19 Ιουλ 2012

Η δυνατότητα και η πραγματικότητα των οικονομικών κρίσεων «υπερπαραγωγής»


Η δυνατότητα και η πραγματικότητα των οικονομικών κρίσεων «υπερπαραγωγής»

Ο
 Κ. Μαρξ, στο έργο του «Το Κεφάλαιο», απέδειξε επιστημονικά ότι το προτσές ανταλλαγής των εμπορευμάτων κλείνει μέσα του αντιφατικές και αλληλοαποκλειόμενες σχέσεις. Η εξέλιξη του εμπορεύματος δεν αναιρεί αυτές τις αντιφάσεις. Δημιουργεί, όμως, τη μορφή, μέσα στην οποία μπορούν να κινούνται.




Η αφηρημένη δυνατότητα των κρίσεων βρίσκεται, ήδη, μέσα στα σπλάχνα της απλής εμπορευματικής οικονομίας και συνδέεται άμεσα με τις λειτουργίες του χρήματος σαν μέσου κυκλοφορίας και σαν μέσου πληρωμής.


Στην άμεση ανταλλαγή των εμπορευμάτων (Ε-Ε), η αγορά και η πώληση ταυτίζονται, συμπίπτουν σε τόπο και χρόνο. Κανένας δεν μπορεί να πουλήσει χωρίς να αγοράσει κάποιος άλλος. Δηλαδή, πουλάω για να αγοράσω. Με την ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής και με την εμφάνιση του χρήματος, τα πράγματα αλλάζουν. Κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να αγοράσει αμέσως, γιατί πούλησε ο ίδιος. «Η κυκλοφορία εμπορευμάτων - τονίζει ο Μαρξ - σπάει τους φραγμούς της άμεσης ανταλλαγής προϊόντων, ακριβώς, επειδή διασπά σε δύο αντίθετες πράξεις, σε πούληση και αγορά, την άμεση ταυτότητα που υπάρχει εδώ ανάμεσα στο δόσιμο του δικού του προϊόντος και στο πάρσιμο σε αντάλλαγμα του ξένου»1. Παρά το γεγονός ότι τα δύο αυτά προτσές, της πώλησης και της αγοράς (που έρχονται αντιμέτωπα σαν αυτοτελείς πράξεις), αποτελούν μια εσωτερική ενότητα, ωστόσο κινούνται μέσα σε εξωτερικές αντιθέσεις. Το όλο ζήτημα συνίσταται στο ότι το προτσές της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, που εκφράζεται στον τύπο: ε-χ-ε, δηλαδή ε (εμπόρευμα) - χ (χρήμα) - ε (εμπόρευμα), μπορεί να χωριστεί σε χρόνο και τόπο, έτσι που η πράξη της πώλησης (ε-χ) να μην ταυτιστεί, να μη συμπέσει με την πράξη αγοράς (χ-ε). Ομως, «αν συνεχιστεί πέρα από ένα ορισμένο σημείο η εξωτερική αυτοτελοποίηση των προτσές, που εσωτερικά δεν είναι αυτοτελή, επειδή συμπληρώνουν το ένα το άλλο, τότε η ενότητα επιβάλλεται βίαια - με μια κρίση»2.


Γι' αυτό και «η κρίση στην πρώτη της μορφή είναι η μεταμόρφωση του ίδιου του εμπορεύματος, ο χωρισμός της αγοράς από την πώληση»3.


Η
 δυνατότητα των οικονομικών κρίσεων συνδέεται και με τη λειτουργία του χρήματος σαν μέσου πληρωμής.




Ο κάθε κάτοχος εμπορεύματος δεν έχει καμιά εγγύηση ότι τη στιγμή που θα εκπνεύσει η προθεσμία για το χρέος του θα είναι σε θέση να πληρώσει. Στην περίπτωση μη πληρωμής σε ένα σημείο της αλυσίδας των ανταλλαγών, μια ολόκληρη ομάδα από κατόχους εμπορευμάτων, που συνδέονται μεταξύ τους με πιστωτικές σχέσεις, μπορεί να βρεθεί σε κατάσταση αδυναμίας να πληρώσει τα χρέη της. «Επειδή, όμως, το ίδιο το χρηματικό ποσό λειτουργεί εδώ για πολλές αμοιβαίες συναλλαγές και υποχρεώσεις, παρουσιάζεται εδώ αδυναμία πληρωμής, όχι μόνο σε ένα, αλλά σε πολλά σημεία και απ' όλα αυτά προκαλείται η κρίση». Με τη διακοπή των πληρωμών, μπορεί να επέλθει βαθιά διατάραξη στο προτσές της κυκλοφορίας και της παραγωγής.


Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η κρίση στην πρώτη της μορφή είναι η μεταμόρφωση του ίδιου του εμπορεύματος, δηλαδή ο χωρισμός της αγοράς από την πώληση. Αυτή η δυνάμει κρίση παραπέρα εμφανίζεται σε δύο διαφορετικές και χρονικά χωρισμένες στιγμές, σε δύο διαφορετικές λειτουργίες - σαν μέτρο των αξιών και σαν πραγματοποίηση της αξίας.


«Δεν μπορεί να υπάρξει κρίση, χωρίς να έχουν χωριστεί η μία από την άλλη και να έχουν έρθει σε αντίθεση η αγορά και η πώληση ή χωρίς να εκδηλωθούν οι αντιφάσεις που περιέχονται στο χρήμα σαν μέσο πληρωμής, χωρίς λοιπόν να προβάλλει, ταυτόχρονα, η κρίση στην απλή μορφή - στην αντίφαση αγοράς και πώλησης, στην αντίφαση του χρήματος σαν μέσου πληρωμής. Αυτές, όμως, είναι επίσης απλές μορφές - γενικές δυνατότητες των κρίσεων και γι' αυτό είναι μορφές αφηρημένες της πραγματικής κρίσης»4.


Επομένως, στις συνθήκες της απλής εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας, η οικονομική κρίση υπάρχει μόνο σαν δυνατότητα, είναι μόνο μια τυπική μορφή.


Η
 απλή εμπορευματική παραγωγή δεν είναι και δεν ταυτίζεται με την αναπτυγμένη καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή, γι' αυτό και δεν υπήρχε η αντίθεση μεταξύ του τρόπου παραγωγής και του τρόπου ιδιοποίησης, η οποία δημιουργεί τους όρους για τη μετατροπή της δυνατότητας της κρίσης σε πραγματικότητα. Η πραγματική κρίση μπορεί να προκύψει μόνον από την κίνηση της καπιταλιστικής παραγωγής, του ανταγωνισμού και της πίστης. Προκύπτει, όπως τονίζει ο Μαρξ, «από τους καθορισμούς μορφής του κεφαλαίου, που το χαρακτηρίζουν σαν κεφάλαιο και δεν περιλαμβάνονται στην απλή του ύπαρξη σαν εμπορεύματος και χρήματος»5.




Οπως γράφει ο Φρ. Ενγκελς, στις συνθήκες της απλής εμπορευματικής παραγωγής, «δεν μπορούσε να μπει καν το ερώτημα σε ποιον ανήκει το προϊόν της εργασίας. Τότε ο ατομικός παραγωγός κατασκεύαζε, κατά κανόνα, το προϊόν του από πρώτες ύλες που του ανήκαν ή που τις είχε παράγει ο ίδιος, το κατασκεύαζε με τα δικά του μέσα εργασίας και με τη δική του, την προσωπική εργασία ή με την εργασία της οικογένειάς του. Δεν υπήρχε, λοιπόν, καμιά ανάγκη να ιδιοποιηθεί κάτι που του ανήκε δικαιωματικά»6.


Τ
α πράγματα, όμως, είναι πολύ διαφορετικά στις συνθήκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Εδώ ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας βρίσκει την έκφρασή του στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, μέσα στα πλαίσια της κάθε μιας καπιταλιστικής επιχείρησης, όπου απασχολούνται πολλές χιλιάδες εργάτες, ο καθένας από τους οποίους εκπληρώνει μόνο μια μερική παραγωγική πράξη. Τα μέσα εργασίας αποτελούνται από σύγχρονες και υπερσύγχρονες μηχανές και άλλα μέσα παραγωγής. Οπως είναι λογικό, αυτά τα σύγχρονα και ισχυρά μέσα παραγωγής μπορούν να μπουν σε κίνηση μόνο με τη συνολική εργασία πολλών εργατών.




«Η αστική τάξη - τονίζει ο Ενγκελς - δε θα μπορούσε ποτέ να μεταβάλει εκείνα τα περιορισμένα, τα ατομικά μέσα παραγωγής, στις τεράστιες σημερινές παραγωγικές δυνάμεις, αν δεν τα μετέβαλε από ατομικά σε κοινωνικά μέσα παραγωγής, αν δεν τα αποσπούσε από την ατομική τους χρήση, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ένα σύνολο ανθρώπων. Και όπως τα μέσα παραγωγής, έτσι και η ίδια η παραγωγή, από μια σειρά ατομικές εργασίες που ήταν πριν, μετατράπηκε σε μια σειρά συλλογικών εργασιών και τα προϊόντα, από προϊόντα ατόμων, σε κοινωνικά προϊόντα... Κανένα άτομο δεν μπορεί τώρα να πει γι' αυτά τα προϊόντα: Αυτό το έφτιαξα εγώ, αυτό είναι δικό μου προϊόν»7.


Στον καπιταλισμό, τα μέσα παραγωγής έχουν κοινωνικό χαρακτήρα και, παρ' όλα αυτά, είναι ατομική ιδιοκτησία των κεφαλαιοκρατών. Γι' αυτό και τα προϊόντα της κοινωνικής παραγωγής δεν ανήκουν στους παραγωγούς τους, στους εργάτες, αλλά στους καπιταλιστές.


Η βασική αντίθεση της απλής εμπορευματικής παραγωγής μεταξύ της κοινωνικής εργασίας και της ατομικής εργασίας, στις συνθήκες της αναπτυγμένης καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής, αναπτύσσεται και μετεξελίσσεται σε βασική αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής καπιταλιστικής μορφής ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της. Στη βάση αυτή, η δυνατότητα των κρίσεων «υπερπαραγωγής», η οποία προϋπάρχει στη μορφή του εμπορεύματος και στην απλή εμπορευματική παραγωγή, γίνεται πραγματικότητα.
Η αιτία των κρίσεων


Η
δη, πάνω από 170 χρόνια, το καπιταλιστικό σύστημα συγκλονίζεται κατά καιρούς από τις οικονομικές κρίσεις.




Ο Κ. Μαρξ τόνιζε γι' αυτές και για την αστική αντίληψη σχετικά με αυτές ότι: «Δεν επρόκειτο πια για μεμονωμένα οικονομικά φαινόμενα... αλλά για τις μεγάλες θύελλες της παγκόσμιας αγοράς, στις οποίες ξεσπάει η αντίφαση όλων των στοιχείων του αστικού προτσές παραγωγής, η προέλευση και η απόκρουση των οποίων αναζητούνται μέσα στην πιο επιφανειακή και πιο αφηρημένη σφαίρα αυτού του προτσές, στη σφαίρα της χρηματικής κυκλοφορίας»8.


Η αιτία των οικονομικών κρίσεων είναι η βασική αντίθεση του καπιταλισμού ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική καπιταλιστική μορφή ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της. Η βασική αυτή αντίθεση εκδηλώνεται στις συγκεκριμένες αντιθέσεις του καπιταλιστικού προτσές αναπαραγωγής, η όξυνση των οποίων περιοδικά οδηγεί στις κρίσεις. Η λειτουργία των κρίσεων είναι η βίαιη λύση των εμφανιζόμενων αντιθέσεων στο προτσές αναπαραγωγής και η αποκατάσταση των παραβιασμένων αναλογιών. Η λύση, όμως, αυτή των αντιθέσεων έχει πάντα προσωρινό και μερικό χαρακτήρα. Γι' αυτό κάθε κυκλική κρίση, ταυτόχρονα, δημιουργεί τις συνθήκες για μια νέα όξυνση των αντιθέσεων και το ξέσπασμα μιας νέας κρίσης.


Σχετικά με το τι είναι οι οικονομικές κρίσεις, ο Κ. Μαρξ γράφει ότι: «Στις κρίσεις - ξεσπά μια κοινωνική επιδημία, που σε κάθε άλλη προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής»9. Ακόμη ότι: «Η κρίση (...) είναι ακριβώς η στιγμή της διατάραξης και της διακοπής του προτσές αναπαραγωγής»10 και «για να είναι μια κρίση (επομένως και η υπερπαραγωγή) γενική, φτάνει να αγκαλιάσει τα κύρια είδη του εμπορίου»11. Σύμφωνα με τον Β. Ι. Λένιν, οι κρίσεις είναι: «Υπερπαραγωγή, παραγωγή εμπορευμάτων, που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, δεν μπορούν να βρουν ζήτηση»12.


Οι οικονομικές κρίσεις από δυνατότητα γίνονται πραγματικότητα μόνο στις συνθήκες της αναπτυγμένης καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής. Η καθιέρωση της μεγάλης μηχανικής παραγωγής αποτέλεσε και την απαρχή των οικονομικών κρίσεων, που περιοδικά παραβιάζουν την ομαλή πορεία της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγικής διαδικασίας. Αρχίζοντας από το 1825, η οικονομία των καπιταλιστικών χωρών περιοδικά διακόπτεται από την καταστρεπτική επίδραση των οικονομικών κρίσεων, που επαναλαμβάνονται κάθε τόσο μέσα σε ορισμένα χρονικά διαστήματα.


Οι καπιταλιστικές οικονομικές κρίσεις εκδηλώνονται πρώτα απ' όλα με την υπερπαραγωγή εμπορευμάτων και την απότομη όξυνση των δυσκολιών ρευστοποίησής τους. Μέσα στις συνθήκες αυτές, οι επιχειρήσεις είτε κλείνουν, είτε περιορίζουν σημαντικά την παραγωγή τους, αυξάνεται η στρατιά των ανέργων, επιδεινώνεται απότομα το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, αποδιοργανώνεται το εμπόριο, παραβιάζονται οι χρηματικές και οι πιστωτικές σχέσεις, χρεοκοπούν οι βιομηχανικές - εμπορικές και τραπεζικές επιχειρήσεις.


Η υπερπαραγωγή εμπορευμάτων στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν μπορεί και δεν είναι απόλυτη, γιατί αυτό σημαίνει απλά περίσσευμα εμπορευμάτων, σε σύγκριση με την αγοραστική ικανότητα των λαϊκών μαζών.


1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 1, σελ. 126.


2. Στο ίδιο.


3. Κ. Μαρξ: «Θεωρίες για την υπεραξία», τ. IV, μέρος δεύτερο, σελ. 599.


4. Κ. Μαρξ: «Θεωρίες για την υπεραξία», τ. IV, μέρος δεύτερο, σελ. 599.


5. Στο ίδιο, σελ. 596-597.


6. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», εκδόσεις «Αναγνωστίδης», σελ. 398.


7. Στο ίδιο, σελ. 396-397.


8. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3, σελ. 687.


9. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 32.


10. Κ. Μαρξ: «Θεωρίες για την υπεραξία», μέρος 2ο, σελ. 586.


11. Στο ίδιο, σελ. 589.


12. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», «Χαρακτηρισμός του οικονομικού ρομαντισμού», τόμος 2, σελ. 170.


Του
Γιώργου ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗ

Για το «Κόμμα Νέου Τύπου» και το ρόλο της ΚΟΒ


Για το «Κόμμα Νέου Τύπου» και το ρόλο της ΚΟΒ



«Κύριο καθήκον, που απορρέει από το Πρόγραμμα του Κόμματος, τις αποφάσεις του 16ου Συνεδρίου και τις σημερινές ανάγκες, είναι η ολόπλευρη ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ισχυροποίηση του ΚΚΕ, αναπόσπαστα δεμένη με τη δράση για το χτίσιμο του ΑΑΔ Μετώπου, για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και τον ταξικό προσανατολισμό του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος...


Κύριο ζήτημα είναι η ΚΕ, οι Επιτροπές Περιοχών, οι ΝΕ, οι ΑΕ και τα στελέχη να συγκεντρώσουν την προσοχή τους, ώστε η ΚΟΒ, το κύτταρο του Κόμματος, όλα τα κομματικά μέλη να συμμετέχουν ενεργά στην εκπλήρωση των βασικών πολιτικών καθηκόντων του Κόμματος...


Στόχος είναι το Κόμμα συνολικά, μέχρι την ΚΟΒ, να είναι ικανό να παρακολουθεί τις εξελίξεις του καπιταλιστικού συστήματος διεθνώς και στη χώρα μας, ώστε να αποκαλύπτει, να συσπειρώνει, να προωθεί συμμαχίες, να αναπτύσσει την ταξική πάλη, ενισχύοντας την αντίθεση του λαού με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, για το ΑΑΔΜ και το σοσιαλισμό».


