Αναδημοσιεύουμε από το σημερινό Ριζοσπάστη
ένα ενδιαφέρον ντοκουμέντο του 95′, από ένα κείμενο του ΠΓ του ΚΚΕ, που
είχε συζητηθεί εσωκομματικά στην Οργάνωση Περιοχής της Δυτικής
Μακεδονίας, κι εξετάζει το ζήτημα τόσο ιστορικά, όσο και στη σημερινή
του διάσταση.
Ορισμένες ιστορικές πλευρές του ζητήματος
Στην ελληνική, αλλά και στην παγκόσμια ιστοριογραφία, το «Μακεδονικό
ζήτημα» αναφέρεται ως μέρος του γνωστού «Ανατολικού ζητήματος». Ομως,
μεταξύ του «Ανατολικού» και του «Μακεδονικού ζητήματος» υπήρξε μια
ουσιαστική διαφορά:
Το πρώτο ήταν, κυρίως, αγώνας των ευρωπαϊκών δυνάμεων για το
διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το μοίρασμα των οθωμανικών
εδαφών ανάμεσά τους. Το δεύτερο υπήρξε ένας αδυσώπητος αγώνας,
διαπλεκόμενων διεκδικήσεων, τριβών και ένοπλων αναμετρήσεων, για την
προσάρτηση των εδαφών του γεωγραφικού διαμερίσματος της Μακεδονίας,
μεταξύ των γειτονευομένων με αυτό, βαλκανικών κρατών, που υποκινούνταν
και ενθαρρύνονταν από τις τότε μεγάλες δυνάμεις, ανάλογα με τα
συμφέροντά τους.
Το 1878, με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και τις αποφάσεις του
Συνεδρίου του Βερολίνου, δίπλα στα τρία βαλκανικά κράτη που υπήρχαν
(Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο), εμφανίστηκε και ένα τέταρτο, η Βουλγαρία,
που τα σύνορά της εκτείνονταν από τον Δούναβη έως το Αιγαίο. Μεταξύ των
τεσσάρων αυτών βαλκανικών κρατών, εξακολουθούσε και μετά το 1878 να
υπάρχει μια οθωμανική ζώνη, η οποία άρχιζε από την Κωνσταντινούπολη και
εκτεινόταν μέχρι την Πρέβεζα και το Δυρράχιο και χώριζε τα νεοσύστατα
βαλκανικά κράτη.
Κοινή, λοιπόν, επιδίωξη και των τεσσάρων βαλκανικών κρατών ήταν η
απελευθέρωση των αλύτρωτων ομοεθνών τους, που ζούσαν σ’ αυτήν τη ζώνη,
και η προσάρτηση αυτών των οθωμανικών εδαφών. Καθένα από αυτά τα κράτη
έβλεπε με διαφορετικά κριτήρια τη σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής: Οι
Ελληνες έβλεπαν κυρίως Ελληνες, οι Βούλγαροι Βούλγαρους και οι Σέρβοι
Σέρβους. Για τη δικαιολόγηση των διεκδικήσεών τους, καθένα από τα
βαλκανικά κράτη χρησιμοποιούσε διάφορα επιχειρήματα ή προσχήματα.
Οπως είναι γνωστό, οι Σλάβοι κατέβηκαν στη Νότια Βαλκανική μετά τον 6ο μ.Χ. αιώνα.
Για πολλούς αιώνες οι πληθυσμοί της Μακεδονίας ζούσαν χωρίς σύνορα.
Ερχονταν σε επαφή μεταξύ τους, συναλλάσσονταν και ανέπτυσσαν πολύμορφες
σχέσεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ένα μέρος του πληθυσμού – κυρίως στην
ύπαιθρο – να μιλά τη σλαβική διάλεκτο. Ομως, στον ίδιο γεωγραφικό χώρο
υπήρχαν και πληθυσμοί που μιλούσαν την ελληνική, την αλβανική
(αρβανίτικη), την εβραϊκή, την αρμένικη, την τουρκική και την
κουτσοβλάχικη ή αρουμανική. Υπήρχαν, επίσης, και πληθυσμοί που
χρησιμοποιούσαν ένα μεικτό γλωσσικό ιδίωμα – κάτι μεταξύ βουλγαρικής και
σερβικής γλώσσας, με πλήθος από αλβανικές, τουρκικές και ελληνικές
λέξεις παραφθαρμένες. Ολα αυτά, βέβαια, δεν συνιστούν καμιά χωριστή
«μακεδονική» γλώσσα. Είναι, επομένως, αντιιστορικοί και
αvτιεπιστημονικοί oι ισχυρισμοί περί ύπαρξης χωριστής και μάλιστα
ενιαίας «μακεδονικής» γλώσσας.
