Δ.Γόντικας- Σύγχρονα προβλήματα της ταξικής πάλης και ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος
Σύγχρονα προβλήματα της ταξικής πάλης και ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Του Δημήτρη Γόντικα (μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ) | Πηγή: ΚΟΜΕΠ, 2011 Τεύχος 4.
Κάθε
κομμουνιστικό κόμμα που παραμένει αμετακίνητο στην αποστολή του και
προσηλωμένο στο κύριο καθήκον του να προετοιμάσει, να οργανώσει την
εργατική τάξη και να καθοδηγήσει τον αγώνα της για την εκπλήρωση της
ιστορικής της αποστολής, οφείλει να καθοδηγείται από τη θεμελιακή θέση
του επιστημονικού σοσιαλισμού: «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει
επαναστατικό κίνημα». Οφείλει να υπερασπίζεται με αδιαλλαξία και
συνέπεια αυτή τη στάση αρχών από κάθε υπονόμευση και κυρίως να την
υπερασπίζεται παλεύοντας συνέχεια για τη διαρκή αντιστοίχιση θεωρίας και
πράξης.
Η
ιστορία του επαναστατικού και εργατικού κινήματος μας διδάσκει ότι δεν
αρκούν ούτε η θέληση ούτε οι διακηρύξεις για να διασφαλίζεται και να
κατοχυρώνεται η επαναστατική γραμμή πάλης και η ύπαρξη του Κόμματος ως
επαναστατικής πρωτοπορίας. Απαιτούνται όχι μόνο στέρεες θεωρητικές
βάσεις, αλλά και συνεχής εμπλουτισμός της θεωρίας με τη μελέτη των
εξελίξεων, με οξυμένο ταξικό κριτήριο, μελέτη της στρατηγικής του
αντιπάλου, γενίκευση της πείρας, αλλά και ανοιχτό πάντα το ιδεολογικό
μέτωπο σε κάθε απόπειρα αναθεώρησής της. Απαιτείται ιδεολογική πάλη που
πρέπει να φτάνει ως την ανοιχτή ρήξη με το ρεύμα του αναθεωρητισμού και
οπορτουνισμού στις γραμμές του.
Χωρίς
τη ρήξη με τους ηγέτες της Β΄ Διεθνούς δε θα υπήρχε νίκη του
μπολσεβικισμού στο εργατικό κίνημα της Ρωσίας ούτε και νίκη της
Οκτωβριανής Επανάστασης. Σήμερα, χωρίς ήττα του οπορτουνισμού στο
κομμουνιστικό κίνημα της κάθε χώρας ξεχωριστά, επομένως και σε διεθνές
επίπεδο, δεν μπορεί να υπάρξει ανασύνταξή του και δημιουργία συνθηκών
νίκης. Το εργατικό κίνημα θα είναι καταδικασμένο να σέρνεται στην ουρά
της αστικής τάξης σε κάθε χώρα.
Η
πείρα του ΚΚΕ είναι πολύ πλούσια. Πλήρωσε με σοβαρές συνέπειες τις
υποχωρήσεις σε ζητήματα αρχών, την παραμέληση της θεωρητικής του
κατάρτισης και επάρκειας. Χρειάστηκαν πολλές προσπάθειες και σκληροί
αγώνες για να επουλώσει πληγές, να αποκαταστήσει τον κομμουνιστικό του
χαρακτήρα και να επεξεργαστεί τη στρατηγική του στις σύγχρονες συνθήκες.
Η
πείρα του ΚΚΕ, όπως και άλλων κομμάτων που στέκονται με συνέπεια στη
θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού και του προλεταριακού διεθνισμού, δεν
αποτελεί εθνική ιδιομορφία, εθνική ιδιαιτερότητα. Κανένα κόμμα δε θα
μπορέσει, για παράδειγμα, να δώσει δυναμισμό και προοπτική στην ταξική
πάλη, όπου το κεντρικό πρόβλημα είναι η πάλη για την εξουσία, αν δεν
έχει ξεκαθαρισμένες αντιλήψεις σχετικά με την εργατική τάξη, το ρόλο
της, την εξέλιξή της, τις σύνθετες διαδικασίες για την ανάπτυξη της
ταξικής της συνείδησης και του κινήματός της και τελικά τις προϋποθέσεις
που απαιτούνται για την εκπλήρωση της ιστορικής της αποστολής.
Μήπως
δεν είναι αλήθεια ότι ορισμένα κόμματα, ειδικά στις αναπτυγμένες
καπιταλιστικές χώρες, έχασαν τον προσανατολισμό τους, τον προλεταριακό
και επαναστατικό τους χαρακτήρα επειδή υιοθέτησαν αστικές
αντιεπιστημονικές θεωρίες για την εργατική τάξη και το ρόλο της, θεωρίες
και πρακτικές που αμφισβήτησαν ή αρνήθηκαν τον πρωτοπόρο κοινωνικό της
ρόλο; Η γραμμή διάχυσης του εργατικού κινήματος σε διάφορα κοινωνικά
φόρουμ αποδείχθηκε πολύ επιζήμια.
Είναι
επίσης αλήθεια ότι η εργατική τάξη εξελίσσεται, αναπτύσσεται, όχι μόνο
ποσοτικά αλλά και ποιοτικά, ως βασική παραγωγική δύναμη. Η δράση του
νόμου της διευρυμένης κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής και συσσώρευσης
αντικειμενικά δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις για την αριθμητική
ανάπτυξη και συγκέντρωση της εργατικής τάξης. Η διευρυμένη αναπαραγωγή
της εργατικής δύναμης είναι αναπόσπαστο μέρος της συνολικής κίνησης του
κεφαλαίου. Οι αλλαγές στους κλάδους της οικονομίας, η εσωτερική
μετανάστευση από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα με την καταστροφή
χιλιάδων αγροτικών νοικοκυριών, το κλείσιμο μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η
μετανάστευση, η φυσιολογική αύξηση του πληθυσμού είναι ειδικότερα οι
βασικοί παράγοντες που τροφοδοτούν τη διευρυμένη αναπαραγωγή της
εργατικής δύναμης. Σε τελική ανάλυση ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής
αναπαράγει σε ολοένα και μεγαλύτερη κλίμακα την τάξη των εργατών που
δεν έχουν καμία ιδιοκτησία σε μέσα παραγωγής, ενώ πηγή κερδοφορίας του
κεφαλαίου αποτελεί το απλήρωτο μέρος της εργασίας τους. Αυτό άλλωστε
αποτελεί και το κίνητρο της καπιταλιστικής παραγωγής, η εξασφάλιση της
μεγαλύτερης δυνατής υπεραξίας κι όχι η ικανοποίηση των κοινωνικών
αναγκών.
Η
ερμηνεία των νέων φαινομένων που αφορούν τη σύνθεση της εργατικής
τάξης, το ρόλο της κ.ά. μπορεί να οδηγήσει σε λάθος θεωρητικά, πολιτικά
συμπεράσματα, αν δε στηρίζεται στη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού,
στη θεωρία της ταξικής πάλης.
Αφετηριακά σημεία για την επιστημονική προσέγγιση που έχουν θέση αρχής είναι τα εξής:
1.
Η εργατική τάξη είναι η κινητήρια δύναμη της κοινωνικής παραγωγής, της
συγκεντρωμένης βιομηχανίας και από αυτό απορρέει ο ιστορικός και
ηγετικός της ρόλος για την ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής
και το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, την κατώτερη βαθμίδα
του κομμουνισμού.
Η
αστική τάξη έχει γίνει πλέον αντιδραστική γιατί αντιστέκεται στην
κοινωνική ιδιοκτησία των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τη μόνη σχέση
ιδιοκτησίας που ταιριάζει στο βάθεμα του κοινωνικού χαρακτήρα της
εργασίας και της παραγωγής. Εχει επιπλέον περάσει στην ιστορική θέση που
ήταν η φεουδαρχία, όταν υπερασπιζόταν την καθήλωση του παραγωγικού
δυναμικού στα όρια της φεουδαρχικής ιδιοκτησίας.
Η
αντικειμενική θέση των δύο τάξεων -της εργατικής και της αστικής- στην
καπιταλιστική κοινωνία είναι που προσδιορίζει ότι η εποχή μας είναι
εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Η εργατική τάξη
είναι η τελευταία εκμεταλλευόμενη τάξη στην ιστορία των κοινωνικών
συστημάτων και φορέας των νέων σχέσεων παραγωγής, των κομμουνιστικών.
Είναι η μόνη τάξη που αναπτύσσεται, σε αντίθεση με όλες τις άλλες τάξεις
που φθίνουν και η ιστορική της αποστολή συνίσταται στην κατάργηση της
ατομικής ιδιοκτησίας, των τάξεων, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από
άνθρωπο. Δεν υπάρχει άλλη κοινωνική δύναμη που μπορεί να εκπληρώσει αυτό
το ρόλο.