Σ
τις παραπάνω επισημάνσεις της Απόφασης του 16ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, τίθεται το ζήτημα της εξασφάλισης της ικανότητας του Κόμματος, έως την ΚΟΒ, να δρα ολοκληρωμένα, αποτελεσματικά, με βάση τη στρατηγική του ΚΚΕ. Και, ταυτόχρονα, να οικοδομείται το Κόμμα, έτσι που να αντεπεξέρχεται στους σκοπούς της πάλης του, στην αποστολή του. Ουσιαστικά, τίθεται η φροντίδα για το Κόμμα. Ο βαθμός και η ποιότητα οργάνωσης του ΚΚΕ έχει βεβαίως στενή σχέση με την επιρροή του στην εργατική τάξη, τα άλλα λαϊκά στρώματα, με το αποτέλεσμα της δράσης του για την οικοδόμηση του λαϊκού κοινωνικοπολιτικού μετώπου πάλης για τη λαϊκή εξουσία. Το τι Κόμμα χτίζουμε είναι θεμελιακό ζήτημα. Οι ίδιες οι συνθήκες του αγώνα απαιτούν γερές Κομματικές Οργανώσεις του ΚΚΕ παντού, με προτεραιότητα στην εργατική τάξη, στους χώρους δουλιάς, στους κλάδους, αλλά και στη συνοικία, στην ύπαιθρο, εκεί όπου ζει, σπουδάζει και εργάζεται η νεολαία. Και αυτό το ζήτημα πρέπει το ίδιο το Κόμμα να φροντίζει να το αντιμετωπίζει για τον εαυτό του - σαν το κρίσιμο ζήτημα που έχει οργανική σχέση με το χαρακτήρα του, το ρόλο και την αποστολή του.




Είναι ζήτημα, που εξασφαλίζεται με τη δράση του ΚΚΕ στην εργατική τάξη και τις άλλες λαϊκές δυνάμεις, στη νεολαία, για την εκπλήρωση των πολιτικών του καθηκόντων, που απορρέουν από το Πρόγραμμα του Κόμματος, τις αποφάσεις του 16ου Συνεδρίου του. Βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με τη λειτουργία και τη δράση του, αλλά έχει και τη σχετική του αυτοτέλεια, σαν ζήτημα που ποτέ δεν μπορούμε να πούμε ότι το κατακτήσαμε και δε χρειάζεται να ασχοληθούμε άλλο με αυτό.


Η απαίτηση να βρίσκεται μόνιμα στην προσοχή του ίδιου του Κόμματος έχει σχέση και με το γεγονός ότι, αν δεν εξασφαλίζεται αυτή η φροντίδα για το Κόμμα, «απειλείται» η ίδια του η ύπαρξη. Η πείρα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος έχει πολλά παραδείγματα, που οδηγούν σ' αυτό το συμπέρασμα, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα της αλλοίωσης του χαρακτήρα έως την άρνησή του από διάφορα Κομμουνιστικά Κόμματα, μετά τις ανατροπές των σοσιαλιστικών καθεστώτων, όπως και για τα ίδια τα κόμματα που ήταν στην εξουσία, σ' αυτές τις χώρες.


Τ
ο ζήτημα «τι κόμμα χτίζουμε» δεν είναι καινούριο, και θεωρητικά επίσης είναι λυμένο, αλλά δεν πρόκειται ποτέ να γίνει παλιό. Είναι πάντα, ακόμα και στην περίοδο που το Κόμμα θα βρίσκεται στην εξουσία και θα καθοδηγεί την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ζήτημα ζωτικής σημασίας για το ίδιο και την αποστολή του. Οσο και αν σε κάθε φάση ανάπτυξης της ταξικής πάλης μπορεί να μπαίνουν μπροστά στο Κόμμα τα πιο διαφορετικά καθήκοντα, η φροντίδα για το τι κόμμα χτίζουμε δε σταματά.




Η θεωρία για το «Κόμμα Νέου Τύπου», που θεμελίωσε ο Λένιν και επιβεβαιώθηκε με τη Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, αποτελεί παρακαταθήκη δημιουργικής, καθοδηγητικής δράσης για το χτίσιμο του Κόμματος καθημερινά μέσα στην εργατική τάξη, αλλά και στους συμμάχους της.


Ο Λένιν, στο άρθρο του «Επιτακτικά καθήκοντα του κινήματός μας», τοποθετούσε το ζήτημα ως εξής: «Το κύριο και βασικό καθήκον μας είναι να βοηθούμε την πολιτική ανάπτυξη και την πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης. Οποιος βάζει αυτό το καθήκον σε δεύτερη μοίρα και δεν υποτάσσει σε αυτό όλα τα μερικότερα καθήκοντα και τις διάφορες μορφές πάλης, ακολουθεί στραβό δρόμο και προξενεί σοβαρή ζημιά στο κίνημα... Το καθήκον αυτό το βάζουν σε δεύτερη μοίρα όσοι στενεύουν το περιεχόμενο και την ευρύτητα της πολιτικής προπαγάνδας, ζύμωσης και οργάνωσης, όσοι θεωρούν δυνατό και πρέπον να φιλεύουν τους εργάτες με "πολιτική" μόνο σε εξαιρετικές στιγμές της ζωής τους, μόνο σε επίσημες ευκαιρίες, όσοι με πολλή φροντίδα στη θέση της πολιτικής πάλης... βάζουν τις διεκδικήσεις για επιμέρους παραχωρήσεις... και δε φροντίζουν αρκετά, τις διεκδικήσεις αυτές, για ορισμένες παραχωρήσεις, να τις ανεβάζουν σε συστηματική και αποφασιστική πάλη του επαναστατικού εργατικού κινήματος ενάντια στην απολυταρχία.


"Οργανωθείτε!" επαναλαμβάνει στους εργάτες σε διάφορους τόνους η εφημερίδα "Ραμπότσαγια Μισλ", επαναλαμβάνουν όλοι οι οπαδοί της "οικονομιστικής" κατεύθυνσης. Και μετά, φυσικά, συμμεριζόμαστε απόλυτα αυτό το κάλεσμα, όμως θα προσθέσουμε οπωσδήποτε: Οργανωθείτε όχι μόνο σε συλλόγους αλληλοβοήθειας, απεργιακά ταμεία και εργατικούς ομίλους, μα οργανωθείτε επίσης και σε πολιτικό κόμμα, οργανωθείτε για την αποφασιστική πάλη ενάντια στην απολυταρχική κυβέρνηση και ενάντια σε όλη την καπιταλιστική κοινωνία. Χωρίς μια τέτοια οργάνωση, το προλεταριάτο δεν είναι ικανό να υψωθεί ως τη συνειδητή ταξική πάλη... δε θα κατορθώσει ποτέ να εκπληρώσει το μεγάλο ιστορικό καθήκον... να ελευθερώσει τον εαυτό του και όλο το ρώσικο λαό από την πολιτική και οικονομική του σκλαβιά».


Σ
ε αυτό το έργο του ο Λένιν, από τις αρχές του αιώνα, επισημαίνει το «τι κόμμα χρειάζεται η εργατική τάξη», ότι «το ίδιο το Κόμμα πρέπει να φροντίζει για το χαρακτήρα του, το ρόλο του», αλλά και την αναγκαιότητα ύπαρξής του, για την εκπλήρωση της ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, το ανοιχτό κάλεσμα του Κόμματος στους εργάτες να οργανωθούν, το καθήκον του Κόμματος να φροντίζει για την ανύψωση της πολιτικής τους συνείδησης και της οργάνωσής τους στο δικό τους πολιτικό κόμμα, ξεχωρίζει σαν ένα ιδιαίτερα επιτακτικό καθήκον.




Είναι ζήτημα καθημερινής καθοδηγητικής δουλιάς στις ΚΟΒ, ζήτημα συνειδητοποίησης απ' όλους τους κομμουνιστές της αναγκαιότητας για την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος. Στις καθημερινές μικρές και μεγάλες πολιτικές μάχες, πρέπει να απασχολεί ένα ερώτημα: «Μέχρι πού και πώς φτάνει η πολιτική του Κόμματός μας; Εξασφαλίζεται σήμερα η οργανωμένη πλατιά ζύμωση και προπαγάνδα της πολιτικής του στην εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα, ώστε να οργανώνονται, να αναπτύσσεται η ταξική πάλη;».


Η απάντηση σ' αυτά τα ερωτήματα συνδέεται με την ικανότητα των κομμουνιστών να δρουν, έτσι ώστε να απεγκλωβίζονται η εργατική τάξη, πρωτοπόρα τμήματα των σύμμαχων λαϊκών στρωμάτων από την πολιτική του κεφαλαίου. Να μπαίνουν στην πάλη για διεκδικήσεις, που να καλύπτουν όλες τις σύγχρονες ανάγκες, της εργατικής, της λαϊκής οικογένειας. Να ανυψώνεται η συνείδησή τους έως την αναγκαιότητα της πολιτικής πάλης για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, ως έναρξη και προϋπόθεση της αντικατάστασης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής με την κοινωνική ιδιοκτησία. Γιατί έτσι θα αντιστοιχεί η κοινωνική εργασία με τις σχέσεις παραγωγής. Θα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις και συνθήκες, με τη δουλιά ολόκληρης της κοινωνίας να ευημερεί ο λαός.


Και βασικός κρίκος, ώστε να εξασφαλίζονται στην πράξη όλ' αυτά τα καθήκοντα, αποτελεί η Κομματική Οργάνωση Βάσης. Αλλωστε, στο Καταστατικό του ΚΚΕ αναφέρεται ότι: «Η ΚΟΒ είναι το θεμέλιο του Κόμματος, είναι το κόμμα στο χώρο δράσης της».


Γ
ια να κατανοηθεί ο ρόλος, η σημασία της ΚΟΒ, όπως απορρέει από το Καταστατικό του Κόμματος, πρέπει να κατανοηθεί ο χαρακτήρας του «Κόμματος Νέου Τύπου», ως επαναστατικής οργανωμένης πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, και ο ρόλος του σε σχέση με το στρατηγικό σκοπό της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης, τη σοσιαλιστική επανάσταση, για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.




Τόσο η σοσιαλιστική επανάσταση, όσο και η οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας είναι έργο των λαϊκών δυνάμεων με ηγέτιδα κοινωνική δύναμη την εργατική τάξη.


Ο ρόλος του «Κόμματος Νέου Τύπου» και ο χαρακτήρας του ως επαναστατικού υποκειμένου (γιατί τέτοιο κόμμα και όχι διαφορετικό) απορρέει από το ρόλο της εργατικής τάξης ως ηγέτιδας κοινωνικής δύναμης στην κίνηση της κοινωνίας προς τα μπρος. Χωρίς κόμμα με τις συγκεκριμένες αρχές, με το συγκεκριμένο χαρακτήρα, η εργατική τάξη δεν μπορεί να συγκροτηθεί και να δράσει ως επαναστατικό υποκείμενο. Μόνο με επικεφαλής ένα τέτοιο κόμμα, μπορεί να εκπληρώσει την ιστορική της αποστολή.


Ως ηγέτης μαζών, το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να συνδέεται οργανικά και άμεσα με την εργατική τάξη, τις άλλες λαϊκές δυνάμεις, ώστε να τις καθοδηγεί στην ταξική πάλη, στις κάθε φορά συνθήκες, προς την κατεύθυνση πάντα του στρατηγικού σκοπού. Η ΚΟΒ, ακριβώς, πραγματοποιεί τη σύνδεση με την εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεζόμενα στρώματα, μέσω της ιδεολογικο-πολιτικής και οργανωτικής δράσης.


Συνεχίζεται

ΚΕΡΚΥΡΑ-Οι ανταγωνισμοι των εφοπλιστων πλητουν τα συμφεροντα των νησιων

Οι ανταγωνισμοι των εφοπλιστων πλητουν τα συμφεροντα των νησιων
Οι ελευθεριες της ΕΕ





Φουντώνει ο «πόλεμος» στη γραμμή της Αδριατικής προς την Ελλάδα, μετά τα δημοσιεύματα που φέρουν την ιταλική εταιρία Grimaldi να επιτίθεται κατά ελληνικών ακτοπλοϊκών εταιριών με κινδυνολογίες με αποτέλεσμα να υφίσταται πλήγμα ο τουρισμός! Η ελληνική κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο ακόμα δεν έχουν αντιδράσει, την ώρα που επιστολή διαμαρτυρίας έχει στείλει ο Έλληνας πρόξενος στο Μπρίντιζι, στην εταιρία και τις Ιταλικές αρχές..
Ας σημειωθεί ότι η εν λόγω Ιταλική εταιρία δραστηριοποιείται σε γραμμές που συνδέουν το Μπρίντιζι, την Ανκόνα και τη Βενετία με την Κέρκυρα, την Ηγουμενίτσα και την Πάτρα ενώ εδώ και μερικά χρόνια έχει αγοράσει την πλειονότητα των μετοχών της Minoan. 


«Μην ταξιδεύετε με ελληνικές εταιρίες»!!!


Σύμφωνα με δημοσίευμα της ιστοσελίδας News247.gr, στελέχη της ιταλικής εταιρείας που δραστηριοποιείται στη γραμμή της Αδριατικής, καλούσαν με δηλώσεις τους στα ιταλικά ΜΜΕ τους τουρίστες να μην εμπιστεύονται τις ελληνικές ακτοπλοϊκές εταιρείες, καθώς υπάρχει κίνδυνος να... μην βρουν το πλοίο στο λιμάνι":


.


Απάντηση και από τον Έλληνα πρόξενο


Στην εταιρεία όμως έχει απαντήσει και ο Έλληνας πρόξενος στο Πρίντεζι, Στέλιο Καμπανάλε. Σε επιστολή του, προς τον Πρόεδρο της Αρχής Λιμένα του Πρίντεζι, αλλά και τον Guido Grimaldi, ο κ. Καμπανάλε αναφέρει: «Η είδηση της νέας γραμμής σύνδεσης μεταξύ της Απουλίας και της Ελλάδας αξίζει θερμά συγχαρητήρια και ειλικρινή εκτίμηση για την πρωτοβουλία της εταιρείας σας και την ευχή να έχει μακρά και επικερδή πορεία.
Θα πρέπει ωστόσο, να στιγματιστεί το ύφος και το περιεχόμενο των δηλώσεων της 17ης Μαΐου του 2012 στις εφημερίδες "Corriere del Mezzogiorno και "Nuovo Quotidiano di Puglia", που καταλογίζουν στις ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες και στους Έλληνες πλοιοκτήτες αναξιοπιστία και έλλειψη σοβαρότητας.
Δηλώσεις όπως: "...ο Όμιλος Grimaldi διάλεξε να ολοκληρώσει τη γραμμή μεταφοράς ενόψει και της θερινής περιόδου η ο οποία λόγω των οικονομικών προβλημάτων πολλών Ελλήνων εφοπλιστών, θέτει  σε κίνδυνο τις διακοπές (....) θέλουμε να εξασφαλίσουμε σίγουρες διακοπές στις ιταλικές οικογένειες (....) οι ανεύθυνοι εφοπλιστές επιλέγουν ένα λιμάνι για μερικούς μήνες συσσωρεύουν χρέη και έπειτα διαφεύγουν αλλού (....) οι διερχόμενοι τουρίστες μπορούν να είναι βέβαιοι ότι θα βρίσκουν καθημερινά ένα από τα πλοία μας στο λιμάνι με προορισμό την Ελλάδα (....) Αυτό που συμβαίνει- συνεχίζει ο κ. Grimaldi- δείχνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ασταθή κατάσταση όχι μόνο πολιτικά αλλά και οικονομικά (....) οι Έλληνες πλοιοκτήτες ζουν στιγμές ιδιαίτερης δυσκολίας. Αυτή η κατάσταση έχει αντίκτυπο στους ταξιδιώτες οι οποίοι φοβούνται μήπως κλείσουν θέση και δεν βρουν το πλοίο στο λιμάνι" έχουν επιβλαβή επίδραση σε εκείνους που προσπαθούν να προγραμματίσουν τις διακοπές τους στο ελληνικό έδαφος το οποίο, όπως είμαι βέβαιος γνωρίζετε, αποτελείται από εκατοντάδες νησιά, που η πρόσβαση τους γίνεται μέσω γραμμών θαλάσσιας μεταφοράς και μια επιβεβαίωση αναξιοπιστίας τους θα μπορούσε να τις θέσει σε κίνδυνο.
Σίγουρα δεν αγνοείτε το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα πλοία με προορισμό την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των επιβατών, δεν θα περάσουν τις διακοπές τους στην Ηγουμενίτσα ή την Πάτρα, αλλά θα συνεχίσουν προς άλλες τοποθεσίες κυρίως στα νησιά.
Το γεγονός ότι παρά την οικονομική κρίση το ελληνικό ναυτικό και οι Έλληνες πλοιοκτήτες εξακολουθούν να κατέχουν ηγετικές θέσεις στον τομέα της διεθνούς ναυτιλίας, είναι επαρκής εγγύηση για την διασφάλιση της πρόσβασης στους προορισμούς των διακοπών με ηρεμία.
Με την ευχή ότι οι προσπάθειες όλων εκείνων που, για διάφορους λόγους ενδιαφέρονται για το συμφέρον της ελληνικής οικονομίας - και ενεργούν για το σκοπό αυτό- δεν θα ζημιωθούν από επιφανειακές και αυτοσχέδιες δηλώσεις, σας χαιρετώ".


Συκοφαντίες


Σύμφωνα με δημοσίευμα της ιστοσελίδας News247.gr, στελέχη της ιταλικής εταιρείας καλούσαν τους τουρίστες να μην εμπιστεύονται τις ελληνικές εταιρείες: "Εμείς θέλουμε να εξασφαλίσουμε σίγουρες διακοπές στις ιταλικές οικογένειες. Οι Έλληνες πλοιοκτήτες ζουν στιγμές ιδιαίτερης δυσκολίας. Αυτή η κατάσταση έχει αντίκτυπο στους ταξιδιώτες, οι οποίοι φοβούνται μήπως κλείσουν θέση και δεν βρουν πλοίο στο λιμάνι" ανέφεραν χαρακτηριστικά στελέχη της εταιρίας.
Σύμφωνα με το News247, τα τέλη Μαΐου, ο συγκεκριμένος όμιλος προχώρησε σε αποδρομολόγηση πλοίου που εξυπηρετούσε τη γραμμή Βενετία-Ελλάδα. Για το συγκεκριμένο δρομολόγιο είχαν γίνει περίπου 100.000 κρατήσεις, ωστόσο μόνο 40.000 με 50.000 επιβάτες μπόρεσαν τελικά να εξυπηρετηθούν.
Εκπρόσωποι των ελληνικών ακτοπλοϊκών εταιρειών, σημειώνουν ότι τα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, θα συνεχιστούν και τονίζουν ότι πρέπει να υπάρξει απάντηση από την Ελλάδα ώστε να προστατευθεί ο ελληνικός τουρισμός.


