16 Απρ 2017

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

 ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ



Κι αν έγιναν επαναστάσεις ενάντια στο αστικό καθεστώς, κι αν έγιναν κριτικές στις αστικές συνθήκες ζωής, όμως στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα μοιάζει να μην έχουμε κατορθώσει να συλλάβουμε όλο το σύστημα στην αθλιότητά του, συνεχίζοντας να το αντιμετωπίζουμε σαν συνεχώς ανανεωνόμενο, συμπαγές κι αμετάβλητο στον πυρήνα του, με τις κοινωνικές δυνάμεις –την εργατική τάξη- που πίστεψαν στην κατάλυσή του κι εναντιώθηκαν για να το καταλύσουν να δείχνουν συμβιβασμένες, αν όχι ηττημένες. Μπροστά μας έχουμε ένα σύστημα υλικών και πνευματικών δεσμών, που προσδιορίζεται από  τις ανάγκες και τους τρόπους παραγωγής εκείνους που είναι σύμφυτοι των αστικών κοινωνικών δυνάμεων, το οποίο στηρίζεται σε νομιμοποιημένους θεσμούς με ιδεαλιστικές και θρησκευτικές διακοσμήσεις και  μαζί με όλη τη ιδεολογική συγκρότηση  επιβάλλει, παραπλανά κι αποκοιμίζει.
Θρησκευτική ενίσχυση του κυρίαρχου πολιτικού λόγου ήταν κι  ο λόγος του αρχιεπίσκοπου  στο Σύνταγμα κατά την περιφορά του επιταφίου, ο οποίος ανέτρεξε στην ερμηνεία του εβραϊκού Πάσχα για να συνδέσει τη διάβαση της ερυθράς θάλασσας με τη δική μας διάβαση από αντιθετικές καταστάσεις, που τις χαρακτήρισε με λέξεις συμβολικές αλλά ρητώς υπονοώντας τις σημερινές κοινωνικοπολιτικές περιστάσεις. Κι αν μίλησε για δικές μας προσπάθειες ήταν για να τις συνδέσει με τη χάρη του θεού για να γίνει το θαύμα και να μας προτρέψει να εργαστούμε μαζί με σύμπνοια και ενότητα.
Και κάπως έτσι κι αυτή η εξαθλίωσή μας εξιδανικεύεται κι εκχριστιανίζονται οι όποιες προσπάθειες για το ξεπέρασμα της.  Και κάπως έτσι ο παραμυθητικός λόγος της θρησκείας περιλαμβάνει   στις  απώλειες και συμφορές που ο άνθρωπος δεν ελέγχει και  την εκμετάλλευσή  του και την αλλοτρίωσή του από την κυρίαρχη τάξη,  Και κάπως έτσι μοιάζει αυτονόητο ο εκκλησιαστικός λόγος να τέμνεται με τον πολιτικό στο σημείο που μεταλλάσσεται σε μεταφυσική. Πόσο διαφορετική είναι η θεία χάρις του αρχιεπισκόπου που θα ευοδώσει τις όποιες προσπάθειες του ανθρώπου από την καινοτομία ή  επιχειρηματικότητα των αστών  που θα στέψουν με επιτυχία όποια δράση του ανθρώπου στον καπιταλισμό; Έννοιες ασαφείς, αφαιρετικές, εξωχρονικές που θέλουν ν’ αποκτούν νόημα ανεξάρτητα από την ολότητα στην οποία εντάσσονται. Όπως και ο χριστιανισμός, ο καπιταλισμός δεν αναγνωρίζει τη δυνατότητα του υποκειμένου να ταυτίζεται κάθε φορά  με μορφές πολιτισμού με τις οποίες εκδηλώνεται σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο και ούτε αναγνωρίζει ουσιαστικά καμιά ιστορική θεώρηση και σε ζητήματα δράσης, τρόπου οργάνωσης παραγωγής κλπ. σε συνάρτηση με την κοινωνική ολότητα και τη φάση της ιστορικής εξέλιξης στην οποία εντάσσονται. Με λίγα λόγια όπως θεωρείται  άχρονος ο χριστιανισμός το ίδιο και ο καπιταλισμός. Κι είναι ακριβώς ο λόγος της εκκλησίας που μας έχει ασκήσει σ’ αυτού του είδους τη μεταφυσική, ώστε ακόμα κι αν στις μέρες μας μοιάζει φιλελεύθεροι αστοί ν’ αδιαφορούν για τα θεολογικά ζητήματα ν’ αποφεύγουν επί της ουσίας να συγκρουστούν μαζί της.
Πόσες κατηγόριες εκτοξεύτηκαν από τους κυρίαρχους της πολιτικοοικονομικής ζωής εναντίον των εργαζομένων για τεμπελιά κι ανευθυνότητα χρεώνοντάς τους τις κρίσεις του καπιταλισμού, ακριβώς όπως στη θρησκεία για  το κακό που πηγάζει  από τη σκοτεινή πλευρά της  εσωτερικής ζωής του ανθρώπου! Το συμπέρασμα αμφοτέρων είναι πως η σωτηρία θα έλθει με την εσωτερική, ηθική μας αλλαγή –ν’ αλλάξουμε νοοτροπία μας προτρέπουν για να αποδίδουμε περισσότερο. Τα μνημόνια μάλιστα εμφανίζονται ακόμα και σαν ένα είδος τιμωρίας για την αφροσύνη που δείξαμε τα προηγούμενα χρόνια της ευμάρειάς μας, όπως ο πόνος γίνεται το μέσο λύτρωσης για τον θρησκευτικό άνθρωπο που τον φέρνει κοντά στο θεό συνειδητοποιώντας την ύπαρξή του. Και στην τελική, σ’ αμφότερους τους λόγους διακρίνεται η αντίθεση σε κάθε προσπάθεια  να αγωνιστεί ο άνθρωπος για να απελευθερωθεί από την ταπείνωση και εξαθλίωση, καλλιεργώντας σκοπίμως μια «δουλική ψυχολογία», ασκώντας μας στην υπομονή κι εγκαρτέρηση.
