15 Δεκ 2017

Κάρλο Πόντσι: ο εφευρέτης των πυραμίδων



Απεργία χτες... Παρασκευή σήμερα... Σαββατοκύριακο από αύριο... Αναρωτιέμαι ποιος έχει διάθεση να διαβάζει βαρειά κείμενα και βαθυστόχαστες αναλύσεις μια τέτοια μέρα. Πολύ περισσότερο δε, αναρωτιέμαι ποιος έχει διάθεση να καθήσει να γράψει τέτοια κείμενα. Έτσι, λέω να αφήσουμε κατά μέρος όλα αυτά τα "βαρειά" (τα οποία είναι καλά και χρειαζούμενα αλλά συχνά προκαλούν δικαιολογημένη βαρεμάρα) και να διηγηθούμε μια ανάλαφρη ιστορία, η οποία και πολλά έχει να μας διδάξει και ως πρόλογος για κάτι που έχω κατά νου μπορεί να χρησιμεύσει. Κόκκινη κλωστή δεμένη, λοιπόν, το παραμύθι αρχίζει και γυρνάμε πίσω στον χρόνο...

3 Μαρτίου 1882. Σε μια μικρή ιταλική κωμόπολη ανάμεσα στην Ίμολα και την Ραβέννα, στο Λούγκο, γεννιέται ο Κάρλο Πιέτρο Τζοβάννι Γκουλιέλμο Τεμπάλντο Πόντσι. Ο Κάρλο μεγαλώνει σε μια φτωχή οικογένεια αλλά τα όνειρά του για μια μεγάλη και πλούσια ζωή είναι ανεξάντλητα. Πιάνει νωρίς δουλειά ως ταχυδρομικός υπάλληλος, με σκοπό να μαζέψει λεφτά για να σπουδάσει. Μόνο που, όταν μπαίνει στο πανεπιστήμιο, διαλέγει για παρέα του μερικά πλουσιόπαιδα, τα οποία ξημεροβραδιάζονται στα κλαμπ και τα μπαρ. Έτσι, καταφέρνει να φάει όλα του τα λεφτά σε λίγους μήνες, οπότε αναγκάζεται να παρατήσει το πανεπιστήμιο δίχως πάρει ποτέ πτυχίο και να ξαναβγεί για μεροκάματο.

Ο Τσαρλς Πόντσι στο γραφείο του στην Βοστώνη (1920)

Μη έχοντας εγκαταλείψει τα όνειρά του για μεγάλη ζωή, ο Κάρλο βλέπει τους μετανάστες ιταλούς να επιστρέφουν από τις ΗΠΑ στην πατρίδα τους, πλούσιοι πλέον. Φυσικά, δεν αργεί να πάρει απόφαση να μεταναστεύσει κι αυτός. Μαζεύει όσα χρήματα μπορεί και στις 15 Νοεμβρίου 1903 αποβιβάζεται στην Βοστώνη, έχοντας στην τσέπη μόλις δυόμισυ δολλάρια, αφού τα υπόλοιπα τα έχασε στον τζόγο κατά την διάρκεια του ταξιδιού. Αρχίζει πλένοντας πιάτα σε κάποιο ιταλικό εστιατόριο και σύντομα αναβαθμίζεται σε γκαρσόνι αλλά δεν αργεί να χάσει την δουλειά του, καθώς συλλαμβάνεται και να "τα παίρνει" από τους πελάτες για να τους εξασφαλίσει τραπέζι αλλά και να τους κλέβει στον λογαριασμό.

Έχοντας βγάλει κακό όνομα πια, ο Κάρλο φεύγει για το Μόντρεαλ, όπου πιάνει δουλειά σε μια νεότευκτη τράπεζα, την Banco Zarossi, την οποία έχει ιδρύσει ένας τετραπέρατος ιταλός, ο Λουίτζι Ζαρόσσι, για να εξυπηρετεί τους ιταλούς μετανάστες. Εκεί, ο Κάρλο κάνει δυο πράγματα. Πρώτον, αλλάζει το όνομά του σε Τσαρλς. Και δεύτερον, εξετάζει το πώς καταφέρνει ο Ζαρόσσι και δίνει στους πελάτες του διπλάσιο τόκο από τις άλλες τράπεζες (6% αντί 3%), προσελκύοντας όλο και περισσότερες καταθέσεις. Σύντομα καταλαβαίνει το μυστικό: ο Ζαρόσσι χρησιμοποιεί τα νέα ποσά που εισρέουν για να πληρώνει τους υψηλούς τόκους.

Το πάθος του για μεγάλη ζωή, όμως, τον οδηγεί για τρία χρόνια στην φυλακή, καθώς συλλαμβάνεται να έχει πλαστογραφήσει μια επιταγή πελάτη τής τράπεζας, κλέβοντάς του έτσι 423,58 δολλάρια. Μετά την αποφυλάκισή του, το 1911, επιστρέφει στις ΗΠΑ και στήνει ένα δίκτυο διακίνησης μεταναστών. Αυτό του κοστίζει δυο χρόνια στις φυλακές τής Ατλάντας, όπου γνωρίζει τον ιταλό αρχιγκάνγκστερ Ιγνάτιο Σαγιέτα ή Λούπο (Λύκος) και τον περιβόητο απατεώνα χρηματιστή Τσαρλς Μορς. Τα μαθήματα που παίρνει κι από τους δυο είναι καθοριστικά για την ζωή του.

Βγαίνοντας από την φυλακή, ο Πόντσι σχεδιάζει ακόμη μια απατεωνιά. Φτιάχνει έναν κατάλογο με μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν δήθεν επενδυτικές ευκαιρίες και τον ταχυδρομεί σε όσους γνωστούς είχε σε Αμερική και Ευρώπη. Λίγο καιρό μετά, μια ισπανική εταιρεία εκδηλώνει ενδιαφέρον και ζητάει από τον Πόντσι περισσότερες λεπτομέρειες. Στο γράμμα της, η ισπανική εταιρεία εσωκλείει και ένα διεθνές απαντητικό κουπόνι (International Relpy Coupon - IRC). Σκοπός τού IRC είναι να διευκολύνει την διεθνή αλληλογραφία, σε περιπτώσεις που κάποιος θέλει να καλύψει τα έξοδα αποστολής μιας επιστολής που περιμένει: αγοράζεται στην μια χώρα και ανταλλάσσεται με γραμματόσημο σε μια άλλη. Ο Πόντσι παρατηρεί ότι το ισπανικό IRC είναι φτηνότερο από το γραμματόσημο των ΗΠΑ στο οποίο αντιστοιχεί και πιάνει μια καλή ιδέα.

Αμέσως, στήνει μια επιχείρηση αγοράς IRC από την Ιταλία, τα οποία μετατρέπει σε ακριβώτερα γραμματόσημα ΗΠΑ, προκειμένου να κερδίσει την διαφορά. Σύντομα, όμως, καταλαβαίνει ότι έτσι δεν μπορεί να πλουτίσει, αφού και η ποσότητα IRC που διαθέτουν τα ιταλικά ταχυδρομεία είναι περιορισμένη και πολύς χρόνος χρειάζεται για να πουληθούν τα γραμματόσημα που αποκτώνται με αυτά. Τότε είναι που συλλαμβάνει την μεγάλη ιδέα, η οποία τον έκανε διάσημο.

Στην αρχή, πλησιάζει κάποιους φίλους και γνωστούς του, στους οποίους παρουσιάζει την κομπίνα με τα IRC ως την μεγάλη ευκαιρία να πλουτίσουν. Για να τους πείσει, δεν διστάζει να τους υποσχεθεί απόδοση 50% σε ενάμισυ μήνα. Αρκετοί πείθονται και του εμπιστεύονται τα χρήματά τους. Ο Πόντσι βάζει σε εφαρμογή όσα έμαθε από τον Ζαρόσσι και τον Μορς: χρησιμοποιεί ένα ποσοστό από τα ποσά που του εμπιστεύονται οι νεώτεροι "επενδυτές" για να πληρώσει τις αποδόσεις που είχε υποσχεθεί στους παλιότερους. Εκείνοι, ενθουσιασμένοι από την τόσο επιτυχημένη τοποθέτηση των χρημάτων τους, δεν διστάζουν να διαφημίσουν την επιχείρηση του Πόντσι, στέλνοντάς του νέους πελάτες. Το κόλπο "Πέτρος και Παύλος" (δηλαδή: παίρνω λεφτά από τον Πέτρο και πληρώνω τον Παύλο) επιτρέπει στον Πόντσι να αγοράσει ένα υπερπολυτελές μέγαρο και να ζήσει επί τέλους την μεγάλη ζωή που πάντα ονειρευόταν

Boston Post, 2/8/1920. Ο Ουίλλιαμ ΜακΜάστερ σωριάζει την πυραμίδα τού Πόντσι,
κερδίζοντας 65.000 δολλάρια από την εφημερίδα και ένα βραβείο Πούλιτζερ.

Κάπως έτσι, λοιπόν, στήθηκε το περίφημο "Σχέδιο Πόντσι" (Ponzi's Scheme), αυτό που εμείς μάθαμε να αποκαλούμε "πυραμίδα". Πρόκειται για την πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη "πυραμίδα", η οποία όμως έμελλε να ζήσει λιγώτερο από έξι μήνες αφού στηριζόταν σε αέρα κοπανιστό και απλώς οι νέοι "επενδυτές" πλήρωναν τους παλιούς. Όταν στις 2 Αυγούστου 1920 η "πυραμίδα" σωριάζεται, ο Πόντσι βρίσκεται με 15.000 "επενδυτές" στο χαρτοφυλάκιό του. Για να τους ικανοποιήσει όλους χρειάζεται περισσότερα από πενήντα εκατομμύρια ιταλικά IRC...

Φορτωμένος με 86 κατηγορίες για απάτη, ο Πόντσι καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης. Μετά την έφεση, η ποινή του περιορίστηκε στον έναν χρόνο αλλά του απαγορεύτηκε η έξοδος από την χώρα. Το 1925 προσπάθησε να φύγει κρυφά για την Ιταλία αλλά πιάστηκε κι αυτή την φορά έμεινε εφτά χρόνια στην φυλακή. Τελικά, οι πολιτειακές αρχές τον απέλασαν στην Ιταλία το 1934. Εκεί κλήθηκε από το φασιστικό καθεστώς τού Μουσσολίνι να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο... υπουργείο οικονομικών (!). Μαθημένος, όμως, στις απάτες, συνέχισε να προκαλεί, ώσπου αναγκάστηκε να καταφύγει κυνηγημένος στην Βραζιλία. Εκεί, σε ένα άσυλο απόρων τού Ρίο ντε Τζανέιρο, τον βρήκε ο θάνατος στις 18 Ιανουαρίου 1949, αδέκαρο και μόνο...


Υστερόγραφο. Η μεγαλύτερη απάτη τύπου "πυραμίδας" στην ιστορία είναι εκείνη που στήθηκε από τον Μπένραρντ Μάντοφ, αποκαλύφθηκε τον Δεκέμβριο του 2008 και εφέτος έγινε τηλεταινία με τίτλο "The Wizard of Lies" (ελληνικός τίτλος: "Η απάτη του αιώνα"), στην οποία πρωταγωνιστούν ο Ρόμπερτ ΝτεΝίρο και η Μισέλ Πφάιφφερ. Δείτε την!

Ο Ουόλτ Ντίσνεϋ στην υπηρεσία του Μακαρθισμού και της αντικομμουνιστικής υστερίας