Μεγάλη πτώση της κίνησης επιβατών και φορτηγών


Εν τω μεταξύ, σύμφωνα δημοσίευμα της ηλεκτρονικής έκδοσης της εφημερίδας «Ναυτεμπορική», τα πρόσφατα στοιχεία που αφορούν στο πεντάμηνο του 2012, δείχνουν ότι η μείωση που καταγράφεται στην επιβατική και μεταφορική κίνηση στις τέσσερις γραμμές Ελλάδας - Ιταλίας από Πάτρα - Ηγουμενίτσα για Μπρίντιζι, Μπάρι-Ανκόνα και Βενετία και το αντίστροφο, κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα.
Ειδικότερα, στα φορτηγά φθάνει στο πεντάμηνο στο 17%, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι στη γραμμή του Μπρίντιζι η μείωση είναι 60%. Στο Μπάρι, σημειώνεται μία αύξηση κατά 17,00%, ενώ στη γραμμή της Ανκόνα η μείωση είναι 22% και της Βενετίας 16%.
Συνολικά, γύρω στα 30.000 φορτηγά λιγότερα διέσχισαν την Αδριατική το διάστημα Ιανουαρίου-Μαΐου 2012 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Στους επιβάτες, η μείωση είναι στα επίπεδα του 30%, με τη μεγαλύτερη να καταγράφει η γραμμή του Μπρίντιζι (50%), πολύ υψηλά είναι τα ποσοστά και στη γραμμή της Ανκόνα (38%) και της Βενετίας (33%), ενώ το Μπάρι καταγράφει ανεπαίσθητη άνοδο 0,5%. Ανάλογη η εικόνα και στα Ι.Χ., όπου η μείωση της μεταφορικής κίνησης και στις τέσσερις γραμμές φθάνει το 30%, με τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση να καταγράφει η γραμμή της Ανκόνα 37% και να ακολουθεί το Μπρίντιζι με 36% και η Βενετία 31%, ενώ ανοδικά κινείται η γραμμή του Μπάρι (2,3%).
Στη γραμμή του Μπρίντιζι, ο όμιλος Grimaldi άρχισε να δραστηριοποιείται με ένα πλοίο από τον Απρίλιο, το «Sorrento», ενώ από τις αρχές Ιουλίου έβαλε και δεύτερο, το «Florencia», το οποίο θα «διπλώσει» με το ήδη δρομολογημένο.
Οπως ανέφερε ο όμιλος, με την ενίσχυση της γραμμής με δεύτερο πλοίο επιτυγχάνεται η καθημερινή σύνδεση της Ελλάδας με τη Νότια Ιταλία, ενώ κατά την καλοκαιρινή περίοδο θα πραγματοποιούνται και δύο προσεγγίσεις την εβδομάδα στη Κέρκυρα.
Τα συμπερασματα δικα σας


Τι σημαίνει πόλεμος πατέρα;


Τι σημαίνει πόλεμος πατέρα;


Γρηγοριάδης Κώστας 



Θυμάσαι όταν ήμουν μαθητής στο Δημοτικό Σχολείο, ο δάσκαλος στο μάθημα της Ιστορίας μάς είχε μιλήσει για το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις συνέπειές του. Ο λόγος του δασκάλου, όμως, ήταν ανούσιος - στερεότυπος - στεγνός και σύντομος. Ο δάσκαλος, παρά τις καλές του προθέσεις, με τη σύντομη αναφορά του, δεν έδωσε τη δυνατότητα σε εμάς τους μικρούς του μαθητές να καταλάβουμε: Ποια τα αίτια - ποιο το μέγεθος, ποια τα δεινά του πολέμου. Ισως φοβόταν τον επιθεωρητή, ίσως δεν ήθελε να ξεφύγει από τα αυστηρά πλαίσια του τότε αναλυτικού προγράμματος, ίσως φοβόταν, και, βέβαια, στη δεκαετία του 1950 τα πράγματα ήταν δύσκολα για έναν δάσκαλο να πει κάποιες αλήθειες, πολύ πιο δύσκολα από σήμερα.




Εγώ ήμουν, όμως, παιδί με πνευματικές ανησυχίες και είχα πάντα απορίες, έτσι όταν το μεσημέρι γύρισα στο σπίτι ρώτησα τον πατέρα μου: «Τι είναι πόλεμος, πατέρα;». Ο πατέρας, κουρασμένος απ' τη δουλιά, γύρευε να φάει μια μπουκιά, να ξαποστάσει λίγο και να συνεχίσει τη 2η απογευματινή βάρδια μέχρι το βράδυ στο μικρό το μαραγκούδικο. Ομως, δε μου χάλαγε το χατίρι, πάντα μου έλυνε τις απορίες και έδινε απαντήσεις στα ερωτήματά μου.


- «Το βράδυ σαν τελειώσω απ' τη δουλιά, θα σου εξηγήσω, παιδί μου, τι είναι πόλεμος».


Και ήρθε το βράδυ και όταν τελειώσαμε το βραδινό φαγητό μας και η μάνα μάζεψε τα πιάτα, ο πατέρας μού μίλησε για τον πόλεμο, τον πόλεμο, όπως τον εξήγησε η γενιά του, η γενιά του 1920. Εκείνο το βράδυ, αλλά και άλλα βράδια, μου μίλησε για το ΟΧΙ του ελληνικού λαού το '40 - το έπος της Αλβανίας, την Εθνική Αντίσταση, το ΕΑΜ - τον ΕΛΑΣ - την ΕΠΟΝ, τα βάσανα του λαού μας από το Δεκέμβρη του '44 και μετά, το μεγάλο πατριωτικό πόλεμο της Σοβιετικής Ενωσης ενάντια στο φασισμό, τα 20.000.000 νεκρούς της ΕΣΣΔ, το πιο ακριβό τίμημα για να συντριβεί ο ναζισμός κι ο φασισμός. Με τα πιο απλά λόγια, ο φτωχός ξυλουργός πατέρας μου περιέγραφε τον πόλεμο και τα δεινά του κι απ' τα λόγια ενός απλού εργάτη και όχι απ' τον δάσκαλο έμαθα τι σημαίνει πόλεμος. Ο πατέρας όμως, πολύ διαβασμένος και με πολλές ιστορικές γνώσεις για την περίοδο του Μεσοπολέμου - το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο - την ηρωική Εθνική Αντίσταση - και τον Εμφύλιο πόλεμο, μου αγόρασε βιβλία, είδαμε μαζί κινηματογραφικές ταινίες της εποχής του '60, αντιπολεμικές ταινίες - «αριστουργήματα» από την ΕΣΣΔ. Θυμάμαι την ταινία του Καλατόζοφ: «Οταν περνούν οι γερανοί», του Τσουχράι: «Η μπαλάντα ενός στρατιώτη», του Μπονταρτσούκ: «Η μοίρα ενός ανθρώπου» και άλλες αντιπολεμικές ταινίες.


Μέσα από τα λόγια του πατέρα, τα βιβλία, τις ταινίες, είδα τις βομβαρδισμένες πόλεις, τα καμένα χωριά, τα κατεστραμμένα νοσοκομεία - σχολεία - εργοστάσια, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών ναζί, γνώρισα τη φρίκη του πολέμου. Σαν μεγάλωσα, συνέχισα την έρευνα και το διάβασμα και τότε κατάλαβα την αξία της ειρήνης, συνειδητοποίησα τη σπουδαιότητα του αγώνα ενάντια στο φασισμό και έκανα κομμάτι της ζωής μου τα πανανθρώπινα ιδανικά της αγάπης προς τον άνθρωπο. Εκανα μέρος της ζωής μου τον αγώνα για την ειρήνη, τον αγώνα ενάντια στον πόλεμο.


Ο πατέρας τότε ήταν νέος και παρά την κούραση και τα βάσανα της ζωής έστεκε όρθιος και βάδιζε μπροστά μαζί με τους άλλους λαϊκούς ανώνυμους αγωνιστές της χώρας. Εσμιγε το βήμα του με το βήμα των άλλων ανθρώπων, στον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο, για το ψωμί και το δίκιο του εργάτη, μαζί και εγώ. Σ' ένα πράγμα, όμως, έπεσε έξω, στη διαβεβαίωση που μου έδωσε:


- «Παιδί μου, όσο υπάρχει η μεγάλη χώρα των Σοβιέτ και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, οι ιμπεριαλιστές δε θα τολμήσουν καταστροφικούς πολέμους. Η Σοβιετική Ενωση είναι δυνατή, είναι το αντίπαλο δέος στα πολεμοχαρή σχέδιά τους, δε θα τολμήσουν».


Κι όμως, ο πατέρας έπεσε έξω στη διαβεβαίωση που μου 'δωσε τότε, ότι η ανθρωπότητα δε θα ξαναζούσε πολέμους και ότι οι άνθρωποι θα ζούσαν καλύτερα. Ηρθαν οι ανατροπές του '89, '91. Ηρθε η τραγωδία του 20ού αιώνα μετά από τη μεγαλύτερη προδοσία του αιώνα, ήρθε το πάνω - κάτω και ήρθαν ξανά οι πόλεμοι - η φρίκη - η καταστροφή σε πολλά μέρη του πλανήτη.


Επεσε το Μεγάλο Κάστρο του Σοσιαλισμού από τους έξω εχθρούς και τους «εφιάλτες», που δούλευαν υποχθόνια από τα μέσα. Ο πατέρας πικράθηκε πολύ από την τραγική διάψευση των προσδοκιών και ελπίδων για ένα ανέφελο και ειρηνικό μέλλον, δεν το 'βαλε όμως κάτω, εξακολουθεί να είναι όρθιος, παρά τη μεγάλη ηλικία και τα σοβαρά προβλήματα υγείας, εξακολουθεί να ελπίζει στον άνθρωπο και στο καλύτερο μέλλον που θα 'ρθει!


Ορθοστατώντας και ορθοβαδίζοντας, ξέρω ότι όσο μπορώ - όσο αναπνέω - όσο ζω έχω χρέος να αγωνίζομαι, ενώνοντας το βήμα μου με το βήμα των εκατομμυρίων αγωνιστών της ειρήνης και της προόδου.


Ο σπόρος που έπεσε δε θα πάει χαμένος, θα πάρουμε νέα φυτά, νέους καρπούς, νέους σπόρους. Οι νεότερες γενιές θα σπείρουν τους νέους σπόρους και θα θρέψουν οι νεότερες γενιές την ΕΙΡΗΝΗ και το μέλλον που δεν μπορεί παρά να είναι Κόκκινο (!).


Αντώνης ΒΛΑΣΤΑΡΗΣ

Το όνειρο


Το όνειρο


Γρηγοριάδης Κώστας



Οταν έσφαξαν οι χίτες όλους τους δικούς της, το Γενάρη του 1946, ψηλά στο Μοναστήρι του Τσίγκου, στα βουνά της Μάνης, η Τουλίτσα ήταν μικρό κοριτσάκι, τριάμισι χρόνων. Το σημάδευε κι αυτό ο χίτης με το μπιστόλι, αλλά δεν του βάσταξε η ψυχή να τραβήξει τη σκαντάλη. Το άφησαν εκεί ζωντανό, να βολοδέρνει ανάμεσα στα πτώματα, δυο μερόνυχτα. Το βρήκαν ύστερα κάτι δικοί τους, να κοιμάται δίπλα στη σκοτωμένη μάνα του. Το μάζεψαν και το έδωσαν ψυχοκόρη σε μια γνωστή τους γυναίκα, άκληρη, στην Αθήνα, και έτσι γλίτωσε. Ξαναγύρισε αργότερα (όταν σου λέω αργότερα, ύστερα από σαράντα, σαράντα πέντε χρόνια), ανέβηκε εκεί στο Μοναστήρι και έβαλε εργάτες με εκσκαφέα, μηχάνημα μεγάλο, να σκάψουν εκεί γύρω στον τόπο του μαρτυρίου, μήπως βρει κάτι απ' τους δικούς της. Εσκαψε παντού το μηχάνημα, ώσπου βρήκε βράχο σκληρό, το «φυσικό έδαφος», μα δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε ένα κοκαλάκι δε βρέθηκε από εφτά ανθρώπους...




Ερημιά και αγριότητα... Και τρόμος απερίγραπτος εκείνα τα φοβερά χρόνια. Δεν ξαναπάτησε άνθρωπος εκεί απάνω. Και τους νεκρούς που τους είχαν πρόχειρα σκεπασμένους με λίγο χώμα, τους έβγαλαν τ' αγρίμια και τα κοράκια. Και τους έφεραν... Και σκόρπισαν τα κόκαλά τους γύρω στα βράχια και στις νεροσυρμές. Και τα νερά, με τις βροχές και με τα χιόνια, πήραν ύστερα τα κόκαλα στις ρεματιές και στα φαράγγια, και δεν έμεινε τίποτα...


Εβαλε τότε η Τουλίτσα μαστόρους και έχτισαν εκεί στον τόπο της σφαγής ένα μεγάλο μνήμα, κενοτάφιο, και μια ψηλή πέτρινη κολόνα, τετράγωνη, σαν πύργο μανιάτικο. Και στη μια πλευρά του τοίχου, μια πλάκα μαρμάρινη, ένας μακρύς κατάλογος με τα ονόματα όλων των σκοτωμένων Πετρουλαίων, για να θυμίζει την αγριότητα και τη μισαλλοδοξία εκείνου του φοβερού και απάνθρωπου μεταβαρκιζιανού κράτους των δοσιλόγων και των προδοτών.


Κι όταν στήθηκε το μνημείο, μαζεύτηκαν, εκεί στο Μοναστήρι του Τσίγκου, συγγενείς και φίλοι των Πετρουλαίων απ' όλη τη Μάνη, αλλά και αγωνιστές και αγωνίστριες της Εθνικής Αντίστασης απ' όλη την Ελλάδα, και έκαναν τα αποκαλυπτήρια. Μίλησαν οι αγωνιστές για τη σφαγή των Πετρουλαίων και απότισαν, όλοι μαζί, φόρο τιμής στη μνήμη των αδικοχαμένων.


--------------------------


Οταν μεγάλωσε η Τουλίτσα και έγινε δεκαπέντε χρόνων, πήγε να επισκεφτεί τον αδελφό της, τον Αντώνη, στη φυλακή της Κέρκυρας. Ο Αντώνης, ο μεγαλύτερος γιος των Πετρουλαίων, ήταν στη φυλακή απ' το 1945. Αμέσως μετά τη Βάρκιζα, οι νεκραναστημένοι, χάρη στις λόγχες των Εγγλέζων, δοσίλογοι και ταγματασφαλίτες που ξαναβρέθηκαν στην εξουσία, έπιαναν και δίκαζαν ομαδικά τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, για εγκλήματα φανταστικά, και τους ντουφέκιζαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα ή τους έκλειναν στις φυλακές.


Ο Αντώνης πήρε μαζί του, στο επισκεπτήριο, και τον Γιάννη, «συγκάτοικο» στο κελί της φυλακής και φίλο του αδερφικό. Χοντρά και κρύα εκείνα τα κάγκελα του επισκεπτηρίου, τυλιγμένα γύρω γύρω και από τις δυο μεριές με συρματόπλεγμα πυκνό, έτσι που να μην μπορείς ούτε το δαχτυλάκι του επισκέπτη σου να ακουμπήσεις με το δικό σου.


Πήγε η Τουλίτσα και κόλλησε το προσωπάκι της στο συρματόπλεγμα, να ιδεί τον αδερφό της, και να γνωρίσει και το φίλο του, τον Γιάννη. Κι αφού δεν μπορούσε αλλιώς να τους πλησιάσει, φιλούσε τα δαχτυλάκια κι από τα δυο της χέρια, κι ύστερα τα ακουμπούσε απάνω στο συρματόπλεγμα, για να φτάσουν τα φιλιά της σ' εκείνους. Γυρίσαν πίσω στα κελιά τους, με έναν κόμπο δεμένον στο λαιμό και στην καρδιά...


Την άλλη μέρα, ο Γιάννης βρήκε ένα κομματάκι χαρτί, και πήρε κι έγραψε κάτι στιχάκια, ένα ποιηματάκι για την Τουλίτσα.


Το σκοτεινό μπουντρούμι μας εχτές μια ηλιαχτίδα


το φώτισε και σκόρπισε των ντουβαριών τον ίσκιο.


Ηταν, που το κατώφλι μας πέρασε φτερουγώντας


σαν απριλιάτικη πεταλουδίτσα


η Τουλίτσα.


Στα σίδερα σταμάτησε, τα δυο της τα χεράκια


άνοιξε σαν περιστεριού φτερούγα και τις άκριες


των δαχτυλιών της απαλά στα χείλη ακουμπώντας


μας φίλησε από μακριά η Τούλα


η αδελφούλα...


