-
του Ελισαίου Βαγενά
Πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια από τότε που ο συγγραφέας Αλεξάντρ Ζινόβιεφ1
παρομοίασε την καπιταλιστική Ρωσία μ’ ένα «λαγό με κέρατα». «Λαγό»,
προφανώς, γιατί σ’ εκείνα τα πρώτα χρόνια της καπιταλιστικής
παλινόρθωσης η νεόκοπη αστική τάξη της Ρωσίας, βρισκόμενη σε μια πορεία
ενσωμάτωσης της χώρας στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική «πυραμίδα» και
προσπαθώντας να σιγουρέψει τη θέση της στο εσωτερικό, εύκολα υποχωρούσε
στις απαιτήσεις των ΗΠΑ και άλλων δυνάμεων. Και αυτό, παρά το γεγονός
πως είχε «κληρονομήσει» από τη Σοβιετική Ένωση ένα πανίσχυρο οπλοστάσιο
(εξ ου και το …«κερατοφόρος»).
Να
όμως που τα πράγματα αλλάζουν. Και η Ρωσία, όλο και συχνότερα πλέον,
χρησιμοποιεί στρατιωτική δύναμη εκτός των συνόρων της. Το έπραξε αυτό
στη Μολδαβία (στην περίπτωση της Υπερδνειστερίας), στο Τατζικιστάν, στη
Γεωργία (στις περιπτώσεις της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας), στην
Ουκρανία (στην περίπτωση της Κριμαίας), δηλαδή σε εδάφη της πρώην ΕΣΣΔ
που θεωρούνται «ζώνη άμεσων συμφερόντων» της. Με τη στρατιωτική επέμβαση
στη Συρία η Μόσχα έκανε ένα «άλμα», καταπατώντας το χτεσινό αμερικανικό
«μονοπώλιο» της στρατιωτικής επέμβασης και σε πιο μακρινές περιοχές.
Μια επέμβαση που αλλάζει τους όρους της «συριακής εξίσωσης» και, εκτός
των άλλων, δημιουργεί συγχύσεις στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα.
Βεβαίως,
μετά από τη ρωσική στρατιωτική επέμβαση ακολούθησε η δολοφονική επίθεση
στο Παρίσι, η οποία με μια «εκατόμβη νεκρών» επίσης έθεσε νέους όρους
στο συριακό γεωπολιτικό «αλγόριθμο». Και αυτό, γιατί η μαζική δολοφονία
απλών ανθρώπων αξιοποιήθηκε από την αστική τάξη της Γαλλίας, και
συνολικά των χωρών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, ως μια «σπονδή» με το αίμα του
γαλλικού λαού, πριν την ακόμη μεγαλύτερη στρατιωτική εμπλοκή τους.
Ας
δούμε όμως πρώτ’ απ’ όλα μερικές βασικές πολιτικο-στρατιωτικές
εξελίξεις, χρήσιμες για την κατανόηση του ζητήματος που εξετάζουμε.
Η ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΗ ΞΕΝΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ
Στις 30 Σεπτέμβρη ξεκίνησαν οι ρωσικές αεροπορικές επιδρομές στη Συρία εναντίον του λεγόμενου «Ισλαμικού Κράτους» (ΙΚ).
Την
ίδια μέρα, η Άνω Ρωσική Βουλή ενέκρινε αίτημα του Ρώσου Προέδρου
Βλαντιμίρ Πούτιν για την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων στο εξωτερικό,
και συγκεκριμένα για τη στήριξη του Μπασάρ Άσαντ στη Συρία.
Είχε
προηγηθεί η ομιλία του Ρώσου Προέδρου στον ΟΗΕ, όπου υπεραμύνθηκε των
ρωσικών θέσεων για τη Συρία και την Ουκρανία. Για τη Συρία είχε τονίσει
πως δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική λύση χωρίς τον Άσαντ, καθώς και την
ανάγκη να ενισχυθεί ο Άσαντ που μαζί με τους Κούρδους αντιστέκονται στο
ΙΚ.
Η
συνάντησή του με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, παρά το γεγονός πως
επιδιώκεται από μερίδα ΜΜΕ να παρουσιαστεί ως ενδεικτική της
«σύμπλευσης» Ρωσίας-ΗΠΑ για την καταπολέμηση του ΙΚ, δεν ξεπέρασε τις
αντιθέσεις τους γύρω από το μέλλον του καθεστώτος Άσαντ, που βέβαια
συνδέεται με το ποια ιμπεριαλιστική δύναμη θα έχει το «πάνω χέρι» στη
Συρία.
Η
εξέλιξη σαφώς και σηματοδοτεί την παραπέρα όξυνση των
ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της
Ανατολικής Μεσογείου. Να θυμίσουμε πως η ρωσική στρατιωτική επέμβαση στη
Συρία έρχεται μετά από την επέμβαση των ΗΠΑ, της ΕΕ, της Τουρκίας, των
μοναρχιών του Κόλπου κ.ά. δυνάμεων στην περιοχή, που εκτυλίσσεται από το
2011. Π.χ. η κατοχή των ΗΠΑ στο Ιράκ, η επίθεση του ΝΑΤΟ στη Λιβύη, η
διείσδυση στη Συρία δυνάμεων που εξοπλίστηκαν από τις ΗΠΑ και τους
συμμάχους της.
Πρέπει
να σημειωθεί πως το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή, το 2011, καταδίκασε την
επέμβαση, που έχει πολύ σοβαρές συνέπειες για το λαό της Συρίας, αλλά
και της ευρύτερης περιοχής. Όταν αστικά κι οπορτουνιστικά κόμματα
«πανηγύριζαν» για τη λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη», το Κόμμα μας αποκάλυψε
την οργανωμένη επιχείρηση χρηματοδότησης κι εξοπλισμού από τις
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της λεγόμενης αντιπολίτευσης στη Συρία, που
είχαν ως αποτέλεσμα –«μεταξύ άλλων»– και τη συγκρότηση κι εξάπλωση του
τέρατος του «Ισλαμικού Κράτους», αλλά και τη δημιουργία ενός τεράστιου
κύματος προσφύγων, τόσο στο εσωτερικό της χώρας (περίπου 10 εκατομμύρια
άνθρωποι) όσο και προς το εξωτερικό (κυρίως σε Τουρκία, Λίβανο και
Ιορδανία, όπου βρίσκονται γύρω στα 2 εκατομμύρια ξεριζωμένοι από τους
οποίους όσοι έχουν τη δυνατότητα προσπαθούν να φτάσουν σε χώρες της
Ευρώπης).
ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑ
Είναι
γνωστές οι στενές οικονομικές και πολιτικο-στρατιωτικές σχέσεις που
έχει η Ρωσία με το αστικό καθεστώς Άσαντ, που αποτελεί τα τελευταία 20
χρόνια σταθερό σύμμαχο της καπιταλιστικής Ρωσίας στην περιοχή της Μέσης
Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Σε μια περιοχή, δηλαδή, που
παίζεται ένα μεγάλο γεωπολιτικό «παιχνίδι» με ισχυρούς «παίχτες», όπως
είναι οι ΗΠΑ, η ΕΕ, το Ισραήλ, η Τουρκία, η Αίγυπτος, οι μοναρχίες του
Κόλπου, οι αστικές τάξεις των οποίων προωθούν τα δικά τους συμφέροντα.
Ας δούμε ορισμένα στοιχεία πιο συγκεκριμένα.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ
Ο
Άσαντ, σε συνέντευξή του τον Ιούνη του 2013 υποστήριξε ότι: «Οι δυτικές
χώρες, σε αντίθεση με τη δημόσια πολιτική τους στάση, αγκομαχούν για να
παρουσιάσουν σε μας κάτω από το τραπέζι “ελκυστικά” συμβόλαια για την
ανοικοδόμηση της χώρας και την εξόρυξη των πλούσιων κοιτασμάτων
υδρογονανθράκων που έχουν ανακαλυφθεί στις συριακές ακτές. Η Παγκόσμια
Τράπεζα, που δεν μπορεί να κουνηθεί χωρίς την άδεια των ΗΠΑ, μας
πρότεινε ένα δάνειο ύψους 21 δισ. δολαρίων με “γενναίες” διευκολύνσεις,
το όποιο και απορρίψαμε κάθετα. Έχουμε ήδη δώσει το δικαίωμα εξόρυξης
των υδρογονανθράκων της συριακής ΑΟΖ σε ρωσική εταιρία. Έχουμε
εμπιστοσύνη στους Ρώσους, που υπερασπίζονται τη στρατηγική τους ασφάλεια
και τα εθνικά τους συμφέροντα τα οποία θα διακινδύνευαν σε περίπτωση
ελέγχου της Συρίας από τη Δύση και δυνάμεις που είναι ουρά της στην
περιοχή».
Σε ό,τι αφορά τα μεγέθη των υδρογονανθράκων, υπάρχουν διάφορες εκτιμήσεις2,
ενώ Σύριοι μελετητές ισχυρίζονται πως το μέγεθος των κοιτασμάτων της
χώρας σε φυσικό αέριο «ανατρέπει» τον ισχύοντα «διεθνή ενεργειακό
χάρτη», αφού τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στη Συρία είναι δεκαπλάσια των
κοιτασμάτων του Ισραήλ σε μέγεθος.
Τα
συμβόλαια, που είχαν συνάψει ρωσικές εταιρίες για την εξόρυξη, πριν τα
γεγονότα, έφταναν τα 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Επίσης,
δραστηριοποιούνταν και στην κατασκευή διυλιστηρίων.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΓΩΓΩΝ
Έγραψε
το 2013 η ρωσική εφημερίδα «Κομερσάντ»: «Η έκβαση του πολέμου στη Συρία
μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου. Οι
εμπλεκόμενες πλευρές στη σύγκρουση υποστηρίζονται από δύο ανταγωνιστικές
δυνάμεις, οι οποίες θέλουν να κατασκευάσουν νέους αγωγούς φυσικού
αερίου προς την ΕΕ, που θα διέρχονται μέσα από το συριακό έδαφος: Από το
Ιράν και από το Κατάρ. Υπό αυτό το πρίσμα, οι συνέπειες για την Gazprom
και για τα έσοδα του ρωσικού προϋπολογισμού θα καθοριστούν σε μεγάλο
βαθμό στις μάχες για το Χαλέπι και για τη Δαμασκό»3.
Σχετικά με τα συγκεκριμένα διαφορετικά σχέδια:
Στις
27 Ιούλη 2011 υπογραφόταν μεταξύ των Ιράν, Ιράκ και της Συρίας η
συμφωνία για τον αγωγό φυσικού αερίου με την ονομασία «Αγωγός Φιλίας»,
που προβλεπόταν να διοχετεύει το ιρανικό φυσικό αέριο από το Ιράν προς
Βαγδάτη, Δαμασκό, Βηρυτό και προς τη Δυτική Ευρώπη.4
Το
Κατάρ, ο βασικός ανταγωνιστής του Ιράν στο ζήτημα του φυσικού αερίου,
θεώρησε ότι παραμεριζόταν η επιδίωξή του, σε συνεννόηση με την Τουρκία,
να κατασκευαστεί αγωγός ο οποίος μέσω Σαουδικής Αραβίας, Ιορδανίας,
Συρίας και Τουρκίας θα προωθούσε στην Ευρώπη το φυσικό αέριο του Κατάρ.
Φυσικά, προϋπόθεση για την κατασκευή του αγωγού αυτού θα ήταν η
συμμετοχή της Συρίας, η οποία όμως με τη συμφωνία που είχε υπογράψει με
το Ιράκ και το Ιράν έβγαζε έξω από το «παιχνίδι» το Κατάρ. Το σχέδιο του
Κατάρ είχε και την «ευλογία» των ΗΠΑ.
Εννοείται
πως η Ρωσία σε καμία περίπτωση δε θα ήθελε να δει να γίνεται πράξη το
σχέδιο των Κατάρ-ΗΠΑ, που είναι ανταγωνιστικό ως προς τα δικά της
μερίδια των αγορών στην Ευρώπη, ενώ το ιρανικό σχέδιο είναι περισσότερο
συμπληρωματικό ή και αμφίβολο αν μπορεί να γίνει πράξη, εξαιτίας της
αστάθειας στην περιοχή. Επιπλέον, η Ρωσία είχε εμπλακεί και πρακτικά
στην υλοποίηση αυτού του σχεδίου, αφού είχε αναλάβει μέρος της
κατασκευής του ιρανικού αγωγού και τον εκσυγχρονισμό των λιμανιών στα
οποία θα κατέληγε και στην κατασκευή εκεί διυλιστηρίων.5
ΚΕΡΔΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΩΛΗΣΗ ΟΠΛΩΝ
Η
Ρωσία κερδίζει από την πώληση όπλων στη Συρία, η οποία και πριν τα
γεγονότα ήταν από τις βασικές χώρες-προμηθευτές ρωσικών όπλων. Με βάση
τα στοιχεία του SIPRI, αν το 2010 (πριν τα γεγονότα) οι ρωσικές εξαγωγές
όπλων στη Συρία ήταν στα 238 εκατομμύρια δολάρια, το 2013 έφτασαν τα
351 εκατομμύρια δολάρια6, ενώ τα συνολικά συμβόλαια που απομένουν να εκτελεστούν σύμφωνα με τη «Ζενμίν Ζιμπάο», φτάνουν τα 4 δισεκατομμύρια δολάρια7.
Εννοείται πως η ανεξέλεγκτη ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ θα έθετε σε κίνδυνο όλα αυτά τα κέρδη. Όπως σημειώνεται:
«Εάν η Ρωσία εγκαταλείψει τη Συρία, τότε το χρέος αυτό ενδεχομένως να
μην αναγνωριστεί από κάποια άλλη μεταβατική εξουσία, να τεθεί δε σε
κίνδυνο η συνέχιση πώλησης όπλων στη χώρα και συνεπώς να περιοριστεί η
επιρροή της Ρωσίας σ’ ένα κράτος του οποίου η γεωγραφική θέση είναι
κομβική στη Μέση Ανατολή»8.
ΚΕΡΔΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΜΕΡΙΔΙΩΝ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑΚΗ ΑΓΟΡΑ
Οι
ρωσικές εταιρίες έκαναν (και συνεχίζουν να κάνουν, αν και σε μικρότερο
βαθμό απ’ ό,τι πριν τον πόλεμο) εξαγωγές προϊόντων (καύσιμα, μηχανήματα,
τρόφιμα, ξυλεία κ.ά.), ενώ ρωσικές εταιρίες δραστηριοποιούνταν στον
τομέα του τουρισμού και των τηλεπικοινωνιών.
Τα
ρωσικά μονοπώλια, που βέβαια ζημιώνονται εξαιτίας των εχθροπραξιών (η
αξία των μη στρατιωτικών ρωσικών εξαγωγών από 1,89 δισεκατομμύρια
δολάρια το 2011 έχει πέσει το 2014 στα 582 εκατομμύρια δολάρια9), θα πάθαιναν συνολικότερη ζημιά αν υπήρχε μια ανεξέλεγκτη ανατροπή του Άσαντ που θα οδηγούσε σε σοβαρή απώλεια κερδών.
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ
Όπως
είναι γνωστό, η Ρωσία διαθέτει στο συριακό Ταρτούς ένα «ναυτικό σταθμό
ανεφοδιασμού», που θα μπορούσε να εξελιχτεί και σε ολοκληρωμένη πολεμική
βάση μόνιμου ελλιμενισμού πολεμικών της όπλων στη Μεσόγειο. Πρόκειται
για τη μόνη ρωσική ναυτική βάση σε μη ρωσικό έδαφος.
Αυτό τονίζει η κινεζική «Ζενμίν Ζιμπάο», που προσθέτει επιπλέον: «Η
Ρωσία δε θέλει να επιτρέψει πλέον χώρες, που συνεργάζονται μαζί της, να
βάλλονται, η μια μετά από την άλλη, από τις ΗΠΑ. Διαφορετικά, το
ηγετικό κύρος της Ρωσίας θα πληγεί σοβαρά»10.
ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Οι
ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, ξεκινώντας πριν περίπου 5 χρόνια την
ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Συρία, πρόβαλαν ως πρόσχημα τα ζητήματα της
«δημοκρατίας», της ανατροπής του «δικτάτορα Άσαντ», της στήριξης της
λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης»· το ότι επρόκειτο για υποκρισία ήταν κάτι
πέρα για πέρα φανερό, αν δει κανείς ποιοι είναι αυτοί που επικαλούνται
την «ελευθερία» και τη «δημοκρατία»: Οι αντιλαϊκές μοναρχίες του Κόλπου,
η Τουρκία, που κατέχει τη μισή Κύπρο, η ΕΕ, οι ΗΠΑ, που πρωτοστατούν
στο αιματοκύλισμα λαών και στην ανατροπή καθεστώτων που δεν τους
βολεύουν, προκειμένου τα μονοπώλιά τους να κερδίσουν καλύτερες θέσεις.
Σήμερα
οι ίδιες δυνάμεις, επιμένοντας και στα προσχήματα περί «δημοκρατίας»,
έχουν ανασύρει επιπλέον το πρόσχημα του «πολέμου με την τρομοκρατία» και
της «αυτοάμυνας» από τις επιθέσεις που δέχονται από τους τζιχαντιστές,
εχθροί που ξεκινούν από εδάφη της Συρίας που ελέγχει το λεγόμενο
«Ισλαμικό Κράτος».
Από
τη μεριά της και η ρωσική ηγεσία σπάνια αναφέρει τα οικονομικά,
γεωπολιτικά συμφέροντα, που ήδη αναδείξαμε, ως αιτίες της επέμβασής της.
Ωστόσο, γι’ αυτά μιλούν ακόμη και Ρώσοι κυβερνητικοί πολιτικοί και
δημοσιογράφοι. Στη δεδομένη φάση της ρωσικής επέμβασης η ρωσική ηγεσία
προβάλλει τα εξής προσχήματα:
1.
Η Ρωσία προσκαλέστηκε από μια κυβέρνηση να δώσει βοήθεια ενάντια στην
«τρομοκρατία». Προβάλλει, λοιπόν, το λεγόμενο «πόλεμο κατά της
τρομοκρατίας» κι επιπλέον τονίζει πως οι ενέργειές της δεν έρχονται σε
αντίθεση με το Διεθνές Δίκαιο, από τη στιγμή που έχει καλεστεί από τη
νόμιμη κυβέρνηση.
2.
Προβάλλει το γεγονός πως μερικές χιλιάδες άντρες του ΙΚ κατάγονται από
περιοχές της Ρωσίας και της πρώην ΕΣΣΔ και, σε περίπτωση επικράτησής του
στη Συρία, θα επιστρέψουν στη Ρωσία για να διεξάγουν κι εκεί ανάλογες
«τρομοκρατικές επιχειρήσεις», με στόχο την εδαφική ακεραιότητα της χώρας
και την ευημερία του ρωσικού λαού.
3.
Σε μικρότερη κλίμακα χρησιμοποιούνται κατά περίπτωση τα εξής ζητήματα:
Να σταματήσει το προσφυγικό ρεύμα και η ανθρωπιστική καταστροφή, η
καταστροφή των αρχαιοτήτων, οι βαρβαρότητες του ΙΚ.
4.
Μετά από την τραγωδία του ρωσικού επιβατικού αεροπλάνου πάνω από το
Σινά, η ρωσική ηγεσία προσέφυγε και στο πρόσχημα της «αυτοάμυνας», στο
οποίο αναλυτικότερα θα αναφερθούμε παρακάτω.
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ
Οι
πολιτικο-στρατιωτικές δυνάμεις που παραμένουν πιστές στον Άσαντ
διατηρούν τον έλεγχο σε σημαντικό τμήμα της χώρας, γύρω στο 40% των
εδαφών, που όμως είναι κατοικημένες και καλλιεργούμενες περιοχές.
Οι
ένοπλες δυνάμεις του υπολογίζεται ότι στα 5 χρόνια πολέμου
αντιμετωπίζουν μια κατάσταση φθοράς, που τις έχει αναγκάσει να
συρρικνωθούν από τις 325 χιλιάδες σε 150 χιλιάδες. Άλλες 60 χιλιάδες
είναι στις δυνάμεις της καλά εξοπλισμένης Φρουράς, όπως και μερικές
δεκάδες χιλιάδες είναι οι δυνάμεις της ένοπλης πολιτοφυλακής, καθώς και
οι δυνάμεις της λιβανικής «Χεζμπολά», που αποτελεί σταθερό σύμμαχο του
καθεστώτος. Ταυτόχρονα, όλο αυτό το διάστημα στηρίζεται από τη Ρωσία και
το Ιράν με στρατιωτικούς συμβούλους, όπλα και πυρομαχικά.
Οι
πολιτοφυλακές των Κούρδων, που υπολογίζονται γύρω στις 30 χιλιάδες
ελαφρά οπλισμένοι άντρες, ελέγχουν ένα κομμάτι στα βόρεια της χώρας.
Το
λεγόμενο «Ισλαμικό κράτος», που φέρεται να ελέγχει μεγάλο μέρος των
εδαφών της Συρίας που είναι ακατοίκητη έρημος, έχει στον έλεγχό του τις
συνοριακές περιοχές με το Ιράκ κι ελέγχει πετρελαιοπηγές που του δίνουν
κέρδη από το λαθρεμπόριο καυσίμων προς Τουρκία και Ιράκ. Υπάρχουν
διαφορετικές εκτιμήσεις για τον αριθμό των δυνάμεών του, που κυμαίνονται
από 20 έως 100 χιλιάδες άντρες. Οι ρωσικές υπηρεσίες τούς υπολογίζουν
από 30 έως 50 χιλιάδες, μεταξύ των οποίων και πολλοί που προέρχονται από
το εξωτερικό (Ευρώπη, αλλά και Ρωσία κλπ.), ενώ είναι γνωστές οι
σχέσεις τους με την Τουρκία, τις μοναρχίες του Κόλπου, αλλά και τις ΗΠΑ,
που αρκετούς από αυτούς τους χρηματοδότησαν, τους εκπαίδευσαν, τους
εξόπλισαν και τώρα τους αξιοποιούν για την προώθηση των σχεδίων τους.
Οι
ίδιες οι δυνάμεις της ένοπλης «αντιπολίτευσης», του λεγόμενου
«Ελεύθερου Συριακού Στρατού», που ανοιχτά πατρονάρεται από ΗΠΑ-ΕΕ,
δήλωναν ότι κυμαίνονται από 45 έως 60 χιλιάδες, μέγεθος που αμφισβητεί η
ρωσική ηγεσία.
Άλλες
στρατιωτικές δυνάμεις, που έχουν αναπτύξει δράση, είναι το ισλαμιστικό
κίνημα «Ζαμπχάτ Αλνούσρα» («Μέτωπο Στήριξης») και άλλες μικρότερες
ισλαμιστικές δυνάμεις, που έχουν έως 10 χιλιάδες ενόπλους και τη στήριξη
των μοναρχικών καθεστώτων της περιοχής.
Βεβαίως,
στην πράξη παρατηρείται πως όλες αυτές οι δυνάμεις που μάχονται κατά
του καθεστώτος Άσαντ, παρά τις τριβές μεταξύ τους, είναι και
«συγκοινωνούντα δοχεία», δηλαδή αλληλοτροφοδοτούνται, όπως και δυνάμεις
που υποστηρίζουν τον Άσαντ.
Τέλος,
δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι από το 1967 το Ισραήλ κατέχει συριακά
εδάφη (τα Υψίπεδα του Γκολάν), έχει δηλαδή αναπτύξει μόνιμες
στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής μέσα στη Συρία και παρέχει
ιατροφαρμακευτική (και άλλη;) υποστήριξη στις δυνάμεις που μάχονται το
καθεστώς Άσαντ.
ΣΕ ΤΙ ΣΥΝΙΣΤΑΤΑΙ Η ΡΩΣΙΚΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ
Σε
αυτές τις σύνθετες στρατιωτικές συνθήκες, η ρωσική ηγεσία αποφάσισε την
ενίσχυση των δυνάμεων του Άσαντ βασικά με δύο τρόπους:
α)
Με την παροχή σύγχρονου στρατιωτικού εξοπλισμού, με όπλα μεγαλύτερης
ακρίβειας (νέα τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, σύγχρονα
συστήματα τηλεπικοινωνιών, κατασκοπευτικά μη επανδρωμένα αεροπλάνα,
πυροβόλα κ.ά.).
β)
Με αεροπορικούς βομβαρδισμούς των δυνάμεων των «τρομοκρατών». Σε μια
επίδειξη ισχύος, η Ρωσία βομβάρδισε εχθρικές θέσεις χρησιμοποιώντας
πυραύλους που εκτόξευσε από πολεμικά πλοία του στόλου της στην Κασπία
και στη Μεσόγειο, ενώ η συριακή αεροπορία έχει πιο παλαιωμένα αεροπλάνα,
με λιγότερες δυνατότητες στο να καταφέρουν στον αντίπαλο χτυπήματα
ακριβείας.
Αεροπορική δύναμη
Στις
ρωσικές αεροπορικές επιδρομές συμμετέχουν πάνω από 70 μαχητικά
αεροπλάνα κι ελικόπτερα διάφορων τύπων. Σε μια επίδειξη ισχύος, η Ρωσία
χρησιμοποιεί στους βομβαρδισμούς και στρατηγικά βομβαρδιστικά, που έχουν
μεγάλη ακτίνα δράσης.
Αντιαεροπορική άμυνα
Μετά
από την κατάρριψη του Su 24Μ από την Τουρκία, η Ρωσία αποφάσισε τα
βομβαρδιστικά της να συνοδεύονται από καταδιωκτικά, για προστασία, ενώ
ανέπτυξε ισχυρά συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας, όπως είναι οι S 400 και
η παρουσία στην περιοχή της ναυαρχίδας του πολεμικού ναυτικού της,
«Μοσκβά», που διαθέτει ανάλογα συστήματα.
Χερσαία ρωσική δύναμη
Τα
στοιχεία έχουν καταγράψει μια σχετικά μικρή, αλλά σταθερή χερσαία
ρωσική στρατιωτική παρουσία (γύρω στους 1.500-2.000 στρατιωτικούς, ενώ
σύμφωνα με τις ΗΠΑ έχει φτάσει τους 4.00011)
στη Δυτική Συρία, στα περίχωρα της πόλης Λατάκια, όπου βρίσκονται και
οι εγκαταστάσεις με το αεροδρόμιο της πόλης που επεκτείνεται με γοργούς
ρυθμούς, όπως και στη ναυτική βάση του Ταρτούς. Στόχος αυτής της
χερσαίας δύναμης είναι η φύλαξη των εγκαταστάσεων και των ρωσικών
αεριωθούμενων, η συντήρηση των οπλικών συστημάτων, ο ανεφοδιασμός, οι
επικοινωνίες, π.χ. για την πραγματοποίηση επιχείρησης διάσωσης πιλότων
σε περίπτωση κατάρριψης αεροσκαφών.
Πληροφορίες
αναφέρουν 6 τεθωρακισμένα «T-90» και 35 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς
προσωπικού, δεκαπέντε στοιχεία πυροβολικού, μερικές μονάδες κινητού
ραντάρ, στρατιωτικά φορτηγά και οχήματα τετρακίνησης μαζί με «κοντέινερ
σπίτια».
Ναυτική δύναμη
Δεκάδες
πλοία του πολεμικού ναυτικού της Ρωσίας εκτελούν χρέη προστασίας των
δύο ρωσικών βάσεων, κάλυψής τους από τη θάλασσα, καθώς επίσης έχουν
αναλάβει τη φυλασσόμενη μεταφορά των αναγκαίων καυσίμων για τις πτήσεις
των πολεμικών αεροσκαφών.
Κέντρο επιχειρήσεων
Οι
επιχειρήσεις καθοδηγούνται από το Γενικό Επιτελείο στη Μόσχα με τη
χρήση σύγχρονων μέσων, όπως τη συμβολή των δορυφόρων (σημείωση: η
πολεμική αεροπορία της Ρωσίας έχει μετονομαστεί σε «αεροδιαστημικές
πολεμικές δυνάμεις»). Επιπλέον, με πρωτοβουλία της Ρωσίας συγκροτήθηκε
στη Βαγδάτη «κοινό πληροφοριακό κέντρο», μαζί με τη Συρία, το Ιράν και
το Ιράκ, με στόχο το συντονισμό των επιχειρήσεων κατά του λεγόμενου
«Ισλαμικού κράτους». Ανάλογο «κέντρο» προτίθεται να συγκροτήσει με την
Ιορδανία.