Κι αν η θρησκεία «είναι ο αναστεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η καρδιά του  άκαρδου κόσμου» είναι καιρός πια αυτός ο άκαρδος κόσμος ν’  αλλάξει. Σαν να πισωγυρίσαμε και να μην κάνουμε κάτι άλλο από το να δείχνουμε απλώς  την καταπίεση και τη μιζέρια του εργατικού κόσμου που είναι εξαθλιωμένος και μοιάζει απροστάτευτος, τη στιγμή που πρέπει να δείχνονται οι αιτίες που γεννούν την εξαθλίωση, οι  κοινωνικές δυνάμεις –αστική τάξη-  που εκμεταλλεύονται τον εργαζόμενο, ενώ οι  δυνάμεις αυτές –αυτός ο εργατικός κόσμος- που μπορούν να επιφέρουν  την ανατροπή αυτής της αλλοτρίωσης και εκμετάλλευσης οδηγείται στην απαξίωση και το περιθώριο.  Δεν αρκεί πάλι και πάλι να μη θίγει κανείς τις καταπιεστικές τάξεις στα συμφέροντα και την ιδεολογία τους. Όταν δείχνουμε απλώς την εκμετάλλευση των εργαζομένων και την αλλοτρίωσή τους χωρίς να παίρνουμε θέση για το ξεπέρασμά τους στην ουσία είναι  μια διαμαρτυρία που μπορεί σχετικά να διακανονιστεί από την ίδια την κυρίαρχη τάξη που τις προκαλεί και μπορεί  να συνεχίσει  με διάφορες μορφές να τις  διαιωνίζει.

Ζω για να δουλεύω ή δουλεύω για να ζω;

Ζω για να δουλεύω ή δουλεύω για να ζω;
Αποσπάσματα από την ομιλία του Γρηγόρη Λιονή, μέλους της ΚΕ και υπεύθυνου του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ, σε εκδήλωση της ΚΟΒ Πληροφορικής Θεσσαλονίκης με θέμα τον εργάσιμο χρόνο

Στιγμιότυπο από την εκδήλωση
Στιγμιότυπο από την εκδήλωση
«Πώς εκφράζεται η μάχη για τον εργάσιμο χρόνο σε κλάδους νέων τεχνολογιών;». Στο ερώτημα αυτό έδωσε απάντηση η εκδήλωση της ΚΟΒ Πληροφορικής της ΚΟ Κεντρικής Μακεδονίας, την Τετάρτη 9 Απρίλη, με ομιλητή τον Γρηγόρη Λιονή, μέλος της ΚΕ και υπεύθυνο του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ, ο οποίος ξεκίνησε την ομιλία του αναφερόμενος στο ζήτημα του εργάσιμου χρόνου:
«Ας αναρωτηθούμε, πώς καθορίζεται ο εργάσιμος χρόνος; Πόσες ώρες πρέπει να δουλεύει κανείς καθημερινά; Γιατί μιλάμε για εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, όταν ο χρόνος και οι συνθήκες εργασίας καθορίζονται με ένα ελεύθερο συμβόλαιο μεταξύ εργαζόμενου και επιχειρηματία, χωρίς καταναγκασμούς; Οι απαντήσεις σ' αυτά τα ερωτήματα αποδείχτηκαν δύσκολες. Ουσιαστική απάντηση έδωσε ο Καρλ Μαρξ, που μελέτησε επισταμένα τις οικονομικές συνθήκες του καπιταλισμού και αποκάλυψε τις πτυχές που καθορίζουν το ζήτημα, ξεκινώντας απ' την βασική, πως ο ανθρώπινος πλούτος είναι προϊόν της συνδυασμένης ανθρώπινης εργασίας.
Ομως, η οργάνωση της παραγωγής δεν γίνεται με γνώμονα τη μεγιστοποίηση της κάλυψης των ανθρώπινων αναγκών. Αντίθετα, η οργάνωση της παραγωγής γίνεται στη βάση της αποκλειστικής κατοχής των αναγκαίων για την παραγωγή μέσων (εργοστάσια, πλοία, μεταφορικά μέσα κ.ά.) απ' την τάξη των καπιταλιστών, που αποφασίζουν για το τι, που, πόσο και από ποιον παράγεται, με κριτήριο τα κέρδη τους. Ετσι εξηγείται και η ρήση του Μαρξ ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα με την πλάτη γυρισμένη προς τα πίσω, αφού η παραγωγή σήμερα καθορίζεται όχι με βάση τις ανάγκες του αύριο, αλλά με βάση την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.
