Μελαγχολία, Δράμα, Παραίτηση. Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που
συνοψίζουν το λογοτεχνικό έργο του Στέφαν Τσβάιχ, του διασημότερου ίσως
Αυστριακού πεζογράφου του 20
ου αιώνα. Σχεδόν όλα τα έργα του
Τσβάιχ κατέληγαν με μια τραγική παραίτηση του βασικού πρωταγωνιστή, που
αδυνατεί, λόγω εξωτερικών κι εσωτερικών συνθηκών, να κατακτήσει την
ευτυχία. Κατά μία έννοια το έργο του προοιωνίστηκε και την ίδια την
ψυχική παραίτηση του Τσβάιχ, που μπρος στο φάσμα του συνεχιζόμενου
πολέμου και της προσωπικής του εξορίας, επέλεξε να θέσει τέρμα στη ζωή
του. Μια στάση όχι απόλυτα ασυνήθιστη για γερμανόφωνους ιδιαίτερα
διανοούμενους λίγο πριν ή μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, όπως δείχνουν οι
περιπτώσεις του Κουρτ Τουχόλσκι, Βάλτερ Μπένγιαμιν και άλλων. Σε
αντίθεση ωστόσο με τους προηγούμενους, ο Τσβάιχ δε φλέρταρε ποτέ με τον
πολιτικό ριζοσπαστισμό, αντίθετα υπήρξε συνειδητά απολίτικος,
πρεσβεύοντας το διαχωρισμό «πολιτικής και πνεύματος», μια στάση καθόλα
πολιτική ασφαλώς, εναρμονιζόμενη με την ταξική θέση του Τσβάιχ.
Γεννήθηκε στις 28 Νοέμβρη 1881 στη Βιέννη από μεγαλοαστική οικογένεια
επιχειρηματιών και τραπεζιτών εκκοσμικευμένων Εβραίων (Εβραίος από τύχη
χαρακτήριζε αργότερα τον εαυτό του ο Τσβάιχ). Σπούδασε φιλοσοφία στο
πανεπιστήμιο της πόλης, ενώ έκανε και δημοσιογραφική δουλειά. Από το
1897 ήδη ξεκίνησε να δημοσιεύει ποιήματα σε περιοδικά, ενώ το 1901
δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Ασημένια άστρα» και η το 1904
η πρώτη του νουβέλα «Ο έρωτας της Έρικα Έβαλντ». Στα νεανικά του χρόνια
ο Τσβάιχ φαίνεται πως έπασχε από επιδειξιομανία, την οποία εκδήλωνε
ενώπιον κοριτσιών σε πάρκα της πόλης. Μάλιστα, φαίνεται από υπονοούμενα
σε προσωπικές του σημειώσεις πως σε τουλάχιστον μία περίπτωση κόντεψε να
πιαστεί στα πράσα.
Χωρίς οικονομικές έγνοιες, ταξίδεψε σε μια σειρά από χώρες, ανάμεσά
τους την αποικιοκρατούμενη τότε Ινδία και τις ΗΠΑ, γνωρίζοντας
ομότεχνούς του. Κρίθηκε ακατάλληλος για στρατιωτική θητεία και υπηρέτησε
στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου στο Πολεμικό Αρχείο της Βιέννης,
θέση στην οποία κατόρθωσε να τοποθετήσει και το διάσημο ποιητή Ράινερ
Μαρία Ρίλκε. Όντως ήδη ειρηνιστής, αλλά και χωρίς διάθεση να συγκρουστεί
έμπρακτα με τις αρχές δήλωνε πως εκείνα τα χρόνια διεξήγαγε «τον
προσωπικό μου πόλεμο: τον αγώνα κατά της προδοσίας της λογικής προς
όφελος της τωρινής μαζικής υστερίας».
