«Ψήνοντας»
το διάλογο που είναι ήδη στα σκαριά και προκειμένου να προετοιμάσουν το
έδαφος, η κυβέρνηση και τα επιτελεία της, αξιοποιώντας τη συναίνεση και
των άλλων αστικών κομμάτων, χαράσσουν ψεύτικες διαχωριστικές γραμμές
ανάμεσα σ' αυτούς που θέλουν το διάλογο και τη συμφωνία και εκείνους που
είτε προτιμούν να συντηρούνται οι εκκρεμότητες στα Ελληνοτουρκικά, είτε
προτείνουν αυτές να λυθούν με σύγκρουση.
Τόσο το ένα, όσο και το
άλλο είναι κάλπικα διλήμματα για τον λαό, που θέλει να ζει ειρηνικά με
τους γείτονές του, να αναπτύσσει σχέσεις αμοιβαίου οφέλους, με
αλληλοσεβασμό στα κυριαρχικά δικαιώματα. Ακριβώς γι' αυτό χρειάζεται να
παλεύει ενάντια σε οποιαδήποτε συμφωνία υπαγορεύεται από τους
αμερικανοΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς και αποτελεί συμβιβασμό για τα συμφέροντα
της αστικής τάξης και όχι τα δικά του.
Η συμφωνία που συζητιέται
στο πλαίσιο των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ ανάμεσα στις κυβερνήσεις Ελλάδας και
Τουρκίας, δεν έχει για κριτήριο τις ανάγκες και τα συμφέροντα των δύο
λαών. Βασικό κριτήριο είναι να αποκατασταθεί η συνοχή στη νοτιοανατολική
πτέρυγα του ΝΑΤΟ και να διαμορφωθούν προϋποθέσεις ανεμπόδιστης
συνεκμετάλλευσης των ενεργειακών κοιτασμάτων από μεγάλους μονοπωλιακούς
ομίλους, με τη συμμετοχή και των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας.
Είναι
βέβαιο όμως ότι αυτή η συμφωνία δημιουργεί «εν τη γενέσει της» το
υπόβαθρό για νέους, ακόμα πιο οξυμένους ανταγωνισμούς, που μπορούν
σωρρευτικά να οδηγήσουν σε πολεμικές συγκρούσεις. Αλλωστε, καμιά
συμφωνία στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού δεν υπογράφεται σε λευκή κόλλα.
Ακόμα και οι πιο «ανώδυνες», αυτές που κατατάσσονται στην «ήπια
διπλωματία», αποτυπώνουν συσχετισμούς και ανταγωνισμούς, σχέδια και
επιδιώξεις που καμιά σχέση δεν έχουν με τα λαϊκά συμφέροντα.
Για
παράδειγμα, η Τουρκία έχει υπογράψει συμφωνίες με πολλά κράτη των
Βαλκανίων, όπου το μουσουλμανικό στοιχείο είναι έντονο, για την
ανοικοδόμηση κατεστραμμένων τζαμιών, την παραπέρα ανάπτυξη των
θρησκευτικών, πολιτιστικών και εκπαιδευτικών σχέσεων.
Πιστεύει
κανείς ότι οι συμφωνίες αυτές είναι άσχετες με την προσπάθεια της
Τουρκίας να ενισχύσει τα ερείσματά της στην περιοχή και από καλύτερες
θέσεις να διαπραγματευτεί τα συμφέροντά της με άλλες ανταγωνιστικές
δυνάμεις, όπως η ΕΕ, η Ρωσία και η Κίνα, που επίσης αναπτύσσουν πλούσια
παρέμβαση στην περιοχή;
Ανάλογο παράδειγμα αποτελεί η Συμφωνία των
Πρεσπών, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε ως «διευθέτηση» μιας πολύχρονης
εκκρεμότητας, που θα φέρει πιο κοντά τους λαούς των δύο χωρών. Ηταν όμως
μια συμφωνία που έγινε με αποκλειστικό σκοπό να ενσωματωθεί η Β.
Μακεδονία στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, ώστε να δυναμώσουν τα αναχώματα στη
ρωσική κυρίως επιρροή στα Δυτ. Βαλκάνια. Γι' αυτό άλλωστε - καθ'
ομολογία Ζάεφ - την «έτρεξε» και η κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία κατά τα
άλλα διαφωνούσε και ενίσχυε τις εθνικιστικές φωνές σε βάρος της.
Το ίδιο επικίνδυνη δεν είναι και η Συμφωνία ΕΕ - Τουρκίας για το Μεταναστευτικό, που φτιάχνει κολαστήρια τύπου Μόριας;
Τα
παραδείγματα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς είναι πολλά και
φανερώνουν ότι δεν υπάρχουν ταξικά και γεωπολιτικά ουδέτερες συμφωνίες.
Πόσο μάλλον αυτές που «ρυθμίζουν» ζητήματα που βρίσκονται στην καρδιά
των ανταγωνισμών ανάμεσα στα ισχυρότερα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Τέτοιο
ζήτημα είναι τα Ελληνοτουρκικά και σ' αυτήν ακριβώς τη βάση
διαμορφώνεται η «λύση» της συνεκμετάλλευσης, κάτω από την ευρωατλαντική
ομπρέλα.
Το πραγματικό δίλημμα επομένως δεν είναι αυτό που
προσπαθούν να υπαγορεύσουν η αστική τάξη, τα κόμματα και τα επιτελεία
της στον λαό. Το πραγματικό δίλημμα για τον λαό είναι: Θα συνεχίσει η
χώρα μας να αποτελεί «μεντεσέ» στα αμερικανοΝΑΤΟικά σχέδια και στην
περιοχή, για τα συμφέροντα της αστικής τάξης, μετατρέποντας ολόκληρη την
επικράτεια σε πολεμικό ορμητήριο και σε πεδίο ανταγωνισμού ισχυρών
γεωπολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων, που απειλούν τα κυριαρχικά
δικαιώματα, μετατρέπουν σε στόχο και βάζουν σε κίνδυνο τον λαό;
`Η
θα διεκδικήσει ο λαός την απεμπλοκή από αυτά τα θανάσιμα σχέδια και
τους ανταγωνισμούς, την αποδέσμευση από το ΝΑΤΟ, την ΕΕ και τις άλλες
συμμαχίες του κεφαλαίου, παλεύοντας για την ανατροπή της καπιταλιστικής
εξουσίας, ώστε με τη «σημαία» της δικής του εργατικής εξουσίας να
διαμορφώσει πραγματικά ειρηνικές σχέσεις και συμφωνίες αμοιβαίου οφέλους
με τους άλλους λαούς και τα κράτη της περιοχής;
Ο πρώτος δρόμος
δοκιμάστηκε. Είναι αυτός που μας έφερε ως εδώ. Ο άλλος είναι αυτός που
αξίζει να βαδίσει ο λαός, με εμπιστοσύνη στην ανίκητη δύναμή του!