Το έδωσε το ποιηματάκι στον Αντώνη, και της το έστειλε. Κι από τη μέρα εκείνη, του επισκεπτηρίου, την έβλεπε κάθε βράδυ στον ύπνο του. Πότε με την τσάντα της στο χέρι, να τρέχει βιαστική στο σχολείο, για να προλάβει το μάθημα, και πότε σ' ένα μπαλκονάκι με παλιά παραδοσιακά κάγκελα, να ανεβαίνει τα σκαλάκια του σπιτιού της.


Και μια νύχτα, βρέθηκε στον κάμπο το θεσσαλικό, δίπλα στο ποταμάκι του χωριού του. Πλημμύρα ο κάμπος του από πρασινάδες και ευωδιές... Παράδεισος χρωματιστός με κεντήματα φανταστικά, με μανουσάκια και παπαρούνες κατακόκκινες, να σε ξετρελαίνουν με τη μοσχοβολιά τους... Ενα άλογο, κάτασπρο και σπαθάτο σαν το χέλι, βοσκούσε ξέγνοιαστο εκεί στο λιβάδι, μέσα στην απεραντοσύνη του κάμπου. Ζύγωσε κοντά του και στάθηκε να το χαζεύει, μαγεμένος απ' την ομορφιά του. Εκείνο σήκωσε λίγο το κεφάλι του και ...«έλα!», του λέει, κοιτάζοντάς τον στα μάτια, σαν άνθρωπος. «Ανέβα! Να τρέξουμε. Να χαρούμε τον κάμπο μας. Και να γιορτάσουμε τη λευτεριά σου...». Κι εκείνος, πανάλαφρος, σα να περπατούσε στο φεγγάρι, μ' ένα πηδηματάκι βρέθηκε στη ράχη του. Το άλογο ξεκίνησε μ' ένα χαριτωμένο, αέρινο «τροκ», λες και δεν πατούσε καθόλου στη γη. Ετρεχαν ανάλαφρα, σα να πετούσαν πάνω από το καταπράσινο λιβάδι, δίπλα σ' ένα ποταμάκι με μοσχοϊτιές, αραδιασμένες κι απ' τις δυο του όχθες.


Και τότε, ήρθε... Του φάνηκε σαν οπτασία, εκεί στην όχθη του ποταμιού, μέσα σ' ένα ολόλευκο φόρεμα, μακρύ μέχρι τα νύχια.


«...Η Τουλίτσα!...», κόντεψε να φωνάξει απ' τη χαρά του, που την είδε να στέκεται εκεί δίπλα στις μοσχοϊτιές και να του απλώνει τα χέρια... Ετσι, καθώς το άλογο έτρεχε δίπλα της, άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό της. Εκείνη σηκώθηκε στον αέρα, ανάλαφρη σαν το πούπουλο, και κάθισε πίσω του, στα καπούλια του αλόγου. Το άσπρο φόρεμά της παιχνίδιζε απαλά στο ελαφρό αεράκι, και τα μαλλιά της ανέμιζαν με χάρη, λουσμένα μέσα σ' ένα παράξενο φως, αλλιώτικο...


Γύριζε κάθε λίγο πίσω το κεφάλι του να βλέπει τα μάτια της, που έλαμπαν κι εκείνα παράξενα, μες σ' εκείνο το αλλιώτικο φως.


Ολα γύρω τους ήταν φωτεινά... «Φως το χέρι, φως το πόδι, κι όλα γύρω σου είναι φως...», ανέβαιναν αυθόρμητα στη γλώσσα του οι στίχοι του ποιητή. «Αυτό θα είναι Λευτεριά...», έλεγε από μέσα του, καθώς πετούσαν ευτυχισμένοι. «...Ισως αυτό να είναι ο έρωτας...».


Η καρδιά του χοροπηδούσε παράξενα στο στήθος. Πρώτη φορά... Ενιωθε ένα μυστικό ποτάμι χαράς και ευδαιμονίας, να χτυπάει κύματα κύματα μέσα στις φλέβες του, να ξεχειλίζει και να πλημμυρίζει τα πάντα. Του φαινόταν πως άκουγε κάπου, μακριά, μια καμπάνα με ήχο σαν από κρύσταλλο, να χτυπάει χαρμόσυνα, σα να προμηνούσε κάποια Ανάσταση...


Καθώς γύρισε πάλι το κεφάλι του να ιδεί το πρόσωπό της, που του χαμογελούσε, ξαναμμένο από το ρίπισμα του αέρα, είδε πιο πίσω μια μαύρη σκιά να τους πλησιάζει τρέχοντας.


«Ο δεσμοφύλακας!...». Τον γνώρισε αμέσως, απ' το βαρύ και άσχημο σουλούπι του. Κρατούσε στο πλάι με το ένα χέρι τη θήκη με το πιστόλι του, για να μην τον εμποδίζει στο τρέξιμο, και με το άλλο χειρονομούσε απειλητικά.


«Αλτ, ααλτ!...», ούρλιαξε ύστερα, κατακόκκινος απ' το θυμό του, βγάζοντας και προτείνοντας καταπάνω τους το όπλο του.


«Πού πας εσύ;!», βρυχήθηκε, στυλώνοντας τα πόδια του μπροστά στο άλογο, που χαμήλωσε και στάθηκε ακίνητο απάνω στη χλόη.


«Κατέβα κάτω! Αμέσως!».


Τον κοίταξε στα μάτια καλόβουλα, προσπαθώντας να καλμάρει το θυμό του.


«Μα ...όνειρο είναι. Τι φοβάστε...». Προσπάθησε ευγενικά να του χαμογελάσει. Τα φρύδια του έσμιξαν μοχθηρά και ακούμπησαν το ένα με τ' άλλο. Και τα μάτια του, κάρβουνα αναμμένα, δυο απαίσιες σχισματιές εκεί στο κατακόκκινο πρόσωπό του, σαν μαχαίρια τον κάρφωσαν, γεμάτα μίσος. «Σκασμός», ξαναβρυχήθηκε, χτυπώντας δυνατά τη μια αρβύλα του στη γη. «Απαγορεύονται τα όνειρα! Τσακίσου, γύρνα πίσω!».


Η λύπη του ήταν απερίγραπτη.


«Και ...το κορίτσι;...», είπε με έναν τόνο ικεσίας στη φωνή του. «Να πάρω, τουλάχιστον, και το κορίτσι μαζί μου...».


«Οχι!», γρύλισε κοφτά. «Απαγορεύονται οι γυναίκες στη φυλακή». Εσπρωξε απότομα από πάνω του την κουβέρτα και πετάχτηκε, ανακαθίζοντας στο στρώμα του. Ενας κόμπος τού έπνιγε το στήθος και τον εμπόδιζε να αναπνεύσει. Εσυρε το χέρι του στο λαιμό και μέχρι μέσα, στο στήθος του, που ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα.


«Απαγορεύεται!». Ακόμα και τα όνειρα...


Ηθελε πολύ εκείνη την ώρα να κλάψει. Να φωνάξει μέσα στη νύχτα την πίκρα και το παράπονό του, γι' αυτό το άδικο και παράλογο «απαγορεύεται».


Εμεινε ώρα πολλή εκεί απάνω στα στρωσίδια του, με το κεφάλι σκυμμένο, με τα χέρια του αγκαλιαστά γύρω απ' τα γόνατα, να ακούει έξω τον αέρα, που βαγγανούσε και σφύριζε πάνω απ' τη μάντρα της φυλακής και πέρα, στα ψηλά κυπαρίσσια του λόφου.


Οι φρουροί, απάνω στη σκοπιά, άλλαξαν βάρδια. Η φωνή του αντικαταστάτη που ανέλαβε υπηρεσία, ακούστηκε, όπως κάθε βράδυ, κρύα και διαπεραστική.


«Φύλακες, γρηγορείτεεε!...».


Ηταν η ώρα δώδεκα. Μεσάνυχτα, στη φυλακή της Κέρκυρας. Και έπεφτε γύρω του μια πάχνη, ένα ψιχάλισμα λυπητερό, σα να έκλαιγαν σιωπηλά, ψηλά στον ουρανό, χιλιάδες αστέρια...


(Από το βιβλίο «Στους Δρόμους του Αγώνα»)

Η ΘΟΔΩΡΑ


Η ΘΟΔΩΡΑ

Στη μνήμη των Σωτήρη Πέτρουλα και Σωτηρίας Βασιλακοπούλου


Γρηγοριάδης Κώστας



Εκείνη την Τρίτη ήταν που έγινε το κακό.




Ετσι, καθώς δούλευε ο Βαγγέλης στο γιαπί, βρέθηκε ξαφνικά στο κενό... κι έπεφτε κι έπεφτε με γρηγοράδα. Ενας τρομερός γδούπος ακούστηκε κι ύστερα απλώθηκε μια νεκρική ησυχία.


Ο Βαγγέλης, ο οικοδόμος, κείτουνταν τώρα ακίνητος στο πεζοδρόμιο. Στην οικοδομή από κείνη τη στιγμή σταμάτησε το πηγαινέλα, των οικοδόμων, όλα γίνανε μπετόν, πήξανε όλα στο γιαπί και γίνανε ακίνητα, βουβά και παγερά σαν το τσιμέντο.


- Κι εσείς στη δουλιά σας τώρα, μουγκάνισε ο εργολάβος, καθώς το ασθενοφόρο είχε πάρει τον Βαγγέλη να τον μεταφέρει στο νεκροτομείο. Το κακό μαντάτο έτυχε στο φίλο του Γεράσιμο να το μεταφέρει στη γυναίκα του, τη Θοδώρα. Στο άκουσμά του, ταμπλάς της ήρθε κι άφησε την τρομαγμένη ματιά της να πνιγεί στο κλάμα. Καταπώς ήταν ορφανεμένη από μικρή, ύστερα από το χαμό των γονιών της στον Εμφύλιο, που σκοτώθηκαν από τα μοναρχοφασιστικά βόλια, ο Βαγγέλης ήταν το μόνο στήριγμά της.


Γειτονόπουλα στο χωριό, είχαν αγαπηθεί κι όταν παντρεύτηκαν ήρθαν στην Αθήνα να δουλέψουν, για τη ζήση τους, και κάνανε και μια κορούλα. Με το μεροκάματο του Βαγγέλη, τα βολεύανε και χαίρονταν τη ζωή κι ας φτωχοπερνούσαν. Τώρα, κατάμονη με την κορούλα της, βασάνιζε το μυαλό της, με τη σκέψη τι θα έκανε όταν τελείωναν οι λίγες οικονομίες που είχε στο Ταμιευτήριο. Ενα μεσημέρι, η Θοδώρα βγήκε στην αυλή να φωνάξει την κόρη της Αννούλα, που ήταν στην κάμαρη της Σούζι, της γειτόνισσάς της. Ηταν η πρώτη φορά που ανταμώνανε και πιάσανε κουβέντα. Η Θοδώρα, στην απελπισιά της, άνοιξε την καρδιά της στη Σούζι, της ιστόρησε την κακοτυχία της και της εμπιστεύτηκε πως πρέπει να δουλέψει για το μεροκάματο. Αν θέλεις δουλιά, της είπε η Σούζι, μπορώ να πω στο αφεντικό στο μαγαζί που δουλεύω να σε πάρει στη θέση της κοπέλας που έφυγε γιατί παντρεύτηκε. Κάπως αυθόρμητα, η Θοδώρα είπε το ναι κι έτσι κανόνισαν να πάει στο μαγαζί να τη συστήσει στο αφεντικό, τον κύριο Μίμη. Την άλλη μέρα κιόλας, η Θοδώρα, το σούρουπο, ντύθηκε, παρακάλεσε την κυρά - Λένη, που έμενε στο πλαϊνό δωμάτιο, να κρατήσει την κορούλα της και πήρε το δρόμο για την Πλάκα όπου βρισκόταν το μαγαζί.


Ξεβγήκε από το Μεταξουργείο, ανηφόρισε κατά την Ομόνοια κι έφτασε στη Σταδίου. Εκεί βρέθηκε ανάμεσα σε ανθρώπινες ομάδες με υψωμένα πανό, που προχωρούσαν προς το Σύνταγμα, φωνάζοντας διάφορα συνθήματα. Κάποια διαδήλωση, απ' τις συνηθισμένες, θα είναι, σκέφτηκε και αποτραβήχτηκε ριζά στο πεζοδρόμιο. Προχωρούσε με κόπο, καθώς μπλεκόταν με τους διαδηλωτές, που κρατούσαν ψηλά κόκκινες σημαίες και φώναζαν συνθήματα ενάντια στο παλάτι και τους Αμερικάνους. Οι μαγαζάτορες κατέβαζαν βιαστικά τα ρολά κι άλλοι σμίγαν με τους διαδηλωτές κι άλλοι ξεμάκραιναν.


Θα είχε φτάσει κοντά στο δρόμο Χρ. Λαδά, όταν ακούστηκαν απανωτές ντουφεκιές και μονοστιγμής ανταριασμένες κραυγές: Δολοφόνησαν τον Σωτήρη... οι μοναρχοφασίστες σκότωσαν τον Πέτρουλα, τον Σωτήρη μας. Ενας φόβος την κυρίεψε κι άρχισε να τρέχει ξοπίσω από μια ομάδα διαδηλωτών. Οι αστυφύλακες είχαν ριχτεί με λύσσα καταπάνω τους, τους χτυπούσαν με τα γκλομπς και μερικούς τους σέρνανε κατά τη μεριά που ήταν στημένες οι αστυνομικές κλούβες.


Η Θοδώρα δίχως να το καταλάβει βρέθηκε μαζί με άλλες γυναίκες κουρνιασμένη σ' ένα κρατητήριο.


- Τι ήταν αυτό που έπαθα, ψέλλισε, γιατί με κλείσανε σ' αυτό το μπουντρούμι; Η κοπέλα που ήταν δίπλα της τη ρώτησε γιατί έκλαιγε. Εκείνη αναγύρισε το βλέμμα της, της παραπονέθηκε γιατί την πιάσανε δίχως να φταίει. Η κοπέλα τής εξήγησε πως οι μπάτσοι πιάνουν στο σωρό και δε ρωτάνε. Και σας που σας πιάσανε, τι κακό κάνατε; Εμείς κάναμε μια ειρηνική πορεία διαμαρτυρίας, γιατί το παλάτι έριξε τη νόμιμη κυβέρνηση κι έβαλε τη δικιά του, καταπώς θέλανε οι Αμερικάνοι. Μα, εγώ δεν ήμουν στη διαδήλωση, είπε γιομάτη απορία, γιατί με πιάσανε;


Απ' ό,τι κατάλαβα είσαι άσχετη, της απάντησε η κοπέλα... το όνομά μου είναι Μαρίτσα και δουλεύω σε μια φάμπρικα, εσένα πώς σε λένε; Εμένα με λένε Θοδώρα κι ως είχε ξεθαρρέψει της ιστόρησε πώς βρέθηκε ανάμεσα στους διαδηλωτές. Η Μαρίτσα κατάλαβε την παγίδα που της είχε στήσει η Σούζι κι άρχισε να της εξηγεί πώς γίνεται η δουλιά σ' αυτά τα μπαρ και πως αν ήθελε μια τίμια δουλιά θα τη βοηθούσε να βρει. Στο μεταξύ, μπήκε στο κρατητήριο ένας αστυφύλακας μ' ένα χαρτί στο χέρι κι άρχισε να φωνάζει ονόματα και πρόσθεσε: Οσες ακούσανε το όνομά τους είναι λεύτερες να φύγουν. Η Θοδώρα που άκουσε το όνομά της καταχάρηκε, σηκώθηκε όρθια, αγκαλιάστηκε με τη Μαρίτσα και κανόνισαν όταν θα έβγαινε κι εκείνη ν' ανταμώσουν.


Η Θοδώρα γύρισε στο σπίτι της κοντά τα μεσάνυχτα, βρήκε την κυρά - Λένη αναστατωμένη και τη μικρή να κλαίει.


Εξήγησε στην κυρά - Λένη τι έγινε, πήρε την Αννούλα και πήγε στην κάμαρά της. Την άλλη μέρα, η Σούζι αγουροξυπνημένη, με ένα τσιγάρο στο χέρι, φώναξε την Θοδώρα και τη ρώτησε γιατί δεν πήγε στο μαγαζί. Εκείνη της ζήτησε συγνώμη, της διηγήθηκε τι έγινε και της είπε πως το ξανασκέφτηκε και θα κοιτάξει να βρει κάπου αλλού δουλιά. Δε θα είχε περάσει βδομάδα από κείνα τα θλιβερά γεγονότα, όταν ένα δειλινό έφτασε η Μαρίτσα στο σπίτι της και της έφερε τα ευχάριστα νέα, πως από την ερχόμενη Δευτέρα μπορεί να πάει στο υφαντουργείο να πιάσει δουλιά. Οι δυο φιλενάδες είπανε διάφορα γύρω από τα βάσανα της ζωής και στερνά η Μαρίτσα έφυγε. Οι μέρες γλιστρούσαν γρήγορα η μια πίσω απ' την άλλη, περνούσαν οι βδομάδες, οι μήνες κι έφτασε η Θοδώρα να έχει κλείσει χρόνο στη φάμπρικα. Ηταν τώρα και κείνη ένα απλό εργαλείο, με κόκαλα και σάρκες σαν όλες τις άλλες, που κι αυτή δεν είχε χορτάσει το ψωμί και τον ύπνο.


Κάποια μέρα, στο μεσημεριανό διάλειμμα, η Μαρίτσα της έδωσε ένα χαρτί και της είπε να το διαβάσει στο σπίτι της. Η Θοδώρα όμως, γιομάτη περιέργεια, χώθηκε στην τουαλέτα και το διάβασε. Τα μαύρα σημαδάκια που ήσαν τυπωμένα στο χαρτί μιλούσαν στην ψυχή της και τα είχε αποστηθίσει. Οταν σχόλασαν, πλησίασε τη Μαρίτσα και της είπε πως το διάβασε το χαρτί και θέλει κι αυτή να πάρει μέρος στην απεργία.


