11 Οκτ 2019

ΓΙΑ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΝ



Ήταν ο πρωθυπουργός που στις εξαγγελίες του από το βήμα της ΔΕΘ, κατά τα εγκαίνιά της, θεώρησε υποχρέωσή του να περιλάβει και τις νέες αποφάσεις της κυβέρνησης του  για το Μετρό της Θεσσαλονίκης σχετικά με τις αρχαιότητες στο σταθμό της Βενιζέλου. Δηλ.  την απόφαση για απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιολογικών ευρημάτων, που  περιλαμβάνουν το σταυροδρόμι του decumanus maximus και του  cardo μαζί με το δημόσια κτίρια που το περιβάλλουν.
Μια εκ νέου απόφαση από το παρελθόν,  ελλιπώς αιτιολογημένη και αυθαιρέτως ειλημμένη, πυροδότησε κυρίως στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης εδώ κι ένα μήνα αντιδράσεις κι αντιπαραθέσεις για τα αυτονόητα.  Με το μετρό να στοιχειώνει της ζωή  της πόλης πάνω από 13 χρόνια και τα διοικητικά όργανα των αρχαιολόγων να επιδίδονται σε πολιτικές πιρουέτες. Με πολιτικούς, αρχαιολόγους, δημάρχους, συλλόγους πολιτών κ.λ.π να παίρνουν θέση μάχης για ένα ζήτημα που θα έπρεπε το πολύ να είναι αντικείμενο διαφωνίας  μόνο η τεχνική του πτυχή, και όχι να χρησιμοποιείται αυτή  ως  πρόσχημα. Με Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ, σε εναλλασσόμενο ρόλο κυβέρνησης και αντιπολίτευσης αυτά τα περίπου εφτά χρόνια που προέκυψε το πρόβλημα, να  το αντιμετωπίζουν περισσότερο σαν ευκαιρία σε ένα περιφερειακό και έλασσον ζήτημα, να αναδείξουν τις διαφορές τους, ώστε να πείσουν πως δεν ταυτίζεται η πολιτική τους, φιλοδοξώντας τη διαιώνιση της εναλλαγής τους στην εξουσία.
Από τη μια ο Ν. Ταχιάος, που μετά την αποτυχία του να εκλεγεί δήμαρχος Θεσσαλονίκης το κόμμα του, που έγινε κυβέρνηση, τον  …τακτοποίησε στη θέση του προέδρου της Αττικό Μετρό Α.Ε,  σε συνεντεύξεις του παραδέχεται πως οι καθυστερήσεις θα οδηγήσουν σε έγερση απαιτήσεων από τους αναδόχους των έργων και αναγνωρίζει πως οι προδιαγραφές κόστος και χρόνος με την κατασκευή με τις αρχαιότητες in situ είναι «απολύτως αδύνατο να ακολουθηθούν». Μαζί και ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης,  Κ. Ζέρβας που την ειλημμένη απόφαση της κεντρικής εξουσίας προσπαθεί  να πείσει πως την δέχεται κριτικά μέσα από δημοκρατικό διάλογο.
Από την άλλη, κι ενώ ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων  με ανακοινώσεις του προσπαθεί να δείξει πως παρεμβαίνει δυναμικά επιχειρηματολογώντας και αποδεικνύοντας την αναγκαιότητα διατήρησης των αρχαιοτήτων in situ, πάντα ο ρόλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού  Συμβουλίου παραμένει διφορούμενος, προσπαθώντας να μην ξεφεύγει από τη γραμμή της εκάστοτε ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού.
