Το απόσπασμα που μεταφράζουμε και δημοσιεύουμε προέρχεται από το βιβλίο του Johannes Fülberth “…διεξάγεται με ωμή βία.” * Ένοπλες συγκρούσεις με θανατηφόρα έκβαση στα δικαστήρια. Βερολίνο 1929 ως 1932/33, εκδόσεις Papyrossa, 2012.
Το βιβλίο παρουσιάζει αναλυτικά τις δίκες των
εμπλεκόμενων σε ανθρωποκτονίες, που εντάσσονταν πολιτικά στα τάγματα
εφόδου από τη μία πλευρά και στους κομμουνιστές και τους
σοσιαλημοκράτες, δευτερευόντως, από την άλλη. Ο συγγραφέας πρόσκειται
στο κόμμα die Linke κι έχει μια μάλλον σοσιαλδημοκρατική, αλλά σχετικά
έντιμη σκοπιά. Το απόσπασμα που μεταφράζουμε είναι ο επίλογος του έργου,
που περιλαμβάνει τη σύνοψη και κάποια συμπεράσματα από όσα προηγήθηκαν,
και είναι αρκετά κατατοπιστικό ενάντια στη θεωρία των δύο άκρων, που
“καταδικάζει τη βία από όπου κι αν προέρχεται” και τσουβαλιάζει το
φασισμό με τις δυνάμεις που τον πολέμησαν.
Τελικές παρατηρήσεις
Ο συνολικός αριθμός των ατόμων που σκοτώθηκαν σε
συμπλοκές μεταξύ Κομμουνιστών και Ταγμάτων Εφόδου στο Βερολίνο κατά το
διάστημα 1929 ως την 30.1.1933 παραμένει ως σήμερα άγνωστος (ο συγγραφέας της παρούσας εργασίας εκτιμά χοντρικά ότι ανέρχεται στον αριθμό των 50 νεκρών, Σ.τ.Μ).
Και οι δύο πλευρές δημοσίευσαν λίστες των θυμάτων, τα οποία συνιστούσαν
είτε “αιματοβαμμένους μάρτυρες του κινήματος”, είτε αποδείξεις του
“αγκυλωτού τρόμου”. Για ευνόητους λόγους, δεν μπορεί κανείς να πιστέψει
αυτές τις αναφορές έτσι εύκολα. Οι λίστες νεκρών ήταν πάντα και μέσο
προπαγάνδας και γι’ αυτό πρέπει πάντα να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα
προσοχή. Έτσι ορισμένοι νεκροί αναφέρονταν μόνο στον κομματικό και φίλιο
τύπο, δεν τύγχαναν όμως της αναφοράς κανενός άλλου μέσου. Η εφημερίδα
του Γκέμπελς Der Angriff
(Η επίθεση) ανέφερε πχ. περιστατικά, στα οποία είναι υψηλή η πιθανότητα
να επρόκειτο για θύματα εντελώς απολίτικης βίας. Στους δράστες
αποδίδονταν μόνο εκ των υστέρων πολιτικά κίνητρα. Ετσι το μέλος των
Ταγμάτων Εφόδου Fritz Schröder αναφέρεται ως θύμα μιας πράξης πολιτικής βίας. Σε ένα χορευτικό κέντρο υπήρξε καβγάς και ο Schröder δολοφονήθηκε στο δρόμο για το σπίτι του. Η “Der Angriff”
ισχυρίστηκε κατόπιν ότι οι κομμουνιστές είχαν συνειδητά ξεκινήσει τον
καβγά, για να μπορέσουν μετέπειτα να παρουσιάσουν το φόνο ως ένα μη
πολιτικό αδίκημα. Ωστόσο η εφημερίδα δεν παρουσίασε καμία απόδειξη για
την εκδοχή αυτή. Επιπλέον, δεν δημοσιεύτηκε κάποια εκτενής αναφορά για
την κηδεία, κάτι που θρέφει τις υποψίες ότι επρόκειτο πράγματι για ένα
απολίτικο έγκλημα. Σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 1937 “Βαδίζοντας στο
εθνικοσοσιαλιστικό Βερολίνο”, έναν “Οδηγό στα μνημεία του αγώνα για την
πρωτεύουσα του Ράιχ” γίνεται λόγος για 28 νεκρούς του
εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος στο διάστημα 1929 μέχρι 30.1.1933. Ωστόσο ο
αναφερόμενος εδώ Georg Preiser,
μέλος της χιτλερικής νεολαίας, δεν “δολοφονήθηκε” από κομμουνιστές,
αλλά πέθανε, σύμφωνα με το πόρισμα του ιατροδικαστή από πνευμονία.
