- Οι
δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, του Μάη και του Ιούνη, κατέδειξαν
με σαφήνεια ότι το δικομματικό πολιτικό σύστημα της αστικής διαχείρισης
από μονοκομματικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα έφαγε τα ψωμιά του όπως το
γνωρίσαμε από το 1974 ως σήμερα.
Αναπόφευκτα
πρόεκυψαν εντατικές διεργασίες προκειμένου η αστική τάξη και τα κόμματά
της να χρησιμοποιήσουν ή να διαμορφώσουν τις απαραίτητες εφεδρείες για
το πέρασμα στο διπολικό σύστημα με κυβερνήσεις συνεργασίας. Ανάλογες
εξελίξεις έχουν συμβεί στα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ, πριν πολλά
χρόνια, καθώς η απρόσκοπτη εναλλαγή φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών ή
αποκαλούμενων σοσιαλιστικών κομμάτων έχει εξαντληθεί εκεί που
τουλάχιστον είχε την τυπική μορφή της δικομματικής εναλλαγής.
Οι
διεργασίες για την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, η
αναμφισβήτητη ύπαρξη εφεδρειών στην Ελλάδα κάτω από την επίδραση και των
διεθνών εξελίξεων, δεν υποβαθμίζουν τη σημασία της ταξικής πάλης, ακόμα
και στις σημερινές συνθήκες που το επαναστατικό κίνημα έχει υποχωρήσει.
Άλλωστε οι δυσκολίες που συναντά η αστική τάξη σχετίζονται και με την
εξέλιξη και την αντανάκλαση του ταξικού αγώνα. Ωστόσο ο βαθμός
αποτελεσματικότητας του εργατικού κινήματος εξαρτάται και από τη
μαζικότητα και οργανωτικότητά του, σε συνδυασμό με το κατά πόσο έχει
κατακτήσει μια σταθερή αντιμονοπωλιακή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση,
κατά πόσο ο καθημερινός αγώνας δε διεξάγεται ως αυτοσκοπός, ανεξάρτητα ή
και σε αντιδιαστολή με την προοπτική ανατροπής της αστικής πολιτικής
εξουσίας.
Είναι
κατώτερη των επιτακτικών αναγκών η διαμόρφωση της εργατικής πριν απ’
όλα συνείδησης, σχετικά με το ζήτημα της ουσίας του αστικού κράτους και
της αστικής διακυβέρνησης, η οποία από την πιο ήπια-δημοκρατική ως την
πιο ακραία αντιδραστική μορφή της δεν είναι τίποτε άλλο παρά η
δικτατορία της αστικής τάξης. Η δικτατορία της αστικής τάξης υπήρχε και
στα χρόνια της Χούντας και στη μεταπολίτευση, και σε περιόδους
αυταρχισμού κι έντασης της καταστολής, και σε περιόδους πιο ανεκτικής κι
ευέλικτης διακυβέρνησης. Όταν η ΝΔ νομιμοποιούσε το ΚΚΕ (γνώριζε ότι το
ΚΚΕ ντε φάκτο θα επαναλειτουργούσε στην Ελλάδα), όταν πρότεινε την
κατάργηση της βασιλείας μέσω δημοψηφίσματος, ακόμη και τότε δεν έπαψε να
ισχύει η δικτατορία της αστικής τάξης. Όταν η ΝΔ ανέστειλε για 7 χρόνια
τη συμμετοχή της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, όταν έκανε
κρατικοποιήσεις, δεν έπαυε το πολιτικό σύστημα να είναι δικτατορία της
αστικής τάξης. Το ίδιο ισχύει για την περίοδο του ΠΑΣΟΚ, όταν καταργούσε
τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, αναγνώριζε την Εθνική Αντίσταση
και προχωρούσε και αυτό σε κρατικοποίηση προβληματικών καπιταλιστικών
επιχειρήσεων. Όταν όμως έπαιρνε πίσω την υπόσχεσή του μέσω
δημοψηφίσματος ν’ αποφασίσει ο ελληνικός λαός την ένταξη ή όχι της
Ελλάδας στην ΕΟΚ, όταν συμφωνούσε και ανανέωνε την παραμονή των
αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, όταν άδειαζε το πρόγραμμά του από
ορισμένα ριζοσπαστικά συνθήματα, τότε έκανε ανοιχτή δήλωση συμμόρφωσης
προς τα συμφέροντα της αστικής τάξης και της δικτατορίας της.
Γι’ αυτό η επαναστατική ιδεολογία αντιπαραθέτει στη δικτατορία της αστικής τάξης τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Το
ΚΚΕ το 2012 και το 2014 δε στάθηκε μονοσήμαντα στην εκτίμηση ότι τα δύο
αστικά κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ έχασαν εκατομμύρια ψήφους, ως
έκφραση δικαιολογημένης λαϊκής δυσαρέσκειας και αγανάκτησης, αλλά και ως
απόδειξη ότι έχουν απολέσει την ευχέρεια να ενσωματώνουν εργατικές
λαϊκές μάζες σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Με παρρησία
τόνισε ότι οι αξιοσημείωτες αυτές απώλειες δε συνιστούν ανατροπή του
αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων.
Ο
συσχετισμός δυνάμεων δεν καθορίζεται από τον εκλογικό συσχετισμό των
κομμάτων που το πρόγραμμά τους και η πρακτική κατά συνέπεια πολιτική
τους υποστηρίζει διάφορα μίγματα αστικής διαχείρισης. Το εκλογικό
αποτέλεσμα δεν οδηγεί στην αλλαγή τάξης στην εξουσία, παραμένει η
αστική. Δεν καθορίζεται από τις ανακατατάξεις στο αστικό πολιτικό
σύστημα, αλλά πρώτ’ απ’ όλα από το συσχετισμό δυνάμεων στην ταξική πάλη,
στην πορεία αναμέτρησης των αστικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων
με το εργατικό κίνημα και τους συμμάχους του, με το ΚΚΕ πρώτα και
βασικά. Ο συσχετισμός δυνάμεων αποτιμάται από ένα συνδυασμό πολύ
περισσότερων δεικτών και όχι κυρίως από την κάλπη. Από την κατάσταση του
εργατικού κινήματος, από το επίπεδο οργάνωσης και ταξικής συνείδησης,
από την πρόοδο και μαζικοποίηση της Λαϊκής Συμμαχίας, με αφετηρία και
βάση την οργάνωση στον τόπο δουλειάς, τον κλάδο σε περιφερειακό και
πανελλαδικό επίπεδο, από την πορεία ισχυροποίησης του ΚΚΕ παντού.
Έχει
σημασία να κερδίζει έδαφος η παραδοχή ότι η κίνηση του καπιταλισμού
υπακούει σε αντικειμενικούς νόμους που καμία πολιτική βούληση δεν μπορεί
να καταργήσει. Ο καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις είναι το πιο αδιάψευστο
τεκμήριο ότι η αστική πολιτική είναι υποχρεωμένη να δρα σύμφωνα με τους
νόμους της καπιταλιστικής συσσώρευσης, όποιο προσωπείο κι αν φοράει, εν
γνώσει ακόμα ότι αυτό συνεπάγεται πολιτική φθορά.
Δεν
αρκεί η αντίθεση με τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ ή το ΣΥΡΙΖΑ και τις άλλες
ρεφορμιστικές, οπορτουνιστικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις - ομάδες,
αν δεν κατανοείται ο ταξικός χαρακτήρας της πολιτικής τους, η σχέση
υπηρέτησης και συναίνεσης με την αστική τάξη, ανεξάρτητα τι πρόσημο
χρησιμοποιούν, ή αν στο παρελθόν, σε κάποια συγκυρία, συνδέθηκαν με
θετικές τακτικές και συμπεριφορές απέναντι σε ορισμένα λαϊκά προβλήματα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα έχει διαδεχτεί επάξια το ΠΑΣΟΚ στην επιχείρηση
συσκότισης του ταξικού χαρακτήρα των αστικών κομμάτων, στην αταξική
κριτική προς αυτά κάνοντας επίκεντρο τα ηθικά προβλήματα, τη διαφθορά,
που είναι αναπόσπαστο στοιχείο της καπιταλιστικής κερδοφορίας, της
συνύφανσης κράτους και μονοπωλίων, αλλά δεν αποτελεί τη γενεσιουργό
αιτία της ταξικής εκμετάλλευσης, της ανεργίας και της φτώχειας, της βίας
και της καταστολής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρεώνει σήμερα στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ «νεοφιλελεύθερη
ιδεοληψία», ανεντιμότητα, αδιαφάνεια, εξυπηρέτηση «κολλητών», υποτέλεια
στη Μέρκελ και τον Σόιμπλε, μίσος για το λαό κλπ., δηλαδή όλα τα ανάγει
στην ηθική σφαίρα έξω από τη σχέση οικονομίας και πολιτικής. Η
ιδεολογική ακαμψία ή ευελιξία μπορεί να χαρακτηρίζει κάποια κόμματα και
πολιτικούς ηγέτες, αλλά το κύριο και βασικό είναι ο ταξικός χαρακτήρας
τους.
