*
Πριν διαβάσετε τη μαρξιστική ανάλυση της μοναδικής Τζίας Γιοβάνη, δυο... αντιδιαλεκτικές κουβέντες, αντί προλόγου:
Στον αριστερό Left, ένας αριστερότερος αντιφασίστας πιγκουίνος, αφήνει τα συναισθήματά του και την ιδεολογία του να μας πλημμυρίσουν, σε ένα καταπληκτικό φωτογραφικό οδοιπορικό στο κέντρο του Βερολίνου, θέλοντας να συμβάλει στο αντικομουνιστικό κλίμα των ημερών.
Κι αφού πρώτα ατενίζει (κι εμείς μαζί του) «τα κτήρια της Γκεστάπο και των Ες Ες […] το διοικητικό κέντρο του Χίτλερ και των συνεργατών του», μελαγχολεί στη συνέχεια για «το τείχος, που έχτισαν οι Σοβιετικοί για να περιφράξουν τον παραλογισμό τους», ώσπου τον πιάνει το παράπονο (κι εμάς τα γέλια) όταν βλέπει πίσω ακριβώς από το τείχος, να «παραμένουν θλιμμένα κάποια από τα κτήρια του ανατολικού ολοκληρωτισμού».
Κατά τα άλλα, εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι το… «άκρον άωτον».
- Κατεβάστε, οπωσδήποτε, την ταινία με την καταπληκτική Νίνα Χος, μέσω torrents, καθώς και τους αντίστοιχους ελληνικούς υπότιτλους,από τα link που δίνονται στο τέλος.
ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΠΕΤΣΟΛΝΤ
Μπάρμπαρα
Η προσωπικότητα, προϊόν και υποκείμενο της Ιστορίας
Κοινό πια μυστικό οι παντός μετάλλου και χροιάς αντικομουνιστικές κορόνες που έφθασαν να κατακλύζουν την λαϊκότερη και μαζικότερη των τεχνών, το σινεμά.
Τα φαινόμενα πολλαπλασιάζονται όσο η παραγωγή και η διανομή συρρικνώνονται γύρω από τα συμφέροντα τεράστιων πολυεθνικών και όσοοι ίδιοι οι δημιουργοί του καλλιτεχνικού έργου συρρικνώνουν, εκόντες (αυτολογοκρινόμενοι) ή άκοντες, τη γνώση, την κρίση, την παιδεία και την καλλιέργειά τους ... συμμορφούμενοι όλο και περισσότερο με το πρότυπο ενός ενσωματωμένου και χειραγωγήσιμου «καλλιτέχνη», που αναπαράγει την αστική ιδεολογία, χωρίς τύψεις, αφού κάνει μόνο τη δουλειά του και αποζημιώνεται γι' αυτήν.
Έτσι συμβάλλει τα μέγιστα και ο καλλιτέχνης μέσα από τις επιλογές του στην ενορχηστρωμένη εκστρατεία «γενικευμένης αποβλάκωσης» του κοινού που στρατηγικό στόχο έχει την εξουδετέρωση ή μάλλον τον αφανισμό κάθε σπέρματος αλήθειας ή αμφισβήτησης των αστικών ιδεολογημάτων.
Μέσα στο γενικό πλαίσιο των παραπάνω, το γεγονός της βράβευσης - με την Αργυρή Αρκτο Σκηνοθεσίας στο 62οΦεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου - της ταινίας «ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ» (2012) του Κρίστιαν Πέτσολντ, καταχωρείται στα αναμενόμενα, αν αναλογιστούμε τα δεδομένα του μύθου του σεναρίου που πραγματεύεται την «περίοδο αναμονής» μιας καταδιωκόμενης από τηνSTASI Ανατολικογερμανίδας γιατρού ονόματι Μπάρμπαρα, μέχρι τη μυστική δραπέτευσή της, στη Δύση...
Μπορεί να είχαμε ακουστά τον Πέτσολντ σαν όνομα, αλλά προηγούμενες δουλειές του δεν είχαμε δει.