Την άλλη μέρα το πρωί, που έφτασε η Θοδώρα στη φάμπρικα είδε τις εργάτριες μαζωμένες στον αυλόγυρο να γυροφέρνουν ανήσυχες. Η απεργία είχε ξεκινήσει. Η Θοδώρα, στο άκουσμα πως έγινε ένα ατύχημα γιατί δεν είχαν πάρει μέτρα ασφαλείας, πήρε φωτιά, αγρίεψε το πρόσωπό της, καθώς έφερε στο νου της το θάνατο του άντρα της, κι ευθύς βγήκε μπροστά στις μαζωμένες εργάτριες και με στεντόρεια φωνή είπε πως δεν πρέπει να κιοτέψουν από τις φωνές του διευθυντή και ν' αγωνιστούν για τα δίκια τους.


Οι άλλες εργάτριες ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και δίναν υποσχέσεις πως δε θα κάνει πίσω καμιά, και καλούσαν τον διευθυντή να κατέβει στην αυλή να ακούσει τα αιτήματά τους. Οι μπράβοι κι η αρχιεπιστάτρια, με φωνές κι απειλές, προσπαθούσαν να τις παρασύρουν να γυρίσουν στη δουλιά.


Η Θοδώρα και οι άλλες κοπέλες της Επιτροπής με ένα μάτσο προκηρύξεις στα χέρια τρέχανε και τις μοίραζαν, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τα χτυπήματα των αστυνομικών. Κείνη τη στιγμή, ξαφνικά, πετάχτηκε η λιμουζίνα του διευθυντή από το γκαράζ, κι ως κινήθηκε προς τα Γραφεία της Διεύθυνσης έπεσε πάνω στην Θοδώρα. Ενας δυνατός γδούπος ακούστηκε κι η άτυχη εργάτρια βρέθηκε κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου με τσακισμένο το κρανίο.


Οι εργάτριες τρέξαν ανάστατες κοντά στη χτυπημένη για να τη βοηθήσουν, μα εκείνη είχε πια τελέψει, είχε περάσει στην αιωνιότητα. Το θέαμα ήταν τραγικό. Τα δάκρυα άρχισαν να κατεβαίνουν καυτά κι οι εργάτριες ήταν έτοιμες να ριχτούν στον οδηγό, μα πρόλαβαν οι αστυφύλακες και τις απωθήσανε.


Η Μαρίτσα, όταν αντίκρισε τη Θοδώρα μέσα στα αίματα, ένιωσε την ψυχή της να γιομίζει θλίψη, άρχισε να τρέμει από το θυμό της και ξέσπασε σε κατάρες ενάντια στους δολοφόνους.


Αυτήν τη στυγνή δολοφονία, οι εφημερίδες την άλλη μέρα την πέρασαν στα «ψιλά» σαν τροχαίο ατύχημα. Ομως, οι εργάτριες στη σκέψη τους και στη συνείδησή τους την είχαν χαραγμένη με το αληθινό της όνομα «προμελετημένη δολοφονία».


«Και μ' αυτό το όνομα θα μείνει καταγραμμένη στην ιστορία του εργατικού κινήματος, για να θυμίζει τη θυσία της Θοδώρας δίπλα στις θυσίες όλων των λαϊκών αγωνιστριών και αγωνιστών, σαν μια ιερή προσφορά για τα μεγάλα ιδανικά του λαού». Μ' αυτά τα λόγια, έκλεισε η Μαρίτσα τον επικήδειο που έβγαλε λίγο πριν παραχώσουν τη Θοδώρα.

Ο κυρ Αλέκος



Ο κυρ Αλέκος


Γρηγοριάδης Κώστας



Εκεί, σ' εκείνο το γυμνό και άνυδρο ξερονήσι της Γιούρας, εμάς τα «ανήλικα», νεαρούς ΕΠΟΝίτες, παιδιά αγωνιστών, ανταρτόπουλα του Δημοκρατικού Στρατού, που αιχμαλωτίστηκαν από τις δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού, μας είχαν μαντρωμένους χωριστά, σε ένα αγκαθερό συρματόπλεγμα, που το ονόμασαν «κλωβός ανηλίκων». Περνούσαμε κι εμείς, μαζί με τους μεγάλους φυλακισμένους αγωνιστές, τον δικό μας Γολγοθά, των βασανιστηρίων και των στερήσεων, νηστικοί και διψασμένοι, με τις καθημερινές εξοντωτικές «αγγαρείες» και με τα ρόπαλα των δεσμοφυλάκων να χτυπούν αλύπητα και αδιάκριτα τα βασανισμένα κορμιά μας.




Αν θέλεις να πάρεις μια ιδέα για το ήθος, για την ποιότητα και το επίπεδο ανθρωπιάς αυτών των «ανθρωποφυλάκων», που είχαν αναλάβει την «τήρηση της τάξεως», μέσα στο στρατόπεδο, θα σου πω ένα περιστατικό πολύ χαρακτηριστικό. Σε μια από εκείνες τις μεγάλες μαύρες σκηνές, που μας είχαν δώσει για τη «στέγασή» μας, είχαμε στήσει το κουρείο μας. Είχαμε ανάμεσά μας συντρόφους, που, έξω, ασκούσαν το επάγγελμα του κουρέα. Ζητήσαμε, λοιπόν, από τη Διεύθυνση και μας έφεραν μερικά εργαλεία (ψαλίδια, ξυράφια, μηχανές), για να μας κουρεύουν και να μας ξυρίζουν οι δικοί μας. Τα εργαλεία αυτά, φυσικά, τα έφερνε το πρωί ένας φύλακας, που στεκόταν και άγρυπνος φρουρός εκεί στην «είσοδο», στο άνοιγμα της σκηνής, όση ώρα λειτουργούσε το κουρείο. Και όταν τελείωνε η δουλιά, τα μάζευε πάλι, τα μετρούσε με προσοχή (προπαντός τα ξυράφια), να μη λείπει κανένα, και τα κλείδωνε στο αρχιφυλακείο, για ασφάλεια.


Μαζί με τους άλλους συντρόφους που ανέλαβαν να μας κουρεύουν και να μας ξυρίζουν, είχαμε και τον κυρ Αλέκο. Ηταν ένα χρυσό ανθρωπάκι, οικογενειάρχης, ηλικιωμένος, θα ήταν πενήντα χρονών, ίσως και παραπάνω. Μια ψυχούλα αθώα και ευγενική, που σε σκλάβωνε και μόνο με το χαμόγελό του, που δεν του έλειπε ποτέ απ' τα χείλη. Μίλαγε πάντα στον πληθυντικό, σε όποιον κι αν απευθυνόταν. Ακόμα και σ' εμάς τα ανήλικα, μιλούσε με τη μεγαλύτερη ευγένεια και λεπτότητα. «Πώς είστε, κύριε Βασιλάκη; Καλά, αγόρι μου;... Πάντα καλά... Ορίστε!.. Ελάτε να σας κόψουμε λίγο τα μαλλάκια σας, να σας ομορφύνουμε... Που είστε, βέβαια, ωραίος, δεν το συζητάμε, αλλά να σας ομορφύνουμε εννοώ ακόμα πιο πολύ...».


Εκείνα τα χρόνια, 1948-1949, με το άγριο εκείνο πογκρόμ των συλλήψεων και των εκτελέσεων, που γέμισαν τα νησιά και τις φυλακές με αγωνιστές κατάδικους και εξόριστους, έργο που είχαν αναλάβει, κυρίως, και προωθούσαν με ιδιαίτερο ζήλο μερικοί στρατοκράτες, διοικητές μεγάλων μονάδων, για να εκκαθαρίζουν το έδαφος και να διευκολύνονται πιο πολύ στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους κατά του Δημοκρατικού Στρατού, συνέλαβαν και καταδίκασαν και τον κυρ Αλέκο. Για εκείνες τις μαζικές συλλήψεις και καταδίκες, ακόμα και ανθρώπων που είχαν, απλώς, μια συμπάθεια προς το ΕΑΜ και το Δημοκρατικό Στρατό, θα σου διαβάσω ένα απόκομμα από την εφημερίδα μας, το «Ριζοσπάστη», από μια σειρά άρθρα που δημοσίευσε, ως αφιέρωμα στα 50 χρόνια από την ίδρυσή του ΔΣΕ: «Δίπλα σ' αυτά τα μέτρα, προστέθηκαν και οι αδίστακτες μαζικές συλλήψεις πληθυσμού, που θεωρούνταν ύποπτος ότι συμπαθούσε ή βοηθούσε τις δυνάμεις του ΔΣΕ. Η σκληρότητα αυτών των μέτρων απεικονίζεται ανάγλυφα στις διαταγές που εξέδωσε ο στρατηγός Πετζόπουλος προς τις μονάδες στρατού που διοικούσε. Συγκεκριμένα, σε διαταγή του στις 18-12-1948 ανέφερε: "Προβείτε προκαταρκτικάς ενεργείας, ώστε την 27-12-48 συλληφθώσι ταυτοχρόνως εκ των αστικών κέντρων απάσης υμών περιοχής εν συνεννοήσει μετά των κατά τόπους στρατιωτικών αρχών, άπαντες ιδιώται κομμουνισταί, ανεξαρτήτως εάν θεωρούνται ύποπτοι ή ου και ανεξαρτήτως επαγγέλματος. Ουδεμίαν εξαίρεσιν θα ανεχθώ". Και στις 28-12-1948, ο νέος αυτός Ιμπραήμ της Πελοποννήσου τηλεγραφούσε στην Καλαμάτα και την Πάτρα: «Σύνολον συλληφθέντων εντός πόλεως ΚΑΛΑΜΩΝ απαράδεκτον. Φαίνεται δε με αντελήφθητε. Επαναλαμβάνω, ουδείς κομμουνιστής δέον μείνει ελεύθερος ΚΑΛΑΜΑΣ, ένθα σοβαροτέρα κομμουνιστική εστία ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ. Δέον αντιληφθείτε ότι αστικά κέντρα δέον εκκαθαρισθώσι απολύτως από κομμουνιστικόν μίασμα. Διά κομμουνιστάς διαμένοντας αστικά κέντρα, ουδείς οίκτος. Συλλήψεις συνεχισθώσι".


Στο ερώτημα ποιοι ήταν αυτοί που συλλαμβάνονταν, δεν είναι δύσκολο να δοθεί η απάντηση. Οι αρχές, κάτω από τέτοιου είδους διαταγές, δεν πολυσκοτίζονταν για το ποιους θα έβαζαν στο χέρι. Προχωρούσαν αδιακρίτως σε συλλήψεις, αρκεί να είχαν υπόνοιες ότι ο υποψήφιος προς σύλληψη δεν τους έμοιαζε και τόσο εθνικόφρονας».


Συνέλαβαν, λοιπόν, και τον κυρ Αλέκο, την ψυχούλα την άδολη, και τον οδήγησαν σιδεροδέσμιο μπροστά τους κυρίους στρατοδίκες, τους άγρυπνους φρουρούς της «καθεστηκυίας τάξεως», να απολογηθεί για... τα εγκλήματά του.


Προσπάθησε στην αρχή να τους καλοπιάσει.


«Καλημέρα σας, κύριε πρόεδρε... Πώς είστε; Εχετε παιδάκια; Να σας ζήσουν...», ευχήθηκε, προσπαθώντας να χαμογελάσει στον πρόεδρο του έκτακτου στρατοδικείου, που τον κάρφωνε βλοσυρός και ανέκφραστος πάνω απ' την έδρα του.


«Αστα αυτά! Δε μας ενδιαφέρουν οι ευχές σου. Εδώ κατηγορείσαι ως ύποπτος διά συμπάθειαν προς τους κομμουνιστοσυμμορίτας του Μάρκου. Τι απολογείσαι; Αποκηρύσσεις τον κομμουνισμόν, το Κάπα Κάπα και τας παραφυάδας του, και να σε αφήσουμε να πας στο σπιτάκι σου, ή θα πας κι εσύ μαζί με τους άλλους τους αμετανόητους κομμουνιστάς; Λέγε! Αποκηρύσσεις, ναι ή όχι;».


Κατάλαβε ο κυρ Αλέκος πως ήταν μάταιη κάθε προσπάθεια ν' απολογηθεί, να αποδείξει την αθωότητά του. Και αυτός, ο κουρέας, ο «πολυλογάς», απάντησε ξερά, με δυο τρεις μονάχα λέξεις: «Προτιμώ όχι, κύριε πρόεδρε. Προτιμώ να πάω μαζί με τους άλλους, τους κομμουνιστές. Ας είστε καλά...».


Εκεί, λοιπόν, στο κουρείο που σου έλεγα, μπροστά στην είσοδο της σκηνής, ο κυρ Αλέκος είχε φέρει λίγο χώμα, το στήριξε γύρω γύρω με πετρούλες, έκανε ένα μικρό στενόμακρο παρτεράκι, και μέσα έσπειρε λίγα σποράκια βασιλικό που του είχαν στείλει οι δικοί του μέσα σε γράμμα, λίγες φακές που πήρε απ' τα μαγειρεία, έτσι για να πρασινίσει, να ομορφύνει λίγο η «είσοδος» του κουρείου μας. Νεράκι για τον ακριβό «ανθόκηπό» μας φέρναμε με τη σειρά και λίγο λίγο, ο καθένας με το κυπελλάκι του, απ' το υστέρημά μας.


Μια μέρα, φρουρός εκεί στην είσοδο της σκηνής ήταν ένας απ' αυτούς τους «φύλακες», Ζεϊμπέκας ονόματι. Ενα ανθρωπόμορφο κτήνος, άξεστος και αστοιχείωτος, που άλλη δουλιά δεν ήξερε απ' το να δέρνει τους φυλακισμένους που κουβαλούσαν στον ώμο τις πέτρες, να φτιάξουμε, λέει, το δρόμο για... τη Σύρο. Είχε αποκτήσει τη φήμη και το όνομα ενός από τους πιο βάναυσους και τους πιο σκληρούς βασανιστές του στρατοπέδου.


Σκυλοβαρέθηκε εκείνη τη μέρα να κάθεται «άπραγος» ώρες ολόκληρες σε μια μεγάλη πέτρα, εκεί στο έμπα της σκηνής, και έπιασε να... σκαλίζει το παρτέρι μας. Εμπηχνε όρθια, δίπλα στη ρίζα του βασιλικού, ένα μακρύ ραβδί που κρατούσε στα χέρια του, κι ύστερα το γύριζε στο πλάι, γυρίζοντας ανάποδα μία μία και τις φουντίτσες του βασιλικού, με τις ρίζες τους στον αέρα.


Ημουν ακριβώς μπροστά του, στην είσοδο της σκηνής, περιμένοντας τη σειρά μου να μπω στο κουρείο.


«Τι κάνετε εκεί;..», τόλμησα να του παρατηρήσω, προσπαθώντας να κρύψω την αγανάκτησή μου.


«Σκαλίζω το περιβόλι...», χασκογέλασε, δείχνοντας τα σάπια δόντια του. «Γιατί ρωτάς; Δε σ' αρέσει;..», είπε και σηκώθηκε όρθιος, με το ξύλο στο χέρι. «Τι να μ' αρέσει... Αυτό είναι βανδαλισμός...», είπα. Με παρέσυρε η οργή και ανέβασα λίγο τον τόνο της φωνής μου.


Χωρίς να πει λέξη, σηκώνει το ξύλο και το κατεβάζει με δύναμη στα ποδάρια μου, ακριβώς πίσω απ' τα γόνατα.


«Να!», είπε ύστερα, και χασκογέλασε πάλι ηλίθια. «Να σε βανδαλίσω λίγο και σένα άμα θέλεις».


Οι σύντροφοί μου που στέκονταν μαζί μου στην ουρά, μ' έπιασαν απ' τις μασχάλες και με σήκωσαν, για να μπορέσω να σταθώ πάλι στα πόδια μου. Με τη φασαρία, βγήκε έξω απ' τη σκηνή και ο κυρ Αλέκος, με το ψαλίδι και την τσατσάρα στα χέρια του. Μόλις είδε τα βασιλικά του και όλο το παρτεράκι μας αναποδογυρισμένο, δεν μπόρεσε να κρατήσει την ψυχραιμία του.


«Δεν ντρέπεσαι λιγάκι;» (πρώτη φορά τον άκουσα να μιλάει στον ενικό). «Δεν έχεις απάνω σου μια στάλα φιλότιμο; Παλιάνθρ...». Δεν πρόφτασε να τελειώσει τη λέξη. Το ραβδί του Ζεϊμπέκα σηκώθηκε και κατέβηκε σαν αστραπή. Επεσε μ' έναν υπόκωφο γδούπο στο κεφάλι του κυρ Αλέκου και τον ξάπλωσε στο χώμα. Ενα «αχ» παραπονιάρικο ακούστηκε μονάχα και η αθώα ψυχούλα σωριάστηκε μεμιάς κάτω στην άμμο, σαν το πουλάκι που το πέτυχαν ξαφνικά τα σκάγια από την ντουφεκιά του κυνηγού. Τον πήραν τα αίματα, απ' το μελίγγι και το αυτί μέχρι κάτω στο στήθος. Το πουκάμισό του βάφτηκε κατακόκκινο.


Τον πήραν τα παιδιά στα χέρια και τον πήγαν τρέχοντας σε μια σκηνή, που τη χρησιμοποιούσαμε για «αναρρωτήριο», καλώντας τους δικούς μας γιατρούς να του προσφέρουν κάποια βοήθεια.