ΑΜΕΣΕΣ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΣΤΟΧΕΥΣΕΙΣ
Στρατιωτική σημασία της ρωσικής εμπλοκής
Με
τις ενέργειες αυτές, εκτιμάται πως μπορούν να «ισοφαριστούν» οι έμψυχες
απώλειες των συριακών ενόπλων δυνάμεων, η αδυναμία αντικατάστασής τους,
και ν’ αποκτήσουν αυτές και πάλι υπεροχή και δυναμική στην αντιμετώπιση
των εχθρών τους.
Επιπλέον, σύμφωνα με την εφημερίδα «The Financial Times»12,
οι ΗΠΑ, σε συνεργασία με την Τουρκία και την Ιορδανία, θα έθεταν σε
εφαρμογή σχέδιο «ζώνης απαγόρευσης πτήσεων» στη Συρία, δηλαδή κατά το
«σχήμα» που χρησιμοποίησαν στη Λιβύη. Η ρωσική εμπλοκή εμπόδισε αυτά τα
σχέδια.
Πολιτικές επιδιώξεις
Η
αστική τάξη της Ρωσίας επιδιώκει να κατοχυρώσει τα οικονομικά και
γεωπολιτικά συμφέροντά της στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Διδαγμένη από τις εξελίξεις στη Γιουγκοσλαβία και στη Λιβύη, όπου δεν
είχε στρατιωτική παρουσία κι έμεινε μακριά από το πεδίο της διαπάλης,
προσπαθεί να αποτρέψει μια ανάλογη εξέλιξη. Επιδίωξη της Ρωσίας είναι να
στηρίξει με κάθε μέσο το καθεστώς της Συρίας, ώστε να έχουν τα δικά της
μονοπώλια και όχι τα ευρωατλαντικά τον πρώτο λόγο, σε συνεργασία με το
τμήμα της αστικής τάξης που εκφράζει το καθεστώς Άσαντ (με ή χωρίς
αυτόν), στην εκμετάλλευση των πόρων και του λαού.
Πρόκειται
για εξέλιξη που την «απεγκλωβίζει» από το αδιέξοδο στην Ουκρανία, της
δίνει τη δυνατότητα να διαχειριστεί καλύτερα τις αντιθέσεις ανάμεσα σε
Γερμανία, Γαλλία και ΗΠΑ. Επιπλέον, της δίνει τη δυνατότητα να
προσεγγίσει περισσότερο τα καθεστώτα του Ιράν και του Ιράκ, της
Αιγύπτου.
Επιπλέον,
η αποτελεσματική ή όχι υπεράσπιση των συμφερόντων της στη Συρία
αποτελεί πρόκριμα για το αν έχει την αποφασιστικότητα και τη δύναμη να
διαφυλάξει τα συμφέροντά της σε άλλες περιοχές, όπως, π.χ. στην Κεντρική
Ασία ή και με άλλες περιοχές όπου επιδιώκει μεγαλύτερη διείσδυση για τα
κεφάλαιά της, όπως είναι η Αίγυπτος και το Ιράν. Δηλαδή, για τη ρωσική
ηγεσία το «στοίχημα» της διατήρησης των θέσεών της στη Συρία αποτελεί κι
ένα είδος «εγγύησης» στην προσπάθειά της να δυναμώσει τη διείσδυσή της
και σε άλλες χώρες της περιοχής.
Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Αξίζει
να σημειωθεί η στάση των άλλων ισχυρών δυνάμεων, σε μια στιγμή όπου
ενάντια στη Ρωσία, εκτός των άλλων, έχουν επιβληθεί από την ΕΕ, τις ΗΠΑ
και τους συμμάχους τους οικονομικές κυρώσεις με αφορμή την ενσωμάτωση
της Κριμαίας και με την κατηγορία της στρατιωτικής εμπλοκής της στην
Ανατολική Ουκρανία.
Οι
ΗΠΑ αντέδρασαν αρνητικά στη ρωσική στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία. Από
τη μεριά τους, συνέχισαν τις αεροπορικές επιδρομές σε Ιράκ και Συρία,
ενώ έχουν στείλει και «συμβούλους» στους Κούρδους και πιθανόν και σε
άλλες ένοπλες ομάδες που δραστηριοποιούνται στη Συρία. Όλες οι κινήσεις
δείχνουν το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τη βορειοδυτική περιοχή της Συρίας.
Για την προώθηση των σχεδίων τους οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν τις υφιστάμενες
στρατιωτικές βάσεις των συμμάχων τους, μεταξύ άλλων τις βάσεις σε Σούδα
και Καλαμάτα, ενώ στέλνουν και το αεροπλανοφόρο «Harry S. Truman
(CVN75)» στη Μεσόγειο.
Πολιτικά
οι ΗΠΑ φέρονται να θέτουν ως όρο την άνευ όρων άμεση απομάκρυνση του
Σύριου Προέδρου, ωστόσο οι πραγματικές στοχεύσεις τους είναι η ενίσχυση
της θέσης τους στην περιοχή και το αδυνάτισμα των θέσεων των
ανταγωνιστών τους.
Στο
πρόσφατο παρελθόν η Κίνα είχε συνταχτεί με τη Ρωσία στον ΟΗΕ στο ζήτημα
των χημικών όπλων της Συρίας και στην επιδίωξη των ΗΠΑ να πάρουν την
έγκριση του ΟΗΕ για να βομβαρδίσουν. Είχε προβάλει βέτο μαζί με τη
Ρωσία. Τώρα, σε διάφορες ελληνικές πηγές γράφεται πως κινεζικά πολεμικά
πλοία και αεροπλάνα φτάνουν στη Συρία για να υπερασπιστούν τον Άσαντ.
Αυτό, χωρίς να μπορέσουμε και να το αποκλείσουμε ως εξέλιξη, μέχρι
στιγμής δεν επιβεβαιώνεται από την Κίνα. Μάλιστα, η εφημερίδα «Ζενμίν
Ζιμπάο» δημοσιεύει εκτίμηση του Κινέζου στρατιωτικού εμπειρογνώμονα Τζαν
Τζιουνσέν, που ισχυρίζεται πως όλα αυτά που γράφονται για το κινεζικό
αεροπλανοφόρο, που φτάνει για να λάβει μέρος στη σύγκρουση της Συρίας,
είναι απλώς φήμες και πως η Κίνα δε θα λάβει στρατιωτικά το μέρος καμίας
δύναμης στη Συρία.13
Ο
υπουργός Εξωτερικών της Κίνας Ουάνγκ Γι, στη συνεδρίαση των 70χρονων
του ΟΗΕ, είπε ότι ο κόσμος δεν μπορεί να σταθεί αμέτοχος μπροστά στις
τραγικές εξελίξεις, αλλά κανείς δεν μπορεί και να παρέμβει με δική του
βούληση στις υποθέσεις άλλων χωρών. Σε συνάντησή του με τον υπουργό
Εξωτερικών της Συρίας, ο ίδιος υποστήριξε ότι πρέπει να γίνει σεβαστή η
κυριαρχία της Συρίας. Ωστόσο, στις ομιλίες του, δεν ανέφερε ούτε τον
Άσαντ, ούτε τις ρωσικές πρωτοβουλίες και πρόσθεσε πως «η Κίνα δεν έχει κανένα συμφέρον στη Μέση Ανατολή, κι έτσι επιδιώκει να διαδραματίσει εποικοδομητικό ρόλο»14. Το κινεζικό ΥΠΕΞ ανακοίνωσε πως η Κίνα τάσσεται υπέρ της πολιτικής διευθέτησης15.
Στις αρχές Δεκέμβρη του 2015, η εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ της Κίνας Χούα Τσουνίν δήλωσε ότι η Κίνα «στηρίζει
τα χτυπήματα που καταφέρει η Ρωσία στις τρομοκρατικές οργανώσεις στη
Συρία, παρατηρώντας πως η Ρωσία διεξάγει τον αγώνα ενάντια στις
τρομοκρατικές οργανώσεις στα εδάφη της Συρίας μετά από πρόσκληση της
κυβέρνησης αυτού του κράτους»16.
Έχει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον η στάση της Γερμανίας, η διαφοροποίησή της από τις
ΗΠΑ. Αρχικά η Γερμανία υπέγραψε την ανακοίνωση των 7 (ΗΠΑ, Αγγλία,
Γαλλία, Γερμανία, Κατάρ, Σαουδική Αραβία και Τουρκία)17,
που καλούσαν τη Ρωσία να σταματήσει άμεσα τις επιθέσεις της εναντίον
της συριακής αντιπολίτευσης και των πολιτών και να επικεντρώσει τις
προσπάθειές της κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Η Ά. Μέρκελ δήλωσε στις 4 του περασμένου Οκτώβρη:
«Θα
χρειαστούμε στρατιωτικές προσπάθειες, αλλά οι στρατιωτικές προσπάθειες
δε θα φέρουν τη λύση. Χρειαζόμαστε μια πολιτική διαδικασία, αλλά
πράγματι αυτή δεν τα πάει τόσο καλά ακόμη». Πρόσθεσε επίσης ότι θα είναι απαραίτητο να εμπλακεί στις συνομιλίες το καθεστώς του Σύριου Προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ:
«Για να επιτύχουμε μια πολιτική λύση, χρειαζόμαστε και τους εκπροσώπους
της συριακής αντιπολίτευσης και αυτούς που κυβερνούν τώρα τη Δαμασκό
και άλλους επίσης, για να καταφέρουμε να έχουμε πραγματικές επιτυχίες κι
επιπλέον, πάνω απ’ όλα, τους συμμάχους των αντίστοιχων ομάδων. Η Ρωσία,
οι ΗΠΑ, η Σαουδική Αραβία και το Ιράν θα μπορούσαν να διαδραματίσουν
ένα σημαντικό ρόλο, όπως άλλωστε και η Γερμανία, η Γαλλία και η
Βρετανία».18
Δηλαδή
έχει διαφοροποιημένη στάση σε σχέση με τις ΗΠΑ στα εξής ζητήματα: 1)
Αποδέχεται να βρίσκεται στο τραπέζι των συνομιλιών για την πολιτική λύση
ο Άσαντ. 2) Αποδέχεται πως στο ίδιο τραπέζι πρέπει να είναι και το
Ιράν.
Η
στάση αυτή της Γερμανίας σαφώς και διαφέρει σε σχέση με τη στάση όχι
μόνο των ΗΠΑ, αλλά και της Γαλλίας. Είναι χαρακτηριστικό πως η Γαλλία,
κατά το παράδειγμα των ΗΠΑ, έκανε στις 27 Σεπτέμβρη (δύο μέρες πριν τη
ρωσική επέμβαση) βομβαρδισμούς στη Συρία, ενώ ο Γάλλος πρωθυπουργός
Μανουέλ Βαλς, μιλώντας για την επέμβαση της Ρωσίας, επανέφερε το ζήτημα
με τα χημικά (!) δηλώνοντας σχετικά: «Η Ρωσία δε θα πρέπει να κάνει λάθος στους στόχους στη Συρία και να πλήττει άλλες οργανώσεις εκτός το Ισλαμικό Κράτος», διευκρινίζοντας:
«Θα πρέπει να χτυπάμε τους σωστούς στόχους και στην προκειμένη
περίπτωση την [ISIS]». «Ο δεύτερος όρος είναι ότι δεν μπορεί κανείς να
επιτίθεται στους αμάχους. Και κυρίως, το γνωρίζετε ότι το καθεστώς του
(Σύριου Προέδρου) Μπασάρ (Αλ Άσαντ) συνεχίζει να χρησιμοποιεί χημικά
όπλα κατά των αμάχων και αυτό δεν μπορεί να γίνει ανεκτό», συνέχισε ο Βαλς.19
Ωστόσο,
μετά από τις δολοφονικές επιθέσεις στο Παρίσι, στις 13 Νοέμβρη 2015, η
γαλλική στάση φαίνεται να διαφοροποιείται. Ο Γάλλος Πρόεδρος Φ. Ολάντ
μπροστά σε ομιλία του στο κοινοβούλιο και τη γερουσία, στις 16 Νοέμβρη,
ανέφερε: «Ο Σύριος Πρόεδρος δεν μπορεί ν’ αποτελέσει διέξοδο, αλλά ο
εχθρός μας στη Συρία είναι το ΙΚ». Αυτό ερμηνεύεται ως αλλαγή στην
πολιτική για τη Συρία, προσέγγιση της γερμανικής θέσης, μια και δεν
υπάρχει εμμονή στο να φύγει ο Άσαντ (άμεσα). Επίσης, ο Ολάντ ανέφερε ότι
θα απευθυνθεί από κοινού σε Πούτιν και Ομπάμα για να πάρουν κοινές
πρωτοβουλίες, θέση που ευχαρίστησε τη Μ. Λεπέν που εδώ και καιρό ζητά
«αλλαγή στάσης απέναντι στη Ρωσία».
Το
γαλλικό αεροπλανοφόρο «Charles de Gaulle» κατέπλευσε στην Ανατολική
Μεσόγειο και ξεκίνησε τις επιθέσεις κατά του «Ισλαμικού κράτους»,
επιδιώκοντας το συντονισμό των στρατιωτικών επιχειρήσεων τόσο με τις ΗΠΑ
(στη συμμαχία των οποίων και ανήκει) όσο και με τη Ρωσία.
Η απόφαση της Γαλλίας να επικαλεστεί το άρθρο 42, παρ. 7, της Συνθήκης της ΕΕ20,
και όχι το άρθρο 5 της ανάλογης Συνθήκης του ΝΑΤΟ, δείχνει πως η αστική
τάξη της Γαλλίας θέλει μεν τη συμμαχία με τις ΗΠΑ, αλλά δεν αποδέχεται
άνευ όρων τον ηγεμονικό ρόλο των ΗΠΑ. Την ίδια ώρα, το γεγονός ότι η γαλλική κυβέρνηση δεν επικαλέστηκε το άρθρο 222 της Συνθήκης της Λισαβόνας
(που αναφέρεται μάλιστα πιο συγκεκριμένα στην περίπτωση τρομοκρατικής
επίθεσης), δείχνει και τις αποστάσεις που αυτή επιδιώκει να λάβει και
από τη Γερμανία.
