V.I. Lenin
Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης (1916).
Μεταγραφή, σχόλια και επεξεργασία σημειώσεων: Μη Απολιθωμένος (ακόμα!) από τις ακτές της Ανατολικής Βαλτικής
Το άρθρο υπάρχει στον 30ό τόμο των «Απάντων», πρβλ. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα,
5η έκδοση, τόμος 30 (Iούλης 1916–Φλεβάρης 1917), Εκδόσεις «Σύγχρονη
Εποχή», Αθήνα 1981, σελ. 131–143. Για την ψηφιοποίηση χρησιμοποίησα την
έκδοση: Β. Ι. Λένιν, Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης —
Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης, Εκδόσεις
Προγκρές, Μόσχα 1985, σελ. 11–28· το κείμενο της έκδοσης αυτής είναι το
ίδιο με το κείμενο του 30ού τόμου της ελληνικής μετάφρασης της 5ης
έκδοσης των «Απάντων». Επειδή οι σημειώσεις της ελληνικής μετάφρασης
παρουσίαζαν κάποιες παραλείψεις, ανέτρεξα στο ρωσικό πρωτότυπο της 5ης
έκδοσης των «Απάντων» (В. И. Ленин, Полное собрание сочинений, Издание
пятое, Том 30 (Июль 1916 ~ февраль 1917), Москва: Издательство
политической литературы, 1973), σελ. 427–433, για να τις συμπληρώσω.
Όσοι και όσες γερμανομαθείς ενδιαφέρονται να διαβάσουν το άρθρο στο
γερμανικό πρωτότυπο, θα το βρουν εδώ: W. I. Lenin, Werke, Band 23
(August 1916–März 1917), Dietz Verlag: Berlin/DDR, 1975, S. 72–83.
ΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ[1]
Στην Ολλανδία, στις Σκανδιναβικές χώρες, στην Ελβετία, από τους κύκλους
των επαναστατών σοσιαλδημοκρατών που παλεύουν ενάντια στην ψευτιά των
σοσιαλσοβινιστών για την «υπεράσπιση της πατρίδας» στο σημερινό
ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ακούγονται φωνές υπέρ της αντικατάστασης της
παλιάς θέσης του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος-μίνιμουμ: «πολιτοφυλακή
ή εξοπλισμός του λαού» ― με μια νέα: «αφοπλισμός». Η
«Jugend-Internationale»[2] άνοιξε συζήτηση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα και
δημοσίευσε στο 3ο φύλλο ένα άρθρο της Σύνταξης υπέρ του αφοπλισμού. Στις
νεότερες θέσεις του Ρ. Γκριμ[3] βρίσκουμε δυστυχώς επίσης μια
παραχώρηση στην ιδέα του «αφοπλισμού». Στα περιοδικά «Neues Leben»[4]
και «Vorbote» έχει αρχίσει συζήτηση.
Ας εξετάσουμε τα επιχειρήματα των υπερασπιστών του αφοπλισμού.
Ι
Το βασικό επιχείρημα είναι ότι το αίτημα του αφοπλισμού είναι η πιο
ξεκάθαρη, η πιο αποφασιστική, η πιο συνεπής έκφραση της πάλης ενάντια σε
κάθε μιλιταρισμό και ενάντια σε κάθε πόλεμο.
Μα σ’ αυτό ακριβώς το βασικό επιχείρημα βρίσκεται η βασική πλάνη των
οπαδών του αφοπλισμού. Οι σοσιαλιστές δεν μπορούν να είναι ενάντια σε
κάθε πόλεμο, αν δεν θέλουν να πάψουν να είναι σοσιαλιστές.
Πρώτο, οι σοσιαλιστές ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν μπορούν να είναι
αντίπαλοι των επαναστατικών πολέμων. Η αστική τάξη των «μεγάλων»
ιμπεριαλιστικών Δυνάμεων έγινε πέρα για πέρα αντιδραστική και τον πόλεμο
που διεξάγει τώρα αυτή η αστική τάξη τον θεωρούμε αντιδραστικό,
δουλοκτητικό και εγκληματικό πόλεμο. Πώς τίθεται όμως το ζήτημα σχετικά
με τον πόλεμο ενάντια σ’ αυτή την αστική τάξη; Λογουχάρη με τον πόλεμο
των καταπιεζόμενων απ’ αυτήν ή των αποικιακών λαών, για την απελευθέρωσή
τους; Στις «θέσεις» της ομάδας «Η Διεθνής», στην παράγραφο 5,
διαβάζουμε: «Στην εποχή αυτού του αχαλίνωτου ιμπεριαλισμού δεν μπορούν
να υπάρξουν κανενός είδους εθνικοί πόλεμοι». Αυτό είναι ολοφάνερα
λαθεμένο.
Η ιστορία του 20ού αιώνα, αυτού του αιώνα του «αχαλίνωτου
ιμπεριαλισμού», είναι γεμάτη από αποικιακούς πολέμους. Αυτό όμως που
εμείς, οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές καταπιεστές της πλειοψηφίας των λαών
του κόσμου, με το σιχαμερό ευρωπαϊκό σοβινισμό που μας χαρακτηρίζει,
ονομάζουμε «αποικιακούς πολέμους», είναι συχνά εθνικοί πόλεμοι ή εθνικές
εξεγέρσεις των καταπιεζόμενων αυτών λαών. Μια από τις πιο βασικές
ιδιότητες του ιμπεριαλισμού είναι ακριβώς ότι επιταχύνει την ανάπτυξη
του καπιταλισμού στις πιο καθυστερημένες χώρες κι έτσι πλαταίνει και
οξύνει την πάλη ενάντια στην εθνική καταπίεση. Αυτό είναι γεγονός. Κι
απ’ αυτό προκύπτει αναπόφευκτα το συμπέρασμα ότι ο ιμπεριαλισμός δεν
μπορεί παρά να γεννά συχνά εθνικούς πολέμους. Ο Γιούνιους,
υπερασπίζοντας στην μπροσούρα του τις προαναφερμένες «θέσεις», λέει ότι
στην ιμπεριαλιστική εποχή κάθε εθνικός πόλεμος ενάντια σε μια από τις
ιμπεριαλιστικές μεγάλες Δυνάμεις οδηγεί στην επέμβαση μιας άλλης, επίσης
ιμπεριαλιστικής μεγάλης Δύναμης που συναγωνίζεται την πρώτη, κι έτσι
κάθε εθνικός πόλεμος μετατρέπεται σε ιμπεριαλιστικό. Μα και το
επιχείρημα αυτό δεν είναι σωστό. Αυτό μπορεί να συμβεί, όμως δεν
συμβαίνει πάντα έτσι. Πολλοί αποικιακοί πόλεμοι στην περίοδο 1900–1914
δεν ακολούθησαν αυτό το δρόμο. Και θα ήταν απλούστατα γελοίο, αν
δηλώναμε ότι, λογουχάρη, ύστερα από το σημερινό πόλεμο, αν αυτός
τελειώσει με την πλήρη εξάντληση των εμπόλεμων χωρών, «δεν μπορεί» να
υπάρξει «κανένας» εθνικός, προοδευτικός, επαναστατικός πόλεμος από την
πλευρά π.χ. της Κίνας σε συμμαχία με την Ινδία, την Περσία, το Σιάμ κτλ.
ενάντια στις μεγάλες Δυνάμεις.
Η άρνηση κάθε δυνατότητας εθνικών πολέμων στην εποχή του ιμπεριαλισμού
θεωρητικά δεν είναι σωστή, ιστορικά είναι ολοφάνερα λαθεμένη και
πρακτικά ισοδυναμεί με ευρωπαϊκό σοβινισμό: εμείς που ανήκουμε στα έθνη
που καταπιέζουν εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη, στην
Αφρική, στην Ασία κτλ., πρέπει να δηλώσουμε στους καταπιεζόμενους λαούς
ότι ο πόλεμός τους ενάντια στα έθνη «μας» είναι «αδύνατος»!
