Ανάμεσα στις εξαγγελίες του πρωθυπουργού στα εγκαίνια της
ΔΕΘ περιλαμβάνονταν και η δέσμευση για καταβολή των αναδρομικών, από το 2012, σε
μισθούς και συντάξεις σε ένστολους, δικαστικούς, πανεπιστημιακούς σε συμμόρφωση
με δικαστικές αποφάσεις που έκριναν αντισυνταγματικές τις περικοπές σ’ αυτές.
Και
πραγματικά παρουσιάζει ενδιαφέρον η σύνδεση των συγκεκριμένων θεσμικών μορφών στο
αστικό κράτος σ’ αυτήν την εξαγγελία. Θεσμοί
που λειτουργούν κατασταλτικά, όπως στρατός και αστυνομία, αλλά κι αυτοί που
εξασφαλίζουν την ιδεολογική «ηγεμονία» της αστικής εξουσίας όπως το
πανεπιστήμιο και το δικαστικό σώμα,
πριμοδοτούνται οικονομικά από το κράτος με τη μορφή αναδρομικών που οι
ίδιοι οι δικαστικοί έκριναν πως όφειλαν να τους επιστραφούν σε διαφοροποίηση
από άλλες κοινωνικές ομάδες. Δηλ. για άλλη μια φορά αποδεικνύεται πως οι οικονομικές
επιλογές και οι φαινομενικές αντιφάσεις τους τελούν πάντοτε υπό τον έλεγχο των
παρεμβάσεων της αστικής τάξης. Αυτοί οι
θεσμοί είναι καθοριστικοί για τη μορφή και ένταση των ταξικών αγώνων, γιατί δεν είναι μόνον πως μέσω αυτών
εκφοβίζει, απειλεί κι επιβάλλεται το αστικό κράτος, αλλά κυρίως γιατί είναι το
μέσον για να προσεγγίζει τη συνείδηση των μαζών ώστε να εσωτερικεύσουν τους
αστικούς κανόνες της πολιτικής δράσης.
Ο ρόλος
του αστικού κράτους είναι η υποταγή των εργαζομένων και των καταπιεσμένων
ανθρώπων στην κυρίαρχη τάξη με μέσα καταναγκασμού ή χειραγώγησης.
Η
δημιουργία της αστυνομίας ήταν μέρος μιας ευρύτερης επέκτασης της κρατικής
δραστηριότητας, για ν’ αποκτήσει τον
έλεγχο της καθημερινής συμπεριφοράς της εργατικής τάξης. Δημόσια εκπαίδευση και
αστυνομία στόχο έχουν να διαμορφώσουν εργαζόμενους χρήσιμους για την καπιταλιστική
τάξη.
Η αστυνομία είναι ένας από τους
θεσμούς που η αστική τάξη οργανώνει στο
πρώτο μισό του19ου αιώνα, γιατί την χρειάζεται για να ελέγχει και να
καταστέλλει τις αντιδράσεις των εξαθλιωμένων στις πόλεις. Κάθε οργανωμένη
αντίδραση των εργατών έχει να αντιμετωπίσει πια την αστυνομία που δεν επιδιώκει πάντα να
σκοτώνει δημιουργώντας μάρτυρες και προκαλώντας οργισμένες συλλογικές αντιδράσεις,
αλλά να εκφοβίζει και να απειλεί. Η αστυνομία βγαίνει στους δρόμους ως
αντίρροπη δύναμη στην εργατική τάξη που συγκεντρώνεται και διαμαρτύρεται στους
δρόμους είτε πρόκειται για απεργία είτε για διαδήλωση.
Η ανάπτυξη
της σύγχρονης αστυνόμευσης συμπίπτει με την ανάπτυξη της δημόσιας εκπαίδευσης.
Η έννοια του καλού πολίτη που προήλθε από το μεταρρυθμιστικό κίνημα του
σχολείου ευθυγραμμίζεται με τις έννοιες της εγκληματολογίας που
κατηγοριοποίησαν τους ανθρώπους στο δρόμο, την εργατική τάξη. Η νεανική
παραβατικότητα είναι μια έννοια κοινή για την εκπαίδευση και την αστυνόμευση,
συνδέει τις δυο δραστηριότητες στην πράξη.
