Ένα από τα στοιχεία της πανδημίας, είναι πως η έκτασή της θα μπορούσε
να έχει αποφευχθεί, με δεδομένο ότι εδώ και αρκετά χρόνια πλήθαιναν οι
προειδοποιήσεις από ειδικούς για τον κίνδυνο εμφάνισης μιας νέας
πανδημίας, ενίοτε ακόμα και με την υπογράμμιση ότι η βασική απειλή
προερχόταν από τους κορονοϊούς. Μια τέτοια εκστρατεία πρόληψης ωστόσο θα
προϋπέθετε ένα σεβαστό αριθμό επενδύσεων στην έρευνα και τη δημόσια
υγεία, όπως και εκτεταμένη διεθνή συνεργασία.
To ακριβώς αντίθετο δηλαδή από αυτό που δείχνουν τα στοιχεία του 2019 για τις αμυντικές δαπάνες, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Ερευνητικού Ιδρύματος Διεθνούς Ειρήνης στη Στοκχόλμη. 1,9 τρισεκατομμύρια δολάρια ήταν το ποσό που ξοδεύτηκε διεθνώς για πολέμους και οπλικά συστήματα, το υψηλότερο επίπεδο δαπανών μετά την οικονομική κρίση του 2008 και κατά 3,6% ψηλότερο σε σχέση με το 2018. Συνολικά οι δαπάνες αυτές αντιπροσωπεύουν το 2,2% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Πρωταθλήτριες αναδείχτηκαν για ακόμα μια χρονιά με διαφορά οι ΗΠΑ, στις οποίες αναλογεί το 38% του συνόλου των πολεμικών δαπανών. Η αύξηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της όξυνσης των διεθνών ανταγωνισμών, ιδιαίτερα με την Κίνα και τη Ρωσία. Η Κίνα ξόδεψε 261 δις δολάρια για στρατιωτικούς σκοπούς το 2019, ποσοστό 5,1% παραπάνω σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Η τάση αυτή παρατηρείται τα τελευταία 25 χρόνια, και συμβαδίζει με τη μεγάλη οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Ακόμα μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση (6,8%) παρουσίασε στον τομέα αυτό η Ινδία, που διέθεσε 71,1 δις δολάρια για στρατιωτικούς σκοπούς, ενώ η Ρωσία σημείωσε αύξηση κατά 4,5%. Πτώση παρουσιάστηκε στις στρατιωτικές δαπάνες της Σαουδικής Αραβίας κατά 16%, ενώ σταθερά παρέμειναν τα ποσά που διατέθηκαν από χώρες της Λατινικής Αμερικής, με τη Βραζιλία να καταλαμβάνει το 51% των αντίστοιχων δαπανών της περιοχής. Αύξηση για πέντε συνεχή έτη παρουσιάζουν οι δαπάνες αυτές και στην Αφρική, όπου το συνολικό ποσό ανήλθε στα 41,2 δις δολάρια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο πίνακας που παρουσιάζει το συνολικό επίπεδο των στρατιωτικών δαπανών στο διάστημα 1988 – 2019, που διαψεύδει για μια ακόμα φορά το ιδεολόγημα για “τέλος της ιστορίας” και εδραίωση της ειρήνης μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την παγκόσμια επικράτηση του καπιταλισμού, αφού μετά από μια υποχώρηση ως τα μέσα της δεκαετίας του ’90 περίπου, έκτοτε η αύξηση είναι συνεχής.
To ακριβώς αντίθετο δηλαδή από αυτό που δείχνουν τα στοιχεία του 2019 για τις αμυντικές δαπάνες, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Ερευνητικού Ιδρύματος Διεθνούς Ειρήνης στη Στοκχόλμη. 1,9 τρισεκατομμύρια δολάρια ήταν το ποσό που ξοδεύτηκε διεθνώς για πολέμους και οπλικά συστήματα, το υψηλότερο επίπεδο δαπανών μετά την οικονομική κρίση του 2008 και κατά 3,6% ψηλότερο σε σχέση με το 2018. Συνολικά οι δαπάνες αυτές αντιπροσωπεύουν το 2,2% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Πρωταθλήτριες αναδείχτηκαν για ακόμα μια χρονιά με διαφορά οι ΗΠΑ, στις οποίες αναλογεί το 38% του συνόλου των πολεμικών δαπανών. Η αύξηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της όξυνσης των διεθνών ανταγωνισμών, ιδιαίτερα με την Κίνα και τη Ρωσία. Η Κίνα ξόδεψε 261 δις δολάρια για στρατιωτικούς σκοπούς το 2019, ποσοστό 5,1% παραπάνω σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Η τάση αυτή παρατηρείται τα τελευταία 25 χρόνια, και συμβαδίζει με τη μεγάλη οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Ακόμα μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση (6,8%) παρουσίασε στον τομέα αυτό η Ινδία, που διέθεσε 71,1 δις δολάρια για στρατιωτικούς σκοπούς, ενώ η Ρωσία σημείωσε αύξηση κατά 4,5%. Πτώση παρουσιάστηκε στις στρατιωτικές δαπάνες της Σαουδικής Αραβίας κατά 16%, ενώ σταθερά παρέμειναν τα ποσά που διατέθηκαν από χώρες της Λατινικής Αμερικής, με τη Βραζιλία να καταλαμβάνει το 51% των αντίστοιχων δαπανών της περιοχής. Αύξηση για πέντε συνεχή έτη παρουσιάζουν οι δαπάνες αυτές και στην Αφρική, όπου το συνολικό ποσό ανήλθε στα 41,2 δις δολάρια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο πίνακας που παρουσιάζει το συνολικό επίπεδο των στρατιωτικών δαπανών στο διάστημα 1988 – 2019, που διαψεύδει για μια ακόμα φορά το ιδεολόγημα για “τέλος της ιστορίας” και εδραίωση της ειρήνης μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την παγκόσμια επικράτηση του καπιταλισμού, αφού μετά από μια υποχώρηση ως τα μέσα της δεκαετίας του ’90 περίπου, έκτοτε η αύξηση είναι συνεχής.