Οι τεράστιες καταστροφές που προκαλεί
εδώ και μία βδομάδα ο τυφώνας «Χάρβεϊ» στο Τέξας και τη Λουιζιάνα των
ΗΠΑ δεν είναι απλά μια «φυσική καταστροφή», απόρροια των «ακραίων
καιρικών φαινομένων», όπως παρουσιάζεται από την πλειοψηφία των ΜΜΕ.
Κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι τα φτωχά λαϊκά στρώματα
πλήρωσαν το μεγαλύτερο τίμημα από το πέρασμα του φονικού τυφώνα, επειδή
βρέθηκαν απροστάτευτα απέναντι στη μανία της φύσης, παρά το γεγονός ότι
τα συγκεκριμένα «ακραία» φαινόμενα συμβαίνουν τακτικά στην περιοχή και
είναι απόλυτα προβλέψιμα. Ποιος ευθύνεται επομένως για τις μεγάλες
καταστροφές, τους δεκάδες νεκρούς και αγνοούμενους, τους χιλιάδες
αστέγους; Ας δούμε ορισμένα ενδεικτικά στοιχεία, που μπορούν να
βοηθήσουν στην απάντηση. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες του Πανεπιστημίου
του Τέξας A&M, από το 1991 μέχρι τουλάχιστον το 2010, καταγράφεται
συστηματική «εξαφάνιση» δεκάδων χιλιάδων εκταρίων υγροβιότοπων, βάλτων
και ελών, που χαρακτήριζαν κάποτε σημαντικό μέρος του Χιούστον και άλλων
πόλεων της πολιτείας του Τέξας. Η εξαφάνιση των υγροβιότοπων δεν
συνιστά μόνο αυτονόητες αρνητικές συνέπειες για την ισορροπία των
τοπικών οικοσυστημάτων, αλλά εξασθενεί σημαντικά και τις δυνατότητες του
εδάφους να «διαχειριστεί» τις τεράστιες ποσότητες βρόχινου νερού, που
συνοδεύουν συχνά το πέρασμα τυφώνων. Ειδικοί επιστήμονες εκτιμούν ότι οι
καταστροφές θα ήταν μικρότερης έκτασης και οι συνέπειες στη ζωή των
ανθρώπων λιγότερο οδυνηρές, εάν δεν είχε καταστραφεί ένα τόσο μεγάλο
μέρος των υγροβιότοπων του Χιούστον.
***
Το θέμα είναι όμως τι έγιναν αυτοί οι υγροβιότοποι
στη συνέχεια... Ολες οι περιοχές μετατράπηκαν σε νέα «οικόπεδα», την
εκμετάλλευση των οποίων ανέλαβαν κατασκευαστικά και ενεργειακά
μονοπώλια, που μετέτρεψαν μέσα στις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες το
Χιούστον σε «καρδιά» της αμερικανικής πετρελαϊκής παραγωγής και
βιομηχανίας. Η αστικοποίηση των περιοχών έγινε άναρχα, δίχως ρυμοτομικό
σχεδιασμό, δίχως έργα αντιπλημμυρικής θωράκισης που κοστίζουν και δεν
έχουν «ανταποδοτικότητα», με πολλές εργατικές συνοικίες και τα σπίτια
των πιο φτωχών λαϊκών στρωμάτων να χτίζονται πάνω σε πρώην ρέματα, πρώην
βάλτους και άλλες περιοχές «επιρρεπείς στις πλημμύρες»... Με τη
«λογική» της μεγιστοποίησης του κέρδους των καπιταλιστών, εμπορικά
κέντρα, κάθε λογής εργοστάσια, διυλιστήρια, τεράστιες δεξαμενές καυσίμων
και εργατικοί οικισμοί πολλαπλασιάστηκαν μέσα σε μερικές δεκαετίες με
γεωμετρική πρόοδο, στο πλαίσιο μίας «ανάπτυξης» που υπονομεύει την
ασφάλεια και την υγεία των κατοίκων της περιοχής. Ετσι εξηγείται γιατί
τα διυλιστήρια και οι δεξαμενές καυσίμων είναι πλάι σε φτωχικές,
εργατικές συνοικίες, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων έχει
σπίτια ανασφάλιστα από πλημμύρα. Οχι λόγω «άγνοιας» αλλά λόγω των
«αλμυρών» λογαριασμών που πρέπει να πληρώσουν στα ασφαλιστικά
μονοπώλια...
***
Ολες τις προηγούμενες δεκαετίες, οι αμερικανικές
κυβερνήσεις σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο διευκόλυναν με κάθε
τρόπο τις μπίζνες των μονοπωλίων, όπως στο Χιούστον και αλλού. Εργα με
μεγάλο κόστος, όπως η συντήρηση των δύο μεγάλων φραγμάτων στην περιοχή,
που μετρούν σήμερα 70 χρόνια ζωής, δεν είναι «επιλέξιμα» για
χρηματοδότηση, όπως και άλλα αναγκαία αντιπλημμυρικά έργα, σε μία
πολιτεία ευάλωτη στους τυφώνες και στις ισχυρές καταιγίδες. Κανένα
ουσιαστικό σχέδιο ενημέρωσης ή και εκπαίδευσης του πληθυσμού δεν υπάρχει
για την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων ούτε βέβαια οι αναγκαίοι
μηχανισμοί και τα μέσα από την πλευρά του κράτους, με αποτέλεσμα η
ασφάλεια και η προστασία από τέτοια φυσικά φαινόμενα να αποτελούν
ατομική ευθύνη. Ετσι, τα πιο εύπορα στρώματα της περιοχής, αφού
σφράγιζαν και ασφάλιζαν τα σπίτια τους κινούνταν προς ασφαλέστερες
περιοχές, σε αντίθεση με τον πιο φτωχό πληθυσμό που στερούνταν χρήμα και
μέσα για να εγκαταλείψει την περιοχή. Ακόμα, όμως, κι αν κατάφερνε να
φύγει, δεν ήξερε αν και πού θα βρει το ...τροχόσπιτό του, επιστρέφοντας
μετά την καταστροφή. Οσο για τον Τραμπ, έκανε ό,τι και οι προηγούμενοι
Πρόεδροι, όταν έρχονταν αντιμέτωποι με την οργή και την αγανάκτηση του
κόσμου, μετά από τέτοιες καταστροφές: Τις απέδωσε στις κλιματικές
αλλαγές και στα «ακραία φαινόμενα της φύσης», κρύβοντας ότι οι συνέπειές
τους μπορούν να περιοριστούν στο ελάχιστο για το λαό. Οχι όμως στον
καπιταλισμό, όπου η ανάπτυξη για τα μονοπώλια σαρώνει κυριολεκτικά τις
σύγχρονες λαϊκές ανάγκες.