν μπόρεσαν όλοι να παρακολουθήσουν τη ραγδαία εξέλιξη
των γεγονότων.
Για
παράδειγμα, τον Απρίλη του 1933 η εφημερίδα «Arbeiter Zeitung», όργανο
του ΚΚΓ στο Σαρ, την περιοχή αυτή που κατεχόταν από τη Γαλλία από το
1919 ως το 1935, δημοσίευε την παρακάτω αγγελία: «Ο τομέας του ΚΚΓ
του Μπαντ-Παλατινάτου μας ζήτησε να δημοσιεύσουμε την παρακάτω διαγραφή:
Ο βουλευτής στο Ράιχσταγκ Μπενεντομ-Κούσελ, εγκατεστημένος από μερικές
εβδομάδες στο Σαρ και έχοντας δεχτεί από τον τομέα του τη διαταγή να
επιστρέψει στη Γερμανία, αδιαφόρησε στην πρόσκληση αυτή και διαγράφηκε
από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας για δειλία μπροστά στον ταξικό
εχθρό».
Ενας
μικρός αριθμός μελών του ΚΚΓ συνεργάστηκε με το ναζιστικό καθεστώς,
απλοί οπαδοί της βάσης και συχνά μέλη που πρόσφατα είχαν γίνει δεκτά στο
κόμμα.12
Αλλά
δεκάδες χιλιάδες κομμουνιστών υιοθέτησαν στάση αντίστασης. Συχνά η
στάση αυτή ήταν μακριά από την οργανωμένη, παράνομη και αποτελεσματική
δράση.
Οι
δομές του κόμματος είχαν κομματιαστεί, τα στελέχη ήταν στις φυλακές ή
εξόριστοι, οι οπαδοί παρακολουθούνταν. Αλλά γρήγορα παράνομες οργανώσεις
του κόμματος ανασυγκροτήθηκαν, για να διαλυθούν και πάλι να
ανασυγκροτηθούν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
*
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Βέλγου συγγραφέα Τ.
Ντεμπρέντ «Κομμουνιστική Αντίσταση στη Γερμανία 1933-1945» που
μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Τριαντάφυλλο Γεροζήση.
1. Σ.μ.: Sturmabteilung (S.A.) είναι τα Τάγματα Εφόδου, παραστρατιωτική ομάδα του Ναζιστικού Κόμματος, που ιδρύθηκαν το 1920.
2.
Nicos Poulantzas: «Fascisme et dictature: La troisième internationale
face au fascisme», Editions Maspero, collection «Les textes à l' appui»,
Paris, 1970, pp. 201-203. Αυτή η έγνοια, να διατηρηθεί το νόμιμο
εκλογικό έδαφος, συμφωνούσε με τη «νόμιμη» γραμμή της Κομιντέρν των
χρόνων 1930 και δεν έγινε αντικείμενο επανεκτίμησης. Στη ΧΙΙΙ Ολομέλεια
της Κομιντέρν το Νοέμβρη-Δεκέμβρη του 1933 ακόμα ο Μανουΐλσκι απαντούσε
στους ξένους κομμουνιστές που έκαναν κριτική στο ΚΚ Γερμανίας για τη
μικρή του αντίσταση ότι: «Εάν το ΚΚ Γερμανίας είχε αρχίσει ένοπλο αγώνα
κατά του Χίτλερ θα είχε πέσει στην προβοκάτσια».
3.
Αυτές οι αντιθέσεις ξέσπασαν για τα καλά. Τα S.A., που μιλούσαν για
«δεύτερη αντικαπιταλιστική επανάσταση», θα εκκαθαριστούν από το
καλοκαίρι του 1933 και καθώς οι εκκαθαρίσεις αυτές δεν αρκούσαν, ο
Χίτλερ διέταξε τη «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών», όπου οι Ες-Ες
κατάσφαξαν εκατοντάδες μέλη των S.A., αρχίζοντας από τους αρχηγούς τους
Ρεμ, Γκρέγκορ Στράσερ, Ερνστ και άλλους.
4.
Σε ένα άρθρο του το Σεπτέμβρη του 1924 με τίτλο «Σχετικά με τη διεθνή
κατάσταση», ο Στάλιν ορίζει τη σοσιαλδημοκρατία ως τη «μετριοπαθή
πτέρυγα του φασισμού», όπου λανσάρει τη διάσημη διατύπωση: «Η
σοσιαλδημοκρατία είναι ο δίδυμος αδελφός του φασισμού». Η ανάλυση αυτή
παρουσιάζεται γενικά ως ένα από τα μαργαριτάρια του σταλινισμού, ενώ
έχει γίνει λίγο πριν το θάνατο του Λένιν. Από τις 9 Γενάρη του 1924,
σύμφωνα με πρόταση του Προεδρείου της Κομιντέρν, «οι ηγέτες της
σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι παρά ένα κομμάτι του φασισμού που καλύπτεται
πίσω από τη μάσκα του σοσιαλισμού» (Τα μαθήματα των γεγονότων της
Γερμανίας). Κάτι που θα αναπτύξει ο Ζινόβιεφ στην αναφορά του στο 5ο
Συνέδριο με τίτλο «Σοσιαλδημοκρατία, μια πτέρυγα του φασισμού».
