.
Ο κόσμος της πορτογαλικής λογοτεχνίας μπορεί να είναι στο μεγαλύτερο
μέρος του terra incognita εκτός των συνόρων της μικρής αυτής χώρας, το
όνομα του Φερνάντου Πεσσόα είναι οικείο στους περισσότερους που έχουν
και την παραμικρή ενασχόληση με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, καθώς από τη
δεκαετία του ’80 που ανακαλύφθηκε το έργο του στην Ελλάδα, οι
μεταφράσεις των βιβλίων του, καίτοι δεν περιλαμβάνουν το σύνολο του
τεράστιου έργου του, που δημοσιεύτηκε και συνεχίζει να δημοσιεύεται στο
συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του μετά θάνατον.
Γεννήθηκε σαν σήμερα στη Λισσαβώνα το 1888 κι έχασε τον πατέρα του σε ηλικία πέντε ετών. Δυο χρόνια αργότερα η μητέρα του παντρεύτηκε τον Πορτογάλο πρόξενο στο Ντέρμπαν της Ν. Αφρικής, όπου και ο Φερνάντου πέρασε ένα μεγάλο μέρος της παιδικής κι εφηβικής του ηλικίας. Εκεί ήρθε σε επαφή με την αγγλική κουλτούρα, που άσκησε τεράστια επίδραση πάνω του, όπως φαίνεται κι από το γεγονός πως από τα τέσσερα μόλις έργα που δημοσίευσε όσο ζούσε, τα τρία ήτανα αγγλόφωνα, ενώ υπήρξε επίσης μεταφραστής κλασικών έργων, όπως του Σαίξπηρ και του Έντγκαρ Άλαν Πόε στα πορτογαλικά, μεταφράζοντας επίσης πορτογάλους συγγραφείς στα αγγλικά. Επιστρέφοντας στα 17 του στη Λισαβώνα ξεκίνησε να σπουδάζει Λογοτεχνική Θεωρία, χωρίς να πάρει πτυχίο, ενώ αργότερα εργάστηκε ως εμπορικός αντιπρόσωπος, κάνοντας μια ήσυχη ζωή χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον φαινομενικά.
Ξεκίνησε να γράφει ποιήματα στ’αγγλικά ως μαθητής ακόμα, ενώ την ίδια περίοδο εφευρίσκει και τον πρώτο από μια σειρά “ετερώνυμους”, όπως επικράτησαν να λέγονται, τον Αλεξάντερ Σερτς, μέσω του οποίου έστελνε γράμματα στον εαυτό του. Σε αντίθεση με τα κοινά λογοτεχνικά ψευδώνυμα, κάθε ένας από τους ετερώνυμους ήταν διαφορετικός φανταστικός συγγραφέας, δικό του στυλ, θέματα και φιλοσοφικά συμφραζόμενα. Ένας από τους μελετητές και μεταφραστές του στ’αγγλικά, ο Ρίτσαρν Ζένιθ καταγράφει 72 διαφορετικά ονόματα, ορισμένα όμως εξ αυτών δεν είναι πραγματικοί ετερώνυμοι, αλλά ψευδώνυμα του Πεσσόα ή κάποιου από τους ίδιους τους ετερώνυμους. Άλλοι μελετητές του έχουν προτείνει ως και 127 διαφορετικά ονόματα. Μια από τις ερμηνείες που δόθηκε για την δημιουργία όλων αυτών των ετερωνύμων είναι οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους έβλεπε τον κόσμο, άλλοτε υπό ορθολογική σκοπιά και άλλοτε υπό το πρίσμα ανατολικών φιλοσοφιών.
Οι σημαντικότεροι ετερώνυμοι υπήρξαν ο Αλμπέρτου Καέιρου, ο Άλβαρου ντε Κάμπος και ο Ρικάρντου Ρέις, για τους οποίους γράφει ο Πεσσόα: “Ο Ρικάρντο Ρέις γεννήθηκε το 1887 στο Πόρτο (δε θυμάμαι μήνα και μέρα, αλλά κάπου έχω τις ημερομηνίες), είναι γιατρός και βρίσκεται τώρα στη Βραζιλία. Ο Αλμπέρτο Καέριου γεννήθηκε το 1889 και πέθανε το 1915. Γεννήθηκε στη Λισαβώνα, αλλά πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή στην ύπαιθρο. Δεν είχε δουλειά και σχεδόν καθόλου μόρφωση. Ο Άλβαρου ντε Κάμπους γεννήθηκε στην Ταβίρα, στις 15 Οκτώβρη 1890 (στη 1.30 το απόγευμα […]. Είναι […] ναυπηγός (σπουδάζει στη Γλασκώβη), αλλά τώρα βρίσκεται εδώ στη Λισαβώνα δίχως απασχόληση”.