Επίσης τα μέλη των Ταγμάτων Εφόδου Herbert Gatschke, Helmut Köster και Hans Malkowski δεν έπεσαν από κομμουνιστικά πυρά, αλλά πυροβολήθηκαν από δικούς τους ομοϊδεάτες.
Από πλευράς εργατικού κινήματος έγινε η προσπάθεια,
μέσω μιας παρουσίασης όλων των δολοφονημένων από τα τάγματα εφόδου, να
αποδειχθεί η συστηματική χρήση βίας από πλευράς των τελευταίων. Ως
ένθετο του περιοδικού Eiserne Front (Σιδηρούν Μέτωπο, όργανο του αντιφασιστικού μετώπου στο οποίο ηγούνταν το SPD)
της 20ής Φεβρουαρίου 1932 εμφανίστηκε πχ. μια αφίσα με τον τίτλο “Δύο
χρόνια ναζιστικών φόνων”. Κάτω από τη ρήση του Χίτλερ: “Δε συμβαίνει
τίποτε στο κίνημα, χωρίς να το γνωρίζω και χωρίς να το ανέχομαι. Ή
μάλλον, περισσότερο ακόμα: Δε συμβαίνει απολύτως τίποτε χωρίς να το
επιθυμώ”, εμφανίζονται τα ονόματα 66 ατόμων που σκοτώθηκαν από το 1929
από τους ναζί, εκ των οποίων 14 στο Βερολίνο. Η Rote Fahne
(Κόκκινη Σημαία, το βασικό όργανο του ΚΚΓ) δημοσίευσε επίσης στις 20
Ιουλίου 1932 κάτω από τον τίτλο “Αιματοβαμμένοι μάρτυρες κατά του
Χίτλερ” μια λίστα με 31 δολοφονημένους μετά την άρση της απαγόρευσης
κατά των Ταγμάτων Εφόδου.
Εν αντιθέσει με τις αντίστοιχες εκδόσεις των ναζί,
αυτές οι παρουσιάσεις ετοιμάζονταν με μεγαλύτερη φροντίδα κι ο αριθμός
των νεκρών δεν εκτοξευόταν τεχνητά. Η Rote Fahne
είχε ωστόσο την τάση να στιλιζάρει και θύματα επιθέσεων των Ταγμάτων
Εφόδου που ήταν μάλλον απολίτικα, ως μέλη του κομμουνιστικού κινήματος.
Έτσι, στις 31 Δεκεμβρίου 1932 πέθανε η Martha Künstler από τους πυροβολισμούς του μέλους των Ταγμάτων Εφόδου Paul Baumgart. Παρότι η ίδια ήταν εντελώς απολίτικη, παρέστη στην κηδεία της αντιπροσωπεία του ΚΚΓ και η Rote Fahne δημοσίευσε πολλές πληροφορίες για τη ζωή του θύματος. Αλλά και στην περίπτωση του Erwin Ziemke,
που δολοφονήθηκε από πυροβολισμούς στο μπαλκόνι τους την Πρωτομαγιά του
1931 είναι ασαφές αν επρόκειτο καν για κομμουνιστή. Αλλά και στα δύο
θύματα οι δράστες ήταν αδιαμφισβήτητα μέλη των Ταγμάτων και εκείνα
θεωρούσαν ότι τα θύματά τους ήταν κομμουνιστές.
Η Κόκκινη Βοήθεια (οργάνωση υποστήριξης πολιτικών
κρατουμένων, διωκόμενων, υποδίκων και των οικογενειών τους, υπό την
αιγίδα του ΚΚΓ κατά τα έτη 1924-1936 Σ.τ.Μ) ανελάμβανε σε πολλές
περιπτώσεις τα έξοδα της κηδείας, ακόμα κι όταν ο νεκρός δεν ήταν μέλος
του ΚΚΓ ή της Κόκκινης Βοήθειας. Πολλοί συγγενείς που δεν είχαν τη
δυνατότητα να πληρώσουν την κηδεία, χαίρονταν για αυτή την υποστήριξη
και ήταν ευγνώμωνες για τη συμπαράσταση στο πένθος τους. Ως αντάλλαγμα
επέτρεπαν με τη σειρά τους στη Rote Fahne να αναφερθεί εκτενώς στη ζωή των δολοφονημένων.
