ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ:
Η παραγωγή
Η παραγωγή
Ο αναγνώστης δε θα εκπλαγεί, αν μάθει ότι η εξέλιξη που δίνεται στο τελευταίο κεφάλαιο των βασικών γνωρισμάτων του σοσιαλισμού δεν αρέσει καθόλου στον κύριο Ντίρινγκ. Αντίθετα, μάλιστα. Πρέπει να την εκσφενδονίσει στον γκρεμό όλων των φαύλων πραγμάτων, μαζί με τους υπόλοιπους «μπάσταρδους της ιστορικής και λογικής φαντασιοκοπίας», με τις «άγριες αντιλήψεις», τις «συγκεχυμένες νεφελώδεις αντιλήψεις» κ.λπ. Γι' αυτόν, ο σοσιαλισμός δεν είναι καθόλου ένα αναγκαίο προϊόν της ιστορικής εξέλιξης και, πολύ λιγότερο, των χοντροκομμένων οικονομικών όρων του σήμερα, που προσανατολίζονται μονάχα στη διατροφή. Τα ξέρει πολύ καλύτερα. Ο σοσιαλισμός του είναι μια οριστική έσχατη αλήθεια: είναι «το φυσικό σύστημα της κοινωνίας», έχει τις ρίζες του σε μια «καθολική αρχή της δικαιοσύνης».
Και όταν δεν μπορεί να αποφύγει να πάρει χαμπάρι την υπαρκτή κατάσταση, που δημιουργήθηκε από την ως τώρα αμαρτωλή ιστορία, για να τη βελτιώσει, τότε αυτό μάλλον πρέπει να θεωρείται ατύχημα για την καθαρή αρχή της δικαιοσύνης. Ο κύριος Ντίρινγκ δημιουργεί το σοσιαλισμό του, όπως όλα τα άλλα πράγματα, με τη βοήθεια των δύο περιβόητων αντρών του. Αντί να παίζουν αυτές οι δύο μαριονέτες, όπως μέχρι τώρα, τον κύριο και τον υπηρέτη του, παρουσιάζουν, για αλλαγή, το έργο της ισοτιμίας και να που είναι έτοιμες οι βάσεις του ντιρινγκικού σοσιαλισμού.
Υστερα απ' αυτά, είναι αυτονόητο ότι, για τον κύριο Ντίρινγκ, οι περιοδικές βιομηχανικές κρίσεις δεν έχουν καθόλου την ιστορική σημασία, που οφείλουμε να τους αποδώσουμε.
Οι κρίσεις, γι' αυτόν, είναι μόνο περιστασιακές παρεκκλίσεις από τον «κανόνα» και το πολύ δίνουν αφορμή για την «ανάπτυξη μιας πιο ρυθμισμένης τάξης». Να εξηγούμε τις κρίσεις «με το συνηθισμένο τρόπο», δηλαδή από την υπερπαραγωγή, δεν αρκεί καθόλου, σύμφωνα με τη δική του «πιο ακριβόλογη αντίληψη». Βέβαια, μια τέτοια εξήγηση «επιτρέπεται μάλλον για ειδικές κρίσεις σε ιδιαίτερους τομείς». Για παράδειγμα: «Η υπερπλήρωση της αγοράς βιβλίων με την έκδοση έργων, που έξαφνα δίνονται για την ελεύθερη ανατύπωσή τους και είναι κατάλληλα για μαζική πώληση».
Ο κύριος Ντίρινγκ, πάντως, μπορεί τώρα να πάει να κοιμηθεί με ήσυχη τη συνείδησή του, γιατί τα αθάνατα έργα του δε θα προκαλέσουν ποτέ μια τέτοια παγκόσμια δυστυχία.
Στις μεγάλες κρίσεις, δεν είναι η υπερπαραγωγή, αλλά πολύ περισσότερο «η μείωση της λαϊκής κατανάλωσης,... η τεχνητά δημιουργημένη υποκατανάλωση... η παρακώλυση της λαϊκής ανάγκης (!) να αναπτυχθεί φυσιολογικά, που κάνει, στο τέλος, τόσο κρίσιμα ευρύ το χάσμα ανάμεσα στο απόθεμα και την κατανάλωση».
Και, ευτυχώς, βρήκε έναν οπαδό γι' αυτή του τη θεωρία της κρίσης. Δυστυχώς, όμως, η υποκατανάλωση των μαζών, ο περιορισμός της μαζικής κατανάλωσης στο απόλυτα αναγκαίο για τη συντήρηση και την αναπαραγωγή δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Υπήρχε, όσο υπάρχουν εκμεταλλεύτριες και εκμεταλλευμένες τάξεις. Ακόμα στις ιστορικές περιόδους, στις οποίες η κατάσταση των μαζών ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή, δηλαδή, π.χ., στην Αγγλία το 15ο αιώνα, υποκατανάλωναν. Δεν μπορούσαν καθόλου να έχουν στη διάθεσή τους για κατανάλωση το ίδιο το δικό τους ετήσιο συνολικό προϊόν. Ετσι, λοιπόν, η υποκατανάλωση είναι μόνιμο ιστορικό φαινόμενο εδώ και χιλιάδες χρόνια, αλλά η γενική στασιμότητα στην πώληση, που ξεσπάει στις κρίσεις σαν συνέπεια πλεονάσματος της παραγωγής, έγινε αντιληπτή μόνο εδώ και πενήντα χρόνια και ταιριάζει στην όλη χυδαία οικονομική επιπολαιότητα του κυρίου Ντίρινγκ να εξηγήσει τη νέα σύγκρουση όχι από το νέο φαινόμενο της υπερπαραγωγής, αλλά από το φαινόμενο της υποκατανάλωσης, που έχει ηλικία χιλιάδων χρόνων. Είναι σαν να θέλουμε στα μαθηματικά να εξηγήσουμε την αλλαγή της σχέσης δύο μεγεθών, ενός σταθερού και ενός μεταβλητού, όχι από το γεγονός ότι το μεταβλητό μεταβάλλεται, αλλά από το γεγονός ότι το σταθερό έμεινε σταθερό. Η υποκατανάλωση των μαζών είναι αναγκαία προϋπόθεση όλων των μορφών κοινωνιών που στηρίζονται στην εκμετάλλευση, επομένως και της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ομως, μόνο η καπιταλιστική μορφή παραγωγής φτάνει σε κρίσεις. Επομένως, η υποκατανάλωση των μαζών είναι και αυτή προϋπόθεση των κρίσεων και παίζει σ' αυτές ένα ρόλο, που έχει αναγνωριστεί εδώ και καιρό. Ομως, όσο λίγα μας λέει για τις αιτίες της σημερινής παρουσίας κρίσεων τόσο λίγα μας λέει για την προηγούμενη απουσία τους.