Πολύ επιθετικές δηλώσεις κατά της ρωσικής επέμβασης έκανε η Βρετανία. Ο πρωθυπουργός Κάμερον δήλωσε σχετικά: «Υποστηρίζουν τον χασάπη Άσαντ, που είναι τεράστιο λάθος για εκείνους και για τον κόσμο. Θα κάνει την περιοχή πιο ασταθή»21. Επίσης, ο υπουργός Εξωτερικών της, Φίλιπ Χάμοντ, κατηγόρησε τη Ρωσία για διενέργεια «κλασικού ασύμμετρου πολέμου» στη Συρία.22
Στις 3 Δεκέμβρη η Βρετανία ξεκίνησε επίσης αεροπορικούς βομβαρδισμούς,
χρησιμοποιώντας τις στρατιωτικές βάσεις της από το «αβύθιστο
αεροπλανοφόρο» της, δηλαδή την Κύπρο.
Από
τη μεριά του το Ισραήλ, που έχει παραδεχτεί πως «επιχειρεί» σε συριακά
εδάφη για λόγους «αυτοπροστασίας», επιδιώκει να κρατήσει ισορροπίες,
αλλά εκφράζοντας δυσφορία για την άμεση ρωσική στρατιωτική εμπλοκή. Ο
πρωθυπουργός Νετανιάχου δήλωσε πως δε θέλει επιστροφή στην αντιπαράθεση
των σχέσεων του Ισραήλ με τη Ρωσία23 και από την άλλη δήλωσε πως «μόλις τώρα συνειδητοποιήσαμε ότι συνορεύουμε με τη Ρωσία»24.
Ωστόσο, πρέπει εδώ να σημειωθεί πως η Ρωσία διαβεβαιώνει το Ισραήλ πως
από τη ρωσική στρατιωτική επέμβαση δε θα υποστούν ζημιά τα ισραηλινά
συμφέροντα, το αντίθετο!
Βεβαίως
όλες οι παραπάνω δυνάμεις έχουν δηλώσει την πρόθεσή τους –και μερικές
το έχουν κάνει ήδη– να δημιουργήσουν «μηχανισμούς» ώστε ν’ αποφευχθεί
κατά λάθος στρατιωτική εμπλοκή των δυνάμεών τους με αυτές της Ρωσίας.
Η
Τουρκία, με όχημα με το λεγόμενο «νεο-oθωμανικό δόγμα», χρησιμοποιώντας
ως ενοποιητικό στοιχείο τη μουσουλμανική θρησκεία στη Μέση Ανατολή και
στα Βαλκάνια, και στον Καύκασο, προβάλλει τις φιλοδοξίες της αστικής
τάξης της για έναν αναβαθμισμένο ρόλο της στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό
σύστημα, αρχικά μέσα στους G20 και στη συνέχεια και στον πιο στενό
κύκλο. Ο ρόλος της στην κρίση της Συρίας είναι καθοριστικός! Η αστική
τάξη της Τουρκίας στήριξε τους τζιχαντιστές κι έχουν βάση οι κατηγορίες
για το παράνομο εμπόριο πετρελαίου από τα εδάφη που ελέγχει το «ΙΚ». Η
αστική τάξη της Τουρκίας εξαρχής στήριζε σχέδια διαμελισμού της Συρίας
και του Ιράκ, ζητούσε όχι μόνο αεροπορικά χτυπήματα στη Συρία, αλλά και
να εφαρμοστεί εκεί ό,τι και στη Λιβύη, δηλαδή η λεγόμενη «ζώνη
απαγόρευσης πτήσεων» που στην πραγματικότητα θα δημιουργούσε
προϋποθέσεις για τη χερσαία εισβολή και κατοχή της Συρίας ή τμήματός
της. Ήδη πληροφορίες αναφέρουν για ισχυρές χερσαίες δυνάμεις που έχει
αναπτύξει η Τουρκία στα σύνορα με τη Συρία. Η κατάρριψη του ρωσικού
βομβαρδιστικού ήταν μια μελετημένη ενέργεια από τη μεριά της Τουρκίας,
με στόχο να δείξει στη Μόσχα πως αυτή δεν μπορεί να αγνοεί επιδεικτικά
τα συμφέροντα (και σχέδια) της τουρκικής αστικής τάξης. Η εξέλιξη αυτή
σαφώς και προκάλεσε και προκαλεί την ακόμη μεγαλύτερη εμπλοκή του ΝΑΤΟ
στη συριακή κρίση.
Θα
ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στην επιδίωξη της Σαουδικής Αραβίας
να συγκροτήσει ένα νέο συνασπισμό, τη λεγόμενη «Ισλαμική Στρατιωτική
Συμμαχία»25, στην οποία φιλοδοξεί να
εντάξει 34 χώρες της Μέσης Ανατολής, της Ασίας και της Αφρικής που
υποτίθεται ότι θα συγκρουστούν με το ΙΚ. Ένα τέτοιο σχέδιο, που σαφώς
έχει και τη στήριξη των ΗΠΑ, άσχετα από το αν θα τελεσφορήσει στο σύνολό
του, σαφώς και θα παίξει ιδιαίτερο ρόλο σε περίπτωση που προκριθούν οι
χερσαίες επιχειρήσεις στη Συρία και τα σχέδια διαμελισμού της.
ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ
Το
υπόβαθρο πάνω στο οποίο διαμορφώνονται οι αντιθέσεις και με την
πολεμική έκφρασή τους είναι ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός για την
κερδοφορία, τη μοιρασιά του φυσικού και παραγόμενου πλούτου. Έτσι, στο
συριακό ζήτημα επικεντρώνεται μια γιγαντιαία αναμέτρηση δυνάμεων, χωρίς
να σημαίνει ότι αυτόματα θα τεθούν σε αντιπαράθεση. Υπάρχουν πολλά
ενδεχόμενα, τα οποία επηρεάζονται κι από δεκάδες παράγοντες, που δεν
είμαστε σε θέση να σταθμίσουμε τη βαρύτητα του καθενός ή τη δυναμική που
μπορεί ν’ αναπτύξει. Σημαντικός παράγοντας είναι η εργατική-λαϊκή
παρέμβαση, η οποία μέχρι στιγμής δε βρίσκεται σε κατεύθυνση
απεγκλωβισμού από τις εγχώριες και ξένες αστικές επιδιώξεις.
Με
βάση το σημερινό συσχετισμό δυνάμεων, μπορεί να προκύψουν εξελίξεις
προς τις εξής κατευθύνσεις, χωρίς να τις παρουσιάζουμε διαβαθμισμένες:
α) Συνέχιση της μακρόχρονης φθοράς του Άσαντ και των συμμάχων του,
με την «πυροδότηση» κι άλλων σημείων, ως επιλογή βασικά των ΗΠΑ και των
συμμάχων τους, π.χ. της Τουρκίας, του Ισραήλ, των μοναρχιών του Κόλπου,
με στόχο και τη μακρόχρονη οικονομική «αιμορραγία», αλλά και την
πολιτικο-στρατιωτική φθορά της Ρωσίας στη Συρία. Δίνοντας, δηλαδή, όπλα
(π.χ. πυραύλους «στίνγκερ» στην «αντιπολίτευση», που φέρεται ήδη να έχει
ζητήσει κι επίσημα οι ΗΠΑ να έχουν αρνηθεί)26,
αλλά ανοίγοντας κι άλλα «μέτωπα» και στην Ανατολική Ουκρανία,
ανοίγοντας επιπλέον «πληγές» στην Κεντρική Ασία, στον Καύκασο κ.α.
Βεβαίως ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να οδηγήσει και σε ανεξέλεγκτες
συνέπειες, σε βάρος και των δυνάμεων που τις σχεδιάζουν, π.χ. ένα
γενικευμένο πόλεμο. Ήδη, πάντως, για γενικευμένο πόλεμο του ΝΑΤΟ με τη
Ρωσία κάνουν λόγο στρατιωτικο-πολιτικά επιτελεία, τα οποία σπρώχνουν
στην αύξηση των ΝΑΤΟϊκών δαπανών27.
β) Συμβιβαστική επίλυση της συριακής κρίσης.
Ο συμβιβασμός αφορά πρώτ’ απ’ όλα τις ξένες δυνάμεις και κατ’ επέκταση
και τις εγχώριες αντικρουόμενες δυνάμεις. Και η μορφή έκφρασης του
συμβιβασμού μπορεί να έχει διαφορετικά ενδεχόμενα, με επικρατέστερο το
διαμελισμό της Συρίας, αφού η απροκάλυπτη στρατιωτική επέμβαση
ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έχει και γεωγραφικούς προσδιορισμούς. Π.χ. η
Ρωσία δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο για την παραθαλάσσια ζώνη της
Συρίας, οι ΗΠΑ για τη βόρεια και βορειοανατολική πλευρά, όπου κι έχουν
στείλει στρατιωτικούς «συμβούλους» στις κουρδικές ένοπλες ομάδες κλπ.
Δηλαδή, η καθεμιά ξένη δύναμη, στηρίζοντας ντόπιες δυνάμεις της αστικής
τάξης, να μοιράσουν τη Συρία σε «ζώνες», δηλαδή προτεκτοράτα.
Σε
κάθε περίπτωση, τα συμφέροντα που συγκρούονται θα συνεχίσουν τη
διαπάλη, θα έχουμε να κάνουμε με ψευδεπίγραφη, κι επί της ουσίας
ιμπεριαλιστική, «ειρήνη», δηλαδή «με το πιστόλι στον κρόταφο».
Πιο
αδύνατο φαίνεται το σενάριο ο εσωτερικός κι εξωτερικός συσχετισμός
δυνάμεων να επιστρέψει στην προ δεκαετίας κατάσταση, δηλαδή η Ρωσία να
καταφέρει να διατηρήσει πλήρως και τις θέσεις της και το καθεστώς Άσαντ
και να «πατάξει» τους «τρομοκράτες», τους οποίους, όπως τόνισε ο Πούτιν,
δυσκολεύεται να τους διαχωρίσει σε «μετριοπαθή αντιπολίτευση» και
«αντιπολίτευση».
Από
την άλλη μεριά, ένας συμβιβασμός και μια «απεμπλοκή» από τη σύγκρουση
θα διευκόλυνε και άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να συγκεντρώσουν την
προσοχή τους σε άλλες «εστίες» έντασης, όπως, π.χ. είναι η θάλασσα της
Νότιας Κίνας, στην οποία εδώ και καιρό δυναμώνει η αντιπαράθεση, πρώτ’
απ’ όλα μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας-ΗΠΑ, αλλά και μεταξύ Κίνας κι άλλων
χωρών της περιοχής.
ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΑ ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑΤΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Η
φανερή ρωσική εμπλοκή στη συριακή κρίση, όπως και η βομβιστική επίθεση
στο Παρίσι, έχουν δημιουργήσει μια «ανακύκλωση» ιδεολογικών συγχύσεων,
παλιών και νέων, που έχει σημασία να εξετάσουμε. Έτσι, π.χ., ενώ συνήθως
δεν αμφισβητείται η ταξική φύση της σημερινής καπιταλιστικής Ρωσίας, οι
στοχεύσεις του ρωσικού κεφαλαίου και αναγνωρίζεται πως άλλο η σημερινή
Ρωσία κι άλλο η Σοβιετική Ένωση, στην πορεία προβάλλονται διάφορα
παραπλανητικά ιδεολογήματα. Επιπλέον, επανέρχονται σφοδρότερες αταξικές
θεωρήσεις των διεθνών σχέσεων κι εξελίξεων. Πρόκειται για ζητήματα που
αξίζει να απαντηθούν, αφού οδηγούν τους εργαζόμενους να «στοιχηθούν» και
να διαλέξουν ιμπεριαλιστική δύναμη, σ’ έναν πόλεμο που διεξάγεται για
ξένα προς αυτούς συμφέροντα και συγκεκριμένα για τα συμφέροντα του
κεφαλαίου.
Ο «πολυπολικός κόσμος», σε αντιπαράθεση με την «αυτοκρατορία των ΗΠΑ»
Ορισμένες
δυνάμεις, που βλέπουν τον ιμπεριαλισμό μόνο στην «αυτοκρατορία» των
ΗΠΑ, χαιρετίζουν την ανάδειξη νέων, ανερχόμενων καπιταλιστικών δυνάμεων
στις παγκόσμιες υποθέσεις, όπως και την εμφάνιση νέων διακρατικών
ενώσεων (BRICS, Οργάνωση Συνεργασίας της Σαγκάης, Οργάνωση Συμφώνου
Συλλογικής Ασφάλειας, ALBA κοκ.), που συγκροτούν καπιταλιστικά κράτη, με
οικονομικο-πολιτικό και στρατιωτικό περιεχόμενο. Οι εξελίξεις αυτές
χαιρετίζονται ως η αρχή της εμφάνισης ενός «πολυπολικού κόσμου», που θα
«αναμορφώσει» και θα δώσει «νέα πνοή» στον ΟΗΕ και στους άλλους διεθνείς
οργανισμούς, που θα ξεφύγουν από την αμερικανική «ηγεμονία». Αυτές οι
υποθέσεις καταλήγουν πως με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλιστεί και η
ειρήνη. Μέσα από αυτό το «πρίσμα», κι ως ένα «βήμα» σ' αυτήν την
κατεύθυνση, χαιρετίζεται η ρωσική στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία.
Υποστηρίζεται πως οι νέες
ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και η διαφαινόμενη ανακατάταξη στο
παγκόσμιο σύστημα μπορεί να οδηγήσουν στον «εκδημοκρατισμό» των διεθνών
σχέσεων, αφού εμφανίζεται ένας κόσμος με πολλούς «πόλους» με την
ενίσχυση της Γερμανίας, Ρωσίας, Κίνας, Βραζιλίας και άλλων κρατών και
την ανάλογη υποχώρηση των ΗΠΑ.
Ακούγονται και σχετικές προτάσεις, όπως π.χ. η διεύρυνση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με άλλες χώρες.