Τα ηθικά κριτήρια, αποσπασμένα από τη σχέση οικονομίας και πολιτικής,
από το πρόβλημα της εξουσίας, αποτελούν τροχοπέδη στην κατάκτηση
πολιτικής συνείδησης, στην ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα. Τελικά
παρέχουν τη δυνατότητα στην αστική τάξη να ανταπεξέρχεται σε δυσκολίες,
να χρησιμοποιεί παραπλανητικά διλήμματα και ψευτοεπιχειρήματα ώστε να
χειρίζεται τις ενδοαστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις,
μετατρέποντας το λαό σε διαιτητή ανάμεσα σε τμήματα του κεφαλαίου, στα
ανταγωνιζόμενα ιμπεριαλιστικά κράτη.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΕΝΔΟΑΣΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ
Αν
ανατρέξουμε σε όλη την ιστορία, από τα πρώτα χρόνια της συγκρότησης του
ελληνικού αστικού κράτους ως σήμερα, θα δούμε ότι το θέμα της μορφής
και του τρόπου διακυβέρνησης, το μίγμα διαχείρισης, τα σκάνδαλα, ήταν
στην ημερήσια διάταξη στο κοινοβούλιο και στον Τύπο, ως μέσο εκλογικής,
πολιτικής επιτυχίας ενός αστικού κόμματος σε βάρος του άλλου. Την
περίοδο του Σχεδίου Μάρσαλ έγιναν μεγάλες αποκαλύψεις για το πού
κατέληγε ένα μέρος των χρημάτων. Πρώτοι ανάμεσα στους πρώτους έθεταν το
ζήτημα οι ίδιοι οι Αμερικανοί πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, που
ενδιαφέρονταν ν’ αξιοποιηθούν τα χρήματα σε συγκεκριμένους ταξικούς
σκοπούς και να μη μειώνονται, για να μπαίνουν στις τσέπες ακόμα και των
απόλυτα δικών τους ανθρώπων. Άλλωστε οι αστοί ηγέτες δεν μπορεί να
εμπιστεύονται συνεργάτες και όργανά τους που εξαγοράζονται, αφού έτσι
μπορεί να περάσουν εύκολα στο στρατόπεδο του ανταγωνιστή.
Η
έκπληξη του ΣΥΡΙΖΑ και το δέος που νιώθει, μπροστά σε δήθεν
πρωτοφανέρωτα φαινόμενα, δεν είναι καθόλου ειλικρινή, με την έννοια ότι
επιλέγει ένα παράγωγο φαινόμενο για να στηρίξει το διαχωρισμό των
κεφαλαιοκρατών σε «τίμιους» και «διεφθαρμένους». Πιστεύει ότι με την
ηθικολογία μπορεί ν’ «αγοράσει» ένα σημαντικό μέρος ψήφων, και μάλιστα
βάζοντας στον πάγκο αυτής της αγοράς την ιστορικά αποδεδειγμένη
ανιδιοτέλεια κι ετοιμότητα για προσωπική θυσία των κομμουνιστών. Έχουν
το θράσος να λένε ότι είναι και συνεχιστές αυτής της μεγάλης εποποιίας
της ταξικής πάλης στην Ελλάδα.
Για
τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες ιδιαίτερο μέλημα πρέπει να
είναι να κερδίζει έδαφος η ταξική αντίληψη ότι η ελληνική κυβερνητική
εκπροσώπηση στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ γίνεται με
μια εκ των προτέρων αποδοχή ότι τα όρια διαπραγμάτευσης (από τη σκοπιά
πάντα των συμφερόντων της ελληνικής αστικής τάξης) είναι περιορισμένα.
Σ’ αυτές τις ενώσεις τελικά οι αποφάσεις έχουν τη σφραγίδα του ισχυρού ή
των ισχυρότερων κρατών, οι συμβιβασμοί –όταν γίνονται– έχουν ημερομηνία
λήξης. Δεν πρόκειται για ζήτημα υποτέλειας, φοβίας, προδοσίας, αλλά για
κανόνες ανταγωνισμού και αντιπαράθεσης που έχουν υπόβαθρο την
ανισόμετρη ανάπτυξη και την εξέλιξη των ενδοϊμπεριαλιστικών κι
ενδοαστικών αντιθέσεων.
Η
εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα πρέπει, μέσα από την καθημερινή
πάλη, ν’ απαλλαγούν από μια σειρά αστικά ιδεολογήματα που συσκοτίζουν τη
συνείδηση και περιορίζουν την αποτελεσματικότητα των αγώνων. Τέτοια
ιδεολογήματα είναι:
• Ότι είναι προοδευτικό φαινόμενο να υπάρχει κρατικός επιχειρηματικός τομέας ή, το αντίθετο, μόνο ιδιωτικός.
•
Ότι η κρατική παρέμβαση μπορεί ν’ αλλάξει θετικά –υπέρ του εργαζόμενου
λαού– τους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς και να μεταλλάξει το αστικό
κράτος σε μη αστικό, αλλά αριστερό και προοδευτικό.
• Ότι ο ελληνικός λαός υποχρεωτικά πρέπει να ζει εντός της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
•
Ότι το ζήτημα-κρίκος για την αντιμετώπιση της ανεργίας και τη βελτίωση
του βιοτικού επιπέδου είναι να γίνονται πριν απ’ όλα παραγωγικές
επενδύσεις, ότι η λεγόμενη παραγωγική ανασυγκρότηση θ’ αντιμετωπίσει τις
συνέπειες της κρίσης.
Η
διαχειριστική ικανότητα των αστικών κομμάτων μπορεί να είναι επιτυχής ή
και ανεπιτυχής, με κριτήριο πάντα το συμφέρον της αστικής τάξης, την
καπιταλιστική κερδοφορία ή ακόμα και τη διαπραγματευτική ικανότητα στην
ΕΕ και το ΝΑΤΟ, που όμως δεν έχει στόχο την κοινωνική λαϊκή ευημερία,
αλλά την ευημερία τμημάτων του κεφαλαίου, την ευνοϊκότερη μεταχείρισή
τους στις συνθήκες του αδυσώπητου μονοπωλιακού ανταγωνισμού.
Η
μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική διαχείριση σε ευρωπαϊκές χώρες με το
διευρυμένο παραγωγικό κρατικό τομέα και τις εκτεταμένες κοινωνικές
παροχές δεν επιβλήθηκε στην αστική τάξη κυρίως λόγω του συσχετισμού
δυνάμεων. Η φάση αναπαραγωγής του κεφαλαίου ήταν τέτοια, που έδινε τη
δυνατότητα των κοινωνικών παροχών, αλλά και τα συμφέροντα του κεφαλαίου
επέβαλαν για διάφορους λόγους ένα μέρος των μέσων παραγωγής να είναι
κρατική ιδιοκτησία (π.χ., σε επιχειρήσεις που απαιτούσαν μεγάλα
επενδυτικά κεφάλαια, με χαμηλό ποσοστό κέρδους, όμως απαραίτητες για τη
διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου).
Η ΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ
Τα
πρώτα εμβρυικά ίχνη της δικομματικής διαπάλης κι εναλλαγής τα βρίσκουμε
με την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, μετά από την Επανάσταση
του 1821, η διαμόρφωση του οποίου ήταν αργή και βασανιστική. Οι
ενδοαστικές αντιπαραθέσεις και η προσπάθεια συγκρότησης και στερέωσης
του αστικού κρατικού μηχανισμού μπλέκονταν με τις διαφορετικές επιλογές
για τον εξωτερικό προσανατολισμό του νεότευκτου κράτους και με τη
στρατηγική της εθνικής ολοκλήρωσης, γεγονός που οδήγησε τις
αντιμαχόμενες μερίδες της αστικής τάξης (που περιελάμβαναν και
αστοποιημένα στρώματα της παλιάς οθωμανικής διοίκησης, όπως οι
κοτζαμπάσηδες, οι Φαναριώτες και ο ανώτερος κλήρος) σε οξύτατες
πολιτικές αντιπαραθέσεις. Ταυτόχρονα με αυτά, πρέπει να συνυπολογιστεί
ότι οι Έλληνες αστοί, εφοπλιστές κι έμποροι, ήταν πανίσχυροι στον
εξωελλαδικό χώρο, στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήξεραν ότι
εκεί είναι ο χώρος του πλουτισμού τους, ενώ για την «πατρίδα Ελλάδα»
περιορίζονταν σε μικρού μεγέθους επενδύσεις, με κριτήριο το γρήγορο
κέρδος.