Ούτως ή άλλως, ο κύριος Ντίρινγκ έχει περίεργες ιδέες σχετικά με την παγκόσμια αγορά. Είδαμε με ποιον τρόπο, σαν γνήσιος Γερμανός βιβλιογνώστης, προσπαθεί να αποσαφηνίσει τις πραγματικές βιομηχανικές ειδικές κρίσεις σαν κρίσεις κατά φαντασία στην αγορά βιβλίων της Λειψίας, τη φουρτούνα στη θάλασσα, δηλαδή, με τη φουρτούνα σ' ένα ποτήρι νερό. Φαντάζεται ακόμα ότι η σημερινή παραγωγή των επιχειρήσεων θα έπρεπε «σ' ό,τι αφορά τις πωλήσεις της, να γυρίζει, κατά κύριο λόγο, στον κύκλο των ιδιοκτητριών τάξεων».
Αυτό δεν τον εμποδίζει καθόλου να παρουσιάζει μόνο δεκαέξι σελίδες παρακάτω, με το γνωστό τρόπο του, τις βιομηχανίες μετάλλου και βαμβακιού σαν τις πιο σπουδαίες σύγχρονες βιομηχανίες, δηλαδή ακριβώς εκείνους τους δύο κλάδους παραγωγής, τα προϊόντα των οποίων καταναλώνονται μόνο για ένα απειροελάχιστο μέρος τους από τον κύκλο των ιδιοκτητριών τάξεων και εξαρτώνται για την πώλησή τους περισσότερο από όλα τ' άλλα από τη μαζική κατανάλωση. Απ' όπου κι αν τον πιάσουμε, δε βρίσκουμε τίποτα παρά μονάχα κενές, αντιφατικές φλυαρίες. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από τη βαμβακοβιομηχανία. Αν στη μοναδική, σχετικά μικρή πόλη Ολντχαμ (Oldham) - μια από τις δώδεκα πόλεις με 50 έως 100.000 κατοίκους γύρω από το Μάντσεστερ (Manchester), που έχουν βαμβακοβιομηχανία - στα τέσσερα χρόνια από το 1872 έως το 1875 ο αριθμός των αδραχτιών που κλώθουν μόνο τον αριθμό 32, αυξήθηκε από 2% έως 5 εκατομμύρια. Ετσι, σε μια μονάχα μεσαία πόλη της Αγγλίας, ο αριθμός των αδραχτιών που κλώθουν μόνο ένα νούμερο είναι ίδιος με το συνολικό αριθμό αδραχτιών, που διαθέτει η βαμβακοβιομηχανία όλης της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένης της Αλσατίας. Και αν η επέκταση στους υπόλοιπους κλάδους και τόπους της βαμβακοβιομηχανίας της Αγγλίας και της Σκοτίας έχει πραγματοποιηθεί με την ίδια, κατά προσέγγιση, αναλογία, τότε χρειάζεται κανείς μια γερή δόση ριζικής θρασύτητας για να εξηγήσει τη σημερινή απόλυτη στασιμότητα των πωλήσεων του βαμβακερού νήματος και υφάσματος από την υποκατανάλωση των αγγλικών μαζών και όχι από την υπερπαραγωγή των Αγγλων βαμβακοβιομηχάνων1.
Φτάνει πια. Δεν αντιπαρατίθεται κανείς με ανθρώπους, οι οποίοι έχουν τέτοια άγνοια για την οικονομία, ώστε να περνούν τη βιβλιαγορά της Λιψίας για μια αγορά με την έννοια της σύγχρονης βιομηχανίας. Γι' αυτό το λόγο, απλώς διαπιστώνουμε ότι, ο κύριος Ντίρινγκ, από κει και πέρα, δεν έχει να μας πει τίποτα περισσότερο για τις κρίσεις παρά ότι δεν πρόκειται για τίποτ' άλλο «από ένα συνηθισμένο παιχνίδι ανάμεσα στην υπερένταση και την ύφεση», ότι η υπερκερδοσκοπία «δεν προέρχεται μόνο από την ασχεδίαστη συσσώρευση των ιδιωτικών επιχειρήσεων», αλλά ότι «και η βιασύνη των μεμονωμένων επιχειρηματιών, καθώς και η έλλειψη ιδιωτικής περίσκεψης πρέπει να συμπεριληφθούν στις αιτίες εμφάνισης της υπερπροσφοράς».
Και ποια είναι πάλι η «αιτία εμφάνισης» της βιασύνης και της έλλειψης ιδιωτικής περίσκεψης; Φυσικά, η ίδια έλλειψη σχεδιασμού της καπιταλιστικής παραγωγής, που φαίνεται στην ασχεδίαστη συσσώρευση των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Να μεταφέρεις ένα οικονομικό γεγονός σε μια ηθική μορφή για την ανακάλυψη μιας νέας αιτίας, δεν είναι κι αυτό πολύ-πολύ «βιαστικό».
Ας αφήσουμε, όμως, τις κρίσεις. Αφού, στο προηγούμενο κεφάλαιο, αποδείξαμε ότι προκαλούνται αναγκαστικά από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και ποια σημασία έχουν σαν κρίσεις του ίδιου αυτού τρόπου παραγωγής, καθώς και σαν μέσο εξαναγκασμού της κοινωνικής ανατροπής, δε χρειάζεται να προσθέσουμε ούτε μία λέξη ενάντια στις επιπολαιότητες του κυρίου Ντίρινγκ σχετικά με το θέμα αυτό. Ας περάσουμε στα θετικά δημιουργήματά του, στο «φυσικό σύστημα της κοινωνίας».
Αυτό το σύστημα, που φτιάχτηκε σε μια «καθολική αρχή της δικαιοσύνης», δηλαδή απαλλαγμένο από το να λαμβάνονται υπόψη τα ενοχλητικά υλικά γεγονότα, αποτελείται από μια ομοσπονδία οικονομικών κομμουνών, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει «ελεύθερη διακίνηση και αναγκαιότητα στην αποδοχή νέων μελών σύμφωνα με συγκεκριμένους νόμους και κανόνες διοίκησης».
Αυτή η ίδια η οικονομική κομμούνα είναι, πάνω απ' όλα, «ένας περιεκτικός σχηματισμός ιστορικής εμβέλειας» και ξεπερνάει κατά πολύ τις «παραπλανητικές μεσοβέζικες» τοποθετήσεις, π.χ., ενός κάποιου Μαρξ. Σημαίνει «μια κοινότητα προσώπων, τα οποία είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους μέσω του δημόσιου δικαιώματός τους να διαθέτουν μια έκταση εδάφους, καθώς και μια ομάδα μονάδων παραγωγής για κοινή δραστηριότητα και κοινή συμμετοχή στα έσοδα». Το δημόσιο δικαίωμα είναι «ένα δικαίωμα πάνω στα πράγματα... με την έννοια μιας καθαρά δημοσιολογικής σχέσης προς τη φύση και τους θεσμούς παραγωγής».