Δεύτερο. Και οι εμφύλιοι πόλεμοι είναι πόλεμοι. Όποιος παραδέχεται την
πάλη των τάξεων δεν μπορεί να μην παραδέχεται τους εμφύλιους πολέμους,
οι οποίοι σε κάθε ταξική κοινωνία αποτελούν τη φυσική και κάτω από
ορισμένες συνθήκες αναπόφευκτη συνέχιση, ανάπτυξη και όξυνση της ταξικής
πάλης. Αυτό το επιβεβαιώνουν όλες οι μεγάλες επαναστάσεις. Το να
αρνιέσαι τους εμφύλιους πολέμους ή να τους ξεχνάς σημαίνει ότι πέφτεις
στον έσχατο οπορτουνισμό και απαρνιέσαι τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Τρίτο, ο σοσιαλισμός που νίκησε σε μια μόνη χώρα δεν αποκλείει καθόλου
μεμιάς όλους γενικά τους πολέμους. Απεναντίας, τους προϋποθέτει. Η
ανάπτυξη του καπιταλισμού συντελείται στον ανώτατο βαθμό ανισόμετρα στις
διάφορες χώρες. Κι ούτε μπορεί να γίνει διαφορετικά στις συνθήκες της
εμπορευματικής παραγωγής. Από δω βγαίνει το αδιαφιλονίκητο συμπέρασμα: ο
σοσιαλισμός δεν μπορεί να νικήσει ταυτόχρονα σ’ όλες τις χώρες. Θα
νικήσει αρχικά σε μια ή σε μερικές χώρες και οι υπόλοιπες θα παραμείνουν
για ένα διάστημα αστικές ή προαστικές. Αυτό δεν μπορεί παρά να
προκαλέσει όχι μονάχα προστριβές, μα και άμεση επιδίωξη της αστικής
τάξης των άλλων χωρών να συντρίψει το νικηφόρο προλεταριάτο του
σοσιαλιστικού κράτους. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο πόλεμος από την
πλευρά μας θα ήταν νόμιμος και δίκαιος. Θα ήταν πόλεμος υπέρ του
σοσιαλισμού, για την απελευθέρωση άλλων λαών από την αστική τάξη. Ο
Ένγκελς είχε απόλυτα δίκιο, όταν στο γράμμα του προς τον Κάουτσκι της 12
του Σεπτέμβρη 1882 παραδεχόταν ξεκάθαρα τη δυνατότητα «αμυντικών
πολέμων» του σοσιαλισμού που έχει πια νικήσει. Είχε υπόψη του ακριβώς
την άμυνα του νικηφόρου προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη των άλλων
χωρών.
Μόνο αφού ανατρέψουμε, νικήσουμε οριστικά και απαλλοτριώσουμε την αστική
τάξη σ’ όλο τον κόσμο, κι όχι μονάχα σε μια χώρα, οι πόλεμοι θα γίνουν
αδύνατοι. Και από επιστημονική άποψη δεν θα είναι καθόλου σωστό και
καθόλου επαναστατικό, αν παρακάμψουμε ή αποκρύψουμε ακριβώς το πιο
σπουδαίο: την κατάπνιξη της αντίστασης της αστικής τάξης, που είναι το
πιο δύσκολο και που απαιτεί μεγαλύτερο αγώνα στην περίοδο του περάσματος
στο σοσιαλισμό. Οι «κοινωνικοί» παπάδες και οι οπορτουνιστές είναι
πάντα έτοιμοι να ονειροπολήσουν ένα μελλοντικό ειρηνικό σοσιαλισμό, αλλά
διαφέρουν από τους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες, ακριβώς γιατί δεν
θέλουν να σκέπτονται και να συλλογίζονται τη σκληρή ταξική πάλη και τους
ταξικούς πολέμους για την πραγματοποίηση αυτού του θαυμάσιου μέλλοντος.
Δεν πρέπει να αφεθούμε να μας εξαπατούν με τα λόγια. Η έννοια
«υπεράσπιση της πατρίδας» είναι σε πολλούς μισητή, γιατί μ’ αυτήν οι
ανοιχτοί οπορτουνιστές και οι καουτσκιστές καλύπτουν και κρύβουν την
ψευτιά της αστικής τάξης στο σημερινό ληστρικό πόλεμο. Αυτό είναι
γεγονός. Απ’ αυτό όμως δεν προκύπτει ότι πρέπει να ξεμάθουμε να
σκεπτόμαστε τη σημασία των πολιτικών συνθημάτων. Το να αναγνωρίζει
κανείς την «υπεράσπιση της πατρίδας» στο σημερινό πόλεμο, σημαίνει ότι
το θεωρεί «δίκαιο», ανταποκρινόμενο στα συμφέροντα του προλεταριάτου ―
και τίποτε, μα τίποτε παραπάνω, γιατί η εισβολή δεν αποκλείεται σε
κανένα πόλεμο. Θα ήταν απλώς ανοησία να αρνιέται κανείς την «υπεράσπιση
της πατρίδας» απομέρους των καταπιεζόμενων λαών, στον πόλεμό τους
ενάντια στις ιμπεριαλιστικές μεγάλες Δυνάμεις ή απομέρους του νικηφόρου
προλεταριάτου στον πόλεμό του ενάντια σε οποιονδήποτε Γκαλιφέ αστικού
κράτους.
Θεωρητικά θα ήταν τελείως λαθεμένο να ξεχνάμε ότι κάθε πόλεμος είναι
μόνο συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα· ο τωρινός ιμπεριαλιστικός
πόλεμος είναι η συνέχιση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής δυο ομάδων
μεγάλων Δυνάμεων, κι αυτή η πολιτική γεννήθηκε και τρέφεται από το
σύνολο των σχέσεων της ιμπεριαλιστικής εποχής. Όμως αυτή η ίδια η εποχή
δεν μπορεί παρά να γεννήσει και να θρέψει κατανάγκη και την πολιτική του
αγώνα ενάντια στην εθνική καταπίεση και του αγώνα του προλεταριάτου
ενάντια στην αστική τάξη, και γι’ αυτό και τη δυνατότητα και το
αναπόφευκτο, πρώτο, των επαναστατικών εθνικών εξεγέρσεων και πολέμων,
δεύτερο, των πολέμων και των εξεγέρσεων του προλεταριάτου ενάντια στην
αστική τάξη, τρίτο, της συνένωσης των δυο αυτών ειδών επαναστατικών
πολέμων κτλ.
ΙΙ
Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τον παρακάτω γενικό συλλογισμό.
Μια καταπιεζόμενη τάξη που δεν επιδιώκει να μάθει να χειρίζεται τα όπλα,
να έχει όπλα, μια τέτοια καταπιεζόμενη τάξη δεν θα άξιζε παρά να τη
μεταχειρίζονται όπως μεταχειρίζονται τους δούλους. Δεν μπορούμε να
ξεχάσουμε, αν δεν θέλουμε να μεταβληθούμε σε αστούς πασιφιστές ή
οπορτουνιστές, ότι ζούμε σε ταξική κοινωνία και ότι απ’ αυτή δεν υπάρχει
και ούτε μπορεί να υπάρξει άλλη διέξοδος, εκτός από την ταξική πάλη. Σε
κάθε ταξική κοινωνία ―άσχετα αν στηρίζεται στη δουλεία, στη
δουλοπαροικία ή, όπως σήμερα, στη μισθωτή εργασία― η τάξη που καταπιέζει
είναι ένοπλη. Όχι μόνο ο τωρινός τακτικός στρατός, μα και η τωρινή
πολιτοφυλακή ―ακόμη και στις πιο δημοκρατικές αστικές δημοκρατίες, π.χ.
στην Ελβετία― είναι εξοπλισμός της αστικής τάξης ενάντια στο
προλεταριάτο. Αυτό είναι μια τόσο στοιχειώδης αλήθεια, που νομίζω ότι
δεν χρειάζεται να σταθούμε ιδιαίτερα σ’ αυτή. Φτάνει να υπενθυμίσουμε τη
χρησιμοποίηση του στρατού ενάντια στους απεργούς σε όλες τις
καπιταλιστικές χώρες.
Ο εξοπλισμός της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο είναι ένα από τα
πιο μεγάλα, βασικά και σπουδαιότερα γεγονότα της σύγχρονης
καπιταλιστικής κοινωνίας. Και μπροστά σ’ ένα τέτοιο γεγονός προτείνουν
στους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες να προβάλλουν το «αίτημα» του
«αφοπλισμού»! Αυτό ισοδυναμεί με πλήρη εγκατάλειψη της άποψης της
ταξικής πάλης, με παραίτηση από κάθε σκέψη για επανάσταση. Σύνθημά μας
πρέπει να είναι: εξοπλισμός του προλεταριάτου για να νικήσει, ν’
απαλλοτριώσει και ν’ αφοπλίσει την αστική τάξη. Αυτή είναι η μοναδικά
δυνατή τακτική της επαναστατικής τάξης, τακτική που απορρέει απ’ όλη την
αντικειμενική ανάπτυξη του καπιταλιστικού μιλιταρισμού που υπαγορεύεται
απ’ αυτή την ανάπτυξη. Μόνο αφού αφοπλίσει την αστική τάξη, μπορεί το
προλεταριάτο, χωρίς να προδώσει την κοσμοϊστορική του αποστολή, να
πετάξει στα παλιοσίδερα κάθε όπλο γενικά και το προλεταριάτο θα το κάνει
αυτό αναμφίβολα, αλλά μόνο τότε, σε καμιά περίπτωση νωρίτερα.