Παρόλες αυτές τις ασάφεις και διαστρεβλώσεις, γίνεται
σαφές σε μια εγγύτερη επισκόπηση όλων των περιστατικών ότι για παντελώς
αμέτοχους ανθρώπους ήταν πιο πιθανό να δολοφονηθούν από μέλος των
Ταγμάτων Εφόδου, παρά από οπαδούς του ΚΚΓ. Αυτό, πέρα από τους
προαναφερθέντες Martha Künstler και Erwin Ziemke ισχύει και για τους αθλητές κι εργάτες Schumann και Selenowski, τον εφημεριδοπώλη Heimbürger, τον κηπουρό Karl Kubow και τον τραπεζικό υπάλληλο Graf.
Όλοι ήταν κατά τα φαινόμενα στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, και έπεσαν
στα χέρια των έτοιμων να φονεύσουν ανδρών των ταγμάτων εφόδου. Θύματα
των κομμουνιστών ήταν από την άλλη σχεδόν πάντα μέλη και συμπαθούντες
του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος ή κάποιου προσκείμενου σε αυτό
σχηματισμού. Η κομμουνιστική βία ήταν λοιπόν πιο στοχοπροσηλωμένη, ενώ η
βία των Ταγμάτων Εφόδου πιο τυχαία κι αυθαίρετη. Δεν υπάρχει όμως
κανόνας χωρίς εξαίρεση, ο απολιτικος κλειδαράς Hesse
θεωρήθηκε από μια ομάδα της Αντιφασιστικής ταξιαρχίας νέων ως
αφισοκολλητής των ταγμάτων εφόδου και τραυματίστηκε θανάσιμα σε επίθεση
με μαχαίρι.
Όπως δείξαμε, τα μέλη των Ταγμάτων αντιμετωπίζονταν
από τα δικαστήρια πιο ήπια από τα μέλη του κομμουνιστικού κινήματος,
παρότι κι εδώ οι εισαγγελείς ζητούσαν συχνά υψηλές ποινές. Πέρα από τη
σύγκριση της καταδικαστικής πρακτικής των δικαστών, μπορούν να
διαπιστωθούν κι άλλες ομοιότητες μεταξύ των υποθέσεων που εξετάστηκαν.
Έτσι όλες οι αντιπαραθέσεις έλαβαν χώρα σε παραδοσιακές εργατογειτονιές ή
συγκρίσιμες περιοχές. Εννιά από τις συγκρούσεις έγιναν πολύ κοντά σε
κάποιο στέκι συναντήσεων ή εξορμήσεων. Σε πολλές περιπτώσεις η επίθεση
ξεκινούσε απευθείας από το στέκι εξόρμησης ή ενάντια σε θαμώνες που
παρευρίσκονταν εκείνη τη στιγμή. Αλλά και στις άλλες επιθέσεις τα στέκια
εξόρμησης ή συνάντησης παίζουν ρόλο, είτε επειδή η επίθεση σχεδιάστηκε
εκεί, είτε επειδή οι δράστες είχαν επιδοθεί εκεί σε γενναιόδωρη
κατανάλωση αλκοόλ, πριν την πράξη. Μόνο στην περίπτωση Aschbrenner δεν υπήρχε σύνδεση με κάποιο κομματικό στέκι. Όλα τα θύματα πέθαναν είτε από πυροβολισμούς είτε από μαχαιριές.
Όταν οι κομμουνιστές ήταν οι επιτιθέμενοι, αυτό
συνέβαινε με την πρόθεση να αποτραπεί ή να τερματιστεί η παρουσία του
εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος σε μια γειτονιά που ως τότε θεωρούταν
“κόκκινη”. Τα τάγματα εφόδου με τη σειρά τους στόχευαν να σπάσουν την
ηγεμονία του εργατικού κινήματος. Όταν δεν επιτίθενταν τα ίδια,
αντιδρούσαν σε -συχνά κατά φαντασίαν- επιθέσεις με υπέρμετρη βία. Όλοι
οι δράστες από πλευράς ναζί ήταν μέλη των Ταγμάτων εφόδου ή του
ναζιστικού κόμματος. Οι κομμουνιστές δράστες από την άλλη, προέρχονταν
από μια συγκεχυμένη ποικιλία διαφορετικών ομαδοποιήσεων. Σε πολλές
περιπτώσεις η σύνδεσή τους με τις οργανωτικές δομές του ΚΚΓ ήταν χαλαρή.