Ομως, ούτε η εθνολογική σύνθεση της επίμαχης γεωγραφικής περιοχής της
Μακεδονίας δεν τεκμηριώνει επιστημονικά τους ισχυρισμούς περί ύπαρξης
χωριστής «μακεδονικής» εθνότητας. Τέτοια εθνότητα δεν υπήρξε ποτέ.
Υπήρχαν στη Μακεδονία πληθυσμοί ελληνόφωνοι – ελληνικής καταγωγής,
Σλαβόφωνοι – σλαβικής καταγωγής (Σέρβοι, Βούλγαροι, Σλάβοι γενικά),
Σλαβόφωνοι ελληνικής καταγωγής (γραικομάνοι), Αρβανίτες, Βλάχοι
(Ελληνοβλάχοι και Ρουμανοβλάχοι), Τούρκοι, Αρμένηδες και Εβραίοι, αλλά
σε καμιά περίπτωση χωριστή «μακεδονική» εθνότητα.
Το «Μακεδονικό ζήτημα» δεν υπήρξε απλά μια εθνικιστική διαμάχη,
κυρίως ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία, όπως ισχυρίζεται η άρχουσα
τάξη της χώρας μας (και όχι μόνο). Προϋπήρχαν της εθνικιστικής διαμάχης,
αλλά και τη συνοδεύουν οξύτατα κοινωνικά προβλήματα. Η φεουδαρχική
εκμετάλλευση, για παράδειγμα, των χριστιανικών πληθυσμών (Ελλήνων και
Σλάβων), όχι μόνο από τους Οθωμανούς, αλλά και από το Πατριαρχείο, ώθησε
ένα κομμάτι του πληθυσμού – κυρίως στην ύπαιθρο – στη Βουλγαρική
Εξαρχεία, μετά την ανακήρυξή της. Απ’ την άλλη μεριά, η μία από τις δύο
πολιτικές οργανώσεις των Σλάβων, η IMRO (Σεντραλιστές) – επηρεασμένοι
από τους Ιταλούς Καρμπονάρους – πρόβαλε όχι μόνο αντιοθωμανικά, αλλά και
αντιφεουδαρχικά συνθήματα (όπως η διανομή της γης) και επηρέαζε
σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, ενώ η επίσημη Ελλάδα και η άρχουσα τάξη
(τόσο της Ελλάδας όσο και της Βουλγαρίας) έβλεπε με εχθρικό μάτι τέτοια
συνθήματα.
Επομένως, η κοινωνικοπολιτική διάσταση του «Μακεδονικού ζητήματος»
είναι εξίσου σημαντική, για να μην πούμε σημαντικότερη, από την εθνική,
κάτι που η επίσημη Ιστορία διαστρεβλώνει κατάφωρα.
Οπως είναι γνωστό, ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος (1912) είχε ως αποτέλεσμα
την απελευθέρωση των υπόδουλων πληθυσμών των περιοχών της Ηπείρου,
Μακεδονίας και Δυτ. Θράκης (καθώς και άλλων βαλκανικών περιοχών) από την
οθωμανική σκλαβιά. Ομως, ως αποτέλεσμα των κυρίαρχων τάξεων της
Βαλκανικής και της υποδαύλισης της εθνικής εχθρότητας και του σωβινισμού
από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής, το 1913 ξέσπασε ανάμεσα
στα βαλκανικά κράτη ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, με τη λήξη του οποίου
(Συνθήκη του Βουκουρεστίου) καθορίστηκαν τελεσίδικα τα σύνορα των
βαλκανικών χωρών.
Από το γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας,
η Ελλάδα πήρε το 51,57%, η Σερβία το 38,32% και η Βουλγαρία το 10,11%.