Τίθεται,
λοιπόν, το ερώτημα: Μπορεί η αύξηση του παγκόσμιου ρόλου της ΕΕ, όπως
υποστηρίζει, π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ και το λεγόμενο «Κόμμα της Ευρωπαϊκής
Αριστεράς», ή ακόμη ο αυξημένος ρόλος της Ρωσίας και της Κίνας να βάλουν
σε άλλες, σε «φιλειρηνικές ράγες» τις παγκόσμιες εξελίξεις;
Κατά
την εκτίμησή μας σε καμία περίπτωση! Και αυτό γιατί τον ιμπεριαλιστικό
πόλεμο δεν τον προκαλεί ο εκάστοτε συγκεκριμένος συσχετισμός μεταξύ των
καπιταλιστικών κρατών, αλλά οι καπιταλιστικές νομοτέλειες: Ανισόμετρη
καπιταλιστική ανάπτυξη, ο ανταγωνισμός, η τάση απόκτησης πρόσθετου
κέρδους. Σε αυτήν τη βάση παράγονται και αναπαράγονται, τροποποιούνται
οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, πρώτ’ απ’ όλα για τις πρώτες ύλες,
την ενέργεια και τα δίκτυα μεταφοράς τους, η μάχη για τα μερίδια των
αγορών. Ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός είναι αυτός που οδηγεί σε τοπικές ή
και γενικευμένες στρατιωτικές επεμβάσεις και πολέμους. Αυτός ο
ανταγωνισμός διεξάγεται με όλα τα μέσα που διαθέτουν τα μονοπώλια και τα
καπιταλιστικά κράτη που εκφράζουν τα συμφέροντά τους, αποτυπώνεται στις
διακρατικές συμφωνίες που συνεχώς αμφισβητούνται λόγω της ανισόμετρης
ανάπτυξης του καπιταλισμού. Αυτός είναι ο ιμπεριαλισμός, πηγή και
πολεμικών επιθέσεων μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας.
Να
γιατί τα περί «νέας δημοκρατικής παγκόσμιας διακυβέρνησης», που
σπέρνουν οι παλιότερα αστικοποιημένες σοσιαλδημοκρατικές και σύγχρονες
οπορτουνιστικές δυνάμεις, έχουν στόχο να εξωραΐσουν ιδεολογικά τους
νέους συσχετισμούς στην καπιταλιστική, στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα,
με σκοπό να παραπλανήσουν τους εργαζόμενους.
Και
παλιότεροι πόλεμοι, όπως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, εξαπολύθηκαν εν
ονόματι της αποκατάστασης άδικων Συμφωνιών ή πρόληψης νέων πολέμων.
Είναι επείγουσα ανάγκη οι εργαζόμενοι να χειραφετηθούν από τέτοιες
πλάνες, παγίδες περί «εκδημοκρατισμού» του καπιταλισμού και των διεθνών
σχέσεων, που τους στοιχίζει πίσω από ξένα συμφέροντα.
Ο
«πολυπολικός κόσμος» ως μέσο εξασφάλισης της ειρήνης και των λαϊκών
συμφερόντων είναι πλάνη. Επί της ουσίας αυτή η προσέγγιση αντιμετωπίζει
ως σύμμαχο τον αντίπαλο, εγκλωβίζει λαϊκές δυνάμεις στην επιλογή
ιμπεριαλιστή ή ιμπεριαλιστικής ένωσης, παραλύει το εργατικό κίνημα.
«Η στάση της Ρωσίας, αν και περικλείει κινδύνους γενικότερης ανάφλεξης, διευκολύνει την αντιιμπεριαλιστική πάλη»
Η
άποψη αυτή συχνά διασταυρώνεται και με την εκτίμηση πως η Ρωσία είναι
«αντιιμπεριαλιστική δύναμη». Στη Ρωσία είχε τα τελευταία χρόνια
εμφανιστεί κι ένα ολόκληρο πολιτικό «ρεύμα», με την επονομασία «κόκκινοι
πουτινιστές», που από τ’ «αριστερά» παρείχε πολιτική υποστήριξη στο
σημερινό Πρόεδρο της χώρας Β. Πούτιν. Πρόκειται για παραλλαγμένη μορφή
του ιδεολογήματος περί «πολυπολικού κόσμου». Είναι εξίσου παραπλανητική
και παραλυτική για το εργατικό κίνημα, αφού παρακάμπτει τον
κοινωνικό-ταξικό χαρακτήρα της σημερινής εξουσίας στη Ρωσία. Ποιος έχει
σήμερα στα χέρια του τα μέσα παραγωγής και την εξουσία στη Ρωσία; Η
απάντηση –ότι δηλαδή η αστική τάξη είναι η κυρίαρχη τάξη στη Ρωσία όπου
κι εκεί «λύνουν και δένουν» τα μονοπώλια, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία του
λαού έρχεται αντιμέτωπη με όλη την γκάμα των οικονομικών και κοινωνικών
αδιεξόδων του καπιταλισμού– παρακάμπτεται από τους εκπροσώπους των
παραπάνω θέσεων. Η προσοχή των συγκεκριμένων δυνάμεων εστιάζεται βασικά
στη διαπάλη της Ρωσίας με τις ΗΠΑ και τις άλλες ιμπεριαλιστικές
δυνάμεις. Όμως, αυτή η διαπάλη δε διεξάγεται για τα συμφέροντα του
ρωσικού λαού, αλλά για τα συμφέροντα των ρωσικών μονοπωλίων.
Επιπλέον,
εδώ έχει σημασία να ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει η έννοια «ιμπεριαλισμός».
Αν αυτήν την έννοια την καταλαβαίνουμε με τα επιστημονικά κριτήρια που
έθεσε ο Λένιν στο έργο του, με βάση τα οποία καταλήγει πως πρόκειται για
τον καπιταλισμό στο ανώτατο, το μονοπωλιακό του επίπεδο, τότε γίνεται
φανερό πως μια καπιταλιστική δύναμη, όπως είναι η Ρωσία, στην οποία
κυριαρχούν τα μονοπώλια, δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται
«αντιιμπεριαλιστική δύναμη».
Δυνάμεις,
ακόμη και κομμουνιστικές, που παραιτούνται από τη λενινιστική θεώρηση
του ιμπεριαλισμού κι αντιμετωπίζουν τον ιμπεριαλισμό ως «επιθετική
εξωτερική πολιτική» ή τον ταυτίζουν με τις ΗΠΑ και την αντίληψη περί
«αυτοκρατορίας» των ΗΠΑ, μπορούν να οδηγηθούν σε τεράστια πολιτικά
σφάλματα. Είναι χαρακτηριστικό πως τέτοιες δυνάμεις πριν μερικά χρόνια,
όταν ο Ερντογάν όξυνε την αντιπαράθεση της Τουρκίας με το Ισραήλ και
λάμβανε θέσεις υπέρ του Ιράν, χαρακτήριζαν την Τουρκία ως
«αντιιμπεριαλιστική δύναμη»· ενώ ήταν στην ιμπεριαλιστική στρατιωτική
συμμαχία του ΝΑΤΟ, είχε υπό τη στρατιωτική κατοχή της το 40% της Κύπρου
και απειλεί την Ελλάδα με Casus belli (αιτία πολέμου), σε περίπτωση που
εφαρμόσει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας στο Αιγαίο.
Βέβαια,
και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ο ιμπεριαλιστικός
πόλεμος από μόνος του, δεν οδηγεί σε αλλαγή του συσχετισμού προς όφελος
των εργατικών, λαϊκών δυνάμεων, όπως δείχνουν και οι σημερινές εξελίξεις
στη Συρία, αλλά και στην Ουκρανία και άλλες χώρες. Προϋπόθεση είναι η
ύπαρξη ισχυρών ΚΚ, με επεξεργασμένη επαναστατική στρατηγική και ρίζες
στο εργατικό, λαϊκό κίνημα, για να κατευθύνουν εξεγερμένες μάζες στο
στόχο της ανατροπής της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Αταξικές ερμηνείες για το Διεθνές Δίκαιο
Στην
περίπτωση που εξετάζουμε, μια σειρά δυνάμεις (και κομμουνιστικές)
ισχυρίζονται πως η Ρωσία δρα στο «πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου», σε
αντίθεση με τις ΗΠΑ και τις άλλες δυνάμεις. Σε αυτήν τη βάση
δικαιολογούν διαφορετικά τη στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας, κατόπιν
πρόσκλησης από την κυβέρνηση της Συρίας, σε σχέση με τις επεμβάσεις των
άλλων καπιταλιστικών κρατών.
Ωστόσο,
το σημερινό «Διεθνές Δίκαιο» προβλέπει τρεις περιπτώσεις στρατιωτικών
επιχειρήσεων στο έδαφος άλλου κράτους: 1) με απόφαση του ΣΑ του ΟΗΕ,
όπως έγινε στην περίπτωση της Λιβύης, 2) με πρόσκληση της νόμιμης
κυβέρνησης του συγκεκριμένου κράτους, όπως, δηλαδή, στην περίπτωση της
Ρωσίας από τη Συρία και 3) για λόγους «αυτοάμυνας».
Τους
λόγους «αυτοάμυνας» επικαλούνται από την πρώτη στιγμή οι ΗΠΑ, για τις
αεροπορικές επιδρομές στη Συρία. Αλλά και η τουρκική κυβέρνηση, με
επιστολή της προς το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, Μπαν Γκι Μουν, και το
Συμβούλιο Ασφαλείας, επικαλείται ακριβώς το περιβόητο «άρθρο 51» του
Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ο πρεσβευτής της Τουρκίας στον
ΟΗΕ Λεβέντε Ελέρ αναφέρει στην επιστολή του:
«Είναι
προφανές ότι το καθεστώς στη Συρία δεν είναι σε θέση ή δεν προτίθεται
να εμποδίσει τις απειλές από το έδαφος της χώρας, που ξεκάθαρα θέτουν σε
κίνδυνο την ασφάλεια της Τουρκίας και την ασφάλεια των υπηκόων της […]
Η Συρία έχει γίνει ασφαλές καταφύγιο (για το Ισλαμικό Κράτος). Η
περιοχή αυτή χρησιμοποιείται (από το ΙΚ) για εκπαίδευση, σχεδιασμό,
χρηματοδότηση κι εκτέλεση επιθέσεων πέραν των συνόρων της Συρίας, στο
τουρκικό έδαφος»28.
Αξίζει
να σημειωθεί πως το Άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών,
που αφορά το δικαίωμα μιας χώρας στην αυτοάμυνα έναντι ένοπλης
επίθεσης, δεν ήταν πάντα έτσι. Αρχικά το άρθρο έκανε λόγο για «εισβολή
ξένου στρατού» σε ένα κράτος-μέλος του ΟΗΕ και του έδινε το δικαίωμα,
μέχρι να παρθεί και η σχετική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ,
να μπορεί ν’ απαντήσει στην επίθεση αυτή, χτυπώντας για λόγους
αυτοάμυνας κι εκτός των συνόρων του, δηλαδή το κράτος το οποίο του
επιτέθηκε.
Ωστόσο,
μετά από την 11η Σεπτέμβρη 2001, οι ΗΠΑ απευθύνθηκαν στο Συμβούλιο
Ασφαλείας του ΟΗΕ και ζήτησαν «διευρυμένη ερμηνεία» του συγκεκριμένου
άρθρου, ώστε να μπορούν να το επικαλεστούν στην εισβολή και κατοχή στο
Αφγανιστάν, στον πόλεμο κατά των «Ταλιμπάν». Τότε το Συμβούλιο Ασφαλείας
του ΟΗΕ (και η Ρωσία) αποδέχτηκε το αμερικανικό αίτημα και πλέον η
αυτοάμυνα δεν αφορά απάντηση σε επίθεση (στρατιωτική εισβολή) από
συγκεκριμένο κράτος, αλλά γενικά ένοπλη επίθεση, κάτι που, όπως είναι
φανερό, ερμηνεύεται κατά το δοκούν.
Στις
18 Νοέμβρη 2015 και η Ρωσία δήλωσε πως στο εξής θα δρα στη βάση του
άρθρου 51, θεωρώντας πως και η ίδια ασκεί τα δικαιώματά της στην
«αυτοάμυνα». Η θέση αυτή, από τα πράγματα, έβαλε τέλος στη συζήτηση που
διεξαγόταν και στους κόλπους του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, για
το «αν θα πρέπει να στηρίξουμε αυτόν που τηρεί το Διεθνές Δίκαιο, έναντι
των άλλων που δεν το τηρούν».
Ωστόσο,
πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε τα εξής: Το Διεθνές Δίκαιο είναι κι αυτό
κομμάτι του αστικού δικαίου. Όσο υπήρχε η ΕΣΣΔ και οι άλλες
σοσιαλιστικές χώρες, αυτό διαμορφωνόταν ως αποτέλεσμα του συσχετισμού
ανάμεσα στις δυνάμεις του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, που ωστόσο
εξακολουθούσε να είναι αρνητικός, ενώ και τότε πραγματοποιούνταν
ιμπεριαλιστικά εγκλήματα. Μετά από την ανατροπή του σοσιαλισμού, το
Διεθνές Δίκαιο καθορίζεται αποκλειστικά ως αποτέλεσμα του συσχετισμού
ανάμεσα σε καπιταλιστικά κράτη, αντιδραστικοποιείται παραπέρα και
χρησιμοποιείται από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κατά το δοκούν, στο
πλαίσιο των ανταγωνισμών τους και σε βάρος των λαών.
Από
τη στιγμή που έχει ξεσπάσει η μια ή άλλη ιμπεριαλιστική σύγκρουση,
είναι αποπροσανατολιστική η συζήτηση για το ποιος ξεκίνησε πρώτος ή
ποιος τηρεί το «Διεθνές Δίκαιο», το οποίο έχει γίνει και πιο
αντιδραστικό, αλλά και «λάστιχο», ώστε να το επικαλούνται όλες οι
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η ουσία, την οποία πρέπει να ξεκαθαρίζουμε
εμείς οι κομμουνιστές, είναι το «έδαφος» πάνω στο οποίο διεξάγεται αυτός
ο πόλεμος, που δεν είναι άλλο από τα συμφέροντα των μονοπωλίων. Η ουσία
βρίσκεται στο ποιες δυνάμεις συγκρούονται –και αυτές οι δυνάμεις έχουν
συγκεκριμένο ταξικό περιεχόμενο.