Ο Αλμπέρτο Καέιρου εμφανίζεται ως πρότυπο των άλλων δύο, αλλά και του ίδιου του Πεσόα, κυρίως με το έργο του “Ο φύλακας των κοπαδιών”, ενός ποιητικού κύκλου όπου με αφορμή τη βουκολική ποίηση εκφράζεται μια φιλοσοφική θεώρηση που οι Πεσόα, Κάμπους και Ρέις χαρακτηρίζουν “παγανισμό”. Για τον Ρέις ο παγανισμός παίρνει τη μορφή του κλασικισμού, ο οποίος εκφράζεται και μορφικά μέσω της χρήσης ωδών με αυστηρό μέτρο, αντίθετα τα ποιήματα του Κάμπους είναι σε πιο ελεύθερο στίχο, με εξαίρεση κάποια σονέτα. Θεματικά έχουν ως επίκεντρο τη ζωή της πόλης και επικεντρώνονται στην έννοια της αποτυχημένης ιδιοφυΐας. Ο Πεσσόα και ο Κάμπους συνδέονται με τον παγανισμό του Καέιρου χάρη στον αποκρυφισμό.
Τα έργα που έγραψε με το “ορθώνυμό” του, δηλαδή το πραγματικό του όνομα, επηρεάστηκε από τη θεοσοφία, τη μασονία, αλλά και την πορτογαλική ιστορία, όπως η ποιητική συλλογή “Μήνυμα”, το μόνο έργο του που δημοσίευσε εν ζωή στα πορτογαλικά, με θέμα ιστορικές προσωπικότητας της χώρας. Το γνωστότερο πεζό του είναι το διήγημα “Ο αναρχικός τραπεζίτης” του 1922, μια σάτιρα με επίκεντρο έναν τραπεζίτη που σε γεύμα με φίλο παραδέχεται πως είναι αναρχικός, καθώς όπως λέει αφού απέτυχε στις νεανικές αναρχικές του απόπειρες, συσσώρευσε πλούτο που του επέτρεψε να επιτύχει το μέγιστο στόχο της αναρχίας, δηλαδή την απαλλαγή από τα δεσμά των κοινωνικών θεσμών. Το έργο αυτό έχει δεχθεί πολλαπλές αναγνώσεις, κάποιες από συντηρητική σκοπιά, που το βλέπουν ως δικαίωση των απόψεών τους για τους “δήθεν επαναστάτες που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο χωρίς ν’αλλάξουν τον εαυτό τους”. Υπό ένα άλλο πρίσμα, το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί ως μια ειρωνική, όσο και εναργής ανάδειξη της συγγένειας που υφίσταται αντικειμενικά μεταξύ αναρχικών και αστικών ιδεών, συγγένεια που είχαν εξάλλου από νωρίς επισημάνει οι κλασικοί του μαρξισμού-λενινισμού. Ο Πεσσόα φυσικά δεν ήταν κομμουνιστής, και για τις πολιτικές του απόψεις έχου γραφτεί αντικρουόμενα πράγματα κατά καιρούς. Σαφώς τον ήλκυε ιδιαίτερα το αυτοκρατορικό παρελθόν της Πορτογαλίας, ενώ είχε επίσης ελιτίστικες απόψεις περί δημοκρατίας. Από την άλλη προς το τέλος της ζωής του συνέγραψε μια σειρά πολιτικών κειμένων ενάντια στη δικτατορία του Σαλαζάρ αλλά και κατά της εισβολής του Μουσολίνι στην Αιθιοπία, το οποίο κόπηκε από τη δικτατορική λογοκρισία. Δημοσίευσε επίσης μια σειρά κειμένων κατά της ανάμειξης της καθολικής εκκλησίας στην πολιτική και υπέρ της μασωνίας.
Έφυγε νέος από τη ζωή, στις 30 Νοέμβρη 1935, πιθανότατα λόγω του χρόνιου αλκοολισμού του, αν και τα τελευταία χρόνια θεωρείται πως αντί για κίρρωση του ήπατος πέθανε από οξεία παγκρεατίτιδα. Άφησε ένα αδημοσίευτο έργο 27.000 χειρογράφων που μελετώνται και εν μέρει παραμένουν ως σήμερα αδημοσίευτα. Θεωρείται ο μεγαλύτερος Πορτογάλος ποιητής μετά τον Λουίς ντε Καμόες του 16ου αιώνα, αλλά κι ένας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους λογοτέχνες του 20ου αιώνα. O μεγάλος νομπελίστας συγγραφέας Ζοζέ Σαραμάγκου δημοσίευσε το έργο “Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις”, αφηγούμενος τη “ζωή” αυτού του ετερώνυμου και μετά το θάνατο του Πεσόα, στη Λισαβώνα του 1936, παρουσιάζοντάς τον μεταξύ άλλων να συνομιλεί με το φάντασμα του συγγραφέα.