Θεωρείται από πολλούς ιστορικούς –κι έχουν δίκιο– ότι ο συνεπής οπαδός
του δικομματικού πολιτικού συστήματος ήταν ο Χαρίλαος Τρικούπης και το
κόμμα του. Ο ίδιος επιζητούσε ως πρώτο ζήτημα αστικούς θεσμικούς
εκσυγχρονισμούς για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα και ως
δεύτερο ζήτημα την ολοκλήρωση της εθνικής επικράτειας. Θεωρούσε –και
σωστά από την πλευρά των ταξικών επιδιώξεών του– ότι το αστικό
κοινοβούλιο στην Ελλάδα πρέπει να προσεγγίσει ή να φτάσει στο ευρωπαϊκό
πρότυπο, ότι ο δικομματισμός μπορεί να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της κυρίαρχης πολιτικής,
σε αντίθεση με τον τύπο του πολυκομματισμού που υπήρχε μέχρι τότε και ο
οποίος χαρακτηριζόταν από μεγάλη ρευστότητα, ενώ ο θρόνος είχε
εκτελεστικές αρμοδιότητες με βάση και το νέο σύνταγμα του 1864. Το
αποτέλεσμα ήταν να σχηματίζονται κυβερνήσεις μειοψηφίας, να διορίζονται
κυβερνήσεις ανεξάρτητα από τα εκλογικά αποτελέσματα.
Η
επί πολλά χρόνια διαμάχη μέσα στο δίπολο των μοναρχικών και
αντιμοναρχικών, και επί Όθωνα και επί Γεωργίου Α΄ και επί Κωνσταντίνου
Α΄ αργότερα, ήταν πραγματική, αλλά δεν ήταν ουσιαστική, με την έννοια
ότι δεν έθεταν θέμα αρχής αν πρέπει να υπάρχει βασιλεία ή όχι. Αντίθετα,
και οι δύο πόλοι θεωρούσαν τη βασιλεία παράγοντα σταθερότητας, οι
διαφορές αφορούσαν το εύρος ή τον περιορισμό των βασιλικών αρμοδιοτήτων
και πιο ουσιαστικά το ζήτημα κατανομής των εξουσιών προς όφελος των
κυβερνήσεων. Βέβαια αυτές οι θέσεις τους επηρεάζονταν από το ποιο κόμμα
είχε σε κάθε φάση την κυβέρνηση.
Η
διαμάχη εκδηλωνόταν ανάμεσα στο κόμμα του Τρικούπη που ήταν ο κύριος
φορέας του αστικού εκσυγχρονισμού και στο κόμμα του Δηλιγιάννη που
αντιδρούσε σε αρκετούς εκσυγχρονισμούς από τη σκοπιά των συμφερόντων των
γαιοκτημόνων και μικροαστών. Στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα στην
Ελλάδα κυριαρχούσε γεωγραφικά η ύπαιθρος (στην οποία βρίσκονταν οι
μικροί καλλιεργητές και οι γαιοκτήμονες), η αγροτική οικογένεια
ταυτιζόταν με μονάδα παραγωγής. Η ίδρυση του ελληνικού κράτους πάντως
οδηγεί τους γαιοκτήμονες στην αλλαγή του προσανατολισμού τους σε άλλες,
πιο κερδοφόρες δραστηριότητες στα αστικά κέντρα και αυτή η εξέλιξη
εκφράζεται στη διαπάλη ανάμεσα στην παλιά και ανερχόμενη νέα πολιτική
εξουσία των αστών, στη διαπάλη ανάμεσα στα κόμματα.
Αναπόσπαστο
στοιχείο της διαπάλης ήταν η στάση απέναντι στο ζήτημα της διεύρυνσης
των γεωγραφικών ορίων της Ελλάδας, η λεγόμενη «απελευθέρωση του
αλύτρωτου ελληνισμού». Ο ένας πόλος, που ήταν συνδεδεμένος με την
Αγγλία, στρεφόταν στην προσάρτηση της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της
Επτανήσου, της Κρήτης και αργότερα της Μακεδονίας, ενώ ο άλλος, που ήταν
πιο κοντά στη Γαλλία και τη Ρωσία, ενδιαφερόταν για την επέκταση της
Ελλάδας στη Μικρά Ασία, στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, με βάση τις
οικονομικές δραστηριότητες των Ελλήνων εφοπλιστών κι εμπόρων, των
βιοτεχνών, των πολιτικών ηγετών της Διασποράς. Στην πράξη όμως, κανένας
από τους δύο πόλους όταν είχε τη διακυβέρνηση δε λειτούργησε, με βάση τη
διακηρυγμένη πολιτική, στη διεύρυνση των γεωγραφικών ορίων της Ελλάδας.
Ο
Χ. Τρικούπης επιδίωκε τη διατήρηση της ειρήνης και την αποφυγή πάση
θυσία μιας γενικευμένης στρατιωτικής σύγκρουσης με την Τουρκία,
υποστήριξε δραστικές μεταρρυθμίσεις στο πολιτικό σύστημα και στους
θεσμούς εξουσίας, στο στρατό, στη δημόσια διοίκηση, στην παιδεία και
ιδιαίτερα στις συγκοινωνιακές μεταφορικές υποδομές. Τη διεύρυνση των
γεωγραφικών ορίων της Ελλάδας την εξαρτούσε από την εσωτερική οικονομική
καπιταλιστική ανάπτυξη και το ρόλο των συμμάχων, ιδιαίτερα της Αγγλίας,
ενώ ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης και το κόμμα του (που παρέμενε πάντα
μικρότερο από το κόμμα των τρικουπικών) επιδίωκε μέσω της πολεμικής
ετοιμότητας και πολεμικών επιχειρήσεων στα σύνορα να πετύχει τη
διεύρυνση, από την οποία εξαρτούσε και την οικονομική καπιταλιστική
ανάπτυξη.
Οξυμένη
αντιπαράθεση ανάμεσα στους τρικουπικούς και δηλιγιαννικούς αποτέλεσαν
οι έμμεσοι φόροι που επέβαλε ο Τρικούπης και οι όποιοι επιβάρυναν κυρίως
τον πληθυσμό των πόλεων, όχι μόνο τους μεγαλοαστούς, αλλά και τους
μικροαστούς.
Αλλά
και η φορολογική πολιτική του Δηλιγιάννη όταν ήταν επικεφαλής της
κυβέρνησης δε διέφερε από του Τρικούπη, δηλαδή δεν εφάρμοζε το σύνθημα
που ως αντιπολίτευση χρησιμοποίησε για να κερδίσει ψήφους, δηλαδή το
σύνθημα «κάτω οι φόροι» λόγω του οποίου ψηφιζόταν από μικροαστικά
στρώματα και τους φτωχούς των πόλεων.
Το
θέμα της βασιλείας διαπλεκόταν με το ζήτημα της σύνδεσης βασικών
μηχανισμών εξουσίας (π.χ. στρατός) με την κυβέρνηση και τα υπουργεία. Οι
ίδιοι οι πολιτικοί που ήταν κατά του στέμματος συμμαχούσαν μαζί του
όταν επρόκειτο να επιβάλλουν στο λαό την κρατική δύναμη. Καμία πλευρά
του πρωτόλειου δικομματικού συστήματος δεν ενδιαφερόταν να κατοχυρώσει
τη λαϊκή παρέμβαση και οπωσδήποτε τα κοινωνικά δικαιώματα του
εργαζόμενου λαού.