Ο χαρακτηρισμός των ΗΠΑ ως «φασιστικής» και της Ρωσίας ως «δημοκρατικής» διεθνούς δύναμης
Και
αυτό το ιδεολόγημα εδράζεται στην αταξική θεώρηση του Διεθνούς Δικαίου.
Βάση του είναι η αντίληψη πως γενικά η αστική τάξη της Ρωσίας,
προωθώντας τα συμφέροντά της, δρα στη βάση του υφιστάμενου Διεθνούς
Δικαίου, ενώ οι ΗΠΑ, προωθώντας τα συμφέροντά τους το παραβιάζουν
διαρκώς κι έτσι δρουν «εγωιστικά», «φασιστικά». Υποστηρίζεται πως οι ΗΠΑ
μπορεί στο εσωτερικό τους να διατηρούν κάποιες δημοκρατικές νόρμες,
αλλά στην εξωτερική πολιτική τους «δρουν φασιστικά» και προκαλούν το
λεγόμενο «εξαγώγιμο φασισμό». Από εδώ προκύπτουν και διάφορες εκκλήσεις
για νέα «αντιφασιστικά μέτωπα».
Αυτή
η εκτίμηση, συνειδητά ή ασυνείδητα, παρακάμπτει τον ενιαίο ταξικό
χαρακτήρα της εσωτερικής κι εξωτερικής πολιτικής σε κάθε κράτος,
προσανατολίζει το εργατικό κίνημα. Παρακάμπτεται η ταξική φύση του
συστήματος ως βασικό κριτήριο. Τα συμφέροντα των μονοπωλίων υπηρετούνται
στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κρατών με την αντιλαϊκή πολιτική, όπως
επίσης τα συμφέροντα των μονοπωλίων υπηρετούνται με τις επεμβάσεις και
τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους για τον έλεγχο των αγορών. Για το ζήτημα
αυτό ο Β. Λένιν υπογράμμιζε: «Δεν υπάρχει πιο λαθεμένη και πιο
επιζήμια ιδέα από την απόσπαση της εξωτερικής πολιτικής από την
εσωτερική. Και τον καιρό ακριβώς του πολέμου, το τερατώδες λάθος
παρόμοιας απόσπασης γίνεται πιο τερατώδες»29. Ο Λένιν σε πάρα πολλά έργα του υπογράμμιζε πως «η εργατική τάξη, εάν είναι συνειδητή, δεν μπορεί να στηρίξει καμιά ομάδα ιμπεριαλιστικών αρπακτικών»30.
Ο
τραγικά λαθεμένος διαχωρισμός σε «φασιστικά» και «δημοκρατικά» κράτη
οδηγεί το κομμουνιστικό, το εργατικό κίνημα στην επιλογή ιμπεριαλιστή,
σε μια περιφερειακή ή γενικευμένη πολεμική σύγκρουση.
Σε
ό,τι δε αφορά την επίκληση της Ιστορίας της Αντιφασιστικής Πάλης,
πρέπει να θυμίσουμε πως πλέον υπάρχουν ακράδαντες αποδείξεις που
μαρτυρούν ότι η μεγάλη οικονομική και στρατιωτική δύναμη της φασιστικής
Γερμανίας αποκτήθηκε χάρη και στην άμεση στήριξη που της έδωσαν τα
«δημοκρατικά» αστικά κράτη: ΗΠΑ, Γαλλία και Βρετανία και με την ανοχή
τους στις πρώτες πολεμικές επιθέσεις της. Ενώ, μετά από το τέλος του
πολέμου, Γερμανοί εγκληματίες πολέμου επάνδρωσαν το ΝΑΤΟ και μυστικές
υπηρεσίες των «δημοκρατικών» καπιταλιστικών κρατών. Ακόμη δεν πρέπει να
μας διαφεύγει ότι εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δε διέπραξαν μόνο οι
δυνάμεις των Ναζί και του «Άξονα», αλλά και οι κυβερνήσεις των
«δημοκρατικών» καπιταλιστικών κρατών. Μεγάλο, μαζικό και ανατριχιαστικό
έγκλημα διέπραξαν οι ΗΠΑ, όταν, δίχως να υπάρχει στρατιωτική ανάγκη,
έριξαν τις ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι (6 και 9
Αυγούστου 1945).
Η στάση στήριξης της λιγότερο ισχυρής δύναμης
Ορισμένοι
σύντροφοι άλλων ΚΚ εκτιμούν πως η Ρωσία είναι μεν ένα καπιταλιστικό
κράτος, αλλά «περιφερειακή δύναμη» στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα
που, όπως και άλλα κράτη των BRICS (Βραζιλία, Ινδία, Κίνα, Νότια
Αφρική), τηρούν τους «κανόνες του Διεθνούς Δικαίου», και μάλιστα δεν
εντάσσονται στον «παγκόσμιο ιμπεριαλισμό», ο οποίος θεωρείται ως ο
«πυρήνας του χρηματιστικού κεφαλαίου».
Κάτι
τέτοιο, όμως, συνιστά απόσπαση της οικονομίας από την πολιτική, αφού
σήμερα σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες κυριαρχεί το χρηματιστικό
κεφάλαιο που αποτελεί σύμφυση του βιομηχανικού και του τραπεζικού
κεφαλαίου. Τόσο στις πιο «πλούσιες» όσο και στις πιο «φτωχές»
καπιταλιστικές χώρες, κυριαρχούν οι μονοπωλιακοί όμιλοι που
συγκεντρώνουν μετοχικές εταιρίες, βασικό γνώρισμα του μονοπωλιακού
καπιταλισμού, δηλαδή του ιμπεριαλισμού.
Η
διαίρεση των καπιταλιστικών χωρών σε «μητρόπολη», που σε μια από τις
εκδοχές της περιγράφεται ως «χρυσό δισεκατομμύριο» (σ.σ.: του παγκόσμιου
πληθυσμού), και σε «περιφέρεια» στενεύει την έννοια του ιμπεριαλισμού,
περιορίζοντάς την σε ζητήματα εξάρτησης κι εκμετάλλευσης από τις
καπιταλιστικές «μητροπόλεις». Η λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού,
στη βάση της ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού την εποχή της
διατύπωσής της, έθεσε σωστά το ζήτημα της ύπαρξης μιας «χούφτας» μεγάλων
ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που εκμεταλλεύονται όλο τον υπόλοιπο πλανήτη. Η
σχηματική μεταφορά στο σήμερα μιας ταυτόσημης διάκρισης των χωρών στην
παγκόσμια καπιταλιστική πυραμίδα, παραγνωρίζοντας τα σημερινά επίπεδα
ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε πολύ περισσότερες χώρες,
συνιστά μια καρικατούρα λενινισμού. Οδηγεί τελικά στη συνεργασία με την
αστική τάξη των λιγότερο αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, ή με ένα
τμήμα τους που θεωρείται «πατριωτικό», «μη μονοπωλιακό», «εθνικά
σκεπτόμενο». Πρόκειται, ειδικά όταν μιλάμε για ζητήματα του
ιμπεριαλιστικού πολέμου, για μια καταστροφική για το λαϊκό κίνημα
αντίληψη.
Επιπλέον,
πρέπει να τονιστεί πως η Ρωσία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί
«περιφέρεια», επειδή εξάγει πρώτες ύλες, όπως άλλωστε δεν μπορούν να
χαρακτηριστούν «περιφέρεια» οι ΗΠΑ, κι ας είναι σήμερα η πιο
υπερχρεωμένη χώρα του κόσμου. Επίσης, είναι γνωστό πως ΕΕ και Κίνα
παρουσιάζουν σημαντική ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, η οποία, εκτός
των αστείρευτων πρώτων υλών, έχει πυρηνικό οπλοστάσιο ικανό ν’ απαντήσει
στις ΗΠΑ, έχει τεχνογνωσία, υψηλά καταρτισμένο εργατικό δυναμικό,
εξάγει κεφάλαια. Από την άποψη αυτή, βρίσκεται μεταξύ εκείνης της
«χούφτας» των κρατών που ξεχωρίζουν στην «ιμπεριαλιστική πυραμίδα». Δεν
είναι καθόλου τυχαίο πως αποτελεί «ατμομηχανή» για όλες τις ενώσεις των
καπιταλιστικών κρατών στην Ευρασία, όπως και για το ρόλο που παίζει στις
παγκόσμιες εξελίξεις.
Βεβαίως,
η οικονομική ισχύς της αστικής τάξης της Ρωσίας είναι σαφώς μικρότερη
από αυτή των ΗΠΑ, αλλά αυτός δεν είναι λόγος επιλογής της ως συμμάχου
του εργατικού κινήματος. Αξίζει να διδαχτούμε από τη μεθοδολογία του
Λένιν, πώς τοποθετούσε το συγκεκριμένο ζήτημα:
«Η
πρώτη από τις κυρίαρχες χώρες κατέχει, ας υποθέσουμε, τα 3/4 της
Αφρικής, ενώ η δεύτερη το 1/4. Το αντικειμενικό περιεχόμενο του πολέμου
τους είναι το ξαναμοίρασμα της Αφρικής. Ποιας πλευράς την επιτυχία
πρέπει να ευχόμαστε; Το πρόβλημα, όπως έμπαινε προηγούμενα, αποτελεί
παραλογισμό, γιατί δεν ισχύουν σήμερα τα παλιά κριτήρια εκτίμησης: Δεν
έχουμε ούτε μια πολύχρονη ανάπτυξη ενός αστικού απελευθερωτικού
κινήματος, ούτε το πολύχρονο προτσές της κατάρρευσης της φεουδαρχίας.
Δεν είναι δουλειά της σύγχρονης δημοκρατίας ούτε να βοηθήσει την πρώτη
χώρα να κατοχυρώσει το «δικαίωμά» της στα 3/4 της Αφρικής, ούτε να
βοηθήσει τη δεύτερη (έστω κι αν αυτή έχει αναπτυχθεί οικονομικά πιο
γρήγορα από την πρώτη) να αποσπάσει αυτά τα 3/4.
Η
σύγχρονη δημοκρατία θα παραμείνει πιστή στον εαυτό της μόνο στην
περίπτωση που δε θα προσχωρήσει σε καμία ιμπεριαλιστική αστική τάξη,
στην περίπτωση που θα πει ότι «και οι δυο τους είναι η μια χειρότερη από
την άλλη», στην περίπτωση που σε κάθε χώρα θα εύχεται την αποτυχία της
ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης. Κάθε άλλη λύση θα είναι στην πράξη
εθνικοφιλελεύθερη και δε θα έχει τίποτε το κοινό με τον αληθινό
διεθνισμό. […] Στην πραγματικότητα, όμως, σήμερα είναι
αναμφισβήτητο ότι η σύγχρονη δημοκρατία δεν μπορεί να σέρνεται στην ουρά
της αντιδραστικής, ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης –αδιάφορο τι “χρώμα”
θα έχει αυτή η αστική τάξη…»31.
«Η
στάση της Ρωσίας έχει υστεροβουλία, στόχους εξυπηρέτησης συμφερόντων
των μονοπωλίων, αλλά στηρίζει ένα “πατριωτικό” καθεστώς, που διεξάγει
από μέρους του “δίκαιο πόλεμο”, γι’ αυτό είναι θετική και αξιοποιήσιμη
από το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα»
Εδώ,
συχνά, ως ενισχυτικό στοιχείο, αναφέρονται οι σχέσεις της ΕΣΣΔ με τη
Συρία, παρακάμπτοντας τον ταξικό χαρακτήρα της Συρίας, το γεγονός ότι τα
μέσα παραγωγής είναι στα χέρια της αστικής τάξης. Το καθεστώς του
Μπάαθ, που κυβερνά τη χώρα από το 1963, κυριάρχησε μετά από το Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν χάρη στην επιρροή της ΕΣΣΔ, στη συνεισφορά της
στην Αντιφασιστική Νίκη, της δημιουργίας σοσιαλιστικών καθεστώτων στην
Ανατολική Ευρώπη, την κατάρρευση της αποικιοκρατίας, συντελέστηκαν
θετικές διεργασίες στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων. Τότε στη Συρία,
αλλά και στη γενική γραμμή του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος,
κυριάρχησε το ζήτημα της κατάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας ως πρώτης
προϋπόθεσης για το ξεπέρασμα της καθυστέρησης που επικρατούσε σε όλους
τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Η ΕΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη
διαμόρφωσαν μια πολιτική οικονομικής και άλλης συνεργασίας και στήριξης
των νέων καθεστώτων, μεταξύ άλλων και της Συρίας, με στόχο να μην
ενσωματωθούν στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, στις ιμπεριαλιστικές
ενώσεις, αλλά να ενισχυθούν οι δυνάμεις που στο εσωτερικό του
κυβερνητικού μετώπου τοποθετούνταν υπέρ του σοσιαλιστικού
προσανατολισμού.
Η
προσπάθεια αυτή της Σοβιετικής Ένωσης να αναπτύξει οικονομικές σχέσεις,
ακόμη και συμμαχίες, με κάποια καπιταλιστικά κράτη, ενάντια σε
ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ήταν θεμιτή, κατανοητή, αφού
στόχευε στην αποδυνάμωση του ενιαίου μετώπου των ισχυρών καπιταλιστικών
κρατών, αποσπούσε από αυτό δυνάμεις, έστω προσωρινά, χρησιμοποιούσε
αντιθέσεις στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Το πρόβλημα ήταν ότι αυτή η
συγκυριακή (κρατική) επιλογή της ΕΣΣΔ, που εκδηλωνόταν σε οικονομικό,
διπλωματικό ή άλλο επίπεδο με ορισμένες χώρες, αναγόταν σε αρχή,
θεωρητικοποιήθηκε και γινόταν λόγος για το λεγόμενο «μη καπιταλιστικό
δρόμο ανάπτυξης» σ’ αυτές τις χώρες, που συνδεόταν με την αντίληψη περί
«ειρηνικού περάσματος» στο σοσιαλισμό και τελικά οδήγησε κομμουνιστικές
δυνάμεις, και το εργατικό κίνημα, να επιδείξουν ανοχή ή ακόμα και να
συμμετέχουν σε κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης.
