Ήταν ο πρωθυπουργός που στις εξαγγελίες του από το βήμα της
ΔΕΘ, κατά τα εγκαίνιά της, θεώρησε υποχρέωσή του να περιλάβει και τις νέες
αποφάσεις της κυβέρνησης του για το Μετρό
της Θεσσαλονίκης σχετικά με τις αρχαιότητες στο σταθμό της Βενιζέλου. Δηλ. την απόφαση για απόσπαση και επανατοποθέτηση
των αρχαιολογικών ευρημάτων, που περιλαμβάνουν
το σταυροδρόμι του decumanus maximus και του cardo μαζί με το δημόσια
κτίρια που το περιβάλλουν.
Μια εκ νέου απόφαση από το παρελθόν,
ελλιπώς αιτιολογημένη και αυθαιρέτως
ειλημμένη, πυροδότησε κυρίως στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης εδώ κι ένα μήνα
αντιδράσεις κι αντιπαραθέσεις για τα αυτονόητα.
Με το μετρό να στοιχειώνει της ζωή
της πόλης πάνω από 13 χρόνια και τα διοικητικά όργανα των αρχαιολόγων να
επιδίδονται σε πολιτικές πιρουέτες. Με πολιτικούς, αρχαιολόγους, δημάρχους,
συλλόγους πολιτών κ.λ.π να παίρνουν θέση μάχης για ένα ζήτημα που θα έπρεπε το
πολύ να είναι αντικείμενο διαφωνίας μόνο
η τεχνική του πτυχή, και όχι να χρησιμοποιείται αυτή ως
πρόσχημα. Με Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ, σε εναλλασσόμενο ρόλο κυβέρνησης
και αντιπολίτευσης αυτά τα περίπου εφτά χρόνια που προέκυψε το πρόβλημα,
να το αντιμετωπίζουν περισσότερο σαν
ευκαιρία σε ένα περιφερειακό και έλασσον ζήτημα, να αναδείξουν τις διαφορές
τους, ώστε να πείσουν πως δεν ταυτίζεται η πολιτική τους, φιλοδοξώντας τη
διαιώνιση της εναλλαγής τους στην εξουσία.
Από τη μια ο Ν. Ταχιάος, που μετά
την αποτυχία του να εκλεγεί δήμαρχος Θεσσαλονίκης το κόμμα του, που έγινε
κυβέρνηση, τον …τακτοποίησε στη θέση του
προέδρου της Αττικό Μετρό Α.Ε, σε
συνεντεύξεις του παραδέχεται πως οι καθυστερήσεις θα οδηγήσουν σε έγερση
απαιτήσεων από τους αναδόχους των έργων και αναγνωρίζει πως οι προδιαγραφές
κόστος και χρόνος με την κατασκευή με τις αρχαιότητες in situ είναι «απολύτως αδύνατο
να ακολουθηθούν». Μαζί και ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Κ. Ζέρβας που την ειλημμένη απόφαση της κεντρικής
εξουσίας προσπαθεί να πείσει πως την
δέχεται κριτικά μέσα από δημοκρατικό διάλογο.
Από την άλλη, κι ενώ ο Σύλλογος
Ελλήνων Αρχαιολόγων με ανακοινώσεις του προσπαθεί
να δείξει πως παρεμβαίνει δυναμικά επιχειρηματολογώντας και αποδεικνύοντας την
αναγκαιότητα διατήρησης των αρχαιοτήτων in situ, πάντα ο ρόλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου παραμένει διφορούμενος,
προσπαθώντας να μην ξεφεύγει από τη γραμμή της εκάστοτε ηγεσίας του υπουργείου
Πολιτισμού.
Έτσι, το ΚΑΣ τον Ιανουάριο του
2013 γνωμοδότησε ομόφωνα υπέρ της έγκρισης της απόσπασης των αρχαιολογικών
καταλοίπων του σταθμού Βενιζέλου, όταν επί υπουργού Τζαβάρα της κυβέρνησης
Σαμαρά η πολιτική ηγεσία προέκρινε αυτή την απόφαση. Μετά από ενέργειες του
δήμου Θεσσαλονίκης επί δημαρχίας Μπουτάρη για ακύρωση της απόφασης Τζαβάρα και
προσφυγή στο ΣτΕ, στη νέα γνωμοδότηση το ΚΑΣ, μετά από ένα χρόνο με πλειοψηφία
μιας ψήφου και αλλεπάλληλες ψηφοφορίες, υποστηρίζει την απόσπαση και
επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2015, με κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ, σε νέα γνωμοδότησή του το ΚΑΣ συμφωνεί
με την πολιτική ηγεσία για κατά χώραν
διατήρηση των αρχαιοτήτων. Ενώ τον Ιανουάριο του 2017
ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση που εκπονήθηκε από την Αττικό Μετρό ΑΕ, που
προβλέπει την παραμονή των αρχαιοτήτων κατά χώραν.