Το
1902-1906 γίνονται ανακατατάξεις στις δύο ισχυρές παρατάξεις, την
τρικουπική και δηλιγιαννική, διαμορφώνονται νέες συλλογικότητες και
πολιτικές φυσιογνωμίες, ιδιαίτερα με την εμφάνιση του Ελευθέριου
Βενιζέλου, του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Την περίοδο αυτή η διαμάχη
παίρνει τη μορφή της έντονα προσωποποιημένης αντίθεσης Βενιζέλου -
Κωνσταντίνου. Σε αυτήν εκδηλώνονται με σαφήνεια, ανάμεσα σε άλλες, και
οι διαφορές στο ζήτημα σε ποια ιμπεριαλιστική συμμαχία θα προσφέρει
υπηρεσίες η Ελλάδα, καθώς προετοιμάζεται και πραγματοποιείται ο Α΄
Παγκόσμιος Πόλεμος που η λήξη του συνδέθηκε και με τη Μεγάλη Οκτωβριανή
Επανάσταση.
Στο
αστικό πολιτικό σύστημα επικράτησε ο διαχωρισμός ανάμεσα στους
φιλοπόλεμους και σε ουδετερόφιλους. Ηγέτης της φιλοπόλεμης παράταξης στο
πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ενώ αντίπαλος
«ουδετερόφιλος» –ως γερμανόφιλος– ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Ο
Βενιζέλος επιβλήθηκε με τις λόγχες των Αγγλογάλλων. Αποτέλεσμα ήταν η
εκθρόνιση του Κωνσταντίνου και όχι η κατάργηση της βασιλείας, η
εκστρατεία στη Νότια Ρωσία, αργότερα η Μικρασιατική Εκστρατεία που
αντανακλούσε τις επεκτατικές διαθέσεις της αστικής τάξης που ταυτίζονταν
με τις επιδιώξεις του αγγλογαλλικού ιμπεριαλισμού.
Το
πρόβλημα της σχέσης του θρόνου με το αστικό πολιτικό σύστημα παρέμεινε
για όλο σχεδόν τον 20ό αιώνα και πιο συγκεκριμένα ως το δημοψήφισμα του
1974, το οποίο κατήργησε τη βασιλεία ως θεσμό, στόχο που για τους δικούς
της λόγους υπηρετούσε και η απριλιανή Χούντα.
Ο
Ελευθέριος Βενιζέλος, αξιοποιώντας τη φήμη του επαναστάτη από το κίνημα
του Θερίσου, ως αστός πολιτικός είχε κατανοήσει τη σημασία των αστικών
εκσυγχρονισμών που είχε ανάγκη ο ελληνικός καπιταλισμός και ο ρόλος της
ανάπτυξης της βιομηχανίας. Εδώ εντάσσονται η καθιέρωση δωρεάν
υποχρεωτικής στοιχειώδους εκπαίδευσης, η ίδρυση αγροτικών συνεταιρισμών,
η ασφάλιση των εργαζομένων και η 8ωρη εργασία, η μονιμότητα των
δημόσιων υπαλλήλων κ.ά. Την ίδια ώρα, έδειχνε, όπως όλοι οι αστοί
πολιτικοί ηγέτες, το μίσος του απέναντι στο εργατικό κίνημα σε συνθήκες
που είχαν αυξηθεί σημαντικά οι βιομηχανικές μονάδες, με αποτέλεσμα την
αύξηση των εργατών και την αφύπνιση της αγωνιστικότητας των συνδικάτων,
σε αντίθεση με το συντεχνιακό χαρακτήρα που είχαν εξαιτίας και της
συμμετοχής των εργοδοτών στις εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ο
Βενιζέλος απέδειξε την ικανότητά του από τη μια μεριά να κάνει
υποχωρήσεις προς το εργατικό κίνημα και από την άλλη να επιδιώκει με
συγκεκριμένα μέτρα και νόμους να καταστείλει το κίνημα ώστε να μην
υποχρεωθεί σε περισσότερες παραχωρήσεις και υποχωρήσεις στην πορεία.
ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΝΑΛΛΑΓΗΣ ΑΠΟ ΤΟ 1974 ΚΑΙ ΜΕΤΑ
Πιο
κοντά στη σύγχρονη εμπειρία βρίσκεται η διαμόρφωση του δικομματισμού
ανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ στη μεταπολίτευση, με απαρχή την παράδοση
της διακυβέρνησης από τη δικτατορία στις αστικές πολιτικές δυνάμεις.
Το ΚΚΕ χαρακτήρισε την εναλλαγή αυτή ως προϊόν συμβιβασμού. Η απόφαση της ΚΕ στις 29 Ιούλη 1974 έλεγε: «Μπροστά
σ’ αυτήν την κατάσταση, η χουντική ηγεσία, με οδηγίες της Ουάσιγκτον
και άλλων ηγετικών ΝΑΤΟϊκών κύκλων, ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας σε
συντηρητικούς αστούς πολιτικούς, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο
Καραμανλή». Το Γενάρη του 1975 η 2η Ολομέλεια της ΚΕ υπογράμμιζε: «…το
γεγονός ότι η αντικατάσταση της δικτατορίας έγινε από τα πάνω με
συμβιβασμό ανάμεσα στη Χούντα, τους ιμπεριαλιστές και τις συντηρητικές
πολιτικές δυνάμεις, καθόρισε τον περιορισμένο χαρακτήρα της μεταβολής
της 23ης του Ιούλη. Στην εξουσία ήρθαν οι συντηρητικές δυνάμεις.
Πρόκειται για αναγκαστική αλλαγή μορφής εξουσίας των μονοπωλίων,
εγχώριων και ξένων…».
Το
αστικό πολιτικό σύστημα, όπως ήταν διαμορφωμένο μέχρι το 1967, με τις
όποιες δικαιοδοσίες του θρόνου, εξάντλησε τα όριά του. Η πτώση της
δικτατορίας, που μάλιστα πραγματοποιήθηκε με πρόσχημα τον
αντικομμουνισμό και την τάχα ένοπλη προετοιμασία για την κατάργηση της
αστικής δημοκρατίας, αντικειμενικά δημιούργησε ορισμένες προϋποθέσεις
για τη νομιμοποίηση της δράσης του ΚΚΕ, καθώς και την κατάργηση
αντικομμουνιστικών νόμων που ίσχυαν από τα χρόνια του εμφυλίου,
ορισμένοι και πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η
εναλλαγή το 1974 ανέδειξε ένα καινούργιο στοιχείο που είχε ωριμάσει
στις συνθήκες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, των εξελίξεων
στην κοινωνική διαστρωμάτωση, για το οποίο δυστυχώς το Κόμμα μας δεν
είχε έγκαιρη πρόβλεψη, εξαιτίας λαθεμένης αντίληψης για το επίπεδο
ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα, στην κοινωνική διαστρωμάτωση,
των επιδράσεων από την προετοιμασία ένταξης στην ΕΟΚ: Είχαν ωριμάσει οι
συνθήκες για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου μαζικού σοσιαλδημοκρατικού
κόμματος, το άλλο σκέλος του δικομματικού πολιτικού συστήματος, που
ταυτόχρονα θα γινόταν ανάχωμα στην τάση ριζοσπαστικοποίησης που θα
έφερνε κυρίως η δράση του ΚΚΕ. Δεν έγινε μόνο ανάχωμα, αλλά και όργανο
ενσωμάτωσης δυνάμεων που επί χρόνια είχαν συνεργαστεί με το ΚΚΕ μέσω της
ΕΔΑ.
Το
ΠΑΣΟΚ δεν εξέφραζε απλά τις ταλαντεύσεις –τύπου εκκρεμούς– των
μικροαστικών στρωμάτων, όπως αρχικά εκτιμήθηκε. Η υιοθέτηση από την
ηγεσία του ορισμένων αντιιμπεριαλιστικών συνθημάτων ήταν ο κατάλληλος
ελιγμός για την ενσωμάτωση ριζοσπαστικών λαϊκών μαζών. Προτού ακόμα
ιδρυθεί το ΠΑΣΟΚ, όταν εμφανίστηκε το ΠΑΚ, ο ηγέτης του Α. Παπανδρέου
οριοθετήθηκε με σαφήνεια κατά του ΚΚΕ, κατά της ΕΣΣΔ και του
σοσιαλιστικού συστήματος, τοποθέτησε την Ελλάδα στη Δύση. Σημειολογικά
βέβαια, για να δίνει την εντύπωση ότι έχει ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά
σε σχέση με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, δήλωνε ότι το ΠΑΣΟΚ δε θα
ενταχτεί στη Σοσιαλιστική Διεθνή!
