Φοβάσαι,το ξύπνημα τού κόσμου μέσα σου
γερνάς, βαθαίνει η σκέψη
ανάβει το σκοτάδι
ανοίγματα παλιά, αλαφροΐσκιωτοι πόθοι
χείλη μισάνοιχτα, σε μεθούν οι φλόγες
μα δεν σ’ αφήνουν αυτά τα γκρίζα σύννεφα στους ώμους.
Τώρα βιάζεται πιο πολύ το δειλινό
τούτη την εποχή που χορεύουν τα φύλλα την πτώση τους
και χαμηλώνουν τα κλωνάρια στο χώμα,
τούτη την εποχή πολλαπλασιάζονται οι εμπειρίες.
.
Ραγισμένοι τοίχοι τής μοναξιάς
κρατάς διπλωμένα εκείνα τα γράμματα στα χέρια
παραφυλάνε δάκρυα,
στο συρτάρι με τις μάταιες αναμονές
ξεθωριάζουν οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες,
στο ίδιο συρτάρι
παλιώνουν ασύλληπτοι οι καιροί τής αγάπης.
Λιγόστεψαν οι ώρες τής νοσταλγίας
σιγανά το ψιθύρισμα στις φυλλωσιές τού κήπου
άδειασε ο δρόμος τής μεγάλης πλατείας
γυρνάς την πλάτη,σφυρίζεις, σιγοτραγουδάς,σιμφιλιώνεσαι
κυκλοφορούν τα περασμένα χωρίς θόρυβο
μαστιγώνει η μνήμη τα κρινάκια σου στις αλτάνες,
συλλαβίζεις ονόματα
ένας άλλος τρόπος να προφέρεις την αγάπη, Ζωή,
έκλεισε το παράθυρο ο άνεμος,
άνεμος είναι, θα περάσει.
Μετράς τα βήματα,
μετράς τους φανοστάτες στην προκυμαία
να μην ξεχνιέσαι πια σε αναφιλητά χαμένων ερώτων
να μην αφήνεσαι στην ειρωνία τού χτες,
ο χρόνος δεν βρίσκεται συγκεντρωμένος σ’ ένα ρολόι
ο ήλιος δεν κάνει βήματα προς τα πίσω,
και ναι, δεν χρειάζεται πια να διδάξεις τα μάτια
για να δουν την αλήθεια.
Στερνό καταφύγιο το ερειπωμένο σπίτι στη Σπιανάδα
τ’ ακροκέραμα ικετεύουν τη φθορά,
καντούνι στενό, η ομπρέλα στην πόρτα
αναλαμπές τής βροχής στο πλακόστρωτο
χαμηλωμένο βλέμμα,
αυθαδιάζει ο νους, σε καθορίζουν οι συμπτώσεις
και η ανικανότητά σου να σταθείς μπροστά στον καθρέφτη
φοβάσαι,τα παλιά όνειρα είναι ακόμη εκεί
μ’ ένα τραύμα κρυμμένο στενεύουν οι νύχτες,
τού φθινοπώρου τα κρινάκια
ανθίσανε στον ίλιγγο τής θύμησης.
Αύριο, εν ονόματι τής αγάπης
Ζωή Δικταίου
Χανιά, Οκτώβρης 2018
(Εικαστικό της Νατάσας Μανέτα)
γερνάς, βαθαίνει η σκέψη
ανάβει το σκοτάδι
ανοίγματα παλιά, αλαφροΐσκιωτοι πόθοι
χείλη μισάνοιχτα, σε μεθούν οι φλόγες
μα δεν σ’ αφήνουν αυτά τα γκρίζα σύννεφα στους ώμους.
Τώρα βιάζεται πιο πολύ το δειλινό
τούτη την εποχή που χορεύουν τα φύλλα την πτώση τους
και χαμηλώνουν τα κλωνάρια στο χώμα,
τούτη την εποχή πολλαπλασιάζονται οι εμπειρίες.
.
Ραγισμένοι τοίχοι τής μοναξιάς
κρατάς διπλωμένα εκείνα τα γράμματα στα χέρια
παραφυλάνε δάκρυα,
στο συρτάρι με τις μάταιες αναμονές
ξεθωριάζουν οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες,
στο ίδιο συρτάρι
παλιώνουν ασύλληπτοι οι καιροί τής αγάπης.
Λιγόστεψαν οι ώρες τής νοσταλγίας
σιγανά το ψιθύρισμα στις φυλλωσιές τού κήπου
άδειασε ο δρόμος τής μεγάλης πλατείας
γυρνάς την πλάτη,σφυρίζεις, σιγοτραγουδάς,σιμφιλιώνεσαι
κυκλοφορούν τα περασμένα χωρίς θόρυβο
μαστιγώνει η μνήμη τα κρινάκια σου στις αλτάνες,
συλλαβίζεις ονόματα
ένας άλλος τρόπος να προφέρεις την αγάπη, Ζωή,
έκλεισε το παράθυρο ο άνεμος,
άνεμος είναι, θα περάσει.
Μετράς τα βήματα,
μετράς τους φανοστάτες στην προκυμαία
να μην ξεχνιέσαι πια σε αναφιλητά χαμένων ερώτων
να μην αφήνεσαι στην ειρωνία τού χτες,
ο χρόνος δεν βρίσκεται συγκεντρωμένος σ’ ένα ρολόι
ο ήλιος δεν κάνει βήματα προς τα πίσω,
και ναι, δεν χρειάζεται πια να διδάξεις τα μάτια
για να δουν την αλήθεια.
Στερνό καταφύγιο το ερειπωμένο σπίτι στη Σπιανάδα
τ’ ακροκέραμα ικετεύουν τη φθορά,
καντούνι στενό, η ομπρέλα στην πόρτα
αναλαμπές τής βροχής στο πλακόστρωτο
χαμηλωμένο βλέμμα,
αυθαδιάζει ο νους, σε καθορίζουν οι συμπτώσεις
και η ανικανότητά σου να σταθείς μπροστά στον καθρέφτη
φοβάσαι,τα παλιά όνειρα είναι ακόμη εκεί
μ’ ένα τραύμα κρυμμένο στενεύουν οι νύχτες,
τού φθινοπώρου τα κρινάκια
ανθίσανε στον ίλιγγο τής θύμησης.
Αύριο, εν ονόματι τής αγάπης
Ζωή Δικταίου
Χανιά, Οκτώβρης 2018
(Εικαστικό της Νατάσας Μανέτα)