Έτσι με το που μάθαμε ότι η ταινία θα έβγαινε και στις εντόπιες αίθουσες αρχίσαμε να ψάχνουμε πληροφορίες για τον Γερμανό δημιουργό και τη βραβευμένη του παραγωγή. Κατά τη διάρκεια της έρευνας πέσαμε πάνω σε πάμπολλα κείμενα κριτικής για την ταινία στα οποία κείμενα, δίπλα στα όποια καλά λόγια είχε κάποιος να πει, υπογραμμιζόταν με χοντρό μαρκαδόρο ως αρνητικό στοιχείο, που όντως κατέπληττε, το απρόσμενο τέλος της ταινίας, η υπεραξία της οποίας μειωνόταν από το γεγονός ότι δεν ήταν όσο έπρεπε ...αντι-DDR!
Έχοντας λοιπόν στο πίσω μέρος του κεφαλιού την παραπάνω προσέγγιση, μπήκαμε στην αίθουσα να δούμε την ταινία, να την αναγνώσουμε με ιδιαίτερη προσοχή ώστε να καταλάβουμε τι εν τέλει συμβαίνει, για να αναφερθούμε παρακάτω...
(Τρέιλερ)
Μπάρμπαρα
Είκοσι τρία χρόνια μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού στην Ανατολική Γερμανία, ο Κρίστιαν Πέτσολντ - γεννημένος το 1960 και μεγαλωμένος σ' έναν μικρό τόπο, στην ευρύτερη περιοχή της Κολωνίας - μέσα από την ταινία του «ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ», έργο με ανεξίτηλα χαραγμένο στο είναι του το στίγμα ενός προσωπικού αφηγηματικού σινεμά, συνθέτει ένα κινηματογραφικό δοκίμιο που η υπόθεσης εργασίας του θα μπορούσε να συνοψίζεται στον τίτλο «η ανθρώπινη προσωπικότητα ως προϊόν και υποκείμενο της ιστορίας».
Ο Πέτσολντ επιλέγει να αναδείξει με αφηγηματικό τρόπο το θέμα του, οριοθετώντας τη μυθοπλασία στο εσωτερικό της Ανατολικής Γερμανίας, χώρο με σαφή και συγκεκριμένη πολιτικο-ιδεολογική καταδήλωση, χρησιμοποιεί, δε, τη διαλεκτική, σαν μέθοδο εργασίας.
Υφασμένη στα νήματα της αφήγησης, μια αέναη, ψύχραιμη και, πάνω απ' όλα, έντιμη «σύγκριση» ανάμεσα στα κεκτημένα του υπαρκτού σοσιαλισμού και τις δομικές, υλικές, αξίες του υπαρκτού καπιταλισμού.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς αν η ταινία είναι προϊόν «τύχης» ή αποτέλεσμα ενσυνείδητης στόχευσης.
Το πολιτικό αυτό φιλμ μπορεί να μην παίρνει άμεσα θέση υπέρ του υπαρκτού σοσιαλισμού (αυτό εξάλλου θα σήμαινε αυτόματα το τέλος της καριέρας του δημιουργού του...), ωστόσο προκαλεί το θεατή να αναλογιστεί τι έχασε ο ίδιος από την ανατροπή...
Φθάνει να θέλει να δει τι ακριβώς συμβαίνει με τις δικές του βασικές ανάγκες: Υγεία, Παιδεία, δουλειά ... και πώς αυτές κατάντησαν σήμερα, που ... ευτυχώς έχει νικήσει το ελεύθερο πνεύμα του καπιταλισμού επί της τυραννίας του σοσιαλισμού!!!
