Η Υπουργός Παιδείας, Ν. Κεραμέως, από κοινού με
τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Μ. Χρυσοχοΐδη, παρουσίασαν πριν μια
εβδομάδα το σχέδιο νόμου με τίτλο «Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, Προστασία της
Ακαδημαϊκής Ελευθερίας, Αναβάθμιση του Ακαδημαϊκού Περιβάλλοντος και άλλες
διατάξεις». Εκπαίδευση και Αστυνομία εμφανίζονται σε συμπληρωματικούς ρόλους
όχι μόνο με το ίδιο το νομοσχέδιο, αλλά και συμβολικά με την από κοινού
παρουσίαση των υπουργών. Στο οποίο
νομοσχέδιο ανάμεσα στα άλλα θεσμοθετείται η παρουσία της αστυνομίας στα
πανεπιστημιακά ιδρύματα για την
προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και την αναβάθμιση του ακαδημαϊκού
περιβάλλοντος, με τον νομοθέτη να φαίνεται να αδιαφορεί για την αντίφαση της νομοθετικής του
πρότασης. Πώς ένα αστυνομικό σώμα
φύλαξης πανεπιστημιακών χώρων, που κατά τον Μ. Χρυσοχοΐδη θα έχει
δικαίωμα να κάνει συλλήψεις, να συντάσσει δικογραφίες και να παραπέμπει στον
εισαγγελέα, μπορεί να διαφυλάσσει την ακαδημαϊκή ελευθερία;
Η
κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδιώκει με τους νόμους που ψηφίζει, για το πανεπιστημιακό
άσυλο παλιότερα, την αστυνομοκρατία στο πανεπιστήμιο τώρα, να εκριζώσει από την
κοινή γνώμη και την ακαδημαϊκή κοινότητα στάσεις και αντιλήψεις σχετικά με την
προστασία αυτών των ελευθεριών που συνδέονται με τα δημοκρατικά αιτήματα της
μεταπολίτευσης, ώστε να καταρριφτούν ευκολότερα οι κοινωνικές αντιστάσεις για
το αστυνομοκρατούμενο κράτος που οικοδομείται.
Η ακαδημαϊκή ελευθερία οικοδομήθηκε σε αντίθεση με
τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αρχές που σκοπεύουν να ασκήσουν
περιορισμό ή πίεση και είναι η βασική αρχή του
πανεπιστημίου που είναι συμβατή με την αυτονομία του. Αυτές οι δυο έννοιες
αλληλεπικαλύπτονται, αλλά μένουν διακριτές, αφού αυτονομία σημαίνει διοικητική
ανεξαρτησία που εξασφαλίζει την πνευματική ανεξαρτησία των πανεπιστημιακών. Η
ακαδημαϊκή ελευθερία θεωρείται όπλο
άμυνας έναντι παρεμβάσεων από εξωτερικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να θέσουν
υπό αμφισβήτηση την απαραίτητη ελευθερία που απολαμβάνουν οι πανεπιστημιακοί
προκειμένου να ασκήσουν σωστά το επάγγελμά τους. Και βέβαια αυτό προϋποθέτει
επίσης, σε αντάλλαγμα, ότι οι πανεπιστημιακοί γνωρίζουν τα καθήκοντά τους και
τα εκπληρώνουν. Στη χώρα μας, ακόμα κι αν η λειτουργία
των πανεπιστημίων εξαρτάται από την κρατική εποπτεία, όμως μετά τη
μεταπολίτευση τη συνύπαρξη της με γνήσιες ακαδημαϊκές ελευθερίες κανείς δεν
τολμούσε να αμφισβητήσει.