Βάλαμε όλοι τις φωνές, μαζεύτηκαν κι άλλοι φύλακες της «εσωτερικής φρουράς» του στρατοπέδου, με επικεφαλής έναν υπαρχιφύλακα. Με κλοτσιές και με τα ρόπαλα, μας σκόρπισαν και μας έκλεισαν όλους μέσα στις σκηνές μας. Μάζεψαν όλα τα εργαλεία απ' το κουρείο, και το έκλεισαν, «μέχρι νεωτέρας διαταγής».


Το χτύπημα στο κεφάλι του κυρ Αλέκου ήταν πολύ βαρύ. Οι γιατροί μας απαίτησαν επίμονα από το γιατρό της φυλακής και πέτυχαν τη μεταφορά του στο νοσοκομείο της Σύρου. Τον πήραν με ένα καϊκάκι ψαράδικο, που μας έφερνε απ' τη Σύρο το ψωμί και τα άλλα τρόφιμα και από τότε δεν τον ξαναείδαμε τον κυρ Αλέκο, τον κουρέα μας.

Οι δυο κυρατζήδες - αγωγιάτες


Οι δυο κυρατζήδες - αγωγιάτες


Γρηγοριάδης Κώστας



Προτού ανακαλύψουν οι άνθρωποι τα μηχανοκίνητα μέσα μεταφοράς (φορτηγά αυτοκίνητα, νταλίκες κ.ά.) οι μεταφορές διαφόρων εμπορευμάτων από πόλη σε πόλη και χωριά, από χώρες σε χώρες, π.χ., Ελλάδα- Τουρκία-Βουλγαρία-Σερβία-Αυστρία-Οδησσός- Κωστάντζα και άλλες πιο μακρινές ακόμη, γίνονταν με διάφορα ζώα σαμαριάρικα. Στη χώρα μας και στις παραπάνω που ανέφερα γίνονταν κατά προτίμηση με μουλάρια τα οποία είχαν μεγάλη αντοχή για μακρινά ταξίδια.




Ηταν ολιγοφάγα και οικονομικότερα από τα άλογα. Φυσικά οι μεταφορές με ζώα γίνονταν εκεί που δε βόλευαν τα πλοία, τα τρένα και τα κάρα, τα οποία ήταν ελάχιστα και δεν προσφέρονταν για τις δύσβατες περιοχές και τα μονοπάτια που συντόμευαν κατά πολύ τις αποστάσεις. Οι άνθρωποι που έκαμαν αυτή τη δουλιά λέγονταν κυρατζήδες-αγωγιάτες και οι μεταφορές λέγονταν κυρατζηλίκια-αγώγια. Ηταν ένα μεγάλο (και πρέπει να ήταν όπως έλεγαν οι παλιοί), επικερδές επάγγελμα (ισνάφ) και ταξίδευαν αρκετές μέρες πολλοί μαζί (καραβάνια) και διανυκτέρευαν σε πανδοχεία, χάνια, με στάβλους και με άλλες ευκολίες σχετικές με τις ανάγκες της εποχής.


Διάβαιναν πολλές φορές και πλωτά ποτάμια πάνω σε μεγάλες σχεδίες («σάλια») που κινούνταν με τροχαλίες-μακαράδες και με χοντρά σχοινιά-παλαμάρια. Τέτοια μεγάλα «σάλια», που περνούσαν ακόμη στην απέναντι μεριά και μεγάλα κοπάδια γιδοπρόβατα κ.ά., είχε ο Δούναβης και άλλα μεγάλα ποτάμια καθώς και δύο ο ποταμός Στρυμόνας. Ενα ήταν στα παραποτάμια χωριά κοντά στις Σέρρες και το άλλο κοντά στην Αμφίπολη που το διάβηκα και εγώ, πολύ μικρός μαζί με τον πατέρα μου, τη μάνα μου και τον μεγαλύτερο κατά τρία χρόνια αδερφό μου Χρήστο, και μάλιστα καβάλα στα δυο μας ζώα πηγαίνοντας στο μοναστήρι Εικοσιφοίνισσας (Κουσίντσας) Παγγαίου για προσκύνημα το Δεκαπενταύγουστο του 1926. Είναι μία από τις σπάνιες και εντυπωσιακές παιδικές μου αναμνήσεις που θυμάμαι, αν και τεσσάρων χρόνων, τόσο καλά.


Αργότερα όταν άρχισε η αποξήρανση της λίμνης Αχινού, βρέθηκε στο σημείο εκείνο από μια μεγάλη βυθοκόρο (φαγάνα) το τεράστιο και πολύ γνωστό λεοντάρι της Αμφίπολης. Για τους κυρατζήδες και πλανόδιους πραματευτάδες γράφτηκαν πολλά ποιήματα, τραγούδια και ιστορίες.


Η παρακάτω ιστορία που γράφω, εύθυμη και αληθινή, συνέβη στη Βουλγαρία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κι αναφέρεται σε δυο κυρατζήδες που ξεκίνησαν την ίδια μέρα, ο ένας από το Μελένικο και ο άλλος από το Πάνσκο, για τη Σόφια με σκοπό να μεταφέρουν εκεί τα παρακάτω εμπορεύματα με τα μουλάρια τους.


Πρέπει να αναφέρω εδώ ότι στο Μελένικο κατοικούσαν μόνον Ελληνες που μιλούσαν και τα βουλγάρικα. Ο Χρήστος, που τον αποκαλούσαν και Τότιτσια ή και Ιτσκο, φόρτωσε σε δυο μουλάρια κανονικά διάφορα είδη παραγωγής βιοτεχνών του Μελένικου και σε ένα τρίτο μουλάρι μόνο δύο βαρελάκια κρασί εκλεκτό, δέκα οκάδες το καθένα, για να κάνει καβάλα γιατί ήταν αδύνατο να περπατά τόσα χιλιόμετρα πεζός.


Ο άλλος από το Πάνσκο, ο Ιβάντσια, φόρτωσε κι αυτός κανονικά σε δυο μουλάρια σαλάμι (σαλάμ) και στο τρίτο δύο πακέτα των 10 οκάδων σαλάμι, ελαφρά, για να ανεβαίνει κι αυτός καβάλα.


Ο Χρήστος ή Τότιτσια ξεκίνησε πρωί και βάδιζε βορειοανατολικά, ενώ ο Ιβάντσια (από το Πάνσκο) βορειοδυτικά για να φτάσουν στο σημείο που άρχιζε ο μεγάλος δρόμος για τη Σόφια.


Το μέρος αυτό θεωρούνταν σταθμός για λίγη ξεκούραση.


Για το Μελένικο γνώρισα αρκετά στα 1954-1961 όταν υπήρξα κάτοικος Σιδηροκάστρου ως ψάλτης στην Ευαγγελίστρια και μουσικός στο δήμο συγκροτώντας εξηκονταμελή μικρή χορωδία και φιλαρμονική (μπάντα).


Το Μελένικο ήταν μια αξιόλογη μικρή πόλη με ανεπτυγμένο πολιτισμό, πρόοδο στα γράμματα και στις τέχνες, με μεγάλη παραγωγή γεωργικών, αμπελουργικών, οικοτεχνικών και άλλων προϊόντων, κτισμένο στα φαράγγια του βουνού Πιρίμ' Νταγ' και στον παραπόταμο του Στρυμόνα Μπεστρίτσα.


Οι Ελληνες κάτοικοι τότε είχαν μεταξύ τους μεγάλη αλληλεγγύη και στήριζαν τους έχοντες ανάγκη βοήθειας και αρωγής, ιδιαίτερα τα παιδιά που χαρακτηρίζονταν διάνοιες και φρόντιζαν να τα σπουδάσουν ακόμη και στη Βιέννη, όπως τον Αναστάσιο Παλατίδη, που υπήρξε αργότερα γιατρός του οίκου των Αψβούργων. Ο γιατρός αυτός απέκτησε μεγάλη περιουσία την οποία προτού πεθάνει δώρισε στα σχολεία του Μελένικου, που μετά το 1913 μεταφέρθηκαν στα σχολεία και στο Γυμνάσιο του Σιδηροκάστρου. «Των σχολείων μας στύλος υπάρχων» αναφέρει μεταξύ άλλων ο ύμνος του που καθιερώθηκε να τραγουδιέται (να ψάλλεται) στη γιορτή και μνήμη του, κάθε χρόνο στις 30 του Γενάρη στη μουσική του G. VERDI «NABUCCO».


Τον ύμνο «Ω σκιά ιερά παλατίδου» καθώς και άλλα χορωδιακά έργα, εκτελούσε η προαναφερθείσα μεικτή χορωδία Σιδηροκάστρου για μερικά χρόνια, στη συνέχεια η μεικτή χορωδία του ΟΡΦΕΑ Θεσσαλονίκης και από το 1994 πάλι η ανασυγκροτηθείσα χορωδία Σιδηροκάστρου.


Το 1913 με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το Μελένικο πέρασε στη βουλγάρικη επικράτεια και όλοι οι κάτοικοι Ελληνες διασκορπίστηκαν σε Σιδηρόκαστρο, Σέρρες, Θεσσαλονίκη κ.α.


Μετά το Β? Παγκόσμιο Πόλεμο το σοσιαλιστικό κράτος αξιοποίησε τουριστικά το Μελένικο χάρη στις πολλές βυζαντινές εκκλησίες, στα μεγάλα αρχοντικά σπίτια, ιδρύματα, σχολεία, βιοτεχνίες και στις φυσικές ομορφιές του.


Τη Βουλγαρία επισκέφτηκα τρεις φορές διάφορα μέρη της και μεταξύ αυτών το 1983 μαζί με άλλους εκδρομείς το Μελένικο και το Πάνσκο. Στο Μελένικο θαυμάσαμε τη μαγευτική τοποθεσία με τα καταπράσινα φαράγγια, τα μεγάλα αρχοντικά και τις παλιές οικοτεχνίες και άλλα αξιοθέατα. Η επίσκεψή μας ήταν βιαστική, δύο περίπου ωρών, αρκετή όμως να μας εντυπωσιάσει και με τα ωραία φαγητά και τα κρασιά. Κύριος προορισμός μας ήταν η διήμερη επίσκεψη στην πόλη Πάνσκο με δύο διανυκτερεύσεις, φιλοξενούμενοι από το δήμο της πόλης, με τον οποίο ο Δήμος Τριανδρίας Θεσσαλονίκης είχε αδελφοποιηθεί (Είχε προηγηθεί δε επίσκεψη-φιλοξενία στην Τριανδρία του δημάρχου της Πάνσκο και άλλων κατοίκων της Πάνσκο και μάλιστα με ένα αξιόλογο χορευτικό συγκρότημά τους). Μας εντυπωσίασε το μεγάλο εργοστάσιο ξυλεμπορικής, το δημοτικό πάρκο και πάνω στο βουνό Πυρήν, το μεγάλο δάσος και το τελεφερίκ που το ανέβηκα και γω για πρώτη φορά και τελευταία. Πάνω απ' όλα όμως μας ευχαρίστησαν η φιλοξενία, τα γλέντια, τα αναμνηστικά δώρα, τα πλούσια γεύματα και το φημισμένο «σαλάμ».


Από τις παραπάνω μικρές πόλεις ξεκίνησαν οι δύο κυρατζήδες για το μέρος που άρχιζε ο μεγάλος δρόμος για τη Σόφια. Πρώτος έφτασε ο Μελενίκιος Τότιτσια στο παραπάνω σημείο, που είχε μια μεγάλη βρύση με δύο σωλήνες από τους οποίους έτρεχε άφθονο κρύο νερό που ερχόταν υπόγεια από το απέναντι βουνό.


Λίγο πιο πέρα από τη βρύση υπήρχαν μεγάλα και βαθύσκια δέντρα.


Εκεί ξεπέζεψε και ξεφόρτωσε τα μουλάρια, τα οδήγησε μετά στις μεγάλες γούρνες της βρύσης και τα πότισε. Τα πήγε μετά σε ένα από τα δέντρα και στη συνέχεια έβαλε κριθάρι στους ντορβάδες τους και χόρτα να φάνε. Εκανε τώρα αρκετή ζέστη γιατί το μέρος αυτό ήταν κάμπος και η εποχή αρχές Αυγούστου.


Σε λίγο έφτασε και ο Ιβάντσια από το Πάνσκο, ύστερα από κοπιαστική πορεία και ξεφορτώνοντας κι αυτός στο ίδιο μέρος και δέντρο χαιρέτισε τον άγνωστο μέχρι στιγμής συνάδελφό του.


Εϊ... Ντομπροντέν μπε (καλημέρα). Ντομπροντέν, είπε και ο Τότιτσια και αφού τακτοποίησε κι αυτός κατά τον ίδιο τρόπο τα μουλάρια του και τους έδωσε να φάνε, κάθισαν στη σκιά κι άρχισαν την κουβέντα. Ουτ' καντέσε μπε; (από πού είσαι;), είπε ο Ιβάντσια. Ουτ Μέλνικ (από το Μελένικο), είπε ο Τότιτσια.


Α... Μέλνικ τσίασι (Μελενίκιος), είπε ο Ιβάντσια. Τι ου καντέσε; (συ από πού είσαι;), είπε και ο Τότιτσια στον Ιβάντσια.


Για σαμ' Μπάσκαλε (εγώ από το Πάνσκο). Σέτνο μπε κοβόρεμε μάλκο (κάθισε να μιλήσουμε λίγο), είπε ο Τότιτσια στον Ιβάντσια που τακτοποιούσε ακόμη τα πράγματά του.


Αφού κάθισε αναπαυτικά κι αυτός, συνέχισαν την κουβέντα. Στο ίμας βάρνινου; (τι έχεις φορτωμένα;). Σαλάμ, απάντησε ο Ιβάντσια και στη συνέχεια ρώτησε κι αυτός.


Τι στο ίμας; (συ τι έχεις;). Διάφορα και λίγο κρασιά (Βίνο). Α... είπε ο Ιβάντσια για το σαλάμι που παρήγαγε η πόλη Πάνσκο. Α... Πάνσκο σαλάμ' ντομπρέ, χούμιτουμπου (καλό, εξαιρετικό). Αφού γνωρίστηκαν για τα καλά και ήταν ώρα για φα?, έβγαλαν από τους ντορβάδες τους (ταγάρια) ο μεν Τότιτσια ψωμί, τυρί και κρεμμύδια και γέμισε ένα κανατάκι κρασί (περίπου 200 δράμια) από το ένα βαρελάκι. Ο Ιβάντσια έβγαλε κι αυτός ψωμί κι ένα μεγάλο κομμάτι σαλάμι (απ' τα δυο πακέτα). Αρχισαν να τρώνε με όρεξη, αλλά ο μεν Ιβάντσια έβλεπε (λοξά λοξά) το κρασί που έπινε ο Τότιτσια και σκούπιζε τα μουστάκια του από ευχαρίστηση, αλλά έβλεπε και ο Τότιτσια (λοξά λοξά κι αυτός) το λαχταριστό σαλάμι που έτρωγε ο Ιβάντσια, ο οποίος, κάποια στιγμή που δεν άντεξε άλλο στον πειρασμό για το κρασί του Τότιτσια, έβγαλε από το γελέκο του δυο μικρά νομίσματα και απ' το ταγάρι του ένα περίπου όμοιο κανατάκι και λέει στον Τότιτσια: Αμπε... ντάι με βία στουτίγκι βίνο (δώσε μου δυο δεκάρες κρασί). Πήρε ο Τότιτσια τις δυο δεκάρες και του γέμισε το κανατάκι από την κάνουλα του μικρού βαρελιού βλέποντας συγχρόνως το σαλάμι γιατί το λίγο τυρί σχεδόν τελείωνε αλλά και δεν «τραβούσε» το ευλογημένο κρασί του. Δε χάνει καιρό (σχεδόν αμέσως) με τις ίδιες δεκάρες του Ιβάντσια στο χέρι, του λέει τη στιγμή που ρουφούσε το ευλογημένο κρασί:


Αμπε... ντάιμε βια στουτίγκι βίνο (δώσε μου δυο στουτίγκι κρασί) ο Ιβάντσια προς τον Τότιτσια. Δώσε δυο στουτίγκι σαλάμ ο Τότιτσια προς τον Ιβάντσια, τα κανατάκια γέμιζαν και άδειαζαν τα βαρελάκια, καθώς και τα πακέτα με σαλάμι εξαφανίζονταν.


Ντάιμι βια στουτίγκι βίνο, ντάιμε βία στουτίγκι σαλάμ' ήταν ο κύριος διάλογος μεταξύ τους. Φυσικά το πάρε-δώσε γινόταν με τις δυο δεκάρες (στουτίγκι) που αρχικά έδωσε ο Ιβάντσια στον Τότιτσια για το πρώτο κανατάκι κρασί. Τρώγοντας και πίνοντας το έριξαν στο τραγούδι και στο χορό της Γκάιντας και της Μπαϊντσούσκας.


Ούτε που πρόσεξαν πως ο ήλιος κατηφόρισε προς τη δύση. Δεν ενδιαφέρονταν και δεν μπορούσαν άλλωστε να συνειδητοποιήσουν από τη μεγάλη θολούρα του κεφαλιού τους ποιος ήταν ο προορισμός τους και γιατί βρίσκονταν εκεί. Τα μουλάρια από ένστικτο τούς κοίταζαν παράξενα και με τα μπροστινά τους πόδια έσκαβαν το χώμα.