Ας σημειωθεί ότι η νότια περιοχή, που περιήλθε στην Ελλάδα, ταυτιζόταν
περίπου με τα όρια: Της λεγόμενης «ιστορικής» Μακεδονίας των κλασικών
χρόνων, με μόνη διαφορά ότι μια μικρή λωρίδα παρέμεινε στη σερβική και
βουλγαρική περιοχή.
Από τη διανομή, όμως, αυτή των μακεδονικών εδαφών, τα ζητήματα των
εθνοτήτων και μειονοτήτων περιπλέχθηκαν, γιατί έξω από τα ελληνικά
σύνορα έμειναν ελληνικοί και ελληνόφωνοι πληθυσμοί (π.χ. Μοναστήρι),
ενώ, μέσα σ’ αυτά, παρέμεναν αρκετοί Σέρβοι, Βούλγαροι και Σλαβόφωνοι
γενικά (π.χ. Δυτ. Μακεδονία). Αντίστοιχα συνέβη και μεταξύ Σερβίας και
Βουλγαρίας.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά από αυτόν, πραγματοποιήθηκαν
μια σειρά ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ των βαλκανικών χωρών, που επέφεραν
ριζική αλλαγή στη σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής. Ιδιαίτερα μετά τη
Μικρασιατική Καταστροφή, η εθνολογική σύνθεση του ελληνικού χώρου της
Μακεδονίας και της Θράκης άλλαξε ριζικά. Επομένως, η θέση του ΚΚΕ για
«ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» (στο πλαίσιο της Βαλκανικής
Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας) ήταν λαθεμένη, αφού δεν ανταποκρινόταν πια
στην πραγματικότητα (όπως λαθεμένη ήταν και η θέση της 5ης Ολομέλειας
του 1949). Η θέση αυτή ανακλήθηκε το 1935.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου, οι εξελίξεις στην ελληνική πολιτική ζωή
και ειδικότερα στο μακεδονικό χώρο έδειχναν ότι το παλιό «Μακεδονικό
ζήτημα» έτεινε να εκλείψει αντικειμενικά.
Υπήρχαν, ωστόσο, μερικά γεγονότα, που συντελούσαν στη μεγαλοποίηση του ζητήματος και στην αναβολή της οριστικής επίλυσής του.
Συγκεκριμένα:
— Το Σεπτέμβρη του 1924 υπογράφηκε ελληνο-βουλγαρική συμφωνία (γνωστή
ως «Πρωτόκολλο Πολίτη – Κάλφωφ»), που αναγνώριζε ότι όλοι οι Σλαβόφωνοι
της Δυτ. Μακεδονίας ήταν βουλγαρικής καταγωγής. Αυτή η συμφωνία, η
οποία προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην Ελλάδα και διαμαρτυρία της
κυβέρνησης της Γιουγκοσλαβίας, θα τους έδινε τη δυνατότητα να
επικαλούνται δικαιώματα εθνικής μειονότητας, σύμφωνα με τις αρχές της
Κοινωνίας των Εθνών.
— Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου (1936 – 1941) ακολούθησε πολιτική
βίαιου εξελληνισμού των Σλαβόφωνων (οι οποίοι δεν είχαν όλοι βουλγαρική ή
σερβική συνείδηση, αλλά, πολλοί από αυτούς, ελληνική ή και καμία εθνική
συνείδηση, θεωρώντας τον εαυτό τους Σλάβους γενικά). Με αυστηρά
διοικητικά μέτρα, απαγόρευσε να μιλούν το γλωσσικό τους ιδίωμα, με
εξορίες και άλλες διώξεις, το μόνο που πέτυχε ήταν να σπρώξει ένα
κομμάτι τους ψυχικά προς τη Βουλγαρία και ύστερα προς τη Γιουγκοσλαβία
και την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Οταν άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, από το παλιό «Μακεδονικό ζήτημα»
δεν υπήρχε άλλο ίχνος, παρά οι 80.000 – 100.000 Σλαβόφωνοι της Δυτ.
Μακεδονίας, οι οποίοι, όπως προαναφέραμε, δεν ήταν κατ’ ανάγκη Σέρβοι ή
Βούλγαροι, αλλά ήταν δυσαρεστημένοι από την ελληνική πολιτική της
περιόδου 1936 – 1941.