Οι ήρωες της Ντίσνεϋ, της οποίας ο ιδρυτής έφυγε από τη ζωή πριν 51 χρόνια στις 15.12.2017, δε χρήζουν συστάσεων, καθώς συντρόφευσαν και θα συντροφεύουν εκατομμύρια μικρών και μεγάλων παιδιών ανά την υφήλιο. Κάπως λιγότερο γνωστή είναι πολιτική διαδρομή του Ουόλτ Ντίσνεϋ, που σημαδεύτηκε από υπερσυντηρητικές θέσεις και στυγνό αντικομμουνισμό, ο οποίος τον οδήγησε μεταξύ άλλων στη θέση του μάρτυρα κατηγορίας κατά συναδέλφων κι εργαζομένων του ενώπιον της διαβόητης HUAC, της Επιτροπής Αντιαμερικανικών δραστηριοτήτων, την περίοδο του μακαρθισμού. Το κείμενο που ακολουθεί και του οποίου εκτενή αποσπάσματα μεταφράζουμε σήμερα, δίνει με εξαίρεση ίσως 1-2 ελαφρώς απολογητικά υπέρ του Ντίσνεϋ σημεία, μια ακριβοδίκαιη περιγραφή τόσο της πολιτικής του μετατόπισης από υποστηρικτή του Ρούζβελτ σε φανατικό Ρεπουμπλικάνο, όσο και των άθλιων εργοδοτικών του πρακτικών και του τρόπου με τον οποίο η κατάθεση του στη HUAC κατέστρεψε την καριέρα πρώην εργαζομένων του.
Μετά το Β’Παγκόσμιο πόλεμο, η Αμερική ανησυχούσε έντονα για την προστασία της από την “Κόκκινη Απειλή”. Ο Ψυχρός πόλεμος δημιούργησε μια εποχή παράνοιας πως οι κομμουνιστές ανά πάσα στιγμή θα μας επιτίθονταν με πυρηνικά όπλα και θα μας έθαβαν όλους.
Πολλοί γνωρίζουν ίσως τις δραστηριότητες του γερουσιαστή Τζο Μακάρθυ και τις μεθόδους κηνυγιού μαγισσών κατηγορώντας ανθρώπους πως ήταν πιθανόν κομμουνιστές. Υπήρξαν επίσης δημόσιες ακροάσεις με στόχο να εντοπιστούν φιλοκομμουνιστές συμπαθούντες στην κινηματογραφική βιομηχανία, που τάχα επηρέαζαν τα μηνύματα που παρουσιάζαν οι Αμερικανικές ταινίες. Λίγοι γνωρίζουν ωστόσο ότι η βιομηχανία κινουμένων σχεδίων ήταν η ίδια επίσης στόχος και πολλοί δημιουργοί εκεί έχασαν τα προς το ζην λόγω υποπτευόμενων κομμουνιστικών συμπαθειών. Το να σταμπαριστεί κάποιος ως κομμουνιστής ήταν αρκετό για να απολυθεί και να μπει σε μαύρη λίστα κάποιος για χρόνια στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας.
Ο Ουόλτ Ντίσνεϋ κλήθηκε στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών δραστηριοτήτων ως “φιλικός μάρτυρας”, που σήμαινε πως όχι μόνο εναντιωνόταν σθεναρά στον κομμουνισμό, αλλά ήταν και πρόθυμος να “πει ονόματα” ανθρώπων δημοσίως για τους οποίους πίστευε πως μπορεί να είχαν κομμουνιστικές τάσεις.
Θα ήταν λίγο να αποκαλέσουμε τον Ντίσνεϋ πολιτικά αφελή. Ήδη από το 1931, μια ναζιστική εφημερίδα καταδίκαζε το Μίκυ Μάους ως “το πιο άθλιο ιδανικό που αποκαλύφθηκε ποτέ… To ακάθαρτο και καλυμμένο με βρωμιά παράσιτο, ο μεγαλύτερος φορέας βακτηρίων στο ζωϊκό βασίλειο δε μπορεί να είναι το ιδανικό είδος ζώου. Κάτω ο Μίκυ Μάους!” Ο Αδόλφος Χίτλερ επανειλημμένα καταδίκασε τον Μίκυ Μάους και το 1937 προσπάθησε να απαγορεύσει εντελώς το Μίκυ από τους κινηματογράφους της Γερμανίας. Η απάντηση του Ουόλτ στο περιοδικό Overland Monthly ήταν να δηλώσει: “Ο κύριος Χίτλερ, ο γερο-ναζί λέει πως ο Μίκυ είναι ανόητος. Για φαντάσου! Λοιπόν, ο Μίκυ κάποια μέρα θα σώσει τον κύριο Α. Χίτλερ από πνιγμό ή κάτι τέτοιο μια μέρα…τότε θα ντρέπεται ο κύριος Α. Χίτλερ…” Στην καλύτερη των περιπτώσεων, ο Ουόλτ ενδεχομένως να ανησυχούσε για την επιρροή του Χίτλερ στη διανομή του προϊόντος του στο εξωτερικό, σίγουρα όμως δεν είχε την πολιτική οξυδέρκεια να δει πώς η πολιτική ατζέντα του Χίτλερ επηρέαζε τον αμερικανικό τρόπο της ζωής.
Ως νεαρός άντρας ο Ουόλτ πραγματικά δεν είχε πολιτικές διασυνδέσεις παρά τη στήριξη του στο Φραγκλίνο Ρούζβελτ. […] Καθώς μεγάλωνε, ο Ουόλτ έγινε ένας ιδιαίτερα συντηρητικός Ρεπουμπλικάνος που συχνά εκφόβιζε το προσωπικό του να δίνει εισφορά σε Ρεπουμπλικανούς πολιτικούς κατά την προεκλογική τους εκστρατεία για διάφορα αξιώματα. Ένας συνεργάτης στο χώρο του κινουμένου σχεδίου μου είπε πως τη δεκαετία του εξήντα, το αυτοκινητάκι του γκολφ, το οποίο συνήθιζε να φέρνει βόλτα γύρω-γύρω από το πίσω πάρκινγκ των στούντιο της Ντίσνεϋ είχε ένα μεγάλο αυτοκόλλητο όπου έγραφε: ¨Ψηφίστε Γκολντγουότερ!” (Μπάρυ Γκολντγουότερ, 1909-1998, υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών στις προεδρικές εκλογές του ’64, γνωστός για τις υπερσυντηρητικές του θέσεις, σ.τ.Μ) Όταν ο Ουόλτ σε μια ομιλία του ανέφερε πως είχε κάποιες κλήσεις για παράνομη αριστερή στροφή και ο αξιωματικός της τροχαίας τον προειδοποίησε να στρίβει μόνο δεξιά στο μέλλον, ο Ουόλτ χαμογέλασε και του είπε πως αυτό θα ήταν μια εύκολη απαίτηση για τί “Ούτως ή άλλως προς τα εκεί κλίνω”. Πολλοί θεωρούν πως ήταν η διαβόητη απεργία της Ντίσνεϋ το 1941 που τον απέστρεψε από τις παλαιότερες φιλελεύθερες θέσεις του προς σε μια σκληροπυρηνική συντηρητική οπτική.
Στη διάρκεια της απεργίας στα στούντιο της Ντίσνεϋ το 1941, ο Ουόλτ έβγαλε πληρωμένη καταχώρηση στο Variety, την εφημερίδα του κλάδου στις 2 Ιούλη 1941 για να διακηρύξει πως : Είμαι απόλυτα πεπεισμένος πως κομμουνιστική υποκίνηση, ηγεσία και δραστηριότητες προκάλεσαν αυτή την απεργία.” Ο δημιουργός κινουμένων σχεδίων Ward Kimball, (που δεν κατέβηκε σε απεργία αλλά έμεινε μες στο στούντιο της Ντίσνεϋ ως μέρος της διοίκησης) μου είπε πως ήταν συνήθης υπερβολή του Ουόλτ να αποκαλεί τους απεργούς “κομμουνιστές”. Ήταν ένας εύκολος τρόπος υπνόμευσης της αξιοπιστίας κάποιου. Η λογική του Ουόλτ ήταν πως οποιασδήποτε εναντιωνόταν σε κάτι που ήθελε να κάνει έπρεπε οπωσδήποτε να είναι κομμουνιστής γιατί ο ίδιος ήταν φανατικός Αμερικανός.
Κατά βάση ο Ουόλτ ένιωσε προδομένος από τα “αγόρια” του και αποφάσισε πως ο μόνος λόγος προδοσίας δε θα μπορούσε παρά να είναι εξωτερικές επιρροές, όπως κομμουνιστές αγκιτάτορες. Ο Ουόλτ ήταν επίσης γνωστό πως το έφερε βαρέως για χρόνια, κι όταν η ευκαιρία παρουσιάστηκε έξι χρόνια μετά την απεργία, ο Ουόλτ, ακόμα θιγμένος από όσα είχε περάσει κατά τη διάρκεια της απεργίας, ξέσπασε ενάντια σε εκείνους που θεωρούσε πως είχαν καταστρέψει τη χρυσή εποχή των κινουμένων σχεδίων της Ντίσνεϋ
Καθώς διαβάζετε τη μαρτυρία του Ουόλτ Ντίσνεϋ για την Επιτροπή, ας δούμε καλύτερα ορισμένους από τους χαρακτήρες που αναφέρει ο Ντίσνεϋ. Ο Χέρμπερτ Σόρελ σίγουρα ήταν μισητός στο Ουόλτ, αλλά δεν υπάρχει λόγος να πιστέψει κανείς πως ήταν κομμουνιστής (ο Σόρελ ήταν δραστήριος συνδικαλιστής του Χόλυγουντ, με καταδίκες στο ενεργητικό του για τη δράση του. Παρότι πράγματι ο ίδιος δήλωνε πως δεν ήταν κομμουνιστής κι είχε έρθει σε σύγκρουση με το ΚΚΗ, χρόνια μετά το θάνατό του διατυπώθηκαν ισχυρισμοί πως είχε διασυνδέσεις με τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες, σ.τ.Μ). Άλλοι φιλικοί μάρτυρες απέτυχαν να τον αναγνωρίσουν ως κομμουνιστή παρότι τους δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες να το κάνουν. Ο Σόρελ ήταν ηγέτης και διαπραγματευτής του συνδικάτου σκιτσογράφων κινηματογράφου και γνωστός για την επιμονή του. Υπάρχουν ενδείξεις πως ο Ουόλτ δεν ενδιαφερόταν για τον Σόρελ τόσο προσωπικά όσο και επαγγελματικά.
Ο Ουίλιαμ Πόμερανς προσελήφθη από την ένωση μετά την απεργία και δεν είχε καμία σχέση μαζί της. (Ο σκιτσογράφος κλήθηκε εκ νέου από την Επιτροπή στα 1952, αρνούμενος να απαντήσει αν είχε υπάρξει μέλος του ΚΚ, σ.τ.Μ)
Ο Ντέιβιντ Χίλμπερμαν (κινηματογραφικός σκιτσογράφος, από τους πρωτοπόρους της κλασικής εποχής των κινουμένων σχεδίων, συμμετείχε μεταξύ άλλων στη δημιουργία του “Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι” και “Μπάμπι το ελαφάκι” σ.τ.Μ) δύσκολο να ήταν ο “μεγάλος ηγέτης” πίσω από την απεργία. Ο Αρτ Μπάμπιτ αξίζει αυτή την τιμή (ο Μπάμπιτ, αν και ήταν ήδη από τους πιο ακριβοπληρωμένους σκιτσογράφους της Ντίσνεϋ -μεταξύ πολλών άλλων θεωρείται εμπνευστής του Γκούφυ- κατά το ξέσπασμα της απεργίας, έδωσε την αμέριστη στήριξη του στα αιτήματα των λιγότερο προβεβλημένων συναδέλφων του, σ.τ.Μ). Η ενεργή του εμπλοκή προκάλεσε το μίσος του Ουόλτ με μια ένταση που κατέληξε στο να ελαχιστοποιούνται τα επιτεύγματα του Μπάμπιτ στο Στούντιο ή να εξαλείφονται τελείως. Η αρχική απόλυση του Μπάμπιτ ήταν η σπίθα της απεργίας. Τελικά ο Μπάμπιτ επαναπροσλήφθηκε και απολύθηκε τρεις ακόμα φορές από τον Ουόλτ. Η δουλειά του Χίλμπερμαν στη διάρκεια της απεργίας ήταν να μελετάει νομικά σε τοπική βιβλιοθήκη και να κάνει μια συνάντηση στο σπίτι του όπου κόσμος υπέγραφε κάρτες, ζητώντας από το Συνδικάτο σκιτσογράφων κινηματογράφου να τους αντιπροσωπεύσει. Ο Χίλμπερμαν ήταν ένας μόνο από πολλούς που συνέλεξαν τις κάρτες. To πέρασμα του Χίλμπερμαν από ένα ρωσικό θίασο ήταν σε μια θλιμμένη και μοναχική περίοδο, όταν ένιθωε νοσταλγία και δεν είχε περάσει πολύ καιρό εκεί, όταν μπήκε στα Στούντιο της Ντίσνεϋ. Το τμήμα δημοσίων σχέσεων της Ντίσνεϋ θεωρούσε την εκπαίδευσή του στη Ρωσία ως καλλιτεχνικό προσόν. Ωστόσο, αυτό το σύντομα πέρασμα από τη Ρωσία ήταν αρκετό να ρίξει σκιά πάνω στην πολιτική του αξιοπιστία.
Η κατάθεση του Ντίσνεϋ έβλαψε αρκετούς ανθρώπους, ιδιαίτερα το Ντέιβιντ Χίλμπερμαν. Μετά την απεργία, ο Χίλμπερμαν άφησε το στούντιο και βοήθησε στην ίδρυση της UPA και αργότερα του δικού του στούντιο κινουμένων σχεδίων, το Tempo, μαζί με τον Ουίλιαμ Πόμεραν, που παρήγαγε κινούμενα σχέδια για τηλεοπτικές διαφημίσεις. Το 1954, το New Counterattack , ένα αντικομμουνιστικό ενημερωτικό δελτίο ξέθαψε τη μαρτυρία του Ουόλτ κι έδωσε το υλικό στον Ουόλτερ Ουίντσελ (σχολιαστής του τύπου και της τηλεόρασης, θερμός υποστηρικτής του μακαρθισμού, αργότερα περιήλθε σε ανυποληψία, σ.τ.Μ) που το τύπωσε στη στήλη του και μέσα σε μια μέρα όλα τα διαφημιστικά γραφεία απέσυραν τις δουλειές τους από την TEMPO και η εταιρεία καταστράφηκε. Η κατάθεση του Ουόλτ κυριολεκτικά κατέστρεψε τους Χίλμπερμαν και Πόμερανς, καθώς μπήκαν στη μαύρη λίστα Red Channels, λίστα με άτομα απαράδεκτα προς πρόσληψη.
Ο Ουόλτ είχε πολύ έντονες αντικομμουνιστικές πεποιθήσεις. Ένας συνεργάτης του θυμάται πως ακόμα και στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα, ο Ουόλτ παραπονιόταν για την κομμουνιστική επιρροή στην κινηματογραφική βιομηχανία. Ο Ουόλτ ήταν ιδρυτής και αντιπρόεδρος το 1944 της MPA, της Κινηματογραφικής συμμαχίας για τη Διατήρηση των Αμερικανικών Ιδανικών (Motion Picture alliance for the Preservation of American Ideals). “Η ΜΡΑ οργανώθηκε για να αντιπαλέψει το αυξανόμενο κύμα κομμουνισμού, φασισμού και παρόμοιων αντιλήψεων που επιζητούν δια βίαιων μέσων να υπονομεύσουν και να αλλάξουν των αμερικανικό τρόπο ζωής”. Το 1947, την ίδια χρονιά με την κατάθεση του Ουόλτ, η ΜΡΑ δημοσίευσε έναν οδηγό για παραγωγούς, που απαριθμούσε κάποιες από τις “ανεπαίσθητες κομμουνιστικές πινελιές” που έπρεπε να αποφεύγονται στα κινηματογραφικά σενάρια. Ανάμεσα στις συμβουλές βρίσκονταν τα εξής:
1. Μην συκοφαντείτε το σύστημα του ελεύθερου επιχειρείν
2.Μη συκοφαντείτε βιομηχάνους
3.Μη συκοφαντείτε τον πλούτο. “Είναι η σωστή ευχή κάθε αξιοπρεπούς Αμερικανού, να σταθεί στα πόδια του, να βγάζει το ψωμί του, και να είναι όσο καλύτερος γίνεται. “
4. Μη συκοφαντείτε το κίνητρο του κέρδους
5. Μη συκοφαντείτε την επιτυχία
6. Μην ηρωοποιείτε την αποτυχία
7.Μην ηρωοποιείτε την ηθική κατάπτωση. “Με το μαλακό η ιστορίες για φονιάδες, διεστραμμένους και όλα αυτά τα μιαρά πράγματα”
8. Μη θεοποιείτε τον “απλό άνθρωπο”. Ο “απλός άνθρωπος” είναι ένα από τα χειρότερα κομμουνιστικά σλόγκαν και υπερβολικά πολλοί από μας πέσαμε θύματα του χωρίς να το σκεφτούμε. Ποτέ μη χρησιμοποιείτε καμία φράση περί απλού ανθρώπου και κοσμάκη. Δεν είναι αμερικανική αντίληψη το να είναι κανείς είτε απλός είτε μικρός.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε για εκείνη την περίοδο τα λόγια του Ντάλτον Τράμπο, ενός σεναριογράφου που υπέφερε σκληρά από τη μαύρη λίστα και το κομμουνιστικό κηνύγι μαγισσών: “Όταν ξανακοιτάς πίσω σε αυτή τη σκοτεινή περίοδο, όπως νομίζω πως πρέπει να κάνεις πού και πού, δεν θα κάνει καλό να ψάξεις για κακούς ή ήρωες ή αγίους ή διαβόλους, γιατί δεν υπήρξαν, υπήρξαν μόνο θύματα“.
Το πραγματικό λυπηρό είναι πως το αστυνομικό τμήμα του Λος Άντζελες είχε ήδη διαβρώσει το Κομμουνιστικό Κόμμα (ένα νόμιμο πολιτικό κόμμα, ειρήσθω εν παρόδω) ήδη από το 1928 και από το 1936 ως το 1945 δυο αξιωματικοί που δρούσαν μυστικά ήταν υπεύθυνοι στρατολόγησης μελών του κόμματος κι έτσι η Επιτροπή είχε πρόσβαση στις λίστες των μελών του κόμματος και άλλα αρχεία και δεν είχε ανάγκη να συλλέξει ονόματα και πληροφορίες από τις δημόσιες ακροάσεις πέραν του να δημιουργεί δημόσια θεάματα που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα επανεκλογής της επιτροπής και των μελών της.
Για ιστορικούς λόγους, το τελευταίο μέρος της στήλης είναι ένα αντίγραφο της κατάθεσης του Ουόλτ στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών δραστηριοτήτων. Είναι από τα λίγα ντοκουμέντα εκεινης της περιόδου που δείχνει μια αλογόκριτη παρουσίαση από τον ίδιο τον Ουόλτ χωρίς υποβοήθηση από το το τμήμα δημοσίων σχέσεων ή το νομικό τμήμα, που μπορεί νας μας βοηθήσει να καταλάβουμε πώς σκεφτόταν και εκφραζόταν ο ίδιος. Σε κατοπινά χρόνια, οι περισσότεροι ιστορικοί πιστεύουν πως ο πραγματικός κακός της απεργίας της Ντίσνεϋ ήταν ο επικεφαλής του νομικού τμήματος της Ντίσνεϋ, Γκούντερ Λέσινγκ, που ενδεχομένως έδωσε στον Ουόλτ παραπλανατηικές και “επιλεκτικές” συμβουλές σχετικά με τα συνδικάτα και πώς να τα χειριστεί.
Ένας πρωτοσέλιδος τίτλος στους New York Times στις 25 Οκτώβρη 1947 ανακοίνωνε πως “Ο Ντίσνεϋ καταγγέλλει κομμουνιστές”. Το άρθρο σημείωνε επίσης πως ο βασικός μάρτυρας των ακροάσεων εκείνης της μέρας, ο Ουόλτ Ντίσνεϋ, απέτυχε να γεμίσει την αίθουσα με θεατές, όπως είχε κάνει ο φιλικός μάρτυρας Ρόναλντ Ρήγκαν την προηγούμενη μέρα.
Στη διάρκεια της μαρτυρίας του, ο Ουόλτι έκανε “σαρδάμ”, μπερδεύοντας τη Λίγκα Γυναικών Ψηφοφόρων (League of Women voters) με μια άλλη ομάδα που λεγόταν Λίγκα καταναλωτριών (League of Women shoppers), μια αριστερή ομάδα που έστελνε επιστολές στα Στούντιο της Ντίσνεϋ υποστηρίζοντας το συνδικάτο και νουθετώντας τον Ντίσνεϋ στη διάρκεια της απεργίας. Αυτό το ολίσθημα οδήγησε στη διακωμώδηση του Ουόλτ σε διάφορα εκδοτικά σημειώματα εφημερίδων […], έτσι ο Ουόλτ έστειλε τηλεγράφημα στην επιτροπή και στη συνάντηση της 28ης Οκτώβρη, τα ακόλουθα διαβάστηκαν από τον Ουόλτ Ντίσνεϋ στα επίσημα πρακτικά:
Κ. Στρίπλινγκ: Κύριε Πρόεδρε, πριν καλέσουμε τον πρώτο μάρτυρα, θα ήθελα να διαβάσω για τα πρακτικά ένα τηλεγράφημα που ελήφθη χθες από τον Ουόλτ Ντίσνεϋ, που είχε καταθέσει προηγουμένως. Γράφει:
Μια κάποια σύγχυση προκλήθηκε σχετικά με την κατάθεση μου σε σχέση με τη Λίγκα Γυναικών Ψηφοφόρων. Η μαρτυρία μου αναφερόταν στο έτος 1941 , περίοδος κατά την οποία διάφορες γυναίκες αυτοπαρουσιαζόταν ως μέλη της Λίγκας Γυναικών Ψηφοφόρων. Θέλω να πω ότι δεν είχα καμία πρόθεση να ασκήσω κριτική στη Λίγκα Γυναικών Ψηφοφόρων. Παρακαλώ αυτό να διαβαστεί στην επιτροπή τη Δευτέρα και να προστεθεί στην κατάθεση μου. Ουόλτ Ντίσνεϋ. […]
Πρόεδρος: Δεκτόν, χωρίς ένσταση.
[…]

Η «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΑΪΜΑΡΗΣ» Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΓΙΑΛΤΑ


Picture Τα τελευταία χρόνια, με αφορμή το «φούσκωμα» της Χρυσής Αυγής από το αστικό πολιτικό σύστημα, φούντωσε το ζήτημα του τέλους της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης», η οποία κατά τους αστούς πολεμήθηκε γι' αυτό ο Χίτλερ και το κόμμα του, στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης 1929 - 1933 κατέλαβαν την κυβερνητική εξουσία. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα. Στόχος είναι η αποτροπή της εργατικής τάξης και των συμμάχων της από τον αντικαπιταλιστικό, αντιμονοπωλιακό αγώνα ως μονόδρομο για την οριστική διέξοδο από την κρίση σε όφελός τους με την εργατική, λαϊκή εξουσία, την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τον εργατικό έλεγχο. Οι αστοί συγκαλύπτουν ότι ο Χίτλερ πήρε την κυβερνητική εξουσία, με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης και την αμέριστη συνδρομή της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που υπηρετούσαν τα μονοπώλια και την εξουσία τους. Των μονοπωλίων επιλογή ήταν ο Χίτλερ.