Ταινία άξια εκτεταμένης μονογραφίας και όχι σκόρπιων σκέψεων και συλλογισμών στον περιορισμένο χώρο της στήλης, η «ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ» στηρίζεται βασικά σε σενάριο που έχει θεμέλια «μπετόν αρμέ», εφαρμόζοντας τους κανόνες της κλασικής δραματουργίας. Κείμενο πυκνό, χωρίς αμφιλεγόμενες εννοιολογικές χαραμάδες που να μπάζουν και με «εγγεγραμμένες» στο σελιλόιντ πειστικές απαντήσεις ακόμη και για τα πιο φαντασιακά ερωτήματα! Ταινία που σφύζει από ενδιαφέρουσα σουσπάνς και από ενδιαφέροντα βλέμματα - αυτό συνιστά το κυρίαρχο αφηγηματικό επίπεδο και για το λόγο αυτό ο τύπος καδραρίσματος που επικρατεί είναι αυτός που πραγματοποιείται με την κάμερα στο ύψος των ματιών.
Ενα θεμελιώδες στοιχείο που αναγιγνώσκεται γλαφυρά στο φιλμικό κείμενο εντοπίζεται στη διαπίστωση ότι ο δημιουργός φαίνεται να γνωρίζει και να αναγνωρίζει την αξία της γνώσης στην κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει, γι' αυτό δεν την ανταλλάσσει ή την μεταλλάσσει σε αγοραία, αποσπασματική πληροφόρηση. Είναι εξάλλου πασιφανές ότι ο Πέτσολντ ενσωμάτωσε τη βαθιά γνώση που αποθήκευσε από τις εκτεταμένες πανεπιστημιακές του σπουδές (Λογοτεχνία, Θεατρολογία, Κινηματογράφο) στη δραματουργική σύνθεση του πρωταγωνιστικού πορτρέτου της Μπάρμπαρα...
Ανατολική Γερμανία (DDR), καλοκαίρι του 1980, σ' έναν παράκτιο μικρό τόπο της Βαλτικής, κοντά στο Ροστόκ. Η Μπάρμπαρα, πρωτευουσιάνα γιατρός από το Βερολίνο, φθάνει εκεί με δυσμενή μετάθεση και αναλαμβάνει υπηρεσία στο Νοσοκομείο της περιοχής. Με μετάθεση απαντά η κρατική υπηρεσία στην αίτησή της να μεταναστεύσει στη Δύση, «έχεις χρέος στους εργάτες και τους αγρότες που σε σπούδασαν. Δεν μπορείς να φύγεις!». Χρέος, περίεργη έννοια. Στη Δύση το μόνο χρέος που αναγνωρίζεται είναι ό,τι έχει να κάνει με χρήμα... Η Μπάρμπαρα φθάνει στη μικρή κωμόπολη μόνη, απογοητευμένη και ερωτευμένη... Ιδίως ερωτευμένη... Όπως κάθε ερωτευμένος είναι απόμακρη, επιζητεί/αποζητεί τη μοναξιά, ιδίως όταν αισθάνεται προσβεβλημένη, σε ξένο, ίσως εχθρικό, περιβάλλον. Γιατί ποιον δεν βλέπει η Μπάρμπαρα σαν συνδεδεμένο με την STASI; Τον προϊστάμενο της Αντρέ, τους συναδέλφους της στο νοσοκομείο, τη διαχειρίστρια της πολυκατοικίας, αυτόν που έρχεται να κουρδίσει το πιάνο και όποιο αυτοκίνητο τυγχάνει να παρκάρει κάτω από τα παράθυρά της. Εκπληκτικά υποκειμενικά πλάνα ενταγμένα γραμμικά στην αφήγηση.