Το 1917 απαλλάχθηκε από τις υποχρεώσεις του προς τον αυστροουγγρικό
στρατό και πέρασε το διάστημα ως το 1919 στην ουδέτερη Ελβετία ως
ανταποκριτής βιεννέζικης εφημερίδας. Επέστρεψε στην ανεξάρτητη πια
Αυστρία στις 24 Μαρτίου 1919, μέρα κατά την οποία ο τελευταίος
αυτοκράτορας των Αψβούργων, Κάρολος Α’ έπαιρνε το δρόμο της εξορίας. Ο
συγγραφέας συναντήθηκε με τον τέως ηγεμόνα και κατέγραψε τις εντυπώσεις
του στο έργο του «Ο κόσμος του χθες». O Τσβάιχ έβλεπε μάλλον θετικά και
σαφώς εξιδανικευμένα τη μοναρχία των Αψβούργων, από κοσμοπολίτικη
σκοπιά, θεωρώντας ότι η αυστροουγγρική αυτοκρατορία διασφάλιζε την
ισότητα των εθνοτήτων στο εσωτερικό της και λειτουργούσε ως αντίβαρο
στον “πρωσικό αυταρχισμό” της Γερμανίας. Ουσιαστικά αντιμετώπιζε την
τέως αυτοκρατορία ως πρόπλασμα μιας μελλοντικής ενωμένης Ευρώπης, την
οποία θεωρούσε μοναδικό αντίβαρο στον αυξανόμενο εθνικισμό και μονόδρομο
για τη διασφάλιση της ειρήνης.
Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, έβλεπε με ενδιαφέρον την οικοδόμηση της
πρώτης εργατικής εξουσίας στη Σοβιετική Ένωση και μάλιστα επισκέφτηκε
κατόπιν πρόσκλησης με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Τολστόι τη
χώρα το 1928. Τα έργα του Τσβάιχ ήδη ήταν αρκετά δημοφιλή στην ΕΣΣΔ,
ενώ ο συγγραφέας είχε από το 1923 τακτική αλληλογραφία με το Μαξίμ
Γκόρκι. Στο έργο του “Ταξίδι στη Ρωσία”, ο Τσβάιχ περιορίζεται εν
πολλοίς σε καταγραφές μνημείων και γενικά πολιτιστικών πτυχών του
ταξιδιού του, αποφεύγοντας συνειδητά οποιαδήποτε πολιτική κρίση.
Διαπιστώνει ωστόσο θετικά τη διάθεση του λαού για μόρφωση και των ηγετών
του για διαφώτιση, με κάποια αφέλεια ενίοτε κατά τη γνώμη του. Στην
αλληλογραφία του με τον ομότεχνό του Ρομαίν Ρολάν, αλλά και την
αυτοβιογραφία του, που γράφτηκε λίγο πριν την αυτοχειρία του το 1942, ο
Τσβάιχ εμφανίζεται επιφυλακτικός ως καταδικαστικός απέναντι στα
τεκταινόμενα στην ΕΣΣΔ και την κομμουνιστική ιδεολογία γενικότερα.
Πολλές από τις αντιδράσεις του εξηγούνται με βάση την κοινωνική του
θέση, πχ όταν κατακρίνει την συνειδητή προτίμηση εργατόπαιδων για
φοίτηση στα πανεπιστήμια, έναντι παιδιών της διανόησης.
Οι πολιτικές αντιφάσεις του Τσβάιχ διακρίνονται και σε ένα άλλο
επεισόδιο, το οποίο αργότερα αποσιωπούσε σχεδόν απόλυτα ο συγγραφέας,
κατά το οποίο το 1923 απευθύνθηκε με επιστολή στο δικτάτορα Μουσολίνι,
για να τον ευχαριστήσει που απελευθέρωσε τον Ιταλό αντιφασίστα Τζερμάνι.
