|
Τα προγράμματα της "κοινωφελούς εργασίας"
ανακυκλώνουν χιλιάδες ανέργους. Κερδισμένο άμεσα
και έμμεσα βγαίνει μόνο το κεφάλαιο
|
Στις αρχές Μάρτη, το ίδρυμα Friedrich Ebert, τοΙνστιτούτο Levy και το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) οργάνωσαν εκδήλωση με κύριο θέμα τον αποκαλούμενο «εργοδότη ύστατης καταφυγής». Στην εκδήλωση μίλησε η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, Ράνια Αντωνοπούλου, η οποία, εδώ και χρόνια, ως «μελετήτρια» του Ινστιτούτου Levy και τώρα ως υπουργός, προωθεί αυτή την αντίληψη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν γίνει κυβέρνηση, εμφάνιζε τη συγκεκριμένη πολιτική ως λύση για τη δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας που θα συμβάλουν στον περιορισμό της ανεργίας και θα φέρουν ανάπτυξη.
Ακριβώς μία μέρα πριν από τις βουλευτικές εκλογές, στις 25 Γενάρη 2015, το «Εθνος» παρουσίαζε το σχέδιο της Αντωνοπούλου, δηλαδή της εφαρμογής της πολιτικής του «εργοδότη ύστατης καταφυγής», με την οποία το Δημόσιο θα δημιουργούσε τάχα 300.000 θέσεις εργασίας (!), που με τη σειρά τους θα προκαλούσαν τη δημιουργία επιπλέον 120.000 θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.
Σήμερα, αυτή η πολιτική ανακύκλωσης της ανεργίας παίρνει τη μορφή των γνωστών πια προγραμμάτων της «κοινωφελούς εργασίας». Ετσι, στην εκδήλωση που προαναφέραμε, η αναπληρώτρια υπουργός περιορίστηκε να εξαγγείλει μια «νέα γενιά προγραμμάτων», 8μηνης διάρκειας (αντί για πέντε μήνες που ήταν μέχρι τώρα), που θα εφαρμοστεί σε πρώτη φάση σε 17 δήμους της χώρας.
Πριν από λίγες μέρες διευκρίνισε ότι θα απασχοληθούν σε αυτήν τη φάση περίπου 6.900 άνεργοι, πολύ λιγότεροι από το αρχικό προεκλογικό σχέδιο. Σε κάθε περίπτωση, θα διατηρηθεί το χειρότερο εργασιακό καθεστώς που διέπει την «κοινωφελή εργασία» συγκριτικά με τους (άθλιους ούτως ή άλλως) όρους εργασίας που αντιμετωπίζει ένας εργαζόμενος όταν πρωτομπαίνει στη δουλειά.
Μια άλλη πτυχή είναι ότι ακόμα και γι' αυτά τα προγράμματα δεν υπάρχουν οι σχετικοί πόροι για τη συνέχισή τους. Η αναπληρώτρια υπουργός παραδέχθηκε ότι «στην Ελλάδα, τα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου που απομένουν για την περίοδο 2014 - 2015 είναι πενιχρά, παρότι η ανεργία εξακολουθεί να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα»...
Τι είναι ο "εργοδότης ύστατης καταφυγής"
Η ιδέα του «εργοδότη ύστατης καταφυγής» διατυπώθηκε στη σύγχρονη μορφή της τη δεκαετία του '60. Σύμφωνα με αυτή, σε περιόδους καπιταλιστικής κρίσης, το κράτος αναλαμβάνει να δημιουργήσει θέσεις απασχόλησης, οι οποίες είναι προσωρινές. Υποτίθεται ότι η πολιτική αυτή «μπορεί να επεκταθεί σε όποια κλίμακα απαιτούνταν για την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ύφεσης» (ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Δεκέμβρης 15, Μελέτες 15, Ράνια Αντωνοπούλου, Δ. Παπαδημητρίου, Taun Toay). Προβάλλεται, δηλαδή, ως το «αντίδοτο» στην ανεργία, που αντικειμενικά αυξάνεται σε περιόδους κρίσης.
Ο ισχυρισμός αυτός διαψεύδεται στην πράξη. Οπως φάνηκε, υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις προεκλογικές εξαγγελίες για εκατοντάδες χιλιάδες «προσλήψεις» και στην πρόσφατη αναγγελία για συνέχιση του προγράμματος «κοινωφελούς εργασίας» σε 17 μόλις δήμους και με πολύ λιγότερους δικαιούχους.
Συνέχεια αυτής της αντίληψης είναι ότι με το ξεπέρασμα της κρίσης οι εργαζόμενοι σ' αυτά τα προγράμματα επιστρέφουν στον ιδιωτικό τομέα. «Οταν μετά την κρίση αρχίζει η ανάκαμψη της οικονομίας και επέκταση του ιδιωτικού τομέα, τότε οι ενταγμένοι στο πρόγραμμα εργαζόμενοι μπορούν να επιστρέψουν στην ιδιωτική αγορά εργασίας, που θα τους προσφέρει καλύτερες προοπτικές και αμοιβές» (ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Δεκέμβρης 15, Μελέτες 15, Ράνια Αντωνοπούλου, Δ. Παπαδημητρίου, Taun Toay).