Αυτή
είναι θεμελιακή θεωρητική θέση για κάθε ΚΚ και η αφετηρία για να
εξηγηθούν μια σειρά σχετικά νέα φαινόμενα στην εξέλιξη της εργατικής
τάξης. Τέτοια φαινόμενα είναι: Η διεύρυνση της σχέσης μισθωτής εργασίας -
κεφαλαίου στους εμπορευματοποιημένους τομείς της παιδείας, της
υγείας-πρόνοιας, της ασφάλισης, του τουρισμού κλπ. Η άνοδος του
μορφωτικού επιπέδου γενικά της εργατικής τάξης, ακόμα και των τμημάτων
της στη μεταποίηση, τις κατασκευές και στην εξόρυξη. Η διεύρυνση της
εργατικής τάξης σε τμήματα μισθωτών επιστημόνων, λόγω του ότι
διευρύνεται η συγκεντροποίηση σε κλάδους όπου παλιότερα υπήρχε
εκτεταμένη αυτοαπασχόληση (τεχνικοί επιστήμονες, νομικοί, λογιστές
κλπ.).
Αποτέλεσμα
της παραπάνω εξέλιξης είναι αφενός να αυξάνεται η εργατική τάξη,
αφετέρου να βαθαίνει η εσωτερική διαστρωμάτωσή της. Για παράδειγμα,
μειώνεται το μερίδιο του τμήματός της που βρίσκεται στη μεταποίηση. Αυτή
τη μείωση χρησιμοποιούν οι αστικές θεωρίες για να ισχυριστούν ότι η
εργατική τάξη βρίσκεται σε τάση συρρίκνωσης, άποψη που συχνά υιοθετούν
οι οπορτουνιστικές δυνάμεις, αρνούμενες τον ιστορικό ρόλο της εργατικής
τάξης στην κοινωνική πρόοδο. Ετσι οι οπορτουνιστικές δυνάμεις
συγκαλύπτουν τον προδοτικό τους ρόλο, την παραίτηση από την πάλη για το
σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
2.
Ο ιστορικός ρόλος της εργατικής τάξης ως επαναστατικής μπορεί να
εκπληρωθεί μόνο μέσα από την οργάνωσή της σε τάξη για τον εαυτό της,
δηλαδή στην απόκτηση συνείδησης της αποστολής της, κάτι που προϋποθέτει
την ύπαρξη αυτοτελούς επαναστατικού κόμματος που θα εκφράζει τα γενικά
συμφέροντά της και θα καθοδηγεί τον αγώνα για να γίνει η εργατική τάξη ο
νεκροθάφτης του καπιταλισμού. Η οργάνωση αυτής της ταξικής πάλης με
αυτό το περιεχόμενο και σκοπό δε διαμορφώνεται αυθόρμητα, αλλά με τη
συγκρότηση της ιδεολογικής-πολιτικής οργανωμένης πρωτοπορίας της
εργατικής τάξης σε κομμουνιστικό κόμμα.
3.
Καθοριστικό θεωρητικό ζήτημα για κάθε ΚΚ είναι η κατανόηση του
σύγχρονου καπιταλισμού ως ιμπεριαλισμού, τελευταίου σταδίου του
καπιταλισμού. Αντικειμενική του βάση είναι η μεγάλη καπιταλιστική
ιδιοκτησία που παίρνει τη μορφή του συλλογικού καπιταλιστή, της
εταιρικής συνένωσης καπιταλιστών. Ετσι διαμορφώθηκαν ισχυρά μονοπώλια
στη βιομηχανία, το εμπόριο, τις τράπεζες και σε διαπλοκή μεταξύ τους,
δημιουργήθηκαν ιμπεριαλιστικές ενώσεις όπως η ΕΕ, έγιναν γενικευμένοι
ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι για το μοίρασμα και ξαναμοίρασμα των αγορών.
Εχει
μεγάλη σημασία να τονίσουμε ότι το ΚΚΕ δεν εγκλωβίστηκε στη βλαβερή για
το κίνημα οπορτουνιστική άποψη, ότι η συγκρότηση της ΕΕ ήταν
νομοτελειακή εξέλιξη, ότι είχε προοδευτικά στοιχεία. Οι εξελίξεις
δικαίωσαν την εκτίμησή του ότι η ΕΕ ήταν ένωση των μονοπωλίων και τίποτα
παραπάνω και ότι η διάλυσή της είναι αποφασιστικός κρίκος στην πάλη για
το σοσιαλισμό - κομμουνισμό.
Δεν
εγκλωβίστηκε στις θεωρίες ότι ο «παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός»
απαλλάχθηκε από τις αντιθέσεις του, αντίθετα αποκάλυψε ότι αυτές έγιναν
πιο βαθιές, πιο εκρηκτικές. Η ανισόμετρη ανάπτυξη, που αποτελεί βασική
νομοτέλεια του καπιταλισμού, εκδηλώνεται με ιδιαίτερη ένταση.
Στον
ιμπεριαλισμό κυριάρχησε η εξαγωγή κεφαλαίου για άμεσες επενδύσεις, πήρε
τεράστιες διαστάσεις η κερδοσκοπία γύρω από την εξαγωγή χρηματικού
κεφαλαίου (μεγάλη κερδοσκοπία στην αγοραπωλησία κρατικών ομολόγων με τη
μορφή συμβολαίων-στοιχημάτων κλπ.). Οξύνθηκε η αντίθεση κεφαλαίου -
εργασίας με τον τρόπο που τη βλέπουμε σήμερα, με μείωση του εργατικού
και λαϊκού εισοδήματος, ακόμα και σε φάση ανάκαμψης της αναπαραγωγής
μετά από κρίση (συμβαίνει σε χώρες της Ευρωζώνης, στις ΗΠΑ και αλλού).
Ετσι
παλιά φαινόμενα, σύμφυτα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όπως οι
περιοδικές οικονομικές κρίσεις υπερπαραγωγής, απέκτησαν το βάθος και το
συγχρονισμό που γνωρίσαμε το 1929 και καθ’ όλη τη δεκαετία του 1930,
αλλά και στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Τέτοιες βαθιές κρίσεις
υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου πήραν τη μορφή χρηματοπιστωτικών ή
χρηματιστηριακών κρίσεων, πάνω στις οποίες εντάθηκε ο ανταγωνισμός και
οι αντιθέσεις μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου, μεταξύ καπιταλιστικών
κρατών, μέσα σε ιμπεριαλιστικά κέντρα όπως της Ευρωζώνης, αλλά και
μεταξύ ιμπεριαλιστικών κέντρων, μέσα σε ευρύτερες ιμπεριαλιστικές
ενώσεις, όπως είναι η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ. Ο οπορτουνισμός
προσκολλήθηκε, όπως πάντοτε, στη μια ή την άλλη πλευρά των ενδοαστικών ή
ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, συσκοτίζοντας τον καπιταλιστικό
χαρακτήρα της κρίσης, αλλά και της διεξόδου από αυτή προς όφελος της
εργατικής - λαϊκής πλειοψηφίας.
Είναι
θεμελιακό ζήτημα του ιδεολογικού και πολιτικού αγώνα της εργατικής
τάξης, το κόμμα της να αναδείξει ότι το καπιταλιστικό σύστημα έχει χάσει
τη δυναμική του, έχει περάσει σε φάση παρακμής, ότι είναι ένα σύστημα
που βουλιάζει στον παρασιτισμό, σαπίζει, αλλά εμποδίζει το πέρασμα στο
σοσιαλισμό - κομμουνισμό. Να αναδείξει επίσης ότι δεν μπορεί να γίνει η
μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό με τις δομές συγκρότησης και
λειτουργίας της καπιταλιστικής εξουσίας, δηλαδή μέσω της
κοινοβουλευτικής διαδικασίας, αλλά μέσα από μια πορεία διαδοχικών
συγκρούσεων, ρήξεων, ανατροπών, ειρηνικών και αιματηρών, που θα
κορυφωθούν με την αποφασιστική σύγκρουση με την αστική εξουσία και την
ανατροπή της. Ολα θα κρίνονται από το επίπεδο οργάνωσης,
αποφασιστικότητας, ηρωισμού, αυτοθυσίας και συμμαχιών της εργατικής
τάξης, πράγμα που απαιτεί ισχυρή πρωτοπορία, κομμουνιστικό κόμμα με
σωστή στρατηγική.
Από
αυτό το χαρακτήρα της εποχής προκύπτει ότι το κομμουνιστικό κόμμα
πρέπει να έχει στρατηγική και τακτική που στο επίκεντρό της θα βρίσκεται
ο αγώνας για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης από την αστική και
μικροαστική ιδεολογία και η οργάνωσή της για τη συντριβή -με τη δύναμη
της ταξικής βίας- της εξουσίας των μονοπωλίων.
4.
Για τη χάραξη σωστής στρατηγικής και τακτικής, για τη νίκη της
εργατικής τάξης, για τη διαμόρφωση οργανωτικής πολιτικής και πολιτικής
συμμαχιών, μια από τις βασικές προϋποθέσεις είναι ο καθορισμός των
κινητήριων δυνάμεων της επανάστασης. Σύμφωνα με το Λένιν: «Καθένας,
όμως, που διδάχτηκε έστω και κάτι από την ιστορία και τη μαρξιστική
διδασκαλία, θα πρέπει να παραδεχθεί, ότι την πρώτη θέση στην πολιτική
ανάλυση πρέπει να την έχει το ζήτημα των τάξεων»1.
Αφετηριακό
σημείο αποτελεί ο ορισμός του Λένιν για τις τάξεις που συνοψίζει και
επεξεργάζεται παραπέρα τις θέσεις των Μαρξ και Ενγκελς για τις τάξεις: «Τάξεις
ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη
θέση που κατέχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της
κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος
κατοχυρωμένης και διατυπωμένης σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το
ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους
τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν
και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες
ανθρώπων που η μία μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης, χάρη στη
διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σε ένα καθορισμένο σύστημα της
κοινωνικής οικονομίας»2.