Στη σύγχρονη ιστορία μέχρι τώρα, οι δύο δυνάμεις που
έχουν απειλήσει την ελευθερία των πανεπιστημίων είναι η πολιτική εξουσία και οι
θρησκευτικές αρχές. Στις μέρες μας γίνεται
κατανοητό ότι κύρια απειλή προέρχεται από τις αυτοδιαφημιζόμενες
φιλελεύθερες αστικές δημοκρατίες με τον βαρύ περιορισμό που θέτει η παγκοσμιοποιημένη
καπιταλιστική οικονομία. Κατά κάποιο τρόπο, όλα τα πανεπιστήμια βιώνουν μια
υπερεθνική ανταγωνιστικότητα που κυριαρχείται και δομείται εξ ολοκλήρου από τη λογική
του οικονομικού συστήματος, του μονοπωλιακού καπιταλισμού και τους σκοπούς του.
Το οποίο κλείνει το πανεπιστήμιο σε ένα κλουβί γραφειοκρατίας, όπου εξωτερικοί
φορείς που σχετίζονται με εταιρείες και μονοπώλια επιβάλλουν με τα δικά τους κριτήρια
μια μόνιμη και συνεχή αξιολόγηση, και κυρίως και πάνω απ’ όλα το περιερχόμενο
του ερευνητικού έργου των πανεπιστημίων.
Η ακαδημαϊκή ελευθερία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά αποβλέπει
στο κοινό καλό. Εάν δεν υπήρχε αυτή η αλτρουιστική διάσταση στην ακαδημαϊκή
ελευθερία, τότε δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η ύπαρξη ενός τέτοιου προνομίου. Η δυσκολία
βέβαια έγκειται στον εντοπισμό αυτού του κοινού αγαθού και οι απαντήσεις
ποικίλλουν ανάλογα με την αντίληψή που επικρατεί για το πανεπιστήμιο και τους
σκοπούς του και εξαρτάται από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Γιατί αν στόχος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι η παροχή διπλωμάτων με αξία στην αγορά
εργασίας ή η μετατροπή του πανεπιστημίου σ’ έναν οργανισμό όπου
χρηματοδοτούνται εκείνες οι γνώσεις που έχουν μοναδικό σκοπό να διασφαλίσουν
την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής οικονομίας, τότε βεβαίως η ακαδημαϊκή
ελευθερία μόνο ως τροχοπέδη στην εκπλήρωση αυτών των στόχων μπορεί να λειτουργήσει.
Η επιστήμη και τεχνολογία σε συνδυασμό
με την οικονομία να αυτονομούνται από τις
ανάγκες του ανθρώπου, η γνώση να γίνεται στέρεα και ποσοτική και όλα να
τίθενται στην υπηρεσία μιας οικονομίας που δυναστεύει τον άνθρωπο. Κι έτσι, η
δυνατότητα του ανθρώπου για δημιουργία
και μάθηση γίνεται εμπόρευμα σε πακέτο, εντάσσεται σε μια διαδικασία
παραγωγής-κατανάλωσης στην οποία ο πανεπιστημιακός δεν πρέπει να ενδιαφέρεται η
να ξέρει τίποτε παραπάνω απ’ όσα χρειάζεται να γίνει ελκυστικό εμπόρευμα η
γνώση του.
Αν όμως θεωρείται στόχος της ύπαρξης ενός πανεπιστημίου
η παραγωγή γνώσεων και η συνεχής ανανέωσή τους, τότε η ακαδημαϊκή ελευθερία
είναι προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ. Γιατί για να συμβεί αυτό είναι απαραίτητο,
αφενός, οι παραγωγοί αυτής της γνώσης να απολαμβάνουν μεγάλη ελευθερία για να
αφιερωθούν αποκλειστικά σε αυτό το δύσκολο έργο δημιουργίας νέων γνώσεων, και
αφετέρου να διδάσκουν με ελευθερία ελεύθερα άτομα, τους φοιτητές, εκπαιδεύοντάς
τους να έχουν ανεξαρτησία πνεύματος, να μην λαμβάνουν παθητικά τη γνώση, γιατί στη
συνέχεια είναι αυτοί που θα συμβάλουν στη βελτίωση αυτής της γνώσης
αμφισβητώντας την.