Για το τι σημαίνει πάλι αυτό, ας σπάνε το κεφάλι τους γι' αυτό οι μελλοντικοί νομικοί της οικονομικής κομμούνας. Εμείς παραιτούμαστε από κάθε προσπάθεια. Μαθαίνουμε μόνο ότι η κομμούνα αυτή δεν είναι καθόλου παρόμοια με τη «συνεταιριστική ιδιοκτησία των εργατικών κοινοτήτων», που δε θα απόκλειαν τον αμοιβαίο ανταγωνισμό και ακόμα και την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας.
Απορρίπτεται μετά ότι η ιδέα μιας «συνολικής ιδιοκτησίας», όπως τη βρίσκουμε και στον Μαρξ, είναι τάχα «τουλάχιστον ασαφής και αμφισβητήσιμη, διότι αυτή η αντίληψη για το μέλλον δημιουργεί πάντα την εντύπωση ότι δε σημαίνει τίποτε άλλο εκτός από μια συνεταιριστική ιδιοκτησία των εργατικών ομάδων».
Εδώ πάλι έχουμε άλλο ένα από τα πολλά τόσο συνηθισμένα στον κύριο Ντίρινγκ «πονηρά τεχνάσματα» της παρεμβολής, «για τη χυδαία ιδιότητα των οποίων (όπως λέει ο ίδιος) μόνο θα ταίριαζε καλά η χυδαία λέξη "βρόμικη" (schnoddrig)». Κι αυτό είναι ένα εξίσου αστήριχτο ψέμα, όπως και η άλλη επινόηση του κυρίου Ντίρινγκ ότι η συνολική ιδιοκτησία στον Μαρξ είναι τάχα «μια ατομική και, ταυτόχρονα, κοινωνική ιδιοκτησία». Εν πάση περιπτώσει, το εξής φαίνεται σαφές: Το δημοσιολογικό δικαίωμα μιας οικονομικής κομμούνας πάνω στα μέσα εργασίας είναι ένα αποκλειστικό δικαίωμα ιδιοκτησίας τουλάχιστον απέναντι σε κάθε άλλη οικονομική κομμούνα, καθώς επίσης απέναντι στην κοινωνία και το κράτος.
Ομως, δεν πρέπει να έχει τη δύναμη «να βάζει φραγμούς... προς τα έξω, διότι, ανάμεσα στις διάφορες οικονομικές κομμούνες, υπάρχει ελεύθερη διακίνηση και η αναγκαιότητα υποδοχής νέων μελών σύμφωνα με συγκεκριμένους νόμους και κανόνες διοίκησης... όπως είναι σήμερα.... να ανήκει σ' ένα πολιτικό σχηματισμό, ή να συμμετέχει στις οικονομικές κοινοτικές αρμοδιότητες».
Επομένως, θα υπάρχουν πλούσιες και φτωχές οικονομικές κομμούνες και η αντιστάθμιση πραγματοποιείται με τη συρροή του πληθυσμού προς τις πλούσιες και την αναχώρησή του από τις φτωχές κομμούνες. Ο κύριος Ντίρινγκ, επομένως, θέλει να παραμερίσει τον ανταγωνισμό στα προϊόντα ανάμεσα στις ξεχωριστές κομμούνες με τη διοργάνωση του εμπορίου σε εθνικό επίπεδο, αλλά αφήνει να συνεχίζεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους παραγωγούς. Τα πράγματα αφαιρούνται από τον ανταγωνισμό, οι άνθρωποι, όμως, εξακολουθούν να υποτάσσονται σ' αυτόν. Στο μεταξύ, δεν έχουμε καθόλου ξεκαθαρίσει τα πράγματα σχετικά με το «δημοσιολογικό δικαίωμα».
Δύο σελίδες παρακάτω, ο κύριος Ντίρινγκ μας εξηγεί:
Η εμπορική κομμούνα φτάνει «πρώτα μέχρι εκεί, όπου φτάνει και εκείνος ο πολιτικός-κοινωνικός χώρος, μέσα στον οποίο οι ανήκοντες σ' αυτήν άνθρωποι συγκροτούνται σ' ένα ενιαίο νομικό υποκείμενο και, με την ιδιότητα αυτή, έχουν στη διάθεσή τους όλο το έδαφος, τις κατοικίες και τις εγκαταστάσεις παραγωγής».
Επομένως, δεν είναι, τελικά, η ξεχωριστή κομμούνα, η οποία έχει το δικαίωμα διάθεσης, αλλά όλο το έθνος. Το «δημόσιο δικαίωμα», το «δικαίωμα στα πράγματα», η «δημοσιολογική σχέση προς τη φύση» κ.λπ. δεν είναι, δηλαδή, απλώς «τουλάχιστον ασαφή και αμφισβητήσιμα», αλλά βρίσκονται σε άμεση αντίφαση με τον εαυτό τους. Είναι πράγματι, τουλάχιστο στο βαθμό που η κάθε ξεχωριστή οικονομική κοινότητα είναι επίσης νομικό πρόσωπο, μια «ατομική και κοινωνική ιδιοκτησία ταυτόχρονα» και αυτή η τελευταία «κεφαλαιώδης και ερμαφρόδιτη μορφή» συναντιέται γι' αυτό το λόγο πάλι μονάχα στον ίδιο τον κύριο Ντίρινγκ.
Οπωσδήποτε, η οικονομική κομμούνα έχει στη διάθεσή της τα μέσα εργασίας για την παραγωγή. Πώς γίνεται, όμως, αυτή η παραγωγή; Σύμφωνα με όσα μάθαμε από τον κύριο Ντίρινγκ, γίνεται εντελώς με τον παλαιό τρόπο. Μόνο που, στη θέση του καπιταλιστή, μπαίνει η κομμούνα. Το πολύ μαθαίνουμε ότι η επιλογή επαγγέλματος γίνεται τώρα ελεύθερη για τον καθένα ξεχωριστά και ότι υπάρχει μια ίση υποχρέωση σ' ό,τι αφορά την εργασία.
Η βασική μορφή όλης της μέχρι τώρα παραγωγής είναι ο καταμερισμός εργασίας, αφ' ενός μέσα στην κοινωνία, αφ' ετέρου μέσα σε κάθε ξεχωριστή μονάδα παραγωγής. Ποια είναι η σχέση της «κοινωνικότητας» του Ντίρινγκ ως προς τον καταμερισμό εργασίας; Ο πρώτος μεγάλος κοινωνικός καταμερισμός εργασίας είναι ο χωρισμός της πόλης με την ύπαιθρο.
