Συστάσεις τεχνοκρατών για συντάξεις μετά τα 67 χρόνια και ενίσχυση των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών
2010 by Uwe Aranas
|
Αυτή
είναι και η «αγωνία» των κομμάτων που εδώ και δυο βδομάδες
διαπραγματεύονται για το σχηματισμό κυβέρνησης:
Χριστιανοδημοκράτες / Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU), φιλελεύθεροι (FDP) και Πράσινοι. Παρά τις όποιες επιμέρους διαφορές, ανάλογα και με ποια ιδιαίτερα επιχειρηματικά συμφέροντα είναι προσδεδεμένο το κάθε κόμμα, οι απώτεροι στόχοι παραμένουν κοινοί: Πώς θα ενισχυθεί η γερμανική καπιταλιστική οικονομία στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο ανταγωνισμό, πώς θα διατηρηθούν και θα τονωθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Τα αντιλαϊκά μέτρα που μεγαλώνουν το βαθμό εκμετάλλευσης και βυθίζουν στη φτώχεια εκατομμύρια Γερμανούς και αλλοδαπούς εργαζόμενους θεωρούνται δεδομένα.
Αξίζει να δει κανείς τις συστάσεις και τις «ανησυχίες» Γερμανών οικονομολόγων και τεχνοκρατών, που φωτίζουν και πλευρές της εξελισσόμενης διαπραγμάτευσης.
Από
το 2010, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης αναπτύσσεται συνεχώς - και
σύμφωνα με την πρόβλεψη κορυφαίων ερευνητικών ιδρυμάτων, θα συνεχίσει το
επόμενο διάστημα. Βέβαια, αυτή η ανάπτυξη έχει αφήσει πίσω της
«συντρίμμια» για αρκετά εκατομμύρια φτωχούς εργαζόμενους, συνταξιούχους,
νέους, ανέργους, μονογονεϊκές οικογένειες κ.ά., σύμφωνα με επίσημα
στοιχεία. Ενδεικτικά, μέσα σε ένα χρόνο οι εταιρείες παροχής ηλεκτρισμού
έκοψαν το ρεύμα σε 330.000 νοικοκυριά, επειδή δεν πλήρωσαν τους λογαριασμούς. Προειδοποιήσεις διακοπής λόγω απλήρωτων λογαριασμών έλαβαν το ίδιο διάστημα 6,6 εκατ. νοικοκυριά. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το 21% των παιδιών στη Γερμανία ζουν σε συνθήκες μόνιμης φτώχειας, που τους ακολουθεί και ως ενήλικες. Πάνω από 8 εκατ.
εργάζονται με «άτυπες σχέσεις εργασίας»: 1 εκατ. ως «ενοικιαζόμενοι»,
2,2 εκατ. σε «μίνι τζομπς» και σχεδόν 5 εκατ. με μερική απασχόληση.
Επιπλέον, 1 στους 2 εργαζόμενους στα δυτικά κρατίδια και 2 στους 3 στα ανατολικά, εργάζονται χωρίς κάποια Συλλογική Σύμβαση.
Ταυτόχρονα, οι οικονομολόγοι σημειώνουν, ότι αυξάνει ο κίνδυνος η Γερμανία τα επόμενα χρόνια να έχει πολύ πιο ισχνή ανάπτυξη σε σχέση και με άλλες αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
«Η μεγάλη ανησυχία μου είναι ότι οι τρέχουσες επιτυχίες είναι υποτονικές», προειδοποιεί ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW), Μαρσέλ Φράτζερ. Αν η μείωση της απασχόλησης, η γήρανση της κοινωνίας και η ψηφιακή αλλαγή της παραγωγής και της οικονομίας δεν αντιμετωπιστούν από τη μελλοντική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η «χρυσή δεκαετία» της Γερμανίας απειλείται, προσθέτει ο ίδιος.
Οι
οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι όλο και περισσότεροι προσεγγίζουν την
ηλικία συνταξιοδότησης και λιγότεροι νέοι εισέρχονται στην αγορά
εργασίας. Σύμφωνα με την πρόβλεψη του Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας
(IW), που εκπονεί μελέτες για επιχειρηματίες, εργοδότες κ.λπ., ο
πληθυσμός των ηλικιακά ικανών για εργασία θα έχει μειωθεί έως το 2035 κατά 2,7 εκατ. Αυτό σημαίνει μικρότερη ανάπτυξη (βλ. λιγότερη παραγόμενη υπεραξία) και χαμηλότερα φορολογικά έσοδα, σημειώνεται.