Αν ο τωρινός πόλεμος προκαλεί στους αντιδραστικούς χριστιανοσοσιαλιστές,
στους κλαψιάρηδες μικροαστούς μόνο φρίκη και τρόμο, μόνο αποστροφή προς
κάθε χρησιμοποίηση των όπλων, προς το αίμα, το θάνατο κτλ., τότε πρέπει
να πούμε: η καπιταλιστική κοινωνία ήταν και είναι πάντα μια φρίκη δίχως
τέλος. Κι αν τώρα αυτός ο πόλεμος, ο πιο αντιδραστικός απ’ όλους τους
πολέμους, ετοιμάζει σ’ αυτή την κοινωνία ένα τέλος γεμάτο φρίκη, εμείς
δεν έχουμε κανένα λόγο να πέσουμε σε απόγνωση. Και στην αντικειμενική
του σημασία το «αίτημα» του αφοπλισμού ―ή σωστότερα: το ονειροπόλημα του
αφοπλισμού― δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκδήλωση ακριβώς απόγνωσης σε
μια τέτοια περίοδο που μπροστά στα μάτια όλων προετοιμάζεται με τις
δυνάμεις της ίδιας της αστικής τάξης ο μοναδικά νόμιμος και
επαναστατικός, δηλαδή ο εμφύλιος πόλεμος ενάντια στην ιμπεριαλιστική
αστική τάξη.
Όποιος πει ότι αυτό είναι θεωρία αποσπασμένη από τη ζωή, θα του
θυμίσουμε δυο κοσμοϊστορικά γεγονότα: το ρόλο των τραστ και τη δουλειά
των γυναικών στα εργοστάσια, από το ένα μέρος, την Κομμούνα του 1871 και
την εξέγερση του Δεκέμβρη του 1905 στη Ρωσία, από το άλλο.
Έργο της αστικής τάξης είναι να αναπτύσσει τα τραστ, να σπρώχνει τα
γυναικόπαιδα στις φάμπρικες, να τα βασανίζει εκεί, να τα διαφθείρει και
να τα καταδικάζει στην έσχατη φτώχια. Εμείς δεν «διεκδικούμε» μια τέτοια
ανάπτυξη, δεν την «υποστηρίζουμε», παλεύουμε ενάντιά της. Μα πώς
παλεύουμε; Ξέρουμε ότι τα τραστ και η δουλειά των γυναικών στα
εργοστάσια αποτελούν πρόοδο. Δεν θέλουμε να πάμε πίσω, στη χειροτεχνία,
στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό, στη σπιτική δουλειά των γυναικών.
Εμπρός μέσω των τραστ κτλ., και πέρα απ’ αυτά προς το σοσιαλισμό!
Ο συλλογισμός αυτός ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών και για τη σημερινή
στρατιωτικοποίηση του λαού. Σήμερα η ιμπεριαλιστική αστική τάξη
στρατιωτικοποιεί όχι μονάχα όλο το λαό, μα και τη νεολαία. Αύριο θ’
αρχίσει, ίσως να στρατιωτικοποιεί και τις γυναίκες. Εμείς παίρνοντας
αφορμή απ’ αυτό, πρέπει να πούμε: τόσο το καλύτερο! Γρηγορότερα εμπρός!
Όσο πιο γρήγορα, τόσο θα βρεθούμε πλησιέστερα στην ένοπλη εξέγερση
ενάντια στον καπιταλισμό. Πώς μπορούν οι σοσιαλδημοκράτες να αφήνονται
να τρομοκρατηθούν από τη στρατιωτικοποίηση της νεολαίας κτλ., όταν δεν
ξεχνούν το παράδειγμα της Κομμούνας; Αυτό δεν είναι «θεωρία αποσπασμένη
από τη ζωή», δεν είναι όνειρο, αλλά γεγονός. Και θα ήταν στ’ αλήθεια
πολύ άσχημο, αν οι σοσιαλδημοκράτες, στο πείσμα όλων των οικονομικών και
πολιτικών γεγονότων, άρχιζαν να αμφιβάλλουν ότι η ιμπεριαλιστική εποχή
και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν αναπόφευκτα
στην επανάληψη αυτών των γεγονότων.
Ένας αστός παρατηρητής της Κομμούνας το Μάη του 1871 έγραφε σε μια
αγγλική εφημερίδα: «Αν το γαλλικό έθνος αποτελούνταν μόνο από γυναίκες,
τι τρομερό έθνος θα ήταν!». Τον καιρό της Κομμούνας γυναίκες και παιδιά
13 χρονών πολέμησαν δίπλα στους άντρες. Και δεν μπορεί να συμβεί
διαφορετικά και στις μελλοντικές μάχες για την ανατροπή της αστικής
τάξης. Οι προλετάρισσες δεν θα βλέπουν παθητικά πώς η καλοοπλισμένη
αστική τάξη θα τουφεκίζει τους κακοοπλισμένους ή και τους άοπλους
εργάτες. Θα αδράξουν τα όπλα, όπως το 1871 και από τα τωρινά τρομαγμένα
έθνη ―σωστότερα: από το τωρινό εργατικό κίνημα, το αποδιοργανωμένο από
τους οπορτουνιστές περισσότερο παρά από τις κυβερνήσεις― θα γεννηθεί
αναμφισβήτητα, αργά ή γρήγορα, μα οπωσδήποτε αναμφισβήτητα, η διεθνής
συμμαχία των «τρομερών εθνών» του επαναστατικού προλεταριάτου.
Τώρα η στρατιωτικοποίηση διεισδύει σ’ όλη την κοινωνική ζωή. Ο
ιμπεριαλισμός είναι η άγρια πάλη των μεγάλων Δυνάμεων για το μοίρασμα
και το ξαναμοίρασμα του κόσμου ― γι’ αυτό δεν μπορεί παρά να οδηγήσει
αναπόφευκτα στην παραπέρα στρατιωτικοποίηση όλων των χωρών και των
ουδετέρων και των μικρών. Τι θα κάνουν ενάντια σ’ αυτό οι
προλετάρισσες;; Θα καταριούνται απλώς κάθε πόλεμο και καθετί το
στρατιωτικό, θα ζητούν μονάχα αφοπλισμό; Ποτέ οι γυναίκες μιας
καταπιεζόμενης τάξης, που είναι πραγματικά επαναστατική, δεν θα
συμβιβαστούν μ’ ένα τέτοιο επαίσχυντο ρόλο. Αλλά θα πουν στα παιδιά
τους: «Γρήγορα θα γίνεις μεγάλος. Θα σου δώσουν όπλο. Πάρτο και μάθε
καλά την πολεμική τέχνη. Αυτή η μάθηση είναι απαραίτητη στους
προλετάριους ― όχι για να πυροβολούν ενάντια στ’ αδέλφια σου, τους
εργάτες των άλλων χωρών, όπως γίνεται στον τωρινό πόλεμο και όπως σε
συμβουλεύουν να κάνεις οι προδότες του σοσιαλισμού, μα για να παλεύουν
ενάντια στην αστική τάξη της δικής τους χώρας, για να βάλουν τέρμα στην
εκμετάλλευση, την αθλιότητα και τους πολέμους, όχι με ευσεβείς ευχές,
αλλά νικώντας την αστική τάξη και αφοπλίζοντάς την».
Αν παραιτείσαι από τη διεξαγωγή μιας τέτοιας προπαγάνδας και ακριβώς της
τέτοιας προπαγάνδας σχετικά με τον τωρινό πόλεμο, είναι καλύτερα να μη
λες μεγάλα λόγια για διεθνή επαναστατική σοσιαλδημοκρατία, για
σοσιαλιστική επανάσταση, για πόλεμο κατά του πολέμου.
ΙΙΙ
Οι οπαδοί του αφοπλισμού τάσσονται ενάντια στην προγραμματική θέση «του
εξοπλισμού του λαού», ανάμεσα στ’ άλλα και για το λόγο πως το τελευταίο
αυτό αίτημα οδηγεί τάχα πιο εύκολα σε παραχωρήσεις προς τον
οπορτουνισμό. Εξετάσαμε παραπάνω το σπουδαιότερο: τη σχέση του
αφοπλισμού προς την ταξική πάλη και προς την κοινωνική επανάσταση. Ας
εξετάσουμε τώρα το ζήτημα της σχέσης του αιτήματος του αφοπλισμού προς
τον οπορτουνισμό. Μια από τις κυριότερες αιτίες που κάνουν απαράδεκτο το
αίτημα του αφοπλισμού είναι ακριβώς ότι αυτό και οι αυταπάτες που
γεννιούνται αναπόφευκτα απ’ αυτό αδυνατίζουν και εξασθενούν την πάλη μας
ενάντια στον οπορτουνισμό.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι η πάλη αυτή αποτελεί το κύριο άμεσο πρόβλημα
της Διεθνούς. Η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, αν δεν είναι αδιάρρηκτα
συνδεμένη με την πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, είναι κούφια φράση ή
απάτη. Μια από τις κύριες ελλείψεις του Τσίμμερβαλντ και του Κίνταλ[5]
και μια από τις βασικές αιτίες του πιθανού φιάσκου αυτών των εμβρύων της
Γ΄ Διεθνούς είναι ακριβώς ότι το ζήτημα της πάλης ενάντια στον
οπορτουνισμό δεν είχε μπει καν ανοιχτά, χωρίς να μιλήσω για λύση του με
την έννοια ότι χρειάζεται η ρήξη με τους οπορτουνιστές. Ο οπορτουνισμός
νίκησε ―προσωρινά― στο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα. Σ’ όλες τις μεγάλες
χώρες διαμορφώθηκαν δυο βασικές αποχρώσεις του οπορτουνισμού: πρώτα ο
απροκάλυπτος, ο κυνικός και γι’ αυτό λιγότερο επικίνδυνος,
σοσιαλιμπεριαλισμός των κυρίων Πλεχάνοφ, Σάιντεμαν, Λέγκιν, Αλμπέρ Τομά
και Σαμπά, Βαντερβέλντε, Χάιντμαν, Χέντερσον κτλ. Δεύτερο, ο
σκεπασμένος, ο καουτσκισμός: Κάουτσκι–Χάαζε και η «Σοσιαλδημοκρατική
ομάδα εργασίας»[6] στη Γερμανία· Λονγκέ, Πρεσμάν, Μαγεράς κτλ. στη
Γαλλία· Ράμσεϋ Μακντόναλντ και οι άλλοι αρχηγοί του «Ανεξάρτητου
Εργατικού Κόμματος» στην Αγγλία[7]· Μάρτοφ, Τσχεΐτζε κτλ. στη Ρωσία·
Τρέβες και λοιποί, οι λεγόμενοι αριστεροί ρεφορμιστές στην Ιταλία.