Επίσης, οι αστοί, προκειμένου να εμποδίσουν την πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της για το σοσιαλισμό, ρίχνουν λάσπη στη Σοβιετική Ενωση, αναπαράγοντας το μεγάλο ψέμα, ότι συμφώνησε, αν δεν επέβαλε, στο «μοίρασμα του κόσμου», μετά το Β' Παγκμόσμιο Πόλεμο, γι' αυτό τάχα και στην Ελλάδα, μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική ιμπεριαλιστική κατοχή δε νίκησε, δεν πήρε την εξουσία ο λαός.Σ' αυτά τα δύο ζητήματα αναφέρεται το σημερινό ένθετο του «Ριζοσπάστη» «Ιστορία», προβάλλοντας την ιστορική αλήθεια την οποία παραχαράσσουν οι αστοί.

Στις 28 Φλεβάρη 1933, ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης του Χίτλερ, ο πρόεδρος της Γερμανίας Χίντενμπουργκ ανέστειλε με έκτακτο διάταγμα όλα τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που εγγυόντουσαν την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών Οργανώσεων. Ετσι, λένε, καταλύθηκε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης και επικράτησε ο φασισμός. Αντικαταστάθηκε μια μορφή διακυβέρνησης της δικτατορίας των μονοπωλίων με μία άλλη.
Ποια είναι όμως η πραγματική ιστορία; Η γερμανική προλεταριακή επανάσταση (3 Νοέμβρη 1918 - Γενάρη 1919, στη Βαυαρία έως τον Απρίλη του ίδιου έτους) έχοντας ως υπόβαθρο, όπως και η Οχτωβριανή της Ρωσίας του 1917, τη μαζική εξαθλίωση που επέφερε για τις λαϊκές μάζες ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, παρουσίασε κοινά χαρακτηριστικά με εκείνη, όπως για παράδειγμα τα επαναστατικά συμβούλια εργατών και ναυτών. Η μεγάλη ποιοτική διαφορά ήταν το γεγονός ότι στη Γερμανία απουσίαζε το μαζικό και ταξικά συνεπές κόμμα του προλεταριάτου, το κομμουνιστικό (οι πρωτοπόροι επαναστάτες της ομάδας «Σπάρτακος» προχώρησαν στη δημιουργία τέτοιου κόμματος στο απόγειο της επανάστασης). Παρ' όλα αυτά, η δράση του προλεταριάτου, με αρχικούς στόχους που ξεπερνούσαν τα καπιταλιστικά πλαίσια κλόνισε σοβαρά την εξουσία της ηττημένης στον πόλεμο γερμανικής αστικής τάξης.

Αν και η δράση των επαναστατημένων μαζών προσέγγιζε την αντικειμενική ανάγκη της σύμπλεξης των εθνικών και αστικοδημοκρατικών διεκδικήσεων με τη διεκδίκηση της προλεταριακής εξουσίας, η ελλιπής αντίληψη που είχαν για το σοσιαλισμό και για το δρόμο που οδηγεί σε αυτόν (στρατηγική), καθώς και οι αυταπάτες που διατηρούσαν ως προς το χαρακτήρα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (το κόμμα που με το ξέσπασμα του πολέμου ηγεμόνευσε στο χώρο του σοσιαλσοβινισμού) υποχρεωτικά οδηγούσε στο συμβιβασμό με τους αστούς, στην καλλιέργεια κοινοβουλευτικών αυταπατών και στον περιορισμό ακόμα και των αστικών μεταρρυθμίσεων. Ενώ, για παράδειγμα, οι μάζες αρχικά διεκδικούσαν, μεταξύ άλλων, την κατάργηση της στρατοκρατίας και του ιδιαίτερου ρόλου του στρατού στην πολιτική ζωή, οι σοσιαλδημοκράτες που ασκούσαν πλέον την κυβερνητική εξουσία, συνεπείς στις δεσμεύσεις τους, όχι απέναντι στις επαναστατημένες μάζες, αλλά απέναντι στους αστούς, αξιοποίησαν τον αυτοκρατορικό στρατό για να πνίξουν στο αίμα το εξεγερμένο προλεταριάτο του Βερολίνου και άλλων πόλεων και αργότερα της Βαυαρίας. Με αφορμή τη στυγνή δολοφονία των ηγετών της επανάστασης Κ. Λίμπκνεχτ και Ρ. Λούξεμπουργκ, ο Λένιν σε ομιλία του στις 19/1/1919 κατάγγειλε το νέο ρόλο που ανέλαβε η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD), τους Εμπερτ (Ebert) και Σάιντεμαν (Scheidemann) ως δημίους των προλεταριακών ηγετών, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι «... η "Δημοκρατία" είναι τελικά ένα μασκάρεμα της αστικής ληστείας και της πιο κτηνώδους βίας».

Η συντακτική εθνοσυνέλευση που εκλέχτηκε το Γενάρη του 1919 και η υιοθέτηση του Συντάγματος της Βαϊμάρης (4-28 Φλεβάρη) αντικατόπτριζαν την εδραίωση ξανά της εξουσίας των αστών, που σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, δε χρειάζονταν πλέον να τη μοιράζονται και με τον αυτοκράτορα (Κάιζερ). Ταυτόχρονα, ο όρος Reich (Ράιχ = αυτοκρατορία - «βασίλειο») παρέμεινε στο νέο Σύνταγμα, παρά την πρόταση που τέθηκε για αλλαγή του σε «Δημοκρατία» (Republik).

Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, σε σύγκριση με το προηγούμενο του Βίσμαρκ (1871) εμπεριείχε πιο προωθημένες διατάξεις (όπως η γενίκευση του δικαιώματος ψήφου σε όλους τους «πολίτες» άνω των 20 ετών, η δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφισμάτων, κ.λπ.), που απλά απέβλεπαν στην πρόσδεση του λαού στα συμφέροντα των καπιταλιστών. Για την αποφυγή οποιασδήποτε «παρεξήγησης» επ' αυτού, το άρθρο 48 του Συντάγματος έδινε στον Πρόεδρο της χώρας (αναδεικνυόταν με άμεση ψηφοφορία από το λαό) να αναστέλλει όλες τις συνταγματικές ελευθερίες και να διατάσσει την επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων, στην περίπτωση «που παρεμποδίζεται σημαντικά ή απειλείται η δημόσια ασφάλεια και τάξη» (αντίστοιχες διατάξεις έχουν όλα τα αστικά συντάγματα). Picture
Το εν λόγω άρθρο, αξιοποιήθηκε κατά κόρον την περίοδο 1919 - 1933 για την καταστολή εργατικών απεργιακών αγώνων, για τη διάλυση συνταγματικά εκλεγμένων κυβερνήσεων των κρατιδίων όταν αυτές δεν ταίριαζαν απόλυτα με τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης, για την «εν ψυχρώ» προώθηση των πιο αντιδραστικών απαιτήσεων των μεγαλοβιομηχάνων, για την αναστολή της κοινοβουλευτικής δράσης και στο τέλος, ως κατώφλι για το πέρασμα στην ανοιχτή φασιστική δικτατορία των εθνικοσοσιαλιστών.

Στα πρώτα χρόνια, ως απόρροια και της ήττας στον πόλεμο, εμφανίζεται ένα πρωτόγνωρο πληθωριστικό «τσουνάμι»1, που ενέτεινε κατά πολύ την αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου σε βάρος της εργατιάς και των μικροαστικών στρωμάτων και προς όφελος των μονοπωλιακών ομίλων που γιγάντωναν μέρα με τη μέρα, μέσα και από τη ραγδαία διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης (μόνο ο πολυεκατομμυριούχος Χούγκο Στίνες (Hugo Stinnes) την περίοδο του ραγδαίου πληθωρισμού εξαγόρασε 1.664 επιχειρήσεις με 300.000 εργαζόμενους!). Καθ' όλη τη δεκαετία του '20 η αναδιανομή λειτούργησε και προς όφελος των μονοπωλίων των νικητριών δυνάμεων του πολέμου, με βάση τις πολεμικές αποζημιώσεις, που προέβλεπε η συνθήκη των Βερσαλιών και οι κατοπινές ενδοϊμπεριαλιστικές ρυθμίσεις. Ιδιαίτερα ενισχυμένη παρουσία στη Γερμανία απέκτησαν οι αμερικάνικοι μονοπωλιακοί όμιλοι και ειδικά οι τραπεζικοί.

Αν τα πρώτα χρόνια της Βαϊμάρης, οι πραξικοπηματικές απόπειρες στρατιωτικών (το Μάρτη 1920 οι μοναρχικοί στρατιωτικοί με επικεφαλής το γενικό επιτελάρχη Καπ (Kapp), τον στρατηγό Λούντεντορφ (Lundendorff) κ.ά. και το Νοέμβριο του 1923 ο Χίτλερ ξανά με τον Λούντεντορφ) αποτυγχάνουν να καταλύσουν την αστική δημοκρατία, αυτό οφειλόταν τόσο στο γεγονός ότι το συγκροτημένο πλέον ΚΚ Γερμανίας τέθηκε επικεφαλής αποφασιστικών εργατικών ένοπλων αγώνων, όσο και στο γεγονός ότι η σφοδρή ενδοκαπιταλιστική διαπάλη ανάμεσα σε διάφορους μονοπωλιακούς ομίλους για την πρωτοκαθεδρία, δεν επέτρεπε τη σύνταξη κοινού σχεδίου αντιμετώπισης της συνταγματικής δημοκρατίας και την ύπαρξη κοινής εναλλακτικής πρότασης. Αυτό δε σημαίνει ότι οι αστοί αντιμετώπισαν με αδιαφορία το φασισμό.

Απλά δεν είχαν καταλήξει ποιο από τα πάμπολλα εκείνη την εποχή παραστρατιωτικά, εθνικιστικά και φασιστικά σχήματα ήταν το καταλληλότερο. Πάντως, αν στην αρχή το Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας (NSDAP) του Χίτλερ είχε ως χρηματοδότες (η «διαπλοκή» και τότε ήταν σύμφυτη του καπιταλισμού) Βαυαρούς καπιταλιστές μεσαίου μεγέθους, ήδη τον Οκτώβρη του 1923 (μόλις ένα μήνα πριν το αποτυχημένο πραξικόπημα) ο Φριτς Τύσσεν (Fritz Thyssen - επικεφαλής του ομώνυμου ομίλου) το ενίσχυσε με 100.000 χρυσά μάρκα2. Αντίστοιχα έπραξε και ο έτερος μεγαλοβιομήχανος Ερνστ φον Μπόρζιχ (ErnstvonBorsig). Αλλά και το αστικό πολιτικό σύστημα συνολικά δε φάνηκε εχθρικό σε τέτοια φαινόμενα. Ετσι ο Χίτλερ για την απόπειρά του καταδικάστηκε «επί εσχάτη προδοσία» σε 5 χρόνια φυλάκιση, αλλά ήδη το Δεκέμβρη 1924 ήταν και πάλι ελεύθερος και με πολιτικά δικαιώματα. Ο δε Λούντεντορφ δεν δικάστηκε καν! Και όλα αυτά χωρίς την παραμικρή ένσταση των σοσιαλδημοκρατών και αστών «λάτρεων» της αστικής δημοκρατίας.

Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί, ότι καθ' όλη την περίοδο 1919 - 1932, στην κυβερνητική εξουσία το σοσιαλδημοκρατικό και τα αστικά κόμματα (τα περισσότερα εμπεριείχαν στην ονομασία τους και τον προσδιορισμό «λαϊκό») είτε εναλλάσσονταν το ένα με το άλλο, είτε συγκυβερνούσαν, χωρίς όμως κανένα από αυτά να μπορεί να υλοποιήσει τις δημαγωγικές εξαγγελίες για «τη σωτηρία του Λαού», που όλο αυτό το διάστημα, με πρωτοπορία την εργατική τάξη συνέχιζε να διεκδικεί τα δικαιώματά του με διάφορες μορφές (ένοπλες εξεγέρσεις, απεργίες, κ.λπ.). Ούτε, βέβαια, μπόρεσαν, παρά την «ικανότητά» τους να κρατήσουν τη Γερμανία έξω από τη δίνη της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 1929. Αυτό που κατάφεραν (γιατί αυτό άλλωστε επιδίωκαν) είναι με τις επιχορηγήσεις, με κρατικές παραγγελίες και με άλλα εξίσου «δημοκρατικά» μέτρα να ενισχύσουν ξανά και σε παγκόσμιο επίπεδο τη θέση της ντόπιας χρηματιστικής ολιγαρχίας. Το 1932, καθώς η επίδραση της οικονομικής κρίσης και η δράση των κομμουνιστών ανεβάζουν σημαντικά το οργανωμένο εργατικό κίνημα, επιλέγεται η απομάκρυνση της σοσιαλδημοκρατίας από την κεντρική κυβέρνηση (παρέμεινε κυβέρνηση όμως στο μεγαλύτερο κρατίδιο, την Πρωσία) ακριβώς για να μην απολέσει την «έξωθεν καλή μαρτυρία» και για να μπορέσει πιο πειστικά να κρατήσει τα εργατικά στρώματα και τα συνδικάτα τους, υπό τον έλεγχό της. Ταυτόχρονα, η αμιγώς αστική κυβέρνηση «εθνικής συγκέντρωσης» (30/5/1932) άνοιγε το δρόμο του συνταγματικά νόμιμου «πραξικοπήματος» της εφαρμογής του άρθρου 48 που αναφέρεται παραπάνω.

Με βάση αυτό εκδιώχθηκε η σοσιαλδημοκρατία και από τους πρωσικούς κυβερνητικούς θώκους (Ιούλης 1932). Ακολούθησε μια σειρά εναλλαγών αστών εκπροσώπων στην κυβέρνηση, με μοναδικό φανερό κριτήριο τις προσωπικές επιλογές του Προέδρου του Ράιχ και πρώην δεξί χέρι του αυτοκρατορικής εξουσίας Χίντενμπουργκ3 με πραγματική όμως βάση τις υποδείξεις των μονοπωλίων. Και όταν αυτή η τακτική νομιμοποιήθηκε και στα ευρύτερα στρώματα και ενώ το χιτλερικό κόμμα παρουσίαζε σημαντικά εκλογικά σημάδια κάμψης4, στις 30 Ιανουαρίου 1933, κατόπιν «παραίνεσης» και πάλι των μονοπωλίων, με τον ίδιο συνταγματικά νόμιμο τρόπο διορίστηκε καγκελάριος ο Χίτλερ.