Με
βάση αυτή τη θεωρητική αρχή, κάθε ΚΚ οφείλει να εκτιμήσει αντικειμενικά
τις κοινωνικές δυνάμεις που βρίσκονται ανάμεσα στις δύο βασικές τάξεις,
να ξεχωρίσει εκείνα τα ενδιάμεσα στρώματα που αντικειμενικά η
μακροπρόθεσμη προοπτική τους τα φέρνει πιο κοντά στην εργατική τάξη από
εκείνα που πιο σταθερά αναπαράγονται μαζί με την τάξη των
κεφαλαιοκρατών. Με την πολιτική του το ΚΚ θα πρέπει να εκφράζει τις
ανάγκες εξασφάλισης βιοτικού, πολιτιστικού επιπέδου και για τα λαϊκά
τμήματα των μεσαίων στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου.
5.
Η αστική τάξη, στον αγώνα της για τη διατήρηση της εξουσίας της και των
συμφερόντων της, την ατομική ιδιοκτησία και το καθεστώς της μισθωτής
δουλείας, εκσυγχρονίζει συνεχώς το αστικό κράτος και τους μηχανισμούς
του, αναδιατάσσει τις συμμαχίες της, προσαρμόζει την τακτική της
απέναντι στο εργατικό κίνημα. Πάντα βέβαια επιτίθεται στην επαναστατική
ιδεολογία και πρακτική, ενώ στηρίζει τον οπορτουνισμό σε κάθε χώρα,
γιατί εξυπηρετεί την υποταγή της εργατικής τάξης στα συμφέροντά της κάτω
από την ομπρέλα του εθνικού συμφέροντος, κυρίως μέσω της εξαγοράς
τμημάτων της εργατικής τάξης, της γνωστής εργατικής αριστοκρατίας σε
κάθε χώρα, φορέα όχι μόνο της διάσπασης και του κατακερματισμού της
εργατικής τάξης, αλλά και κήρυκα της συμφιλίωσης με την αστική τάξη.
Επομένως η πάλη με τον οπορτουνισμό, με τον εγκλωβισμό στον
κοινοβουλευτισμό και το ρεφορμισμό, η πάλη κατά της συμμετοχής των ΚΚ σε
σχήματα διακυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού, είναι όρος για την
ταξική χειραφέτηση της εργατικής τάξης.
6.
Διεθνισμός στην πράξη και στους πιο δύσκολους καιρούς. Οι εθνικές
ιδιομορφίες δεν αναιρούν το ενιαίο διεθνώς καθήκον της εργατικής τάξης,
το ενιαίο ταξικό συμφέρον. «Ο
Διεθνισμός στην πράξη είναι ένας και μόνο ένας: αφοσιωμένη δουλειά για
την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος και του επαναστατικού αγώνα
στην ίδια σου τη χώρα, υποστήριξη (με την προπαγάνδα, ηθικά, υλικά) ενός
τέτοιου αγώνα, μιας τέτοιας γραμμής σε όλες χωρίς εξαίρεση τις χώρες…»3.
Η ουσία δε βρίσκεται στη «διακήρυξη του διεθνισμού, μα στην ικανότητα να μένεις, ακόμη και στους πιο δύσκολους καιρούς, διεθνιστής στην πράξη»4.
Το
ΚΚΕ, στη βάση αυτών των αρχών, έκανε σοβαρές προσπάθειες να εμβαθύνει
στις σύγχρονες εξελίξεις και αλλαγές του διεθνοποιημένου καπιταλισμού,
στην πείρα από την ταξική πάλη, να μελετήσει την πείρα του ίδιου του
Κόμματος και στη βάση αυτή επεξεργάστηκε τη στρατηγική του για την
ανασύνταξη κι αντεπίθεση του εργατικού κινήματος.
Με
βάση αυτή τη γραμμή και σε σύνθετες συνθήκες, που καθορίζονται από την
οικονομική κρίση και την αντεπανάσταση, παλεύει να ανοίξει το δρόμο για
επαναστατικές αλλαγές. Στο μέτρο αυτό βλέπει και τη συμβολή του στο
διεθνές επαναστατικό κίνημα.
Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΚΕ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΟΙ ΤΗΣ.
Μια
από τις συχνές κατηγορίες σε βάρος του ΚΚΕ είναι ότι η πολιτική του
χαρακτηρίζεται από σεχταρισμό, ότι θεωρητικά και ιδεολογικά είναι
εγκλωβισμένο σε ξεπερασμένα σχήματα και δόγματα. Αρνείται τη συνεργασία
με άλλες δυνάμεις που αποκαλούνται αριστερές, παραπέμπει τη λύση των
προβλημάτων της εργατικής τάξης στο σοσιαλισμό, στη «δευτέρα παρουσία»
και αρνείται τη σημασία των οικονομικών αγώνων και γενικά του αγώνα για
τη βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης και λαϊκών στρωμάτων μέσα από
μεταρρυθμίσεις, στα πλαίσια του σημερινού συστήματος.
Αυτός
είναι σε γενικές γραμμές ο πυρήνας της πολεμικής σε βάρος του ΚΚΕ, στον
οποίο συμπίπτουν αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, δηλαδή δυνάμεις
οπορτουνιστών που αποσπάστηκαν ή εκδιώχθηκαν από το ΚΚΕ ως εχθροί και
αρνητές της ταξικής πάλης, ως φορείς της ταξικής συνεργασίας.
Ομως
πρόκειται για απόψεις που δεν περιέχουν ούτε κόκκο αυθεντικής σκέψης.
Αντιγράφουν και μηρυκάζουν θεωρίες που κυκλοφορούν από τα επιτελεία του
συστήματος και ιδεολογήματα, κυρίως της σοσιαλδημοκρατίας ή του διεθνούς
αναρχισμού. Κολακεύουν το αυθόρμητο των μαζών και μάλιστα σήμερα που
ακόμα και τα αστικά φιλελεύθερα κόμματα δρουν οργανωμένα στο εργατικό
συνδικαλιστικό κίνημα, στο μαθητικό, στο φοιτητικό, στις γυναίκες.
Παρακάμπτοντας την οργανωμένη αστική παρέμβαση και την
ιδεολογική-πολιτική επίδρασή της στις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις,
μιλάνε για «ακομμάτιστο» ή «ακηδεμόνευτο» ή «αδιαμεσολάβητο» κίνημα ή
συνεργάζονται με αστικές δυνάμεις στο όνομα της «ενότητας στο πρόβλημα» ή
της τοπικής ιδιαιτερότητας των προβλημάτων σε σχέση με την κεντρική
πολιτική.
Ούτε
μπόρεσαν ούτε μπορούν να παρακολουθήσουν τις τεράστιες προσπάθειες του
ΚΚΕ σε θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο να επεξεργαστεί και να προσαρμόσει
τη στρατηγική του στις σύγχρονες συνθήκες της ταξικής πάλης και τις
μεγάλες τομές και ανατροπές που έχει επιφέρει σε ξεπερασμένες αντιλήψεις
και πρακτικές. Παραμένουν πάντα δογματικά προσκολλημένοι στη συνεργασία
των τάξεων και στη λογική της μεταρρύθμισης του καπιταλισμού με νέα
μίγματα αστικής πολιτικής και θεσμών. Οι κατά καιρούς προσαρμογές τους
στις εξελίξεις και η υιοθέτηση αντικαπιταλιστικών συνθημάτων δεν
αναιρούν το κύριο περιεχόμενο, τη συμβιβαστική πολιτική τους. Αρνούνται
πεισματικά την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα
παραγωγής και εχθρεύονται με ταξικό μίσος την εργατική εξουσία. Ηταν
και παραμένουν οι πράκτορες της αστικής τάξης στο εργατικό κίνημα.
Η
επεξεργασία και προσαρμογή της στρατηγικής και τακτικής του ΚΚΕ στο
εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι μια μεγάλη κατάκτηση και εγγύηση
μεγάλων επιτυχιών στην ταξική πάλη. Είναι ο δρόμος της τελικής νίκης του
εργατικού κινήματος στον αγώνα του με το κεφάλαιο.
Μετράμε
ήδη επιτυχίες και νίκες. Είναι η συγκρότηση και δράση του ΠΑΜΕ ως
ταξικού πόλου στο συνδικαλιστικό κίνημα, είναι η συμμαχία με τα λαϊκά
στρώματα των αυτοαπασχολουμένων που άρχισε να οικοδομείται. Είναι κυρίως
η διαμόρφωση και σταθεροποίηση ενός ισχυρού ρεύματος αντίστασης, ρήξης
και ανατροπής με την αντιλαϊκή πολιτική, με τα μονοπώλια και την ΕΕ,
αλλά και με κάθε ιμπεριαλιστικό κέντρο, με κάθε οικονομική και
στρατιωτικο-πολιτική συμμαχία των καπιταλιστικών κρατών. Είναι ένα ρεύμα
δυνάμεων που διευρύνεται και ισχυροποιείται στις γραμμές της εργατικής
τάξης, των αυτοαπασχολούμενων, της αγροτιάς, της νεολαίας, των γυναικών
και εμπνέει σε αποφασιστικό αγώνα για επαναστατικές ανατροπές και
αλλαγές.