Ο απροκάλυπτος οπορτουνισμός δρα ανοιχτά και άμεσα ενάντια στην
επανάσταση και ενάντια στα επαναστατικά κινήματα και τα ξεσπάσματα που
αρχίζουν, σε άμεση συμμαχία με τις κυβερνήσεις, όσο διαφορετικές κι αν
είναι οι μορφές αυτής της συμμαχίας, αρχίζοντας από τη συμμετοχή στις
κυβερνήσεις και τελειώνοντας με τη συμμετοχή στις Επιτροπές πολεμικής
βιομηχανίας (Ρωσία)[8]. Οι σκεπασμένοι οπορτουνιστές, οι καουτσκιστές,
είναι πολύ πιο επιζήμιοι και επικίνδυνοι για το εργατικό κίνημα, επειδή
κρύβουν την υπεράσπιση της συμμαχίας τους με τους πρώτους με καλόηχες
ψευτο-«μαρξιστικές» λέξεις και πασιφιστικά συνθήματα. Η πάλη ενάντια
στις δυο αυτές μορφές του οπορτουνισμού που τώρα επικρατεί πρέπει να
διεξάγεται σε όλα τα πεδία δράσης της προλεταριακής πολιτικής:
κοινοβουλευτισμός, επαγγελματικά συνδικάτα, απεργίες, στρατιωτική τέχνη
κτλ. Η κυριότερη όμως ιδιομορφία που διακρίνει και τις δυο αυτές μορφές
του κυρίαρχου οπορτουνισμού είναι ότι αποσιωπούν, σκεπάζουν ή
πραγματεύονται το συγκεκριμένο ζήτημα της σχέσης του τωρινού πολέμου με
την επανάσταση και τα άλλα συγκεκριμένα ζητήματα της επανάστασης,
προσέχοντας μην παραβούν τις αστυνομικές απαγορεύσεις. Κι αυτό παρόλο
που πριν από τον πόλεμο είχε τονιστεί αμέτρητες φορές και ανεπίσημα, και
στη Διακήρυξη[9] της Βασιλείας επίσημα η σύνδεση που έχει αυτός ακριβώς
ο πόλεμος με την προλεταριακή επανάσταση. Η κυριότερη λοιπόν έλλειψη
του αιτήματος του αφοπλισμού είναι ότι παρακάμπτονται έτσι όλα τα
συγκεκριμένα ζητήματα της επανάστασης. Ή μήπως οι οπαδοί του αφοπλισμού
τάσσονται υπέρ ενός ολωσδιόλου νέου είδους επανάστασης, της άοπλης
επανάστασης;
Παρακάτω. Δεν είμαστε καθόλου ενάντια στον αγώνα για μεταρρυθμίσεις. Δεν
θέλουμε να αγνοήσουμε το δυσάρεστο ενδεχόμενο ότι η ανθρωπότητα θα
ζήσει ―στη χειρότερη περίπτωση― ακόμη ένα δεύτερο ιμπεριαλιστικό πόλεμο,
παρόλες τις πολυάριθμες εκρήξεις του μαζικού αναβρασμού και της μαζικής
δυσαρέσκειας και παρά τις προσπάθειές μας. Είμαστε οπαδοί ενός τέτοιου
προγράμματος μεταρρυθμίσεων, που πρέπει να στρέφεται και ενάντια στους
οπορτουνιστές. Οι οπορτουνιστές θα ένιωθαν μόνο χαρά, αν αφήναμε μονάχα
σ’ αυτούς τον αγώνα για τις μεταρρυθμίσεις και μεις απομακρυνόμασταν στα
χιμαιρικά ύψη κάποιου «αφοπλισμού», σώζοντας τον εαυτό μας με τη φυγή
από τη θλιβερή πραγματικότητα. Ο «αφοπλισμός» είναι ακριβώς φυγή από την
άσχημη πραγματικότητα και καθόλου αγώνας εναντίον της.
Σ’ ένα τέτοιο πρόγραμμα θα λέγαμε περίπου τα παρακάτω: «Το σύνθημα και η
αναγνώριση της υπεράσπισης της πατρίδας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο του
1914–1916 είναι μόνο διαφθορά του εργατικού κινήματος με το αστικό
ψέμα». Μια τέτοια συγκεκριμένη απάντηση στα συγκεκριμένα ζητήματα θα
ήταν θεωρητικά πιο σωστή, πολύ πιο ωφέλιμη για το προλεταριάτο, πολύ πιο
ανυπόφορη για τους οπορτουνιστές, από το αίτημα του αφοπλισμού και από
την άρνηση «κάθε» υπεράσπισης της πατρίδας. Και θα μπορούσαμε να
προσθέσουμε: «Η αστική τάξη όλων των ιμπεριαλιστικών μεγάλων Δυνάμεων,
της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Ρωσίας, της
Ιταλίας, της Ιαπωνίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, έχει γίνει τόσο
αντιδραστική και είναι τόσο διαποτισμένη από την τάση για παγκόσμια
κυριαρχία, που κάθε πόλεμος απομέρους της αστικής τάξης αυτών των χωρών
μπορεί να είναι μόνο αντιδραστικός. Το προλεταριάτο όχι μόνο πρέπει να
είναι ενάντια σε κάθε τέτοιο πόλεμο, μα και πρέπει να επιθυμεί την ήττα
της “δικής του„ κυβέρνησης σ’ αυτούς τους πολέμους και να χρησιμοποιεί
την ήττα αυτή για την επαναστατική εξέγερση, αν δεν πετύχει η εξέγερση
που θα είχε σκοπό την παρεμπόδιση του πολέμου».
Όσο για την πολιτοφυλακή θα έπρεπε να πούμε: δεν είμαστε υπέρ της
αστικής πολιτοφυλακής, αλλά μόνο υπέρ της προλεταριακής. Γι’ αυτό «ούτε
μια πεντάρα κι ούτε έναν άνθρωπο» όχι μονάχα για τον τακτικό στρατό,
αλλά και για την αστική πολιτοφυλακή, ακόμη και σε χώρες, όπως οι
Ηνωμένες Πολιτείες ή η Ελβετία, η Νορβηγία κτλ. Πολύ περισσότερο γιατί
και στις πιο ελεύθερες δημοκρατικές χώρες (π.χ. στην Ελβετία) βλέπουμε
τον ολοένα και μεγαλύτερο εκπρωσισμό της πολιτοφυλακής, ιδιαίτερα ύστερα
από το 1907 και 1911, την εκπόρνευσή της για την κινητοποίηση τμημάτων
ενάντια στους απεργούς. Μπορούμε ν’ απαιτούμε: εκλογή των αξιωματικών
από το λαό, κατάργηση κάθε είδους στρατιωτικής δικαιοσύνης, εξίσωση
δικαιωμάτων ξένων και ντόπιων εργατών (ιδιαίτερα σπουδαίο σημείο για
εκείνα τα ιμπεριαλιστικά κράτη που, όπως η Ελβετία, όλο και σε
μεγαλύτερο βαθμό και όλο και πιο ξετσίπωτα εκμεταλλεύονται τους ξένους
εργάτες, αφήνοντάς τους χωρίς δικαιώματα), παρακάτω: δικαίωμα για κάθε
εκατό, ας πούμε, κατοίκους μιας χώρας να σχηματίζουν ελεύθερες ενώσεις
για την ολόπλευρη εκμάθηση της πολεμικής τέχνης, με ελεύθερη εκλογή των
εκπαιδευτών, με πληρωμή τους από το Δημόσιο ταμείο κτλ. Μόνο μ’ αυτούς
τους όρους θα μπορούσε το προλεταριάτο να μάθει την πολεμική τέχνη
πραγματικά για τον εαυτό του και όχι για τους δουλοκτήτες του και μια
τέτοια εκμάθηση απαιτούν αναμφισβήτητα τα συμφέροντα του προλεταριάτου. Η
ρωσική επανάσταση απόδειξε πως η κάθε επιτυχία του επαναστατικού
κινήματος ―π.χ. η κατάληψη μιας πόλης, ενός βιομηχανικού συνοικισμού,
ενός τμήματος του στρατού― θα αναγκάσει αναπόφευκτα το νικηφόρο
προλεταριάτο να εφαρμόσει τέτοιο ακριβώς πρόγραμμα.