Σημάδι ότι διψούσαν, πεινούσαν ή ότι έπρεπε να κινηθούν να φύγουν. Τους απασχολούσε μόνον η χαρά της γνωριμίας και δώσ' του ν' αγκαλιάζονται και να φιλιούνται και να υπόσχονται πως η φιλία τους θα συνεχιστεί με συχνές επισκέψεις στο Μέλνικ και στο Πάνσκο. Γκουσπουντίν Τότιτσια, είσαι αδελφός μου. Και συ Γκουσπουντίν Ιβάντσια, είσαι αδερφός μου και πολλές άλλες εκδηλώσεις που συμβαίνουν πάντα όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε κατάσταση μέθης και μιλάει το κρασί. Οι κάνουλες στα βαρελάκια έπαψαν να τρέχουν που αυτό σήμαινε το τέλος του κρασιού, καθώς και από τα δυο πακέτα σαλάμι έμειναν μόνον τα χαρτιά περιτυλίγματος.


Τους απασχολούσε και τους προβλημάτιζε πώς με δύο στουτίγκι έφαγαν 20 οκάδες σαλάμι και ήπιαν 20 οκάδες κρασί. Το κρασοφιλοσοφούσαν επί ώρα χωρίς όμως να μπορούν να βρουν τη λύση.


Αρχισε να βαραίνει το κεφάλι τους σαν καζάνι, να γυρίζει η γη, να θολώνει το μυαλό και τα μάτια τους καθώς και το στομάχι τους να βαραίνει. Κάθε λίγο σέρνοντας τα πόδια τους, πήγαιναν δίπλα και πίσω από μια μεγάλη βατσινιά και προσπαθούσαν (με κάθε τρόπο) να βγάλουν λίγο κρασί και σαλάμι από το στομάχι τους.


Εχασαν ξαφνικά το κέφι και το τζιχρέ τους (το χρώμα του προσώπου) και τα πόδια τους δεν άντεχαν άλλο. Οπως όπως έγειραν ακουμπισμένοι στις πραμάτειες τους και βυθίστηκαν σε βαρύ ύπνο που το ροχαλητό τους ακούγονταν ως τη βρύση που περνούσαν μερικοί και τους έβλεπαν παράξενα. Οταν, μετά από συχνές επισκέψεις όλη νύχτα προς τη βατσινιά με ζιγκ-ζαγκ, ξημέρωσε, πήγαν στη βρύση και έβαλαν τα κεφάλια τους κάτω από τους σωλήνες για να συνέλθουν, άρχισαν να συνειδητοποιούν πού βρίσκονταν, τι τους συνέβη και ποιος ήταν ο προορισμός τους.


Οταν τους είδαν τα καημένα τα μουλάρια τους, χλιμίντρισαν από την πείνα και από τη δίψα. Με σκυμμένα τα κεφάλια τους από ακεφιά και ντροπή, σιγά σιγά τα πότισαν και τους έδωσαν να φάνε. Αρχισαν να ξεθολώνουν κάπως τα κεφάλια τους και ύστερα από μια ώρα φόρτωσαν κατσουφιασμένοι τα είδη που μετέφεραν στα μουλάρια, ανέβηκαν καβάλα σε εκείνα που τώρα δεν είχαν κανένα άλλο βάρος αφού το κρασί και το σαλάμι (με δύο στουτίγκι) πήγε στα στομάχια τους και στη συνέχεια πίσω από τη βατσινιά, ξεκίνησαν και έφτασαν στη Σόφια, ύστερα από ώρες, άκεφοι, και στο δρόμο πότε κοιμούνταν και πότε σκέπτονταν το πάθημά τους. Παρέδωσαν τα είδη στους εμπόρους αφού εισέπραξαν την αξία τους για τους δικαιούχους παραγωγούς και το κυρατζηλίκι τους και επέστρεψαν στα σπίτια τους αφού πρώτα αποχαιρετήθηκαν με την υπόσχεση ότι η φιλία τους θα συνεχιστεί.


Ορκίστηκαν πως δε θα ξαναπέσουν στο ίδιο σφάλμα της ασωτίας για το οποίο παραλίγο θα έσκαζαν και ότι δε θα πουν, με όρκο, πουθενά το πάθημά τους. Ομως «ουδέν κρυφό που να μη βγει μια μέρα στο παζάρι», κάπου το μπιστεύθηκε ένας από τους δυο κι έτσι διαδόθηκε αστραπιαία στο Μελένικο, στο Πάνσκο και σε όλο τον κόσμο, πως δυο κυρατζήδες ήπιαν 20 οκάδες κρασί και έφαγαν 20 οκάδες σαλάμι με δυο δεκάρες, στουτίγκι και δεν έσκασαν. Η κωμικοτραγική αυτή ιστορία έφτασε και σε μένα από τον αγαπητό μου φίλο Χρήστο Γώγο από τον Σοχό Λαγκαδά, κάτοικο Τριανδρίας Θεσ/νίκης, τον οποίο ευχαριστώ θερμά για τα στοιχεία και τους διαλόγους που μου έδωσε της παράξενης αυτής ιστορίας των δύο κυρατζήδων.


Κώστας ΜΠΑΣΛΗΣ

To παπουτσάκι της Σεμπιλέ


To παπουτσάκι της Σεμπιλέ



Γρηγοριάδης Κώστας




Μεγαλοβδομάδα κι είχα αρχίσει να βαριέμαι. Ο καιρός ήταν χάλια, ο ουρανός μαύρος, έτοιμος για βροχή, η θάλασσα ήσυχη, μολυβένια.




Εψαξα στη βιβλιοθήκη να βρω κανένα βιβλίο, μήπως και μου κεντρίσει το ενδιαφέρον, όλα ήταν χιλιοδιαβασμένα. Χωμένη κάτω από ένα σωρό κόμικς του Μάνθου ανακάλυψα την «Οδύσσεια». Τέλεια. Είχα αυτό που ήθελα. Την προηγούμενη χρονιά είχαμε κάνει μερικά γράμματα και μου άρεσε αυτό το πρώτο παραμύθι της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μυθιστόρημα κοριτσίστικης εφηβείας το έλεγε η φιλόλογος. Κι η μετάφραση του Ζήσιμου Σίδερη κυλούσε σαν το γάργαρο νεράκι.


Ταξίδεψα με τον Οδυσσέα σε φουρτουνιασμένες θάλασσες κι αφιλόξενα ακρογιάλια, αλλά και σε γαλάζιους ουρανούς και κύματα γαληνεμένα. Σε χώρες παράξενες και σε νησιά με φιλόξενους κατοίκους κι όμορφες θεές, πρόθυμες να κάνουν τον κουρασμένο ταξιδιώτη να ξεχάσει στην αγκαλιά τους τρικυμίες και ναυάγια, πόνους του κορμιού και της ψυχής, χαμένους συντρόφους, γυναίκες, παιδιά.


Παράτησα για λίγο το βιβλίο και κοίταξα το πέλαγος. Το πρωί η θάλασσα ήταν λάδι, όσο περνούσε όμως η ώρα ένα αεράκι φορτωμένο αρμύρα ερχόταν από το βοριά κι έκανε τα κύματα να χοροπηδούν στο πέρασμά του.


Στην αρχή δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω αν αυτό που έβλεπα να πλησιάζει ήταν ράχη δελφινιού, ιστιοσανίδα ή κάποιο ξύλινο καφάσι πεταμένο από κάποιο καράβι, ελληνικό ή τούρκικο, από τα τόσα που μπαινοβγαίνουν κάθε τόσο στο λιμάνι. Η θάλασσα μια το έσπρωχνε στην ακρογιαλιά, μια το τραβούσε πίσω στην αγκαλιά της, λες κι έπαιζε μαζί του και δεν ήθελε να το αφήσει να φτάσει στην αμμουδιά.


Γεμάτη περιέργεια πέταξα στην άκρη την «Οδύσσεια» και κατέβηκα στην παραλία. Σήκωσα το φουστάνι μου πάνω από τα γόνατα και μπήκα στο νερό. Το κύμα, όταν βαρέθηκε να πηγαινοφέρνει το παράξενο παιχνίδι του, με δυο τρεις σπρωξιές το ξεφορτώθηκε και τ' ακούμπησε στα ρηχά, μπροστά στα πόδια μου. «Θεέ μου, ένας άντρας» φώναξα.


Ηταν γυρισμένος ανάσκελα, γυμνός από τη μέση και πάνω, με τα μάτια κλειστά, τα χείλια του μελανιασμένα. Κοίταζα σαστισμένη μια το μισόγυμνο άντρα και μια το σπίτι μας. Τέτοια ώρα όλοι έλειπαν στην πόλη, δεν υπήρχε κανείς να δώσει βοήθεια.


Η πρώτη μου σκέψη ήταν να το βάλω στα πόδια και ν' απομακρυνθώ από το μακάβριο θέαμα. Κι αν ήταν ακόμα ζωντανός; Με τα μάτια μου σάρωσα την παραλία. Δεν έβλεπα πουθενά ψυχή ζωντανή. Επρεπε να κατανικήσω το φόβο μου και να σύρω μόνη μου τον άντρα στην αμμουδιά. Τον έπιασα δειλά από τις μασχάλες. Ηταν παγωμένος σαν μάρμαρο, το κορμί του ασήκωτο, με δυσκολία μπόρεσα να τον μετακινήσω μερικά εκατοστά.


Με τα πολλά κατάφερα και τον ακούμπησα στη στεγνή άμμο. Είχα κουραστεί, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από πάνω μου, το μυαλό μου όμως ήταν καθαρό, έψαχνα να βρω τρόπο να τον συνεφέρω, αν ήταν ακόμα ζωντανός. Θυμήθηκα εκείνες τις ναυαγοσώστριες που έβλεπα στην τηλεόραση να σώζουν τους απρόσεκτους κολυμβητές στις παραλίες. Γύρισα τον άντρα στο πλάι. Ενα σιγανό βογκητό βγήκε από τα χείλια του. Ζούσε. Με το δεύτερο βογκητό πετάχτηκε από το στόμα του ολόκληρος καταρράχτης θαλασσινό νερό. Υστερα τα βλέφαρα του πετάρισαν, άνοιξε τα μάτια του κι αμέσως τα ξανάκλεισε.


Ψύχραιμη πια, αφού ήταν ζωντανός, άρχισα να τον παρατηρώ. Ηταν μελαχρινός, πολύ νέος, με μαύρα μακριά μαλλιά και γένια πολλών ημερών. Φορούσε παντελόνι χακί και στη ζώνη του ήταν περασμένο ένα πλαστικό τσαντάκι. Τον άφησα μόνο του κι έτρεξα στο σπίτι να φέρω μια κουβέρτα να τον σκεπάσω. Εκείνη την ώρα έμπαινε στην πόρτα ο μπαμπάς. Με λίγα λόγια του είπα τι συνέβαινε και κατεβήκαμε μαζί στην παραλία.


- Σίγουρα είναι Κούρδος λαθρομετανάστης, είπε ο μπαμπάς. Πρέπει να καλέσουμε το Λιμενικό να τον πάρει.


- Ας τον κρατήσουμε απόψε στο σπίτι, να συνέλθει ο κακόμοιρος και τον παραδίνουμε αύριο, είπα παρακαλετά.


Δυο μερόνυχτα κοιμόταν ο ναυαγός κι όταν ξύπνησε εμένα πρωτοείδε, που τον παραφύλαγα πότε θα ανοίξει τα μάτια του. Η Θέκλα τον φρόντισε σαν να ήταν δικός της άνθρωπος. Τον τάισε, του 'δωσε νερό να πιει, ρούχα να ντυθεί, παπούτσια να φορέσει. Υστερα φώναξε τον μπαμπά και πάτησε πόδι: «Οσα χρόνια ζω σ' αυτό το σπίτι, τους αναγκεμένους που ζήτησαν βοήθεια δεν τους διώξαμε. Τα κόκαλα των γονιών και των παππούδων σου θα τρίζουν αν παραδόσεις τον ξένο. Εγώ η ίδια που ένιωσα την πίκρα του ξεριζωμούν δε θα σ' αφήσω να κάνεις τέτοια πράξη».


Οι επιθυμίες της Θέκλας, σπάνιες για να πω την αλήθεια, ήταν διαταγές για τον μπαμπά. Ο Νουρή έμεινε κοντά μας και με τα λίγα αγγλικά που ήξερε μας διηγήθηκε την περιπέτεια του, όμοια με τόσες άλλες που συμβαίνουν καθημερινά στο Αιγαίο.


Ηταν κι αυτός ένας από τους χιλιάδες Κούρδους που ξεκινούσαν από τα βάθη της Τουρκίας, αναζητώντας ψωμί κι ελευθερία. Τα σαπιοκάραβα κι οι βάρκες τις περισσότερες φορές άδειαζαν τους άντρες και τα γυναικόπαιδα μεσοπέλαγα κι όσοι κατάφερναν να βγουν ζωντανοί στα ελληνικά νησιά γρήγορα έβλεπαν τα όνειρα τους να διαλύονται σαν την πρωινή ομίχλη. Δεν προλάβαιναν να χαρούν τον παράδεισο που ονειρεύτηκαν και γρήγορα έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής, διωγμένοι από την Ελλάδα που δεν άντεχε άλλους πρόσφυγες.


Ο Νουρή, με χέρια που έτρεμαν, έβγαλε μέσα από το πλαστικό τσαντάκι του λίγες φωτογραφίες, μισοκαταστρεμμένες από τη θάλασσα, μερικά πρόσωπα όμως διακρίνονταν ακόμα. Ηταν η γυναίκα του η Ραμπιγιέ και το χρονιάρικο κοριτσάκι τους η Σεμπιλέ. Ράγισαν οι καρδιές μας, όταν μας είπε πως η ψαρόβαρκα που τους μετέφερε, μαζί με άλλους είκοσι, αναποδογύρισε μέσα στη θαλασσοταραχή κι όλοι βρέθηκαν στη θάλασσα. Κανένας από τους βουνίσιους μετανάστες δεν ήξερε κολύμπι, ούτε κι ο Νουρή. Πάλεψε κάμποση ώρα, προσπαθώντας να σώσει τη γυναίκα του και την κόρη του. Μόνο το ένα παπουτσάκι της Σεμπιλέ του 'μεινε στα χέρια όταν την άρπαξε το κύμα. Αυτό το ταλαιπωρημένο παπουτσάκι φιλούσε και ξαναφιλούσε ο Νουρή και το μούσκευε με τα δάκρυά του.


Μαζί του έκλαψε κι η Θέκλα, που θυμήθηκε τις περιπέτειες και τα βάσανα των ξεριζωμένων της Ιωνίας. Εκλαιγε και για τα τωρινά πάθη των Κούρδων, ιστορίες παράλληλες μέσα στο χρόνο... Πώς ν' αφήσει το παλικάρι να το γυρίσουν πίσω; Ηξερε την τύχη που το περίμενε.


Ο Νουρή έφαγε, στυλώθηκε, κούρεψε τα γένια και τα μαλλιά του. Σαν τα μάτια του άλλα δεν είχα ξαναδεί, όμοια με τον κατάμαυρο ουρανό που τον φώτιζαν αστέρια. Ωρες ώρες όμως έσβηνε το φως τους, τα σκέπαζε μια μελαγχολία μαζί μ' αβάσταχτη νοσταλγία. Οταν νύχτωνε έβγαινα μαζί του στον κήπο και του μάθαινα πώς λένε τα δέντρα, τη θάλασσα, το γιασεμί, τις πασχαλιές. Δεν κινδύνευε να τον δει κανένα μάτι, το σπίτι μας ήταν απομονωμένο, μακριά από τουριστικά περάσματα, ο χωματόδρομος γεμάτος πέτρες και λακκούβες. Το φεγγάρι ήταν στη χάση του, όταν τα κύματα έφεραν τον Νουρή στην αμμουδιά και μόλις άρχιζε να γεμίζει και να φέγγει, ο ίδιος ζήτησε φτυάρι και αξίνα και ρίχτηκε τις νύχτες στη δουλιά. Επιαναν τα χέρια του κι ας ήταν στο χωριό του δάσκαλος. Η Θέκλα του άναβε τα φώτα της βεράντας κι εκείνος κλάδευε, κούρευε, ξεχορτάριαζε, στερέωσε την κληματαριά και το φράχτη. Κοιμόταν τη μέρα και δούλευε ως την ώρα που το φως της αυγής άσπριζε πάνω από το βουνό. Πολλές φορές τα βράδια τον έπιανα ν' αφήνει την αξίνα, να βγάζει από την τσέπη του το παπουτσάκι της Σεμπιλέ, να το φιλάει και να σκουπίζει ύστερα τα μάτια του.


Μπήκε ο Ιούνιος με ζέστες, υγρασία και άπνοια. Μόλις ξυπνούσα φορούσα το μαγιό μου, έτρεχα στην άκρη της παραλίας και βουτούσα από τα βράχια. Στην αρχή δεν ήξερα ότι δυο μάτια με παρακολουθούσαν. Γρήγορα όμως κατάλαβα την παρουσία του Νουρή πίσω από τους βράχους. Φορούσε τις παλιές μπότες του μπαμπά κι οι φρέσκες πατημασιές του πάνω στην υγρή άμμο τον πρόδωσαν. Εγώ προσποιόμουνα την ανήξερη. Μου άρεσε να με χαϊδεύει με τα μάτια του. Μόλις έμπαινα στα δεκατρία κι ήμουνα μονίμως ερωτευμένη με τον έρωτα.