Οταν οι Βούλγαροι φασίστες, σύμμαχοι του Αξονα, μπήκαν σαν κατακτητές
στην ελληνική και σερβική Μακεδονία, προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τους
Σλαβόφωνους και, με ποικίλες μεθόδους, να επιφέρουν πληθυσμιακή
αλλοίωση. Οταν, όμως, από το 1943 διαφάνηκε ότι ο πόλεμος θα λήξει με
ήττα του Αξονα, αλλά και χάρη στην πατριωτική και διεθνιστική δράση του
ΚΚΕ και του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ (που αναγνώρισε την ιδιαιτερότητα αυτού του
κομματιού του πληθυσμού), οι Σλαβόφωνοι άρχισαν να απεγκλωβίζονται από
την επιρροή των Βουλγάρων και να προσχωρούν στις αντιστασιακές
οργανώσεις του ΕΑΜ.
Το καλοκαίρι του 1944, επειδή κάποια τάγματα Σλαβόφωνων που υπάγονταν
στον ΕΛΑΣ δεν υπάκουαν σ’ αυτόν, αλλά στους Γιουγκοσλάβους του Τίτο, ο
ΕΛΑΣ αναγκάστηκε να τα απομακρύνει προς το γιουγκοσλαβικό έδαφος. Πολλοί
από αυτούς, το 1945 (μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας), ξαναγύρισαν και
εντάχθηκαν στις γραμμές του ΔΣΕ.
Το Γενάρη του 1949, η 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, με εισήγηση του
Ζαχαριάδη, για λόγους τακτικής, επανέρχεται στην παλιά θέση για «ενιαία
και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη». Η θέση αυτή ήταν λαθεμένη, αφού δεν
ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, και αποσύρθηκε λίγους μήνες
αργότερα.
Με τη λήξη του εμφυλίου, ένα σημαντικό κομμάτι από τους Σλαβόφωνους
έφυγε, σαν πολιτικοί πρόσφυγες, στις σοσιαλιστικές χώρες, ενώ ένα άλλο,
ως αποτέλεσμα των διώξεων, αλλά και για οικονομικούς λόγους, έφυγε, σαν
μετανάστες, στη Δυτ. Ευρώπη και ιδιαίτερα στον Καναδά και την Αυστραλία.
Το «Μακεδονικό ζήτημα», ως ζήτημα τριβών και διεκδικήσεων ανάμεσα στις γειτονικές χώρες, έπαψε να υπάρχει αντικειμενικά.
Στη Γιουγκοσλαβία, ωστόσο, μετά τη ρήξη του Τίτο με τη Σοβιετική
Ενωση, διαμορφωνόταν ήδη μια εσωτερική πολιτική, που επρόκειτο να
περιπλέξει τις ελληνο-βουλγαρο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις τις επόμενες
δεκαετίες. Οι Γιουγκοσλάβοι προωθούσαν την ιδέα να χαρακτηρίσουν τους
κατοίκους του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας χωριστή «μακεδονική»
εθνότητα (οι οποίοι ζούσαν όχι μόνο στο γιουγκοσλαβικό κομμάτι της
Μακεδονίας, αλλά και στο ελληνικό και στο βουλγαρικό), που θα είχε το
δικαίωμα να διεκδικήσει στο μέλλον ανεξάρτητη εθνική υπόσταση. Από
εκείνη τη στιγμή άρχισε μια προσπάθεια αναδρομικής ερμηνείας όλης της
ιστορίας του Μακεδονικού χώρου, για να θεμελιωθεί η θεωρία της χωριστής
«μακεδονικής» εθνότητας, με χωριστή γλώσσα, καταγωγή και ιστορία.
Ουσιαστικά πρόκειται για συστηματική πλαστογράφηση της Ιστορίας, που
μεταφέρθηκε και σε χώρες υποδοχής μεταναστών (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία).
Την πολιτική του Τίτο την ανέχτηκαν οι μετεμφυλιακές ελληνικές
κυβερνήσεις και την υπέθαλψαν οι ιμπεριαλιστές, γιατί, μετά τη σύγκρουσή
του με τη Σοβιετική Ενωση, μια τέτοια πολιτική εξυπηρετούσε τα σχέδιά
τους για τη δημιουργία προβλημάτων στην περιοχή.