Η παραπάνω επισήμανση αποτελεί και το πρίσμα για τη θέση των τεσσάρων κομμάτων που διαπραγματεύονται για το σχηματισμό κυβέρνησης, σχετικά με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Ολα τα κόμματα ζητούν να διευκολυνθεί η νομοθεσία για την εισαγωγή εξειδικευμένων εργατών στη Γερμανία και παράλληλα καταπολέμηση της «παράνομης μετανάστευσης». Με την ίδια έννοια, οι Πράσινοι, οι οποίοι εμφανίζονται πιο «ανθρωπιστές», ζητούν να δοθεί έμφαση στην ενσωμάτωση των προσφύγων, δηλαδή στην επαγγελματική τους κατάρτιση, την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας, την οικογενειακή επανένωση κ.λπ.
Αντίστοιχα, οι «ειδικοί» προτείνουν «μια πολιτική μετανάστευσης προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας», που «θα μπορούσε να μετριάσει τις συνέπειες της δημογραφικής αλλαγής».
«Πρέπει να είμαστε πιο προσανατολισμένοι στην προσέλκυση περισσότερων ταλέντων από το εξωτερικό στην εκπαίδευση και την απασχόληση», καλεί ο πρόεδρος των εργοδοτών, Ινγκο Κράμερ.
«Ενα υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής των γυναικών θα μπορούσε επίσης να περιορίσει τα προβλήματα, μέσω του πολλαπλασιασμού των βρεφονηπιακών σταθμών», σημειώνει ο ίδιος. Σε αυτό το πλαίσιο, τα κόμματα θέτουν στο τραπέζι των συνομιλιών την κατασκευή παιδικών σταθμών, που είναι λίγοι στη Γερμανία, και βέβαια τη συντήρησή τους αναλαμβάνουν οι δήμοι μέσω τοπικής φορολογίας και οι γονείς, με απευθείας και τσουχτερές πληρωμές εκατοντάδων ευρώ το μήνα.
Τα οικονομικά της υποχρεωτικής συνταξιοδοτικής ασφάλισης θα επιδεινωθούν μεσομακροπρόθεσμα. «Την επόμενη ή το αργότερο τη μεθεπόμενη νομοθετική περίοδο, η κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει την περαιτέρω αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, πέρα από τα 67 έτη», έλεγε λίγες μέρες πριν τις γερμανικές βουλευτικές εκλογές ο ειδικός για το συνταξιοδοτικό στο DIW, Χέρμαν Μπουσλάι.
Διαφορετικά, θα μειώνεται συνεχώς το επίπεδο της «νομοθετημένης σύνταξης». Το επίπεδο των «νομοθετημένων συντάξεων» στη Γερμανία, δηλαδή το τμήμα της σύνταξης που καταβάλλεται από το κράτος από εισφορές που έχουν παρακρατηθεί από τους εργαζόμενους, έχει πάρει τον κατήφορο την τελευταία δεκαετία, παρά την εντυπωσιακή ανάπτυξη, τα αυξημένα έσοδα από τη βαριά λαϊκή φορολογία, τα πλεονάσματα στον προϋπολογισμό και το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Το 2005 το επίπεδο συντάξεων ήταν στο 52,6% του μέσου μισθού και μέχρι το 2030 θα πέσει στο 44,7%, υπολογίζει η κυβέρνηση.
Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έχει τεθεί επίσης ο περιορισμός της πρόωρης συνταξιοδότησης στα 63 χρόνια, η οποία έτσι κι αλλιώς ίσχυε για ελάχιστους, καθώς προϋποθέτει 45 χρόνια δουλειάς με ένσημα. Τώρα συζητιέται αυτή η «πρόωρη» συνταξιοδότηση να ισχύει μόνο για τα βαριά επαγγέλματα.
Η
«κρατική» «νομοθετημένη σύνταξη» συμπληρώνεται από την «επιχειρησιακή»
(επαγγελματικό ταμείο ανά επιχείρηση) και από την ιδιωτική ασφάλιση
(σύστημα τριών πυλώνων ασφάλισης, καθώς επιπλέον δεν έχουν τη δυνατότητα
για ιδιωτική ασφάλιση). Οσοι ζουν μόνο με την «κρατική» σύνταξη, ζουν
σε συνθήκες που προσεγγίζουν τη φτώχεια.