Σ' αυτήν τη «συνταγματικότητα» πιστή η σοσιαλδημοκρατία και στο όνομα της «νομιμότητας της κυβέρνησης», αρνήθηκε ακόμα και την πρόταση του ΚΚ Γερμανίας για την από κοινού οργάνωση γενικής πολιτικής απεργίας ενάντια στον Χίτλερ. Είχε έρθει πλέον ο καιρός για τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές, να πάρουν πίσω και την παραμικρή παραχώρηση που είχαν κάνει προς το λαό, για να ανακόψουν το επαναστατικό ρεύμα του 1918/20.

Picture Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης 1929 - 1933, οι ιδιοκτήτες των μονοπωλίων στη Γερμανία είχαν να αντιμετωπίσουν την ανάπτυξη του αντικαπιταλιστικού κινήματος και το δυνάμωμα της επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος, αυτός ήταν ο αντίπαλός τους, αυτό φοβούνταν. Η ανησυχία τους μεγάλωνε, γιατί το κύρος των παλαιών αστικών κομμάτων - του γερμανικού Λαϊκού, του γερμανικού Δημοκρατικού, του βαυαρικού Λαϊκού και άλλων - έπεφτε συνεχώς στις εργατικές συνειδήσεις. Ταυτόχρονα, έπεφτε και η επιρροή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Οι εργάτες έδειχναν ολοένα και πιο μεγάλη δυσαρέσκεια, γιατί οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας που ήταν στην κυβέρνηση ψήφιζαν έκτακτα διατάγματα και αντιδραστικά μέτρα ενάντια στα εργασιακά και άλλα δικαιώματα.

Το φασιστικό κόμμα του Χίτλερ, που αυτοονομαζόταν Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, ανέπτυξε μια πλατιά αδίσταχτη δημαγωγία. Οι Γερμανοί φασίστες δήλωναν πως όλα τα δεινά των εργαζομένων της Γερμανίας τα προκαλούσε η Συνθήκη των Βερσαλιών (συνθήκη που υπογράφτηκε με βαρείς όρους για τη Γερμανία μετά την ήττα της στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο) και υποσχόταν μόλις πάρουν την εξουσία να καταργήσουν αμέσως τη Συνθήκη των Βερσαλιών και τους περιορισμούς που σχετίζονταν με τους εξοπλισμούς, να αγωνιστούν για να ξαναπάρει η Γερμανία τα εδάφη που είχε χάσει ύστερα από τον παγκόσμιο πόλεμο του 1914-1918 και να αποκτήσει καινούρια εδάφη.
Στους ανέργους υπόσχονταν εργασία και αύξηση των βοηθημάτων, στους εργάτες μεγαλύτερα μεροκάματα και καλυτέρευση των όρων εργασίας, στους μικροαγρότες την κατάργηση των ενοικίων για τη γη, των χρεών και τη χορήγηση επιχορηγήσεων, στους μικρεμπόρους και στους επαγγελματοβοτέχνες μείωση των φόρων και χορήγηση πιστώσεων με χαμηλό τόκο, στους πληγέντες από τον πληθωρισμό οικονομική αποζημίωση, στους πρώην αξιωματικούς τη δημιουργία καινούριου στρατού και την εφαρμογή της ρεβανσιστικής ιδέας.

Ετσι στις εκλογές για το Ράιχσταγκ το Μάη του 1928, το κόμμα του Χίτλερ συγκέντρωσε μόλις το 2,6% των ψήφων, αλλά δύο χρόνια αργότερα, στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1930 τα ποσοστά του εκτοξεύονται στο 18,3%, συγκεντρώνοντας 6,4 εκατ. ψήφους, και 107 βουλευτές με επικεφαλής τον Γκέρινγκ. Τα παλαιά αστικά κόμματα και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έχασαν πολλές ψήφους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα συγκέντρωσε 4.590.000 ψήφους.

Τα αποτελέσματα των εκλογών από το ένα μέρος έδειχναν τη συσπείρωση των προοδευτικών δυνάμεων γύρω από το Κομμουνιστικό Κόμμα και από το άλλο τη συνένωση των αντιδραστικών στοιχείων γύρω από το φασιστικό κόμμα.
Στις 27 Γενάρη του 1932 σε μυστική συγκέντρωση που έγινε στο Ντίσελντορφ με τη συμμετοχή τριακοσίων εκπροσώπων των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου ο Χίτλερ ανέπτυξε το πρόγραμμα του φασιστικού κόμματος και υποσχέθηκε «να ξεριζώσει το μαρξισμό στη Γερμανία». Οι μονοπωλιακοί κύκλοι δυνάμωσαν την υποστήριξη και τη χρηματοδότηση των χιτλερικών.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα αγωνιζόταν δραστήρια ενάντια στο φασισμό, επιδιώκοντας το σχηματισμό ενιαίου εργατικού μετώπου. Τόνιζε πως ο φασισμός θα φέρει στο λαό τεράστια δεινά και θα οδηγήσει σε πόλεμο και στην εθνική καταστροφή. Τον Αύγουστο ακόμη του 1930 στο «Πρόγραμμα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης του γερμανικού λαού» η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας σημείωνε: «Το φασιστικό κόμμα είναι εχθρικό στο λαό, είναι αντιδραστικό, αντισοσιαλιστικό κόμμα που φέρνει στο γερμανικό λαό την εκμετάλλευση και την υποδούλωση». Στις 28 Γενάρη του 1932 στο μήνυμα «Προς τους εργάτες της Γερμανίας και τους εργαζόμενους της πόλης και του χωριού» το Κομμουνιστικό Κόμμα τόνιζε ακόμη μια φορά πως το φλέγον ζήτημα είναι η δημιουργία ενιαίου εργατικού μετώπου και καλούσε σε ενεργό αγώνα εναντίον της μείωσης του μεροκάματου, των έκτακτων φόρων, για να αποκατασταθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες και για να οργανωθούν στα εργοστάσια και στις συνοικίες ομάδες ένοπλης αυτοάμυνας που να αποκρούουν τις φασιστικές τρομοκρατικές συμμορίες.

Το Μάρτη του 1932 έγιναν προεδρικές εκλογές. Υποψήφιος προτάθηκε πάλι ο Χίντενμπουργκ. Οι σοσιαλδημοκράτες τον υποστήριξαν, δηλώνοντας πως η εκλογή του Χίντενμπουργκ θα σώσει τάχα τη χώρααπό το φασισμό. Οι φασίστες είχαν υποψήφιο τον Χίτλερ και το γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα τον Ντίστερμπεργκ. Υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ο Ερν. Τέλμαν. Επειδή κανένας υποψήφιος δε συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία, στις 10 Απρίλη έγιναν πάλι εκλογές. Εκλέχτηκε ο υποστηριζόμενος από τη σοσιαλδημοκρατία Χίντενμπουργκ.

Με πρόταση του Χίντενμπουργκ στις 30 Μάη η κυβέρνηση του Μπρούνιγκ παραιτήθηκε. Την καινούρια κυβέρνηση σχημάτισε ο Φραντς φον Πάπεν, που αύξησε πρώτα πρώτα τη φορολογία και ψαλίδισε τα κονδύλια για τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Ταυτόχρονα, οι μεγιστάνες της βιομηχανίας και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες επιχορηγήθηκαν με εκατομμύρια μάρκα.

Τον Ιούλη του 1932 η κυβέρνηση του φον Πάπεν διέλυσε το Ράιχσταγκ και κατάργησε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παίρνοντας υπόψη την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, έβαλε το ζήτημα να κηρυχθεί γενική απεργία διαμαρτυρίας. Οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών πολέμησαν την πρόταση των κομμουνιστών και τους κατηγόρησαν για «πρόκληση». Οι σοσιαλδημοκράτες εναντιώνονταν με όλα τα μέσα σε κάθε πρωτοβουλία και δράση των μαζών.
Αλλωστε, στο συνέδριο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, που έγινε στη Λιψία το 1931, ένας απ' τους ηγέτες της, ο Φ. Ταρνόφ, δήλωσε ανοιχτά: «Στεκόμαστε δίπλα στο κρεβάτι του άρρωστου καπιταλισμού όχι μόνο για να κάνουμε διάγνωση. Είμαστε υποχρεωμένοι ...να γίνουμε ακριβώς ο γιατρός, που θέλει σοβαρά να θεραπεύσει τον άρρωστο και ωστόσο να διατηρήσουμε το αίσθημα ότι εμείς είμαστε οι κληρονόμοι». «Είναι αυτονόητο - έγραφε ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας των σοσιαλδημοκρατών στο γερμανικό Ράιχσταγκ Ε. Χάιλμαν - ότι όλη η σοσιαλδημοκρατία εργάζεται για ν' αποτρέψει την κατάρρευση του καπιταλισμού».

Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας απέτρεπαν τους εργάτες από τις απεργίες, έριξαν μάλιστα και το σύνθημα: Στις συνθήκες της κρίσης είναι εγκληματικό να διεξάγονται απεργίες, γιατί αυτό οδηγεί στην ακόμα μεγαλύτερη μείωση της παραγωγής. Υποστηρίζοντας τα αντιδραστικά αντεργατικά μέτρα των αστικών κυβερνήσεων, δήλωναν ότι αυτό πρέπει να γίνει εν ονόματι του «μικρότερου κακού», δηλαδή για να αποτραπεί ο φασισμός ή ο «ριζοσπαστισμός από τα αριστερά». Να που και εδώ γίνεται η προπαγάνδα περί «άκρων» που είναι επικίνδυνα. Αλλά μήπως και σήμερα η αστική προπαγάνδα στην Ελλάδα δεν προβάλλει το ίδιο επιχείρημα ότι σε συνθήκες κρίσης οι απεργίες, οι εργατικοί αγώνες υπονομεύουν την οικονομία; Μήπως τα μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους, που γδέρνουν το λαό τσακίζοντας μισθούς, συντάξεις, παροχές Υγείας, επιβάλλοντας φοροληστεία με τα χαράτσια, τη δραστική μείωση του αφορολόγητου εισοδήματος, κάνοντας τη ζωή του κόλαση, δε γίνονται για τη σωτηρία του κεφαλαίου από την κρίση;

Στις εκλογές για καινούριο Ράιχσταγκ που έγιναν στις 31 Ιούλη 1932 το φασιστικό κόμμα πήρε 13,7 εκατ. ψήφους και έβγαλε 230 βουλευτές. Τα πιο πολλά από τα παλαιά αστικά κόμματα έχασαν δυνάμεις. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά την τρομοκρατία, συγκέντρωσε 5,3 εκατ. ψήφους και πήρε 89 έδρες και το σοσιαλδημοκρατικό 8 εκατ. περίπου ψήφους και 133 έδρες. Οι χιτλερικοί διεκδίκησαν να τους δοθεί η εξουσία.

Το Νοέμβρη του 1932 έγιναν καινούριες βουλευτικές εκλογές, που έδειξαν πως το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε αυξήσει ακόμη πιο πολύ την επιρροή του. Πήρε 6 εκατ. περίπου ψήφους. Το φασιστικό κόμμα είχε χάσει 2 εκατ. ψήφους και οι έδρες του από 230 περιορίστηκαν σε 196. Οι φασίστες έχασαν και στις εκλογές για τα τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης.

Η κυβέρνηση του Πάπεν δεν κατόρθωσε να εξασθενήσει το ταξικό εργατικό κίνημα και γι' αυτό πολλοί εκπρόσωποι και ιδιοκτήτες των μονοπωλίων ήθελαν την άμεση εγκαθίδρυση φασιστικής δικτατορίας. Το Νοέμβρη, μια ομάδα βιομήχανοι και τραπεζίτες υπέβαλαν στον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ ένα υπόμνημα και ζητούσαν να διορίσει τον Χίτλερ καγκελάριο του Ράιχ.
Και βεβαίως το δρομολόγησαν στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας που καθοριζόταν από το «Σύνταγμα της Βαϊμάρης», που αναμασούν σαν παράδειγμα αστοί δημοσιολόγοι και πολιτικοί στην Ελλάδα, παραλληλίζοντας τους κινδύνους για τη δημοκρατία με το τέλος της Βαϊμάρης. Μ' αυτό το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήρθε το «τέλος της». Δηλαδή, όχι της αστικής εξουσίας αλλά μιας μορφής άσκησής της από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις.
adolf-hitler-paul-v-hindenburg Στις 17 Νοέμβρη 1932 ο Πάπεν παραιτήθηκε και καγκελάριος έγινε ο στρατηγός Σλάιχερ, που γι' αυτόν ο Ερν. Τέλμαν είπε πως η κυβέρνησή του θα παίξει το ρόλο «μιας κυβέρνησης με ψεύτικους κοινωνικούς ελιγμούς», προκειμένου να εκτονώσει το εργατικό κίνημα, να μπορέσει να χειραγωγήσει το λαό. Ο Σλάιχερ πραγματικά κατάργησε μερικά από τα έκτακτα αντιδραστικά διατάγματα του Πάπεν, αλλά δεν πέτυχε να εκτονώσει το εργατικό, λαϊκό κίνημα.

Τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1933 στην Κολονία, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ, συναντήθηκαν οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων, Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τίσεν και Σρέντερ με τον Πάπεν, τον Χούγκεμπεργκ και τον Χίτλερ. Στη συνάντηση αυτή λύθηκε οριστικά το πρόβλημα της παράδοσης της εξουσίας στον Χίτλερ.

Στις 22 Γενάρη οι χιτλερικοί οργάνωσαν, με την ανοχή της αστυνομίας, μια προκλητική διαδήλωση μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε απάντηση 150.000 εργάτες του Βερολίνου με επικεφαλής τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ε. Τέλμαν, Β. Ούλμπριχτ, Ι. Σέερ και Φ. Φλόριν πέρασαν στις 29 Γενάρη τους δρόμους του Βερολίνου, διαδηλώνοντας πως είναι έτοιμοι να αποκρούσουν τους φασίστες. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος πρότεινε στους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας κοινή δράση εναντίον του φασισμού, αλλά οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν.

Στις 30 Γενάρη του 1933, ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο. Ο Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος.
German revolution Στις 20 Φλεβάρη 1933, λίγο πριν από τις γερμανικές εκλογές της 5ης Μάρτη 1933, μετά από πρόσκληση του Γκέρινγκ, περίπου 25 από τους μεγαλύτερους βιομήχανους της Γερμανίας, μαζί με τον Σαχτ (σ.σ. Πρόεδρος της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων από το 1930, Διευθυντής της Τράπεζας του Ράιχ και από το 1934 υπουργός Οικονομικών των ναζί), συναντήθηκαν στο Βερολίνο. Στη συνάντηση αυτή, ο Χίτλερ ανακοίνωσε την πρόθεση των ναζί να αποκτήσουν τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Γερμανίας, να διαλύσουν το κοινοβουλευτικό σύστημα, να χτυπήσουν κάθε αντιπολίτευση με βία και να αποκαταστήσουν τη δύναμη της Βέρμαχτ. Είπε μάλιστα πως «οι εκλογές της 5ης Μαρτίου θα είναι οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως μάλιστα και για τα επόμενα εκατό χρόνια».
Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν ο Γουστάβος Κρουπ, επικεφαλής της πολεμικής βιομηχανίας «Alfried Krupp A.G.» και πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων, τέσσερα ηγετικά στελέχη της «I. G. Farben», ενός εκ των μεγαλυτέρων μονοπωλίων χημικών στον κόσμο, ο Αλβέρτος Βόγκλερ, επικεφαλής της United Steel Works της Γερμανίας και άλλοι επιφανείς βιομήχανοι.

Η συνάντηση έληξε με τη σύσταση ειδικού ταμείου υποστήριξης των ναζί στις επερχόμενες εκλογές του Μάρτη 1933, ύψους 3.000.000 μάρκων.

Αμέσως μετά την εγκαθίδρυση του Χίτλερ στην κυβέρνηση, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος κάλεσε τους ηγέτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και των συνδικαλιστικών οργανώσεων να κηρύξουν γενική απεργία με συνθήματα: «Ολοι στο πεζοδρόμιο!», «Να κλείσουν τα εργοστάσια!», «Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών να απαντήσουμε αμέσως με απεργία, με μαζική απεργία, με γενική απεργία!». Στην πρόταση αυτή οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας προπαγάνδιζαν ότι ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία.    