Οι εργαζόμενοι που δεν έχουν στην ιδιοκτησία τους μέσα παραγωγής αναγκάζονται να εργαστούν για τους καπιταλιστές, πωλώντας στους καπιταλιστές ένα χρονικό διάστημα της μέρας στο οποίο εργάζονται καθ' υπόδειξή τους, με το αποτέλεσμα της εργασίας των εργαζομένων να ανήκει στους καπιταλιστές. Οι εργαζόμενοι λαμβάνουν ως αντίτιμο για το χρόνο που δαπανούν υπό τις οδηγίες του καπιταλιστή ένα μισθό εργασίας, σκοπός του οποίου, απ' την οπτική των καπιταλιστών, είναι να έχει ο εργαζόμενος την ικανότητα να επανέρχεται στην παραγωγική διαδικασία, ώστε αυτή να συνεχίζεται αενάως.
Με το μισθό του, ο εργαζόμενος πρέπει να καλύψει, αγοράζοντας, κάποιες απ' τις ανάγκες του, όπως τροφή, στέγαση κ.ά. Ταυτόχρονα, καθώς ο εργαζόμενος οφείλει να δημιουργήσει και τους αντικαταστάτες του, όταν δεν θα μπορεί πλέον να εργάζεται, ο μισθός εργασίας πρέπει να καλύπτει και τις ανάγκες ανατροφής των παιδιών, καθώς και εκπαίδευσής τους στο επίπεδο που έχει κάθε φορά ανάγκη η καπιταλιστική παραγωγή. Εδώ πρέπει να προσθέσει κανείς και το ιστορικό και ηθικό στοιχείο που έχει το επίπεδο αναγκών που καλύπτει κάθε φορά ο μισθός εργασίας.
Ομως, η ανθρώπινη εργασία έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: Παράγει περισσότερα απ' όσα καταναλώνει. Ο εργαζόμενος παράγει πλούτο ισοδύναμο με το μισθό του σε ένα τμήμα του εργάσιμου χρόνου του, τον αναγκαίο χρόνο εργασίας, ενώ όλο τον υπόλοιπο, μέχρι τη λήξη του ωραρίου, τον λεγόμενο πρόσθετο χρόνο εργασίας, το προϊόν της εργασίας του μισθωτού πηγαίνει εξολοκλήρου στον καπιταλιστή, που θα έπρεπε να καλείται εργολήπτης και όχι εργοδότης.
Ο Μαρξ, με αυτό τον τρόπο, έλυσε το μυστήριο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αποδεικνύοντας πως παρά το χαρακτήρα της ως μια πράξη ελεύθερης συναλλαγής ανάμεσα στον καπιταλιστή και στον μισθωτό, το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής απ' τον πρώτο και η ανάγκη του δεύτερου να εργαστεί για να ζήσει, οδηγούν τελικά στην εκμετάλλευση της τάξης των μισθωτών απ' την τάξη των καπιταλιστών.
Ταυτόχρονα, οι επιχειρήσεις στον καπιταλισμό κυνηγούν να αυξήσουν την κερδοφορία τους. Και, τελικά, μονόδρομος για να το επιτύχουν αυτό, είναι να αυξήσουν την αναλογία του πρόσθετου χρόνου εργασίας σε σχέση με τον αναγκαίο, να αυξήσουν το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης».
Ο κλάδος της Πληροφορικής
Αναφερόμενος στους σύγχρονους κλάδους της Πληροφορικής, ο ομιλητής σημείωσε: «Συχνά ακούμε το επιχείρημα πως στις σύγχρονες συνθήκες και στους νέους κλάδους, η λογική της εκμετάλλευσης είναι λαθεμένη, αφού δεν ισχύει η προϋπόθεση της μονοπώλησης των μέσων παραγωγής απ' τους καπιταλιστές. Πως έχουμε προχωρήσει σε μια νέα κοινωνία, όπου με έναν υπολογιστή και χρησιμοποιώντας δωρεάν λογισμικό, ο καθένας παράγει πλούτο, είναι ένας εν δυνάμει επιχειρηματίας. Ολα τα αστικά μέσα δεν σταματούν να επαναλαμβάνουν παραδείγματα διάφορων ιδρυτών μονοπωλιακών κολοσσών της Πληροφορικής, που ξεκίνησαν από ένα γκαράζ για να αποδείξουν του λόγου το αληθές.
Ομως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Συχνά, σε νέους κλάδους, οι πρώτες επιχειρήσεις ξεκινούν ως μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, με μικρή τεχνική υποδομή κι ένα πολύ μικρό μέρος τους επιβιώνει, συσσωρεύει κεφάλαιο και καταλήγει να κυριαρχεί σε ολόκληρους κλάδους. Οι βασικότερες διαφορές που έχει ο κλάδος της Πληροφορικής είναι απ' τη μία πως ο χρόνος γιγάντωσης των επιχειρήσεων είναι αναλογικά πολύ μικρότερος και, απ' την άλλη, πως επιχειρήσεις με μερικές εκατοντάδες ή δεκάδες εργαζόμενους μπορεί να συναλλάσσονται με εκατομμύρια πελάτες.
Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι σήμερα, η μεγάλη μάζα της οικονομικής δραστηριότητας στην Πληροφορική γίνεται από μεγάλες επιχειρήσεις, μονοπωλιακούς ομίλους με δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, πολλών διαφορετικών ειδικοτήτων, ενώ αντίστοιχο μέγεθος έχουν και τα επενδυμένα κεφάλαια στον κλάδο. Ακόμα και μια απλούστερη σχετικά δραστηριότητα, όπως η δημιουργία και η λειτουργία μιας μεγάλης ιστοσελίδας, μπορεί να απαιτεί μέχρι και εκατοντάδες άτομα προσωπικό. Τελικά, η εργασία του εργαζόμενου πληροφορικάριου είναι χρήσιμη μόνο όταν εντάσσεται σε μεγάλες μονάδες, όταν δηλαδή ο εργαζόμενος πληροφορικάριος πουλά την εργατική του δύναμη στον επιχειρηματία.
Τρόποι αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης
Οι τρόποι με τους οποίους οι επιχειρήσεις προσπαθούν να αυξήσουν το βαθμό εκμετάλλευσης ποικίλλουν, ενώ σε σύγχρονους κλάδους βρίσκουν συνεχώς νέες, ακόμα πιο «έξυπνες» μορφές.
Γενικός τρόπος για να αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης είναι η αύξηση του συνολικού χρόνου εργασίας. Ο κλάδος της Πληροφορικής έχει μεγάλη πείρα απ' τους διάφορους τρόπους με τους οποίους οι εργαζόμενοι οδηγούνται σε περισσότερη εργασία. Βασικός μηχανισμός είναι τα "deadline" (καθορισμένος χρόνος παράδοσης ενός τεχνικού έργου), που οδηγούν σε υπερωρίες, σε εργασία σε άδειες και σε αργίες, με αποτέλεσμα τόσο την αύξηση του απόλυτου χρόνου εργασίας, όσο και την αύξηση της εντατικότητας της εργασίας.
Αλλος τρόπος αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης είναι η μείωση του μισθού εργασίας, ο περιορισμός του αναγκαίου χρόνου εργασίας με διατήρηση του συνολικού εργάσιμου χρόνου. Η μείωση του μισθού μπορεί να προκύπτει απ' τη μείωση του κόστους των εμπορευμάτων που καταναλώνει ο εργαζόμενος, λόγω της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης. `Η, απ' την άλλη, μπορεί να προκύπτει από περιορισμό του ύψους των αναγκών που καλύπτει ο εργαζόμενος με το μισθό του.
Η "μείωση των απαιτήσεων" των εργαζομένων την τελευταία 10ετία αντανακλά ακριβώς αυτό το φαινόμενο. Πριν την εκδήλωση της κρίσης, οι μισθοί των 700 ευρώ εμφανίζονταν ως μισθοί πείνας, ενώ, σήμερα, υπάρχουν εργαζόμενοι που αμείβονται ακόμα και με "υποκατώτατους" μισθούς κάτω απ' τα 550 ευρώ. Ο σημαντικός περιορισμός του αριθμού των παιδιών που μεγαλώνει μια οικογένεια, είναι ακόμα ένα αποκαλυπτικό σημείο του περιορισμού των αναγκών που καλύπτουν οι εργαζόμενοι με το μισθό τους.
Στον κλάδο της Πληροφορικής, είναι χαρακτηριστική η σημαντική μείωση των μισθών. Οι πρώτοι μισθοί έχουν υποχωρήσει ακόμα και στα 800 ευρώ το μήνα, όταν μια δεκαετία παλαιότερα ήταν ακόμα και 500 ευρώ μεγαλύτεροι. Και η υποχώρηση αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη, αν συνυπολογίσει κανείς την εκτόξευση άμεσων και έμμεσων φόρων και την αύξηση των δαπανών για μια σειρά υπηρεσίες Πρόνοιας.
Ταυτόχρονα, πολλές επιχειρήσεις ακολουθούν τη μερική απασχόληση ως τη βολικότερη μέθοδο αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης. Η 4ωρη απασχόληση επιτρέπει την εκμετάλλευση της εργασίας, όταν ο εργαζόμενος είναι ξεκούραστος, έχει μεγαλύτερη ικμάδα και μπορεί να γίνει με σημαντικά μεγαλύτερη εντατικότητα, οδηγώντας σε μεγαλύτερη εκμετάλλευση. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, που αλλάζουν το ωράριο ώστε να καλύπτονται πλήρως οι ανάγκες της επιχείρησης σε βάρος του εργαζόμενου.
Ομως, στον κλάδο της Πληροφορικής, ειδική μορφή αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης είναι η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου του εργαζόμενου. Η επιχείρηση καλεί τους εργαζόμενους "να γίνουν καλύτεροι στη δουλειά τους", να επιμορφωθούν στις νέες τεχνολογίες και τεχνικές, να παρακολουθήσουν σεμινάρια και συνέδρια. Είναι πολύ ευκολότερο, αφού συχνά οι εργαζόμενοι αγαπούν αυτό που κάνουν και αντιλαμβάνονται την επιμόρφωση, ακόμα και τη δουλειά τους, ως μια δραστηριότητα που τους ικανοποιεί και τους ευχαριστεί.
Εχει σημασία να αναλογιστούν, όμως, πως το περιεχόμενο της επιμόρφωσής τους, το περιεχόμενο και οι στόχοι της εργασίας τους γενικότερα, δεν καθορίζονται από κάποιες δικές τους εσωτερικές παρορμήσεις. Καθορίζονται απ' την επιχείρηση στην οποία εργάζονται, που αποφασίζει τελικά για όλες αυτές τις λεπτομέρειες με κριτήριο την κερδοφορία της. Γι' αυτό και η επιμόρφωση πρέπει να θεωρείται τμήμα του εργάσιμου χρόνου με όλες τις συναφείς πλευρές».