Πάντως, παρά τα όποια προβλήματα που υπήρχαν, χωρίς την
ιμπεριαλιστική επέμβαση στην περιοχή και το διαμελισμό της
Γιουγκοσλαβίας, δεν ήταν δυνατόν από μόνα τους να αναβιώσουν το παλιό
«Μακεδονικό ζήτημα», το οποίο ως ζήτημα εδαφικών διεκδικήσεων έπαψε να
υπάρχει.
Πώς εκφράζεται το πρόβλημα σήμερα
Κυρίως χάρη στη φιλειρηνική πολιτική των σοσιαλιστικών χωρών και στην
αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο, οι διαβαλκανικές
σχέσεις, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (και ιδιαίτερα μετά την υπογραφή
της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι), πέρασαν μια μακρόχρονη περίοδο συνεχούς
βελτίωσης. Αναπτύχθηκαν σχέσεις φιλίας και συνεργασίας ανάμεσα στις
βαλκανικές χώρες, με εξαίρεση την Τουρκία. Αποκορύφωμα αυτής της
ανάπτυξης σχέσεων φιλίας και συνεργασίας υπήρξε η διαβαλκανική Διάσκεψη
Κορυφής στο Βελιγράδι, το 1988.
Σε αυτό το πλαίσιο, το παλιό «Μακεδονικό ζήτημα» είχε αντικειμενικά
εκλείψει. Για πάνω από 40 χρόνια οι γειτονικοί λαοί έζησαν μεταξύ τους
ειρηνικά και ανέπτυξαν σχέσεις φιλίας και πολύμορφης συνεργασίας.
Υπήρχαν, ωστόσο, μερικά ζητήματα που σκίαζαν αυτές τις σχέσεις και
που αποτέλεσαν την αντικειμενική βάση για την αναβίωση, μ’ έναν τρόπο –
ύστερα από το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας – του λεγόμενου «Μακεδονικού
ζητήματος».
Τέτοια ζητήματα ήταν:
— Η πολιτική των διακρίσεων και των διώξεων που ακολούθησε η άρχουσα
τάξη της Ελλάδας μετά τον εμφύλιο απέναντι στους Σλαβόφωνους, ιδιαίτερα
τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Αυτή η πολιτική δεν βοηθούσε
σημαντικό κομμάτι από τους Σλαβόφωνους να νιώσουν ισότιμοι πολίτες με
τον υπόλοιπο πληθυσμό.
— Το πρόβλημα των πολιτικών προσφύγων, οι οποίοι, ως «μη Ελληνες το
γένος» (σύμφωνα με τις σχετικές Υπουργικές Αποφάσεις), δεν είχαν το
δικαίωμα και δεν έχουν ακόμα, όχι μόνο του επαναπατρισμού, αλλά και των
απλών επισκέψεων.
— Η οικονομική καθυστέρηση της περιοχής (Ν. Φλώρινας και Καστοριάς,
βόρειο τμήμα του Ν. Πέλλας, συνολικά η Δυτ. Μακεδονία), η οποία κατά
κύριο λόγο οφειλόταν στη μετεμφυλιακή πολιτική της μισαλλοδοξίας και
ενίσχυε το αίσθημα του πολίτη β’ κατηγορίας σ’ αυτές τις περιοχές.
— Η ίδια η πολιτική της Γιουγκοσλαβίας και ιδιαίτερα της Πρώην
Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτη
από το Βελιγράδι, κυρίως μετά το 1985), που συνέχιζε να κάνει λόγο για
«μακεδονική» εθνότητα και για καταπιεσμένες μειονότητες στην ελληνική
και βουλγαρική Μακεδονία.
— Η αξιοποίηση και υπόθαλψη του προβλήματος από τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές, ιδιαίτερα στις κοινότητες των μεταναστών.
Με την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων, άνοιξε ο δρόμος για την
ανοιχτή ιμπεριαλιστική επέμβαση στα Βαλκάνια και την επιβολή της «Νέας
Τάξης». Τα μέσα αυτής της επέμβασης ήταν πολύμορφα: Από την πολιτική του
«διαίρει και βασίλευε» μέχρι την ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση. Ενα από
τα βασικά ήταν η αξιοποίηση και υπόθαλψη των (υπαρκτών και ανύπαρκτων)
μειονοτικών ζητημάτων και η καλλιέργεια του εθνικισμού.
Ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας ήταν, πριν απ’ όλα, αποτέλεσμα αυτής
της επέμβασης. Υπήρχαν υπαρκτά προβλήματα στις σχέσεις των πρώην
Γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών (αποτέλεσμα, σε μεγάλο βαθμό, της στρεβλής
ανάπτυξης του σοσιαλισμού), αλλά, δίχως την ιμπεριαλιστική επέμβαση, δεν
θα διαλυόταν η Γιουγκοσλαβία.
Οι ευθύνες των ελληνικών κυβερνήσεων (τόσο της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ),
αλλά και των άλλων πολιτικών δυνάμεων, πλην ΚΚΕ, είναι τεράστιες, μιας
και συνταυτίστηκαν με την πολιτική του ιμπεριαλισμού.
Ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας αναζωπύρωσε, μ’ έναν τρόπο, το
«Μακεδονικό ζήτημα», κυρίως σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της χώρας μας με
την ΠΓΔΜ, την έξαρση του εθνικισμού, αλλά και προβλήματα που
δημιουργήθηκαν στην περιοχή μας.
Οταν δημιουργήθηκε το νεοσύστατο κράτος της ΠΓΔΜ, οι πολιτικές
δυνάμεις της χώρας μας, πλην ΚΚΕ, αλλά και διάφοροι άλλοι κύκλοι
(Εκκλησία, πανεπιστημιακοί, ΜΜΕ κ.ά.) καλλιέργησαν έναν άκρως επικίνδυνο
εθνικισμό, πρόβαλαν εδαφικές διεκδικήσεις και προχώρησαν στην αδιέξοδη
πολιτική της ονοματολογίας, πολιτική που όξυνε ακόμα περισσότερο τα
προβλήματα που υπήρχαν.
Απ’ την άλλη μεριά, η κυβέρνηση των Σκοπίων και διάφοροι εθνικιστικοί
κύκλοι στην ΠΓΔΜ, έχοντας την υποστήριξη των ιμπεριαλιστών, πρόβαλαν
έντονα το ζήτημα της αναγνώρισης «μακεδονικής» εθνότητας (και αντίστοιχα
αλύτρωτης «μακεδονικής» εθνικής μειονότητας στο έδαφος της ελληνικής
Μακεδονίας), εδαφικών διεκδικήσεων κ.ά.
Σε αυτό το πλαίσιο, ένα (μικρό σχετικά) κομμάτι των Σλαβόφωνων της
περιοχής μας πρόβαλε το αίτημα της υπεράσπισης των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων των «ντόπιων Μακεδόνων» και της αναγνώρισης «μακεδονικής»
εθνικής μειονότητας. Δειλά στην αρχή, πιο έντονα στη συνέχεια.
Η κίνηση αυτή, σε μεγάλο βαθμό τροφοδοτούμενη από την έξαρση του
εθνικισμού και με την καθοδήγηση ξένων κέντρων, έγινε προσπάθεια να βρει
πολιτική έκφραση. Ετσι, δημιουργήθηκε η οργάνωση «ΜΑΚIΒΕ – Ουράνιο
Τόξο», η οποία κατέβηκε αυτόνομα στις τελευταίες βουλευτικές
(ανεξάρτητος υποψήφιος), ευρωβουλευτικές και νομαρχιακές εκλογές του
1994 (ψηφοδέλτιο). Η εκλογική της επιρροή είναι μικρή (5,38% στις
ευρωεκλογές, 3,30% στις νομαρχιακές) και, πάντως, μικρότερη απ’ ό,τι και
οι ίδιοι υπολόγιζαν. Το επικίνδυνο, όμως, δεν είναι αυτό. Το επικίνδυνο
είναι ότι η κίνηση αυτή εξυπηρετεί αντικειμενικά τα αποσταθεροποιητικά
σχέδια των ιμπεριαλιστών στην περιοχή, οι οποίοι την κατευθύνουν και την
ενισχύουν πολύμορφα (οικονομικά και πολιτικά). Οι περισσότεροι από
αυτούς που ακολουθούν την κίνηση αυτή είναι άτομα καταπιεσμένα και
παρασυρμένα. Ομως, τα ηγετικά της στελέχη, πολλά με ύποπτο πολιτικό
παρελθόν, παίζουν ρόλο ύποπτο, δεν κρύβουν τις διασυνδέσεις τους με τους
Αμερικανούς και κινούνται σε θέσεις εθνικιστικές και
αντικομμουνιστικές.