Γεννήθηκε σαν σήμερα στη Λισσαβώνα το 1888 κι έχασε τον πατέρα του σε ηλικία πέντε ετών. Δυο χρόνια αργότερα η μητέρα του παντρεύτηκε τον Πορτογάλο πρόξενο στο Ντέρμπαν της Ν. Αφρικής, όπου και ο Φερνάντου πέρασε ένα μεγάλο μέρος της παιδικής κι εφηβικής του ηλικίας. Εκεί ήρθε σε επαφή με την αγγλική κουλτούρα, που άσκησε τεράστια επίδραση πάνω του, όπως φαίνεται κι από το γεγονός πως από τα τέσσερα μόλις έργα που δημοσίευσε όσο ζούσε, τα τρία ήτανα αγγλόφωνα, ενώ υπήρξε επίσης μεταφραστής κλασικών έργων, όπως του Σαίξπηρ και του Έντγκαρ Άλαν Πόε στα πορτογαλικά, μεταφράζοντας επίσης πορτογάλους συγγραφείς στα αγγλικά. Επιστρέφοντας στα 17 του στη Λισαβώνα ξεκίνησε να σπουδάζει Λογοτεχνική Θεωρία, χωρίς να πάρει πτυχίο, ενώ αργότερα εργάστηκε ως εμπορικός αντιπρόσωπος, κάνοντας μια ήσυχη ζωή χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον φαινομενικά.
Ξεκίνησε να γράφει ποιήματα στ’αγγλικά ως μαθητής ακόμα, ενώ την ίδια περίοδο εφευρίσκει και τον πρώτο από μια σειρά “ετερώνυμους”, όπως επικράτησαν να λέγονται, τον Αλεξάντερ Σερτς, μέσω του οποίου έστελνε γράμματα στον εαυτό του. Σε αντίθεση με τα κοινά λογοτεχνικά ψευδώνυμα, κάθε ένας από τους ετερώνυμους ήταν διαφορετικός φανταστικός συγγραφέας, δικό του στυλ, θέματα και φιλοσοφικά συμφραζόμενα. Ένας από τους μελετητές και μεταφραστές του στ’αγγλικά, ο Ρίτσαρν Ζένιθ καταγράφει 72 διαφορετικά ονόματα, ορισμένα όμως εξ αυτών δεν είναι πραγματικοί ετερώνυμοι, αλλά ψευδώνυμα του Πεσσόα ή κάποιου από τους ίδιους τους ετερώνυμους. Άλλοι μελετητές του έχουν προτείνει ως και 127 διαφορετικά ονόματα. Μια από τις ερμηνείες που δόθηκε για την δημιουργία όλων αυτών των ετερωνύμων είναι οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους έβλεπε τον κόσμο, άλλοτε υπό ορθολογική σκοπιά και άλλοτε υπό το πρίσμα ανατολικών φιλοσοφιών.
Οι σημαντικότεροι ετερώνυμοι υπήρξαν ο Αλμπέρτου Καέιρου, ο Άλβαρου ντε Κάμπος και ο Ρικάρντου Ρέις, για τους οποίους γράφει ο Πεσσόα: “Ο Ρικάρντο Ρέις γεννήθηκε το 1887 στο Πόρτο (δε θυμάμαι μήνα και μέρα, αλλά κάπου έχω τις ημερομηνίες), είναι γιατρός και βρίσκεται τώρα στη Βραζιλία. Ο Αλμπέρτο Καέριου γεννήθηκε το 1889 και πέθανε το 1915. Γεννήθηκε στη Λισαβώνα, αλλά πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή στην ύπαιθρο. Δεν είχε δουλειά και σχεδόν καθόλου μόρφωση. Ο Άλβαρου ντε Κάμπους γεννήθηκε στην Ταβίρα, στις 15 Οκτώβρη 1890 (στη 1.30 το απόγευμα […]. Είναι […] ναυπηγός (σπουδάζει στη Γλασκώβη), αλλά τώρα βρίσκεται εδώ στη Λισαβώνα δίχως απασχόληση”.