Έτσι, το ΚΑΣ τον Ιανουάριο του 2013 γνωμοδότησε ομόφωνα υπέρ της έγκρισης της απόσπασης των αρχαιολογικών καταλοίπων του σταθμού Βενιζέλου, όταν επί υπουργού Τζαβάρα της κυβέρνησης Σαμαρά η πολιτική ηγεσία προέκρινε αυτή την απόφαση. Μετά από ενέργειες του δήμου Θεσσαλονίκης επί δημαρχίας Μπουτάρη για ακύρωση της απόφασης Τζαβάρα και προσφυγή στο ΣτΕ, στη νέα γνωμοδότηση το ΚΑΣ, μετά από ένα χρόνο με πλειοψηφία μιας ψήφου και αλλεπάλληλες ψηφοφορίες, υποστηρίζει την απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2015, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ,  σε νέα γνωμοδότησή του το ΚΑΣ συμφωνεί με την πολιτική ηγεσία για  κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων. Ενώ τον Ιανουάριο του 2017 ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση που εκπονήθηκε από την Αττικό Μετρό ΑΕ, που προβλέπει την παραμονή των αρχαιοτήτων κατά χώραν.
Κοντά εφτά χρόνια τώρα η διελκυστίνδα μεταξύ εκείνων που επιμένουν στην απόσπαση και  επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων και εκείνων που υποστηρίζουν την ανάδειξη in situ των αρχαιοτήτων δεν είναι παρά ο αντικατοπτρισμός υπαρκτών αντιπαραθέσεων και στην κοινωνία. Αυτές τις αντιπαραθέσεις που με τη  δήλωση του ο Α. Γεωργιάδης για την επένδυση στο Ελληνικό, πως είναι κάτι αντίστοιχο με τον Παρθενώνα, κι ας γίνεται αντικείμενο ειρωνειών, κατάφερε να  συμπυκνώσει σε μια χοντροκομμένη μεταφορά, προκρίνοντας την κυρίαρχη αντίληψη για κερδοφορία του κεφαλαίου.
Αυτή την αντίληψη, άμεσης κερδοφορίας των εταιρικών κεφαλαίων, ενστερνίζονται στο ζήτημα του Μετρό  οι  υποστηρικτές της πρώτης λύσης, κυβέρνηση Μητσοτάκη, Αττικό Μετρό ΑΕ.  Εμφανίζονται να ενδιαφέρονται για την επίσπευση του έργου και κυρίως για το κόστος, και ο Ν. Ταχιάος στο κόστος αναφέρεται, και ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών Κ. Καραμανλής (ο τρίτος;) που προσπαθώντας να πετύχει μια ισορροπία δηλώνει «Να σεβαστούμε τα αρχαία, αλλά να μην πηγαίνουμε σε μια διαδικασία απίστευτων υπερβολών». Την ίδια στιγμή όμως αποσιωπάται το ποσό των αποζημιώσεων που  θα διεκδικήσει η ανάδοχος εταιρεία λόγω των καθυστερήσεων του έργου.
Κι από την άλλη οι υποστηρικτές της δεύτερης λύσης, Σύλλογος Αρχαιολόγων, Κίνηση πολιτών υπό του πρώην δημάρχου Γ. Μπουτάρη, επιστρατεύουν επιχειρήματα για να αναδείξουν την προοπτική του δημόσιου συμφέροντος με τη  διατήρηση και ανάδειξη των αρχαιολογικών ευρημάτων στο χώρο τους προς όφελος της ιστορίας μας, του πολιτισμού  μας αλλά και της αναπτυξιακής πορείας της σύγχρονης πόλης, σαν πόλος έλξης τουριστών. Τα αρχαιολογικά αντικείμενα μετατρέπονται σε σύμβολα που με τη σειρά τους φορτίζονται με συναρπαστικά συναισθήματα. Μια προσπάθεια εξισορρόπησης ανάμεσα στο παρελθόν, που η αρχαιολογία και η ιστορική καταγραφή βοήθησε στην ιστορική κατασκευή εθνικών ταυτοτήτων, στην οικοδόμηση και κατασκευή του εθνικού κράτους και στην ιδεολογική νομιμοποίησή του,  και στο μέλλον που τα αρχαιολογικά ευρήματα με τη μετατροπή τους σε ελκυστικά εμπορικά προϊόντα δημιουργούν ευκαιρίες για επένδυση και παραγωγή κέρδους. Οι αρχαιολογικοί χώροι γίνονται χώροι μνήμης όπου διαφορετικές προσεγγίσεις, ερμηνείες, απόψεις δεν είναι ανεξάρτητες από πολιτικές εμπλοκές.