Στην ανατροπή του καπιταλισμού η διέξοδος
Κλείνοντας, ο ομιλητής τόνισε: «Η ανάγκη του κεφαλαίου για αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης είναι διαχρονική, προκύπτει απ' την ίδια την κερδοφορία του καπιταλισμού, που αυξάνει το συνολικό όγκο του κεφαλαίου και απαιτεί μεγαλύτερα κέρδη για να επιτυγχάνεται ανάλογο ποσοστό κερδοφορίας. Για το λόγο αυτό, η πολιτική αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης είναι διαχρονική και εφαρμόζεται σε ολόκληρο τον κόσμο. Αποτελεί συστατικό χαρακτηριστικό της ΕΕ και βρίσκεται, με τη μάσκα της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων, σε όλα τα ντοκουμέντα και τις αποφάσεις της.
Τα μέτρα μείωσης των μισθών δεν εφαρμόστηκαν αποκλειστικά απ' τις μνημονιακές κυβερνήσεις, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι απολογητές του καπιταλισμού. Είναι χαρακτηριστικό πως απ' το 1975 μέχρι σήμερα, στις ανεπτυγμένες οικονομίες οι μισθοί ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκαν απ' το 55% περίπου στο 50%, παρά το γεγονός πως το ποσοστό των μισθωτών αυξήθηκε αναλογικά.
Το ερώτημα είναι πώς μπορούμε να απαντήσουμε; Σε ένα σύστημα όπου κριτήριο της παραγωγής είναι το ποσοστό κέρδους, οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται και θα αντιμετωπίζονται ως το ζωντανό γρανάζι της παραγωγικής διαδικασίας. Ζουν για να δουλεύουν.
Η λύση για τους εργαζόμενους βρίσκεται στον αντίποδα. Σε ένα ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης, όπου, στη βάση της απαλλοτρίωσης των απαλλοτριωτών του κοινωνικού πλούτου, του τσακίσματος του αστικού κράτους - υπηρέτη της καπιταλιστικής κερδοφορίας, της κοινωνικοποίησης των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, των μονοπωλιακών ομίλων και της λειτουργίας τους με επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο, η παραγωγή αναδιαρθρώνεται και γίνεται με κριτήριο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, στον οποίο οι άνθρωποι θα δουλεύουν για να ζουν.
Αυτός είναι ο δρόμος της εργατικής εξουσίας, στον οποίο καλεί το ΚΚΕ, με οδηγό το Πρόγραμμά του και τις Αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του. Για να ανοίξει αυτός ο ελπιδοφόρος δρόμος, κρίσιμη πλευρά είναι η ποιοτική και ποσοτική ισχυροποίηση του Κόμματος και η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, σε μια κατεύθυνση που δεν θα περιορίζεται στην πάλη για καλύτερη πώληση της εργατικής δύναμης των εργαζομένων, αλλά θα βάζει στο προσκήνιο το πραγματικό ερώτημα: Ποιος παράγει και ποιος καρπώνεται τον κοινωνικό πλούτο, αν αρκεί να ζεις μια ζωή για να δουλεύεις ή αν πρέπει να εργαστείς για την ανατροπή του συστήματος της εκμετάλλευσης».

Ο «καλός ελεύθερος ανταγωνισμός», η «δίκαιη ανάπτυξη» του ΣΥΡΙΖΑ και άλλα... αστικά παραμύθια

Ο «καλός ελεύθερος ανταγωνισμός», η «δίκαιη ανάπτυξη» του ΣΥΡΙΖΑ και άλλα... αστικά παραμύθια

Με αφορμή την κατάργηση των χρεώσεων περιαγωγής στα κινητά τηλέφωνα

Eurokinissi
Το τελευταίο διάστημα, αστικά μέσα ενημέρωσης, κυβερνήσεις και διάφοροι παράγοντες της ΕΕ διαφημίζουν την κατάργηση των χρεώσεων περιαγωγής (το λεγόμενο «roaming»), δηλαδή τις επιπλέον χρεώσεις για όσους κάνουν χρήση της κινητής τηλεφωνίας στο εξωτερικό. Σε μία περίοδο που δυναμώνουν η λαϊκή αγανάκτηση κατά της ΕΕ για την αντιλαϊκή πολιτική της, οι αποσχιστικές τάσεις σε Ευρωζώνη και ΕΕ, δοκιμάζεται η συνοχή της και οξύνονται οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της, το αστικό πολιτικό προσωπικό επιχειρεί να εμφανίσει την κατάργηση των τελών περιαγωγής ως δήθεν απόδειξη των «απτών ωφελημάτων που έχει η ΕΕ για τους πολίτες».
