«Η χώρα είναι θωρακισμένη απέναντι στον
κορονοϊό». Αυτό είναι το μήνυμα που προσπαθεί να μεταδώσει η κυβέρνηση
τις τελευταίες μέρες για να καθησυχάσει τους πολίτες, ενώ παράλληλα
επιχειρεί να πείσει πως το δημόσιο σύστημα υγείας είναι καλά οργανωμένο
για να αντιμετωπίσει τα κρούσματα που θα εμφανιστούν.
Για να μην έχουμε ψευδαισθήσεις και να μην νομίζουμε πως το σύστημα δημόσιας υγείας της χώρας μας μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε μια καλοκουρδισμένη μηχανή, σταματώντας να λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και όρους κόστους – οφέλους, σταχυολογούμε ενδεικτικά τις παρακάτω ειδήσεις:
— Στις 17 Ιανουαρίου του 2016, η Καθημερινή έγραφε σε ρεπορτάζ της πως υπάρχει «μεγάλη αγωνία για ένα κρεβάτι στην εντατική. Τα στοιχεία των γιατρών λένε πως ένας ασθενής που μπαίνει στην εντατική έχει 23% πιθανότητες να πεθάνει. Ένας ασθενής που χρειάζεται να μπει αλλά δεν υπάρχει γι’ αυτόν κρεβάτι, έχει 46% πιθανότητες να χαθεί. Κάθε βράδυ υπάρχουν πάνω από 50 άνθρωποι στα νοσοκομεία της Αθήνας που διεκδικούν το δικαίωμα να παλέψουν για τη ζωή τους, αλλά περνούν τη νύχτα στον διάδρομο, σε κάποιο δωμάτιο ή σε κάποιο ράντζο».
— Στις 28 Ιανουαρίου του 2016, το Έθνος ανέφερε πως παρατηρούνται «σκηνές σοκ στα νοσοκομεία» και μετέφερε την εμπειρία ενός ειδικευόμενου, που τόνιζε: «Όταν εφημερεύουμε, τα επείγοντα είναι σαν εργοτάξιο. Η διάταξη και η πυκνότητα των κρεβατιών θυμίζουν τέτρις. Μπορεί να χρειάζεται επείγουσα βοήθεια ένας ασθενής στο βάθος και να δυσκολεύεσαι να περάσεις από τον ελάχιστο διάδρομο. Ο ασθενής με ανακοπή καταρρέει και του κάνεις μαλάξεις δίπλα σε έναν άλλον με ίωση».
— Την 1η Ιανουαρίου του 2017, ο Guardian έγραφε για «διάλυση της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα», αναφέροντας συγκεκριμένα πως «πεθαίνουν ασθενείς που θα μπορούσαν να μείνουν ζωντανοί».
— Στις 17 Ιανουαρίου του 2017, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ) επισήμαινε ότι «τα δημόσια νοσοκομεία εμφανίζουν εικόνες νοσοκομείων που βρίσκονται σε εμπόλεμες ζώνες».
Προτιμήσαμε να μην χρησιμοποιήσουμε πιο πρόσφατες αναφορές, για να δείξουμε πως η συρρίκνωση της δημόσιας υγείας υπήρξε διαχρονική, με ευθύνη τόσο των γαλαζοπράσινων κυβερνήσεων όσο και των ροζ.
Αυτοί που την υποβάθμισαν, λοιπόν, που ευτέλισαν την ανθρώπινη ζωή και την έκαναν να μη φαντάζει ως το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, προσπαθούν τώρα να μας πείσουν πως έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε το δημόσιο σύστημα υγείας να είναι εξοπλισμένο, λες και γίνεται από τη μία στιγμή στην άλλη να αρθεί η χρόνια κρατική υποχρηματοδότηση των νοσοκομείων και να καλυφθούν οι ελλείψεις σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.
Όταν το μόνο που ανακοινώνει η κυβέρνηση σε συνθήκες πανδημίας είναι προσλήψεις 1500 νοσηλευτών – δηλαδή 500 νοσηλευτών λιγότερων από όσους είχε προκηρύξει πως θα προσλάβει τον Ιούλη του 2019, κάτι που μάλιστα δεν έκανε ποτέ – και 500 γιατρών, καταλαβαίνει κανείς πως αφενός η αυτοθυσία των γιατρών, των νοσηλευτών και των υπόλοιπων εργαζομένων στα νοσοκομεία και αφετέρου η αίσθηση της ατομικής ευθύνης είναι εκείνα τα στοιχεία που θα καταφέρουν να περιορίσουν την εξάπλωση του ιού.
Μέχρι να φτάσουμε να ξεμπερδεύουμε μια και καλή μαζί του – ελπίζουμε σύντομα και χωρίς πολλές απώλειες – ας έχουμε συνοδοιπόρο μας τον στίχο του Ναζίμ Χικμέτ, που λέει: «Για να ’ναι δίκαιος ο θάνατος, θα ’πρεπε να ’ναι δίκαιη κ’ η ζωή».