Περισσότερο καθοριστικό ήταν το αίσθημα του συνανήκειν στην εργατική
κουλτούρα της γειτονιάς τους ή σε κομμουνιστικές “‘αδέσποτες παρέες”.
Δράστες και θύματα ήταν συχνά κάτοικοι της ίδιας γειτονιάς, συχνά
γνωρίζονταν από το δρόμο ή το ταχυδρομείο. Οι δράστες των δύο πλευρών
ήταν άντρες, νέοι κι έπρατταν από ιδεολογική πεποίθηση. Ο Fritz Käsling
ήταν μόλις 17 χρονών, οι περισσότεροι κατηγορουμένοι προέρχονταν από
τις ηλικιακές κλάσεις 1908 ως 1911, ηταν δηλαδή συνήθως ελάχιστα πάνω
από 20 ετών. Αξιοπρόσεχτο είναι πως ένα μεγάλο μέρος των συμμετεχόντων
ήταν είτε μεγαλωμένοι χωρίς πατέρα […] είτε είχαν διαταραγμένες σχέσεις
με αυτόν […] Έτσι η οικογενειακή τους κατάσταση προσιδιάζει σε εκείνη
άλλων γνωστών προσωπικοτήτων της “νεολαίας του εμφυλίου”. […] Σχεδόν
όλοι οι συμμετέχοντες προέρχονταν από δύσκολες κοινωνικές συνθήκες. Οι
περισσότεροι είχαν επισκεφτεί το Γενικό Σχολείο μέχρι τη δεύτερη τάξη,
μαθητείες για εκμάθηση κάποιας τέχνης συχνά τις παρατούσαν στη μέση.
Συχνά το απαιτούσαν οι οικογενειακές συνθήκες οι νέοι με δουλειές του
ποδαριού να φέρουν από νωρίς την ευθύνη ενός μέρους του εισοδήματος
τους. Εκτός από πολύ λίγους, ζούσαν ακόμα στο σπίτι και λάμβαναν χρήματα
από την Πρόνοια ή ευκαιριακές εργασίες. Οι οικογένειες ήταν πολλές
φορές γνωστές στην αρχή προστασίας ανηλίκων, εν μέρει κάποιοι νέοι είχαν
μεγαλώσει σε ανάδοχες οικογένειες ή βρίσκονταν υπό την επίβλεψη της
Πρόνοιας.
Πολλές από τις συγκρούσεις έφεραν έντονα το στίγμα
τοπικών και προσωπικών ιδιαιτεροτήτων. Σε τουλάχιστον τέσσερις από τις
συγκρούσεις με θανατηφόρα έκβαση είχαν προϋπάρξει αντιπαραθέσεις μεταξύ
των εμπλεκόμενων. Στην περίπτωση Neumann o κατηγορούμενος Senkbeil ήταν παλιά κομμουνιστής και βρισκόταν σε ιδιαίτερα οξυμένη σύγκρουση με τους πρώην συντρόφους του. Στην υπόθεση Aschbrenner είχαν προϋπάρξει καβγάδες σε συνέλευση πολυκατοικίας, του ξυλοδαρμού στην πλατεία Lausitz είχαν προηγηθεί μήνες αντιπαραθέσεων. Και ο Fritz Lemke
που είχε δολοφονηθεί σε δημόσιο κήπο, ήταν από παλιά γνωστός των
ταγμάτων εφόδου. Αυτό δε σημαίνει πως αυτές οι συγκρούσεις πρέπει να
θεωρηθούν αποκλειστικά απολίτικες. Οι παρελθούσες συγκρούσεις είτε
βασίζονταν σε πολιτικές διαφορές, είτε έντονες αντιπαραθέσεις για
καθημερινά ζητήματα ενδύονταν από πλευράς του κατηγορούμενου με
πολιτικές νουθεσίες. Η μετάβαση από τις απειλές και τις προστριβές μέχρι
τη σωματική επίθεση με όπλο ήταν συχνά η τελευταία επιλογή μέσου, όταν
οι συνηθισμένες μέθοδοι των κυρώσεων και του εκφοβισμού δεν έφερναν το
προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Η υψηλή βιαιότητα αυτών των περιπτώσεων
προσποριζόταν ένα είδος “νομιμοποίησης” λόγω του ότι ασκούνταν σε έναν
πολιτικό αντίπαλο, ο οποίος παρουσιάζοταν από τον κομματικό τύπο ως
στερούμενος ανθρώπινων χαρακτηριστικών.