Η
βάση των αλλαγών και προσαρμογών σε αρκετά ζητήματα της γραμμής δράσης
του ΚΚΕ στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι η βαθύτερη και
ουσιαστική μελέτη των σύγχρονων εξελίξεων του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής και της στρατηγικής του κεφαλαίου στις σημερινές συνθήκες,
αλλά και της ιστορικής εξέλιξης της ταξικής πάλης. Τα τελευταία 20
χρόνια το Κόμμα μας έκανε επίμονη και σοβαρή δουλειά, η οποία
καταγράφεται σε σειρά ντοκουμέντων που συμπληρώνουν και ολοκληρώνουν το
ένα το άλλο, σε μια ενιαία γραμμή πάλης.
ΒΑΣΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ.
Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ
Το
ΚΚΕ μπροστά στα νέα δεδομένα που δημιούργησε η επικράτηση της
αντεπανάστασης δεν παρασύρθηκε από το ρεύμα της υποχώρησης και της
ιδεολογικής σύγχυσης. Επιστράτευσε όλες του τις δυνάμεις και
επεξεργάστηκε τη στρατηγική του στις νέες συνθήκες. Αναζητώντας τις
αιτίες των ανατροπών του σοσιαλισμού, υποχρεώθηκε να μελετήσει βαθύτερα
την ιστορία και την εξέλιξη της ταξικής πάλης στον 20ό αιώνα.
Ενα πρώτο και στρατηγικής σημασίας συμπέρασμα είναι
ότι τα καπιταλιστικά κράτη και μάλιστα των πιο αναπτυγμένων
καπιταλιστικών οικονομιών δεν έχουν πλέον περιθώρια για παραχωρήσεις
προς την εργατική τάξη.
Μετά
το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη, σε συνθήκες δυναμικής
ανασυγκρότησης και ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας και ενός νέου
συσχετισμού δυνάμεων, όπως διαμορφώθηκε μετά τον πόλεμο, το εργατικό
κίνημα απόσπασε μια σειρά σημαντικές κατακτήσεις. Το ίδιο συνέβη και
στην Ελλάδα, όπου οι σημαντικές κατακτήσεις αποκτήθηκαν κυρίως μετά το
1974.
Σε
αυτή ακριβώς τη μεταπολεμική περίοδο ισχυροποιήθηκε το οπορτουνιστικό
ρεύμα και μορφοποιήθηκε στο ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού» με την
ιδιαίτερη έκφρασή του στην Ιταλία από το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα,
που ανέπτυξε τη θεωρία του λεγόμενου «ιστορικού συμβιβασμού». Η βάση
αυτού του ρεύματος ήταν ότι ο καπιταλισμός μπορούσε να μετεξελιχτεί, να
μεταρρυθμιστεί σε μια πιο σύγχρονη και δίκαιη κοινωνία, στην κατεύθυνση
του σοσιαλισμού, χωρίς ρήξεις και ανατροπές. Θεμέλιο αυτών των απόψεων
ήταν ο εκτεταμένος κρατικός τομέας, οι κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις στη
διαχείριση του συστήματος και ορισμένες παροχές που έκανε στα πλαίσια
αυτά το σύστημα.
Η
γραμμή αυτή έφερε μεγάλη ζημιά στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα,
οδήγησε κομμουνιστικά κόμματα στην αγκαλιά της σοσιαλδημοκρατίας και
σήμερα στη διάλυση ή στη μετάλλαξή τους. Το εργατικό συνδικαλιστικό
κίνημα πέρασε μια περίοδο δεκαετιών απομαζικοποίησης,
γραφειοκρατικοποίησης, αδράνειας και ενσωμάτωσης στις εκάστοτε
κυβερνητικές, ΕΟΚικές και κεφαλαιοκρατικές επιδιώξεις.
Το
ρεύμα αυτό ασκούσε ισχυρή επίδραση σε μια σειρά κόμματα, ανάμεσά τους
και στο ΚΚΕ. Χρειάστηκαν αλλεπάλληλες συγκρούσεις για να απαλλαγεί το
Κόμμα από την επίδρασή του.
Το
Κόμμα μας, μελετώντας την ιστορική εξέλιξη της ταξικής πάλης, ιδιαίτερα
σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το καπιταλιστικό
σύστημα όχι μόνο εξάντλησε την όποια δυνατότητα σε παραχωρήσεις, αλλά
πέρασε σε αντιδραστική αντεπίθεση ανατροπής όλων των βασικών
κατακτήσεων. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η τάση αυτή είναι
εμφανής και ολοκληρώνεται στην πορεία με την ενιαία στρατηγική της ΕΕ
στη δεκαετία του 1990. Είναι ένα σημαντικό συμπέρασμα που βοήθησε το
Κόμμα να μην παρασυρθεί και να αντιπαλέψει μια σειρά θεωρητικές,
πολιτικές θέσεις και πρακτικές που προκαλούσαν ζημιά και σύγχυση.
Η
επιτάχυνση της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, η δημιουργία της ΕΕ και ο
σχηματισμός κεντροαριστερών κυβερνήσεων ερμηνεύτηκαν από πολλούς και
ιδιαίτερα από τα διάφορα οπορτουνιστικά ρεύματα ως νέα εποχή θετικών
εξελίξεων. Διάφορα κοινωνικά φόρουμ προβλήθηκαν ως νέα υποκείμενα της
ταξικής πάλης, αμφισβητώντας τον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης και
την αναγκαιότητα επαναστατικού κόμματος.
Η
στρατηγική ανατροπής κατακτήσεων και δικαιωμάτων της εργατικής τάξης
δεν έχει προσωρινό χαρακτήρα, προήλθε από τις δυσκολίες στη διευρυμένη
αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου, από τις αλλεπάλληλες κρίσεις
καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης, τη μείωση του μέσου ποσοστού κέρδους,
εξαιτίας των εσωτερικών αντιφάσεων του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτή η
στρατηγική είχε στόχο να ενισχυθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου, δηλαδή
ν’ ανακοπεί η τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους στη δεκαετία του
1970. Η υλοποίηση αυτής της στρατηγικής βοηθήθηκε από τις αλλαγές στο
συσχετισμό δύναμης που προκάλεσε η αντεπανάσταση στις χώρες του
σοσιαλισμού.
Η
ενιαία στρατηγική επίθεσης στο εργατικό κίνημα δεν εκδηλώθηκε μόνο σε
συνθήκες οικονομικής κρίσης, αλλά και συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης,
γιατί οικονομίες όπως των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Βρετανίας κλπ. έχαναν
θέσεις στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, οξύνθηκε ο ανταγωνισμός και με
νέες δυνάμεις, όπως με την Κίνα, διευρύνθηκαν τα δημοσιονομικά
ελλείμματα. Ιδιαίτερα στις δυο τελευταίες δεκαετίες οι φάσεις ανόδου
ήταν αναιμικές και δεν οδηγούσαν σε άνοδο της ευημερίας στις πιο
αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες.
Η
βαθύτερη και συγχρονισμένη οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 όχι
μόνο επιβεβαίωσε τις θέσεις του ΚΚΕ, αλλά επιβεβαίωσε με τον πιο λαμπρό
τρόπο τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού. Σε θεωρητικό επίπεδο,
αλλά και σε επίπεδο πολιτικής ταξικής συνέπειας, αποδείχθηκε για άλλη
μια φορά η υπεροχή του Κόμματος έναντι των οπορτουνιστών.
Οι
αναλύσεις αυτές βοήθησαν το Κόμμα στον εκσυγχρονισμό σε επαναστατική
κατεύθυνση και στην ανάπτυξη της στρατηγικής του, στοιχείο της οποίας
ήταν η δημιουργία του ΠΑΜΕ και η αντιπαράθεση με τις ηγεσίες των
συνδικάτων που έχουν ως κύρια γραμμή πάλης την ισχυροποίηση της
ανταγωνιστικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας και τη σύγκλιση με τις
χώρες της ΕΕ ως προϋπόθεση για την ευημερία της εργατικής τάξης.
Το
ΚΚΕ απόρριψε και αποκάλυψε τις αστικές και οπορτουνιστικές θεωρίες και
προφύλαξε το κίνημα από κινδύνους. Ανοιξε έγκαιρα το μέτωπο πάλης στις
θεωρίες της σύγκλισης με την ΕΕ, της ανταγωνιστικότητας, του λιγότερου ή
περισσότερου -αλλά πάντα καπιταλιστικού- κράτους, στις αυταπάτες για τη
δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Βοήθησε το κίνημα να αντισταθεί
και να υπερασπίσει κατακτήσεις που σε άλλες καπιταλιστικές χώρες της
Ευρώπης σαρώνονται η μια μετά την άλλη. Το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα
βρέθηκε καλύτερα προετοιμασμένο για να αντιμετωπίσει την κρίση και να
αντιπαλέψει τις διάφορες αντιεπιστημονικές θεωρίες για τις αιτίες της
κρίσης.
