Μια παλιά παλιά, πολύ παλιά ραπτομηχανή
Σούρουπο σκοτεινό, μπλε σούρουπο και σύννεφα βιολετιά, μακριά πολύ μακριά στον ουρανό! Σιωπηλό το δωμάτιο και κάθε απειροελάχιστη κίνηση δημιουργεί άπειρους κύκλους μέσα στο πέλαγος της μοναξιάς και της θλίψης που πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα! Στο κρεβάτι ακίνητη σκέφτεται κι αναθυμάται και είναι όλα εξαιρετικά τακτοποιημένα στη μνήμη της χωρίς να ξεφεύγει το παραμικρό από μια ολόκληρη ζωή!
Το πάπλωμα λευκό αψεγάδιαστο, τα σεντόνια λευκά με κομψό λεπτό κέντημα στις δυο άκρες, το προσκεφάλι λευκό με μια λεπτή μυρωδιά λεμονιού! Λευκή ρόμπα ακουμπισμένη με προσοχή στην καρυδένια καρέκλα και λευκές ζεστές παντούφλες ξεκουράζονται απαλά κοιτάζοντας προς τα πάνω τη λεπτή γυναίκα που με μισόκλειστα μάτια ανασαίνει ελαφρά και με κάποια δυσκολία! Τα πάντα είναι στη θέση τους, το κάθε τι τακτοποιημένο και ακίνητο δίχως ίχνος σκόνης ή παραμέλησης! Τα χεριά της λεπτά με μακριά δάχτυλα δεμένα σαν σε έκκληση ή παράκληση ή προσευχή!
Απέναντί της πάνω σε ένα χαμηλό τραπεζάκι μπαμπού με περίεργους κόμπους, αναπαύεται μια υπεροχή ραπτομηχανή! Καλογυαλισμένη και με μια λευκή κουβαρίστρα περασμένη κανονικότατα στη βελόνα, μοιάζει έτοιμη να γαζώσει ένα κομμάτι κροκί δαντέλα και να το ενώσει με το λευκό σατινένιο ύφασμα που φτάνει μέχρι το πάτωμα!
Η γυναίκα χαμογελάει, την κοιτάζει και της γνέφει με συμπάθεια, με στοργή, με αγάπη! Συντροφιά της και μοναδική της δύναμη εδώ και πάρα πολλά χρόνια, πέρασαν οι δυο τους μάχες και αντάρες, τρικυμίες και φουρτούνες!
Κοπελίτσα χαριτωμένη, μαυριδερή με δυο τεράστια μάτια και ασθενική κράση, με ένα μολύβι άπειρες φορές ξυσμένο και ξαναξυσμένο, ζωγράφιζε πάνω σε χαρτιά λευκά, λεπτά ή περισσότερο χοντρά, κοίταζε και παρατηρούσε με προσοχή οτιδήποτε μπορούσε να τη βοηθήσει σε έμπνευση και μετά με μύριους τρόπους που σκαρφιζότανε, πέρναγε τα σχέδιά της σε όποιο ύφασμα έπεφτε στα χέρια της!
Ξήλωνε και έβγαζε κλωστές από παλιά ρούχα, τις ίσιωνε και μετά με αυτές άρχιζε να κεντάει τα σχέδια που μόλις είχε αποτυπώσει! Πεταλούδες, πουλιά, ήλιους, φασιανούς, αγριόπαπιες, έρωτες, νύμφες, κυνηγούς, ελάφια, υπάρξεις αιθέριες να παίζουν μπάλα ή στεφάνι, νερά να τρέχουν, νερά να στέκουν ακίνητα σκεπασμένα με νούφαρα, έφτιαχνε φιόγκους και έπαιζε με τις κορδέλες σχεδιάζοντας και στολίζοντας ακόμη και το πιο ευτελές κομμάτι δημιουργώντας η μελαχρινή λεπτή κοπελίτσα καλλιτεχνήματα!
Τι και τι δεν έφτιαχνε! Γιρλάντες με χαρτί, με τριαντάφυλλα και μαργαρίτες, κουβερτούλες και σεντονάκια με κουβαράκια και σκοινάκια για όλα τα μωρά που γεννιόνταν στην ταπεινή γειτονιά και πάντα ήσυχη και διακριτική καταπιανότανε με ό,τι δύσκολο και περίτεχνο της ζητούσες! Ετρωγε πολύ λίγο και ήτανε πάντα αδιάθετη και χλωμή και έβηχε συχνά χωρίς όμως να παραπονιέται ποτέ!