Ήταν οι κομμουνιστικές πράξεις θορυβώδεις πράξεις
άμυνας, την ώρα που τα Τάγματα Εφόδου διεξήγαγαν καλά σχεδιασμένες
δολοφονικές επιθέσεις (άποψη του συγγραφέα Emil Julius Gumbel,
που μνημονεύεται στην αρχή του βιβλίου, Σ.τ.Μ); Αυτή η ερώτηση δεν
απαντιέται εύκολα. Υπήρχαν και κομμουνιστικές ομάδες που σχεδίαζαν
στοχευμένες επιθέσεις σε στέκια εφόδου, κι ούτε όλες οι δολοφονικές
επιθέσεις των ταγμάτων ήταν καλά οργανωμένες. Ωστόσο η βασική θέση του Gumbel
ευσταθεί: Ότι από κομμουνιστικής πλευράς επρόκειτο για πράξεις άμυνας,
στο βαθμό που το ΚΚΓ αντιδρούσε στην προέλαση των Ταγμάτων Εφόδου στις
εργατικές συνοικίες. Δε γύρευε η ίδια τη σύγκρουση, προσπαθώντας πχ να
ανοίξει δικιά της στέκια σε κάστρα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος ή
αποτρέποντας εκδηλώσεις σε αυτά. Ως “θορυβώδεις” μπορεί να θεωρηθούν οι
ενέργειες του ΚΚΓ στο βαθμό που αυτές οι πράξεις άμυνας συνέβαιναν μόνο
εν μέρει υπό την καθοδήγηση του κόμματος. Όπως παρουσιάσαμε, οι δράστες
προέρχονταν από διάφορες οργανώσεις και είχαν συχνά μια πολύ χαλαρή μόνο
σύνδεση με το κόμμα. Σε πολλές περιπτώσεις ήταν μεν κομμουνιστικά
στέκια τα σημεία εκκίνησης των επιθέσεων, οι εμπλεκόμενοι όμως δρούσαν
με δική τους πρωτοβουλία κι ήταν σχεδόν αδύνατον να ελεγχθούν από την
κομματική ηγεσία.
Πολλές από τις εξετασθείσες περιπτώσεις βίας των
Ταγμάτων Εφόδου χαρακτηρίζονται κυρίως από παρορμητικότητα κι απέχουν
από το να χαρακτηριστούν σχεδιασμένες δολοφονικές επιθέσεις. Προκαλεί
την προσοχή ωστόσο, ότι τα τάγματα ήταν διαρκώς προσανατολισμένα σε
συγκρούσεις στο δρόμο και αξιοποιούσαν και την παραμικρή αφορμή για να
επιτεθούν με πιστόλια και μαχαίρια σε πραγματικούς και κατά φαντασίαν
αντιπάλους. Σε αυτή τη νοοτροπία συνέβαλε η κατάσταση που είχαν
διαμορφώσει τα ίδια τα τάγματα εφόδου. Τα τάγματα ήταν εκείνα που με
έκδηλη εχθρότητα καταλάμβαναν “κόκκινες” εργατογειτονιές με στόχο να
σπάσουν την πολιτισμική ηγεμονία του σοσιαλιστικού περιβάλλοντος εν
ανάγκη με τη βία. Χωρίς αμφιβολία τα Τάγματα Εφόδου αντιμετώπιζαν την
εχθρική συμπεριφορά του ντόπιου πληθυσμού. Σε αυτό έπαιζαν μεγάλο ρόλο
οι εμπειρίες (ή -στην περίπτωση των πολύ νέων δραστών-οι προφορικές
παραδόσεις της περιοχής) από την εποχή της ανακήρυξης της δημοκρατίας
(της Βαϊμάρης, 1918 Σ.τ.Μ). Τα Τάγματα Εφόδου του Βερολίνου όχι μόνο
καθοδηγούνταν σχεδόν αποκλειστικά από πρώην πολεμιστές των Freikorps, αλλά βρισκόταν σε απευθείας συνέχεια με τις παραδόσεις αυτών. Τα Freikorps
ειχαν επιτεθεί τακτικά με βία και προκαλώντας πολλά θύματα κατά του