Η
επίθεση που κλιμακώνεται σήμερα με την οικονομική κρίση είναι συνέχεια
της επεξεργασμένης στρατηγικής του κεφαλαίου σε προηγούμενη περίοδο, σε
φάση ανάπτυξης. Είναι μια ακόμα απόδειξη ότι ο καπιταλισμός έχασε την
όποια δυναμική είχε στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Είναι σε
πλήρη διάσταση με τις ανάγκες της λαϊκής οικογένειας. Η μόνη δυνατότητα
του συστήματος είναι το μοίρασμα της εργασίας με την επέκταση της
μερικής απασχόλησης και η γενίκευση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων,
της διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου με μη αναγνώριση της υπερωριακής
εργασίας και υπερεργασίας. Δηλαδή οι καπιταλιστές, οι κυβερνήσεις και οι
ιμπεριαλιστικές ενώσεις τους, θέλοντας να εξασφαλίσουν το μεγαλύτερο
δυνατό κέρδος, κινούνται σε αντίθεση με τις δυνατότητες των παραγωγικών
δυνάμεων και της παραγωγικότητας της εργασίας που έχουν δημιουργήσει
δυνατότητες όχι μόνο εξάλειψης της ανεργίας, αλλά και μείωσης των ωρών
δουλειάς και ολόπλευρης ικανοποίησης των συνεχώς διευρυνόμενων λαϊκών
αναγκών.
Οι
καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, δηλαδή η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα
παραγωγής, όχι μόνο είναι φρένο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων,
αλλά -εξαιτίας της μεγάλης αναντιστοιχίας με αυτές- ιστορικά
ξεπερασμένες. Αυτή η αντίθεση (ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων και
σχέσεων παραγωγής) καθορίζει τα ιστορικά όρια του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής, τον παρασιτισμό του και το βαθύ αντιδραστικό του χαρακτήρα.
Το
εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα μέσα σε αυτές τις συνθήκες, χωρίς
στρατηγική που να κατευθύνεται στην κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων
παραγωγής, είναι καταδικασμένο στη διάλυση ή στην πλήρη ενσωμάτωσή του
στο σύστημα, στη μετάλλαξή του σε συνέταιρο της καπιταλιστικής
διαχείρισης. Ακόμα και οι αγώνες άμυνας δεν μπορούν να φρενάρουν, να
παρεμποδίσουν την εξέλιξη αυτής της βάρβαρης επίθεσης, αν δεν ενταχθούν
σε στρατηγική συγκέντρωσης δυνάμεων για την τελική σύγκρουση, για την
ανατροπή.
Η
σύγχρονη στρατηγική επίθεσης του κεφαλαίου, η οποία κλιμακώνεται και
είναι ολομέτωπη σε συνθήκες κρίσης, θα συνεχιστεί και μετά την κρίση για
να σταθεροποιηθεί η όποια ανάκαμψη που θα είναι έτσι κι αλλιώς αναιμική
και προσωρινή. Αυτό που σήμερα είναι φανερό και αποτελεί σχετικά νέο
στοιχείο είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα σε εθνικό, περιφερειακό και
διεθνές επίπεδο έχει πολύ περιορισμένα όρια διαχείρισης της κρίσης σε
σχέση με το παρελθόν, λόγω των ανταγωνισμών, της ακόμη μεγαλύτερης
αναρχίας στις συνθήκες απελευθέρωσης της κίνησης κεφαλαίων, της αύξησης
των ιμπεριαλιστικών κέντρων που διεκδικούν το ξαναμοίρασμα των αγορών.
Μόνο με στρατηγική σύγκρουσης μπορεί το εργατικό κίνημα να υπολογίζει σε νίκες.
Το
ΚΚΕ, μελετώντας σε αυτά τα πλαίσια τη γραμμή πάλης του εργατικού
συνδικαλιστικού κινήματος σε εθνικό, ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και
γενικότερα, διαπιστώνει σοβαρές και βαθιές αποκλίσεις στην καθοδήγηση
της ταξικής πάλης. Κυρίως πρόκειται για την απόσπαση της οικονομίας από την πολιτική και
την απομάκρυνση από τις δοκιμασμένες θεωρητικές αρχές τις ταξικής
πάλης. Επίσης διαπιστώνουμε απολυτοποίηση της σημασίας του οικονομικού
αγώνα ως καθοριστικού παράγοντα για τη βελτίωση της ζωής της εργατικής
τάξης.
Για
πολλά χρόνια στο επίκεντρο της πάλης των συνδικάτων ήταν οι Συλλογικές
Συμβάσεις, γενικά οι όροι για την τιμή πώλησης της εργατικής δύναμης,
ενώ κάποιες βασικές ανάγκες για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης
(παιδεία, υγεία) ήταν κυρίως στην ευθύνη του κράτους ως συνολικού
εκφραστή των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Πρόβλημα
στην καθοδήγηση της ταξικής πάλης ήταν η άρνηση της βασικής θέσης του
μαρξισμού για τη σχετική κι απόλυτη εξαθλίωση της εργατικής τάξης ως
μόνιμη τάση στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Αυτές
οι παρεκκλίσεις οδήγησαν το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα σε αρκετές
χώρες -και ειδικά στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες- στην υποταγή
των συμφερόντων της εργατικής τάξης στους σχεδιασμούς και τα συμφέροντα
της αστικής τάξης σε κάθε χώρα, στην άρνηση του διεθνισμού. Το εργατικό
συνδικαλιστικό κίνημα βρέθηκε ουσιαστικά αφοπλισμένο μπροστά στην
αντεπίθεση του κεφαλαίου και στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
Η
εργατική τάξη και το κίνημά της δεν μπορεί να παραιτηθεί ούτε στιγμή
από τον οικονομικό αγώνα για τη βελτίωση των συνθηκών δουλειάς και ζωής.
Μέσα από αυτούς τους αγώνες διδάσκεται, συνειδητοποιεί τη δύναμή της,
ανεβαίνει ηθικά, πνευματικά, πολιτικά. Οι κατακτήσεις της είναι θέμα
συσχετισμού. Αυτή η πάλη έχει όμως όρια. Οι όποιες κατακτήσεις της είναι
διαρκώς υπό αμφισβήτηση. Αν μια τέτοια τοποθέτηση είχε αξία στην αυγή
της εμφάνισης του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος, σήμερα είναι
όρος για την ύπαρξή του.
Στις
σημερινές συνθήκες κυριαρχίας των μονοπωλίων δεν αυξάνει μόνο ο βαθμός
εκμετάλλευσης με την ανατροπή όλων των κατακτήσεων της εργατικής τάξης,
αλλά και όλοι οι όροι αναπαραγωγής της είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης
για τη συσσώρευση κεφαλαίου, μέσω των γενικευμένων ιδιωτικοποιήσεων της
παιδείας, της υγείας-πρόνοιας κλπ.
Η
οικονομική πάλη σήμερα δεν αρκεί. Είναι αγώνας αμυντικός, πολύ
περιορισμένος και πολύ περισσότερο δεν αρκεί για να εκπληρώσει η
εργατική τάξη τον κοινωνικό απελευθερωτικό της ρόλο. Μόνο σε συνδυασμό
με την πολιτική και θεωρητική πάλη μπορεί να συνειδητοποιήσει τον
ιστορικό της ρόλο.
Οσες
κατακτήσεις και αν αποσπάσει η εργατική τάξη με τον αγώνα της, δεν
αλλάζουν τη θέση της στο σύστημα, δε μετακινούν στο ελάχιστο τη θέση της
στις σχέσεις παραγωγής, που είναι σχέσεις εκμετάλλευσης, εξάρτησης από
το κεφάλαιο, σχέσεις μισθωτού σκλάβου, δεν αλλάζουν τους
εκμεταλλευτικούς όρους εργασίας. Ο νόμος της κεφαλαιοκρατικής
συσσώρευσης αποκλείει κάθε ελάττωση του βαθμού εκμετάλλευσης της
εργασίας, το αφεντικό παραμένει πάντα αφεντικό. Επομένως, το βασικό
περιεχόμενο της ταξικής πάλης είναι ακριβώς η απαλλαγή της εργατικής
τάξης από την εκμετάλλευση.
Ο
συσχετισμός δύναμης σήμερα οπωσδήποτε δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες στην
ανάπτυξη της ταξικής πάλης με αυτό το περιεχόμενο και αυτό τον
προσανατολισμό. Η σύνδεση της οικονομίας με την πολιτική είναι όρος για
να ξεπερνιούνται δυσκολίες και να ανατρέπεται ο συσχετισμός δύναμης σε
εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Εκτιμάμε
ότι σε συνθήκες κρίσης, τόσο το κομμουνιστικό κόμμα, όσο και το
εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα οφείλουν να τα βγάλουν πέρα σε ένα πολύ
σύνθετο αγώνα. Από τη μια μεριά να διαμορφώνουν εστίες και όρους
συσπείρωσης με βάση τα καθημερινά προβλήματα που η κρίση οξύνει, ώστε να
προσελκυστούν στη δράση ευρύτερες εργατικές μάζες -ιδιαίτερα νεότερης
ηλικίας που είναι σχετικά ανώριμες, έχουν διαπαιδαγωγηθεί σε συνθήκες
υποχώρησης του παγκόσμιου επαναστατικού εργατικού κινήματος- και
ταυτόχρονα όλα αυτά τα ιδιαίτερα μέτωπα κατά τόπο δουλειάς και κλάδο να
συνενώνονται σε ένα ενιαίο κίνημα που διεκδικεί ανατροπή του συσχετισμού
δυνάμεων, ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, δηλαδή να κατευθύνεται η
πάλη στην προοπτική του σοσιαλισμού. Βεβαίως δεν είναι εύκολη υπόθεση,
καθώς σε συνθήκες κρίσης ο ριζοσπαστισμός που μπορεί να αναπτυχθεί
προσκρούει όχι μόνο στην κρατική βία και ιδεολογική τρομοκρατία, αλλά
και στη συστηματική διάδοση ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών απόψεων
που θολώνουν τη συνείδηση, αποδυναμώνουν, κατακερματίζουν, ενσωματώνουν.