Ο κανονισμός 2015/2120 της ΕΕ, για την «ενιαία αγορά τηλεπικοινωνιών» («ΕΑΤ») στο πλαίσιο της Ενιαίας Ψηφιακής Αγοράς, προβλέπει την κατάργηση των τελών περιαγωγής λιανικής σε φωνητικές κλήσεις, δεδομένα χρήσης ίντερνετ από τις 15 Ιούνη 2017. Η σχετική συζήτηση είχε ξεκινήσει από το 2011 και η κατάργηση των τελών αυτών προβλεπόταν ήδη από τις 15-6-2015, κατ' απαίτηση των επιχειρήσεων, όμως η κατάργησή τους μετατέθηκε για τον Ιούνη του 2017. Το ζήτημα ξαναήρθε στην επικαιρότητα, με αφορμή την ψήφιση από το Ευρωκοινοβούλιο, στις 6-4-2017, της νομοθεσίας για τα ανώτατα όρια τιμών περιαγωγής χονδρικής, δηλαδή τις τιμές που πουλάνε τις υπηρεσίες τους οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας μιας χώρας στις αντίστοιχες του εξωτερικού, για την πρόσβαση των χρηστών των ξένων εταιρειών σε υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας.
Ο καθορισμός των ανώτατων ορίων τιμών χονδρικής - για να μπορούν οι επιχειρήσεις να παρέχουν περιαγωγή με χρέωση εσωτερικού - συνιστά ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα των ανταγωνισμών που μαίνονται στο εσωτερικό της ΕΕ, ανάμεσα σε μονοπωλιακούς ομίλους και αστικά κράτη καθώς και της στάσης της ελληνικής κυβέρνησης. Αποκαλύπτει, ταυτόχρονα, και τον πραγματικό σκοπό που υπηρετεί η κατάργηση των χρεώσεων περιαγωγής.
Μεγάλα τα συμφέροντα και οι ανταγωνισμοί
Οι χρεώσεις περιαγωγής αποτελούσαν για τα μονοπώλια μέχρι σήμερα εμπόδιο στην πλήρη απελευθέρωση της αγοράς κινητής τηλεπικοινωνίας, καθώς οι υψηλές τιμές περιαγωγής δυσκόλευαν τους μονοπωλιακούς ομίλους του κλάδου να επεκταθούν σε αγορές άλλων κρατών - μελών της ΕΕ. Η κατάργηση των χρεώσεων αυτών επομένως θα ανοίξει τις εθνικές αγορές σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους που εδρεύουν σε άλλα κράτη - μέλη.
Το βασικό μέγεθος, γύρω από το οποίο μαίνονται οι ανταγωνισμοί, είναι η τιμή χονδρικής ανά μονάδα ηλεκτρονικών δεδομένων (gigabyte), επειδή αυτός είναι ο τομέας όπου αναμένεται κατακόρυφη άνοδος της χρήσης. Κι αυτό γιατί μέσω διαδικτύου θα πραγματοποιείται πλέον ο μεγαλύτερος όγκος και των φωνητικών κλήσεων. Γι' αυτό και συνδέεται άμεσα με την κερδοφορία των σχετικών επιχειρήσεων στο διαδίκτυο.
Η κατάργηση του roaming θα επιτρέψει σε εγχώριους όσο και σε επισκεπτόμενους καταναλωτές να κάνουν ακόμα μεγαλύτερη χρήση δεδομένων. Ετσι, το 2021 αναμένεται να έχει δεκαπλασιαστεί σε σύγκριση με το 2015 η κυκλοφορία κινητών δεδομένων, αυξάνοντας κατακόρυφα και την κερδοφορία των επιχειρήσεων όχι μόνο του κλάδου των τηλεπικοινωνιών, αλλά και των κλάδων που δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο και συνολικά στην ψηφιακή αγορά. Να, λοιπόν, για ποιον προορίζονται τα «απτά ωφελήματα» της ΕΕ. Γι' αυτά τα ...οφέλη, λοιπόν, ξεσπάει και ο άγριος ανταγωνισμός.
Οι επιχειρήσεις κινητής τηλεφωνίας σε χώρες που υποδέχονται περισσότερους τουρίστες (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Κροατία, Κύπρος κ.λπ.) και οι αστικές κυβερνήσεις που τις στηρίζουν ζητούσαν υψηλότερες τιμές χονδρικής, σε αντίθεση με τα κράτη από τα οποία προέρχονται οι τουρίστες (Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία κ.λπ.). Ο συμβιβασμός που επήλθε κατέληξε στην τιμή των 7,7 ευρώ/gigabyte, που θα μειώνεται σταδιακά για να φτάσει τα 2,5 ευρώ/gigabyte την 1-1-2021. Να σημειωθεί ότι τα ετήσια έσοδα από τις υπηρεσίες περιαγωγής στην ΕΕ ξεπερνούν τα 10 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 6,5 και πλέον δισ. ευρώ είναι τα υπερκέρδη των εταιρειών!
Χαμένοι και πάλι οι εργαζόμενοι
Κάποιος θα ισχυριζόταν ότι ναι μεν κερδίζουν τα μονοπώλια αλλά κερδίζουν και οι εργαζόμενοι. Είναι όμως έτσι;
Η αλήθεια είναι ότι δεν έπιασε κανένας καημός την ΕΕ για τις υψηλές τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές, αλλά για τα κέρδη των μεγάλων ομίλων και την ανάγκη τους να αποκτήσουν πρόσβαση σε περισσότερες αγορές. Οι χαμένοι θα είναι και πάλι οι εργαζόμενοι. Θα ενταθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης των εργαζομένων στις επιχειρήσεις του κλάδου, που θα επιδιώξουν να ρίξουν ακόμη πιο χαμηλά την τιμή της εργατικής δύναμης, αξιοποιώντας για το σκοπό αυτό και τις μεγάλες τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα.