Η
ελληνική σοσιαλδημοκρατία δεν μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαίρεση έναντι
της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία εξελίχτηκε σε αστική πολιτική
δύναμη και διώκτη του εργατικού κινήματος, εχθρού της σοσιαλιστικής
επανάστασης ακόμα από την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ιδιαίτερα
από τη στιγμή που έγινε κυβερνητική δύναμη. Η αποκάλυψη του χαρακτήρα
του ΠΑΣΟΚ ως του δεύτερου κόμματος της αστικής τάξης έγινε πολύ γρήγορα,
πριν ακόμα τα μέσα της δεκαετίας του 1980 κι ενώ ακόμα υπήρχε θετική
συγκυρία στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Η επιτάχυνση της συντηρητικής
στροφής του ΠΑΣΟΚ και της σύγκλισης με τη ΝΔ οφείλεται και στο γεγονός
ότι έπρεπε να πάρει τα κατάλληλα, στρατηγικής σημασίας, μέτρα για την
ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ενιαία εσωτερική αγορά της ΕΟΚ, που ήταν ο
προθάλαμος για τη μετεξέλιξή της στην ΕΕ.
Ο δικομματισμός στη μεταπολίτευση είχε ουσιαστική συμβολή στην
πραγματοποίηση των συμμαχιών της αστικής τάξης με τα διευρυνόμενα μεσαία
στρώματα, που στο πιο μεγάλο μέρος τους είχαν τις αντικειμενικές και
υποκειμενικές προϋποθέσεις για να γίνουν το μαξιλάρι θωράκισης του
συστήματος μαζί με τη διευρυνόμενη εργατική αριστοκρατία. Επίκεντρο των
συμμαχιών ήταν όσο γινόταν περισσότερα μεσαία στρώματα, ιδιαίτερα αυτά
που κινούνταν δορυφορικά στα μονοπώλια, σε τομείς που τα μονοπώλια δεν
ενδιαφέρονταν ακόμα για επένδυση και πρόσβλεπαν στην προετοιμασία
εδάφους-αγοράς από μεσαίους και μικρούς επιχειρηματίες. Στη συμμαχία
εντάσσονταν οι μεσαίοι και μικροί αγρότες, αλλά και η εργατική
αριστοκρατία κι εκείνο το τμήμα της εργατικής τάξης που είχε σχετικά
υψηλότερες απολαβές και απολάμβανε συντεχνιακού τύπου προνόμια.
Στην πολιτική συμμαχιών εντάσσονται και οι προσπάθειες προσεταιρισμού
μικρότερων κομμάτων, ρεφορμιστικών, οπορτουνιστικών, ώστε να υπάρχει
στεφάνη ασφαλείας απέναντι στο ΚΚΕ, στο εργατικό κίνημα, να στηθούν
αναχώματα στην αναγκαία και δυνατή, παρά τις διαφορές, συμμαχία της
εργατικής τάξης με τα κατώτερα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων.
Το
ΠΑΣΟΚ παρουσίασε στην ανοδική πορεία του όλα τα αντιλαϊκά προτερήματα
της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας. Αναφερόμαστε στο προτέρημα να
επιβάλλει με ικανότητα και κατάλληλες τακτικές κινήσεις, μεγάλης
ευελιξίας, την παραπλανητική διαχωριστική γραμμή ώστε να θεωρείται αυτό η
εναλλακτική λύση. Το ΠΑΣΟΚ από το 1974 ως το 1981 μπόρεσε ν’
αξιοποιήσει την έλλειψη ευελιξίας της ΝΔ, που δεν τόλμησε να κάνει ούτε
εκείνες τις ανώδυνες επιλογές για τη συγκεκριμένη περίοδο, που είχαν
κάνει αστικά κόμματα στη Δυτική καπιταλιστική Ευρώπη μετά από το Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο: Την κατάργηση των πιστοποιητικών κοινωνικών
φρονημάτων, την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, την υιοθέτηση
ορισμένων συνθημάτων που δεν έρχονταν σε αντίθεση με το πρόγραμμα και
την πολιτική της, όπως με μεγάλη ικανότητα έκανε το ΠΑΣΟΚ, το διαχωρισμό
Εκκλησίας και κράτους, που ούτε το ΠΑΣΟΚ τόλμησε. Ακόμα και ορισμένα
ανοίγματα που έκανε προς ορισμένες βαλκανικές χώρες, δεν τα αξιοποίησε
προπαγανδιστικά.
Έτσι
το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να «περάσει» στο δοκιμαζόμενο, πολλά χρόνια, ελληνικό
λαό από την πολιτική της ΕΡΕ, συνέχεια της οποίας ήταν η ΝΔ, τη γραμμή
ότι αυτό αποτελεί εναλλακτική λύση στην «επάρατη» Δεξιά, ότι όσο η ΝΔ
ήταν στην κυβέρνηση ελλόχευε ο κίνδυνος της Μακρ
ονήσου και των Γιούρων. Η
ευελιξία του ΠΑΣΟΚ στα συνθήματα και στις ψευδεπίγραφες ή δευτερεύουσες
διαχωριστικές γραμμές δεν οφειλόταν μόνο στη δυσκολία της ΝΔ να
προσαρμοστεί στις μεταδικτατορικές εξελίξεις. Οφειλόταν και στο γεγονός
ότι η κοινωνική του βάση ήταν ευρύτερη, εξέφραζε ένα μικροαστικό
αντιιμπεριαλισμό, πρόβαλλε το σύνθημα «του τρίτου δρόμου προς το
σοσιαλισμό», πράγμα που επηρέαζε –και ως ένα βαθμό– δελέαζε μικροαστικά
στρώματα, αλλά κι ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης που είχε
αποστασιοποιηθεί από την αντικομμουνιστική προπαγάνδα και τις διώξεις.
Η
σοσιαλδημοκρατία είχε ως πριν λίγα χρόνια στην Ελλάδα την ικανότητα
τακτικών ελιγμών κι εκσυγχρονισμών που της προσέδιδαν επιφανειακά
ειδοποιό διαφορά από τη ΝΔ, ακόμα και την περίοδο που η σύγκλιση των
προγραμμάτων των δύο κομμάτων εξελίχτηκε σε εξομοίωση.
Το
ΠΑΣΟΚ, πράγμα που σήμερα επίσης το κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ, προσπάθησε να
δώσει ένα σχετικά διαφορετικό νόημα, στα λόγια βέβαια, στον πατριωτισμό,
σε αντίθεση με την ταύτιση του πατριωτισμού με τον αμερικανικό
ιμπεριαλισμό, το δυτικοευρωπαϊκό καπιταλισμό, τον αντισοσιαλισμό και
αντικομμουνισμό της ΝΔ. Με το σύνθημα «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες»
(το επανέφερε κάποια στιγμή και ο Τσίπρας), με τις κραυγές κατά της
υποτέλειας, της αποικιοποίησης, της πολιτικής δημιουργίας προτεκτοράτων,
πετύχαινε δύο στόχους ταυτόχρονα: Ν’ αξιοποιήσει το συγκριτικά με τις
ανάγκες χαμηλό επίπεδο της εργατικής πολιτικής συνείδησης, να το
χρησιμοποιήσει επίσης ως μέσο άσκησης πίεσης στους κόλπους της ΕΟΚ και
του ΝΑΤΟ υπέρ, βεβαίως, των συμφερόντων της αστικής τάξης της Ελλάδας,
του ελληνικού καπιταλισμού. Το ΠΑΣΟΚ προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τις
διαφορετικές τότε συνθήκες από πλευράς συσχετισμού δυνάμεων, με την
ύπαρξη του σοσιαλιστικού συστήματος και κυρίως του Κινήματος των
Αδέσμευτων. Σε σύγκριση με τη ΝΔ, επιδίωκε να υιοθετήσει είτε τα ίδια
είτε παραφρασμένα συνθήματα από αυτά που χρησιμοποιούσε το ΚΚΕ, ώστε να
προσεταιριστεί το χώρο του, πράγμα στο οποίο η ΝΔ προσπαθούσε ν’
αντιπαρατεθεί με επιθετικό τρόπο, με απόρριψη και καταδίκη. Άρα ο
δικομματισμός δε σημαίνει δύο ίδια κόμματα σε όλα, αλλά δύο κόμματα
στηρίγματα του αστικού πολιτικού συστήματος με την κοινή τους
στρατηγική, αλλά και μέσα από τη διελκυστίνδα της ανώδυνης εκκωφαντικής
αντιπαράθεσης. Η σοσιαλδημοκρατία περιέκλειε μέσα της πολύ μεγαλύτερες
δυνατότητες να οσμίζεται τις διαθέσεις των μαζών, τα υπόγεια ρεύματα,
τις τάσεις ριζοσπαστισμού.