Αυτός ο ανταγωνισμός, σύμφωνα με τον κύριο Ντίρινγκ, «είναι από τη (ρύση των πραγμάτων) αναπόφευκτος». Αλλά «είναι, ούτως ή άλλως, ριψοκίνδυνο να φαντάζεται κανείς το χάσμα ανάμεσα στη γεωργία και τη βιομηχανία... σαν αγεφύρωτο. Πράγματι, ήδη υπάρχει σε κάποιο βαθμό μια σταθερότητα στη μεταβίβαση από τον ένα στον άλλο κλάδο, που υπόσχεται να αυξηθεί ακόμα αισθητά στο μέλλον». Ηδη τώρα δύο βιομηχανίες έχουν παρεμβληθεί στη γεωργία και την αγροτική επιχείρηση: «Πρώτα-πρώτα, τα οινοπνευματοποιεία και, δεύτερο, η παρασκευή ζάχαρης από τεύτλα... η παραγωγή οινοπνεύματος είναι τόσο σημαντική, ώστε ευκολότερο είναι να την υποτιμήσει παρά να την υπερτιμήσει κανείς». Και «αν ήταν δυνατόν να σχηματιζόταν ένας μεγαλύτερος κύκλος βιομηχανιών σαν συνέπεια κάποιων οποιωνδήποτε ανακαλύψεων με τέτοιο τρόπο, ώστε να υπήρχε η ανάγκη να τοποθετηθεί η επιχείρηση σ' όλη τη χώρα και να συνδεθεί άμεσα με την παραγωγή των πρώτων υλών», τότε θα εξασθενούσε η αντίθεση πόλης - υπαίθρου και «θα αποκτούνταν η πιο εκτενής βάση για την ανάπτυξη του πολιτισμού». Στο μεταξύ, «κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να συζητιόταν επίσης μέσω ενός άλλου δρόμου. Εκτός από τις τεχνικές ανάγκες, οι κοινωνικές ανάγκες κερδίζουν όλο και περισσότερη σημασία και, αν οι τελευταίες γίνουν κριτήριο για τις ομαδοποιήσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, δε θα είναι πια δυνατό να παραμεληθούν εκείνα τα πλεονεκτήματα, τα οποία προκύπτουν από μια συστηματικά στενή σύνδεση των εργασιών της υπαίθρου με τις δραστηριότητες τεχνικών αλλαγών».
Στην οικονομική κομμούνα, σημασία έχουν ακριβώς οι κοινωνικές ανάγκες και, έτσι, θα σπεύσει να ιδιοποιηθεί πλήρως τα προαναφερόμενα πλεονεκτήματα της ένωσης της γεωργίας με τη βιομηχανία; Ο κύριος Ντίρινγκ δε θα παραλείψει να μας ανακοινώσει ευρύτατα, τις «πιο ακριβείς του απόψεις» σχετικά με τη στάση της οικονομικής κομμούνας στο ζήτημα αυτό. Ο αναγνώστης, που θα πίστευε κάτι τέτοιο, είναι γελασμένος. Το μόνο που έχει να μας πει ο κύριος Ντίρινγκ σχετικά με την αντίθεση πόλης - υπαίθρου στο παρόν και το μέλλον, είναι οι παραπάνω ισχνές, αμήχανες κοινοτοπίες, που γυρίζουν πάλι σε κύκλους στο χώρο ισχύος του πρακτικού δικαίου, όπου φτιάχνουν οινοπνευματώδη ποτά και κάνουν ζάχαρη από τεύτλα. Ας περάσουμε, τώρα, λεπτομερώς στον καταμερισμό εργασίας. Εδώ, ο κύριος Ντίρινγκ είναι ήδη κάπως πιο «ακριβής». Μιλάει για «ένα πρόσωπο, που πρέπει να ασχοληθεί αποκλειστικά με ένα είδος δραστηριότητας». Αν πρόκειται για την εισαγωγή ενός νέου κλάδου παραγωγής, τότε το ερώτημα είναι, απλώς, αν θα μπορούσε κανείς να δημιουργήσει, τρόπον τινά, έναν ορισμένο αριθμό υπάρξεων, που πρέπει να αφοσιωθούν στην παραγωγή ενός εμπορεύματος και με την κατανάλωση (!), που έχουν ανάγκη. Ενας οποιοσδήποτε κλάδος παραγωγής «δε θα απασχολήσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού» από το κοινωνικό σύνολο. Και, μέσα στο κοινωνικό σύνολο, υπάρχουν «οικονομικά είδη ανθρώπων, που ξεχωρίζουν στον τρόπο ζωής τους».
Δίπλα στις ικανότητες, παίζει ρόλο και η προσωπική έφεση: «Το ερέθισμα να προχωρήσει κανείς σε δραστηριότητες, που απαιτούν περισσότερες ικανότητες και προκαταρκτική μόρφωση, θα στηριζόταν αποκλειστικά στην κλίση για μια συγκεκριμένη ασχολία, καθώς και στη χαρά της άσκησης εκείνου και κανενός άλλου πράγματος» (Ασκηση ενός πράγματος!).
Ετσι, όμως, παρακινείται το κοινωνικό σύνολο στην άμιλλα και «η ίδια η παραγωγή θα αποκτήσει ενδιαφέρον και η αμβλυντική ενασχόληση, που το κοινωνικό σύνολο αξιολογεί μόνο σαν μέσο, προς το σκοπό του κέρδους, θα πάψει πια να βάζει τη σφραγίδα της στις καταστάσεις».
Σε κάθε κοινωνία με φυσική ανάπτυξη της παραγωγής - και η σημερινή είναι μια τέτοια κοινωνία - οι παραγωγοί δεν κυριαρχούν στα μέσα παραγωγής, αλλά τα μέσα παραγωγής κυριαρχούν πάνω στους παραγωγούς. Σε μια τέτοια κοινωνία, ο κάθε νέος μοχλός της παραγωγής μετατρέπεται αναγκαστικά σ' ένα νέο μέσο υποδούλωσης των παραγωγών κάτω από το ζυγό των μέσων παραγωγής. Αυτό ισχύει, προπαντός, για κείνο το μοχλό της παραγωγής που, μέχρι τον ερχομό της μεγάλης βιομηχανίας, ήταν ο κατά πολύ ισχυρότερος: τον καταμερισμό εργασίας. Ο πρώτος μεγάλος καταμερισμός εργασίας κιόλας, ο χωρισμός της πόλης από την ύπαιθρο, καταδίκασε τον πληθυσμό της υπαίθρου σε μια αποβλάκωση χιλιάδων χρόνων και τις πόλεις στην υποδούλωση του καθενός κάτω από το ζυγό της μεμονωμένης χειροτεχνίας. Κατάστρεψε τη βάση για την πνευματική ανάπτυξη των μεν και τη σωματική ανάπτυξη των δε. Οπως ο χωρικός ιδιοποιείται τη γη και ο κάτοικος της πόλης τη χειροτεχνία του, έτσι και η γη ιδιοποιείται το χωρικό και η χειροτεχνία το χειροτέχνη. Με τον καταμερισμό εργασίας, καταμερίζεται και ο άνθρωπος. Ολες οι υπόλοιπες σωματικές και πνευματικές ικανότητες θυσιάζονται στο βωμό μιας και μοναδικής δραστηριότητας. Η φθορά αυτή του ανθρώπου μεγαλώνει στον ίδιο βαθμό με τον καταμερισμό εργασίας, ο οποίος βρίσκει το αποκορύφωμά του στη μανιφακτούρα. Η μανιφακτούρα διαιρεί τη χειροτεχνία στις επιμέρους ξεχωριστές λειτουργίες της, αναθέτει την καθεμιά ξεχωριστή λειτουργία σ' ένα μεμονωμένο εργάτη σαν επάγγελμα ζωής. Ετσι, τον αλυσοδένει εφ' όρου ζωής σε μια συγκεκριμένη μερική λειτουργία και σ' ένα συγκεκριμένο εργαλείο εργασίας.