Ίσως έτσι καταφέρουμε να βγούμε ωριμότεροι μέσα από αυτή τη δοκιμασία…
Για να μην έχουμε ψευδαισθήσεις και να μην νομίζουμε πως το σύστημα δημόσιας υγείας της χώρας μας μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε μια καλοκουρδισμένη μηχανή, σταματώντας να λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και όρους κόστους – οφέλους, σταχυολογούμε ενδεικτικά τις παρακάτω ειδήσεις:
— Στις 17 Ιανουαρίου του 2016, η Καθημερινή έγραφε σε ρεπορτάζ της πως υπάρχει «μεγάλη αγωνία για ένα κρεβάτι στην εντατική. Τα στοιχεία των γιατρών λένε πως ένας ασθενής που μπαίνει στην εντατική έχει 23% πιθανότητες να πεθάνει. Ένας ασθενής που χρειάζεται να μπει αλλά δεν υπάρχει γι’ αυτόν κρεβάτι, έχει 46% πιθανότητες να χαθεί. Κάθε βράδυ υπάρχουν πάνω από 50 άνθρωποι στα νοσοκομεία της Αθήνας που διεκδικούν το δικαίωμα να παλέψουν για τη ζωή τους, αλλά περνούν τη νύχτα στον διάδρομο, σε κάποιο δωμάτιο ή σε κάποιο ράντζο».
— Στις 28 Ιανουαρίου του 2016, το Έθνος ανέφερε πως παρατηρούνται «σκηνές σοκ στα νοσοκομεία» και μετέφερε την εμπειρία ενός ειδικευόμενου, που τόνιζε: «Όταν εφημερεύουμε, τα επείγοντα είναι σαν εργοτάξιο. Η διάταξη και η πυκνότητα των κρεβατιών θυμίζουν τέτρις. Μπορεί να χρειάζεται επείγουσα βοήθεια ένας ασθενής στο βάθος και να δυσκολεύεσαι να περάσεις από τον ελάχιστο διάδρομο. Ο ασθενής με ανακοπή καταρρέει και του κάνεις μαλάξεις δίπλα σε έναν άλλον με ίωση».
— Την 1η Ιανουαρίου του 2017, ο Guardian έγραφε για «διάλυση της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα», αναφέροντας συγκεκριμένα πως «πεθαίνουν ασθενείς που θα μπορούσαν να μείνουν ζωντανοί».
— Στις 17 Ιανουαρίου του 2017, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ) επισήμαινε ότι «τα δημόσια νοσοκομεία εμφανίζουν εικόνες νοσοκομείων που βρίσκονται σε εμπόλεμες ζώνες».
Προτιμήσαμε να μην χρησιμοποιήσουμε πιο πρόσφατες αναφορές, για να δείξουμε πως η συρρίκνωση της δημόσιας υγείας υπήρξε διαχρονική, με ευθύνη τόσο των γαλαζοπράσινων κυβερνήσεων όσο και των ροζ.
Αυτοί που την υποβάθμισαν, λοιπόν, που ευτέλισαν την ανθρώπινη ζωή και την έκαναν να μη φαντάζει ως το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, προσπαθούν τώρα να μας πείσουν πως έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε το δημόσιο σύστημα υγείας να είναι εξοπλισμένο, λες και γίνεται από τη μία στιγμή στην άλλη να αρθεί η χρόνια κρατική υποχρηματοδότηση των νοσοκομείων και να καλυφθούν οι ελλείψεις σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.
Όταν το μόνο που ανακοινώνει η κυβέρνηση σε συνθήκες πανδημίας είναι προσλήψεις 1500 νοσηλευτών – δηλαδή 500 νοσηλευτών λιγότερων από όσους είχε προκηρύξει πως θα προσλάβει τον Ιούλη του 2019, κάτι που μάλιστα δεν έκανε ποτέ – και 500 γιατρών, καταλαβαίνει κανείς πως αφενός η αυτοθυσία των γιατρών, των νοσηλευτών και των υπόλοιπων εργαζομένων στα νοσοκομεία και αφετέρου η αίσθηση της ατομικής ευθύνης είναι εκείνα τα στοιχεία που θα καταφέρουν να περιορίσουν την εξάπλωση του ιού.
Μέχρι να φτάσουμε να ξεμπερδεύουμε μια και καλή μαζί του – ελπίζουμε σύντομα και χωρίς πολλές απώλειες – ας έχουμε συνοδοιπόρο μας τον στίχο του Ναζίμ Χικμέτ, που λέει: «Για να ’ναι δίκαιος ο θάνατος, θα ’πρεπε να ’ναι δίκαιη κ’ η ζωή».
Ίσως έτσι καταφέρουμε να βγούμε ωριμότεροι μέσα από αυτή τη δοκιμασία…