Τέλος, είναι αυτονόητο πως ενάντια στον οπορτουνισμό δεν μπορείς να
αγωνιστείς απλώς με προγράμματα, αλλά μόνο με τη διαρκή επίβλεψη για να
εφαρμόζονται τα προγράμματα αυτά πραγματικά. Το πιο μεγάλο, το μοιραίο
λάθος της χρεοκοπημένης Β΄ Διεθνούς ήταν ότι τα λόγια δεν
ανταποκρίνονταν στα έργα, ότι καλλιεργούνταν η συνήθεια της υποκρισίας
και της ξεδιάντροπης επαναστατικής φρασεολογίας (βλ. την τωρινή στάση
των Κάουτσκι και Σίας απέναντι στη Διακήρυξη της Βασιλείας). Ο
αφοπλισμός σαν κοινωνική ιδέα ―δηλαδή σαν ιδέα που γεννιέται από κάποια
κοινωνική κατάσταση και μπορεί να επιδρά σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον και
δεν είναι προσωπική παραξενιά― γεννήθηκε, φαίνεται, από τις ιδιαίτερες
και κατ’ εξαίρεση «ήρεμες» συνθήκες ζωής μερικών κρατών που έμειναν
αρκετό χρόνο παράμερα από το ματωμένο παγκόσμιο δρόμο των πολέμων και
ελπίζουν να μείνουν παράμερα και στο μέλλον. Για να πειστεί κανείς γι’
αυτό, αρκεί να εμβαθύνει λ.χ. στην επιχειρηματολογία των νορβηγών οπαδών
του αφοπλισμού: «εμείς ―λένε― είμαστε χώρα μικρή, ο στρατός μας είναι
μικρός, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε ενάντια στις μεγάλες Δυνάμεις»
(αλλά και γι’ αυτό ανίσχυροι απέναντι στο βίαιο τράβηγμα σε μια
ιμπεριαλιστική συμμαχία με μια οποιαδήποτε ομάδα μεγάλων Δυνάμεων)…
«θέλουμε να μείνουμε ήσυχοι στην απόμερη γωνιά μας και θα εξακολουθούμε
να εφαρμόζουμε την απόμερη πολιτική μας, να απαιτούμε αφοπλισμό,
υποχρεωτικά διαιτητικά δικαστήρια, μόνιμη ουδετερότητα κτλ.» («μόνιμη» ―
μήπως σαν τη βελγική;).
Η στενόκαρδη επιδίωξη των μικρών κρατών να μείνουν παράμερα, η
μικροαστική επιθυμία να βρίσκονται όσο γίνεται μακρύτερα από τις μεγάλες
μάχες της παγκόσμιας ιστορίας, να εκμεταλλεύονται τη σχετική
μονοπωλιακή θέση τους για να παραμείνουν σε αποστεωμένη παθητικότητα ―
να ποιες αντικειμενικές κοινωνικές συνθήκες μπορεί να εξασφαλίσουν μια
ορισμένη επιτυχία στην ιδέα του αφοπλισμού και μια ορισμένη διάδοσή της
σε μερικά μικρά κράτη. Εννοείται πως η επιδίωξη αυτή είναι αντιδραστική
και στηρίζεται ολοκληρωτικά σε αυταπάτες, γιατί ο ιμπεριαλισμός έτσι
είτε αλλιώς παρασέρνει τα μικρά κράτη στη δίνη της παγκόσμιας οικονομίας
και της παγκόσμιας πολιτικής.
Στην Ελβετία π.χ. οι ιμπεριαλιστικές συνθήκες της τής υπαγορεύουν
αντικειμενικά δυο γραμμές στο εργατικό κίνημα: οι οπορτουνιστές σε
συμμαχία με την αστική τάξη προσπαθούν να κάνουν την Ελβετία
ρεπουμπλικανικο-δημοκρατική μονοπωλιακή ένωση για να αποκομίζουν κέρδη
από τους περιηγητές της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης και για να
χρησιμοποιούν αυτή την «ήρεμη» μονοπωλιακή της θέση όσο το δυνατό
συμφερτικότερα, όσο το δυνατό ηρεμότερα.
Οι πραγματικοί σοσιαλδημοκράτες της Ελβετίας προσπαθούν να
χρησιμοποιήσουν τη σχετική ελευθερία και τη «διεθνή» της θέση για να
βοηθήσουν να νικήσει η στενή συμμαχία των επαναστατικών στοιχείων των
εργατικών κομμάτων της Ευρώπης. Η Ελβετία μιλάει, δόξα τω θεώ, όχι «δική
της ανεξάρτητη» γλώσσα, μα τρεις διεθνείς γλώσσες και μάλιστα γλώσσες
που τις μιλάνε εμπόλεμες χώρες, οι οποίες συνορεύουν μαζί της.
Αν τα 20000 μέλη του Ελβετικού κόμματος έδιναν κάθε βδομάδα 2 σαντίμ σαν
«έκτακτο πολεμικό φόρο», θα εισπράτταμε 20000 φράγκα το χρόνο, ποσό
μεγαλύτερο απ’ ό,τι χρειάζεται για να τυπώνουμε περιοδικά σε τρεις
γλώσσες και να κυκλοφορούμε ανάμεσα στους εργάτες και τους στρατιώτες
των εμπολέμων χωρών, παρά τις απαγορεύσεις των γενικών επιτελείων, όλα
όσα περιέχουν την αλήθεια για την αγανάκτηση που αρχίζει να εκδηλώνεται
ανάμεσα στους εργάτες, για τη συναδέλφωσή τους στα χαρακώματα, για τις
ελπίδες τους επαναστατικής χρησιμοποίησης των όπλων ενάντια στην
ιμπεριαλιστική αστική τάξη των «δικών τους» χωρών κτλ.
Όλα αυτά δεν είναι καινούργια. Αυτό ακριβώς γίνεται από τις καλύτερες
εφημερίδες, όπως η «La Sentinelle», η «Volksrecht»[10], η «Berner
Tagwacht», αλλά δυστυχώς, σε ανεπαρκή βαθμό. Μονάχα με μια τέτοια δράση
μπορεί η θαυμάσια απόφαση του κομματικού συνεδρίου του Άαραου[11] να
γίνει κάτι περισσότερο από απλώς θαυμάσια απόφαση.
Εκείνο που μας ενδιαφέρει τώρα είναι το παρακάτω ερώτημα: ανταποκρίνεται
άραγε στην επαναστατική κατεύθυνση των ελβετών σοσιαλδημοκρατών το
αίτημα του «αφοπλισμού»; Είναι φανερό πως δεν ανταποκρίνεται.
Αντικειμενικά ο «αφοπλισμός» είναι το πιο εθνικό, το ειδικά εθνικό
πρόγραμμα των μικρών κρατών και κάθε άλλο παρά το διεθνές πρόγραμμα της
διεθνούς επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας.
Γράφτηκε στα γερμανικά το Σεπτέμβρη του 1916
Πρωτοδημοσιεύτηκε το Σεπτέμβρη και Οχτώβρη του 1917 στην εφημερίδα «Jugend-Internationale» αρ. φύλ. 9 και 10
Υπογραφή: N. L e n i n
Στα ρωσικά πρωτοδημοσιεύτηκε το 1929 στη 2–3 έκδοση των Απάντων του Β. Ι. Λένιν, τόμ. ΧΙΧ
Δημοσιεύεται σύμφωνα με το κείμενο της εφημερίδας
Μετάφραση από τα γερμανικά
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Το άρθρο «Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης» (ο
Β. Ι. Λένιν το ονομάζει στην αλληλογραφία του «Entwaffnung»
(«Αφοπλισμός») – «Για τον αφοπλισμό») γράφτηκε στα γερμανικά και
προοριζόταν για δημοσίευση στον τύπο των ελβετών, σουηδών και νορβηγών
αριστερών σοσιαλδημοκρατών. Όμως τότε δεν δημοσιεύτηκε. Αμέσως μετά ο
Λένιν ξαναδούλεψε λίγο το άρθρο για να εκδοθεί στα ρωσικά. Το άρθρο με
τον τίτλο «Για το σύνθημα του “αφοπλισμού„» δημοσιεύτηκε στη «Σμπόρνικ
“Σοτσιάλ-Ντεμοκράτα„» τεύχ. 2, το Δεκέμβρη του 1916 (βλ. Άπαντα, 5η
έκδ., τόμ. 30ός, σελ. 151–162).