5.
Cf. Pierre Broué: «Histoire de l' lnternationale Communiste 1919-1943»,
Librairie Arthèmes Fayard, Paris 1997, pp. 530-531. Οι Τέλμαν και
Νόιμαν στο θέμα αυτό ήρθαν στα χέρια σε συνεδρίαση της ολομέλειας του
Πολιτικού Γραφείου. Ο αποκλεισμός της ομάδας Νόυμαν στα τέλη του 1932
δεν τερμάτισε τους δισταγμούς.
6.
Cf.Gilbert Badia: «Histoire de I' AlIemagne contemporaine- Tome sécond:
1933-1962», éditions sociales, Paris 1962, ρ.14. Τα έργα του Badia
είναι τα μόνα που παραχωρούν μια αξιοπρεπή θέση στην κομμουνιστική
αντίσταση.
7.
Jan Valtin: «Sans patrie ni frontières», éditions Actes Sud, collection
Babel, Arles 1997, pp. 478 et suivantes. Τo βιβλίο αυτό πρέπει να
διαβαστεί με επιφύλαξη. Ο συγγραφέας του πραγματικά ανήκε στον παράνομο
μηχανισμό της Κομιντέρν, με τον οποίο ήρθε σε σύγκρουση όταν δέχτηκε τη
διαταγή να επιστρέψει στο Αμβούργο για ν’ αναδιοργανώσει το δίκτυο της
Διεθνούς των ναυτικών και των λιμενεργατών. Πιάστηκε, βασανίστηκε,
κατέδωσε αυτούς που τον φιλοξενούσαν κι έγινε πράκτορας της Γκεστάπο -
χωρίς διαταγή της Κομιντέρν, όπως ισχυρίζεται για να δικαιολογηθεί.
Καθώς αποφασίστηκε η εκτέλεσή του από την NKVD και από την υπηρεσία
ασφαλείας της Κομιντέρν «S-Apparat», ο Κρεμπς κατέφυγε στις Ηνωμένες
Πολιτείες το 1937. Εχει εκδοθεί μια βιογραφία του Ριχάρδου Κρεμπς: Ernst
Von Waldenfels: Der Spion, der aus Deutschland kam: Das geheime Leben»
des Seemanns Richard Krebs, Aufbau Verlag, Berlin 2002.
8.
Σ’ αυτήν τη ψηφοφορία τo κοινοβουλευτικό κομμάτι του Σοσιαλδημοκρατικού
Κόμματος είχε περιοριστεί σε 60 βουλευτές επί 129, 18 βουλευτές ήταν
στη φυλακή, άλλοι ήταν στην εξορία στο εξωτερικό ή είχαν θεληματικά
αποσυρθεί από την πολιτική και συνταξιοδοτηθεί.
9. Cité par Gilbert Badia, Histoire de I' AlIemagne contemporaine, op.cit. p.59.
10.
Μόνο ένας από τους 422 ηγέτες του ΚΚ Γερμανίας θα λιγοψυχήσει. Ο Ερνεστ
Τόργκλερ ήταν συγκατηγορούμενος του Ντιμιτρόφ στην περίφημη δίκη της
Λειψίας. Υπέφερε από βαθιά κατάθλιψη στη διάρκεια της δίκης και είχε
υιοθετήσει ατομική γραμμή άμυνας, αρνούμενος και θεωρώντας «αυτοκτονική»
την υπόδειξη του Κόμματος να κατηγορηθούν οι ναζί για τον εμπρησμό του
Ράιχσταγκ. Διαγράφηκε από το ΚΚ Γερμανίας το 1935, αποφυλακίστηκε το
1936, έγινε εμπορικός αντιπρόσωπος ως την έναρξη του πολέμου, στη
διάρκεια του οποίου δέχτηκε μια θέση σε κάποιο υπουργείο. Τέλειωσε τη
ζωή του στη Δυτική Γερμανία... ως μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος.
Cf Gilbert Badia: «Feu au Reichstag - L' acte de naissance du régime
nazi», Editions Sociales, collection Problèmes, Paris, 1983, pp.
245-248.
11. Αναφορά της υπηρεσίας πληροφοριών της 18 Μάη του 1933 (J.C.5.A. 4509) που ξέθαψε η ιστορικός Annie Lacroix-Riz.
12.
Το 1932 το ΚΚ Γερμανίας έβγαινε από μια περίοδο εκκαθαρίσεων. Το 4-5%
των μελών του ήταν στο Κόμμα από την ίδρυσή του -δώδεκα χρόνια πριν- και
πάνω από 40% λιγότερο από ένα χρόνο.