Δεν είναι λοιπόν γενικά ο πολιτισμός ένας πρωταρχικός χώρος για πολιτικές συγκρούσεις, αλλά η πολιτική, με την ευρεία έννοια,  σύγκρουση βρίσκεται στον πυρήνα οποιασδήποτε προσπάθειας αντιμετώπισης της πολιτιστικής κληρονομιάς στην πράξη. Γι’ αυτό οι αρχαιολόγοι, οι πολιτιστικές κινήσεις κλπ.   δεν μπορούν να τοποθετηθούν πάνω και πέρα ​​από τη διαδικασία  αυτών των συγκρούσεων, αφού  οι ενέργειές τους είναι πολιτικές, καθορίζοντας  τι είναι σημαντικό, σε ποια αντικείμενα και ποιες αξίες πρέπει να δοθεί προτεραιότητα.

Θεραπευτικές Κοινότητες με ... Business Plan


Με αφορμή τις εξελίξεις γύρω από το ΚΕΘΕΑ, αποκτούν επικαιρότητα ορισμένα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο πρόσφατο 17ο Συνέδριο Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Θεραπευτικών Κοινοτήτων στη Θεσσαλονίκη και επιβεβαιώνουν τον στραγγαλισμό της πρόληψης και των προγραμμάτων απεξάρτησης από όλες διαχρονικά τις κυβερνήσεις, στο όνομα μιας λιγότερο «κοστοβόρας» διαχείρισης του προβλήματος, που το σύστημα προσεγγίζει με λογικές «μείωσης της βλάβης».
Μόνο στα πρώτα χρόνια της κρίσης (2009 - 2011) τα κρατικά κονδύλια για τις δομές πρόληψης και απεξάρτησης μειώθηκαν κατά 35% και έκτοτε το ΚΕΘΕΑ έχασε πάνω από 100 εργαζόμενους, με σοβαρές συνέπειες στη λειτουργία του. Κι όλα αυτά την περίοδο της κρίσης, όπου τα αδιέξοδα μεγάλωσαν για μεγάλο μέρος του πληθυσμού και μαζί οι κάθε είδους εξαρτήσεις.
Απόλυτα σχετική με τα παραπάνω είναι και η διάσταση της εργασίας, ως πλευρά της απεξάρτησης, καθώς πολλοί επιστήμονες την αναγνωρίζουν ως «ακρογωνιαίο λίθο» της θεραπείας, που βοηθά στην ομαλότερη επανένταξη και συμβάλλει ως προστατευτικός παράγοντας στη διατήρηση των θεραπευτικών αποτελεσμάτων.
Σε αυτήν την κατεύθυνση ιδρύθηκαν το 1983 οι «παραγωγικές μονάδες» του ΚΕΘΕΑ «ΙΘΑΚΗ» ως μέρος της θεραπείας, σε στοχευμένους τομείς, όπως η ξυλουργία, η κεραμική και η γεωργία. Ακολούθησε το ιδιόκτητο τυπογραφείο που λειτουργεί στη Θεσσαλονίκη από το 1989 και απασχολεί σήμερα 23 μόνιμους εργαζόμενους (το 1/3 είναι απόφοιτοι θεραπευτικών προγραμμάτων), με δυνατότητα εκπαίδευσης 6 μαθητευόμενων.