«Σακατεύει τον εργάτη και τον κάνει ανώμαλο, προωθώντας, σαν σε θερμοκήπιο, μια συγκεκριμένη δεξιοτεχνία του και καταπιέζοντας έναν κόσμο από παραγωγικές ορμές και κλίσεις... Το ίδιο το άτομο καταμερίζεται και μετατρέπεται σε αυτόματο εξάρτημα μιας μερικής εργασίας» (Μαρξ).
Ενα εξάρτημα που, σε πολλές περιπτώσεις, φτάνει στην τελειότητά του μόνο με τον κυριολεκτικό, σωματικό και πνευματικό ακρωτηριασμό του εργάτη. Οι μηχανές της μεγάλης βιομηχανίας υποβαθμίζουν τον εργάτη από τη μηχανή που ήταν σε απλό εξάρτημα μιας μηχανής.
«Η εφ' όρου ζωής ειδικότητα να χειρίζεται ένα μερικό εργαλείο γίνεται εφ' όρου ζωής ειδικότητα να χειρίζεται μέρος μιας μηχανής. Κάνουν κατάχρηση των μηχανών για να μετατρέψουν τον ίδιο τον εργάτη από την παιδική του ηλικία σε μέρος μιας μερικής μηχανής» (Μαρξ).
Δεν υποδουλώνονται μόνο οι εργάτες, αλλά και οι τάξεις που εκμεταλλεύονται τους εργάτες άμεσα ή έμμεσα μέσω του καταμερισμού της εργασίας υποδουλώνονται κάτω από το εργαλείο της δραστηριότητάς τους: Ο πνευματικά στείρος αστός κάτω από το δικό του κεφάλαιο και τη δική του μανία για κέρδος, ο νομικός κάτω από τις αποστεωμένες αντιλήψεις του δικαίου, που κυριαρχούν πάνω του σαν μια ανεξάρτητη δύναμη. Οι «μορφωμένες τάξεις», ούτως ή άλλως, κάτω από τις πολλές και ποίκιλες τοπικές στενότητες και μονομέρειες, κάτω από τη δική τους σωματική και πνευματική μυωπία, κάτω από τον ακρωτηριασμό εξαιτίας μιας εκπαίδευσης προσανατολισμένης μόνο σε μία ειδικότητα, καθώς και εξαιτίας της ισόβιας δέσμευσής τους στην ίδια αυτή την ειδικότητα - ακόμα και τότε, όταν η ειδικότητα αυτή δεν είναι τίποτα παρά, απλούστατα, η πλήρης απραξία.
Οι ουτοπιστές είχαν ήδη πλήρη αντίληψη σ' ό,τι αφορά τις επιπτώσεις του καταμερισμού εργασίας, για την απαθλίωση του εργάτη, αφ' ενός, και την κατάπτακτη της ίδιας της εργασίας, αφ' ετέρου, η οποία περιορίζεται στην εφ' όρου ζωής, ομοιόμορφη, μηχανική επανάληψη μιας και μοναδικής πράξης. Ο Φουριέ (Fourier) και ο Οουεν (Owen) απαιτούν, ούτως ή άλλως, την άρση της αντίθεσης πόλης - υπαίθρου σαν πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άρση του παλαιού καταμερισμού εργασίας. Σύμφωνα και με τους δυο, ο πληθυσμός πρέπει να καταμεριστεί σ' όλη τη χώρα σε ομάδες των χιλίων εξακοσίων έως τριών χιλιάδων. Η κάθε ομάδα κατοικεί στο κέντρο της εδαφικής της περιοχής σε ένα τεράστιο παλάτι με κοινό νοικοκυριό. Ο Φουριέ (Fourier), βέβαια, μιλάει, εδώ κι εκεί, για πόλεις, αλλά αυτές πάλι αποτελούνται οι ίδιες μόνο από τέσσερα ή πέντε τέτοια παλάτια, το ένα κοντά στο άλλο. Σύμφωνα και με τους δυο, το κάθε μέρος της κοινωνίας συμμετέχει και στη γεωργία και στη βιομηχανία. Κατά τον Φουριέ (Fourier), τον κύριο ρόλο στην τελευταία παίζουν η χειροτεχνία και η μανιφακτούρα, κατά τον Οουεν (Owen), αντίθετα, ήδη η μεγάλη βιομηχανία, και ζητάει ήδη την εισαγωγή του ατμού και των μηχανών στις οικιακές εργασίες. Ομως, και μέσα στα πλαίσια της γεωργίας, όπως και της βιομηχανίας, οι δυο τους απαιτούν τη μεγαλύτερη δυνατή εναλλαγή ενασχόλησης του καθενός ξεχωριστά και αντίστοιχα, την εκπαίδευση της νεολαίας για μια όσο το δυνατό πολύπλευρη τεχνική δραστηριότητα. Σύμφωνα και με τους δυο, ο άνθρωπος πρέπει να αναπτύσσεται καθολικά μέσω της καθολικής πρακτικής απασχόλησης και η εργασία πρέπει να αποκτήσει ξανά τη γοητεία της έλξης, που την έχει χάσει με τον καταμερισμό, πρώτα μ' αυτή την εναλλαγή και την αντίστοιχη μικρή διάρκεια της «ενασχόλησης» - για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Φουριέ2 - με κάθε επιμέρους εργασία. Και οι δυο έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τον τρόπο σκέψης των εκμεταλλευτριών τάξεων, που τον κληρονόμησε ο κύριος Ντίρινγκ, σύμφωνα με τον οποίο η αντίθεση πόλης - υπαίθρου είναι από τη φύση των πραγμάτων αναπόφευκτη και είναι ένας τρόπος σκέψης εγκλωβισμένος στη στενοκέφαλη αντίληψη ότι μερικές «υπάρξεις» πρέπει τάχα, κάτω από όλες τις συνθήκες, να είναι καταδικασμένες στην παραγωγή ενός μόνο αγαθού και ο οποίος θέλει να διαιωνίσει τις «οικονομικές παραλλαγές», τις διαφορετικές ανάλογα με τον τρόπο ζωής τους, των ανθρώπων που χαίρονται με την άσκηση ακριβώς αυτού και μόνο του πράγματος, που έχουν καταπέσει, δηλαδή, τόσο πολύ, ώστε να χαίρονται με τη δική τους υποδούλωση και με το γεγονός ότι έγιναν μονόπλευροι. Απέναντι στις βασικές σκέψεις ακόμα και των πιο τρελών και τολμηρών φαντασιών του «ηλίθιου» Φουριέ (Fourier), απέναντι ακόμα στις πιο πενιχρές ιδέες του «άξεστου, άτονου και πενιχρού» Οουεν (Owen), βρίσκεται ο κύριος Ντίρινγκ σαν ένας αναιδής νάνος, ακόμα εντελώς δούλος του καταμερισμού εργασίας.