Επιβεβαιώνεται
ότι, ακόμα κι αν ένα κόμμα εμφανίζεται αμφιταλαντευόμενο ανάμεσα στην
αστική και την εργατική τάξη, αναπόφευκτα θα υπηρετήσει τις δυνάμεις του
κεφαλαίου, ιδιαίτερα μόλις πάρει το κυβερνητικό πηδάλιο. Η κομματική
του βάση, ακόμα κι αν υιοθετεί ριζοσπαστικά αιτήματα, με βάση τα
συνθήματα που χρησιμοποιεί η ηγεσία του κόμματος, δεν είναι σε θέση ν’
αλλάξει το χαρακτήρα του κόμματος, όταν αυτό έχει διαμορφωθεί σε αστικό
κόμμα ή αποδέχεται να παίξει το ρόλο του αστικού διαχειριστή. Αντίθετα,
οποιαδήποτε ανοχή σε τέτοια κόμματα περικλείουν οι ετερογενείς δυνάμεις,
και δεξιές και αριστερές, στο όνομα να κερδηθεί το αριστερό τμήμα του
με το κίνημα, οδηγεί στην ενσωμάτωση και των μεν και των δε. Ανοίγει το
δρόμο να κυριαρχεί η αντίληψη ότι είναι υποχρέωση του Κομμουνιστικού
Κόμματος να εγκαταλείπει θεμελιακές θέσεις, να παραιτηθεί από την
αυτοτέλειά του, να παίζει ένα και μοναδικό ρόλο: Να επιβλέπει το σύμμαχο
ώστε να μην κάνει υπερβολικές υποχωρήσεις. Πουθενά σε όλο τον 20ό και
21ο αιώνα δεν επιβεβαιώθηκε ότι μέσω συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία
και τα παραρτήματά της υπάρχει ελπίδα αυτή να γίνει ριζοσπαστική, το
αντίθετο συνέβη, ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα εξαφανίστηκαν,
αλλοιώθηκαν, εξαϋλώθηκαν όσον αφορά τον επαναστατικό τους χαρακτήρα.
Η
διαχείριση έχει αυστηρά περιορισμένα όρια, καμία προπαγάνδα ή ελιγμός
δεν είναι σε θέση να καταργήσει το βασικό νόμο και τις εγγενείς
αντιφάσεις του καπιταλισμού. Το εργατικό κίνημα μπορεί να αποσπάσει
ορισμένες παραχωρήσεις, όμως, όσο δυνατό και να είναι, δεν πρόκειται με
συνηθισμένα μέσα να ανατρέψει επιλογές στρατηγικού χαρακτήρα.
Η
ΝΔ ασκούσε τρομοκρατία στο λαό ότι, αν το ΠΑΣΟΚ έλθει στην κυβέρνηση, η
Ελλάδα θα έχανε συμμαχίες, θα έμενε μόνη της, η αναρχία και η πολιτική
αστάθεια θα κυριαρχούσε. Έτσι έδινε εύσημα στο ΠΑΣΟΚ ως κόμμα
φιλοσοσιαλιστικό, ως δύναμη αντιιμπεριαλιστική. Κάτι ανάλογο που κάνει
σήμερα απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, που τον κριτικάρει ως οπαδό του σπάταλου
κρατισμού, εχθρικό στις καπιταλιστικές επενδύσεις, ότι τάχα θέλει την
παράταση της κρίσης και τη χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας. Με αυτόν
τον τρόπο δίνει εύσημα ριζοσπαστισμού στο ΣΥΡΙΖΑ, που σε καμία περίπτωση
δε διαθέτει. Η πολεμική της ΝΔ απέναντι στο ΠΑΣΟΚ παλιότερα, και σήμερα
απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, δε θα μπορούσε να είναι πιο ουσιαστική και
ρεαλιστική, αφού δεν μπορεί και δε θέλει να κάνει κριτική στον
καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης, δεν μπορεί να αναδείξει τις εγγενείς
αντιφάσεις που διέπουν το πρόγραμμα και την πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ. Σίγουρα
η επιλογή να ταυτίζει το ΣΥΡΙΖΑ με κόμμα αντισυστημικό υπηρετεί
συνειδητά το σταθερό στόχο της να κρατά το λαό τρομοκρατημένο απέναντι
στον πραγματικό ριζοσπαστισμό, το ριζοσπαστισμό που μπολιάζεται σταθερά
με αντικαπιταλιστική, αντιμονοπωλιακή συνείδηση.
Το
διαχρονικό ιδεολογικό υπόστρωμα της ΝΔ δεν την αφήνει ως σήμερα να
αναγνωρίσει τον αναντικατάστατο ρόλο του ΠΑΣΟΚ στη χειραγώγηση των
λαϊκών μαζών, στον εκμαυλισμό συνειδήσεων, στην εξαγορά και στην
υποταγή. Αυτό που πέτυχε το ΠΑΣΟΚ δεν είχε τη δυνατότητα να το πετύχει η
ΝΔ ως μεταλλαγμένη ΕΡΕ, παρά τις εκσυγχρονιστικές προσαρμογές που έκανε
στη φυσιογνωμία της στη μεταπολίτευση.
Ούτε
η ΝΔ, ούτε το ΠΑΣΟΚ και τα αλλά σοσιαλδημοκρατικά παρακλάδια επιθυμούν
να αναγνωρίσουν στο ΣΥΡΙΖΑ το ρόλο που διαδραματίζει στο σύγχρονο
εκμαυλισμό συνειδήσεων, με τα αριστερά και αντιμερκελικά του πρόσημα.
Υπάρχει λογική εξήγηση: Απέναντί τους δεν έχουν απλά έναν
αντιπολιτευόμενο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά έναν επίδοξο κυβερνητικό διαχειριστή.
Επομένως, τέλος τα χαϊδέματα που απολάμβανε ο οπορτουνισμός πριν λίγα
χρόνια, είτε ως Συνασπισμός της Αριστεράς είτε ως ΣΥΡΙΖΑ.
Και τα δύο κόμματα είχαν συνηθίσει τα τελευταία 40 χρόνια στις
πολύτιμες γι’ αυτά υπηρεσίες μικρών οπορτουνιστικών κομμάτων, είτε ως
«ΚΚΕ εσωτερικού», είτε ως ΕΑΡ, είτε ως Συνασπισμός της Αριστεράς και της
Προόδου. Είχαν συνηθίσει στις πολύτιμες υπηρεσίες του «ΚΚΕ εσωτερικού»,
που και μόνο ο τίτλος του τους έδινε αέρα στα πανιά να μιλάνε για το
ΚΚΕ ως ΚΚΕ «εξωτερικού», όργανο της Μόσχας, ξενοκίνητο, ετεροκίνητο,
εχθρικό κι επικίνδυνο για το λαό. Είχαν συνηθίσει στα άλλοθι που τους
παρέσχε η «Εθνική Αντιδικτατορική Ενότητα» (η γνωστή ΕΑΔΕ του «ΚΚΕ
Εσωτερικού») ή στην από δεξιά κριτική του Λεωνίδα Κύρκου να φωνάζει ότι
οι αμερικανονατοϊκές βάσεις δεν μπορεί να φύγουν από την Ελλάδα όπως
υποσχέθηκε προεκλογικά το ΠΑΣΟΚ, γιατί «δεν είναι ραπανάκια που
ξεριζώνονται».
Είχαν
αξιοποιήσει την ευρωλαγνεία των οπορτουνιστών και τώρα τους
κακοφαίνεται η υποκριτική κριτική στην ΕΕ. Είχαν αξιοποιήσει την
οπορτουνιστική άποψη για τις δύο υπερδυνάμεις που καταδυνάστευαν την
ανθρωπότητα, με την εξίσωση των ΗΠΑ με την ΕΣΣΔ, στην αναντικατάστατη
προσφορά των οπορτουνιστών που πανηγύρισαν τη νίκη της αντεπανάστασης.
Είχαν δηλαδή συνηθίσει στην αμέριστη βοήθεια του οπορτουνισμού στο
σύστημα, χωρίς να διεκδικεί όμως να γίνει αρχιδιαχειριστής στο
κυβερνητικό πηδάλιο.