Ο Αλμπέρτο Καέιρου εμφανίζεται ως πρότυπο των άλλων δύο, αλλά και του ίδιου του Πεσόα, κυρίως με το έργο του “Ο φύλακας των κοπαδιών”, ενός ποιητικού κύκλου όπου με αφορμή τη βουκολική ποίηση εκφράζεται μια φιλοσοφική θεώρηση που οι Πεσόα, Κάμπους και Ρέις χαρακτηρίζουν “παγανισμό”. Για τον Ρέις ο παγανισμός παίρνει τη μορφή του κλασικισμού, ο οποίος εκφράζεται και μορφικά μέσω της χρήσης ωδών με αυστηρό μέτρο, αντίθετα τα ποιήματα του Κάμπους είναι σε πιο ελεύθερο στίχο, με εξαίρεση κάποια σονέτα. Θεματικά έχουν ως επίκεντρο τη ζωή της πόλης και επικεντρώνονται στην έννοια της αποτυχημένης ιδιοφυΐας. Ο Πεσσόα και ο Κάμπους συνδέονται με τον παγανισμό του Καέιρου χάρη στον αποκρυφισμό.
Τα έργα που έγραψε με το “ορθώνυμό” του, δηλαδή το πραγματικό του όνομα, επηρεάστηκε από τη θεοσοφία, τη μασονία, αλλά και την πορτογαλική ιστορία, όπως η ποιητική συλλογή “Μήνυμα”, το μόνο έργο του που δημοσίευσε εν ζωή στα πορτογαλικά, με θέμα ιστορικές προσωπικότητας της χώρας. Το γνωστότερο πεζό του είναι το διήγημα “Ο αναρχικός τραπεζίτης” του 1922, μια σάτιρα με επίκεντρο έναν τραπεζίτη που σε γεύμα με φίλο παραδέχεται πως είναι αναρχικός, καθώς όπως λέει αφού απέτυχε στις νεανικές αναρχικές του απόπειρες, συσσώρευσε πλούτο που του επέτρεψε να επιτύχει το μέγιστο στόχο της αναρχίας, δηλαδή την απαλλαγή από τα δεσμά των κοινωνικών θεσμών. Το έργο αυτό έχει δεχθεί πολλαπλές αναγνώσεις, κάποιες από συντηρητική σκοπιά, που το βλέπουν ως δικαίωση των απόψεών τους για τους “δήθεν επαναστάτες που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο χωρίς ν’αλλάξουν τον εαυτό τους”. Υπό ένα άλλο πρίσμα, το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί ως μια ειρωνική, όσο και εναργής ανάδειξη της συγγένειας που υφίσταται αντικειμενικά μεταξύ αναρχικών και αστικών ιδεών, συγγένεια που είχαν εξάλλου από νωρίς επισημάνει οι κλασικοί του μαρξισμού-λενινισμού. Ο Πεσσόα φυσικά δεν ήταν κομμουνιστής, και για τις πολιτικές του απόψεις έχου γραφτεί αντικρουόμενα πράγματα κατά καιρούς. Σαφώς τον ήλκυε ιδιαίτερα το αυτοκρατορικό παρελθόν της Πορτογαλίας, ενώ είχε επίσης ελιτίστικες απόψεις περί δημοκρατίας. Από την άλλη προς το τέλος της ζωής του συνέγραψε μια σειρά πολιτικών κειμένων ενάντια στη δικτατορία του Σαλαζάρ αλλά και κατά της εισβολής του Μουσολίνι στην Αιθιοπία, το οποίο κόπηκε από τη δικτατορική λογοκρισία. Δημοσίευσε επίσης μια σειρά κειμένων κατά της ανάμειξης της καθολικής εκκλησίας στην πολιτική και υπέρ της μασωνίας.
Έφυγε νέος από τη ζωή, στις 30 Νοέμβρη 1935, πιθανότατα λόγω του χρόνιου αλκοολισμού του, αν και τα τελευταία χρόνια θεωρείται πως αντί για κίρρωση του ήπατος πέθανε από οξεία παγκρεατίτιδα. Άφησε ένα αδημοσίευτο έργο 27.000 χειρογράφων που μελετώνται και εν μέρει παραμένουν ως σήμερα αδημοσίευτα. Θεωρείται ο μεγαλύτερος Πορτογάλος ποιητής μετά τον Λουίς ντε Καμόες του 16ου αιώνα, αλλά κι ένας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους λογοτέχνες του 20ου αιώνα. O μεγάλος νομπελίστας συγγραφέας Ζοζέ Σαραμάγκου δημοσίευσε το έργο “Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις”, αφηγούμενος τη “ζωή” αυτού του ετερώνυμου και μετά το θάνατο του Πεσόα, στη Λισαβώνα του 1936, παρουσιάζοντάς τον μεταξύ άλλων να συνομιλεί με το φάντασμα του συγγραφέα.