Η κοινωνία, κάνοντας τον εαυτό της κυρίαρχο σ' όλα τα μέσα παραγωγής για να τα χρησιμοποιεί κοινωνικά σχεδιασμένα, εξαφανίζει τη μέχρι τώρα υποδούλωση των ανθρώπων στα δικά τους μέσα παραγωγής. Είναι αυτονόητο ότι η κοινωνία δεν μπορεί να απελευθερώσει τον εαυτό της χωρίς να απελευθερωθεί ο καθένας ξεχωριστά. Επομένως, ο παλαιός τρόπος παραγωγής πρέπει να ανατραπεί εκ θεμελίων και ιδίως ο παλαιός καταμερισμός εργασίας πρέπει να εξαφανιστεί. Στη θέση του, πρέπει να μπει μια οργάνωση της παραγωγής, στην οποία, αφ' ενός, κανένας να μην μπορεί να φορτώσει σ' άλλους το δικό του μερίδιο στην παραγωγική εργασία, αυτή τη φυσική προϋπόθεση της ανθρώπινης ύπαρξης, και στην οποία, αφ' ετέρου, η παραγωγική εργασία γίνεται, αντί για μέσο της υποδούλωσης, μέσο της απελευθέρωσης των ανθρώπων, δίνοντας στον καθένα την ευκαιρία να αναπτύξει και να δραστηριοποιήσει όλες τις ικανότητές του, σωματικές και πνευματικές, σ' όλες τις κατευθύνσεις, ώστε η εργασία από βάρος που ήταν πριν, να γίνει απόλαυση. Σήμερα, αυτό δεν είναι πια φαντασία, δεν είναι πια ευσεβής πόθος. Με τη σημερινή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ήδη αρκεί εκείνη η αύξηση της παραγωγής, η οποία είναι δοσμένη από το γεγονός της κοινωνικοποίησης των ίδιων των παραγωγικών δυνάμεων, αρκεί ο παραμερισμός των εμποδίων και των διαταραχών που πηγάζουν από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αρκεί ο παραμερισμός της διασπάθισης των προϊόντων και των μέσων παραγωγής, για να μειωθεί ο χρόνος εργασίας σ' ένα ελάχιστο όριο, σύμφωνα με τις τωρινές αντιλήψεις, και με τη γενική συμμετοχή στην εργασία. Ούτε η άρση του παλαιού καταμερισμού εργασίας δεν είναι καθόλου ένα αίτημα, το οποίο θα μπορούσε να εκπληρωθεί μόνο εις βάρος της παραγωγικότητας της εργασίας. Αντίθετα, μάλιστα. Η μεγάλη βιομηχανία τον έκανε προϋπόθεση της ίδιας της παραγωγής.
«Η δραστηριότητα των μηχανών αναιρεί την αναγκαιότητα να συνδεθεί ο καταμερισμός των ομάδων εργατών με τις διάφορες μηχανές, όπως γινόταν στις μανιφακτούρες, με τη συνεχή προσκόλληση του ίδιου εργάτη στην ίδια λειτουργία. Επειδή η όλη κίνηση του εργοστασίου δεν ξεκινάει από τον εργάτη, αλλά από τη μηχανή, μπορεί να πραγματοποιηθεί μια συνεχής εναλλαγή προσώπων χωρίς διακοπή της εργασιακής διαδικασίας... Και, τέλος, η ταχύτητα με την οποία η εργασία στη μηχανή μαθαίνεται στη νεανική ηλικία παραμερίζει επίσης την αναγκαιότητα να εκπαιδεύεται μια ειδική κατηγορία εργατών αποκλειστικά για να γίνουν εργάτες μηχανών».
Ομως, ενώ ο καπιταλιστικός τρόπος χρησιμοποίησης των μηχανών είναι αναγκασμένος να συνεχίσει τον παλαιό καταμερισμό της εργασίας με τις αποστεωμένες ιδιαιτερότητές του, παρ' όλο που αυτός έχει γίνει τεχνικά περιττός, οι ίδιες οι μηχανές επαναστατούν ενάντια σ' αυτό τον αναχρονισμό. Η τεχνική βάση της μεγάλης βιομηχανίας είναι επαναστατική.
«Με τις μηχανές, τις χημικές διαδικασίες και άλλες μεθόδους, ανατρέπει σταθερά σαν οδοστρωτήρας, με την τεχνική βάση της παραγωγής, τις λειτουργίες των εργατών, καθώς και τους κοινωνικούς συνδυασμούς της εργασιακής διαδικασίας. Μ' αυτό τον τρόπο, επαναστατικοποιεί το ίδιο σταθερά τον καταμερισμό της εργασίας στα εσωτερικά της κοινωνίας και πετάει αδιάκοπα μάζες κεφαλαίου και μάζες εργατών από τον έναν κλάδο παραγωγής στον άλλο. Γι' αυτό το λόγο, η φύση της μεγάλης βιομηχανίας υπαγορεύει εναλλαγή της εργασίας, αστάθεια της λειτουργίας, κινητικότητα του εργάτη σ' όλες τις κατευθύνσεις... Είδαμε πως αυτή η απόλυτη αντίφαση... ξεθυμαίνει στην αδιάκοπη θυσία της εργατικής τάξης, στην αμέτρητη διασπάθιση των εργατικών δυνάμεων, καθώς και στις καταστροφές της κοινωνικής αναρχίας. Αυτή είναι η αρνητική πλευρά. Ενώ, όμως, τώρα η εναλλαγή της εργασίας επιβάλλεται μόνο σαν πανίσχυρος νόμος της φύσης και με την τυφλή καταστροφική λειτουργία του νόμου της φύσης, ο οποίος σκοντάφτει παντού σε εμπόδια, η μεγάλη βιομηχανία, με τις ίδιες τις καταστροφές της, κάνει ζήτημα ζωής και θανάτου την αναγνώριση της εναλλαγής των εργασιών και, γι' αυτό, της όσο το δυνατό μεγαλύτερης πολυμέρειας του εργάτη σαν γενικού κοινωνικού νόμου της παραγωγής και την προσαρμογή των σχέσεων στην κανονική πραγματοποίηση του νόμου αυτού. Κάνει ζήτημα ζωής και θανάτου την αντικατάσταση του εκτρώματος ενός άθλιου εργατικού πληθυσμού - διαθέσιμου και εφεδρικού για τη μεταβαλλόμενη εκμεταλλευτική ανάγκη του κεφαλαίου - από την απόλυτη διαθεσιμότητα του ανθρώπου για μεταβαλλόμενες εργασιακές απαιτήσεις. Την αντικατάσταση του μερικού ατόμου, του απλού φορέα μιας επιμέρους κοινωνικής λειτουργίας, από το ολοκληρωμένα αναπτυγμένο άτομο, για το οποίο οι διάφορες κοινωνικές λειτουργίες είναι διαδοχικοί τρόποι δραστηριοποίησης» (Μαρξ, Κεφάλαιο).