Δεν
υπάρχει στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που δε βγήκε φόρα παρτίδα να πει δημόσια,
λίγες μέρες μετά από τις ευρωεκλογές, ότι ούτε οι επενδυτές, ούτε οι
τράπεζες, ούτε τα χρηματιστήρια έδειξαν πανικό με την πρωτιά του
κόμματός τους. Πανηγυρίζουν γιατί δεν επιβεβαιώθηκε η τρομοκρατία που
ασκούσε η ΝΔ, ότι, αν έρθει πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ, θα σημάνει
αποσταθεροποίηση. Στο συγκεκριμένο ζήτημα δικαιώνεται, δεν υπάρχει λόγος
το κεφάλαιο να νιώθει αποσταθεροποίηση, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να
σταθεροποιήσει το σύστημα και να το σώσει από την κρίση στηρίζοντας την
καπιταλιστική ανάκαμψη. Θέλοντας ν’ απαντήσουν στην τρομολαγνεία της ΝΔ
και του ΠΑΣΟΚ, επιβεβαιώνουν το ΚΚΕ για το τι είναι και πού το πάει ο
ΣΥΡΙΖΑ.
Βεβαίως
η αστική τάξη είναι φυσικό να νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια με μια
κυβέρνηση που απαρτίζεται από κόμμα ή κόμματα σάρκα από τη σάρκα της,
αλλά είναι ρεαλίστρια. Όταν τα δικά της κόμματα, τα δικά της παιδιά,
ορφανεύουν από ψήφους, δεν έχει πρόβλημα να ανεχτεί, να στηρίξει ένα
κόμμα που μπορεί να χειραγωγήσει το εργατικό, το λαϊκό κίνημα,
υπηρετώντας με τη μια ή την άλλη συνταγή την κερδοφορία της,
εδραιώνοντας το πολιτικό της σύστημα, την αστική δημοκρατία, τον αστικό
κοινοβουλευτισμό.
Η
αστική τάξη βιώνει και τις δικές της ενδοαστικές αντιθέσεις, την
διαπερνά ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, σε συνθήκες που η
συγκεντροποίηση του κεφαλαίου οδηγεί μια σειρά καπιταλιστικές
επιχειρήσεις, και μάλιστα σύγχρονες, στην πτώχευση, περιθωριοποίηση,
στην υποβάθμιση. Τα κυβερνητικά κόμματα έχουν την ευθύνη, όταν οι
ενδοαστικές αντιθέσεις παίρνουν οξυμένη μορφή, να διασφαλίζουν τη
συμμόρφωση, την υποταγή των ατομικών καπιταλιστικών συμφερόντων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρει η περίοδος συζήτησης για την ένταξη
της Ελλάδας στην ΕΟΚ και όχι μόνο. Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις, όπως η
εφάπαξ επιβολή φόρων της κυβέρνησης Σημίτη στις καπιταλιστικές
επιχειρήσεις κατά την προετοιμασία ένταξης στη ζώνη του ευρώ.
Όπως σημειώνεται στο «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β΄ τόμος», «από
την πλευρά τμήματος των αστικών δυνάμεων εκφράστηκαν αντιρρήσεις και
επιφυλάξεις που εστιάζονταν κυρίως στο ότι η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη, από
την άποψη της οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης, ώστε να πετύχει
“ισότιμη” συμμετοχή (από την άποψη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων) και
ότι θα μετατρεπόταν η χώρα σε “απλή αποικία”. Ένα τμήμα των καπιταλιστών
επιχειρηματιών και της αστικής πολιτικής τόνιζε ότι ο κατά τη γνώμη
τους αγροτικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας και η μη εγχώρια
ανταγωνιστική βιομηχανική παραγωγή θα δέχονταν πλήγματα και όχι
ωφελήματα από την ένταξη στην ΕΟΚ και ότι θα μειώνονταν οι δυνατότητες
να έχει προστασία η εγχώρια παραγωγή»1.
Πρόκειται
βεβαίως για διαφωνίες συμφερόντων τμήματος της αστικής τάξης που δεν
είχαν σχέση με την από ταξική σκοπιά θέση του ΚΚΕ. Η κυβέρνηση Καραμανλή
της ΕΡΕ δεν αγνοούσε ότι ένα τμήμα του κεφαλαίου στην Ελλάδα θα δεχόταν
άμεσα αρνητικές συνέπειες, ενδεχομένως να γνώριζε και καταστροφή,
ωστόσο το γενικό συμφέρον της αστικής τάξης, της καπιταλιστικής
ανάπτυξης, επέβαλλε τη συμμετοχή στην ιμπεριαλιστική λυκοσυμμαχία που
έδινε ευκαιρίες για άνοιγμα και σε άλλες αγορές, έστω και από θέση
δεύτερου, υποδεέστερου ρόλου, ενώ θα αποκτούσε και πιο ισχυρή οικονομική
και πολιτική στήριξη από το ευρωπαϊκό κεφάλαιο.
Στο βιβλίο2
του Μάκη Μαΐλη για το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950
έως το 1967 περιέχονται πλήθος στοιχείων που επιβεβαιώνουν ότι τα αστικά
πολιτικά κόμματα, ιδιαίτερα αυτά που φτάνουν ως το κυβερνητικό πηδάλιο,
δε λειτουργούν μηχανιστικά απέναντι στην αστική τάξη. Η ίδια η αστική
τάξη, ιδιαίτερα τα πιο ισχυρά τμήματά της, δεν είναι απλοί-τυφλοί
υπηρέτες του ευρωπαϊκού και διεθνούς κεφαλαίου. Δεν παραιτούνται από την
προσπάθεια να παίξουν ενεργό ρόλο, έστω υποδεέστερο λόγω της
ανισόμετρης ανάπτυξης, στη διεθνοποίηση της δράσης του κεφαλαίου,
γνωρίζοντας βεβαίως ότι τελικά κυριαρχούν τα μονοπώλια των ηγετικών
ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η ελληνική αστική τάξη και τα κόμματά της, τα
ηγετικά τους στελέχη, δε διστάζουν, ανάλογα βεβαίως και με την προσωπική
τους τόλμη και το κύρος τους στο πολιτικό σύστημα, να μπουν βαθιά στο
κουβάρι των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ακόμα και να ρισκάρουν. Να
αλλάζουν συμμάχους, ακόμα και να έρχονται σε αντίθεση με εκείνους τους
εγχώριους κι εξωτερικούς θύλακες που τους στήριξαν ως ανερχόμενα
πολιτικά στελέχη και πρωθυπουργούς. Τέτοια παραδείγματα προσφέρει η
περίπτωση Αλέξανδρου Παπάγου, Κωνσταντίνου Καραμανλή, ακόμα και Ανδρέα
Παπανδρέου. Η αποκαλούμενη ξενόδουλη και αμερικανοκίνητη ελληνική
πολιτική ηγεσία δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να διαφοροποιήσει τη στάση
της και να δώσει βάρος στο λεγόμενο ευρωπαϊκό προσανατολισμό, χωρίς
βεβαίως να διαρρηγνύει τους δεσμούς της με τις ΗΠΑ. Τα πιο ισχυρά
τμήματα της αστικής τάξης, οι νέοι επιχειρηματικοί όμιλοι που
διαμορφώθηκαν στη δεκαετία του 1960, αλλά και οι πολιτικοί ηγέτες στο
τότε δίπολο Δεξιά-Κέντρο, γνώριζαν καλά ότι η αμερικανική συμμαχία είχε
περισσότερο στρατιωτικό-στρατηγικό χαρακτήρα, καθώς η Ελλάδα ήταν το
προχωρημένο αμερικανονατοϊκό φυλάκιο στα σοσιαλιστικά Βαλκάνια. Γνώριζαν
ότι δεν είχαν τίποτε να κερδίσουν από τις πολύ περιορισμένες
αμερικανικές επενδύσεις στην Ελλάδα, αντίθετα, τα οικονομικά συμφέροντά
τους ήταν εξ αντικειμένου διασυνδεδεμένα με τα ευρωπαϊκά μονοπώλια και
την ΕΟΚ.
Στο
ίδιο βιβλίο επίσης, αναφέρονται γεγονότα που αποδεικνύουν ότι η σχέση
του αστικού πολιτικού κόσμου με το παλάτι δεν ήταν σταθερά και
διαχρονικά η ίδια, πέρασε πολλές διακυμάνσεις, προκάλεσε πολλές
αντιθέσεις εξ ου και διαμορφώθηκαν και με τη βοήθεια της Χούντας οι
συνθήκες για την κατάργηση της βασιλείας. Ο θρόνος γινόταν αποδεκτός από
τον αστικό πολιτικό κόσμο σε συνθήκες καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού
μόνο ως ένα σύμβολο εθνικής ενότητας, ενώ ταυτόχρονα αμφισβητούνταν οι
παρεμβάσεις στην κυβέρνηση και στον έλεγχο και το ρόλο του στρατού. Στο
πλαίσιο αυτό, αναφέρονται οι αντιθέσεις του Παπάγου με το παλάτι, η
άρνηση του παλατιού να δεχτεί ως πρωθυπουργό τον Παπάγο, ο οποίος ήθελε
να έχει στα χέρια του όλα τα κλειδιά της εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα ήταν
από τους εκλεκτούς της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Στο ίδιο πλαίσιο, εκφράστηκαν
οι αντιθέσεις ανάμεσα στο θρόνο και τον Κ. Καραμανλή και τα κόμματα του
Κέντρου.
ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Αυτά
τα παραδείγματα έχουν άμεση πολιτική επικαιρότητα, καθώς αποδεικνύουν
τις γενικές τάσεις, τους όρους διαμόρφωσης και ανανέωσης του αστικού
πολιτικού συστήματος, πώς αυτό αναδιαμορφώνει τις εφεδρείες του.
Η
σύγχρονη καπιταλιστική οικονομική κρίση αναδεικνύει σήμερα την
αντιπαράθεση στους κόλπους της ΕΕ και στην Ελλάδα ανάμεσα σε δύο μορφές
διαχείρισης, την περιοριστική ή την επεκτατική διαχείριση. Δεν πρόκειται
για ένα προπαγανδιστικό τρικ. Εκφράζει, αντανακλά την αγωνία για το πώς
είναι δυνατό ν’ αντιμετωπιστούν οι εγγενείς αντιφάσεις που
χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό, τη διάρκεια της κρίσης, μπροστά σε μια
προοπτική υποτονικής ανάπτυξης, εν μέσω κατακόρυφα οξυμένων
ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων ανάμεσα σε παλιά και νέα ιμπεριαλιστικά
κέντρα. Αποτυπώνει την αγωνία των κρατών-μελών που η κρίση τούς χτύπησε
περισσότερο, χάνουν πόντους στην ιμπεριαλιστική ιεραρχία.
Οι
κρίσιμες επιλογές, ακόμα και οι προσωρινοί ελιγμοί στο πλαίσιο του
καπιταλισμού, δεν είναι τυχαίες, δεν καθορίζονται από την επιθυμία ενός
κυβερνητικού κόμματος, υποτάσσονται σε μια αντικειμενική εσωτερική
λογική, στους αντικειμενικούς νόμους του καπιταλισμού, στον απόλυτο νόμο
της υπεραξίας, του κέρδους, της συνεχούς διεύρυνσης της δράσης του
κεφαλαίου σε νέες διεθνείς αγορές.
Είναι
σοβαρό ζήτημα όταν ο λαός επηρεάζεται κι ετεροκαθορίζει τα συμφέροντά
του, ιδιαίτερα η εργατική τάξη, από την πολιτική αντιπαράθεση στους
κόλπους του αστικού πολιτικού συστήματος ανάμεσα στους πόλους
Δεξιά-Κέντρο, Δεξιά-σοσιαλδημοκρατία, Δεξιά-Αριστερά. Ειδικά όταν
επηρεάζεται από τον έναν ανταγωνιστή εναντίον του άλλου, όταν επιλέγει
συνταγή διαχείρισης. Όταν παραμερίζει δηλαδή την πραγματική διαχωριστική
ταξική γραμμή, την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, την ασυμφιλίωτη
αντίθεση ανάμεσα στην εξουσία της αστικής τάξης και την εξουσία της
εργατικής τάξης.
Η
πολιτικοποίηση των αγώνων δεν μπορεί να περιορίζεται σ’ έναν
αντικυβερνητισμό ή ευρωσκεπτικισμό, ακόμα κι αν αυτός πατάει στη σκληρή
και αδυσώπητη πραγματικότητα αντεργατικών αντιλαϊκών μέτρων, πολιτική
κρατικής βίας και καταστολής. Υποχρεωτικά πρέπει να συμπεριλαμβάνει,
εκτός από την εκάστοτε κυβέρνηση και τα αστικά κόμματα εν γένει, τα
κόμματα της συνδιαλλαγής και με την αστική τάξη, δηλαδή την
καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, τις εκμεταλλευτικές σχέσεις
πάνω στις οποίες χτίζονται και οι σχέσεις πολιτικής καταπίεσης και
χειραγώγησης. Να συνειδητοποιείται ότι η υποδεέστερη θέση της Ελλάδας
στο ευρωπαϊκό και στο γενικότερο σύστημα του ιμπεριαλισμού δεν οφείλεται
στην ανηθικότητα της υποτέλειας των κυβερνητικών κομμάτων, έστω και αν
κάποιοι ηγέτες ήταν λιγότερο ή περισσότερο θαρραλέοι και αποφασιστικοί,
αλλά στην καπιταλιστική ανισομετρία και αναρχία, τον αδυσώπητο
ενδομονοπωλιακό ανταγωνισμό σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
ΟΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ
Για
μας τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες αυτό που έχει σημασία
είναι να επιδράσουμε στο βασικό πεδίο, εκεί που ο αντίπαλος καθορίζει
και αναπαράγει το συσχετισμό δυνάμεων, στον τόπο δουλειάς, στον κλάδο,
με ταυτόχρονη οπτική και δράση την κοινωνική συμμαχία. Απαιτείται να
ξεφύγουμε από ορισμένα επιφανειακά και κοινοβουλευτικού τύπου κριτήρια
με τα οποία μετράμε το συσχετισμό δυνάμεων, το θέμα δεν είναι να τον
μετράμε μόνο, αλλά να ξέρουμε καλά από πού θ’ αρχίσει να ξετυλίγεται το
κουβάρι. Σημασία έχει πώς δουλεύουμε, τι αποτελέσματα έχουμε στο βασικό
μέτωπο, το εργατικό κίνημα. Όσο κι αν έχουμε κάνει βήματα, δεν έχει
γίνει βαθιά συνείδηση και πεποίθηση ότι εδώ πρέπει να είμαστε
απαιτητικοί από τον εαυτό μας, αυστηροί παρά πολύ. Δεν πρόκειται να
γίνει ούτε ένα βήμα θετικό στον αρνητικό συσχετισμό, αν δε γίνει ένα
βήμα στο εργατικό κίνημα, στο κίνημα εκείνο που μόνο το ΚΚΕ ως
οργανωμένη πρωτοπορία της εργατικής τάξης μπορεί να το κάνει, να
συσπειρώσει ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις.
Αυτό
που έχει σημασία είναι η αποκάλυψη του ταξικού χαρακτήρα των αστικών
κομμάτων, η από ταξική σκοπιά αποκάλυψη του χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και των
άλλων κομμάτων που κινούνται στον αστερισμό του Κέντρου με πρόσημο
αριστερό ή δεξιό ή λαϊκό-δεξιό, ρεφορμιστικό. Είναι η ταξική ανάλυση της
στάσης τους απέναντι στο μονοπωλιακό κεφάλαιο στην Ελλάδα και στην
ΕΕ-ΝΑΤΟ. Είναι επιτακτική ανάγκη να επιτευχθεί σε όσο γίνεται μεγαλύτερο
μέρος της εργατικής τάξης η ταξική ανάλυση, η διαλεκτική σχέση
οικονομίας και πολιτικής. Όσο κυριαρχεί στη συνείδηση της εργατικής
τάξης και των συμμάχων της ο μονόδρομος της καπιταλιστικής ανάπτυξης και
της ενσωμάτωσης σε ιμπεριαλιστικές ενώσεις τόσο θα είναι χειραγωγήσιμη η
αγωνιστικότητα και μαχητικότητα των εργατικών λαϊκών μαζών, τόσο θα
μειώνεται η διάθεση για πάλη γύρω από τα οξυμένα προβλήματα, τόσο θα
υπονομεύεται η άσκηση –όσο γίνεται στις συνθήκες του καπιταλισμού–
αποτελεσματικής πίεσης. Η αταξική θεώρηση των προβλημάτων δεν αποτελεί
μόνο εμπόδιο στον αγώνα για την εργατική εξουσία, θέτει εμπόδια ΚΑΙ στον
καθημερινό αγώνα, οδηγεί αναπόφευκτα σε προσωρινές ήττες, που υψώνουν
όλο και νέα εμπόδια στο ξεδίπλωμα και στην κλιμάκωση της ταξικής πάλης
με προοπτική τη νίκη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, στην
οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Η Αλέκα Παπαρήγα είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας και μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής.
1. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β΄ τόμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 146.
2. Μάκη Μαΐλη: «Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950 έως το 1967», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2014.