Αρχισα να τον σκέφτομαι. Τις νύχτες σηκωνόμουνα, άνοιγα κρυφά το παράθυρο και τον παρακολουθούσα να δουλεύει στον κήπο. Εκείνος κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι του, λες κι ήξερε ότι τον έβλεπα από τη χαραμάδα του παντζουριού. Υστερα ξάπλωνα στο κρεβάτι μου και τον έφερνα ολοζώντανο μπροστά μου. Το κεφάλι του που μύριζε αρμύρα και άρωμα της νύχτας, τα χέρια του με τα μακριά δάχτυλα. Η φαντασία μου δεν τολμούσε να περάσει το σύνορο κάτω από το λαιμό. Και μόνο η σκέψη πως υπήρχε πιο κάτω ένα αντρικό κορμί, μου προξενούσε ένα γλυκό πανικό.


Η μαμά εκείνο τον καιρό έλειπε ταξίδι στη Δανία. Είχε πάει να δει τα ξαδέρφια και τους λίγους συγγενείς και φίλους της. Τα γράμματά τους έρχονταν γεμάτα παράπονα ότι τάχα είχε ρίξει πέτρα πίσω της. Δεκατρία χρόνια μακριά από την πατρίδα της κι ούτε μια φορά δεν αποφάσισε να τους επισκεφτεί.


Η Θέκλα πρώτη παρατήρησε μέσα στα υγρά μάτια του Νουρή τον έρωτα να θεριεύει. Εβλεπε και μένα να παλεύω με τον εαυτό μου. Πότε ήμουνα γεμάτη νεύρα και μου έφταιγαν όλα κι άλλοτε πάλι έμενα ώρες σιωπηλή, βυθισμένη σε μια αναίτια θλίψη.


Μια μέρα ο Νουρή χάθηκε από το σπίτι μας. Ετσι ξαφνικά όπως είχε έρθει. Ο πατέρας βρήκε αμέσως την εξήγηση: «Δε μας είχε ανάγκη πια. Ηθελε αλλού δουλιά με μεγαλύτερο μεροκάματο. Αλλά ο ευλογημένος να μη μας πει ούτε ένα αντίο;». Ούτε κι η Θέκλα παραξενεύτηκε, φαινόταν μάλλον ευχαριστημένη. Μόνο εγώ ήξερα την αλήθεια. Ο Νουρή φοβήθηκε μην παρασυρθεί και παρασύρει και μένα. Τέτοια πάθη φουντώνουν καμιά φορά και πυρπολούν χωρίς να λογαριάζουν οικογένεια, καθήκον, τιμή. Εφυγε όσο ήταν νωρίς, γιατί δεν ήθελε να φερθεί σαν παλιάνθρωπος στους ανθρώπους που τον έσωσαν. Αν και καμιά φορά περνούσε από το μυαλό μου μια υποψία. Μπορεί και να του μίλησε η Θέκλα γι' αυτό που έβλεπε να γίνεται κάτω από τα μάτια της και να του έδειξε με τρόπο ότι ήταν πια καιρός να του δίνει.


Εγώ όμως προτιμούσα να σκέφτομαι ρομαντικά. Ο δικός μου Οδυσσέας έφυγε από αγάπη για μένα κι ας ήμουνα μόνο δεκατριών χρονών.


Πριν τελειώσει το καλοκαίρι, πρόλαβα επιτέλους και τελείωσα την «Οδύσσεια»...

Ταξιδεύοντας σε φουρτουνιασμένο πέλαγος*


Ταξιδεύοντας σε φουρτουνιασμένο πέλαγος*


Γρηγοριάδης Κώστας

Κάτω κυλούσε ήρεμα το ποτάμι, ανάμεσα από χιλιάδες ψηλόλιγνες λεύκες και χαμηλοβλεπούσες ιτιές. Ακουγόταν το ρέκασμα π' άφηναν οι βάτραχοι και το απαλό νανούρισμα των γρύλων. Ηταν και το φεγγαράκι που μας χαμογελούσε από ψηλά και πώς να σε πάρει ο ύπνος! Ηθελα να μοιραστώ αυτό το μαγευτικό θέαμα και σκούντηξα το συγκάτοικό μου στο ίδιο στρώμα:




«Θύμιο!».


Δεν κοιμόταν, όμως ούτε που μ' άκουσε. Αλλού ταξίδευε αυτός. Ξανάπα:


«Ε, Θύμιο».


Κι όταν συνήλθε:


«Είπες τίποτα;».


«Ναι, κάτι είπα».


«Τι;».


«Κοίτα εκεί ψηλά στον ουρανό. Κοίτα τ' αστέρια, κοίτα το φεγγαράκι. Σα να μας γνέφει. Σα να μας μιλάει. Κοίτα κάτω... και το ποτάμι πώς λαμπυρίζει. Ακου και το κελάηδημα π' αφήνουν τα νυχτοπούλια. Είν' ένα χάρμα, μια μαγεία. Δεν είναι;».


Ο Θύμιος γύρισε απ' τ' άλλο το πλευρό κι άφησε να βγει μια λέξη:


«Η γίδα».


Ούτε που κατάλαβα τι ήθελε να πει και τον ρώτησα:


«Γίδα, είπες;».


Επανέλαβε τη λέξη κοφτά και θυμωμένα:


«Ναι, γίδα είπα».


Ανασηκώθηκα να δω μήπως και ξέφυγε καμιά γίδα απ' το κοπάδι και περιφέρεται ανάμεσα στον καταυλισμό. Τίποτα δεν είδα και τον ξαναρώτησα:


«Ακουσα καλά, Θύμιο, γίδα είπες;».


Κι εκείνος με πιο δυνατή φωνή:


«ΝΑΙ, ΓΙΔΑ ΕΙΠΑ!».


«Πού την είδες;».


«Την έχω σπίτι μου. Μια μαλτέζα είναι. Ενα καρδάρι γάλα τη μέρα βγάζει».


«Και πώς τη θυμήθηκες απόψε;».


«Ρωτάς πώς τη θυμήθηκα; Γιατί πάνε να μου την πάρουν. Να την αρπάξουν».


«Τίποτα ζωοκλέφτες; Αλογοσύρτες;».


«Οχι αυτοί. Αλλοι είναι οι άτιμοι, που ζητούν να μας τ' αρπάξουν όλα. Να φέρουν την καταστροφή...».


«Δε σε καταλαβαίνω, Θύμιο, ποιοι είναι αυτοί οι άτιμοι, που θέλουν να σ' αρπάξουν τη γίδα και να φέρουν τη μεγάλη καταστροφή;».


«Δεν το 'χεις καταλάβει; Κρίμα σου. Λες πως ξέρεις και γράμματα».


«Οχι, δεν το 'χω καταλάβει. Εσύ τους ξέρεις; Ποιοι είναι;».


Πέρασε λίγη ώρα και βρόντηξε η φωνή του:


«ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΟΙ ΕΙΝΑΙ! Κι ένας απ' αυτούς, ο σκυλοκερατάς που διαβάζει καθημερινά τη φυλλάδα. Και κάθεσαι κι εσύ και τον ακούς. Ντροπή σου! Να μη σε δω άλλη μέρα, θα σου σπάσω τα παΐδια!..».


«Και λες πως θα σου πάρει τη γίδα αυτός που διαβάζει αυτή τη φυλλάδα, το "Ριζοσπάστη;"».


«Μόνο τη γίδα; Ολο το βιος. Ολα θέλουν να τα πάρουν. Να τα μοιραστούν, να τα φάνε. Και τα παιδιά θέλουν να πάρουν. Και τις γυναίκες. Να τις κάνουν κοινές. Κούνια που τους κούναε!..».


«Ελα, ρε Θύμιο. Τα πιστεύεις αυτά;».


«Πώς να μην τα πιστέψω, που είναι αλήθεια;».


«Και ποιος σου την είπε αυτήν την αλήθεια; Πού την άκουσες;».


«Ο λοχαγός μας την είπε, στο ευζωνικό. Κάθε μέρα την ακούγαμε».


«Και τι άλλο σας έλεγε ο λοχαγός για τους κόκκινους;».


«Οτι είναι απάτριδες, πλερωμένοι προδότες και άθρησκοι».


Προσπάθησα να πείσω το Θύμιο πως δεν είναι έτσι, πως δε μοιάζει, δε δείχνει να είναι κακός άνθρωπος αυτός ο εργάτης που διαβάζει το «Ρ», αλλά έμεινε αμετάπειστος. Σε μια στιγμή ξέσπασε:


«Αν τον είχα τώρα εδώ...».


«Ναι, αν τον είχες τώρα εδώ τι...».


«Σου το λέω καθαρά: Αν τον είχα τώρα εδώ, αυτόν ή όποιον άλλο απ' αυτούς τους κόκκινους...».


«Τι θα τον έκανες;».


«Θα του 'κοβα το λαρύγγι. Τόσο θυμό τούς έχω».


Τον συγκράτησα:


«Μη λες τέτοια, Θύμιο».


«Το λέω και θα το έκανα, πίστεψέ με».


«Τότε θα σε ρωτήσω κι εγώ κάτι».


«Ρώτα με».


«Το δικό μου το λαρύγγι θα το 'κοβες, αν...».


«Αν ξαναβγάλεις από το στόμα σου τέτοιες λέξεις, να ξέρεις, θα σου σπάσω τα παΐδια. Ακούς;».


«Λέω, αν. Αν ήμουνα κόκκινος».


«Σου είπα, μη λες τέτοια, γιατί με ξαγριώνεις».


«Τότε θα σου πω την αλήθεια κι ας είσαι και ξαγριωμένος: Είμαι κόκκινος. Ανήκω στους κομμουνιστές».


«Λες ψέματα».


«Λέω αλήθεια».


«Αν το πεις ακόμα μια φορά...».


«Το λέω και μια και πολλές φορές. Είμαι κόκκινος. Ανήκω στους κομμουνιστές».


«Ωωωχ, φουρτούνα που μου 'ρθε στο κεφάλι! Λες αλήθεια, βρε άτιμε; Εσύ μ' αυτούς;».


«Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω. Πώς κατάφεραν να βάλουν μέσα σου αυτό το μίσος;»


«Πού το είδες το μίσος, Θύμιο; Εγώ είμαι γεμάτος αγάπη».


«Σε ξεγέλασαν. Σε εξαπάτησαν. Σε πότισαν δηλητήριο».


«Κανένας δε μ' εξαπάτησε. Μόνος μου τον πήρα αυτόν το δρόμο».


«Για να γίνεις χαλαστής; Για να γκρεμίσεις την κοινωνία;».


«Οχι για να γίνω χαλαστής. Αλλά χτίστης μιας καινούριας κοινωνίας».


«Σήκω να φύγεις από κοντά μου. Δε σε θέλω. Και το μεσημέρι να τρως χωριστά. Δε σε θέλω και στον ύπνο. Το στρώμα θα το κάψω, γιατί το μόλυνες. Σε είχα για καλό και μου 'φερες δαιμόνια».


Σηκώθηκα να φύγω. Βγάζει μια φωνή:


«Πού πας;».


«Είπες να φύγω και φεύγω».


«Κάτσε λίγο, θέλω να μου 'ξηγήσεις. Πώς έγινε αυτό; Ποιος ήταν αυτός ο άτιμος που σε ξεστράτισε; Πες μου να πάω να τον βρω, να τον σκοτώσω...».


«Σου είπα. Κανένας δε με ξεστράτισε. Μοναχός μου τον πήρα αυτόν το δρόμο».


«Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω. Κάποιος θα πρέπει να σε μάγεψε...».


Δε μ' άφησε να φύγω. Ξαπλώσαμε μαζί στο ίδιο στρώμα. Ολη τη νύχτα κάτι ψιθύριζε, κάτι έλεγε, κάτι μονολογούσε. Σηκωνόταν να δει, αν υπάρχω, μήπως έφυγα, ξάπλωνε πάλι. Το πρωί, μόλις ξύπνησε, πέταξε μια λέξη:


«Θα σε καταγγείλω. Το 'χω υποχρέωση».


Τ' απάντησα σταθερά:


«Οποτε θέλεις».


«Και δε φοβάσαι; Δε γυρίζει το κεφάλι σου;».


«Οχι, δε φοβάμαι κι ούτε γυρίζει το κεφάλι μου».


«Ακου να σου πω, εγώ σπιούνος δε γίνομαι. Δε θα σε καταδώσω. Θα σε ρωτήσω, όμως, κάτι και θέλω να μ' απαντήσεις αντρίκεια».


«Ρώτα με».


«Χτες βράδυ, κοιμήθηκες ήσυχα;».


«Οπως κάθε βράδυ».


«Και δε φοβήθηκες;».


«Το να φοβηθώ;».


«Αυτό που είπα. Μήπως σου κόψω το λαρύγγι».


«Οχι, δε φοβήθηκα. Ακουσα που το είπες, αλλά δεν το πίστεψα».


«Γιατί δεν το πίστεψες;».


«Δε μοιάζεις για δολοφόνος. Είσαι τόσο αγαθός...».


«Θα σου δώσω μια να σου 'ρθει αντράλα μ' αυτά τα λόγια σου».


«Δεν μπορείς».


«Μπορείς, αλλά δεν το κάνεις. Γιατί μ' αγαπάς...».


«Μη μου λες εμένα τέτοια λόγια, θα σε χτυπήσω».


Πήγαμε στη δουλιά. Είχ' έρθει κάποιος ανώτερος της εταιρίας να κάνει έλεγχο. Πέρασαν από μπροστά του όλοι οι εργάτες. Πέρασα κι εγώ. Εκείνη τη μέρα το παραφόρτωνα το καρότσι με χώμα, για να του κάνω καλή εντύπωση, να δείξω ότι είμαι ικανός. Παρ' όλα αυτά, δεν του γέμιζα το μάτι και με ρώτησε:


«Πόσο χρονώ είσαι, μικρέ;».


Το ίδιο πάλι εγώ, έβαλα δυο παραπάνω. Δεν τον ξεγέλασα. Μ' απέλυσε. Δεν το πήρα κατάκαρδα. Κάπου αλλού θα βρω δουλιά, είπα.


Καθόμουν στο στρώμα του Θύμιου και περίμενα να γυρίσει απ' το λατομείο. Ηταν απ' την προηγούμενη κουβέντα μας ακόμα ζαβλακωμένος, σαν άκουσε πως μ' απόλυσαν, αναστατώθηκε περισσότερο. Του είπα:


«Ελα να σ' αποχαιρετήσω, φεύγω».


Αυτός κοίταζε πέρα, έκανε πως δε με πρόσεχε.


«Καλά», του λέω κι εγώ, «αφού δε θέλεις, φεύγω».


Σηκώθηκα, πήρα το δρόμο. Λίγο πιο κει, άκουσα τη φωνή του.


«Εεεε!».


«Τι θέλεις που φωνάζεις;».


«Τι φωνάζω, λέει. Να μ' ακούσεις».


«Ε, ναι, σ' άκουσα. Τι θέλεις;»


«Να γυρίσεις πίσω».


«Οχι, δε γυρίζω».


«Γύρνα σου λέω. Θα δείξω το γράμμα του λοχαγού και θα σε ξαναπάρουν στη δουλιά».


«Αυτό είναι που δε θέλω».


«Γύρνα πίσω, σου λέω».


«Κι εγώ σ' απαντώ: Δε γυρίζω».


«Ξεροκέφαλε, πεισματάρη!..».


Κίνησε, ήρθε αυτός κοντά μου. Κάθισε σε μια πέτρα. Μου 'πε να καθίσω κι εγώ. Μισοκάθισα. Εξυνε τα γένια του, ξεφυσούσε, αναστέναζε, βασανιζόταν. Υστερα, του ήρθαν οι λέξεις:


«Για τελευταία φορά θα σε ρωτήσω. Είν' αλήθεια αυτό που είπες ότι είσαι κόκκινος, ότι είσαι κομμουνιστής;».


«Σ' απάντησα πολλές φορές κι εγώ με το ναι. Είμαι κόκκινος, ανήκω στους κομμουνιστές».


«Μα γιατί, βρε παιδί, είσαι τόσο καλός...».


«Κι εσύ είσαι πολύ καλός. Γιατί πιστεύεις τα ψέματα για τους κομμουνιστές;».


«Θέλεις να πεις ότι ήταν ψέματα αυτά που μας έλεγε ο λοχαγός στο ευζωνικό;».


«Ναι, είναι ψέματα».


«Και τώρα που θα φύγεις, πού θα πας;».


«Θα πάω στην πολιτεία. Για κει ήταν ο σκοπός μου. Εχω πολλά όνειρα στο κεφάλι μου».


«Και θα μ' αφήσεις εμένα μόνο;».


«Εχεις τόσους εργάτες δίπλα σου. Ακόμα κι αυτόν που διαβάζει κάθε μεσημέρι τη φυλλάδα, όπως λες, το "Ριζοσπάστη"...».


«Μη μου κάνεις εμένα το δάσκαλο».


«Το δάσκαλο, όχι. Το φίλο».


«Με θέλεις για φίλο σου;».


«Εσύ με θέλεις;».


«Τζαναμπέτη, μ' έκανες να σ' αγαπήσω».


«Αμ εγώ...».


Σηκωθήκαμε. Κόμπιαζε, ήταν έτοιμος να κλάψει. Τα λόγια του έβγαιναν με δυσκολία:


«Τώρα πήγαινε και να ξέρεις... Να ξέρεις ότι εγώ... Χάιντε στο καλό και να με θυμάσαι. Πάντως εγώ...».


Με το 'να χέρι μ' αποχαιρετούσε και με τ' άλλο σκούπιζε τα μάτια του.


«Πάντως εγώ... Και μη με ξεχάσεις...».


Ετσι αποτυπώθηκε η φωνή του μέσα μου.


Να 'ξερες πόσο καλό μου 'κανες, Θύμιο, που σε γνώρισα!..

TOP READ