* * *
Οι μονάδες αυτές συμβάλλουν σημαντικά στη στήριξη του ΚΕΘΕΑ. Τα τελευταία χρόνια, όμως, με δεδομένη την υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση των Θεραπευτικών Κοινοτήτων, τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αξιοποιούνται ως όχημα από το κράτος για την προώθηση της «κοινωνικής επιχειρηματικότητας», η οποία, σύμφωνα με εκπρόσωπο του υπουργείου Υγείας που μίλησε στο συνέδριο, πρέπει να αποτελέσει «το επόμενο βήμα των Θεραπευτικών Κοινοτήτων».
Συγκεκριμένα, ζήτησε τα προγράμματα απεξάρτησης να κάνουν στροφή σε πρωτοβουλίες ΚΟΙΝΣΕΠ και ΚΟΙΣΕΝ (Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί Ενταξης ειδικά για απεξαρτημένους), για την εργασιακή αποκατάσταση των πρώην εξαρτημένων ατόμων, αναπτύσσοντας το «επιχειρείν με κοινωνική αξία (...) σε ένα περιβάλλον που ακυρώνεται η μισθωτή εργασία και επικρατούν ευλύγιστες μορφές». Πρόσθεσε μάλιστα ότι μια τέτοια λειτουργία των θεραπευτικών προγραμμάτων θα μπορούσε να βοηθήσει την οικονομία της χώρας και «να συμβάλει σε αλλαγή αναπτυξιακού παραδείγματος, εμπλουτισμένου με δημοκρατικές αρχές, καθιστώντας έναν τρίτο δρόμο μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα».
Τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι καινούργια. Τα ακούσαμε τα προηγούμενα χρόνια από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και περιέχονται στις Οδηγίες της ΕΕ. Εκεί όπου οι ΚΟΙΣΕΝ παρουσιάζονται ως «μορφώματα τα οποία χαρακτηρίζονται από ισορροπία επιχειρηματικών αξιών και θεραπείας με παράλληλη συμβολή και στην οικονομική ανάπτυξη, όπου δίνεται έμφαση όχι στο κέρδος αλλά στη θεραπεία και την κοινωνική προσφορά».
* * *
Η πραγματικότητα όμως είναι τελείως διαφορετική. Τη μετέφεραν στο συνέδριο οι υπεύθυνοι διαφόρων παραγωγικών μονάδων που λειτουργούν στο πλαίσιο προγραμμάτων απεξάρτησης. Οπως το ΠΕΘΕΑ «ΑΡΓΩ», που εδώ κι έναν χρόνο λειτουργεί ΚΟΙΝΣΕΠ ένταξης, στην οποία, αν και ο στόχος είναι να υπερτερεί «ο κοινωνικός σκοπός του οικονομικού», αντικειμενικά, βασικό ζήτημα είναι η εξασφάλιση της βιωσιμότητας της επιχείρησης. Οπως ειπώθηκε, μάλιστα, στο πρόγραμμα βασικός στόχος είναι η θεραπεία, ενώ στην ΚΟΙΝΣΕΠ το κέρδος και η βιωσιμότητά της.
Αλλά και οι εκπρόσωποι των παραγωγικών μονάδων και του τυπογραφείου του ΚΕΘΕΑ «ΙΘΑΚΗ», που δεν είναι (ακόμα) επιχειρήσεις τύπου ΚΟΙΣΕΝ, πλειοδότησαν στην άποψη ότι «ακόμα και η κοινωνική επιχειρηματικότητα είναι επιχειρηματικότητα», αφού οι ΚΟΙΣΕΝ λειτουργούν «απόλυτα με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια (...) Πρώτη στόχευση είναι η κερδοφορία, και βιωσιμότητα (...) Πρώτα μπαίνει η φιλοσοφία της αγοράς, η ανταγωνιστικότητα και μετά το κοινωνικό έργο».