Ομως δεν υπάρχει άλλη επιλογή από τη στρατηγική της ρήξης και της
ανατροπής.
Ο ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ ΣΤΙΣ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ.
Για
πολλά χρόνια κι εξαιτίας της απόσπασης της οικονομίας από την πολιτική
τα συνδικάτα και η πάλη τους γλιστρούσαν συνεχώς σε άμβλυνση της ταξικής
πάλης. Ισχυροποιήθηκαν απόψεις και πρακτικές περί ουδετερότητας των
συνδικάτων και υποχώρησε η ιδεολογική και πολιτική πάλη των κομμουνιστών
μέσα σε αυτά προς όφελος του ρεφορμισμού. Εμεινε έτσι ανοιχτό το έδαφος
για την κυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας στην ηγεσία του συνδικαλιστικού
κινήματος.
Το
φαινόμενο αυτό ήταν σχεδόν καθολικό σε χώρες της ΕΕ και στις ΗΠΑ.
Σήμερα, στις μεν ΗΠΑ το συνδικαλιστικό κίνημα είναι στα όρια της
διάλυσης, στις δε χώρες της ΕΕ είναι ανίσχυρο για οποιαδήποτε ουσιαστική
παρέμβαση, αν δε μεσολαβήσουν μεγάλες ανατροπές στην κατεύθυνση
διαμόρφωσης ενός ισχυρού ταξικού ρεύματος σύγκρουσης και ρήξης με τα
ρεφορμιστικά και υποταγμένα στην ταξική συνεργασία συνδικάτα.
Το Κόμμα έγκαιρα άνοιξε πόλεμο σε αυτή τη γραμμή, όχι χωρίς δυσκολίες.
Η
ενότητα της εργατικής τάξης είναι θεμελιακό ζήτημα της στρατηγικής του
ΚΚΕ στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Η ενότητα όμως των γραμμών της
προϋποθέτει τη χειραφέτησή της από την επιρροή της αστικής τάξης και τις
ρεφορμιστικές αυταπάτες που είναι ισχυρές στις γραμμές της και
ισχυροποιήθηκαν σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες ανάπτυξης του
καπιταλισμού.
Στις
σημερινές συνθήκες, όπου αντικειμενικά έχει τεθεί θέμα αντικατάστασης
του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η ενότητα της εργατικής τάξης
περνάει μέσα από την ανασύνταξη του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος
με άξονα πάλης τις σύγχρονες ανάγκες της εργατικής τάξης που είναι
ασυμβίβαστες με τα μονοπώλια, τον ιμπεριαλισμό.
Είναι
κεντρικό πρόβλημα της ταξικής πάλης ο προσανατολισμός του
συνδικαλιστικού κινήματος και η πάλη που διεξάγεται στις γραμμές του
είναι θεμελιακής σημασίας για τα συμφέροντα και τις τύχες του εργατικού
κινήματος.
Η
αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας είναι ανειρήνευτη, ασυμβίβαστη, δεν
μπορεί να γεφυρωθεί. Η άποψη των ρεφορμιστών και οπορτουνιστών ότι
ειρηνικά μπορούν να συνυπάρξουν μισθωτή εργασία και κεφάλαιο, να
ρυθμιστούν οι αντιθέσεις τους, είναι ο θάνατος του συνδικαλιστικού
κινήματος. Η ήττα και η χρεοκοπία αυτών των απόψεων και πρακτικών είναι
όρος για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, για την υπεράσπιση των
συμφερόντων της εργατικής τάξης, αγώνας που συνδέεται άμεσα με το κύριο
καθήκον: Απελευθέρωση της εργατικής τάξης από τα βάσανα της
καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και σκλαβιάς.
Η
πάλη για την ισχυροποίηση του ταξικού ρεύματος μέσα στο συνδικαλιστικό
κίνημα, όπως ήταν φυσικό, συνάντησε τη λυσσασμένη επίθεση των ηγεσιών σε
εθνικό, αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο με πρωταγωνιστές τους οπορτουνιστές
κάθε είδους. Υψώθηκαν φωνές, ότι υπονομεύεται και διασπάται η ενότητα
των αγώνων, ότι εγκαταλείπεται η οικονομική πάλη και άλλα.
Το
ζήτημα που θέτει το ΚΚΕ είναι ο συνδυασμός της οικονομικής με την
πολιτική πάλη και την ανάγκη να ξεπεραστούν μονομέρειες και
απολυτότητες. Σε συνθήκες κυριαρχίας κι επέκτασης του μονοπωλιακού
κεφαλαίου, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, σε συνθήκες που έχει τεθεί
αντικειμενικά η ανάγκη για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης, το να περιορίζεις
την πάλη στο επιμέρους κλαδικό ή επιχειρησιακό αίτημα στο όνομα της
ενότητας σημαίνει ότι παραδίνεις την εργατική τάξη δεμένη χειροπόδαρα
στον αντίπαλο. Σημαίνει όχι μόνο εγκατάλειψη της οικονομικής πάλης, αλλά
γενικά της πάλης.
Το
πρόβλημα που έχει τεθεί μπροστά στο κομμουνιστικό κίνημα ως φορέα της
ενότητας της εργατικής τάξης είναι ακριβώς η ενίσχυση αυτής της
ενότητας, με βάση τα κοινά της προβλήματα, στον οργανωμένο και
συντονισμένο αγώνα που ξεπερνάει το συντεχνιασμό και την αποσπασματική
πάλη ενάντια στο μεμονωμένο εργοδότη. Είναι γραμμή που ανεβάζει τις
οικονομικές διεκδικήσεις σε πιο προωθημένη βάση, σε αντιπαράθεση με τα
μονοπώλια, το μεγάλο κεφάλαιο και την πολιτική που το υπηρετεί. Αλλωστε
τα οικονομικά και άλλα προβλήματα δεν είναι αποκλειστικά γέννημα του
ενός ή του άλλου εργοδότη, αλλά της γενικής πολιτικής, της ενιαίας
στρατηγικής του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών του ενώσεων.
Το
ζήτημα επομένως δεν είναι η εγκατάλειψη της οικονομικής πάλης, αλλά η
κατεύθυνση και ο σκοπός της πάλης: αν θα περιορίζεται σε μια μικρή
αύξηση του μισθού ή στην ικανοποίηση του συνόλου των σύγχρονων αναγκών
των εργαζομένων και επομένως θα κατευθύνεται στο δρόμο της ταξικής
πάλης, αν θα δίνουμε προοπτική στον αγώνα της εργατικής τάξης ή θα
γινόμαστε συνένοχοι των ρεφορμιστών κι οπορτουνιστών στην καθήλωσή της
στα όρια που καθορίζουν οι εκμεταλλευτές της και το σύστημά τους.
Θα
έχουμε συνδικάτα που θα είναι υποχείρια της εργοδοσίας και των
ξεπουλημένων συνδικαλιστικών ηγεσιών ή συνδικάτα ταξικά που θα μάχονται
την ενιαία πολιτική των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού; Συμβιβασμός
ανάμεσα σε αυτές τις γραμμές δεν μπορεί να υπάρχει. Είναι απαράδεκτος
και επικίνδυνος συμβιβασμός, είναι συμφιλίωση με τον οπορτουνισμό. Είναι
άρνηση της ταξικής πάλης. Είναι άλλο πράγμα να υπολογίζεις τις
δυσκολίες και τα σύνθετα προβλήματα της ταξικής πάλης και άλλο να
υποτάσσεσαι σε αυτές, να υποχωρείς, να συμβιβάζεσαι.
Ανάμεσα
στα σύνθετα προβλήματα είναι και η ένταξη στις γραμμές της εργατικής
τάξης νέων και άπειρων δυνάμεων που απαιτούν εξειδικευμένες πολιτικές,
καθώς και η αντιμετώπιση των ελιγμών της αστικής τάξης μέσω κυβερνήσεων
συνεργασίας με ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις. Η διεύρυνση
των δυνάμεων της εργατικής τάξης με νέα τμήματα που προέρχονται από
μικροαστικά τμήματα δεν αναιρεί σε τίποτα το γεγονός ότι το βιομηχανικό
προλεταριάτο είναι το βασικό της τμήμα, καθώς το βιομηχανικό κεφάλαιο
-όπως έχει αποδείξει ο Μαρξ- είναι ο μοναδικός τρόπος ύπαρξης του
κεφαλαίου συνολικά.
Το
θέμα της πολιτικής εξουσίας υπέρ της εργατικής τάξης και των συμμάχων
της πρέπει να μπαίνει μέσα στο ίδιο το εργατικό κίνημα όχι συνθηματικά
και βουλησιαρχικά, αλλά σχεδιασμένα, παίρνοντας υπόψη την πείρα των
μαζών. Ισχύει και σήμερα ότι πρέπει να πειστεί η εργατική τάξη, όσο
γίνεται μεγαλύτερο τμήμα της, από την ίδια της την πείρα. Ομως, για να
μετατραπεί η πείρα σε πολιτική ωρίμανση, χρειάζεται σωστή επαναστατική
στρατηγική και τακτική, διαφορετικά η πείρα των μαζών θα διαμορφώνεται
όχι μόνο με βάση τα προβλήματά τους, αλλά και τα ιδεολογικά σκουπίδια
της αστικής ιδεολογίας και του ρεφορμισμού, οπορτουνισμού που θα
καθορίζουν μια συμβιβαστική στάση ενσωμάτωσης.