Ακριβά θα πληρώσουν την απελευθέρωση οι εργαζόμενοι και ως καταναλωτές των σχετικών υπηρεσιών. Οσον αφορά τις τιμές οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα έχουν πικρή πείρα από την απελευθέρωση των αγορών και την «ανταγωνιστικότητα» στο πλαίσιο της πολιτικής της ΕΕ και των αστικών κυβερνήσεων στα κράτη - μέλη της. Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα: Στις ταχυδρομικές υπηρεσίες, στα καύσιμα, συνολικά στην Ενέργεια, στις σιδηροδρομικές και θαλάσσιες μεταφορές κ.λπ. Παντού όπου απελευθερώθηκαν οι σχετικές αγορές στην ΕΕ κι ενώ η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας επιτρέπει την ικανοποίηση αυτών των αναγκών με πολύ χαμηλό αντίτιμο, συμβαίνει το αντίθετο. Οι τιμές παραμένουν «τσουχτερές» για τη λαϊκή οικογένεια και τα εργατικά - λαϊκά νοικοκυριά μετατρέπονται σε κυνηγούς αμφιλεγόμενων και για περιορισμένο χρονικό διάστημα «προσφορών» με το κομμάτι προς χάριν των κερδών των ομίλων. Ο «ελεύθερος ανταγωνισμός», που ρίχνει δήθεν τις τιμές, δεν είναι παρά χυδαίο και προκλητικό ψέμα των αστών. Στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού η συντριπτική κυριαρχία των επιχειρηματικών ομίλων συνθλίβει τη ζωή, τα δικαιώματα και τις σύγχρονες ανάγκες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Νεροκουβαλητής του κεφαλαίου η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ
Οι σκληροί μονοπωλιακοί ανταγωνισμοί στο συγκεκριμένο ζήτημα των τιμών χονδρικής και η θέση των αστικών κρατών σ' αυτούς στέκονται εξαιρετικά αποκαλυπτικοί και για τη βαθιά ταξική πολιτική της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, την προσήλωσή της στην εξυπηρέτηση του κεφαλαίου.
Το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης σε σχετική τοποθέτησή του στο ζήτημα υπερασπίζεται τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων κινητής τηλεφωνίας που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, στηρίζοντας μέχρι κεραίας τις θέσεις τους στον ανταγωνισμό τους με τα άλλα μονοπώλια. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ έδωσε ...μάχη στα όργανα της ΕΕ για να υπερασπιστεί τη θέση τους για αυξημένες τιμές χονδρικής. Οι λόγοι που επικαλείται είναι τρεις: Πρώτος, ο μεγάλος αριθμός τουριστών στη χώρα, που κάνουν χρήση περιαγωγής. Δεύτερος, οι γεωγραφικές και γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες της χώρας «που κάνουν τις επενδύσεις των κινητών παρόχων σε ιδιαίτερα/ή και απομακρυσμένα μέρη ιδιαίτερα επίφοβες και απαιτητικές όσον αφορά τα κίνητρα.
Οπως αναφέρει, μάλιστα, «ένα νησί, για παράδειγμα, που χρειάζεται επενδύσεις σε τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό προκειμένου να μπορεί να εξυπηρετεί τις αυξημένες ανάγκες κίνησης κατά τους 3 καλοκαιρινούς μήνες, με την άφιξη χιλιάδων τουριστών, δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα των επενδύσεων με την υπάρχουσα κίνηση (...) Ως εκ τούτου τα έσοδα από την περιαγωγή των τουριστών είναι ιδιαίτερα αναγκαία στους εγχώριους παρόχους προκειμένου να επενδύσουν σ' ένα τέτοιο μέρος»!
Τι λέει, δηλαδή, η κυβέρνηση; Οτι το κεφάλαιο δεν επενδύει για να ικανοποιήσει λαϊκές ανάγκες αλλά αποκλειστικά και μόνο όταν έχει σίγουρο κέρδος. Και για να εγγυηθεί αυτό το κέρδος η συγκυβέρνηση παλεύει να εξασφαλίσει για τις επιχειρήσεις υψηλές τιμές που θα διατηρούν την κερδοφορία τους.
Αποκαλυπτικός για την αντιλαϊκή πολιτική της όμως είναι και ο τρίτος λόγος που επικαλείται η κυβέρνηση: «Στην Ελλάδα λόγω υψηλής φορολόγησης στην κινητή τηλεφωνία (π.χ. επιβάλλεται και ΦΠΑ πάνω από το ειδικό τέλος κινητής) οι τιμές που "βλέπει" ο τελικός καταναλωτής, είναι υψηλότερες από τις αντίστοιχες σε άλλες χώρες οπότε και μη ανταγωνιστικές. Καθορίζοντας πολύ χαμηλές τιμές χονδρικής, μόνιμοι χρήστες κινητών στην Ελλάδα μπορεί να επιλέξουν συνδέσεις κινητών άλλων χωρών (...) στην Ελλάδα. Σε αυτή την περίπτωση αναμένεται να παρατηρηθεί μείωση των λιανικών εσόδων των εταιρειών και επομένως και μείωση των σχετικών φορολογικών εσόδων για το κράτος»! Να, λοιπόν, ποιον και τι υπερασπίζεται η συγκυβέρνηση: Τη διατήρηση των «λιανικών εσόδων», των κερδών δηλαδή των εταιρειών και τα κρατικά έσοδα από το άγριο χαράτσωμα των εργαζομένων που κάνουν χρήση κινητού με το ειδικό τέλος και τον ΦΠΑ!