Μια μέρα έλειψε ένα ολόκληρο πρωινό και γύρισε στο μεγάλο σπίτι με ένα βαρύ κουτί που το κουβαλούσε με πολλή δυσκολία! Το άνοιξε και με πολλή προσοχή, ακούμπησε σε μια γωνία στο στρογγυλό τραπέζι με τα πέντε πόδια μια ραπτομηχανή!
Πήγαν όλοι κοντά της κι εκείνη με κινήσεις σίγουρες, πέρασε με ένα δαιδαλώδη τρόπο μια κατακόκκινη κλωστή, άπλωσε ένα καταπράσινο γυαλιστερό ύφασμα και σε χρόνο μηδέν γυρίζοντας απαλά τη ρόδα έφτιαξε ένα τεράστιο μπουκέτο κατακόκκινα γαρίφαλα που θα 'λεγες ότι σου μίλαγαν, άλλαξε την κλωστή, έβαλε μια κατακίτρινη κλωστή και κάτω κάτω σχεδίασε το όνομά της, ΦΑΝΗ!
Την άλλη ήμερα ένας λεπτός κύριος έφερε δυο μεγάλα πακέτα με ρούχα εσώρουχα κομμένα προσεκτικά σε διάφορα χρώματα από φινετσάτα υφάσματα! Kάθισε στην καρέκλα της και άρχισε να ράβει! Τι όμορφα που γίνονταν Θεέ μου, τι εκπληκτικά! Κάθονταν όλες κοντά της και την παρακολουθούσαν τι διαφορετικά σχέδια, τι δύσκολες γραμμές, τι λεπτά κοψίματα φιλτιρέ, αζούρ, πασέ και μύρια άλλα κεντίδια χωρίς να κουράζεται καθόλου!
Αρχισε να βγάζει τα πρώτα της χρήματα, έτρεξε στη γωνία και γύρισε με τα χεριά γεμάτα καρύδια, ζάχαρη, σταφίδες, δυο γυάλινα βάζα με μαστίχα Χίου και δυο κουτιά με κλωστές «φαραώ» που είχαν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Εφτιαξαν τσάι μαύρο και ήπιαν όλες τους με κουλουράκια από κανέλα!
Το Σάββατο που ξημέρωσε τα μάτια της έλαμπαν αλλιώτικα, έλουσε τα μαύρα στιλπνά μαλλιά της και φόρεσε ένα απλό κιτρινάκι φόρεμα που έπεφτε πάνω της σαν χλαμύδα, το ρόπτρο χτύπησε και στην ξύλινη διπλή πόρτα στέκονταν ένας όμορφος άντρας, την πήρε απαλά από το χέρι και χάθηκαν στη γωνία του δρόμου! Τον αγαπούσε και πώς τον αγαπούσε! Πήγαιναν παντού μαζί, άρχισε να τραγουδάει και να χαμογελάει πιο συχνά, τώρα τα κεντίδια της πέταγαν σαν πουλιά από τα χέρια της, τα έβλεπες κεντημένα και νόμιζες ότι θα τιτιβίσουν.
Ολη την εβδομάδα δούλευε ακούραστα. Στο σπίτι τώρα ήτανε όλα πιο πλούσια, πιο χαρούμενα και σιγά σιγά πιο πολύς κόσμος άρχισε να μαζεύεται, πιο ζωηρός, πιο φασαριόζικος. Τραγούδια όμορφα και δυνατά ακούγονταν στο σπίτι, έμαθαν σκάκι και βιβλία πολλά που μίλαγαν για Ειρήνη και όμορφη ζωή για όλους, στοιβάζονταν σε όλες τις άδειες γωνίες!
Εκδρομή με τον Ελληνοσοβιετικό, πορεία για την Πρωτομαγιά, συμπαράσταση στους απεργούς στο λιμάνι, μοίρασμα εφημερίδας, κόψιμο πίτας στον Ελληνοκουβανικό, συναυλία για τους απεργούς οικοδόμους, Λυρική, Ηρώδειο, Θεοδωράκης, Πορεία Ειρήνης με τον Γρήγορη Λαμπράκη, και τραγούδια, τραγούδια αλλιώτικα, επαναστατικά: «Μαύρα μαλλιά, μαλλιά κοράκου χρώμα, τ' ανέμιζε ο αγέρας στα ζερβά, θα σ' αγαπώ σαν πάντοτε και τώρα, η δόλια μου η καρδιά στενάζει και πονά»!