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΙΩΝ.
Το ΚΚΕ, μελετώντας τις εξελίξεις και ιδιαίτερα τη διάταξη των κοινωνικών δυνάμεων, πλουτίζει με νέα στοιχεία τη στρατηγική του.
Τα
μονοπώλια, η κυριαρχία τους, η επικράτησή τους στον ένα ή στον άλλο
βαθμό σε όλους τους κλάδους παραγωγής και υπηρεσιών και η επέκτασή τους
σε όλους σχεδόν τους τομείς της κοινωνικής ζωής από τη γέννηση του
παιδιού ως τα βαθιά γηρατειά, δεν αυξάνει μόνο την εκμετάλλευση της
εργατικής τάξης, αλλά και όλων των λαϊκών στρωμάτων, των
αυτοαπασχολούμενων, ακόμα και αυτών που χρησιμοποιούν περιορισμένα
μισθωτή εργασία, των μικρομεσαίων αγροτών.
Η
συμμαχία της εργατικής τάξης με τα στρώματα αυτά είναι καίριο ζήτημα
για τα συμφέροντά της απέναντι στο ζυγό των μονοπωλίων. Εδώ υποτάσσεται η
κύρια γραμμή συμμαχιών που υπηρετεί την ανάγκη συγκρότησης ενός ισχυρού
κοινωνικοπολιτικού μετώπου σύγκρουσης και ανατροπής της εξουσίας των
μονοπωλίων.
Αυτή
η στρατηγική έχει δυναμική, ασκεί επίδραση, φέρνει αποτελέσματα,
ανοίγει ελπιδοφόρα προοπτική. Σε αυτή την κατεύθυνση το κοινό πλαίσιο
πάλης που έχουν συμφωνήσει το ΠΑΜΕ με την Πανελλαδική Αντιμονοπωλιακή
Συσπείρωση των μικρών επαγγελματιών, βιοτεχνών και εμπόρων και την
Πανελλαδική Συσπείρωση Αγροτών, το ριζοσπαστικό κίνημα των γυναικών, την
Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας και το Μέτωπο Αγώνα Σπουδαστών είναι ένα
καλό ξεκίνημα. Η κοινωνική συμμαχία θα κατακτά τις εργατικές και λαϊκές
μάζες στο βαθμό που θα γίνεται υπόθεσή τους και θα τις βοηθά να
απαλλάσσονται από αυταπάτες διαχείρισης του αστικού πολιτικού συστήματος
και κοινοβουλευτισμού. Θα εμπλουτίζεται και θα αναπτύσσεται με τη
γενίκευση της πείρας από τη δράση των λαϊκών μαζών, σε διαρκές μέτωπο με
τους ταξικούς και πολιτικούς αντιπάλους.
Η
πολιτική για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και των συμμαχιών
δεν αφορά μόνο την υπεράσπιση των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων από την
επιθετικότητα των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, αλλά είναι
υποταγμένη στην πάλη για την αλλαγή συσχετισμού δύναμης σε κοινωνικό και
πολιτικό επίπεδο. Είναι στόχος στρατηγικής συμμαχίας για ανατροπές σε
επίπεδο οικονομίας και εξουσίας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ.
Το
ΚΚΕ, στηριγμένο στις σύγχρονες θεωρητικές και προγραμματικές του
αναλύσεις, διακήρυξε ότι η υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος είναι
προσωρινή και ότι οι εξελίξεις θα φέρουν και πάλι στο προσκήνιο της
ιστορίας μια νέα και ορμητική είσοδο των εργατικών και λαϊκών μαζών. Ο
21ος αιώνας θα είναι αιώνας των λαών.
Αυτή
είναι η διαλεκτική εξέλιξη της ταξικής πάλης και η ευθύνη ενός
επαναστατικού κόμματος δεν είναι να καταγράφει τα γεγονότα, αλλά να
προβλέπει την εξέλιξή τους και να καθοδηγεί την πάλη της εργατικής τάξης
για την εκπλήρωση της ιστορικής της αποστολής.
Η
έξοδος από την κρίση σήμερα συνδέεται αναπόφευκτα με την όξυνση της
ταξικής πάλης, με στόχο τη σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας και όχι
τον εγκλωβισμό στα αστικά σχέδια διαχείρισης της κρίσης.
Το
ΚΚΕ δε βρέθηκε απροετοίμαστο μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις. Εγκαιρα
είχε θέσει ως κεντρικό καθήκον της πολιτικής του πάλης την ανασύνταξη
του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος.
Με
την ανασύνταξη δεν επιδιώκουμε επιμέρους αλλαγές και βελτιώσεις στη
δράση του Κόμματος στην εργατική τάξη και το κίνημά της. Φιλοδοξούμε να
ανεβάσουμε το επίπεδο οργάνωσης των αγώνων και συμμαχιών της εργατικής
τάξης στο ύψος των σύγχρονων αναγκών της ταξικής πάλης. Μέσα από ρήξεις
και ανατροπές δυσκολιών και αρνητικών συσχετισμών, να αναπτύξουμε ένα
τέτοιο μαζικό κίνημα που θα
συνενώνει τις οικονομικές και πολιτικές διεκδικήσεις της εργατικής
τάξης με την πάλη ενάντια στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό σε μια
ενιαία ταξική πάλη με άξονα τον άλλο δρόμο ανάπτυξης, που θα
ανεβάζει τον πολιτικό αγώνα με στόχο αλλαγές κι ανατροπές σε επίπεδο
εξουσίας. Αλλαγή τάξης στην εξουσία και όχι εναλλαγή κομμάτων. Εργατική,
λαϊκή εξουσία, για τη σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας. Αυτό είναι
το δικό μας σχέδιο για έξοδο από την καπιταλιστική οικονομική κρίση και
τις αιτίες που τη γεννούν.
Πρόκειται
για βαθιές και ποιοτικές αλλαγές στην αναδιοργάνωση και τον
προσανατολισμό πάλης του συνδικαλιστικού κινήματος. Για την επίτευξη
αυτού του στόχου που θα γίνεται εν θερμώ, σε συνθήκες οξυμένης ταξικής
πάλης απαιτούνται μια σειρά προϋποθέσεις.
α)
Η συσσωρευμένη πρακτική εμπειρία, όσο πλούσια κι αν είναι, δεν αρκεί
για τις ποιοτικές αλλαγές που απαιτούνται σε ζητήματα καθοδήγησης και
προσανατολισμού, αν δεν επανεκτιμηθεί και συνδεθεί με το βασικό
θεωρητικό, ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο που θέτουν οι σύγχρονες
οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις.
Σήμερα
η προηγούμενη συσσωρευμένη εμπειρία και κυρίως το περιεχόμενο της
συνδικαλιστικής πάλης, με την οποία αυτή συνδέθηκε, δεν αρκεί. Η
εργατική τάξη και το κίνημά της πρέπει να εκπαιδευτεί στη συνειδητή πάλη
ενάντια στα μονοπώλια και τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ,
για την κατάργηση των μονοπωλίων και την ανατροπή της εξουσίας τους σε
εθνικό και διεθνές επίπεδο με άξονα τις ανάγκες της εργατικής τάξης και
όχι τις ανάγκες των μονοπωλίων και της αστικής τάξης σε κάθε χώρα.
β)
Η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος με βάση αυτές τις απαιτήσεις δεν
μπορεί να γίνει χωρίς τη συμμετοχή των εργατικών μαζών, χωρίς τον
απεγκλωβισμό τους από ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές αυταπάτες. Δεν
μπορεί να γίνει χωρίς όξυνση της ιδεολογικής και πολιτικής πάλης με τις
ηγεσίες των συνδικάτων που έχουν ως σημαία τους τη συνεργασία των
τάξεων, χωρίς τη συντριβή τους. Οι ηγεσίες αυτές, ιδιαίτερα στα κράτη
της Ευρώπης, έχουν τεράστιες ιστορικές ευθύνες και ειδικά οι δυνάμεις
της σοσιαλδημοκρατίας που κυριαρχούν στις γραμμές τους. Σημαντικές είναι
οι ευθύνες των ΚΚ αυτών των κρατών, που συνεργάζονται με τη
σοσιαλδημοκρατία και στηρίζουν αυτή τη γραμμή στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Τα
ευρωπαϊκά συνδικάτα είναι σήμερα γερό στήριγμα της καπιταλιστικής
εξουσίας στη διαχείριση της κρίσης, είναι σε πλήρη διάσταση με τα
συμφέροντα και τις ανάγκες τις εργατικής τάξης. Οι δυνάμεις αυτές δεν
είναι μόνο ότι «βάζουν πλάτη» στις πολιτικές της ΕΕ και των κυβερνήσεων,
αλλά αναδεικνύονται σε δύναμη κρούσης για την αναχαίτιση των
αγωνιστικών διαθέσεων και της ριζοσπαστικοποίησης.