Ο Τσβάιχ είχε απευθυνθεί στο Μουσολίνι κατόπιν παράκλησης της συζύγου
του, ο οποίος ικανοποίησε το αίτημά του, προφανώς για λόγους
προπαγάνδας, καθώς ο αυστριακός συγγραφέας ήταν ήδη πασίγνωστος διεθνώς
εκείνη την εποχή. Εκείνος με τη σειρά του, δε φείσθηκε επαίνων για το
φασίστα ηγέτη, ο οποίος “οδηγούσε σαν καράβι τη χώρα του στα αγριεμένα
κύματα στα οποία μεταμορφώνεται η παγκόσμια ιστορία” και “στα οποία
πολλά κράτη βουλιάζουν”. Μελετητές του έχουν προβάλλει ως δικαιολογία
ότι εκείνη την περίοδο, κι ως το 1938, το ιταλικό φασιστικό καθεστώς δεν
είχε υιοθετήσει τα αντισημιτικά και φυλετικά μέτρα που αργότερα
υιοθέτηση κατά μίμηση των Γερμανών συμμάχων του, αυτό σαφώς όμως δε
μειώνει τις ευθύνες του επιστολογράφου. Εξάλλου, παρά την αποστροφή του
προς το ναζισμό, ο Τσβάιχ κατά βάση απέφευγε κατά τα πρώτα χρόνια να
καταδικάσει ρητά το Χίτλερ. Μάλιστα, αμέσως μετά τις εκλογές του 1930,
έκρινε την εκλογική άνοδο των ναζί ως κατανοητή διαμαρτυρία της νέας
γενιάς κατά των “παλιών πολιτικών και της παλιάς πολιτικής”. Η αρνητική
του θέση εκδηλώθηκε με σαφήνεια μόλις στο τελευταίο του έργο τη
“Σκακιστική νουβέλα”, όπου ένας κρατούμενος σε απομόνωση από τους ναζί
αναπτύσσει εμμονή με ένα βιβλίο για παρτίδες πετυχημένων σκακιστών του
παρελθόντος.
Στη μεταστροφή του συνέβαλε και η δική του εξορία από την Αυστρία το
1934, όταν το αυστροφασιστικό καθεστώς – που μόνο για λόγους εσωτερικού
ανταγωνισμού βρισκόταν σε αντιπαλότητα με τον εγχώριο ναζισμό- διέταξε
έρευνα στο σπίτι του συγγραφέα, ως τάχα υποστηρικτή
της αποτυχημένης εργατικής εξέγερσης
κατά του δικτάτορα Ντόλφους το Φλεβάρη εκείνης της χρονιάς. Αδυνατώντας
ωστόσο να συλλάβει την ταξική φύση του φασιστικού φαινομένου, ο Τσβάιχ
ήταν καταδικασμένος να το αντιλαμβάνεται ως “φυσική καταστροφή”,
προσλαμβάνοντάς το κυρίως με όρους υπαρξιακής απώλειας, με
αυτοκαταστροφικές τελικά συνέπειες.
Αρχικά κατέφυγε στο Λονδίνο, όπου πήρε τη βρετανική υπηκοότητα, κι
αργότερα στο Μπαθ, όπου άρχισε να γράφει τη βιογραφία του σπουδαίου
Γάλλου συγγραφέα Ονορέ Ντε Μπαλζάκ. Το 1939 εκφώνησε επικήδειο για το
στενό του φίλο και ιδρυτή της ψυχανάλυσης, τα διδάγματα της οποίας τον
επηρέασαν και λογοτεχνικά, Σίγκμουντ Φρόιντ. Φοβούμενος ότι οι Βρετανοί
δε θα έκαναν διάκριση μεταξύ Γερμανών και Αυστριακών πολιτών στον
πόλεμο, κατέφυγε τελικά το 1940 στη Βραζιλία. Ο Τσβάιχ είχε καλές
σχέσεις με το δικτάτορα Ζετούλιου Βάργκας, που του είχε εξασφαλίσει βίζα
διαρκείας, με αντάλλαγμα τη θετική προβολή της χώρας στο εξωτερικό.
Παρά τη φήμη και την οικονομική άνεση που απολάμβανε, ο ίδιος έπασχε
από κατάθλιψη, νιώθοντας ξεριζωμένος από την «πνευματική του πατρίδα
Ευρώπη», και «εξαντλημένος από τα χρόνια ανέστιας περιπλάνησης». Έτσι
έδωσε, μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του, τέλος στη ζωή του με υπερβολική
δόση Βερονάλ στις 23 Φλεβάρη 1942. Σε αντίθεση με τη ρητή του επιθυμία,
το ζεύγος Τσβάιχ τάφηκε δημοσία δαπάνη παρουσία πλήθος κόσμου στην
Πετρόπολις, 50 χλμ έξω από το Ρίο ντε Τζανέιρο. Εκεί βρίσκεται σήμερα η
Casa Stefan Zweig, ένα μουσείο αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του
διασημότερου κατοίκου της πόλης.