Ο Χίτλερ, μόλις έγινε καγκελάριος, σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου όπου πήραν μέρος ο Πάπεν, ο Νόιρατ (Neurath), ο Φρικ και ο Γκέρινγκ, πρότεινε να χτυπηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Χίτλερ δήλωσε: «Μπορούμε, αφού συντρίψουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα, να περιορίσουμε τον αριθμό των ψήφων του στο Ράιχσταγκ και έτσι να πάρουμε εκεί την πλειοψηφία».

Ταυτόχρονα, ο Χίτλερ δήλωνε πως κύριος σκοπός του κόμματός του είναι να επιβάλει στη Γερμανία «ολοκληρωτικό έλεγχο», να εξουδετερώσει κάθε αντιπολίτευση, να δημιουργήσει έναν ισχυρό γερμανικό στρατό. 

Για να συντρίψουν το Κομμουνιστικό Κόμμα οι φασίστες οργάνωσαν μια τεράστια προβοκάτσια: Τη νύχτα προς τις 27 Φλεβάρη έβαλαν φωτιά στο κτίριο του Ράιχσταγκ και κατηγόρησαν γι' αυτό τους κομμουνιστές. Κύριος οργανωτής αυτής της πρόκλησης ήταν ο Γκέρινγκ. Αργότερα το ομολόγησε ο ίδιος μπροστά σε ένα στενό κύκλο συνεργατών του Χίτλερ. «Ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρει πραγματικά το Ράιχσταγκ», είπε ο Γκέρινγκ, «είμαι εγώ, γιατί εγώ έβαλα φωτιά σ' αυτό». Στις 28 Φλεβάρη, ύστερα από πρόταση της χιτλερικής κυβέρνησης, ο Χίντενμπουργκ ανέστειλε με έκτακτο διάταγμα όλα τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που εγγυόντουσαν την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Στις εκλογές του Μάρτη του 1933, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ πήρε το 43,9% των ψήφων και την πλειοψηφία στη Βουλή.

Με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης ανέβασαν τον Χίτλερ στην εξουσία οι καπιταλιστές, με την τεράστια βοήθεια της σοσιαλδημοκρατίας.

Παραπομπές:

1. Ενώ π.χ. το Γενάρη του 1923 η αξία ενός αμερικάνικου δολαρίου είχε φτάσει τα 17.792 γερμανικά μάρκα, τον Αύγουστο του ίδιου έτους ξεπερνούσε τα 4,5 εκατομμύρια! Την ίδια περίοδο, δηλαδή πέντε χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, το πραγματικό εργατικό εισόδημα μόλις προσέγγιζε το μισό του προπολεμικού.
2. Το ίδιο έτος είχε προηγηθεί η σταθεροποίηση του γερμανικού νομίσματος.
3. Την εκλογή του στην Προεδρία στήριξε και η σοσιαλδημοκρατία, θεωρώντας τον ως «το μικρότερο κακό».
4. Στις εκλογές Νοεμβρίου 1932, έχασε περίπου 2 εκατομμύρια ψήφων.

ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΓΙΑΛΤΑΣ

Picture Στη Διάσκεψη της Γιάλτας, όπως και σε άλλες της αντίστοιχης περιόδου, δεν κρατούνταν επίσημα πρακτικά. Κάθε πλευρά κρατούσε τα δικά της πρακτικά και καταγράφονταν από κοινού μόνο τα ντοκουμέντα που είχαν το χαρακτήρα των τελικών αποφάσεων. Εκ τούτου είναι ευκολονόητο ότι μπορούμε να κρίνουμε τις συζητήσεις μόνο μέσα από τις αναμνήσεις των συμμετεχόντων, τα ξεχωριστά πρακτικά της κάθε πλευράς και τα ντοκουμέντα που έχουν πια δημοσιοποιηθεί1.

Βασισμένοι στα επίσημα πρωτόκολλα και ανακοινωθέντα μπορούμε να σκιαγραφήσουμε το πλαίσιο, μέσα στο οποίο κινήθηκαν οι διαπραγματεύσεις και τα θέματα στα οποία εστίασαν. Με δεδομένο το γεγονός ότι ο πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει, είναι φυσιολογικό ότι η διάσκεψη ασχολήθηκε και με τις πολεμικές επιχειρήσεις. Σημαντικά επίσης ήταν τα θέματα που μπήκαν στη συνδιάσκεψη και αφορούσαν στην επόμενη μέρα του πολέμου. Οι αντιπροσωπείες υπέγραψαν διακήρυξη για την απελευθερωμένη Ευρώπη:
«Αυτή η Διακήρυξη προβλέπει τη σύμφωνη πολιτική των τριών δυνάμεων και τις κοινές τους ενέργειες για την επίλυση των πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων της απελευθερωμένης Ευρώπης, σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές (...) Σύμφωνα με τις αρχές του Χάρτη του Ατλαντικού για το δικαίωμα όλων των λαών να εκλέγουν τη μορφή της κυβέρνησης με την οποία θα ζήσουν, πρέπει να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της αυτοκυβέρνησης στους λαούς εκείνους που με τη βία στερήθηκαν αυτό, από τα επιθετικά έθνη»2.

Μέσα στα πλαίσια αυτής της διακήρυξης ήταν και οι αποφάσεις που πάρθηκαν σε σχέση με την Πολωνία και τη Γιουγκοσλαβία. Αναφέρεται στο ανακοινωθέν σχετικά με τις δύο χώρες: «Συγκεντρωθήκαμε στη Διάσκεψη της Κριμαίας για να εξομαλύνουμε τις διαφωνίες μας στο πολωνικό ζήτημα.
Εξετάσαμε ολόπλευρα όλες τις πλευρές του πολωνικού ζητήματος. Επιβεβαιώσαμε ξανά την κοινή μας θέληση να δούμε αποκαταστημένη μια ισχυρή, ελεύθερη, ανεξάρτητη και δημοκρατική Πολωνία και έπειτα από τις διαπραγματεύσεις μας συμφωνήσαμε στους όρους, σύμφωνα με τους οποίους θα πρέπει να σχηματιστεί η νέα Προσωρινή Πολωνική Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας...»3.

Επίσης, σχετικά με τη Γιουγκοσλαβία αναφέρεται: «Θεωρήσαμε απαραίτητο να συστήσουμε στον στρατάρχη Τίτο και στον δόκτορα Σούμπασιτς να θέσουν αμέσως σε ισχύ τη συμφωνία που έκλεισαν μεταξύ τους και να σχηματίσουν Προσωρινή Κυβέρνηση Ενότητας με βάση τη συμφωνία αυτή»4.

Τέλος, η Διάσκεψη έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία ενός νέου οργανισμού, ο οποίος και θα αντικαθιστούσε τη διαλυμένη από τον πόλεμο Κοινωνία των Εθνών. Οι συζητήσεις για τη συγκεκριμένη δομή του νέου οργανισμού (παρά τις όποιες συζητήσεις και επιμέρους συμφωνίες που έγιναν) ανατέθηκαν στη συνάντηση των Ενωμένων Εθνών που ορίστηκε για τον Απρίλη του 1945 και στην οποία θα είχαν δικαίωμα συμμετοχής όλα τα κράτη που τάχθηκαν στην πράξη εναντίον του φασισμού ή που θα κήρυτταν τον πόλεμο στη φασιστική Γερμανία μέχρι την 1η του Μάρτη 19455.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται στο ανακοινωθέν:
«Αποφασίσαμε στο πιο κοντινό μέλλον να ιδρύσουμε μαζί με τους συμμάχους μας μια παγκόσμια οργάνωση για τη διαφύλαξη της ειρήνης και της ασφάλειας (...) Η σύσκεψή μας στην Κριμαία επιβεβαίωσε ξανά την κοινή μας απόφαση να διαφυλάξουμε και να δυναμώσουμε, στην προσεχή ειρηνική περίοδο, την ενότητα των σκοπών και δράσης, που έκανε δυνατή και αδιαμφισβήτητη για τα Ενωμένα Εθνη τη νίκη στο σημερινό πόλεμο. Πιστεύουμε ότι αυτό είναι ιερή υποχρέωση των κυβερνήσεών μας απέναντι στους λαούς τους και απέναντι στους λαούς όλου του κόσμου»6.

Το σύνολο σχεδόν των κυρίαρχων αστικών και κυρίως οπορτουνιστικών ιστοριογραφικών προσεγγίσεων αρέσκονται να αναφέρουν ότι στη Διάσκεψη της Γιάλτας «μοιράστηκε ο κόσμος». Η προσέγγιση αυτή αποτελούσε και αποτελεί τμήμα της ιδεολογικής επίθεσης που εξαπέλυσαν οι ιμπεριαλιστές στα πλαίσια της διαμάχης με το σοσιαλισμό, ενάντια στην ΕΣΣΔ και τους κομμουνιστές. Εξισώνοντας τη Σοβιετική Ενωση με τα ιμπεριαλιστικά κράτη, προσπαθούσαν να πλήξουν το αυξημένο κύρος που κέρδισαν η ίδια και τα Κομμουνιστικά Κόμματα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, να δικαιολογήσουν το δόγμα του «Ψυχρού Πολέμου» και τις μεταπολεμικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο σοσιαλιστικό σύστημα.

Γι' αυτό συνήθως το επιχείρημά τους για το μοίρασμα του κόσμου αφορά στις χώρες που συναποτέλεσαν στη συνέχεια το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, τις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Σ' αυτές τις χώρες οξύνθηκε η διαπάλη για το ζήτημα της εξουσίας με το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Είναι αλήθεια ότι η παρουσία του Κόκκινου Στρατού έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα υπέρ της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Ετσι, μέσα από μια ολιγόχρονη πορεία διαπάλης, τα ένοπλα λαϊκά κινήματα με επικεφαλής τους κομμουνιστές προχώρησαν, πέρα από την απελευθέρωση, και στην ανατροπή της αστικής εξουσίας. Με την αποφασιστική στήριξη της Σοβιετικής Ενωσης συντρίφτηκαν οι αντεπαναστατικές ενέργειες των εγχώριων αστικών δυνάμεων που στηρίχτηκαν από το διεθνή ιμπεριαλισμό.

Παρά τα φημολογούμενα για τις περιοχές που ήδη είχαν απελευθερωθεί από την προέλαση του Κόκκινου Στρατού, οι συζητήσεις που έγιναν στα πλαίσια της Διάσκεψης της Γιάλτας δεν πήγαιναν πιο μακριά από την αναγνώριση προσωρινών κυβερνήσεων ή την ανάγκη διεξαγωγής εκλογών7. Μάλιστα, οι αποφάσεις για τις απελευθερωμένες χώρες αφορούσαν μονάχα στην Πολωνία και στη Γιουγκοσλαβία (όπως ήδη είδαμε) και όχι στις άλλες χώρες που απελευθέρωσε ο Κόκκινος Στρατός (Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία ή την Αυστρία).

Αργότερα, στη Διάσκεψη στο Πότσνταμ (17 Ιούλη - 2 Αυγούστου 1945), έγινε όντως συζήτηση για τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη Φινλανδία, την Αυστρία, τη Βουλγαρία, αλλά και την Ιταλία, στην οποία δεν μπήκε ο Κόκκινος Στρατός. Οι διαπραγματεύσεις αυτές εστιάζονταν στην αναγνώριση από τις αντιφασιστικές κυβερνήσεις του δικαιώματος εισόδου των κρατών αυτών στον ΟΗΕ και πολεμικών αποζημιώσεων, με δεδομένο το γεγονός ότι επρόκειτο για χώρες που οι κυβερνήσεις τους είχαν συμπαραταχθεί με τη ναζιστική Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου8.

Ειδική αναφορά γίνεται στα πλαίσια της «θεωρίας του μοιράσματος του κόσμου» στο χωρισμό της Γερμανίας. Βέβαια και πάλι κατηγορείται η Σοβιετική Ενωση μονομερώς και όχι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ακόμα και σήμερα στους γιορτασμούς για την καπιταλιστική παλινόρθωση στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και τη νίκη της αντεπανάστασης στην Ευρώπη, οι απολογητές του ιμπεριαλισμού εντόπισαν το πρόβλημα στη Σοβιετική Ενωση που στεκόταν εμπόδιο στην ένωση της Γερμανίας9. Δυστυχώς γι' αυτούς, η ιστορική πραγματικότητα τους διαψεύδει.

Το ζήτημα του διαμελισμού της Γερμανίας είχε τεθεί νωρίτερα, στη Διάσκεψη της Τεχεράνης, όπου την 1η του Δεκέμβρη 1943 ο Ρούζβελτ παρουσίασε σχέδιο διαμελισμού της Γερμανίας σε 5 κράτη, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι είχε ετοιμαστεί 2 μήνες νωρίτερα. Ο Τσόρτσιλ υποστήριξε ανάλογη πρόταση. Μάλιστα, ένα χρόνο αργότερα (Οκτώβρης του 1944), στη διάρκεια συνομιλιών που είχε μαζί με τον Ιντεν με τη σοβιετική κυβέρνηση στη Μόσχα, παρουσίασε δικό του σχέδιο διαμελισμού, που προέβλεπε το χωρισμό της Γερμανίας σε 3 μέρη.

Μ. Βρετανία και ΗΠΑ επανήλθαν στη Διάσκεψη του Πότσνταμ, προτείνοντας σχέδιο διαμελισμού της Γερμανίας σε τρία κράτη και πιο συγκεκριμένα σε Βορειογερμανικό, Νοτιογερμανικό και Δυτικογερμανικό. Η Σοβιετική Ενωση διά στόματος Στάλιν απέρριψε την πρόταση ως αφύσικη και υποστήριξε ότι το ζητούμενο δεν ήταν ο διαμελισμός της Γερμανίας, αλλά η μετατροπή της σε ένα φιλειρηνικό και δημοκρατικό κράτος10. Ανάλογη μαρτυρία υπάρχει και από τον Αμερικανό Χάρι Χόπκινς, ο οποίος κάθε άλλο παρά φιλοσοβιετικός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Ο Χόπκινς αναφέρει ότι ο Στάλιν αντιμετώπισε «χωρίς ενθουσιασμό» τις προτάσεις της Αγγλίας και των ΗΠΑ για το διαμελισμό της Γερμανίας11.

Αλλά και η μετέπειτα στάση της Σοβιετικής Ενωσης μέχρι την ανακήρυξη της Δυτικής Γερμανίας ως ξεχωριστού κράτους και την ένταξή της στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς (ένταξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ το 1955) αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός ενιαίου γερμανικού κράτους. Μέχρι και το 1952 ο στόχος της επανένωσης των δύο Γερμανιών παρέμεινε στο διπλωματικό προσκήνιο, κυρίως με πρωτοβουλία της Σοβιετικής Ενωσης, ανεξαρτήτως της ρεαλιστικότητάς του. Πιο συγκεκριμένα, στις 10 του Μάρτη 1952, η Σοβιετική Ενωση παρέδωσε στις άλλες τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (Μ. Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ) πρόταση που έμεινε γνωστή ως «μνημόνιο Στάλιν». Σε αυτό το μνημόνιο η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε αναλυτικά τη διαμόρφωση βάσεων ειρήνης. Η πρόταση επανήλθε και στις 9 του Απρίλη 195212 και ανάλογες πρωτοβουλίες συνεχίστηκαν έως και το 1955.

Είναι χαρακτηριστική η εξής παρατήρηση ενός αστού ιστορικού, του Αμερικανού Arthur M. Schlesinger, ο οποίος σημειώνει: «Η διακήρυξη (σ.σ.: αναφέρεται στη διακήρυξη για την Απελευθερωμένη Ευρώπη) διαψεύδει και το μύθο που, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, αποτελεί πεποίθηση στη Γαλλία, ότι η Γιάλτα προκάλεσε ή επικύρωσε τη διαίρεση της Ευρώπης. Αυτό που προκάλεσε τη διαίρεση της Ευρώπης δεν ήταν κάποιες λέξεις πάνω στο χαρτί αλλά η ανάπτυξη των στρατευμάτων»13.

Μόλις ένα μήνα μετά τη Διάσκεψη της Γιάλτας, οι «σύμμαχοι» της Σοβιετικής Ενωσης ήρθαν σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να μεταφέρουν το κύριο κομμάτι της δύναμης πυρός τους από το Δυτικό στο Ανατολικό Μέτωπο. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται ακόμα και από αστούς ιστορικούς, στα τέλη του Μάρτη του 1945 στο Ανατολικό Μέτωπο οι Σοβιετικοί ήταν αντιμέτωποι με περίπου 150 γερμανικές μεραρχίες, τη στιγμή που στο Δυτικό Μέτωπο οι Αγγλοαμερικανοί ήρθαν σε σύγκρουση με λιγότερες από τριάντα14.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αλληλογραφία Στάλιν - Ρούζβελτ εκείνη την περίοδο κυριαρχούσε ως πρόβλημα το ζήτημα των διαπραγματεύσεων στη Βέρνη της Ελβετίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία από τη μια πλευρά και τους διοικητές των ναζιστικών στρατευμάτων που έδρευαν στην Ιταλία από την άλλη. Η σοβιετική πλευρά έθεσε ζήτημα συμμετοχής και Σοβιετικών αντιπροσώπων στις διαπραγματεύσεις, κάτι όμως που δεν έγινε δεκτό από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία15.