Η ηλικία της Μπάρμπαρα δείχνει ότι η φυσική της γέννηση μάλλον συμπίπτει με τη γένεση της DDR. Φυσικά και αισθάνεται ταπεινωμένη που το «δικό» της κράτος δεν πιστεύει στα αισθήματά της. Θέλει να εγκαταλείψει τη χώρα γιατί είναι ερωτευμένη και η «δική» της χώρα την σπρώχνει στην παρανομία... γιατί σχεδιάζει, με τη βοήθεια του Δυτικογερμανού εραστή της, παράνομη διαφυγή... Εύλογο το ερώτημα: Γιατί εξαρχής η Μπάρμπαρα δεν σκέφτεται την παράνομη απόδραση;
Με τον εραστή της συναντιέται κρυφά, εκείνος έρχεται να την βρει, υπήρχε ειδικό νομοθετικό status στην DDR που επέτρεπε την πρόσβαση στους Δυτικοβερολινέζους. Εκείνος έρχεται με μαύρη «Mercedes Benz», που, φυσικά, θαυμάζει και ζηλεύει ο κάθε κάτοχος «Wartburg». Φέρνει για δώρα όλα τα καλά της Δύσης, από την έλλειψη των οποίων «υποφέρει» τόσο ο πληθυσμός: Δυτικό συνάλλαγμα, μια κούτα μυρωδάτα τσιγάρα «Dunhill», νάιλον γυναικείες κάλτσες...
Η προσωπικότητα της Μπάρμπαρα ωστόσο έχει καθοριστεί από το δοσμένο σύστημα κοινωνικών σχέσεων και πολιτισμού. Έχει γαλουχηθεί από τα μικράτα της με αρχές διαφορετικές απ' αυτές του καλοπροαίρετου, διαλλακτικού Δυτικογερμανού εραστή που λέει: «Θα μπορούσα να έρθω εγώ εδώ, θα ζούσαμε ευτυχισμένοι μαζί». «Θα μπορούσε κανείς να είναι ευτυχισμένος εδώ;» τον ρωτά εκείνη. Όταν όμως ο εραστής λέει αθώα: «Όταν έρθεις στην Δύση θα μπορείς να κοιμάσαι μέχρι αργά, γιατί δεν θα υπάρχει ανάγκη να δουλεύεις, εγώ βγάζω αρκετά χρήματα...», η Μπάρμπαρα μέσα της αντιδρά. Η ίδια διδάχθηκε ότι η εργασία είναι ο πρώτος όρος της ανθρώπινης ύπαρξης που δημιουργεί τον ίδιο τον άνθρωπο, κάτι που ζει και αισθάνεται καθημερινά. Έτσι όταν ρωτά τον εραστή της, που οργανώνει επιτελικά την απόδρασή της, για το πότε θα γίνει αυτή κι εκείνος της απαντά, αυτό το Σάββατο βράδυ, η Μπάρμπαρα αυτομάτως και εντελώς αυθόρμητα ξεσπά: «Μα τότε έχω υπηρεσία, πρέπει να αλλάξω τη βάρδιά μου...».
Με αισθητικό ασκητισμό και ζηλευτή αυστηρότητα αποδίδει ο Πέτσολντ την ατμόσφαιρα της εποχής σ' αυτόν τον μικρό τόπο στην DDR. Ο Πέτσολντ στην λακωνικών διαλόγων ταινία του δεν κάνει άλλο από το να δείχνει... Δεν φλυαρεί άσκοπα. Με το λόγο εκφράζει ό,τι είναι αδύνατον να δείξει με εικόνες. Οι ηθοποιοί ενώ ταυτίζονται πλήρως με τους χαρακτήρες που ερμηνεύουν - οι οποίοι αιωρούνται ανάμεσα σε δύο χώρους, στην πραγματικότητα που ζουν και σε εκείνη την φαντασιακή που οραματίζονται καθένας για τους δικούς του λόγους - την ίδια στιγμή βγαίνουν έξω από τις φιγούρες τους. Βρίσκονται σε κίνηση παρά τη θέλησή τους, ωθούμενοι από διπλή επιθυμία, αφ' ενός να βρουν την δική τους εστία και αφ' ετέρου να διατηρούν αυτονομία και ανεξαρτησία... Ίσως εκεί εδράζεται η πηγή του αισθητικού στιλ του Πέτσολντ.