Οπως και να ‘χει, γίνεται μια συστηματική προσπάθεια να διαμορφωθεί
σ’ ένα τμήμα των Σλαβόφωνων «μακεδονική» εθνική συνείδηση και να
αναβιώσει το παλιό «Μακεδονικό ζήτημα». Απ’ την άλλη μεριά, οι ελληνικές
κυβερνήσεις με την αδιέξοδη πολιτική τους, με την καλλιέργεια του
εθνικισμού και την ταυτόχρονη υπόκλισή τους στα κελεύσματα της EE και
των ΗΠΑ, με το να μην επιλύονται υπαρκτά προβλήματα, με το εμπάργκο
κ.λπ., δεν βοηθούν στην επίλυση του προβλήματος. Αντίθετα, το συντηρούν
και το οξύνουν.
Οι θέσεις του ΚΚΕ
Το ΚΚΕ, από την πρώτη στιγμή, κατήγγειλε την ιμπεριαλιστική επέμβαση
στα Βαλκάνια και αποκάλυψε το ρόλο του ιμπεριαλισμού (τόσο της EE όσο
και των ΗΠΑ) στο διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας. Αντιτάχθηκε στην
αδιέξοδη πολιτική της ονοματολογίας και στο κύμα εθνικισμού και
πατριδοκαπηλείας που καλλιεργούσαν οι αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις.
Κάλεσε την κυβέρνηση να προβάλει αντιστάσεις στους διεθνείς οργανισμούς
όπου συμμετέχει η Ελλάδα και να αναλάβει φιλειρηνικές πρωτοβουλίες στην
περιοχή. Τόνισε την ανάγκη της ανάπτυξης ενός πολύμορφου φιλειρηνικού
κινήματος μέσα στο λαό, του μόνου ικανού για να βάλει φρένο στον
εθνικισμό και στα σχέδια του ιμπεριαλισμού.
Σχετικά με τις σχέσεις της χώρας μας με την ΠΓΔΜ: Για μας το κύριο
δεν είναι το όνομα. Για μας το κύριο ζήτημα είναι η ύπαρξη εγγυήσεων, σε
ό,τι αφορά το απαραβίαστο και την ασφάλεια των συνόρων, καθώς και τη μη
ύπαρξη εδαφικών, μειονοτικών και άλλων διεκδικήσεων από καμιά πλευρά. Η
οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης, ώστε οι γειτονικοί λαοί να ζήσουν
ειρηνικά και ν’ αναπτύξουν σχέσεις φιλίας και συνεργασίας, Είμαστε
αντίθετοι στο εμπάργκο κατά του γειτονικού κράτους και, από την πρώτη
στιγμή, προτείναμε απευθείας συνομιλίες, χωρίς τη διαμεσολάβηση των
ιμπεριαλιστών.
Σχετικά με το ζήτημα των μειονοτήτων, γενικά:
Πιστεύουμε ότι πρέπει να αποτελούν γέφυρα φιλίας ανάμεσα στους λαούς
και όχι να αξιοποιούνται για τη δημιουργία τριβών και διεκδικήσεων.
Είμαστε αντίθετοι σε κάθε μορφή εθνικής, θρησκευτικής, φυλετικής,
γλωσσικής, κοινωνικής και άλλης καταπίεσης και απαιτούμε πλήρη σεβασμό
των δικαιωμάτων τους.
Σχετικά με το πρόβλημα που υπάρχει στην περιοχή μας. Η θέση μας είναι
ξεκάθαρη: Υπάρχουν Σλαβόφωνοι. Υπάρχει πληθυσμός σλαβικής καταγωγής.
Ολοι είναι Ελληνες πολίτες και πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα.
Είμαστε αντίθετοι σε κάθε μορφής διάκριση σε βάρος τους και την
αντιπαλεύουμε όπου και στο βαθμό που υπάρχει. Υποστηρίζουμε τον ελεύθερο
επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων που στερούνται αυτό το δικαίωμα
«λόγω γένους». Υποστηρίζουμε την κατάργηση του εμπάργκο, το άνοιγμα των
συνόρων και την ανάπτυξη σχέσεων φιλίας και ισότιμης συνεργασίας με τους
γείτονές μας. Υποστηρίζουμε, γενικότερα, την οικονομική, την κοινωνική
και πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής.