Παντρεύτηκαν, ήτανε όμορφοι και ερωτευμένοι, είχαν φίλους πολλούς και συντρόφους αγαπημένους, και ξαφνικά τα πάντα σκοτείνιασαν. «Δικτατορία». Τον πήραν μακριά σε άγρια νησιά και τόπους άγνωστους, τον έψαχνε παντού, τον ζήταγε, στην κοιλιά της ο καρπός του έρωτά τους, γεννήθηκε το παιδί τους, εκείνος μακριά, εκείνη στη μηχανή της να ράβει, να ράβει, να γαζώνει, να κεντάει πουκάμισα, παντελόνια, σακάκια, φορέματα, μια δραχμή το κομμάτι.
Ο,τι χρήματα έβγαζε τα έφτιαχνε πακέτα και τα 'στελνε μακριά. Ταξίδεψε με το παιδί της και τον βρήκε μέσα στα συρματοπλέγματα, το παιδί δεν ήξερε, πήγε να παίξει με τους χωροφύλακες, μην πας εκεί, δεν επιτρέπεται, θέλω να πετάξω χαλίκια στη θάλασσα, όχι δεν επιτρέπεται.
Γύρισαν πίσω, εκείνος έμεινε πίσω, διάβαζε, μελετούσε, τους έγραφε πως όλα τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Εκείνη στη μηχανή της, το κεφάλι της σκυμμένο συνέχεια. Οι πλάτες της γυρτές, τα σχέδια ήταν χλωμά ,δεν ήταν χαρούμενα. Νύχτωνε και ξημέρωνε πάνω στη μηχανή της. Πέρασαν τα χρόνια και μια μέρα έμαθε ότι γυρίζει. Πήγε στο λιμάνι με το παιδί της.
Ηρθε με τους τελευταίους. Αγκαλιάστηκαν οι τρεις τους και πήραν το δρόμο για το σπίτι. Ξάπλωσαν στο μεγάλο κρεβάτι και κοιτάζονταν, την άλλη ημέρα εκείνος έψαξε για δουλειά. Αρχισε να δουλεύει σκληρά, ήτανε κουρασμένος, όμως είχε τους δυο τους κι είχε κουράγιο πολύ. Εκείνη έραβε πολύ πολύ, ατελείωτα, το παιδί μεγάλωνε, το στείλαν στο σχολείο, το έμαθαν να ζωγραφίζει, του δίδασκαν μουσική κι εκείνος αρρώστησε βαριά.
Η καρδιά του ράγισε. Νοσοκομεία, εγχειρήσεις, το ξεπέρασαν, λαβωμένοι βαριά. Δούλευε εκείνος στα γιαπιά κι εκείνη με τη μηχανή της. Σιγά - σιγά γινότανε όλο και πιο ασθενική όλο και πιο κουρασμένη. Συνέχιζε να φτιάχνει σχέδια. Ταξίδεψε στη Μόσχα, ήτανε τ' όνειρο της. Εφερε συντρόφους καινούργιους, τους γνώρισε σε όλους, την αγαπούσαν όλοι.
Εφερε σαμοβάρι και κούκλες: η Ιρινα, ο Στεπάν, ο Ιγκόρ, η Αναστάζια. Τα χρόνια πέρναγαν, έτρεχε παντού. Με τις γυναίκες, με τους ανέργους, με τους πεινασμένους, πάλευε για καλύτερα σχολεία, για να μην απολύσουν τους εργάτες από τις φάμπρικες, για ψωμί, για δουλιά, για δικαιοσύνη.
Το φαγητό τους λιγοστό, τα βιβλία τους άπειρα, η αγάπη τους τεράστια. Τα μάτια της αδυνάτισαν, η αντοχή της στέρεψε. Ενα πρωινό έκατσε στη ραπτομηχανή της και κέντησε ένα υπέροχο λευκό περιστέρι με ολάνοιχτα φτερά να πετάει και στο μαύρο του ράμφος να κρατάει τρία κατακόκκινα γαρίφαλα. Ητανε το τελευταίο της σχέδιο, ξάπλωσε στο καρυδένιο της κρεβάτι και με ένα βουβό λυγμό αλλά και με χαμόγελο αποχαιρέτησε τους δυο της αγαπημένους!
Ολοι όσοι την είχαν γνωρίσει, την αποχαιρέτησαν, της τραγούδησαν όμορφα τραγούδια, της επανάστασης και της λευτεριάς και την ακούμπησαν απαλά στο χώμα!
Καληνύχτα συντρόφισσα Φανή!
Από την Μαρούσκα Χατζηγιάννη
http://www.gioukalili.gr/
Αναρτήθηκε από oikodomos