Ο Κρίστιαν Πέτσολντ επιβεβαιώνει ένα σωρό πληροφορίες για τα σοσιαλιστικά κεκτημένα στην DDR. Σύμφωνα με τον κεντρικό σχεδιασμό, ο μικρός εκείνος τόπος πρέπει να έχει νοσοκομείο επανδρωμένο πλήρως, με προσωπικό ικανό να αντιμετωπίσει όλες τις ανάγκες... Ένα παλιό ευρύχωρο οίκημα, διάδρομοι πεντακάθαροι - ελεύθεροι από ράντσα - ησυχία και ηρεμία... Γιατροί χωρίς στρες που διαθέτουν χρόνο - απαραίτητη προϋπόθεση για την ασφαλή και αξιοπρεπή άσκηση του λειτουργήματος και της επιστήμης τους. Βέβαια, τα νοσοκομειακά εργαστήρια, ιδιαίτερα εκείνο που στήθηκε με πρωτοβουλία του Αντρέ, έχουν ύφος ντεμοντέ - στο πνεύμα του γενικότερου περιβάλλοντος - για τα σοφιστικέ καπιταλιστικά γούστα. Γιατί εμάς μπορεί να μας κλείνουν τα νοσοκομεία, να μην έχουμε υλικοτεχνική υποδομή, να μην έχουμε γιατρούς, φάρμακα και καθαρίστριες, αλλά τα γούστα, γούστα...
Παίρνουμε επίσης πληροφόρηση για την πρακτική της δημόσιας προληπτικής ιατρικής, άγνωστο πράγμα για μας τους περήφανους ευρωενωσιακούς!!! Ενας έφηβος ασθενής, που οι γιατροί ανακάλυψαν τελικά ότι έκανε απόπειρα αυτοκτονίας λόγω ερωτικής απογοήτευσης, μάλλον θα χρειαστεί ψυχολογική υποστήριξη... «Πρέπει να ενημερώσουμε τις αρχές για την απόπειρα αυτοκτονίας του ανήλικου». Ακριβώς! Κι όταν χρειάζεται ένας καθηγητής χειρουργός, αυτό επιτυγχάνεται με ένα απλό τηλεφώνημα χωρίς γραφειοκρατικές χρονοτριβές...
Και ο προϊστάμενος της Μπάρμπαρα, ο γιατρός Αντρέ, βρίσκεται στον τόπο αυτόν με μετάθεση δυσμενή, γιατί πριν τρία χρόνια θεωρήθηκε υπεύθυνος για λάθος που κόστισε την τύφλωση δύο νεογνών σε θερμοκοιτίδα. Το νοσοκομείο όπου εργαζόταν τότε είχε αγοράσει (με συνάλλαγμα) καινούρια μηχανήματα από τη Νέα Ζηλανδία που συνοδεύονταν από 260 σελίδες οδηγίες χρήσεις στα αγγλικά. «Τιμωρημένος» ο Αντρέ, υποχρεούται να συντάσσει και τις εκθέσεις του νοσοκομείου προς την κεντρική διοίκηση, κάνει δηλαδή και γραμματειακή δουλειά... Σαν τελευταία πληροφορία για τη λαϊκή εξουσία στην DDR είναι ότι οι μεταθέσεις - τουλάχιστον - συνοδεύονται και με δωρεάν κατοικία. «Απαίσιο το διαμέρισμα που σου διέθεσαν - αλλά υπάρχει πιάνο...», λέει ο Αντρέ στην Μπάρμπαρα. Αυτό μήπως θυμίζει τίποτα από τις πάλαι ποτέ μεταθέσεις των δικών μας γιατρών; - διότι τώρα μόνο ανεργία ή αν βρεις μόνος σου κάποιο τόπο εξορίας. Ας απαντήσουν οι γιατροί...