Μάλιστα, μέχρι σήμερα κατανοείται λαθεμένα από κομμουνιστικές δυνάμεις η λενινιστική θέση ότι «ο
κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός είναι η πληρέστερη υλική προετοιμασία
του σοσιαλισμού, είναι τα πρόθυρά του, το σκαλοπατάκι εκείνο της
ιστορικής κλίμακας που ανάμεσα σε αυτό και στο σκαλοπατάκι που λέγεται
σοσιαλισμός δεν υπάρχουν άλλα ενδιάμεσα σκαλοπάτια»32.
Σε αυτήν τη βάση, δηλαδή στο δήθεν στόχο ωρίμανσης των υλικών
προϋποθέσεων, δικαιολογείται η ενεργή στήριξη και συμμετοχή των
κομμουνιστών στην αστική διαχείριση και στη Συρία. Πέρα από το ότι ο
κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός κατανοείται απλώς ως η ύπαρξη ισχυρού
κρατικού τομέα στην οικονομία, και όχι ως ιμπεριαλισμός, το ανώτατο
στάδιο του καπιταλισμού, όπως τον περιέγραφε ο Λένιν, πρέπει να
υπογραμμίσουμε και κάτι ακόμη: Ποτέ ο Λένιν δεν κάλεσε τους κομμουνιστές
να συμβάλουν από κυβερνητικές ή άλλες θέσεις στη διεύθυνση κι ενίσχυση
του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού. Συνεπώς, πρόκειται για λαθεμένη
ερμηνεία λενινιστικών θέσεων, για να δικαιολογηθεί η συμμετοχή
κομμουνιστών σε αστικές κυβερνήσεις, «αριστερές», «πατριωτικές» κοκ.
Λίγο παραπάνω από το συγκεκριμένο σημείο ο Λένιν γράφει πως «ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι η παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης»33,
ωστόσο αυτό καθόλου δε σημαίνει πως οι κομμουνιστές πρέπει να
χαιρετίζουμε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, να συμμετέχουμε στο πλευρό της
αστικής τάξης της χώρας μας σε αυτόν. Όπως γνωρίζουμε από τη ζωή, ο
Λένιν ήταν αυτός που ύψωσε τη σημαία του προλεταριακού διεθνισμού
ενάντια στη συμμετοχή στον ιμπεριαλιστικό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σημαία
που είχε εγκαταλείψει η Β΄ Διεθνής.
Έτσι,
και ο λαθεμένος διαχωρισμός της αστικής τάξης σε «πατριωτική» και σε
«ξενόδουλη», η συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις, μπορεί να οδηγήσει το
ΚΚ και τους εργαζόμενους να παλεύουν κάτω από «ξένη σημαία», κίνδυνο για
τον οποίο προειδοποίησε ο Λένιν34. Πολύ
περισσότερο, που αποδείχτηκε και στην πράξη πως «τρίτος δρόμος για το
σοσιαλισμό» δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχουν κι ενδιάμεσες εξουσίες μεταξύ
καπιταλισμού και σοσιαλισμού, κάτι που φαίνεται και στην περίπτωση της
Συρίας.
Μετά
από την αντεπανάσταση και την ανατροπή του σοσιαλισμού στη Σοβιετική
Ένωση, το συριακό κράτος ευνόησε τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου,
ανέπτυξε παραπέρα τις σχέσεις με μονοπωλιακά συμφέροντα, εφάρμοσε
πολιτική αναδιαρθρώσεων, πήρε αντιλαϊκά μέτρα.
Στόχος
της αστικής τάξης κάθε καπιταλιστικού κράτους, ανάλογα με την
οικονομική, πολιτική και στρατιωτική του δύναμη, είναι η διεκδίκηση
καλύτερης θέσης στον ανταγωνισμό για τον έλεγχο και την εκμετάλλευση των
πλουτοπαραγωγικών πηγών, του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, του νερού,
των ενεργειακών αγωγών και μεταφορικών «αρτηριών», για να αποκτήσουν
περισσότερα κέρδη τα μονοπώλια κατακτώντας μεγαλύτερα μερίδια στις
αγορές, ενισχύοντας την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των άλλων
λαϊκών στρωμάτων. Από το γενικό αυτό «κανόνα» δεν ξέφυγε η Συρία. Το
2010 είχε αναδείξει τον Ερντογάν και την Τουρκία ως «στρατηγικό
σύμμαχο», ανατρέποντας, μεταξύ άλλων, μια στάση «φιλοξενίας» προς το ΡΚΚ
και τον Οτσαλάν. (Δεν πρέπει να ξεχνάμε από πού ξεκίνησε η «Οδύσσεια»
του Οτσαλάν, για να καταλήξει τελικά αυτός στο νησί-φυλακή του Ιμραλί).
Ψήφιζε νόμους, παρά την αντίδραση των κομμουνιστών, υπέρ της λεγόμενης
«απελευθέρωσης της αγοράς», με σοβαρότατες αρνητικές αλλαγές για τους
εργαζόμενους (π.χ. χειροτέρευση εργασιακών σχέσεων, μεταξύ άλλων και την
απελευθέρωση των απολύσεων, αυξήσεις στις τιμές προϊόντων λαϊκής
κατανάλωσης κ.ά.) Έτσι, πριν και πολύ περισσότερο στις αρχές του 2011,
εκδηλώθηκαν κινητοποιήσεις που εξέφρασαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια ενάντια
στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της λιτότητας που ακολουθούσε η
κυβέρνηση Άσαντ. Αναπτύχθηκε κίνημα που διεκδικούσε αυξήσεις στους
μισθούς, διεύρυνση δημοκρατικών δικαιωμάτων, μεταρρυθμίσεις στο
Σύνταγμα. Στον έναν ή τον άλλο βαθμό αρκετά αιτήματα ικανοποιήθηκαν,
αλλά ήδη ήταν σε εξέλιξη σχέδιο εξωτερικής επέμβασης, στο πλαίσιο του
γενικότερου σχεδίου για τη «Νέα Μέση Ανατολή». Το σχέδιο αυτό προωθήθηκε
για τη δρομολόγηση αλλαγών που αποσκοπούν στην αναχαίτιση και ακύρωση
τάσεων που εκδηλώθηκαν σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των ΗΠΑ και
άλλων ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όπως της Γαλλίας, αφού κράτη της
περιοχής έκαναν άλλες επιλογές, κοιτώντας προς την πλευρά της Κίνας,
της Ρωσίας και της Ινδίας, που βελτίωσαν τη θέση τους στον
ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και απειλούν την αμερικανική
πρωτοκαθεδρία στην ιμπεριαλιστική «πυραμίδα».
Έτσι,
συνοπτικά για το ζήτημα αυτό μπορούμε να πούμε πως ο χαρακτήρας μιας
εξουσίας δεν ορίζεται από τα κοσμητικά επίθετα «ξενόδουλη» ή
«πατριωτική» που μπορεί κάποιος ή η ίδια να χρησιμοποιεί, αλλά από το
ποια τάξη έχει στα χέρια της την εξουσία, σε ποιον ανήκουν τα μέσα
παραγωγής, Εξαίρεση δεν αποτελεί ούτε η Συρία, που είναι ένα
καπιταλιστικό κράτος όπου η εξουσία βρίσκεται στα χέρια της αστικής
τάξης, η συμπεριφορά της οποίας, ιδιαίτερα μετά από την ανατροπή του
σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, προετοίμασε εκτός των άλλων και το «έδαφος» για
τις σημερινές εξελίξεις· με την έννοια ότι η Συρία συμμετείχε στο
παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, προχώρησε σε διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις με στόχο τη βαθύτερη συγχώνευσή της στη διεθνή
καπιταλιστική οικονομία, χωρίς μάλιστα να διστάσει να χτυπήσει
κατακτήσεις των εργατικών, λαϊκών στρωμάτων, και τέλος μπλέχτηκε στο
κουβάρι των μονοπωλιακών αντιθέσεων για το μοίρασμα των καπιταλιστικών
αγορών.
Βεβαίως,
αυτή μας η εκτίμηση καθόλου δεν παραγνωρίζει και το γεγονός πως το
συριακό καθεστώς, για τους δικούς του λόγους, αντιτάχτηκε κατά καιρούς
σε ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ και του Ισραήλ στην περιοχή,
υποστήριξε το δίκιο του Παλαιστινιακού λαού, ήρθε σε σύγκρουση με το
Ισραήλ, το οποίο κατέχει ακόμα συριακά εδάφη από τον πόλεμο των 6 ημερών
του 1967. Η ανατροπή του συγκεκριμένου καθεστώτος ή η αναμόρφωσή του
μπορεί να διευκολύνει ιμπεριαλιστικά σχέδια των ΗΠΑ και του Ισραήλ, όπως
μια επίθεση κατά του Ιράν, ή ακόμη να οδηγήσει σε νέους διαμελισμούς
κρατών της περιοχής και σε ντόμινο αποσταθεροποίησης κι αιματοχυσιών,
Έτσι
και δε μας διαφεύγει πως το συριακό καθεστώς, αναπτύσσοντας τις
προηγούμενες δεκαετίες τις οικονομικο-πολιτικές σχέσεις με τη Σοβιετική
Ένωση, χωρίς να αποκόβεται από τη συνεργασία με καπιταλιστικές χώρες,
αντιτάχτηκε κατά καιρούς σε ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς στην περιοχή,
υποστήριξε το δίκιο του Παλαιστινιακού λαού, ήρθε σε σύγκρουση με το
Ισραήλ, το οποίο κατέχει ακόμα συριακά εδάφη από τον πόλεμο των 6 ημερών
του 1967. Κατανοούμε πολύ καλά πως σήμερα η αποδυνάμωση αυτών των
πολιτικών δυνάμεων στις οποίες ηγήθηκε ο Πρόεδρος Άσαντ, ή ακόμη κι η
ανατροπή του, μπορεί να οδηγήσει σε νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους κι
επεμβάσεις.
Είμαστε
αντίθετοι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, καλούμε σε οργάνωση της πάλης του
λαού ενάντια στην εμπλοκή της χώρας σε αυτόν, ενάντια στη χρησιμοποίηση
των εδαφών, των θαλασσών και του εναέριου χώρου της χώρας ως
«ορμητήριου» για την επίθεση σε ξένα εδάφη, καθώς κι ενάντια στη
συμμετοχή ελληνικών ένοπλων δυνάμεων. Για το λόγο αυτό εναντιωνόμαστε
στις επιλογές και στους σχεδιασμούς της αστικής τάξης της χώρας μας,
τους οποίους εξυπηρετεί και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που δηλώνει την
ετοιμότητά της να σπρώξει την Ελλάδα στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, με το
πρόσχημα της «καταπολέμησης της τρομοκρατίας».
Εκφράζουμε
την αλληλεγγύη μας στο κομμουνιστικό κίνημα στη Συρία, που σαφώς και
δεν μπορεί να είναι αδιάφορο απέναντι στην ξένη ιμπεριαλιστική επέμβαση
που σημειώνεται τώρα στη χώρα του, και ούτε στα σχέδια κατοχής και
διαμελισμού της. Αναλύοντας την ιστορική εμπειρία του ελληνικού και
Διεθνούς Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος, πιστεύουμε επιπλέον πως
η πάλη του κάθε λαού μπορεί να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα στο βαθμό που
συνδέεται με την πάλη για μια πατρίδα απαλλαγμένη από τους
κεφαλαιοκράτες, έξω απ’ όλους τους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς, μια
πατρίδα όπου η εργατική τάξη θα είναι στην εξουσία, ιδιοκτήτης των
συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και του πλούτου που παράγει. Μόνο έτσι
μπορεί να μπει τέλος σ’ εκείνες τις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές
αιτίες που δημιουργούν και τις πιο αποκρουστικές μορφές της
καπιταλιστικής διαχείρισης, όπως είναι ο φασισμός και οι δολοφόνοι του
Ισλαμικού Κράτους.
Ο «κοινός πόλεμος κατά της τρομοκρατίας»
Η
κατάρριψη του ρωσικού πολεμικού αεροπλάνου από την Τουρκία διέλυσε
προσωρινά την ευφορία των αστικών ΜΜΕ, και αρκετών οπορτουνιστικών
δυνάμεων, πως διαμορφώνεται μια «μεγάλη συμμαχία» σ’ έναν «κοινό πόλεμο
κατά της τρομοκρατίας» και των εγκληματιών του ΙΚ. Εδώ ανακυκλώθηκαν
επιχειρήματα, ότι απαιτείται «εθνική» ή και «ευρωπαϊκή» ομοψυχία, αφού η
Ευρώπη (και ο κόσμος) δέχεται επίθεση από την «τρομοκρατία». Αστικές
πολιτικές δυνάμεις, από τη φασιστική ΧΑ ως την κυβερνώσα «Αριστερά» του
ΣΥΡΙΖΑ, στήριξαν την πιο ανοιχτή στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία. Έτσι,
π.χ., το Γαλλικό ΚΚ, μετά από την επίθεση στο Παρίσι, τάχτηκε υπέρ μιας
«διεθνούς συμμαχίας υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, επειδή σήμερα οι ΗΠΑ, η
Ρωσία, η Γαλλία και άλλοι εμπλέκονται σε στρατιωτικές επιχειρήσεις που
προφανώς δεν έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα».
Ανάλογες
τοποθετήσεις κάνουν ορισμένες ηγετικές πολιτικές δυνάμεις κρατών, όπως
της Ρωσίας, αλλά και της Γαλλίας, μετά από την επίθεση στο Παρίσι. Από
τη μεριά τους αυτές οι δυνάμεις επιδιώκουν να «κατοχυρώσουν» τη θέση
τους στις πολιτικές διεργασίες που θ’ ακολουθήσουν στη Συρία, μετά από
τη «συρρίκνωση» του ΙΚ, επιδιώκοντας να διαφυλάξουν ή να κερδίσουν
μερίδια για τα δικά τους μονοπώλια.