Οι δραστηριότητες λοιπόν της αστυνομίας στις πανεπιστημιουπόλεις,
με το νομοσχέδιο που προωθείται, με πρόσχημα πάντα την πάταξη μιας
εγκληματικότητας στον πανεπιστημιακό χώρο που συστηματικά και επαναλαμβανόμενα
διογκώνεται και παραμορφώνεται η ύπαρξή και
η έντασή της, μπορούν να απειλήσουν την ακαδημαϊκή ελευθερία. Γιατί ένα καθοριστικό
χαρακτηριστικό των αστυνομικών σωμάτων είναι το δικαίωμά τους να χρησιμοποιούν
νόμιμα τη βία και να στερούν τους πολίτες από την ελευθερία τους, προσφέροντας
μάλιστα στους ίδιους μεγάλους πειρασμούς, ή και διατεταγμένους, για κατάχρησή του.
Με το νομοσχέδιο αυτό η κυβέρνηση Μητσοτάκη, χωρίς προσχήματα και δισταγμούς,
θέλει να επιβάλλει εκείνη τη μορφή πανεπιστημίου που συνάδει με το αυταρχικό κράτος
το οποίο χρόνο το χρόνο οικοδομείται.
Με την μονιμοποίηση της αστυνομίας μέσα στους πανεπιστημιακούς
χώρους επιδιώκεται η καταστολή της όποιας αντίρρησης όχι πια όταν εκδηλώνεται,
αλλά στη γέννησή της, πριν ακόμα προλάβει να υπάρξει. Ο ιδανικότερος τρόπος για
να ελέγχεται η πράξη είναι να
κατευθύνεται η σκέψη. Η ύπαρξη της αστυνομίας δίνει μορφή σ’ αυτόν τον έλεγχο
και τον εντάσσει αδιαμαρτύρητα στην καθημερινότητα, ακόμα και της αναζήτησης της
γνώσης. Και σε ανθρώπους που η καθημερινότητά τους ελέγχεται και υπόκειται σε συνεχή
επιτήρηση, η έκταση, η ένταση και ο στόχος της οποίας εξαρτάται από κέντρα εκτός
πανεπιστημίου, τότε καμιά ελευθερία σκέψης ή δράσης δεν διασώζεται χωρίς συνεχή
αγώνα.
Φοιτητές και καθηγητές σε πανεπιστημιακά κτίρια περιφραγμένα
ή αποκομμένα από τον ιστό της πόλης και φυλασσόμενοι από αστυνομικά σώματα,
βρίσκονται εκεί για να μάθουν να κάνουν καλά τη δουλειά που η κυρίαρχη εξουσία
απαιτεί. Και δεν είναι τυχαίο πως τα
πανεπιστημιακά κτίρια επιδιώκεται και από άποψη χώρου και δομής να είναι
αποκομμένα από την κοινωνία και τη ζωή. Ακόμα κι αν βρίσκονται στο κέντρο της πόλης,
όπως το ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη, η περίφραξή τους με κάγκελα σ’ αυτήν την
προσπάθεια εντάσσεται, να είναι αποκομμένα από κάθε δραστηριότητα, να είναι
αποκλειστικά και μόνο το πανεπιστήμιο
τόπος παραγωγής ειδικών, φορείς εκείνης της γνώσης που υπαγορεύουν
εταιρείες για ανάπτυξη της οικονομίας, με αδιαφορία για τα προβλήματα της κοινωνίας.
Να ελαχιστοποιείται η δυνατότητα ακόμα
και κάποια ενδοφοιτητικά γεγονότα να γίνονται πόλος έλξης και αφορμή για συνάντηση με την κοινωνία έξω από το
πανεπιστήμιο.
Και αυτό αφορά καθηγητές και φοιτητές. Εκτός από εκείνους
τους καθηγητές ή φοιτητές που θεωρούν το
πανεπιστήμιο ένα γρανάζι της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας του
καπιταλισμού και τους ίδιους συνεπείς εκπροσώπους του.