Μάλιστα, όπως σημειώνεται, «σε αυτήν την προσέγγιση, η αντιμετώπιση της κρίσης στην απασχόληση και η μείωση της ανεργίας δεν είναι το αποτέλεσμα της εξόδου από την κρίση, είναι ο μηχανισμός που θα την προκαλέσει».
Αυτό θα γίνει γιατί «η αύξηση της απασχόλησης θα προκαλέσει αύξηση του εισοδήματος, που θα προκαλέσει αύξηση της ζήτησης, που θα προκαλέσει αύξηση της παραγωγής, που θα προκαλέσει αύξηση της απασχόλησης κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, θα οδηγηθούμε από την απασχόληση στην ανάπτυξη και όχι το αντίθετο» (ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Φλεβάρης 2015, Μελέτες 32, Γιώργος Ιωαννίδης και Χρίστος Πιέρρος).
Αθλιες συνθήκες και μισθοί...
Μια ματιά στους όρους εργασίας, που προβλέπουν προγράμματα όπως αυτό της «κοινωφελούς εργασίας», είναι αρκετή για να πειστεί κανείς ότι στόχος τους είναι η ανακύκλωση φτηνής εργατικής δύναμης, από την οποία προκύπτει έμμεσο και άμεσο όφελος μόνο για τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι σ' αυτά τα προγράμματα αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, ανεξαρτήτως ειδικότητας και αντικειμένου εργασίας (495 ευρώ και 431 ευρώ το μήνα για τους άνω και κάτω των 25 ετών, αντίστοιχα). Επίσης, στερούνται μια σειρά δικαιωμάτων, όπως το επίδομα αδείας, ανθυγιεινής εργασίας κ.ά. Μόνο κάτω από την πίεση που άσκησε ο αγώνας αυτών των εργαζομένων, με τη συμβολή του ΠΑΜΕ, βελτιώθηκαν σχετικά και ως ένα βαθμό οι όροι εργασίας.
Μάλιστα, οι οπαδοί αυτής της αντίληψης έχουν κατά καιρούς προτείνει μισθούς χαμηλότερους και από τον κατώτερο βασικό. Χαρακτηριστικά, η αναπληρώτρια υπουργός, σε συνέντευξη που είχε δώσει στην εφημερίδα «Εποχή» τον Οκτώβρη του 2013, πρότεινε με τη μορφή ερώτησης: «Και γιατί είναι προτιμότερο να επιζείς με 300 ή 400 ευρώ επίδομα αντί να προσφέρεις τις γνώσεις σου και τις δεξιότητές σου στην τοπική κοινωνία, στη γειτονιά σου;».
Επομένως, τέτοιες μορφές απασχόλησης, εκτός του ότι έχουν περιορισμένη εμβέλεια σε συνθήκες κρίσης, όχι μόνο δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ικανοποιητικούς όρους δουλειάς και αμοιβές στους ανέργους, που αυξάνονται κατακόρυφα, αλλά επιπλέον αποτελούν μηχανισμό πίεσης για τη συρρίκνωση μισθών και δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους στο σύνολο του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.
Τέλος, διαβάζουμε ότι «αυτό το πρόγραμμα (σ.σ. του εργοδότη ύστατης καταφυγής) μπορεί να εξαλείψει όλη τη μη ηθελημένη ανεργία. Φυσικά, θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν πολλοί - ακόμα και εντός του εργατικού δυναμικού - που θα παραμείνουν με τη θέλησή τους άνεργοι» (ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Δεκέμβρης 15, Μελέτες 15, Ράνια Αντωνοπούλου, Δ. Παπαδημητρίου, Taun Toay)!
Με άλλα λόγια, οι υποστηριχτές αυτής της θεωρίας αναπαράγουν την αντιδραστική αντίληψη ότι οι φτωχοί και οι άνεργοι ευθύνονται για την κατάσταση που ζουν, και όχι βέβαια ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, που γεννά την ανεργία και τη γιγαντώνει σε περιόδους κρίσης.
...και η πραγματικότητα με το κεφάλι κάτω
Ταυτόχρονα, είναι φανερή η αξιοποίηση αυτών των προγραμμάτων με σκοπό να συσκοτίσουν τον πραγματικό χαρακτήρα της κρίσης, ως καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων, και να την αποδώσουν στην υποκατανάλωση. Γι' αυτό παρουσιάζουν τη σχετική αύξηση των εισοδημάτων ως το κλειδί για να ξεπεραστεί η κρίση.
Ομως, αυτή μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με την εξασφάλιση μεγαλύτερου ποσοστού κέρδους για το κεφάλαιο κι αυτό προϋποθέτει παραπέρα μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης.