Όμως
οι εργαζόμενοι της Ευρώπης κανένα συμφέρον δεν έχουν από τις
συγκεκριμένες κάλπικες εκκλήσεις, που επιδιώκουν να κρύψουν τις
πραγματικές προθέσεις, συμφέροντα και σχεδιασμούς αυτών των δυνάμεων.
Γι’
άλλη μια φορά αποδεικνύεται πως οι οπορτουνιστικές και
σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις είναι ο «αριστερός ψάλτης» του συστήματος
και των ιμπεριαλιστικών πολέμων.
Όπως
απέδειξε περίτρανα και η ιμπεριαλιστική επέμβαση και κατοχή του
Αφγανιστάν και του Ιράκ, η ισλαμιστική σκοταδιστική αντίδραση κι ο
σκοταδισμός, το πρόβλημα της μετανάστευσης και της προσφυγιάς, κάθε άλλο
παρά λύνεται από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, επεμβάσεις και κατοχές
εδαφών. Το αντίθετο!
Η
στρατηγική γραμμή που πρέπει να χαράξει το κομμουνιστικό κίνημα πρέπει
να είναι αυτοτελής από τα σχέδια κάθε αστικής τάξης, κάθε μερίδας της.
Δεν πρέπει να επιτρέπει τη μετατροπή των εργαζόμενων σε «κρέας για τα
κανόνια» των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Πρέπει να στοχεύει στις αιτίες της
καπιταλιστικής βαρβαρότητας, κι όχι απλώς στις όποιες ακραίες
εκδηλώσεις της.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Η
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μιλώντας για «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική»
κι επιδιώκοντας να φέρει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τα συμφέροντα
της αστικής τάξης της χώρας, έχει κάνει σαφές πως κινείται με «πυξίδα»
τις δεσμεύσεις της χώρας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.
Δεν
πρόκειται για μια πολιτική στην οποία «σύρεται» η κυβέρνηση εξαιτίας
της έλλειψης βούλησης, αλλά για μια πολιτική γραμμή συνειδητή, που
επιβάλλεται από τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης της χώρας (ή
της κυρίαρχης μερίδας της), που εκτιμά πως μέσα από αυτές τις ενώσεις θα
μπορέσει ν’ αβγατίσει τα κέρδη της. Έτσι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ
εμφανίζεται πρόθυμη, στο όνομα της «προστασίας των χριστιανικών
πληθυσμών» της Μέσης Ανατολής, της «πάταξης της τρομοκρατίας», της
«αναστροφής των μεταναστευτικών ρευμάτων», να δώσει στρατιωτικές
υποδομές και μέσα για την ευρω-ΝΑΤΟϊκή στρατιωτική επέμβαση στη Συρία.
Μοναδική επιφύλαξη που μέχρι στιγμής έχει εκφραστεί αφορά την εμπλοκή
της Ελλάδας με χερσαίες δυνάμεις, κάτι όμως που στα λόγια (μα όχι στα
σχέδια) δεν το προκρίνουν αυτήν τη στιγμή ούτε οι ΗΠΑ και ΝΑΤΟ. Ωστόσο, η
συμφωνία της κυβέρνησης με την ενεργοποίηση του άρθρου 42, παρ. 7, που
κάνει λόγο για «βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη
διάθεσή τους», την αφήνει έκθετη!
Σε
αυτές τις συνθήκες πολλοί εργαζόμενοι αναρωτιούνται: «Μπορεί η πάλη
μας, για την απεμπλοκή της Ελλάδας από τα ιμπεριαλιστικά σχέδια, την ώρα
που αυτή παραμένει στα δεσμά του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, να έχει αποτέλεσμα;».
Η
εργατική, λαϊκή πάλη, για να έχει προοπτική, αποτέλεσμα, πρέπει
ταυτόχρονα να στρέφεται ενάντια στις εγχώριες και ξένες καπιταλιστικές
δυνάμεις, ενάντια στις κυβερνητικές αποφάσεις και σ’ εκείνες του ΝΑΤΟ
και της ΕΕ. Όσο ισχυρότερη είναι, όσο περισσότερες δυνάμεις της
εργατικής τάξης, των άλλων λαϊκών στρωμάτων «αγκαλιάσει» αυτή η πάλη,
τόσο περισσότερες πιθανότητες έχουμε να βάλουμε «μπλόκο» στην αποστολή
ελληνικών ένοπλων δυνάμεων στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στο πλευρό των
ιμπεριαλιστών των ΝΑΤΟ - ΕΕ - ΗΠΑ. Όσο ισχυρότερο είναι το κίνημα
ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο τόσο μεγαλύτερα εμπόδια μπορούν να
μπουν στη χρησιμοποίηση από τους ιμπεριαλιστές των ΝΑΤΟ - ΕΕ - ΗΠΑ των
στρατιωτικών υποδομών της χώρας. Η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό
πόλεμο μπορεί να γίνει «θρυαλλίδα» για την απεμπλοκή της χώρας από τις
ίδιες τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, για την ανατροπή της καπιταλιστικής
εξουσίας, αφού μόνο η εργατική εξουσία μπορεί να εγγυηθεί την πραγματική
αποδέσμευση από αυτές και κάθε άλλου είδους ιμπεριαλιστικές ενώσεις.
Εμείς
οι κομμουνιστές, που στηριζόμαστε στις αναλύσεις μας, στη θεωρία του
επιστημονικού σοσιαλισμού, γνωρίζουμε πολύ καλά πως ο πόλεμος είναι η
συνέχιση της πολιτικής με άλλα, και συγκεκριμένα με βίαια μέσα! Ο
πόλεμος γεννιέται πάνω στο έδαφος της σύγκρουσης των διαφορετικών
οικονομικών συμφερόντων που διαπερνάνε ολόκληρο το σύστημα του
καπιταλισμού. Να γιατί, όσο κι αν ο πόλεμος στις συνθήκες του
καπιταλισμού είναι αναπόφευκτος (όπως και οι οικονομικές κρίσεις, η
ανεργία, η φτώχεια κλπ.), την ίδια ώρα είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που
αποτυπώνει την κρίση του καπιταλισμού, μπορεί να οδηγήσει σε καθολική
πολιτική κρίση, σε επαναστατική κατάσταση, να διαμορφώσει συνθήκες
εξόδου από τον πόλεμο με επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής
εξουσίας, με κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.
Συμπερασματικά,
η πάλη μας για τη σοσιαλιστική κομμουνιστική κοινωνία, όπου τα μέσα
παραγωγής θα είναι κοινωνική ιδιοκτησία (και όχι περιουσία των
ελαχίστων), που η οικονομία θα λειτουργεί σχεδιασμένα κεντρικά κι
ελεγχόμενα από τους ίδιους τους εργαζόμενους, με στόχο την ικανοποίηση
των λαϊκών αναγκών (κι όχι την αύξηση των κερδών των καπιταλιστών),
συνδέεται αναπόσπαστα με την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο,
ενάντια στην «ειρήνη» που επιβάλλεται από τους ιμπεριαλιστές με «το
πιστόλι στον κρόταφο» και προετοιμάζει τους νέους ιμπεριαλιστικούς
πολέμους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Ο Ελισαίος Βαγενάς είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων.
1.
Αλεξάντρ Ζινόβιεφ (1922-2006): Ένας από τους πιο γνωστούς σύγχρονους
Ρώσους συγγραφείς, κοινωνιολόγους, μαθηματικούς και φιλοσόφους. Ο
«δρόμος» της ζωής του κινήθηκε από την απόρριψη του σοβιετικού
συστήματος και τη διαγραφή του από το ΚΚΣΕ το 1976 και τη φυγή του από
την ΕΣΣΔ το 1978, έως την πλήρη αναστροφή των απόψεών του, μετά από μια
20ετία, κάτι που στην καπιταλιστική Ρωσία τον κατέταξε μεταξύ των
φανατικότερων οπαδών του σοβιετικού συστήματος στο χώρο της ρωσικής
διανόησης. Είναι ίσως ο μόνος από τους επιφανείς Σοβιετικούς
«αντιφρονούντες» της περιόδου του «Ψυχρού Πολέμου» που μετάνιωσε πλήρως
για την αντισοβιετική στάση του και, μάλιστα, ζήτησε επίσημα συγνώμη γι’
αυτήν από το ρωσικό λαό. Απαντούσε με επιθετικότητα στην αντισοβιετική
προπαγάνδα για τις «διώξεις» και τα «γκούλαγκ», δηλώνοντας πως και ο
ίδιος το 1939 σωστά είχε συλληφθεί, αφού οργάνωνε ομάδα με στόχο τη
δολοφονία του Στάλιν. «Τι έπρεπε να κάνουν, να μας δώσουν παράσημο;»,
είχε απαντήσει σε μια σχετική ερώτηση το 2005. Μετά από το 1990
υπεράσπιζε με πάθος τις κατακτήσεις της ΕΣΣΔ, όσο και τις ανθρωπιστικές
αξίες που χαρακτήριζαν το σοβιετικό σύστημα. Ο Ζινόβιεφ είχε μιλήσει με
σκληρά λόγια για τη διάλυση της ΕΣΣΔ, χαρακτηρίζοντάς την «πρωτοφανές
έγκλημα». Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του είχε δηλώσει ότι
«το βασικό παγκόσμιο “κακό” είναι η ατομική ιδιοκτησία και, αν η
ανθρωπότητα δεν την ξεπεράσει, θα καταστραφεί».
2. Δες για παράδειγμα http://energypress.gr/news/o-polemos-ton-agogon-stin-notioanatoliki-mesogeio
3. «Σύγχρονη Ρωσία», http://gr.rbth.com/international/2013/02/06/i_maxi_ton_agogon_ sti_mesi_anatoli_19795
4. «Ο ενεργειακός πόλεμος στην Ανατολική Μεσόγειο», ΚΟΜΕΠ, τ. 1/2012.
5. http://www.kontinent.org/article.php?aid=52454f5ae5e84
6. http://top.rbc.ru/business/24/09/2015/560168269a7947597c281379
7. http://russian.people.com.cn/95184/7727145.html
8.
Ανδρέας Ματζάκος, απόστρατος αξιωματικός του ΣΞ, MSC διεθνείς σχέσεις
και στρατηγικές σπουδές. «Διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντα της Ρωσίας
στη Συρία; Γιατί η Ρωσία συνεχίζει να υποστηρίζει το καθεστώς Άσαντ;».
http://www.elisme.gr/gr/2013-01-06-18-39-21/item/2015-09-27
9. http://www.rusexporter.ru/research/country/detail/2506/
10. http://russian.people.com.cn/95184/7727145.html
11. http://www.rbc.ru/politics/05/11/2015/563a7dfa9a794765554aa3f9
12. http://www.ft.com/intl/cms/s/0/cee6fcba-69bf-11e5-8171-ba1968cf791a.html#axzz3neno2hNG
13. http://russian.people.com.cn//n/2015/0929/c31521-8957089.html
14. http://top.rbc.ru/politics/01/10/2015/560d2f6a9a794744bcd58e23
15. http://russian.people.com.cn//n/2015/1001/c31521-8957602.html
16. http://www.rg.ru/2015/12/04/kitay-anons.html
17.
Μνημειώδης Δήλωση - 7 χώρες καλούν την Ρωσία να μη χτυπά τους
ισλαμοφασίστες που πατρονάρουν,
http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2015/10/7_3.html#ixzz3naTs9Kdr
18. http://www.ert.gr/merkel-vlepi-politiki-lisi-me-asant-ke-antipolitefsi-sti-siria/
19. http://www.politis-news.com/cgibin/hweb?-A=303503&-V=articles
20.
Το άρθρο 42 περιλαμβάνει τις «Διατάξεις σχετικά με την Κοινή Πολιτική
Ασφάλειας και Άμυνας» της ΕΕ. Ειδικά στην παράγραφο 7 ορίζει τα εξής:
«Σε περίπτωση κατά την οποία κράτος-μέλος δεχτεί ένοπλη επίθεση στο
έδαφός του, τα άλλα κράτη-μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και
συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο
51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Αυτό δεν επηρεάζει τον
ιδιαίτερο χαρακτήρα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων
κρατών-μελών. Οι δεσμεύσεις και η συνεργασία στον τομέα αυτό
εξακολουθούν να είναι σύμφωνες προς τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί
στο πλαίσιο του Οργανισμού Βορείου Ατλαντικού Συμφώνου (σ.σ.: το ΝΑΤΟ), η
οποία παραμένει, όσον αφορά τα κράτη που είναι μέλη του, το θεμέλιο της
συλλογικής τους άμυνας και το όργανο της εφαρμογής της».
21. http://www.naftemporiki.gr/story/1012006/kameron-terastio-lathos-oi-rosikes-epidromes-sti-suria
22.
http://www.naftemporiki.gr/story/1012116/xamont-i-rosia-den-mporei-na-petaei-ta-paixnidia-tis-apo-tin-kounia-otan-den-ginetai-to-diko-tis
23. http://tass.ru/mezhdunarodnaya-panorama/2317079
24. http://cnnpressroom.blogs.cnn.com/2015/10/04/fareed-zakaria-gps-benjamin-netanyahu-on-russia-iran-u-s/
25. http://www.rizospastis.gr/page.do?id=16064&publDate=17%2F12%2F2015&pageNo=24
26. http://top.rbc.ru/politics/04/10/2015/5610c1619a7947339a73394c
27. http://www.onalert.gr/stories/senaria-oloklirotikou-polemou-nato-russias-gennoun-exoplismous-kai-xrima/45300
28.
http://news247.gr/eidiseis/kosmos/h-toyrkia-enhmerwse-ton-ohe-oti-ksekina-aeroporikes-epitheseis-enantion-toy-islamikou-kratoys.3589646.html
29. Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 32, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 335.
30. Ό.π.
31. Β. Ι. Λένιν: «Κάτω από ξένη σημαία», «Άπαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 140, 141, 146.
32.
Β. Ι. Λένιν: «Η επερχόμενη καταστροφή και πώς πρέπει να την
καταπολεμήσουμε», «Άπαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981,
σελ. 193.
33.
Β. Ι. Λένιν: «Η επερχόμενη καταστροφή και πώς πρέπει να την
καταπολεμήσουμε», «Άπαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981,
σελ. 193.
34. Β. Ι. Λένιν: «Κάτω από ξένη σημαία», «Άπαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 142.