Το αρχικό, γερμανικό κείμενο του άρθρου δημοσιεύτηκε στο όργανο της
Διεθνούς ένωσης σοσιαλιστικών οργανώσεων της νεολαίας
«Jugend-Internationale» («Διεθνής των Νέων») τεύχ. 9 και 10 του
Σεπτέμβρη και Οχτώβρη του 1917 με τον τίτλο «Das Militärprogramm der
proletarischen Revolution». Κατά τη δημοσίευση του άρθρου η Συντακτική
Επιτροπή του περιοδικού έβαλε τον παρακάτω πρόλογο: «Στις μέρες μας,
όταν ο Λένιν είναι ένας από εκείνους τους παράγοντες της ρωσικής
επανάστασης, για τους οποίους μιλούν πιο συχνά απ’ όλους, το παρακάτω
άρθρο αυτού του παλιού σιδερένιου επαναστάτη, που εκθέτει σημαντικό
μέρος του πολιτικού του προγράμματος, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το
άρθρο το έφερε ο ίδιος στη Συντακτική μας επιτροπή λίγο πριν την
αναχώρησή του από τη Ζυρίχη τον Απρίλη του 1917». Τον τίτλο του άρθρου,
όπως φαίνεται, τον έδωσε η Συντακτική επιτροπή του περιοδικού
«Jugend-Internationale».
[2] «Jugend-Internationale» («Διεθνής των Νέων») ― όργανο της Διεθνούς
ένωσης σοσιαλιστικών οργανώσεων της νεολαίας που ανήκε στην αριστερά του
Τσίμμερβαλντ· έβγαινε από το Σεπτέμβρη του 1915 ως το Μάη του 1918 στη
Ζυρίχη, διευθυντής του ήταν ο Β. Μύντσενμπεργκ. Την εκτίμηση του
«Jugend-Internationale» βλ. στο άρθρο του Β. Ι. Λένιν «Η Διεθνής των
Νέων», (Άπαντα, τ. 30, σελ. 225–229).
[3] Πρόκειται για τις θέσεις πάνω στο στρατιωτικό ζήτημα, που
συντάχτηκαν από τον Ρ. Γκριμ και δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα
«Grütlianer» («Γκρυτλιανός») αρ. φύλ. 162 και 164 της 14 και 17 του
Ιούλη 1916.
Στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Ελβετίας εξαιτίας του ότι δυνάμωσε ο
κίνδυνος να παρασυρθεί η Ελβετία στον πόλεμο, έγινε συζήτηση πάνω στο
ζήτημα σχετικά με τη στάση απέναντι στον πόλεμο. Τον Απρίλη του 1916 η
Διοίκηση του ελβετικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ανάθεσε σε επιφανείς
παράγοντες του κόμματος ―στον Ρ. Γκριμ, στον Γκ. Μύλλερ, στον Σ. Νεν,
στον Π. Πφλύγκερ κ.ά.― να εκφράσουν στον τύπο τη γνώμη τους πάνω στο
ζήτημα αυτό. Ο καθένας απ’ αυτούς έγραψε άρθρα ή θέσεις που
δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες «Berner Tagwacht» («Φρουρός της Βέρνης»),
«Volksrecht» («Λαϊκό Δίκαιο»), «Grütlianer» («Γκρυτλιανός»).
Ο Β. Ι Λένιν παρακολουθούσε με προσοχή την πορεία της συζήτησης,
μελετούσε τα υλικά, έγραφε τις παρατηρήσεις του για τις θέσεις. Όλα αυτά
τα υλικά δημοσιεύτηκαν στη «Λενινιστική Συλλογή», τόμ. XVII.
[4] «Neues Leben» («Νέα Ζωή») ― μηνιαίο περιοδικό, όργανο του ελβετικού
Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Εκδιδόταν στη Βέρνη από το Γενάρη του 1915
ως το Δεκέμβρη του 1917. Το περιοδικό διοχέτευε τις απόψεις των δεξιών
τσιμμερβαλντιστών. Από τις αρχές του 1917 πήρε σοσιαλσοβινιστική θέση.
[5] Πρόκειται για τις διεθνείς σοσιαλιστικές συνδιασκέψεις που έγιναν στο Τσίμμερβαλντ και στο Κίνταλ.
Η Συνδιάσκεψη του Τσίμμερβαλντ ή η Πρώτη διεθνής σοσιαλιστική
συνδιάσκεψη έγινε στις 5–8 του Σεπτέμβρη 1915. Σ’ αυτήν πήραν μέρος 38
αντιπρόσωποι από τους σοσιαλιστές 11 ευρωπαϊκών χωρών: της Γερμανίας,
της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ρωσίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας, της
Βουλγαρίας, της Σουηδίας, της Νορβηγίας, της Ολλανδίας και της Ελβετίας.
Επικεφαλής της αντιπροσωπείας της ΚΕ του ΣΔΕΚΡ ήταν ο Β. Ι. Λένιν.
Στη συνδιάσκεψη συζητήθηκαν τα παρακάτω θέματα: 1) εκθέσεις των
αντιπροσώπων των διάφορων χωρών· 2) κοινή διακήρυξη των αντιπροσώπων της
Γερμανίας και της Γαλλίας· 3) πρόταση της Αριστεράς του Τσίμμερβαλντ να
ψηφιστεί μια απόφαση αρχών· 4) ψήφιση διακήρυξης· 5) εκλογή Διεθνούς
Σοσιαλιστικής Επιτροπής (I.S.K.)· 6) έγκριση ψηφίσματος συμπάθειας προς
τα θύματα του πολέμου και τους καταδιωκόμενους.
Η συνδιάσκεψη ψήφισε διακήρυξη-έκκληση «Προς τους προλετάριους της
Ευρώπης», που την επεξεργάστηκε επιτροπή και στην οποία κατορθώθηκε να
μπουν μια σειρά βασικές θέσεις του επαναστατικού μαρξισμού χάρη στην
επιμονή του Λένιν και των αριστερών σοσιαλδημοκρατών. Εκτός απ’ αυτό, η
συνδιάσκεψη ψήφισε την κοινή διακήρυξη της γερμανικής και της γαλλικής
αντιπροσωπείας, το ψήφισμα συμπάθειας προς τα θύματα του πολέμου και
τους αγωνιστές που διώκονται για την πολιτική τους δράση, και εξέλεξε
Διεθνή Σοσιαλιστική Επιτροπή.
Στη συνδιάσκεψη δημιουργήθηκε αριστερή ομάδα του Τσίμμερβαλντ, στην
οποία μπήκαν αντιπρόσωποι της ΚΕ του ΣΔΕΚΡ με επικεφαλής τον Λένιν, της
καθοδήγησης της σοσιαλδημοκρατίας της περιοχής του Βασιλείου της
Πολωνίας και της Λιθουανίας, της ΚΕ της σοσιαλδημοκρατίας της περιοχής
Λεττονίας, των σουηδών αριστερών (Ζ. Χέγκλουντ), των νορβηγών αριστερών
(Τ. Νέρμαν), των ελβετών αριστερών (Φ. Πλάττεν), της ομάδας «Διεθνιστές
σοσιαλιστές της Γερμανίας» (Γ. Μπόρχαρντ). Η αριστερή ομάδα του
Τσίμμερβαλντ πάλευε δραστήρια ενάντια στην κεντριστική πλειοψηφία της
συνδιάσκεψης. Συνεπή ως το τέλος θέση στη συνδιάσκεψη πήραν μόνο οι
αντιπρόσωποι του Κόμματος των μπολσεβίκων.
Ο Λένιν έκανε την εκτίμηση της συνδιάσκεψης του Τσίμμερβαλντ και της
τακτικής που κράτησαν σ’ αυτήν οι μπολσεβίκοι στα άρθρα του: «Ένα πρώτο
βήμα» και «Οι επαναστάτες μαρξιστές στη διεθνή σοσιαλιστική συνδιάσκεψη
της 5–8 του Σεπτέμβρη 1915» (βλ. Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 27ος).
Η Συνδιάσκεψη του Κίνταλ, ή η Δεύτερη διεθνής σοσιαλιστική συνδιάσκεψη
έγινε στην κωμόπολη Κίνταλ (Ελβετία) στις 24–30 του Απρίλη 1916. Στη
συνδιάσκεψη πήραν μέρος 43 αντιπρόσωποι από τους σοσιαλιστές 10 χωρών:
της Ρωσίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ελβετίας, της
Πολωνίας, της Νορβηγίας, της Αυστρίας, της Σερβίας και της Πορτογαλίας.
Εκτός απ’ αυτούς πήραν μέρος σαν προσκαλεσμένοι ένας αντιπρόσωπος της
Αγγλίας και ένας αντιπρόσωπος της γραμματείας της Διεθνούς της νεολαίας.