Η υποχρηματοδότηση επομένως της απεξάρτησης και η μετατροπή της ολοένα και περισσότερο σε ατομική υπόθεση αντανακλάται και στη λειτουργία των διαφόρων παραγωγικών μονάδων, οι οποίες χάνουν τον θεραπευτικό τους χαρακτήρα και την όποια δυνατότητα έχουν να προετοιμάζουν την κοινωνική επανένταξη των εξαρτημένων, μετατρέποντάς τους σε «μετόχους» «κοινωνικών επιχειρήσεων», εκτεθειμένους στον ανταγωνισμό της καπιταλιστικής αγοράς και στο άγχος της επιβίωσης, αλλά και της ανεργίας, αν τελικά η επιχείρηση δεν μπορέσει να καταστεί «βιώσιμη».
* * *
Καθόλου τυχαία, οι ΚΟΙΣΕΝ παρουσιάζονται ως «διέξοδος» για την επαγγελματική αποκατάσταση των απεξαρτημένων στον «στρατηγικό σχεδιασμό για την αντιμετώπιση των εξαρτήσεων», που συνέταξε πριν από έναν χρόνο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Το σχέδιο διαφημίζει τη δυνατότητα δημιουργίας τέτοιων «κοινωνικών επιχειρήσεων» και προβλέπει διάφορες «ευνοϊκές» ρυθμίσεις για τη στήριξη της εμπορικής τους δραστηριότητας, προκειμένου να χρυσώσει το χάπι για τη μετακύλιση στους ίδιους τους απεξαρτημένους της ευθύνης για την κοινωνική τους επανένταξη.
Αντί για μόνιμη και σταθερή δουλειά, που θα ανοίγει το δρόμο της ομαλής επανένταξης και θα θωρακίζει τους απεξαρτημένους από πισωγυρίσματα, το κράτος τούς καλεί να γίνουν ...επιχειρηματίες και να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους στον σκληρό ανταγωνισμό της καπιταλιστικής αγοράς. Για να προχωρήσουν μάλιστα αλλαγές προς αυτήν την κατεύθυνση, είναι φανερό πως στα προγράμματα απεξάρτησης χρειάζονται διοικήσεις πλήρως εναρμονισμένες με τους αντιδραστικούς σχεδιασμούς του κράτους, όπως αυτοί διαμορφώνονται με τους νόμους όλων των κυβερνήσεων και τις Οδηγίες της ΕΕ.
Απ' αυτήν τη σκοπιά, δεν προκαλεί έκπληξη η πρεμούρα της κυβέρνησης να καταργήσει με ΠΝΠ το αυτοδιοίκητο του ΚΕΘΕΑ, προκαλώντας κύμα αντιδράσεων, πρώτα απ' όλα από τους εργαζόμενους, όσους παλεύουν για την απεξάρτησή τους και βέβαια τους γονείς τους...

Δ. Μ.

Καμία αναμονή!




Το κατάπτυστο πολυνομοσχέδιο - «σκούπα» σε Συλλογικές Συμβάσεις και συνδικαλιστική δράση, που μπαίνει σήμερα για συζήτηση στις Επιτροπές της Βουλής, δίνει μια καλή εικόνα για το τι εννοεί η κυβέρνηση της ΝΔ με τα περί «ανάπτυξης για όλους».
Με θράσος, κάνοντας το μαύρο άσπρο, τα κυβερνητικά στελέχη παρουσιάζουν ως «φιλεργατικά» τα μέτρα, που στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας» των επιχειρηματικών ομίλων οδηγούν επί της ουσίας στην κατάργηση των κλαδικών ΣΣΕ, βάζουν νέους περιορισμούς στην προσφυγή των εργαζομένων στον ΟΜΕΔ και ακόμα περισσότερα εμπόδια στο δικαίωμα στην απεργία, συνολικότερα στη συλλογική οργάνωση και δράση των εργαζομένων.
Είναι η ίδια καπιταλιστική ανάπτυξη που ο ΣΥΡΙΖΑ ονόμαζε «δίκαιη ανάπτυξη» γι' αυτό άλλωστε η ΝΔ πατάει πάνω στην πολιτική υπονόμευσης των ΣΣΕ και περιορισμού του δικαιώματος στην απεργία που εφάρμοσε η προηγούμενη κυβέρνηση.