Η
ρήξη με αυτές τις ηγεσίες και τα στερεότυπα που έχουν δημιουργήσει
είναι όρος, προϋπόθεση για την ανασύνταξη του συνδικαλιστικού κινήματος
σε κάθε χώρα. Αν δε λυθεί αυτό το ζήτημα το συνδικαλιστικό κίνημα θα
βυθίζεται στον εκφυλισμό και την ανυποληψία.
Δεν
αρκεί σήμερα η καταδίκη των αντιλαϊκών μέτρων που παίρνονται, του ενός ή
του άλλου μνημονίου, της μιας ή της άλλης κυβέρνησης και των
ιμπεριαλιστικών κέντρων στα οποία συμμετέχει. Χρειάζεται αγώνας για μια
μαζική απόρριψη της αστικής πολιτικής, του καπιταλιστικού δρόμου
ανάπτυξης, του ιδεολογικού και πολιτικού εκβιασμού, της κινδυνολογίας
και της παραπλάνησης. Χρειάζονται μαζικοί αγώνες, αλλά και πάλη για την
αλλαγή του συσχετισμού δύναμης σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
Ανάπτυξη
για το λαό ή τα μονοπώλια, λαϊκή εξουσία και οικονομία για την
ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών ή εκμετάλλευση, φτώχεια, εξαθλίωση.
Ανάπτυξη που θα υπηρετεί και το λαό και τα μονοπώλια είναι αυταπάτη. Η
καπιταλιστική ανάπτυξη σήμερα έχει ως προϋπόθεση την πιο βάρβαρη
εκμετάλλευση των εργατικών μαζών, τη μαζική ανεργία και την εξαθλίωση.
Αν δεν ανοίξει αυτός ο πόλεμος με αυτό το περιεχόμενο, δεν πρόκειται η
εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό της κίνημα να απαλλαγεί από τα δεσμά
των αυταπατών, της μοιρολατρίας και της υποταγής στην ιδεολογία και
πολιτική της αστικής τάξης, του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού.
γ)
Απαιτείται κομμουνιστικό κόμμα ισχυρό, αποφασισμένο να ανατρέπει
δυσκολίες και συσχετισμούς, με βαθιούς και στέρεους δεσμούς με την
εργατική τάξη στους τόπους δουλειάς, στη μεγάλη βιομηχανία, σε όλους
τους κλάδους της οικονομίας, στα συνδικάτα. Απαιτείται κόμμα που θα δρα
και θα αναγνωρίζεται από όλο και περισσότερα τμήματα της εργατικής τάξης
ως ηγέτης και πρωτοπορία του αγώνα της. Απαιτούνται δεσμοί που θα
κατακτώνται και θα ισχυροποιούνται στον αγώνα για ανατροπή της εξουσίας
των μονοπωλίων για το σοσιαλισμό - κομμουνισμό, μακριά από
κοινοβουλευτικές αυταπάτες.
Με
αυτό το στόχο δρουν τα μέλη του Κόμματος στις γραμμές του εργατικού
συνδικαλιστικού κινήματος, σε αντιπαράθεση με τις κυβερνητικές,
εργοδοτικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις που έχουν οδηγήσει σε
ενσωμάτωση του συνδικαλιστικού κινήματος στο σύστημα.
Η
ενότητα των γραμμών της εργατικής τάξης σε ταξική βάση και κατεύθυνση
είναι ένα από τα κεντρικά προβλήματα της πάλης του Κόμματος για την
ανασύνταξη του συνδικαλιστικού κινήματος.
Δεν
έχουμε καμία αμφιβολία ότι η εργατική τάξη, τα πλατιά λαϊκά στρώματα
και τώρα και τα επόμενα χρόνια θα ματώσουν στην κυριολεξία, θα
δοκιμάσουν στο πετσί τους όλη την αγριότητα του καπιταλισμού. Θα είναι
όμως και περίοδος όπου μπορεί η εργατική τάξη να αφυπνιστεί, να
διευρυνθεί το πρωτοπόρο τμήμα της, ιδιαίτερα στις μεγάλες βιομηχανικές
μονάδες, ενισχύοντας τη δύναμη του ΚΚΕ, να ατσαλωθεί στην ταξική πάλη,
να σφυρηλατήσει την ενότητά της, τις συμμαχίες της, την αντοχή της και
να προετοιμαστεί, ιδιαίτερα η νέα βάρδιά της, για τις μεγάλες ταξικές
αναμετρήσεις.
Οι
μαζικοί αγώνες αυτής της περιόδου είναι πολύ διδακτικοί για τις
μελλοντικές, πιο σύνθετες, πιο σκληρές και πιο αποφασιστικές μάχες για
τις οποίες προετοιμαζόμαστε. Είναι πολύ πλούσια η πείρα που
συσσωρεύεται.
Το
Κόμμα μας είναι θεωρητικά, ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά
προετοιμασμένο, εξοπλισμένο και αποφασισμένο να βρεθεί στο ύψος της
ευθύνης του.
Η γραμμή της ανασύνταξης είναι ένα ισχυρό όπλο στην ταξική πάλη.
Συνειδητοποιούμε
αυτή την περίοδο καλύτερα τη συνθετότητα και σκληρότητα της ταξικής
πάλης και κυρίως τις απαιτήσεις που ορθώνονται μπροστά μας να δουλεύουμε
με όρους μαζών.
Είναι
περίοδος που οι εργατικές και λαϊκές μάζες επεξεργάζονται και
αφομοιώνουν την πείρα τους. Διδάσκονται από την πείρα τους. Με όπλο την
αναγνώριση από τις πλατιές λαϊκές μάζες των προβλέψεων του ΚΚΕ,
καλούμαστε τώρα να τις οδηγήσουμε σε νέες θέσεις. Καλούμαστε να
γονιμοποιήσουμε την πείρα και την αγανάκτηση και την απογοήτευση από τα
αστικά κόμματα και την αστική πολιτική σε πολιτική πείρα και σε
συμπόρευση με το ΚΚΕ για ριζικές ανατροπές σε επίπεδο οικονομίας κι
εξουσίας.
Είναι
πολύ σκληρή η μάχη και απαιτείται εκτός των άλλων υπομονετική, σταθερή,
επίμονη και ανυποχώρητη δουλειά στο κύριο μέτωπο, στην οργάνωση της
εργατικής τάξης στο εργοστάσιο, την επιχείρηση, τον κλάδο, για ρήξη και
σύγκρουση σε όλη τη γραμμή. Απαιτείται ενότητα της εργατικής τάξης
απέναντι στα μονοπώλια και την εξουσία τους.
Εχουμε
να αντιμετωπίσουμε την κρατική κι εργοδοτική βία και τρομοκρατία που θα
ενταθεί, αλλά και τη μαζική χειραγώγηση των λαϊκών μαζών. Οι
αγανακτισμένοι των πλατειών και το «ακομμάτιστο», «αδιαμεσολάβητο»
κίνημα που επιχειρούν να διαμορφωθεί σε αντιπαράθεση με το οργανωμένο
και ταξικά συνειδητοποιημένο κίνημα, ορθώνει ορισμένες δυσκολίες, αλλά
δεν μπορεί να αναχαιτίσει την ορμητική είσοδο της εργατικής τάξης στην
ταξική πάλη. Αντίθετα, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο πολέμου με το σύστημα και
τους μηχανισμούς χειραγώγησης και παγίδευσης της λαϊκής αγανάκτησης.
Είναι ένας νέος σχετικά πόλεμος με τις δυνάμεις του συστήματος που
προσπαθούν να καθυποτάξουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια εντός των τειχών με την
παραπλάνηση, τα απατηλά συνθήματα, την προβοκάτσια και το ψέμα.
Το
οργανωμένο ταξικό κίνημα θα δείξει την υπεροχή του, θα σαρώσει
αυταπάτες και ψεύτικες ελπίδες και μαζί όλα τα σχέδια παρεμπόδισης της
ριζοσπαστικοποίησης των μαζών από το σύστημα. Η εργατική τάξη και
ιδιαίτερα η νεολαία των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων έχουν ανάγκες και
το σύστημα δεν έχει λύσεις. Απάντηση σε αυτές τις ανάγκες μπορεί να
δώσει μόνο ένας νέος τρόπος οργάνωσης της παραγωγής και της κοινωνίας. Ο
σοσιαλιστικός κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής.
Η
εργατική, λαϊκή συνέλευση στα εργοστάσια, στις επιχειρήσεις, στα
σχολεία, στα χωριά, στις γειτονιές, στα συνδικάτα και άλλους μαζικούς
φορείς, πρέπει αυτή την ώρα να αναπτυχθούν ως η πιο γνήσια, μοναδική και
αποτελεσματική έκφραση της θέλησης των εργατικών και λαϊκών μαχών, ως
το κίνημα εκείνο που θα θέσει τέρμα σε ψευδαισθήσεις, φοβίες και κάθε
είδους ταλαντεύσεις. Εδώ θα κριθεί η υπόθεση.
Κίνημα με ταυτότητα, με συνείδηση και στόχο. Σε συμπόρευση με το ΚΚΕ για άλλη πολιτική και εξουσία.
Το ποτάμι δε γυρνάει πίσω.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 68.
2. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», τ. 39, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 15.
3. Β. Ι. Λένιν: «Θέσεις του Απρίλη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 44, 51.
4. Ο.π.