Η μεγάλη βιομηχανία, διδάσκοντάς μας να μετατρέπουμε, για τεχνικούς σκοπούς, τη μοριακή κίνηση, που, λίγο - πολύ, μπορούμε να τη δημιουργήσουμε παντού, σε μαζική κίνηση, απελευθέρωσε σε σημαντικό βαθμό τη βιομηχανική παραγωγή από τους τοπικούς φραγμούς της. Η δύναμη του νερού είναι τοπική, η δύναμη του ατμού είναι ελεύθερη. Ενώ η δύναμη του νερού είναι αναγκαστικά της υπαίθρου, η δύναμη του ατμού δεν είναι καθόλου αναγκαστικά της πόλης. Η καπιταλιστική της χρήση τη συγκεντρώνει, ως επί το πλείστον, στις πόλεις και μετατρέπει τα χωριά εργοστασίων σε πόλεις εργοστασίων. Μ' αυτό τον τρόπο, όμως, υπονομεύει ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις για την ίδια τη λειτουργία της. Πρώτη απαίτηση της ατμομηχανής και κύρια απαίτηση σχεδόν όλων των κλάδων της μεγάλης βιομηχανίας είναι το σχετικά καθαρό νερό. Ομως, η εργοστασιούπολη μετατρέπει όλο το νερό σε δύσοσμα βρομόνερα. Επομένως, όσο η συγκέντρωση στις πόλεις αποτελεί βασική προϋπόθεση της καπιταλιστικής παραγωγής τόσο ο κάθε ξεχωριστός βιομήχανος καπιταλιστής επιδιώκει συνεχώς να φύγει από τις μεγάλες πόλεις, που τις δημιούργησε ο ίδιος αναγκαστικά, και να στραφεί με την επιχείρησή του στην ύπαιθρο. Μπορούμε να μελετήσουμε αυτή τη διαδικασία λεπτομερώς στις περιοχές της κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας του Λάνκασαϊρ (Lancashire) και του Γιόρκσαϊρ (Yorkshire). Η καπιταλιστική μεγάλη βιομηχανία δημιουργεί εκεί συνεχώς καινούργιες μεγαλουπόλεις, επειδή συνεχώς καταφεύγει από την πόλη στην ύπαιθρο. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στις περιοχές της βιομηχανίας μετάλλου, όπου εν μέρει άλλες αιτίες παράγουν τις ίδιες επιπτώσεις.
Για άλλη μια φορά, μόνο η αναίρεση του καπιταλιστικού χαρακτήρα της μπορεί να αναιρέσει αυτό τον καινούργιο φαύλο κύκλο, αυτή την αντίφαση της σύγχρονης βιομηχανίας, που συνεχώς επανέρχεται. Μόνο μια κοινωνία, που βάζει σε αρμονική κίνηση μεταξύ τους τις παραγωγικές δυνάμεις της μ' ένα μοναδικό μεγάλο σχέδιο, μπορεί να επιτρέψει στη βιομηχανία να εγκατασταθεί σ' όλη τη χώρα διασκορπισμένη με τον τρόπο που ταιριάζει πιο καλά με τη δική της ανάπτυξη και τη διατήρηση - και ανάπτυξη αντίστοιχα των υπόλοιπων στοιχείων της παραγωγής. Η άρση της αντίθεσης πόλης - υπαίθρου δεν είναι μονάχα δυνατή σύμφωνα μ' αυτό. Είναι μια άμεση αναγκαιότητα της ίδιας της βιομηχανικής παραγωγής, όπως έχει γίνει επίσης μια αναγκαιότητα της αγροτικής παραγωγής και, επιπλέον, της δημόσιας περίθαλψης. Μόνο με τη συγχώνευση της πόλης και της υπαίθρου μπορεί να ξεπεραστεί η σημερινή δηλητηρίαση του αέρα, των υδάτων και του εδάφους. Μόνο έτσι μπορούν να φτάσουν οι μάζες, που μαραίνονται στις πόλεις, στο σημείο να χρησιμοποιείται η κοπριά τους για την καλλιέργεια φυτών αντί για την καλλιέργεια ασθενειών.
Η καπιταλιστική βιομηχανία έχει ήδη σχετικά ανεξαρτητοποιηθεί από τους τοπικούς φραγμούς των τόπων παραγωγής των πρώτων υλών τους. Η κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία επεξεργάζεται πρώτες ύλες, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων έχει εισαχθεί από το εξωτερικό.
Στην Αγγλία και τη Γερμανία, επεξεργάζονται ισπανικά σιδηρομεταλλεύματα, στην Αγγλία επεξεργάζονται ισπανικά και νοτιοαμερικάνικα χαλκομεταλλεύματα. Η κάθε περιοχή άνθρακα εφοδιάζει με καύσιμα, πολύ πέρα από τα σύνορά της, μια βιομηχανική περιοχή που αναπτύσσεται χρόνο με το χρόνο. Σ' όλες τις ακτές της Ευρώπης, κινούνται ατμομηχανές με αγγλικό, και, εδώ κι εκεί, γερμανικό και βελγικό κάρβουνο. Η κοινωνία που θα έχει απελευθερωθεί από τους φραγμούς της καπιταλιστικής παραγωγής μπορεί να προχωρήσει πολύ περισσότερο ακόμη. Δημιουργώντας ένα γένος ολόπλευρα καταρτισμένων παραγωγών, οι οποίοι καταλαβαίνουν τις επιστημονικές βάσεις όλης της βιομηχανικής παραγωγής και που ο καθένας τους έχει ζήσει στην πράξη από την αρχή ως το τέλος μια ολόκληρη σειρά κλάδων παραγωγής, δημιουργεί μια καινούργια παραγωγική δύναμη, η οποία αντισταθμίζει με το παραπάνω τη μεταφορική εργασία των πρώτων υλών ή των καυσίμων, που προμηθεύονται από μεγαλύτερες αποστάσεις. Η άρση του χωρισμού πόλης - υπαίθρου, επομένως, δεν είναι ουτοπία, ούτε σύμφωνα με την άποψη ότι έχει σαν προϋπόθεση τον όσο το δυνατό πιο ισομερή καταμερισμό της μεγάλης βιομηχανίας σ' όλη τη χώρα. Ο πολιτισμός, βεβαίως, μας άφησε στις μεγάλες πόλεις μια κληρονομιά, ο παραμερισμός του οποίου θα απαιτήσει πολύ χρόνο και κόπο. Πρέπει, ωστόσο, να παραμεριστεί και θα παραμεριστεί κι ας πρόκειται για μια μακρόχρονη διαδικασία. Οποια κι αν είναι η τύχη του γερμανικού Ράιχ και του πρωσικού έθνους, ο Μπίσμαρκ (Bismarck) μπορεί να κατεβεί στον τάφο του με την περήφανη συνείδηση, ότι σίγουρα θα γίνει πραγματικότητα η πρώτη του επιθυμία: η εξαφάνιση των μεγάλων πόλεων.3
Ας δούμε τώρα την παιδαριώδη αντίληψη του κυρίου Ντίρινγκ, ότι, δηλαδή, η κοινωνία μπορεί να κάνει κτήμα της το σύνολο των μέσων παραγωγής χωρίς να ανατρέψει εκ θεμελίων τον παλαιό τρόπο παραγωγής και, προπαντός, τον παλαιό καταμερισμό εργασίας. Ολα θα τακτοποιηθούν από τη στιγμή που «θα ληφθούν υπόψη οι φυσικές τάσεις και οι προσωπικές ικανότητες».