Οι σημερινοί νέοι (20 - 35 ετών) δεν θα μπορούν να ζήσουν μόνο με την «κρατική» σύνταξη, χωρίς επιπρόσθετη ιδιωτική ασφάλιση, τονίζει πρόσφατη μελέτη (Vorsorgeatlas Deutschland) της Ενωσης Επενδύσεων (Union Investment). Οι ερευνητές θεωρούν ότι για την εξασφάλιση του βιοτικού επιπέδου στα γεράματα, απαιτείται η σύνταξη να φτάνει στο 60% του τελευταίου ακαθάριστου μισθού (ποσοστό αναπλήρωσης). Οι νέοι αναμένεται να συνταξιοδοτηθούν (χωρίς συμπληρωματική σύνταξη, μόνο με την «κρατική») κατά μέσο όρο με 981 ευρώ, δηλαδή με ποσοστό αναπλήρωσης μόλις 38,6% και με το όριο της φτώχειας να ορίζεται στα 900 ευρώ. «Αυτοί χρειάζονται γύρω στα 800 ευρώ επιπλέον το μήνα. Για να ζουν αξιοπρεπώς θα πρέπει να παραμείνουν ενεργοί εργαζόμενοι»...
«Είναι σημαντικό να χρησιμοποιηθούν οι δυνατότητες ιδίως της ιδιωτικής ασφάλισης. Οποιος φροντίσει αυτό, είναι καλά εξασφαλισμένος στα γεράματα», λέει ο Χανς Γιόακιμ Ράινκε, πρόεδρος του Συμβουλίου της Ενωσης Επενδύσεων. «Η νομοθετημένη σύνταξη εξακολουθεί να αποτελεί τον κύριο πυλώνα της συνταξιοδότησης κατά το έτος 2030. Αλλά η ιδιωτική παροχή εξασφαλίζει το βιοτικό επίπεδο», επισημαίνει ένας από τους ερευνητές, ο Μπερντ Ραφενχόσεν, και κάνει έκκληση για ενίσχυση της ιδιωτικής ασφάλισης.
Αλλά και πριν από λίγους μήνες, η γερμανική κυβέρνηση προειδοποιούσε στην ετήσια έκθεση για τις συντάξεις (2016) ότι «χωρίς πρόσθετη ιδιωτική ασφάλιση το επίπεδο των συνταξιούχων θα πέσει πολύ τα επόμενα χρόνια». «Ιδιαίτερα μεγάλος είναι ο κίνδυνος για τους χαμηλόμισθους», πρόσθετε. Οι χαμηλόμισθοι, οι ημιαπασχολούμενοι, αυτοί που μένουν άνεργοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα, είναι αυτοί που επηρεάζονται περισσότερο και θα καταλήξουν να είναι φτωχοί συνταξιούχοι, που θα αναγκάζονται να δουλεύουν μέχρι τη μέρα που θα πεθάνουν. Π.χ. οι χαμηλόμισθοι με τελευταίο μισθό πριν τη συνταξιοδότηση στα 1.100 ευρώ, θα πάρουν «κρατική» σύνταξη περίπου 680 ευρώ.
Αλλη έρευνα (ινστιτούτο «Bertelsmann Stiftung») σημειώνει ότι 1 στους 5 (το 20%) νέους συνταξιούχους από το 2022 θα απειλείται από τη φτώχεια. Σήμερα το ποσοστό των φτωχών συνταξιούχων ανέρχεται σε 15,9%. Ενδεικτικά είναι και τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας (2016): Το 11% των ηλικιωμένων 65 - 74 ετών εργάζονται (942.000 άτομα), είτε ως βασική πηγή εσόδων, είτε συμπληρωματικά με τη σύνταξη.