Ο Στάλιν σημείωνε σε επιστολή του προς τον Ρούζβελτ στις 7 του Απρίλη 1945 (1 μήνα πριν από την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στο Βερολίνο):
«Μου είναι δύσκολο να δεχθώ ότι η έλλειψη αντίστασης εκ μέρους των Γερμανών στο Δυτικό Μέτωπο μπορεί να εξηγηθεί μόνο από το γεγονός ότι ηττώνται. Οι Γερμανοί διαθέτουν στο Ανατολικό Μέτωπο 147 μεραρχίες. Θα μπορούσαν, χωρίς να προκαλέσουν ζημιά στον αγώνα τους, να αποσύρουν 15-20 μεραρχίες από το Ανατολικό Μέτωπο και να τις στείλουν προς ενίσχυση των στρατευμάτων τους στο Δυτικό Μέτωπο. Εντούτοις, οι Γερμανοί δεν το έκαναν και δεν το κάνουν αυτό. Συνεχίζουν να πολεμούν λυσσαλέα εναντίον των Ρώσων για τον άγνωστο κόμβο της Zemlianitsa στην Τσεχοσλοβακία, τον οποίο χρειάζονται τόσο όσο και ένας νεκρός το κατάπλασμα. Παραδίδουν, όμως, χωρίς αντίσταση σημαντικές πόλεις της Κεντρικής Γερμανίας, όπως το Osnabruk, το Manheim και το Kassel. Δεν δέχεστε ότι η συμπεριφορά αυτή των Γερμανών είναι τουλάχιστον παράξενη και ανεξήγητη;»16.
Picture Λίγους μήνες αργότερα οι ΗΠΑ έριξαν τις δύο ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι 6, 9 του Αυγούστου 1945), με σαφή σκοπό να τρομοκρατήσουν τόσο τη Σοβιετική Ενωση.

Τα σχέδια για το βομβαρδισμό δεν αναφέρθηκαν στη Διάσκεψη του Πότσνταμ που τελείωσε 4 μόλις μέρες πριν (2 του Αυγούστου 1945). Ποιος ο λόγος να προχωρήσουν οι ΗΠΑ σε μια τέτοια ενέργεια, τη στιγμή που ο κόσμος είχε μοιραστεί μόλις πριν από κάποιους μήνες στη Γιάλτα;

Η συμφιλίωση ανάμεσα στους νικητές ιμπεριαλιστές και στους ναζί διαφάνηκε ακόμα και μετά από τον πόλεμο, όταν οι πρώτοι στρατολογούσαν τους δεύτερους μπροστά στον κίνδυνο του κομμουνισμού17.

Οι παραπάνω ιστορικές αλήθειες αποτελούν χαρακτηριστικά γεγονότα που απορρίπτουν τα προπαγανδιστικά επιχειρήματα ότι ο κόσμος είχε μοιραστεί ανάμεσα στη Σοβιετική Ενωση και στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Η σύγκρουση μεταξύ τους υπήρχε και διεξαγόταν, όντας ταυτόχρονα στην ίδια συμμαχία. Χαρακτηριστικά είναι εξάλλου τα αποσπάσματα από τα γραφτά του δηλωμένου αντικομμουνιστή Τσόρτσιλ που θα «μοίραζε τον κόσμο» με τον Στάλιν: «Ο κομμουνισμός σήκωσε κεφάλι χάρη στο νικηφόρο ρωσικό μέτωπο. Η Ρωσία υπήρξε ο σωτήρας και ο κομμουνισμός το ευαγγέλιο που έφερνε μαζί της»18.

Ο μύθος που αναφέρεται στην καθοριστική επίδραση της Γιάλτας στην εξέλιξη της ταξικής πάλης στην Ελλάδα παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Στόχος είναι να αποδοθεί στη στάση της Σοβιετικής Ενωσης και στη δήθεν προδοσία της απέναντι στους Ελληνες κομμουνιστές η ήττα του λαϊκού κινήματος στον εμφύλιο πόλεμο.

Η Γιάλτα αναγνώρισε το συσχετισμό δύναμης που είχε διαμορφωθεί σε κάθε χώρα μέχρι το Φλεβάρη του 1945. Ετσι, σχετικά με την Ελλάδα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι είχε προηγηθεί το Δεκέμβρη του 1944 η «μάχη της Αθήνας», η ένοπλη δηλαδή σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, από τη μια πλευρά, και της αστικής τάξης σε συνεργασία με το βρετανικό ιμπεριαλισμό, από την άλλη.

Οπως έχει εκτιμήσει και το ΚΚΕ, η ήττα του Δεκέμβρη ήρθε ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι, ενώ τον Οκτώβρη του 1944 είχαν διαμορφωθεί συνθήκες επαναστατικής κατάστασης στην Ελλάδα, το ΚΚΕ δεν είχε την αντίστοιχη ετοιμότητα για να οδηγήσει την ταξική πάλη προς την επαναστατική λύση του προβλήματος της εξουσίας.

Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί: Υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο αγγλικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής (Ιούλης του 1943), συμφωνία του Λιβάνου (Μάης του 1944) και της Καζέρτας (Σεπτέμβρης του 1944), συμμετοχή στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας (Σεπτέμβρης του 1944), η απαράδεκτη συμφωνία της Βάρκιζας (Φλεβάρης του 1945)19.

Η κυρίαρχη αστική ιδεολογία, βέβαια, επιτίθεται με ιδιαίτερη σκληρότητα σε όσους κρίνουν τη συμφωνία της Γιάλτας, ως αποτέλεσμα του συσχετισμού δύναμης μεταξύ σοσιαλισμού και ιμπεριαλισμού που διαμόρφωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Εξυπακούεται ότι η επίθεση είναι το ίδιο σκληρή, ακόμα και όταν το ζήτημα τίθεται από μελετητές που δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κομμουνιστές.

Η αστική τάξη, που δεν έχει κανένα πρόβλημα να στηρίζει το ξαναγράψιμο της Ιστορίας σε κάποιες υποθέσεις ή σε ορισμένους «λογικούς» συνειρμούς, αποκρύπτει ή διαστρέφει τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Κανείς, λοιπόν, από αυτούς που νοιάζονται για τις διπλωματικές συμβάσεις που έκριναν το ζήτημα της Ελλάδας δεν αναφέρεται στη συνάντηση Τσόρτσιλ και Ρούζβελτ (που ήδη προαναφέραμε) το καλοκαίρι του 1943 στο Κεμπέκ του Καναδά, όπου και αποφασίστηκε να εισβάλουν στην Ελλάδα αγγλικά στρατεύματα αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών: «Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Τσόρτσιλ, η ιδέα της αγγλικής επέμβασης στην Ελλάδα γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1943, στη διάρκεια της Συνάντησης στο Κεμπέκ του Καναδά του Βρετανού πρωθυπουργού και του Αμερικάνου Προέδρου Ρούζβελτ, οι οποίοι είχαν διαπιστώσει πως η θέση του ΕΑΜ για φιλολαϊκές και σύμφωνα με τη θέληση του ελληνικού λαού μεταπελευθερωτικές εξελίξεις είχαν κερδίσει σημαντικές θέσεις και ο αστικός πολιτικός κόσμος αδυνατούσε να χειραγωγήσει τις εξελίξεις.
Οπως έγραφε σχετικά ο ίδιος ο Τσόρτσιλ "σκέφτηκαν στην αρχή ότι ήταν υποχρεωμένοι να επέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας τη στιγμή της απελευθέρωσης". Και όπως σημείωνε στις 29 Σεπτέμβρη του 1943, είχε θεωρηθεί απαραίτητη η αποστολή στην Ελλάδα 5.000 Βρετανών στρατιωτών, "εάν οι Γερμανοί την εγκαταλείψουν με θωρακισμένα αυτοκίνητα και πυροβόλα". Σε σχετικό εξάλλου τηλεγράφημα προς τον υπουργό των Εξωτερικών Αντονι Iντεν, το Νοέμβρη του 1943, τόνιζε ότι "θα έπρεπε το χτύπημα, για να είναι αποφασιστικό, να καταφερθεί κατά του ΕΛΑΣ την κατάλληλη στιγμή"
».20

Σχέδια, λοιπόν, για την τύχη της Ελλάδας υπήρξαν πραγματικά και πριν από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά αυτά τα σχέδια ήταν του εγγλέζικου και αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και γι' αυτό δεν τυγχάνουν της προσοχής των αστών ιστορικών και αρθρογράφων. Την περίοδο που η ΕΑΜική αντίσταση έδινε μάχη για την απομάκρυνση των Γερμανών από την Ελλάδα, οι ιμπεριαλιστές «σύμμαχοι» προετοίμαζαν την αποκατάσταση της πρότερης κατάστασης, μιας και ο γερμανικός ιμπεριαλισμός βάδιζε προς την ήττα.

Ωστόσο, προτιμούν να αποκρύπτουν τα ιστορικά γεγονότα και να προσηλώνονται στο περίφημο χαρτάκι που αντάλλαξαν Τσόρτσιλ και Στάλιν στη συνάντηση της Μόσχας (9 - 14 Οκτώβρη 1944). Η αξιοπιστία του Τσόρτσιλ, ειδικότερα απέναντι στη Σοβιετική Ενωση και το ΚΚΕ, διαφάνηκε τόσο από τα αποσπάσματα των απομνημονευμάτων του, όσο και από την εκπόνηση του «σχεδίου Μάνα». Ας δούμε όμως τι θυμάται σε σχέση με την περίφημη «μυστική μοιρασιά των Βαλκανίων»:
«Εγραψα σε μισή κόλα χαρτί Ρουμανία: Ρωσία 90% άλλοι 10%, Ελλάδα: Μεγάλη Βρετανία 90% (σε συμφωνία με τις ΗΠΑ) άλλοι 10%, Γιουγκοσλαβία 50%-50%, Ουγγαρία: 50%-50%, Βουλγαρία: Ρωσία 75% οι άλλοι 25%. Το έδωσα στον Στάλιν... Εγινε μια μικρή παύση. Υστερα πήρε το μπλε μολύβι του, έβαλε ένα μεγάλο σημάδι πάνω και το ξανάδωσε. Κανονίστηκαν όλα σε όσο χρόνο χρειάστηκαν για να γραφτούν»21.

Gialta Πέρα από το μεγάλο ερωτηματικό που προκύπτει γιατί στο «συγκεκριμένο χαρτί» δεν μπήκαν και άλλες χώρες, αξίζει να σημειωθεί ότι το «χαρτάκι» αυτό εξαφανίστηκε και δεν παρουσιάστηκε ποτέ, ούτε γίνεται αναφορά του στα δημοσιοποιημένα αρχεία της Αγγλίας ή της Σοβιετικής Ενωσης. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι η συνάντηση της Μόσχας, στην οποία παραβρέθηκαν οι Στάλιν, Μολότοφ, Τσόρτσιλ, Ιντεν και ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Μόσχα Χάριμαν (μιας και ο Ρούζβελτ δεν μπορούσε να παραβρεθεί), έγινε για να εξεταστούν και να αναπτυχθούν τα στρατιωτικά σχέδια που είχαν συμφωνηθεί στην Τεχεράνη.
Τα σχέδια αυτά αφορούσαν το άνοιγμα των καινούριων μετώπων σε Δυτική Ευρώπη και Απω Ανατολή. Συζητήθηκαν επίσης τα ζητήματα της αναγνώρισης των κυβερνήσεων της Πολωνίας, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας, οι οποίες είχαν ήδη σχεδόν απελευθερωθεί. Ομως, σε σχέση με την Ελλάδα, πρέπει να σημειώσουμε ότι βασικές συμφωνίες που ενέτασσαν την Ελλάδα στον άξονα δράσης των βρετανικών δυνάμεων, όπως αναφέραμε και παραπάνω, είχαν προηγηθεί από το 1943 (ένταξη του ΕΛΑΣ στο στρατηγείο της Μ. Ανατολής) και είχαν ολοκληρωθεί μέχρι το Σεπτέμβρη του 1944 (Καζέρτα).

Αλλοι πάλι θέτουν το «ερώτημα» γιατί ο Κόκκινος Στρατός δεν κατέβηκε και στην Ελλάδα, τη στιγμή που είχε φτάσει μέχρι τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ωστόσο, στην πλειοψηφία των ιστορικών προσεγγίσεων η άποψη αυτή διατυπώνεται από όσους ταυτόχρονα υποστηρίζουν ότι κακώς η Σοβιετική Ενωση και ο Κόκκινος Στρατός αναμείχθηκε στα εσωτερικά άλλων χωρών.
Ο Κόκκινος Στρατός δεν είχε λόγο να περάσει τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και να εισχωρήσει στην Ελλάδα, πρώτα απ' όλα γιατί η Ελλάδα στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στην ευθύνη του εγγλέζικου στρατηγείου, αναφορικά με τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών. Επομένως, για τον Κόκκινο Στρατό που καταδίωκε τους Γερμανούς στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Πολωνία και αλλού δεν υπαγόρευε καμιά πολεμική ανάγκη την εισχώρηση στην Ελλάδα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα των ιστορικά αβάσιμων προσεγγίσεων των αστών αρθρογράφων για τη Γιάλτα είναι και το παρακάτω απόσπασμα:
«Ο Στάλιν σε όλη τη διάρκεια της Γιάλτας και μετά από αυτήν κατάφερνε να φαίνεται συνεργάσιμος ακόμη και όταν διαφωνούσε. Ετσι, ενώ είχε υποσχεθεί να μην αναμειχθεί στα ελληνικά πράγματα, κι αυτό έκανε αφήνοντας το KKE στο έλεος των αντιπάλων του, προωθούσε ύπουλα την ιδέα της "Βαλκανικής Ομοσπονδίας" που αποσκοπούσε στην ένωση των Σλάβων, τη χειρότερη ίσως απειλή τότε για την Ελλάδα, γνωστού όντως του προαιώνιου πόθου των Βουλγάρων για έξοδό τους στο Αιγαίο»22.

Από το παραπάνω απόσπασμα, όπως και από άλλα παρόμοια, είναι πραγματικά δύσκολο κανείς να καταλάβει αν η Σοβιετική Ενωση ήθελε ή όχι να αναμειχθεί στα εσωτερικά της χώρας. Ο κεντρικός πυρήνας αυτών των θέσεων δεν είναι άλλος από την αξίωση να κριθεί ηθικά ένοχη η Σοβιετική Ενωση, με το σκεπτικό ότι άφησε αβοήθητο το ΚΚΕ και παράλληλα επιδίωξε να πλήξει την Ελλάδα!

Στη Διάσκεψη της Γιάλτας, στα ανακοινωθέντα της οποίας - όπως ήδη αναφέραμε - υπάρχει μια πληθώρα ζητημάτων, δεν αναλύεται διεξοδικά το ζήτημα της Ελλάδας. Η αγγλική αντιπροσωπεία έθεσε στη συζήτηση απλά το ζήτημα της ανάγκης της παρουσίας παρατηρητών για εκλογές σε Ελλάδα και Ιταλία, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της σοβιετικής πλευράς, ενώ απουσιάζει κάθε αναφορά στα επίσημα ανακοινωθέντα23. Είναι λοιπόν καθαρό ότι η Διάσκεψη της Γιάλτας δεν καθόρισε το αν η ελληνική εργατική τάξη θα έπρεπε να επιλέξει το δρόμο της ένοπλης σύγκρουσης για την επαναστατική επίλυση του ζητήματος της εξουσίας. Picture Το ΠΑΣΟΚ και άλλες αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις έχουν ισχυριστεί εδώ και πολλά χρόνια ότι το ΚΚΕ κακώς ηγήθηκε των ένοπλων αγώνων το Δεκέμβρη του 1944 και του ΔΣΕ την περίοδο 1946-1949, αφού γνώριζε ότι ο κόσμος είχε μοιραστεί και άρα ότι αυτοί οι αγώνες ήταν εκ προοιμίου χαμένοι.

Σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα, ο ηρωικός αγώνας του Δεκέμβρη του 1944 και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας εξακολουθεί να είναι καρφί στο μάτι των σύγχρονων απολογητών του ιμπεριαλισμού. Γιατί, μέσα από τον ηρωικό αγώνα του ελληνικού λαού με μπροστάρη το ΚΚΕ ενάντια στην ελληνική αστική τάξη και τον αμερικάνικο και τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό, καταρρέουν τα μυθεύματά τους. Δεν μπορούν να απαντήσουν γιατί το ΚΚΕ, που ακολουθούσε τυφλά το ΚΚΣΕ και κατά την ίδια λογική το μοίρασμα του κόσμου στη συμφωνία της Γιάλτας, επέλεξε την ένοπλη σύγκρουση και δε συμβιβάστηκε με τον ιμπεριαλισμό.

Η πάλη του ΔΣΕ αποδεικνύει, για άλλη μια φορά, ότι η πάλη που δέσποζε στη μεταπολεμική Ευρώπη ήταν ταξική. Η σύγκρουση του σοσιαλισμού με τον ιμπεριαλισμό σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν αναγκαστική και δε θα μπορούσε να ρυθμιστεί μέσα από τη Διάσκεψη της Γιάλτας.

Η πάλη του ΔΣΕ, παρά την ήττα, ήταν αυτή που κλόνισε συθέμελα το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα.
Παραπομπές:

1. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987.
2. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», «Ανακοινωθέν της Διάσκεψης των ηγετών των τριών Σύμμαχων Δυνάμεων - της Σοβιετικής Ενωσης, των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Μεγάλης Βρετανίας στην Κριμαία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987 σελ. 208 - 209.
3. Ο.π., σελ. 210.
4. Ο.π., σελ. 211.
5. Ο.π., «Πρωτόκολλο των εργασιών της Διάσκεψης της Κριμαίας», σελ. 214.
6. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», «Πρωτόκολλο των εργασιών της Διάσκεψης της Κριμαίας», εκδ.
«Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 212.

7. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 210 - 212.
8. Ο.π., σελ. 210 - 212.
9. Αγκελα Μέρκελ: «Η 9η Νοεμβρίου είναι η πιο ευτυχισμένη ημέρα της σύγχρονης γερμανικής ιστορίας», Deutsche Welle, στο http://www.dw-world.de/dw/article/0, 4870096,00.html.
10. Γκ. Ζούκοφ: «Απομνημονεύματα και στοχασμοί», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 711.
11. Documents, The White House Papers of Harry Hopkins (p.789), n.e., 1949.
12. Τα στοιχεία προέρχονται από τα αρχεία του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου. Βλ. ενδεικτικά Europa- Archiv 7 (pp.4832-3) στο www.dhm.de/bemo/hem/ddsumeffe.
13. Ι. Β. Στάλιν - Φ. Ντ. Ρούζβελτ: «Αγαπητέ κύριε Στάλιν, Αλληλογραφία 1941-1945», Πρόλογος, σελ. 17.
14. Carolyn Eisenberg: «Drawing the line: The American Decision to Divide Germany 1944-1949», Cambridge University Press, Cambridge, 1996, σελ. 72.

15. Ι. Β. Στάλιν - Φ. Ντ. Ρούζβελτ: «Αγαπητέ κύριε Στάλιν, Αλληλογραφία 1941 - 1945», σελ. 410 - 426.
16. Ο.π., σελ. 423 - 424.
17. Kevin Ruffner: «Forging an Intelligence Partnership: CIA and the origin of BND, 1945-49», στο www2.gwu.edu/~nsarchiv/NSAEBB/NSAEBB146/index.htm.
18. Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», 1954, τ. 6, σελ. 181.
19. «60 χρόνια από τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών»: «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2005, σελ. 38.
20. «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή» - «Ριζοσπάστης», Αθήνα, 1998, σελ 42-43.
21. David Downing: «Ηγέτες - Ιωσήφ Στάλιν», εκδ. «Σαββάλας», Αθήνα, 2003, σελ. 46.
22. Φωτεινής Τομαή (προϊσταμένης της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου στο ΥΠΕΞ): «Πώς μοίρασαν τον κόσμο στη Διάσκεψη της Γιάλτας», εφημερίδα «Το Βήμα», 5 Φλεβάρη 2006.
23. «Ντοκουμέντα Τεχεράνη - Γιάλτα - Πότσδαμ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 191.