Οι αντιπρόσωποι του Ανεξάρτητου εργατικού κόμματος της Αγγλίας, των
σοσιαλιστών των ΗΠΑ, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Ελλάδας και της
Σουηδίας δεν μπόρεσαν να πάρουν διαβατήριο και γι’ αυτό δεν πήραν μέρος·
μερικοί αντιπρόσωποι των αριστερών μεταβίβασαν τα πληρεξούσιά τους σε
άλλα κόμματα: η σοσιαλδημοκρατία της περιοχής Λεττονίας μεταβίβασε το
πληρεξούσιό της στην ΚΕ του ΣΔΕΚΡ· ο αντιπρόσωπος των ολλανδών
αριστερών, Γκ. Ρόλαντ-Χολστ, το δικό του στη σοσιαλδημοκρατία της
περιοχής του Βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας. Απομέρους της ΚΕ
του ΣΔΕΚΡ στη συνδιάσκεψη πήραν μέρος 3 αντιπρόσωποι μ’ επικεφαλής τον
Λένιν.
Στη συνδιάσκεψη συζητήθηκαν τα παρακάτω θέματα: 1) η πάλη για τον
τερματισμό του πολέμου, 2) η στάση του προλεταριάτου απέναντι στα
ζητήματα της ειρήνης, 3) η ζύμωση και η προπαγάνδα, 4) η κοινοβουλευτική
δράση, 5) η μαζική πάλη, 6) η σύγκληση του Διεθνούς Σοσιαλιστικού
Γραφείου.
Η αριστερή ομάδα του Τσίμμερβαλντ μ’ επικεφαλής τον Β. Ι. Λένιν κατείχε
πιο σταθερές θέσεις στη συνδιάσκεψη του Κίνταλ απ’ ό,τι στο
Τσίμμερβαλντ. Συνένωνε 12 αντιπροσώπους και σε μερικά ζητήματα τις
προτάσεις της ψήφιζαν μέχρι 20 άτομα, δηλαδή σχεδόν οι μισοί
αντιπρόσωποι της συνδιάσκεψης. Το γεγονός αυτό αντικαθρέφτιζε την αλλαγή
στο συσχετισμό των δυνάμεων που είχε γίνει στο διεθνές εργατικό κίνημα
προς όφελος του διεθνισμού.
Η συνδιάσκεψη ψήφισε διακήρυξη-έκκληση «Προς τους λαούς που
καταστρέφονται και σκοτώνονται» και αποφάσεις που έκαναν κριτική στον
πασιφισμό και στο Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο. Ο Β. Ι. Λένιν εκτίμησε
τις αποφάσεις της συνδιάσκεψης σαν ένα παραπέρα βήμα προς τα μπρος, στην
υπόθεση της συσπείρωσης των διεθνιστών στην πάλη κατά του
ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Οι συνδιασκέψεις του Τσίμμερβαλντ και του Κίνταλ συνέβαλαν στη
συσπείρωση πάνω στην ιδεολογική βάση του μαρξισμού-λενινισμού των
αριστερών στοιχείων της δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που αργότερα
έπαιξαν δραστήριο ρόλο στην πάλη για τη δημιουργία των κομμουνιστικών
κομμάτων στις χώρες τους και στην ίδρυση της Γ΄, της Κομμουνιστικής
Διεθνούς.
[6] «Σοσιαλδημοκρατική ομάδα εργασίας» («Arbeitsgemeinschaft» ―
«Κοινότητα εργασίας») ― οργάνωση των γερμανών κεντριστών. Σχηματίστηκε
το Μάρτη του 1916 από βουλευτές του Ράιχσταγκ, που αποσχίστηκαν από τη
σοσιαλδημοκρατική ομάδα του Ράιχσταγκ. Επικεφαλής της ομάδας ήταν οι Ο.
Χάαζε, Γκ. Λέντεμπουρ, Β. Ντίτμαν. Η ομάδα έβγαζε το «Lose Blätter»
(«Άδετα Φύλλα») και μέχρι τον Απρίλη του 1916 υπερίσχυε στη Συντακτική
επιτροπή της εφημερίδας «Vorwärts» («Εμπρός»). Μετά την απομάκρυνση των
κεντριστών από τη «Vorwärts» η ομάδα έκανε Κεντρικό της Όργανο το
«Mitteilungsblätter» («Πληροφοριακά Φύλλα») που έβγαινε στο Βερολίνο. Η
ομάδα είχε την πλειοψηφία της οργάνωσης του Βερολίνου. Η
«Σοσιαλδημοκρατική ομάδα εργασίας» αποτέλεσε το βασικό πυρήνα του
Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας, που δημιουργήθηκε
τον Απρίλη του 1917, και το οποίο δικαιολογούσε τους ανοιχτούς
σοσιαλσοβινιστές, τασσόμενο υπέρ της διατήρησης της ενότητας μ’ αυτούς.
[7] Ανεξάρτητο Εργατικό κόμμα της Αγγλίας (Independent Labour Party) ―
ρεφορμιστική οργάνωση που ιδρύθηκε από τους καθοδηγητές των «νέων
τρέιντ-γιούνιον» το 1893 σε συνθήκες που αναζωογονούνταν ο απεργιακός
αγώνας και δυνάμωνε το κίνημα για την ανεξαρτησία της εργατικής τάξης
της Αγγλίας από τα αστικά κόμματα. Στο ΑΕΚ μπήκαν τα μέλη των «νέων
τρέιντ-γιούνιον» και μια σειρά παλιά συνδικάτα, αντιπρόσωποι της
διανόησης και της μικροαστικής τάξης, που βρίσκονταν κάτω από την
επίδραση των φαβιανών. Επικεφαλής του κόμματος ήταν ο Κέιρ Χάρντυ και ο
Ρ. Μακντόναλντ. Το ΑΕΚ από την αρχή ακόμη της εμφάνισής του τήρησε
αστική ρεφορμιστική στάση, στρέφοντας την κύρια προσοχή του στην
κοινοβουλευτική μορφή πάλης και στις κοινοβουλευτικές συναλλαγές με το
Φιλελεύθερο κόμμα. Ο Λένιν, χαρακτηρίζοντας το Ανεξάρτητο Εργατικό
κόμμα, έγραφε ότι «στην πράξη το κόμμα αυτό είναι κόμμα οπορτουνιστικό,
εξαρτημένο πάντα από την αστική τάξη» (Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 39ος, σελ.
90).
Στις αρχές του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου το ΑΕΚ έβγαλε
διακήρυξη κατά του πολέμου, στη συνδιάσκεψη του κόμματος στις 5–6 του
Απρίλη 1915 στο Νόρβιλ ψηφίστηκαν μια σειρά πασιφιστικές αποφάσεις, όμως
ύστερα από λίγο διάστημα το ΑΕΚ ακολούθησε τις θέσεις του
σοσιαλσοβινισμού.
[8] Οι Επιτροπές πολεμικής βιομηχανίας δημιουργήθηκαν στη Ρωσία το Μάη
του 1915 από την ιμπεριαλιστική μεγαλοαστική τάξη για να βοηθήσουν τον
τσαρισμό στη διεξαγωγή του πολέμου. Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής
πολεμικής βιομηχανίας ήταν ο μεγαλύτερος καπιταλιστής, ο αρχηγός των
οχτωβριστών Α. Ι. Γκουτσκόφ. Μέλη της Επιτροπής ήταν ο εργοστασιάρχης Α.
Ι. Κονοβάλοφ, ο τραπεζίτης και ιδιοκτήτης εργοστασίου ζάχαρης Μ. Ι.
Τερέστσενκο και άλλοι μεγιστάνες του κεφαλαίου. Η αστική τάξη στην
προσπάθειά της να υποτάξει τους εργάτες στην επιρροή της και να τους
μεταδώσει αμυνίτικες διαθέσεις, αποφάσισε να οργανώσει «εργατικές
ομάδες» δίπλα σ’ αυτές τις επιτροπές και να αποδείξει μ’ αυτό ότι στη
Ρωσία αποκαταστάθηκε η «ταξική ειρήνη» ανάμεσα στην αστική τάξη και το
προλεταριάτο. Οι μπολσεβίκοι μποϋκοτάρισαν τις Επιτροπές πολεμικής
βιομηχανίας και, έχοντας την υποστήριξη της πλειοψηφίας των εργατών, το
πραγματοποίησαν αυτό με επιτυχία. Στη συνέλευση των πληρεξουσίων των
εργατών της Πετρούπολης στις 27 του Σεπτέμβρη (10 του Οχτώβρη) 1915,
υπέρ της απόφασης των μπολσεβίκων που καλούσε τους εργάτες να
μποϋκοτάρουν τις Επιτροπές πολεμικής βιομηχανίας και να παλέψουν για την
επαναστατική έξοδο από τον πόλεμο, ψήφισαν 95 άτομα, υπέρ της απόφασης
των μενσεβίκων 81 άτομα. Μόνο στην επαναληπτική συνέλευση, ύστερα από
την αποχώρηση των εργατών οπαδών των μπολσεβίκων, οι μενσεβίκοι
κατόρθωσαν να βγάλουν στην «εργατική ομάδα» 10 άτομα μ’ επικεφαλής τον
Κ. Α. Γκβόζντεφ.