Δεν είναι σωστό όμως να δεχτούμε την ύπαρξη «μακεδονικής» εθνικής μειονότητας, για τους εξής λόγους:
Σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη «Εθνος είναι ιστορικά διαμορφωμένη
σταθερή κοινότητα ανθρώπων, που εμφανίστηκε πάνω στη βάση της κοινότητας
της γλώσσας, του εδάφους, της οικονομικής ζωής και της ψυχοσύνθεσης που
εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού». Με βάση αυτήν την αντίληψη,
δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος (και αντίστοιχα ύπαρξη μακεδονικής εθνικής
μειονότητας, ως κομμάτι αυτού του έθνους που έμεινε έξω από τα σύνορά
του). Στο γεωγραφικό έδαφος της Μακεδονίας διασταυρώθηκαν πάρα πολλοί
λαοί, γλώσσες και πολιτισμοί, που, για πολλούς αιώνες, έζησαν δίχως
σύνορα και ανέπτυξαν μεταξύ τους πολύμορφες σχέσεις. Μετά την αποτίναξη
του οθωμανικού ζυγού, η γεωγραφική Μακεδονία χωρίστηκε στα τρία και κάθε
λαός ακολούθησε τον δικό του δρόμο ανάπτυξης. Οι τάσεις αυτές
ενισχύθηκαν από τις γενικότερες εξελίξεις των τελευταίων 80 χρόνων.
Μάλιστα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι λαοί έζησαν και σε διαφορετικό
κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Επομένως, είναι αντιεπιστημονικοί οι
ισχυρισμοί για ύπαρξη «μακεδονικού» έθνους και, μάλιστα, από αρχαιοτάτων
χρόνων. Το έθνος δεν δημιουργείται ούτε στο δουλοκτητικό σύστημα, ούτε
στη φεουδαρχία. Είναι προϊόν κυρίως των καπιταλιστικών σχέσεων. Αλλά
ούτε και όλοι οι Σλαβόφωνοι έχουν ταυτόσημη εθνική συνείδηση. Η γλώσσα,
από μόνη της, δεν προσδιορίζει το έθνος, αν λείπουν και τα άλλα στοιχεία
που προαναφέραμε (και, πριν απ’ όλα, η κοινωνικοοικονομική βάση).
Η αλήθεια είναι ότι γίνεται μια συνειδητή προσπάθεια να διαμορφωθεί
σ’ ένα τμήμα των Σλαβόφωνων «μακεδονική» εθνική συνείδηση. Είναι μια
προσπάθεια που συνειδητά επιδιώκει να δημιουργήσει προβλήματα, στο
πλαίσιο της πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε». Τελευταία, μάλιστα,
λανσάρεται, από κύκλους των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και με τα
ψηφίσματα της ΔΑΣΕ η ιδέα του «αυτοπροσδιορισμού». Ομως υπάρχουν
αντικειμενικά κριτήρια που προσδιορίζουν σε ποιο έθνος ή σε ποια
πληθυσμιακή ομάδα ανήκει κάποιος. Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Ενωση, οι
ιμπεριαλιστές γενικότερα επιδιώκουν, απ’ τη μια μεριά, τη δημιουργία
μικρών και αδύναμων κρατών στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (και όχι
μόνο), πραγματικών δορυφόρων τους, και, από την άλλη, την ενίσχυση των
φυγόκεντρων τάσεων στο εσωτερικό των χωρών – μελών, προκειμένου να
εξυπηρετηθεί ο στόχος για αποδυνάμωση των εθνικών κρατών που παραδοσιακά
υπήρχαν, για να προχωρήσει η πολιτική ενοποίηση της EE, με τη
δημιουργία ενός αυταρχικού ομοσπονδιακού υπερκράτους, υπό την απόλυτη
κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου και των πολυεθνικών.
Ενας ακόμη λόγος που υποστηρίζουμε κάτι τέτοιο είναι και το γεγονός
ότι τυχόν αναγνώριση «μακεδονικής» εθνικής μειονότητας, με ό,τι αυτό
συνεπάγεται, θα αποτελέσει, έτσι κι αλλιώς, το πρώτο βήμα για την
αμφισβήτηση των συνόρ