Εμφανίζουν, επίσης, το κράτος ως τον «ιδανικό εργοδότη», ο οποίος σε συνθήκες κρίσης θα εξασφαλίζει δουλειά για όλους και μάλιστα με ικανοποιητικές αμοιβές, που θα βάλουν ξανά σε κίνηση την καπιταλιστική παραγωγή. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για προσαρμογή των κεϋνσιανών μεθόδων στις σημερινές συνθήκες. Σήμερα, δεν μπορεί να στηριχθεί η προσπάθεια καπιταλιστικής ανάκαμψης σε προγράμματα χρηματοδοτούμενων από το κράτος δημόσιων έργων σε πλατιά κλίμακα, όπως π.χ. τη δεκαετία του 1930 στις ΗΠΑ. Σήμερα, η κρατική παρέμβαση περιορίζεται στο να εξασφαλίζει ορισμένες προσωρινές εργασιακές θέσεις βουλώνοντας τρύπες και κενά σε κρατικές υπηρεσίες Υγείας, Πρόνοιας, Παιδείας κ.λπ. που δημιουργεί η πολιτική των περικοπών, της ιδιωτικοποίησης τομέων κ.λπ.
Την ίδια στιγμή, βεβαίως, το αστικό κράτος με νόμους εξαϋλώνει εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, καθηλώνει και μειώνει μισθούς σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, καταργούνται επί της ουσίας οι Συλλογικές Συμβάσεις, με στόχο να γίνει ακόμα φτηνότερη η εργατική δύναμη για τους εργοδότες και ταυτόχρονα να μειωθούν οι κρατικές δαπάνες, ώστε περισσότερα κονδύλια να μετατρέπονται σε επιδοτήσεις και προνόμια για το κεφάλαιο.
Τι δείχνει η πράξη
Για τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής, αποκαλυπτικός ήταν ο Γερμανός οικονομολόγος Hans Verbeek, που μίλησε στην ίδια εκδήλωση με την αναπληρώτρια υπουργό, εκπροσωπώντας το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών (ISG). Αναφερόμενος σε ένα εθνικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στη Γερμανία ανάμεσα στο 2008 και στο 2012, με τη συγχρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, είπε ανάμεσα σε άλλα:
«Η βασική ιδέα του προγράμματος ήταν η δημιουργία κρατικά επιδοτούμενων δυνατοτήτων απασχόλησης για μακροχρόνια ανέργους». Το πρόγραμμα αποσκοπούσε ακόμα «στη στήριξη των τοπικών υποδομών». Ομως, αν και ο στόχος ήταν οι περισσότερες θέσεις εργασίας να δημιουργηθούν σε δήμους και κοινότητες, «στην πράξη μόνο το 23% των θέσεων εργασίας δημιουργήθηκαν σε δομές της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ οι υπόλοιπες αφορούσαν οργανισμούς όπως ενώσεις, συνεταιρισμούς και ιδρύματα, μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις περιορισμένης ευθύνης και επιχειρήσεις ένταξης, εκκλησιαστικές οργανώσεις».
Μία από τις βασικές επιπτώσεις του προγράμματος ήταν ότι «οι θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν στις περιφέρειες οδήγησαν σε υποκατάσταση και εκτόπιση θέσεων απασχόλησης στην τυπική αγορά εργασίας. Ετσι, η σύγκριση μεταξύ περιφερειών που δεν εντάχθηκαν στο πρόγραμμα και εκείνων που συμμετείχαν, καταδεικνύει ότι στις τελευταίες παρατηρήθηκε μεγαλύτερος αριθμός εργαζομένων που έχασαν τη δουλειά τους, όπως επίσης και λιγότεροι άνεργοι που βρήκαν εργασία (...) Οι επιπτώσεις αυτές μάλιστα παρουσίαζαν αυξητική τάση αναλογικά προς τον αριθμό δημιουργίας θέσεων απασχόλησης στο πλαίσιο του προγράμματος».
Σε συνδυασμό με τη χρήση άλλων παρόμοιων προγραμμάτων, επιτάθηκαν «τα φαινόμενα υποκατάστασης, εκτόπισης και παρεπόμενων επιπτώσεων». Σημειώνουμε επίσης ότι προβλεπόταν αρχικά η δημιουργία 100.000 θέσεων εργασίας, αλλά «επιδοτήθηκαν τελικά μόνο 15.825 θέσεις εργασίας καθ' όλη τη διάρκεια του προγράμματος ενίσχυσης». Αιτία της μείωσης ήταν «οι απαιτήσεις της συγχρηματοδότησης», η αδυναμία δηλαδή του κράτους να συνεισφέρει το προβλεπόμενο μερτικό του.
Τι έγινε μετά τη λήξη του προγράμματος; Από τις θέσεις που δημιουργήθηκαν διατηρήθηκαν μόνο οι μισές και αυτές με την αξιοποίηση άλλων κρατικών επιδοτούμενων προγραμμάτων απασχόλησης...