Χριστιανοδημοκράτες / Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU), φιλελεύθεροι (FDP) και Πράσινοι. Παρά τις όποιες επιμέρους διαφορές, ανάλογα και με ποια ιδιαίτερα επιχειρηματικά συμφέροντα είναι προσδεδεμένο το κάθε κόμμα, οι απώτεροι στόχοι παραμένουν κοινοί: Πώς θα ενισχυθεί η γερμανική καπιταλιστική οικονομία στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο ανταγωνισμό, πώς θα διατηρηθούν και θα τονωθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Τα αντιλαϊκά μέτρα που μεγαλώνουν το βαθμό εκμετάλλευσης και βυθίζουν στη φτώχεια εκατομμύρια Γερμανούς και αλλοδαπούς εργαζόμενους θεωρούνται δεδομένα.
Αξίζει να δει κανείς τις συστάσεις και τις «ανησυχίες» Γερμανών οικονομολόγων και τεχνοκρατών, που φωτίζουν και πλευρές της εξελισσόμενης διαπραγμάτευσης.
«Υποτονική επιτυχία»...
Ταυτόχρονα, οι οικονομολόγοι σημειώνουν, ότι αυξάνει ο κίνδυνος η Γερμανία τα επόμενα χρόνια να έχει πολύ πιο ισχνή ανάπτυξη σε σχέση και με άλλες αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
«Η μεγάλη ανησυχία μου είναι ότι οι τρέχουσες επιτυχίες είναι υποτονικές», προειδοποιεί ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW), Μαρσέλ Φράτζερ. Αν η μείωση της απασχόλησης, η γήρανση της κοινωνίας και η ψηφιακή αλλαγή της παραγωγής και της οικονομίας δεν αντιμετωπιστούν από τη μελλοντική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η «χρυσή δεκαετία» της Γερμανίας απειλείται, προσθέτει ο ίδιος.
Επείγει η εισαγωγή εξειδικευμένων εργατών
Η παραπάνω επισήμανση αποτελεί και το πρίσμα για τη θέση των τεσσάρων κομμάτων που διαπραγματεύονται για το σχηματισμό κυβέρνησης, σχετικά με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Ολα τα κόμματα ζητούν να διευκολυνθεί η νομοθεσία για την εισαγωγή εξειδικευμένων εργατών στη Γερμανία και παράλληλα καταπολέμηση της «παράνομης μετανάστευσης». Με την ίδια έννοια, οι Πράσινοι, οι οποίοι εμφανίζονται πιο «ανθρωπιστές», ζητούν να δοθεί έμφαση στην ενσωμάτωση των προσφύγων, δηλαδή στην επαγγελματική τους κατάρτιση, την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας, την οικογενειακή επανένωση κ.λπ.
Αντίστοιχα, οι «ειδικοί» προτείνουν «μια πολιτική μετανάστευσης προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας», που «θα μπορούσε να μετριάσει τις συνέπειες της δημογραφικής αλλαγής».
«Πρέπει να είμαστε πιο προσανατολισμένοι στην προσέλκυση περισσότερων ταλέντων από το εξωτερικό στην εκπαίδευση και την απασχόληση», καλεί ο πρόεδρος των εργοδοτών, Ινγκο Κράμερ.
«Ενα υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής των γυναικών θα μπορούσε επίσης να περιορίσει τα προβλήματα, μέσω του πολλαπλασιασμού των βρεφονηπιακών σταθμών», σημειώνει ο ίδιος. Σε αυτό το πλαίσιο, τα κόμματα θέτουν στο τραπέζι των συνομιλιών την κατασκευή παιδικών σταθμών, που είναι λίγοι στη Γερμανία, και βέβαια τη συντήρησή τους αναλαμβάνουν οι δήμοι μέσω τοπικής φορολογίας και οι γονείς, με απευθείας και τσουχτερές πληρωμές εκατοντάδων ευρώ το μήνα.
Σύνταξη μετά τα 67 χρόνια
Διαφορετικά, θα μειώνεται συνεχώς το επίπεδο της «νομοθετημένης σύνταξης». Το επίπεδο των «νομοθετημένων συντάξεων» στη Γερμανία, δηλαδή το τμήμα της σύνταξης που καταβάλλεται από το κράτος από εισφορές που έχουν παρακρατηθεί από τους εργαζόμενους, έχει πάρει τον κατήφορο την τελευταία δεκαετία, παρά την εντυπωσιακή ανάπτυξη, τα αυξημένα έσοδα από τη βαριά λαϊκή φορολογία, τα πλεονάσματα στον προϋπολογισμό και το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Το 2005 το επίπεδο συντάξεων ήταν στο 52,6% του μέσου μισθού και μέχρι το 2030 θα πέσει στο 44,7%, υπολογίζει η κυβέρνηση.
Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έχει τεθεί επίσης ο περιορισμός της πρόωρης συνταξιοδότησης στα 63 χρόνια, η οποία έτσι κι αλλιώς ίσχυε για ελάχιστους, καθώς προϋποθέτει 45 χρόνια δουλειάς με ένσημα. Τώρα συζητιέται αυτή η «πρόωρη» συνταξιοδότηση να ισχύει μόνο για τα βαριά επαγγέλματα.
«Η ιδιωτική ασφάλιση είναι το μέλλον»
Οι σημερινοί νέοι (20 - 35 ετών) δεν θα μπορούν να ζήσουν μόνο με την «κρατική» σύνταξη, χωρίς επιπρόσθετη ιδιωτική ασφάλιση, τονίζει πρόσφατη μελέτη (Vorsorgeatlas Deutschland) της Ενωσης Επενδύσεων (Union Investment). Οι ερευνητές θεωρούν ότι για την εξασφάλιση του βιοτικού επιπέδου στα γεράματα, απαιτείται η σύνταξη να φτάνει στο 60% του τελευταίου ακαθάριστου μισθού (ποσοστό αναπλήρωσης). Οι νέοι αναμένεται να συνταξιοδοτηθούν (χωρίς συμπληρωματική σύνταξη, μόνο με την «κρατική») κατά μέσο όρο με 981 ευρώ, δηλαδή με ποσοστό αναπλήρωσης μόλις 38,6% και με το όριο της φτώχειας να ορίζεται στα 900 ευρώ. «Αυτοί χρειάζονται γύρω στα 800 ευρώ επιπλέον το μήνα. Για να ζουν αξιοπρεπώς θα πρέπει να παραμείνουν ενεργοί εργαζόμενοι»...
«Είναι σημαντικό να χρησιμοποιηθούν οι δυνατότητες ιδίως της ιδιωτικής ασφάλισης. Οποιος φροντίσει αυτό, είναι καλά εξασφαλισμένος στα γεράματα», λέει ο Χανς Γιόακιμ Ράινκε, πρόεδρος του Συμβουλίου της Ενωσης Επενδύσεων. «Η νομοθετημένη σύνταξη εξακολουθεί να αποτελεί τον κύριο πυλώνα της συνταξιοδότησης κατά το έτος 2030. Αλλά η ιδιωτική παροχή εξασφαλίζει το βιοτικό επίπεδο», επισημαίνει ένας από τους ερευνητές, ο Μπερντ Ραφενχόσεν, και κάνει έκκληση για ενίσχυση της ιδιωτικής ασφάλισης.
Αλλά και πριν από λίγους μήνες, η γερμανική κυβέρνηση προειδοποιούσε στην ετήσια έκθεση για τις συντάξεις (2016) ότι «χωρίς πρόσθετη ιδιωτική ασφάλιση το επίπεδο των συνταξιούχων θα πέσει πολύ τα επόμενα χρόνια». «Ιδιαίτερα μεγάλος είναι ο κίνδυνος για τους χαμηλόμισθους», πρόσθετε. Οι χαμηλόμισθοι, οι ημιαπασχολούμενοι, αυτοί που μένουν άνεργοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα, είναι αυτοί που επηρεάζονται περισσότερο και θα καταλήξουν να είναι φτωχοί συνταξιούχοι, που θα αναγκάζονται να δουλεύουν μέχρι τη μέρα που θα πεθάνουν. Π.χ. οι χαμηλόμισθοι με τελευταίο μισθό πριν τη συνταξιοδότηση στα 1.100 ευρώ, θα πάρουν «κρατική» σύνταξη περίπου 680 ευρώ.
Αλλη έρευνα (ινστιτούτο «Bertelsmann Stiftung») σημειώνει ότι 1 στους 5 (το 20%) νέους συνταξιούχους από το 2022 θα απειλείται από τη φτώχεια. Σήμερα το ποσοστό των φτωχών συνταξιούχων ανέρχεται σε 15,9%. Ενδεικτικά είναι και τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας (2016): Το 11% των ηλικιωμένων 65 - 74 ετών εργάζονται (942.000 άτομα), είτε ως βασική πηγή εσόδων, είτε συμπληρωματικά με τη σύνταξη.
Ε. Μ.