εργατικού κινήματος κατά τα έτη 1919-1923, στο Βερολίνο, το Αμβούργο ή
την περιοχή του Ρουρ (κύρια βιομηχανική περιοχή της χώρας ως σήμερα, στα
βορειοδυτικά της Γερμανίας, Σ.τ.Μ) Η διείσδυσή τους σε εργατικές
γειτονιές από το 1929 κι εξής ακολουθούσε την ίδια λογική: το
κατηγορούμενο για εσχάτη προδοσία εργατικό κίνημα έπρεπε να
καταπολεμηθεί εκ νέου και ο κόσμος στον οποίο ζούσε υπό μορφήν “κόκκινων
συνοικιών” να ελεγχθεί οιονεί στρατιωτικά. Σαν στρατός κατοχής τα
Τάγματα Εφόδου εγκαθίδρυαν σημεία ελέγχου υπό τη μορφή στεκιών εξόρμησης
και οίκων των Ταγμάτων στην “εχθρική περιοχή”, από τα οποία έστελναν
τακτικά αποσπάσματα στους συνορεύοντες δρόμους, ώστε να επιτύχουν έτσι
τον διαρκή έλεγχο της γειτονιάς. Την ίδια στιγμή, οι μη σοσιαλιστές
κάτοικοι των συχνά ταξικά ανάμεικτων συνοικιών του Βερολίνου έπρεπε να
κερδηθούν με το μέρος των ναζί ή τουλάχιστον να ουδετεροποιηθούν.
Τα τάγματα εφόδου λοιπόν είχαν μια υπολογισμένη
στρατηγική βίας. Αυτή βασιζόταν στον εκφοβισμό μέσω μαζικής παρουσίας
στο δρόμο και σε “κόκκινες γειτονιές”. Οι κομμουνιστικές αντιδράσεις δεν
μπορούν μεν πάντα να θεωρηθούν αμυντικές, ωστόσο συνέβαιναν πάντα στις
“δικές τους” γειτονιές και δε θα λάμβαναν χώρα χωρίς την διείσδυση των
Ταγμάτων σε αυτές.
“Όταν δυο κάνουν το ίδιο, δεν κάνουν το ίδιο” θα
μπορούσε να είναι ο πυρήνας του συμπεράσματος αυτής της εργασίας. Τα
κίνητρα της άσκησης ακραίας βίας κατά του πολιτικού εχθρού ήταν πολύ
διαφορετικά για τις δύο πλευρές και δεν μπορούν να εξισωθούν σε μια
απλουστευτική προσέγγιση στα πλαίσια της θεωρίας περί ολοκληρωτισμού.
Έτσι φαίνεται πως το έβλεπαν και οι κρίνοντες δικαστές και γι’ αυτό
αναγνώριζαν στα κίνητρα των χιτλερικών οπαδών περισσότερες δικαιολογίες.
Οι επιθέσεις των κομμουνιστών θεωρούνταν αυτομάτως επικίνδυνες για το
κράτος, εκείνες των ναζί ποτέ. Τίποτε δε γινόταν αισθητό από την αρχή
της ισομεταχείρισης των κατηγορουμένων. Ακόμα και οι δίκες για
ανθρωποκτονίες με τον τρόπο αυτό προς τα έξω παρουσιάζονταν μόνο ως
“κανονικές” ποινικές δίκες. Το πολιτικό τους περιεχόμενο γίνεται
αντιληπτό μόνο μετά από ενδελεχή ανάλυση. Ναι μεν μπορεί μόνο σε
ορισμένες περιπτώσεις να γίνει λόγος για αυθαίρετη, κομματική
δικαιοσύνη, αλλά οι ναζί κατηγορούμενοι έβρισκαν την κατανόηση των
δικαστών αισθητά συχνότερα από ό,τι θα μπορούσαν ποτέ να ελπίσουν οι
κομμουνιστές κατηγορούμενοι για τον εαυτό τους.
*φράση από το ημερολόγιο του Γκέμπελς, που
σημειώνεται και στην αρχή του παρόντος έργου. Ολόκληρη έχει ως εξής: “Η
πάλη πρέπει να διεξαχθεί και διεξάγεται με ωμή βία. Κι έτσι είναι το
σωστό. Δεν τη φοβόμαστε.” (Σ.τ.Μ)