Κοντά εφτά χρόνια τώρα η
διελκυστίνδα μεταξύ εκείνων που επιμένουν στην απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων και εκείνων
που υποστηρίζουν την ανάδειξη in situ
των αρχαιοτήτων δεν είναι παρά ο αντικατοπτρισμός υπαρκτών αντιπαραθέσεων και
στην κοινωνία. Αυτές τις αντιπαραθέσεις που με τη δήλωση του ο Α. Γεωργιάδης για την επένδυση
στο Ελληνικό, πως είναι κάτι αντίστοιχο με τον Παρθενώνα, κι ας γίνεται
αντικείμενο ειρωνειών, κατάφερε να συμπυκνώσει
σε μια χοντροκομμένη μεταφορά, προκρίνοντας την κυρίαρχη αντίληψη για
κερδοφορία του κεφαλαίου.
Αυτή την αντίληψη, άμεσης κερδοφορίας
των εταιρικών κεφαλαίων, ενστερνίζονται στο ζήτημα του Μετρό οι υποστηρικτές της πρώτης λύσης, κυβέρνηση
Μητσοτάκη, Αττικό Μετρό ΑΕ. Εμφανίζονται
να ενδιαφέρονται για την επίσπευση του έργου και κυρίως για το κόστος, και ο Ν.
Ταχιάος στο κόστος αναφέρεται, και ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών Κ.
Καραμανλής (ο τρίτος;) που προσπαθώντας να πετύχει μια ισορροπία δηλώνει «Να
σεβαστούμε τα αρχαία, αλλά να μην πηγαίνουμε σε μια διαδικασία απίστευτων
υπερβολών». Την ίδια στιγμή όμως αποσιωπάται το ποσό των αποζημιώσεων που θα διεκδικήσει η ανάδοχος εταιρεία λόγω των
καθυστερήσεων του έργου.
Κι από την άλλη οι υποστηρικτές της
δεύτερης λύσης, Σύλλογος Αρχαιολόγων, Κίνηση πολιτών υπό του πρώην δημάρχου Γ.
Μπουτάρη, επιστρατεύουν επιχειρήματα για να αναδείξουν την προοπτική του
δημόσιου συμφέροντος με τη διατήρηση και
ανάδειξη των αρχαιολογικών ευρημάτων στο χώρο τους προς όφελος της ιστορίας μας,
του πολιτισμού μας αλλά και της αναπτυξιακής
πορείας της σύγχρονης πόλης, σαν πόλος έλξης τουριστών. Τα αρχαιολογικά
αντικείμενα μετατρέπονται σε σύμβολα που με τη σειρά τους φορτίζονται με συναρπαστικά
συναισθήματα. Μια προσπάθεια εξισορρόπησης ανάμεσα στο παρελθόν, που η αρχαιολογία
και η ιστορική καταγραφή βοήθησε στην ιστορική κατασκευή εθνικών ταυτοτήτων,
στην οικοδόμηση και κατασκευή του εθνικού κράτους και στην ιδεολογική
νομιμοποίησή του, και στο μέλλον που τα
αρχαιολογικά ευρήματα με τη μετατροπή τους σε ελκυστικά εμπορικά προϊόντα
δημιουργούν ευκαιρίες για επένδυση και παραγωγή κέρδους. Οι αρχαιολογικοί χώροι
γίνονται χώροι μνήμης όπου διαφορετικές προσεγγίσεις, ερμηνείες, απόψεις δεν
είναι ανεξάρτητες από πολιτικές εμπλοκές.
Δεν είναι λοιπόν γενικά ο
πολιτισμός ένας πρωταρχικός χώρος για πολιτικές συγκρούσεις, αλλά η πολιτική,
με την ευρεία έννοια, σύγκρουση
βρίσκεται στον πυρήνα οποιασδήποτε προσπάθειας αντιμετώπισης της πολιτιστικής
κληρονομιάς στην πράξη. Γι’ αυτό οι αρχαιολόγοι, οι πολιτιστικές κινήσεις κλπ. δεν
μπορούν να τοποθετηθούν πάνω και πέρα από τη διαδικασία αυτών των συγκρούσεων, αφού οι ενέργειές τους είναι πολιτικές, καθορίζοντας
τι είναι σημαντικό, σε ποια αντικείμενα και
ποιες αξίες πρέπει να δοθεί προτεραιότητα.