Οπως και πριν, όμως, ολόκληρες μάζες υπάρξεων θα υποδουλώνονται από την παραγωγή ενός και μόνο αγαθού, ολόκληροι «πληθυσμοί» θα απασχολούνται σ' έναν και μόνο κλάδο παραγωγής και, όπως και πριν, η ανθρωπότητα θα διαιρείται σ' έναν αριθμό από διάφορες σακατεμένες «οικονομικές παραλλαγές», όπως είναι οι «χειραμαξάδες» και οι «αρχιτέκτονες». Η κοινωνία πρέπει να γίνει κυρίαρχη των μέσων παραγωγής στο σύνολό τους, αλλά ο καθένας να μείνει σκλάβος του μέσου παραγωγής του και μόνη επιλογή που έχει είναι ποιανού μέσου παραγωγής. Ας δούμε επίσης με ποιο τρόπο ο κύριος Ντίρινγκ θεωρεί το χωρισμό πόλης - υπαίθρου «αναπόφευκτο από τη φύση των πραγμάτων» και μπορεί να ανακαλύψει μονάχα ένα μικρό παυσίπονο στους κλάδους του οινοπνευματοποιείου και της παρασκευής ζάχαρης από τεύτλα, κλάδους που ο συνδυασμός τους είναι χαρακτηριστικός για την Πρωσία. Ο κύριος Ντίρινγκ εξαρτά το διασκορπισμό της βιομηχανίας σ' όλη τη χώρα από κάποιες μελλοντικές ανακαλύψεις, καθώς και από την ανάγκη να συνδεθεί η επιχείρηση άμεσα με την εξόρυξη των πρώτων υλών - των πρώτων υλών που ήδη τώρα τις κατεργάζονται σε όλο και μεγαλύτερη απόσταση από τον τόπο προέλευσής τους! - και προσπαθεί, τελικά, να καλύψει τα νώτα του με τη διαβεβαίωση ότι οι κοινωνικές ανάγκες θα επέβαλλαν στο τέλος τη σύνδεση της γεωργίας με τη βιομηχανία ακόμα και ενάντια στις οικονομικές απόψεις, λες και θα γινόταν μ' αυτό μια οικονομική θυσία!
Βεβαίως, για να δει κανείς ότι τα επαναστατικά στοιχεία, τα οποία θα παραμερίσουν τον παλαιό καταμερισμό εργασίας μαζί με το χωρισμό πόλης - υπαίθρου και θα ανατρέψουν όλη την παραγωγή, εμπεριέχονται κιόλας σε εμβρυακή μορφή στους όρους παραγωγής της σύγχρονης μεγάλης βιομηχανίας και ότι ο σημερινός καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής τα εμποδίζει να αναπτυχθούν. Για να τα δει κανείς αυτά, χρειάζεται ένας κάπως ευρύτερος ορίζοντας από το χώρο που ισχύει το πρωσικό δίκαιο, τη χώρα, στην οποία το ρακί και η ζάχαρη από τεύτλα είναι τα πιο σημαντικά βιομηχανικά προϊόντα και που μπορεί κανείς να μελετήσει τις εμπορικές κρίσεις στην αγορά βιβλίων. Γι' αυτό, πρέπει να γνωρίζει κανείς την ιστορία και τη σημερινή πραγματικότητα της πραγματικά μεγάλης βιομηχανίας, δηλαδή της μοναδικής χώρας που είναι η πατρίδα της και όπου έχει φτάσει στην κλασική της διαμόρφωση. Τότε, δε θα του περάσει από το μυαλό να ευτελίσει το σύγχρονο επιστημονικό σοσιαλισμό και να τον κατατάξει στον ειδικά πρωσικό σοσιαλισμό του κυρίου Ντίρινγκ.@@@@@@@@@@@
ρά πολύ ότι δε θα φέρει πίσω τίποτε άλλο εκτός από την παλαιά γνωστή λεκάνη του κουρέα.@@@@@@@
Σημειώσεις:
1. Η εξήγηση των κρίσεων από την υποκατανάλωση προέρχεται από τον Σισμόντι (Sismondi), για τον οποίο είχε κάποιο νόημα ακόμα. Ο Ροντμπέρτους (Rodbertus) το πήρε από τον Σισμόντι και ο κύριος Ντίρινγκ το αντέγραψε από τον Ροντμπέρτους και το ισοπέδωσε με το συνηθισμένο τρόπο του.
2. Σαρλ Φουριέ, «Ο νέος βιομηχανικός και κοινωνιστικός κόσμος...», Κεφ ΙΙ, V και VI. Στο: Απαντα, τόμ. 6, Παρίσι, 1845, γαλλική έκδοση.
3. Ο Ενγκελς, κατά πάσα πιθανότητα, αναφέρεται εδώ στην ομιλία του Μπίσμαρκ στην Κάτω Βουλή του Πρωσικού Κοινοβουλίου στις 20 Μάρτη του 1852 (ο Μπίσμαρκ ήταν, από το 1849, βουλευτής της Κάτω Βουλής). Ο Μπίσμαρκ εξέφρασε το μίσος των Πρώσων γιούνκερς ενάντια στις μεγάλες πόλεις σαν κέντρα του επαναστατικού κινήματος και δήλωσε ότι δυσπιστούσε για τον πληθυσμό των μεγάλων πόλεων και ότι εκεί δε ζούσε ο πραγματικός πρωσικός λαός. «Ο τελευταίος, αν και εφόσον οι μεγάλες πόλεις θα ξεσηκωθούν ξανά, θα ξέρει να τις αναγκάσει να υπακούσουν, ακόμα κι αν χρειαζόταν να τις σβήσει από την επιφάνεια της γης».