Ο Ερίκο Μαλατέστα, ο Γκράμσι κι η σχέση αναρχικών-κομμουνιστών στην Ιταλία

Ο Ερίκο Μαλατέστα, η εμβληματικότερη ίσως μορφή της ιταλικής αναρχίας κι ένας από τους σημαντικότερους θεμελιωτές της αναρχικής σκέψης, ιδίως της ελευθεριακής της έκφανσης, γεννιέται σα σήμερα το 1853 κοντά στην Καζέρτα από εύπορη οικογένεια (ο πατέρας του ήταν γαιοκτήμονας και εργοστασιάρχης), της οποίας οι ρίζες ενδεχομένως συνδέονται με την ισχυρή ομώνυμη μεσαιωνική δυναστεία. Πέρασε σεβαστό μέρος της ζωής του στη φυλακή για τις ιδέες και τη δράση του, ενώ συνδέθηκε φιλικά τόσο με το Μπακούνιν, όσο και με τον Κροπότκιν. Μετά το θάνατο του το 1932, το φασιστικό καθεστώς απαγόρευσε την αποτέφρωση του πτώματος, φοβούμενο φυγάδευση της στάχτης από αναρχικούς. Με αφορμή την επέτειο γέννησής του, μεταφράζουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο “Gramsci and the Anarchists” του πολιτικού επιστήμονα και καθηγητή στο Goldsmiths πανεπιστήμιο του Λονδίνου Carlo Levy, στο οποίο γίνεται μια διαφωτιστική σε ό,τι αφορά τα γεγονότα παρουσίαση -από αρκετά φιλοαναρχική και έντονα αντισοβιετική ερμηνευτική σκοπιά- των τεταμένων, όσο και περίπλοκων σχέσεων της ιταλικής αναρχίας με το υπό διαμόρφωση τότε κομμουνιστικό κίνημα της χώρας στο μεσοπόλεμο, κυρίως στις παραμονές και τα πρώτα χρόνια της ανόδου του Μουσολίνι στην εξουσία.
[…] Τον Οκτώβρη του 1920, μετά την εκκένωση των εργοστασίων (o συγγραφέας αναφέρεται στο τέλος του λεγόμενου biennio rosso, της “κόκκινης διετίας”, την περίοδο 1919-1920, που χαρακτηρίζεται από κοινωνικούς αγώνες εργατών και αγροτών, με αποκορύφωμα την κατάληψη όλων των μεταλλουργικών, αλλά και άλλων εργοστασίων, το Σεπτέμβρη του 1920 σ.τ.Μ), ο Τζολίτι (Τζοβάνι Τζολίτι 1842-1928, φιλελεύθερος πολιτικός, διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός της Ιταλίας, στη μακροβιότερη ως τώρα θητεία ηγέτη στη γείτονα, σ.τ.Μ) συνέλαβε όλη την ηγεσία της USI (Unione sindacale Italiana, Ιταλική Συνδικαλιστική Ένωση, έτος ίδρυσης 1912, αναρχοσυνδικαλιστικού κυρίως χαρακτήρα σ.τ.Μ) και της UAI (Unione Anarchica Italiana, Ιταλική Αναρχική Ένωση , ιδρύθηκε το 1920, με πρωταγωνιστές τους Ερίκο Μαλατέστα και Αρμάντο Μπόργκι, σ.τ.Μ). Οι σοσιαλιστές δεν αντέδρασαν, αποπροσανατολισμένοι από τις πρώτες επιτυχημένες επιθέσεις των φασιστών στη Μπολόνια και τη Φεράρα. Απορροφημένοι από εσωτερικές δογματικές αντιπαραθέσεις που προοικονομούσαν την εμφάνιση του Κομμουνιστικού Κόμματος το Γενάρη του 1921, οι σοσιαλιστές λίγο πολύ αγνόησαν τις διώξεις των ελευθεριακών μέχρι την άνοιξη του 1921, όταν ο ηλικιωμένος Μαλατέστα και άλλοι φυλακισμένοι αναρχικοί ξεκίνησαν απεργία πείνας από τα κελιά τους στο Μιλάνο. Ωστόσο, μια βομβιστική επίθεση αναρχικών σε ένα κατάμεστο θέατρο, που προοριζόταν για τα γραφεία του διπλανού αστυνομικού τμήματος, εξασθένησε σημαντικά την εκστρατεία απελευθέρωσης των Μαλατέστα, Μπόργκι, Κουαλίνιο και των συντρόφων τους, ακριβώς τη στιγμή που λάμβαναν σημαντική υποστήριξη από μια απροσδόκητη συμμαχία που περιλάμβανε από το Γκράμσι μέχρι το Μουσολίνι. Ακολούθως, οι φασίστες του Μιλάνου εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και λεηλάτησαν τα γραφεία της Umanitá Nuova (αναρχικό έντυπο, ιδρύθηκε το 1920 από τον ίδιο το Μαλατέστα, και με εξαίρεση τη διακοπή κατά τη φασιστική περίοδο 1922-45, εκδίδεται σε εβδομαδιαία βάση ως σήμερα, σ.τ.Μ), παρότι συνέχισε να λειτουργεί μέχρι την πορεία προς τη Ρώμη σε άλλα γραφεία της πόλης.
[…] Για το Μαλατέστα και άλλους σημαίνοντες αναρχικούς η πραγματική σύγκρουση με τους κομμουνιστές ήρθε από τα μέσα του 1921 και εξής, ιδιαίτερα μετά την εξέγερση της Κροστάνδης, μετά από προσωπική μαρτυρία της καταστολής των χωρικών του Μάχνο και άλλων αναρχικών αστικών κινημάτων του Ιταλού αναρχικού Ούγκο Φεντέλι. Στο συνέδριο της UAI το Νοέμβρη του 1921 οι Ιταλικοί αναρχικοί επισήμως καταδίκασαν το σοβιετικό καθεστώς -ο Γκράμσι καυτηρίασε τους Μπόργκι, Φάμπρι (Λουίτζι Φάμπρι 1877-1935, ιταλός θεωρητικός της αναρχίας, σ.τ.Μ) και Μαλατέστα ως απάντηση στη συνεδριακή απόφαση. Μετά το θάνατο του Λένιν, ο Μαλατέστα το μόνο που δήλωσε ήταν πως ο θάνατός τους θα έπρεπε να γιορτάζεται ως αργία παρά να μνημονεύεται με πένθος. Ο Φάμπρι πήρε μια λιγότερο σκληρή γραμμή αποτιμώντας τη ζωή του Λένιν. Εξακολουθούσε να πιστεύει πως ο Λένιν είχε υπάρξει σοσιαλιστής και τον αναγνώριζε ως άνθρωπο της Αριστεράς, παρότι είχε καταστρέψει της Ρωσική Επανάσταση με τις δικτατορικές του μεθόδους. Ο Φάμπρι, όπως ο Ούγκο Φεντέλι και ο Καμίλο Μπερνέρι, εντόπισαν την εμφάνιση μιας “νέας τάξης” , στα πλαίσια της ΝΕΠ, κομισσαρίων και τέως εργατών που διαφέντευαν τον καθημαγμένο σοβιετικό πληθυσμό. […]
Μεταξύ 1921 και 1926 οι ηγέτες της αναρχίας εκδιώχθηκαν από τα εργοστάσια και εξαναγκάστηκαν σε φτώχεια κι εξορία […]. Ταυτόχρονα, η USI κατέρρευσε καθώς φασιστικές ομάδες, αντιπαλότητες με μια κομμουνιστική φράξια, αντιπαραθέσεις με τους οπαδούς των εκλογών, και οι ιδιορρυθμίες του Αρμάντο Μπόργκι, όλα είχαν το τίμημα τους. Ο Μπόργκι εγκατέλειψε τη θέση του γραμματέα της οργάνωσης το 1922. H USI φυτοζωούσε μέχρι το 1925, με μια μικρή αναλαμπή κατά την κρίση Ματεότι του 1924 (αναφέρεται προφανώς στη δολοφονία του σοσιαλιστή βουλευτή τον Ιούνη του 1924, λίγες μέρες αφού είχε καταγγείλει τη φασιστική εκλογική βία και νοθεία στην ιταλική βουλή, σ.τ.Μ), αλλά σύντομα βγήκε εκτός νόμου από το καθεστώς.
Κατά την κρίση Ματεότι το 1924, αλλά και το 1925, ο Μαλατέστα και άλλοι αναρχικοί διατήρησαν σημαντικές επαφές με την Italia Libera, μια μη κομμουνιστική αντιφασιστική οργάνωση βετεράνων. Τους τελευταίους λίγους μήνες πριν ο Μουσολίνι καταπνίξει κάθε αντιπολίτευση, οι αναρχικοί Τζίνο Λουτσέτι και Αντέο Τζαμπόνι προσπάθησαν ο καθένας να τον δολοφονήσουν. Ο Τζαμπόνι λυντσαρίστηκε από έναν εξεγερμένο όχλο στη Μπολόνια στις 31 Οκτώβρη 1926. Το Νοέμβρη χρησιμοποιώντας την απόπειρα του ως πρόσχημα, ο Μουσολίνι διέλυσε τα τελευταία υπολείμματα του φιλελεύθερου κράτους. Αναρχικοί οδηγήθηκαν στην υπερορία, εξορίστηκαν σε νησιά ή αν ήταν υπερβολικά διάσημοι, όπως ο Μαλατέστα έμπαιναν σε ένα είδος κατ’ οίκον περιορισμού. Ο Μουσολίνι ωστόσο διατηρούσε πάντα μια αμφίσημη στάση απέναντι στους πρώην “εξεγερσιακούς” συντρόφους του. Σύμφωνα με τη Λούτσε Φάμπρι, κόρη του Λουίτζι Φάμπρι, ο Μουσολίνι προστάτεψε το Φάμπρι από επίθεση τοπικών φασιστών της Μπολόνια και έστειλε μάλιστα εκπρόσωπο του στο Φάμπρι για να τον προσκαλέσει να γίνει δημοσιογράφος στην Popolo dItalia (εφημερίδα που ίδρυσε ο Μουσολίνι το 1914 ως όργανο της πτέρυγας του σοσιαλιστικού κόμματος που υποστήριζε τη συμμετοχή στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Το 1922 ανακηρύχθηκε σε όργανο του φασιστικού κόμματος, σ.τ.Μ). Ο Φάμπρι αρνήθηκε κατηγορηματικά και αργότερα, το 1926 έγινε ο ένας από τους δύο μόνο δασκάλους δημοτικών της Ιταλία που αρνήθηκε να διακηρύξει πίστη στο καθεστώς κι έτσι εξαναγκάστηκε σε εξορία. […]
Αναρχικοί στο Τορίνο 1921-1945
Αναρχικοί κι αναρχοσυνδικαλιστές παρέμειναν σχετικά ισχυροί στο Τορίνο μέχρι το μακελειό του Δεκέμβρη 1922. Την άνοιξη του 1921 οι αναρχικοί και οι αναρχοσυνδικαλιστές φαινόταν να βιώνουν κάτι σαν αναλαμπή. Αυτό προκλήθηκε από την αναποτελεσματικότητα των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών που ήταν απασχολημένοι με εμφύλιες διαμάχες. Οι ελευθεριακοί κινητοποίησαν εκτεταμένη υποστήριξη για πολιτικούς κρατούμενους (ο Μαλατέστα κι οι σύντροφοι του), αλληλεγγύη για τις διώξεις της αριστεράς στην Τοσκάνη και την Απουλία και την αυξανόμενη δυσαρέσκεια στις βιομηχανίες του Τορίνο που προκαλούνταν από την ανεργία και την εισαγωγή της εργασίας με το κομμάτι από τον Ανιέλι, αλλά η επιτυχία τους ήταν βραχυπρόθεσμη. Ο Γκράμσι […] από την πλευρά των κομμουνιστών έβλεπε με συμπάθεια κάποια από τα αιτήματα των ελευθεριακών, αλλά προειδοποιούσε ενάντια στην ανάληψη δράσης για την υποστήριξη των διωκώμενων στην Τοσκάνη και την Απουλία. Το Μάρτη η Μισελέν και τον Απρίλη η Φίατ, προκάλεσεν επιτυχή λοκ-άουτ και μετά απέλυσαν 1500 ως 2000 εργαζόμενους, πολλοί από τους οποίους ήταν ελευθεριακοί ή σοσιαλιστές ριζοσπάστες στη διάρκεια της “κόκκινης διετίας”.
Οι ελευθεριακοί δεν μπόρεσαν να προκαλέσουν σημαντική υποστήριξη σε μια ευρείας κλίμακας αναμέτρηση με τους εργοδότες και το κράτος. Στο μεταξύ, νέες διαμάχες ξέσπασαν εντός των γραμμών τους μεταξύ μιας ομάδας καθοδηγούμενης από τον ηγέτη της τοπικής Unione Sindacale, τον Margarita, που υποστήριζε την αυτόνομη δράση, και του Φερέρο, που ήταν υπέρ της FIOM (Federazione Italiana Operai Metallurgici, Ιταλική Ομοσπανδία μεταλλουργών εργατών, το αρχαιότερο βιομηχανικό συνδικάτο της Ιταλίας, που ιδρύθηκε το 1901, σ.τ.Μ). Μετά την αναρχική βομβιστική επίθεση στο Μιλάνο και το λοκ-άουτ στο Τορίνο, η Unione Sindacale σύντομα περιορίστηκε στην ασημαντότητα. Ωστόσο, ο Πιέρο Φερέρο έμεινε ενεργός ως γραμματέας της τοπικής FIOM μέχρι τη βίαιη δολοφονία του το Δεκέμβρη του 1922, παρότι η FIOM δεν είχε ιδιαίτερη επιρροή το 1921 και το 1922, καθώς ο αριθμός μελών της στην επαρχία έπεσε από το μεταπολεμικό υψηλό των 20.000 σε λιγότερους από 1000. Ο Φερέρο αναμείχθηκε ενεργά στον αγώνα μεταξύ κομμουνιστών και σοσιαλιστών να κερδίσουν τον έλεγχο του τοπικού της παραρτήματος. Σταδιακά συμμάχησε με την ομάδα περί τον Γκράμσι και μάλιστα έγραψε κάποια άρθρα στην ημερήσια εφημερίδα LOrdine Nuovo (εφημερίδα που ιδρύθηκε την Πρωτομαγιά του 1919, από τους Αντόνιο Γκράμσι, Παλμίρο Τολιάτι και Άντζελο Τάσκα, μετά την ίδρυση του ΚΚΙ υπήρξε όργανο του νέο κόμματος, μέχρι την αναστολή της έκδοσης της το 1922. Ξαναεκδόθηκε σποραδικά στο διάστημα 1924-25, σ.τ.Μ), αλλά κίνησε την καχυποψία των τοπικών αναρχικών κύκλων. Ο Μαργκαρίτα είχε καταγγείλει τους Γκαρίνο και Φερέρο ως ενεργούμενα των κομμουνιστών ήδη από το Γενάρη του 1921. Ωστόσο, ως τα μέσα του 1921 οι περισσότεροι αναρχικοί του Τορίνο ήδη φαινόταν να πιστέυουν πως ο Φερέρο είχε έρθει υπερβολικά κοντά με τους κομμουνιστές […]
Η προσέγγιση του Φερέρο με τους κομμουνιστές οδήγησε σε κάποιες μάλλον ειρωνικές καταστάσεις. Μετά τις μαζικές απολύσεις του Απριλίου του 1921, οι εσωτερικές επιτροπές κυριαρχούνταν από σοσιαλιστές που καλούσαν σε δημοψήφισμα για να κριθεί η αποτελεσματικότηα των αντιπροσώπων του τοπικού κλάδου της FIOM. Οι Τάσκα και Φερέρο αμφότεροι αντιτάχθηκαν στο δημοψήφισμα με το επιχείρημα πως οι “εκκαθαρισθείσες” επιτροπές δεν ήταν αντιπροσωπευτικές του επαναστατικού ζήλου για τον οποίο φημιζόταν το Τορίνο. Αντιθέτως βάσιζαν το δημοψήφισμα όχι σε βιομηχανικές μονάδες, αλλά σε κύκλους των ενώσεων στις γειτονιές, όπου οι κομμουνιστές είχαν μεγαλύτερη επριρροή. Ο κύκλος περί την Ordine nuovo, είχαν αποκηρύξει την κληρονομιά τους έτσι ώστε το νέο τους κόμμα [το ΚΚΙ] να διατηρήσει την παρουσία του μεταξύ των βιομηχανιών μηχανουργίας και μεταλλουργίας. Παρότι ψήφισαν λιγότερα από 3000 μέλη της FIOM στο δημοψήφισμα, επιδοκίμασαν τον Φερέρο και τον αντιπρόσωπό του, ενώ τον Οκτώβρη του 1921 το κόμμα κέρδισε τον έλεγχο του ταμείου ανέργων της Φίατ [..] αλλά στα μέσα του 1921 το θέμα των εργοστασιακών συμβουλίων είχε εξαφανιστεί από τις στήλες της Ordine nuovo.
Αν ο Γκράμσι δεν μάσησε τα λόγια του αφότου η UAI κατήγειλε τη Σοβιετική Ένωση, τοπικά τουλάχιστον ήταν πιο ευνοϊκά διακείμενος στη μη κομματική οργάνωση Arditi del Popolo, μέχρι που ο Μπορντίγκα (συνιδρυτής κι ηγέτης του ΚΚΙ εκείνη την περίοδο, σ.τ.Μ) τον διέταξε να αλλάξει τη θέση του. Επιπλέον, ενθαρρύνθηκε από δηλώσεις του Φάμπρι και του Μπόργκι σχετικά με την “Εργατική Συμμαχία” (συνδικαλιστική οργάνωση που είχε ιδρυθεί με πρωτοβουλία μεμονωμένων αναρχοσυνδικαλιστών το 1922, σ.τ.Μ). Όταν όμως μετά το τλευταίο της νόμιμο συνέδριο το Μάρτη του 1922 η USI αρνήθηκε να ενωθεί με τους κομμουνιστές, ο Γκράμσι κατήγγειλε εκ νέου την αντικομμουνιστική της ηγεσία. […]
Παρόμοιες αντιφάσεις διακρίνονται στις στήλες της εφημερίδας LOrdine nuovo το 1921 και 1922. Κάποιες φορές σε διπλανές σελίδες καταγγέλονταν η υποστήριξη Ιταλών αναρχικών στους διωκόμενους αναρχικούς ή σοσιαλεπαναστάτες της Ρωσίας κι από την άλλη διακηρύσσονταν ένθερμη υποστήριξη στους Σάκο και Βανσέτι στην Αμερική. Θα μπορούσε κανείς να γράψει ένα μικρό άρθρο για την κρίση του Γκράμσι και της Ordine nuovo σχετικά με την εξέγερση της Κροστάνδης. Χρησιμοποιώντας ρωσικές και γαλλικές πηγές, ο Γκράμσι έμοιαζε να παραδέχεται πως οι εξεγερμένοι ήταν πλανημένοι αλλά ειλικρινείς επαναστάτες, μόνο για να την υποβιβάσει αργότερα αυτή την τραγωδία σε μια τεράστια αγγλογαλλική συνωμοσία. Ο θάνατος του Κροπότκιν το Μάρτη του 1921 προκάλεσε μια σειρά ευνοϊκών νεκρολογιών, ακολουθούμενων από την αποδόμηση του Μπακούνιν από το Βίκτωρ Σερζ, χρησιμοποιώντας το πρόσφατα ανακαλυφθέν “Ομολογίες στον Τσάρο” για να υποσκάψει την αξιοπιστία του. Τέλος, σε ό,τι αφορούσε την Unione Sindacale, ο Γκράμσι ήταν εγκλωβισμένος σε ένα πραγματικό δίλημμα. Ενώ δεν του περίσσευε ποτέ χρόνος για τον Μπόργκι, μέχρι που η ηγεσία της USI ήρθε σε ανοιχτή ρήξη με την Κομιντέρν το 1922, ο Γκράμσι δε μπορούσε παρά να εκφράσει χαμηλόφωνα την υποστήριξη του στην φιλοκομμουνιστική φράξια του Νικόλα Βέκι. Αργότερα, παρότι υποστήριξε την οικονομική βοήθεια της Κομιντέρν στη φιλοκομμουνιστική φράξια, ένιωθε αισθητά αμήχανα μπροστά στην άρνηση του Βέκι να μπει στη CGL (Confederazione Generale del Lavoro, Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας, ιστορικό ιταλικό συνδικάτο που είχε ιδρυθεί με πρωτοβουλία του σοσιαλιστικού κόμματος το 1906, σ.τ.Μ).
Χαρακτηριστική της αμφίσημης στάσης του Γκράμσι είναι σίγουρα η διαμάχη σχετικά με την πολιτική κληρονομιά του Πιέτρο Φερέρο μετά το βίαιο θάνατο του το Δεκέμβρη του 1922. […] Εκείνη την περίοδο ο Γκράμσι ήταν ήδη στη Μόσχα, αλλά το 1924 μια νεκρολογία για το Φερέρο εμφανίστηκε στην τρίτη εβδομαδιαία σειρά του LOrdine Nuovo. Παρότι το άρθρο υπογραφόταν από τον Τζοβάνι Παρόντι, γράφτηκε στην πραγματικότητα από το Γκράμσι. Σε αυτό παρουσιάζεται μια αναφορά για την αφιέρωση του μοσχοβίτικου εργοστασίου Amo, στο Φερέρο. Αρκετούς μήνες μετά, στο τελευταίο περιοδικό του Μαλατέστα “Pensiore e Volontá”, ο Λουίτζι Φάμπρι απέρριψε την οικειοποίηση του ονόματος του Φερέρο από τους κομμουνιστές, αναρωτώμενος αν οι εργάτες στο εργασίο Φερέρο στη Μόσχα είχαν περισσότερα δικαιώματα από τους συντρόφους του Φερέρο στη φασιστική Ιταλία.
Ωστόσο, η διαμάχη για το Φερέρο δε σταμάτησε εκεί. Γράφοντας από τη Μόσχα του 1924, ο Αλφόνσο Λεονέτι (τότε διευθυντής της Unitá σ.τ.Μ) προσπάθησε να αποδείξει πώς οι Ρώσοι αναρχικοί είχαν ασμένως συνεργαστεί με το καθεστώς των μπολσεβίκων. Πήρε συνέντευξη από το Ρωσο-Αμερικανό [αναρχικό] Μπίλ Σάτωφ, o oποίος γνώριζε τον Κάρλο Τρέσκα (1879-1943 σημαίνων Ιταλοαμερικανός αναρχικός), […] Επίσης πήρε συνέντευξη από τον Χέλμουτ Σαντομίρσκυ, Ρώσο αναρχοσυνδικαλιστή, που υποστήριζε πως ο Μαλατέστα είχε χάσει τα λογικά του όταν δημοσίευσε την καταδικαστική νεκρολογία του Λένιν. Ο Λεονέτι αντιπαρέβαλε αυτούς τους λογικούς και σοβαρούς αναρχικούς με τους επιπόελους αντεπαναστάτες, κι ο Πιέρο Φερέρο χρησίμευε ως πρότυπο για τους Ιταλούς. Ωστόσο ο Σαντομίρσκυ έγραψε ένα δριμύ άρθρο στην αναρχική εφημερίδα Fede! και την ΚΕ του ΚΚΙ, αρνούμενος την ουσία της συνέντευξης της δικής του και του Σάτοφ στο Λεονέτι. Στο γράμμα του, που δημοσιεύτηκε στη LUnitá το Σεπτέμβρη του 1924, συνέκρινε δυσμενώς το Λεονέτι προς τον Τομ Μαν (1856-1941 Βρετανός συνδικαλιστής, σ.τ.Μ), που υπερασπίστηκε παρά αρνήθηκε τη δίωξη των αναρχικών και των σοσιαλεπαναστατών από το μπολσεβίκικο καθεστώς. Ισχυρίστηκε επίσης πως ηγετικές μορφές των Μπολσεβίκων ποτέ δεν αρνήθηκαν τις διώξεις, και τελείωσε σημειώνοντας πως στην πραγματικότητα είχε διεξάγει πολλές συζητήσεις με Ιταλούς κομμουνιστές στη Μόσχα και στο εξωτερικό και “Σχημάτισα την έντονη εντύπωση πως το όνομα και η προσωπικότητα του Μαλατέστα έχαιραν ακόμα κι από εκείνους μεγάλης εκτίμησης”. […]
Ο Γκράμσι και οι αναρχικοί: To τελικό ξεκαθάρισμα
Πριν το Κομμουνιστικό κόμμα τεθεί εκτός νόμου το 1926, ο κομματικός τύπος αφιέρωνε σημαντικό χώρο στους αναρχικούς και τους αναρχοσυνδικαλιστές. Άρθρα του πρώην αναρχοσυνδικαλιστή Τζουσέπε ντι Βιτόριο εξηγούσαν τις αδυναμίες του αναρχοσυνδικαλισμού. Ο Ρουτζέρο Γκριέκο (1893-1955, συνοδοιπόρος του Γκράμσι και συνιδρυτής του ΚΚΙ, στο οποίο παρέμεινε ως το θάνατο του, όντας τότε εκλεγμένος γερουσιαστής του κόμματος, σ.τ.Μ) ξέθαψε την παλιά κατηγορία του Κρότσε (εδώ προφανώς αναφέρεται στο διάσημο Ιταλό φιλόσοφο Μπενεντέτο Κρότσε 1866-1952 σ.τ.Μ) περί σχέσης του Μαλατέστα και της Βασίλισσας της δυναστείας των Βουρβώνων του Βασιλίεου της Νάπολης, ενώ ο Γκράμσι, ο Τολιάτι και ο Τάσκα, προχώρησαν σε νέα αποτίμηση της κληρονομιάς των Ιταλών αναρχικών. […] Ο Γκράμσι ανέλυσε τους αναρχοσυνδικαλιστές σε σχέση με τον ιταλικό νότο. Στο έργο του για το “Νοτιοϊταλικό ζήτημα” και στα “Τετράδια φυλακής” η αντίληψη του Γκράμση περί εξέγερσης, αυθόρμητου και τις ιδιαίτερες αδυναμίες της προφασιστικής αριστεράς στην Ιταλία, περιστρέφονταν γύρω από την επίδραση των αναρχικών και των αναρχοσυνδικαλιστών στην ιταλική πολιτική κουλτούρα. Στη δεκαετία του ’30, ο Τολιάτι ως γραμματέας του Λατινοευρωπαϊκού τμήματος της Κομιντέρν, συνέγραψε κάποιες αρκετά ισορροπημένες αναφορές περί ιταλικού αναρχισμού. Αξιοσημείωτη είναι η νεκρολογία του για το Μαλατέστα το 1932 και η διάλεξή του περί ιταλικού αναρχισμού ενώπιον Ιταλών κομμουνιστών στην κομματική σχολή της Μόσχας το 1935. Άλλες ωστόσο πολιτικές δραστηριότητες του δεν ήταν τόσο ξεκάθαρες. […] Παρότι ο Τολιάτι μπορεί να έσωσε το κόμμα του από μαζικές εκκαθαρίσεις και μπορεί να αποκληθεί “μετριοπαθής” σταλινικός, σίγουρα μπήκε στην καμπάνια κατά του Τρότσκυ με μεγάλο και ακαλαίσθητο ζήλο. Επίσης καταδίκασε πολύ αυστηρά Ιταλούς αναρχικούς σαν τον Μπερνέρι […] Νωρίτερα είχε αντιταχθεί στην εκστρατεία απελευθέρωσης του αναρχικού Φραντσέσκο Γκέτσι από τα σταλινικά δεσμά. […]
Στη διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή Turi, o Γκράμσι συνάντησε κάποιους μάλλον ιδιόρρυθμους ιντιβιντουαλιστές αναρχικούς, ένας από τους οποίους αργότερα έγινε κομμουνιστής και αποκήρυξε την αναφορά του, μια σκανδαλώδη περιγραφή της ζωής του Γκράμσι στο κελί της φυλακής για την Ladunata dei Refrattari (ιταλόφωνο αναρχικό έντυπο που εκδιδόταν στη Ν. Υόρκη από το 1922 ως το 1971, σ.τ. Μ). Ο Μπερνέρι εκτιμούσε περισσότερο την κληρονομιά του Γκράμσι. Η τλευταία δημόσια ενέργειά του πριν τη δολοφονία του ήταν να μεταδώσει μια εγκάρδια νεκρολογία για τον πρόσφατα θανόντα Γκράμσι από τα στούντιο του Ράδιο CNTFAI στις 3 Μάη 1937. Δυο μέρες αργότερα το πτώμα του ανακαλύφθηκε έξω από τα γραφεία της Generalitat στο κέντρο της Βαρκελώνης.

TOP READ