Ύστερα από τη διαφωτιστική δουλειά που έκαναν οι μπολσεβίκοι, από το
συνολικό αριθμό των 239 περιφερειακών και τοπικών Επιτροπών πολεμικής
βιομηχανίας εκλογές «εργατικών ομάδων» έγιναν μόνο σε 70 Επιτροπές, και
εργάτες αντιπρόσωποι εκλέχθηκαν μόνο σε 36 επιτροπές.
[9] Διακήρυξη της Βασιλείας — διακήρυξη για τον πόλεμο, που ψηφίστηκε
από το Έκτακτο Διεθνές σοσιαλιστικό συνέδριο της Βασιλείας (Ελβετία),
που έγινε στις 24–25 του Νοέμβρη 1912. Το συνέδριο συγκλήθηκε για να
λύσει το ζήτημα της πάλης ενάντια στον επικείμενο κίνδυνο του παγκόσμιου
ιμπεριαλιστικού πολέμου, που η απειλή του μεγάλωσε ακόμη πιο πολύ
ύστερα από την έναρξη του πρώτου βαλκανικού πολέμου. Στο συνέδριο πήραν
μέρος 555 αντιπρόσωποι. Η ΚΕ του ΣΔΕΚΡ εκπροσωπήθηκε με 6 αντιπρόσωπους.
Την ημέρα της έναρξης των εργασιών του συνεδρίου έγινε πολυπληθής
αντιπολεμική διαδήλωση και διεθνές συλλαλητήριο διαμαρτυρίας κατά του
πολέμου.
Στις 25 Νοέμβρη το συνέδριο ψήφισε ομόφωνα τη διακήρυξη για τον πόλεμο. Η
διακήρυξη προειδοποιούσε τους λαούς για τον κίνδυνο του επικείμενου
παγκόσμιου πολέμου. «Σε οποιαδήποτε στιγμή, αναφερόταν στη διακήρυξη, οι
μεγάλοι ευρωπαϊκοί λαοί μπορεί να ριχτούν ο ένας ενάντια στον άλλον,
και ένα τέτοιο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και της λογικής δεν μπορεί
να δικαιολογηθεί ούτε με το παραμικρότερο πρόσχημα οποιουδήποτε λαϊκού
συμφέροντος… Θα ήταν τρέλα αν οι κυβερνήσεις δεν καταλάβαιναν ότι και
μόνο η σκέψη για τη φρικαλεότητα ενός παγκόσμιου πολέμου είναι ικανή να
προκαλέσει την αγανάκτηση και την οργή της εργατικής τάξης. Το
προλεταριάτο θεωρεί έγκλημα να πυροβολεί ο ένας τον άλλον για τα κέρδη
των καπιταλιστών, για τη φιλοδοξία των δυναστειών, για την
πραγματοποίηση των μυστικών διπλωματικών συμφωνιών» (βλ.
«Außerordentlicher Internationaler Sozialistenkongreß zu Basel am 24.
und 25. November 1912», Berlin, 1912, S. 23, 26).
Η διακήρυξη ξεσκέπαζε τους ληστρικούς σκοπούς του πολέμου που
προετοίμαζαν οι ιμπεριαλιστές και καλούσε τους εργάτες όλων των χωρών να
κάνουν αποφασιστική πάλη για την ειρήνη, ενάντια στην απειλή του
πολέμου, «να αντιπαρατάξουν στον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό την ισχύ της
διεθνούς αλληλεγγύης του προλεταριάτου». Σε περίπτωση που θα ξεσπάσει ο
ιμπεριαλιστικός πόλεμος, η διακήρυξη σύστηνε στους σοσιαλιστές να
χρησιμοποιήσουν την οικονομική και πολιτική κρίση που προκαλεί ο
πόλεμος, για τον αγώνα υπέρ της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Οι ηγέτες της Β΄ Διεθνούς (Κάουτσκι, Βαντερβέλντε κ.ά.) στο συνέδριο
ψήφισαν υπέρ της διακήρυξης ενάντια στον πόλεμο. Ωστόσο μόλις άρχισε ο
παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος ξέχασαν τη διακήρυξη της Βασιλείας,
όπως και τις άλλες αποφάσεις των διεθνών σοσιαλιστικών συνεδρίων για την
πάλη κατά του πολέμου και τάχθηκαν στο πλευρό των ιμπεριαλιστικών τους
κυβερνήσεων.
[10] «La Sentinelle» («Ο Φρουρός») ― εφημερίδα, όργανο της
σοσιαλδημοκρατικής οργάνωσης του καντονίου του Νεσατέλ (Ελβετία).
Έβγαινε στο Σο-ντε-Φον από το 1890. Από το 1906 ως το 1910 δεν
εκδιδόταν. Στα χρόνια του πρώτου παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου
(1914–1918) η εφημερίδα κράτησε διεθνιστική στάση. Στις 13 του Νοέμβρη
1914 στο φύλ. αρ. 265 της εφημερίδας δημοσιεύτηκε σε περίληψη η
διακήρυξη της ΚΕ του ΣΔΕΚΡ «Ο πόλεμος και η σοσιαλδημοκρατία της
Ρωσίας».
«Volksrecht» («Λαϊκό Δίκαιο») ― καθημερινή εφημερίδα, όργανο του
Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ελβετίας. Εκδίδεται στη Ζυρίχη από το
1898. Στα χρόνια του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου (1914–1918)
διευθυντής της εφημερίδας ήταν ο Ε. Νομπς και η εφημερίδα δημοσίευε
άρθρα αριστερών τσιμμερβαλντιστών. Σ’ αυτήν δημοσιεύτηκαν τα άρθρα του
Λένιν «Δώδεκα σύντομες θέσεις για την υπεράσπιση από τον Γκ. Γκρόιλιχ
της υπεράσπισης της πατρίδας», «Για τα καθήκοντα του ΣΔΕΚΡ στη ρωσική
επανάσταση», «Τεχνάσματα ρεπουμπλικάνων σοβινιστών» κ.ά. Σήμερα η στάση
της εφημερίδας πάνω στα βασικά ζητήματα της εσωτερικής και εξωτερικής
πολιτικής, από άποψη αρχών, σχεδόν σε τίποτε δεν διαφέρει από τη στάση
των αστικών εφημερίδων.
[11] Ο Β. Ι. Λένιν εννοεί το συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος
της Ελβετίας στο Άαραου, που έγινε στις 20–21 του Νοέμβρη 1915. Το
κεντρικό θέμα της ημερήσιας διάταξης του συνεδρίου ήταν το ζήτημα της
στάσης της ελβετικής σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στην ένωση των
διεθνιστών του Τσίμμερβαλντ. Γύρω από το ζήτημα αυτό διεξάχθηκε πάλη
ανάμεσα στις τρεις κατευθύνσεις της ελβετικής σοσιαλδημοκρατίας: 1)
στους αντιτσιμμερβαλντιστές (Γκ. Γκρόιλιχ, Π. Πφλύγκερ κ.ά.), 2) τους
οπαδούς της Δεξιάς του Τσίμμερβαλντ (Ρ. Γκριμ, Π. Γκράμπερ κ.ά.) και 3)
τους οπαδούς της Αριστεράς του Τσίμμερβαλντ (Φ. Πλάττεν, Ε. Νομπς κ.ά.).
Από τον Ρ. Γκριμ προωθήθηκε απόφαση, στην οποία προτεινόταν στο
Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Ελβετίας να προσχωρήσει στην ένωση του
Τσίμμερβαλντ και να εγκρίνει την πολιτική γραμμή των δεξιών
τσιμμερβαλντιστών. Οι ελβετοί αριστεροί σοσιαλδημοκράτες υπόβαλαν
εξονόματος του τμήματος Λοζάνης πρόταση τροποποίησης της απόφασης του
Γκριμ. Στην τροποποίηση προτεινόταν να αναγνωριστεί η αναγκαιότητα της
ανάπτυξης μαζικής επαναστατικής πάλης ενάντια στον πόλεμο και δηλωνόταν
ότι μόνο η νικηφόρα επανάσταση του προλεταριάτου μπορεί να βάλει τέλος
στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αφού η πρόταση τροποποίησης του τμήματος
Λοζάνης αποσύρθηκε κάτω από την πίεση του Γκριμ, την πρόταση επανάφερε ο
μπολσεβίκος Μ. Μ. Χαριτόνοφ, που έπαιρνε μέρος στο συνέδριο ως
αντιπρόσωπος με πλήρες δικαίωμα ψήφου απομέρους μιας από τις ελβετικές
σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις. Ο Γκριμ και οι οπαδοί του αναγκάστηκαν
για λόγους τακτικής να υποστηρίξουν την τροποποίηση. Η πλειοψηφία των
αντιπροσώπων του συνεδρίου (υπέρ 258, κατά 141) ενέκρινε την τροποποίηση
των αριστερών.