Στην πραγματικότητα και τα μέτρα αυτά επιβεβαιώνουν ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει ως βασική προϋπόθεση το παραπέρα τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων, την ένταση της εκμετάλλευσης στα γκέτο της εργοδοσίας, την υπονόμευση συνολικά των εργατικών - λαϊκών αναγκών για τα κέρδη του κεφαλαίου.
Το ίδιο άλλωστε «φωνάζει» και το «άλλο μισό» του λεγόμενου «αναπτυξιακού» πολυνομοσχεδίου με τις δεκάδες απίθανες φοροαπαλλαγές, διευκολύνσεις και προνόμια για τους επιχειρηματικούς ομίλους, όπως και συνολικά ο κυβερνητικός προγραμματισμός που παρουσιάστηκε προχτές από τον πρωθυπουργό, για το διάστημα έως το τέλος του χρόνου.
Αυτό αποτυπώνεται και στα σχέδια της κυβέρνησης, πατώντας πάνω στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που δεν αγγίζουν τον αντιδραστικό χαρακτήρα όλων των παρεμβάσεων των τριών μνημονίων, των κατευθύνσεων της ΕΕ, των στόχων ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ για μεγαλύτερη απαλλαγή του κεφαλαίου και του κράτους από το «κόστος» της Κοινωνικής Ασφάλισης, να προχωρήσει στην επόμενη φάση το προμελετημένο έγκλημα της ιδιωτικοποίησής της από εκεί που το άφησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Οπως βέβαια συνοψίζεται και στο προσχέδιο του προϋπολογισμού που δημοσιεύτηκε τις προηγούμενες μέρες και δείχνει ότι ο λαός, παρά τη «φιλότιμη» προσπάθεια της ΝΔ να παρουσιάσει ως ανακούφιση των λαϊκών στρωμάτων την «αποθέωση» της λογικής «ένα σου δίνω, δέκα σου παίρνω», θα συνεχίζει να ματώνει για τα «πλεονάσματα» του κεφαλαίου πληρώνοντας επιπλέον 800 εκατομμύρια τη νέα χρονιά, να στερείται ακόμα και στοιχειώδεις παροχές σε Υγεία, Πρόνοια, Παιδεία και υποδομές για τις ανάγκες του, να φορτώνεται το 95% της φορολογίας για να απολαμβάνουν νέες φοροαπαλλαγές, εισφοροαπαλλαγές και «αναπτυξιακά κίνητρα» οι επιχειρηματικοί όμιλοι.
Αν κάτι επιβεβαιώνεται από όλα αυτά είναι, λοιπόν, πως τίποτα δεν έχει πραγματικά να προσδοκά ο λαός από την ανάπτυξη για λογαριασμό του κεφαλαίου που υπηρετούν κυβέρνηση, ΣΥΡΙΖΑ, τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, όπως βέβαια και οι δυνάμεις του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού.
Χωρίς αναμονή, πατώντας πάνω στην πείρα των δύο πετυχημένων απεργιακών μαχών του προηγούμενου διαστήματος που αποκάλυψαν και τσαλάκωσαν τα σχέδια εργοδοσίας και κυβέρνησης, με τη δύναμη της συλλογικής οργάνωσης και πάλης, το «όπλο» αυτό που φοβούνται και γι' αυτό θέλουν να τους το πάρουν από τα χέρια, οι εργαζόμενοι και τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα μπορούν να δώσουν μαχητική απάντηση στους σχεδιασμούς τους. Να βάλουν μπροστά τις δικές τους ανάγκες για ζωή και δουλειά με δικαιώματα, να περάσουν στην αντεπίθεση απέναντι σε κεφάλαιο και κυβερνήσεις για την ικανοποίησή τους.

TOP READ