Στην σύνθετης και πολλαπλών επιπέδων ανάγνωσης ταινία του Πέτσολντ όλα είναι αλληλένδετα, αλληλοεξαρτώμενα και αλληλοεπηρρεαζόμενα. «Τout setient». Η προοπτική σε αυτήν την αφήγηση - όπως και σε κάθε αφήγηση - ακόμη και αν / όταν αναφέρεται στο παρελθόν, διαπερνά το παρόν και το μέλλον. Μόνο με αυτόν τον τρόπο η αφήγηση κερδίζει το ενδιαφέρον του αποδέκτη. Ο Πέτσολντ με αξιοζήλευτη διαλεκτική οπτική βάζει στην πλάστιγγα τα χειροπιαστά, ουσιαστικά για την ανθρώπινη ζωή κεκτημένα του σοσιαλισμού - καλά και κακά - και από την άλλη το ιδεολόγημα της υπεροχής της Δύσης που συντίθεται από ομιχλώδεις αφηγήσεις με επίκεντρο πάντα υλικά δέλεαρ (τότε, γιατί σήμερα τελείωσαν κι αυτά) δίπλα σε βαρύγδουπες θεωρίες περί ατομικών ελευθεριών, όπου καμία «δυτική» STASI δεν καταδιώκει τους πολίτες... ΕΚΤΟΣ βέβαια αν οι πολίτες απαιτούν δουλειά, υγεία, παιδεία ...αν αντιστέκονται δηλαδή στη βαρβαρότητα του αστικού κράτους, του συστήματος εξουσίας των μεγαλοκεφαλαιούχων και των υπαλληλικών τους κυβερνήσεων.... Σωστά;
Θα πρέπει να αναφερθούμε και στο ρόλο/χαρακτήρα της νεαρής - ανήλικης - Στέλλα που το σκάει συνεχώς από το αναμορφωτήριο, από «τα σοσιαλιστικά στρατόπεδα εργασίας» όπως λέει η Μπάρμπαρα και ονειρεύεται να φύγει απ' αυτόν τον τόπο για να βρει την ευτυχία. Άτομο ιδιαίτερο, δύσκολο, που όντως χρειάζεται βοήθεια, αλλά, αν δεν θέλει, ας πάει να την βρει μόνη της, όπου επιθυμεί...
Το κλειδί της ανάγνωσης για την καταδίωξη της Μπάρμπαρα από την STASIβρίσκεται στη σωματική έρευνα, τύπος έρευνας που πραγματοποιείται σε ύποπτους αντικατασκοπείας, μια που τέτοια δράση ξένων πρακτόρων υπήρξε έντονη στην DDR. Τόσο ανίδεοι πια δεν ήταν να ψάχνουν το μάτσο τα εκατόμαρκα και τα εισιτήρια στα απόκρυφα σημεία της γιατρού...
Το απρόσμενο(;) τέλος της ταινίας όντως είναι άξιο ιδιαίτερης μνείας κι έρχεται να επιβεβαιώσει την υπόθεση εργασίας που προαναφέραμε. Γιατί και ο έρωτας, όσο μεγάλος κι αν είναι, αιωρείται εάν δεν στηρίζεται σε κοινές αποδοχές, κοινά οράματα και όχι υλικά...
Ντυμένη με κλασική μουσική, σαν ηχητική εσάνς από έναν μεγάλο πολιτισμό, η ταινία προκαλεί τη νόηση και τις αισθήσεις με την εφευρετική της σκηνοθεσία, την καταπράσινη καλοκαιρινή φρεσκάδα της και μια εκπληκτική Νίνα Χος στον πρωταγωνιστικό ρόλο... Επιμένουμε ότι το ηθικό δίδαγμα της ταινίας - ακόμα και χωρίς τη θέληση του δημιουργού της - βρίσκεται καταγραμμένο στο σελιλόιντ και συνοψίζεται στο ποιοι τελικά χάνουν και ποιοι κερδίζουν από την ήττα της σοσιαλιστικής υπόθεσης... Νομίζουμε ότι πρέπει να την δείτε και να την συζητήσετε!
Παίζουν: Νίνα Χος, Ρόναλντ Τσέρφελντ, Ράινερ Μποκ, Κριστίνα Χέκε, Κλάουντια Γκάισλερ, Καρολίν Χάουπτ κ.ά.
Παραγωγή: Γερμανία (2012).
ή από εδώ:
πηγη