Και τα δημόσια σχολεία στο αστικό κράτος,
εκτός των άλλων, συνηθίζουν τα παιδιά στην πειθαρχία της καπιταλιστικής
εργασίας, υποβάλλοντάς τα σε αυστηρούς κανόνες. Ο στόχος για διαμόρφωση ηθικού
χαρακτήρα των μαθητών έχει το αποτέλεσμα να είναι ικανοί να εργαστούν σκληρά,
να ασκούν αυτοέλεγχο. Η ιδεολογία του καλού πολίτη που περνά στη συνείδηση των
μαθητών τους ενθαρρύνει συγχρόνως να σκεφτούν πως τα προβλήματα στην κοινωνία
προέρχονται από τις δράσεις των «κακών». Εμφυτεύεται λοιπόν ένα συγκεκριμένο
είδος συνείδησης στους μαθητές, ώστε να είναι πειθαρχημένοι στη συμπεριφορά
τους και τελικά να αρχίσουν να αστυνομεύουν οι ίδιοι τον εαυτό τους.
Η
διαίρεση μάλιστα της κοινωνίας σε καλούς και κακούς μπορεί να αποβεί ιδανική
για εντοπισμό αποδιοπομπαίων τράγων που, δίνοντάς τους αναλόγως και φυλετικά
χαρακτηριστικά, να εξυπηρετεί κάθε είδους ρατσιστικές ιδεολογίες. Εξάλλου σε
μια κοινωνία, ένα σύστημα ηθικολογικό καταλήγει να είναι ανταγωνιστικό σε μια
ταξική κοσμοθεωρία που προσδιορίζει ως
αιτία των ανισοτήτων τη σύγκρουση μεταξύ εκμεταλλευτών και
εκμεταλλευόμενων.
Κι αν για την αστική νομική θεωρία ο νόμος
συνδέεται με την ιδέα του κράτους ως οργάνου προστασίας, όμως στην πράξη ο
νόμος είναι όργανο που χρησιμοποιεί η άρχουσα τάξη για να διατηρήσει και να
προωθήσει τα συμφέροντά της εις βάρος της εργατικής τάξης. Πάντα οι νόμοι έχουν
περισσότερες διατάξεις από ό,τι στην πραγματικότητα χρησιμοποιούνται, ώστε η
εφαρμογή τους να μπορεί να είναι επιλεκτική.
Κι έτσι αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των δικαστών ποιο μέρος του
πληθυσμού θα στοχεύσουν, αλλά και να επιλέγουν ποια είδη συμπεριφοράς πρέπει να
αλλάξουν. Παράδειγμα ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου με πολλές στοχεύσεις ήταν και η ευρέως γνωστή περίπτωση της Ηριάννας, όπως και οι αποφάσεις διαφόρων δικαστηρίων, Συμβούλιου
της Επικρατείας, Ελεγκτικού Συνεδρίου, Μισθοδικείου, σχετικά με τις περικοπές
σε μισθούς και συντάξεις που επέβαλλαν νόμοι των μνημονίων ή και η πρόσφατη
απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας για μηδέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, θυρίδων κλπ μελών
διοικήσεων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου τα οποία δεν απέδωσαν τους
παρακρατούμενους φόρους.
Αστυνομία,
Εκπαίδευση και Δικαιοσύνη χρησιμοποιούνται
ως μηχανισμοί που είτε λειτουργώντας κατασταλτικά είτε χειραγωγώντας και
ελέγχοντας πληροφόρηση και διαπαιδαγώγηση δημιουργούν την κοινωνική συναίνεση.
Η άρχουσα τάξη διαχέοντας την κυρίαρχη ιδεολογία της, που ανακηρύσσει γενικό καλό το ταξικό της συμφέρον, μέσα από τους θεσμούς της διαμορφώνει
συνειδήσεις που το εσωτερικεύουν αποδεχόμενοι το καπιταλιστικό σύστημα, κι έτσι
αυτό
καθίσταται αόρατο ως κάτι το φυσικό, για να αναπαράγονται στην τελική οι ίδιες
ταξικές δομές κι αντιθέσεις, οι ίδιες εξουσιαστικές πρακτικές που διαιωνίζουν
τον καπιταλισμό.