Μάλιστα, η κυβέρνηση προτείνει και «μηχανισμό βιωσιμότητας», δηλαδή ένα «μαξιλάρι» για τη διασφάλιση ότι οι επιχειρηματικοί όμιλοι που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα βρέξει - χιονίσει θα θησαυρίζουν. Αυτός είναι ο περιβόητος ελεύθερος ανταγωνισμός στον καπιταλισμό που πλασάρουν ΕΕ, ΣΕΒ και κυβέρνηση, και η «δίκαιη ανάπτυξη» του ΣΥΡΙΖΑ. Εξασφαλισμένα κέρδη για το κεφάλαιο, με εγγυημένη κρατική προστασία, άγρια εκμετάλλευση και φοροληστεία για τους εργαζόμενους. Τα όργανα της ΕΕ, οι αστικές κυβερνήσεις, το ίδιο το αστικό κράτος ως συλλογικός καπιταλιστής, ένα και μοναδικό μέλημα έχουν: Πώς θα εξασφαλίσουν και θα αυξήσουν τα κέρδη του κεφαλαίου. Ακόμη και μέτρα, που διαφημίζονται ως δήθεν φιλολαϊκά, όχι μόνο δεν είναι τέτοια, αλλά αντίθετα κάτω από το προπαγανδιστικό τους επίχρισμα αποδεικνύονται ότι είναι προς όφελος των μονοπωλίων και σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων. Η συγκεκριμένη, λοιπόν, υπόθεση σχετικά με τις χρεώσεις περιαγωγής προσφέρεται για χρήσιμα συμπεράσματα για τους εργαζόμενους.
Υπάρχει διέξοδος
Η πολιτική τους αποδεδειγμένα καταπνίγει ώριμες να ικανοποιηθούν σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, που τις πληρώνει πανάκριβα και πολλαπλά ο λαός. Εμπόδιο στην ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, όπως αυτή της φτηνής και ποιοτικής επικοινωνίας, αξιοποιώντας όλα τα σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα, είναι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, το κριτήριο του κέρδους. Αλλος δρόμος δεν υπάρχει από την πάλη για την ανασύνταξη του εργατικού - λαϊκού κινήματος, την ενίσχυση της Κοινωνικής Συμμαχίας. Για την ανατροπή των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών ενώσεων που τα υπηρετούν. Για να διεκδικήσουν οι εργαζόμενοι την εξουσία και την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, ώστε αυτά να μπουν στην υπηρεσία των σύγχρονων λαϊκών αναγκών και της λαϊκής ευημερίας.

Στο χέρι των λαών η Ανάστασή τους!

Στο χέρι των λαών η Ανάστασή τους!



Η επίθεση των ΗΠΑ στη Συρία, την περασμένη βδομάδα, συνεχίζει να επιδρά καθοριστικά στις εξελίξεις, στην περιοχή μας και παγκόσμια, με τα «απόνερα» να φτάνουν μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό, όπου βρίσκεται εν πλω το αμερικανικό αεροπλανοφόρο «USS Carl Vinson».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αμερικανική πυραυλική επίθεση στη στρατιωτική βάση Σαϊράτ, ανεξάρτητα από το πραγματικό μέγεθος της ζημιάς που προκάλεσε σε υλικό και υποδομές του συριακού στρατού, ήταν ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς τη Ρωσία, που υπερβαίνει την αντιπαράθεση για το ποιος θα έχει τον πρώτο λόγο στη διαμόρφωση του νέου χάρτη στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή.
Οπως και η αποστολή του αεροπλανοφόρου για την προστασία τάχα των ΗΠΑ από τις απειλές της Βόρειας Κορέας, δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα αντίστοιχο μήνυμα αποφασιστικότητας και πυγμής προς την Κίνα.
Με άλλα λόγια, μέσα σε μια βδομάδα και αξιοποιώντας τα ανάλογα προσχήματα, η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ κλιμάκωσε την αντιπαράθεση με τους δυο βασικούς παγκόσμιους ανταγωνιστές της, προσδίνοντας νέα διάσταση στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη.
Εχοντας πείρα από ανάλογα χτυπήματα στο παρελθόν, ενισχύεται το συμπέρασμα ότι η επίθεση με τα χημικά στην πόλη Χαν Σεϊχούν της Συρίας ήταν το πρόσχημα που αναζητούσαν οι ΗΠΑ για να ρίξουν «λάδι στη φωτιά» της αντιπαράθεσης με τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Απ' αυτή τη σκοπιά, η σπουδή της ελληνικής κυβέρνησης να δώσει κάλυψη στην επίθεση των ΗΠΑ, συνυπογράφοντας την περασμένη Δευτέρα τη «Διακήρυξη της Μαδρίτης» με τα άλλα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου, πέρα από μνημείο υποκρισίας απέναντι στον πολύπαθο λαό της Συρίας, αλλά και τον ελληνικό λαό, αποτελεί συμβολή στην όξυνση της έκρυθμης κατάστασης στην περιοχή.
Επιβεβαιώνει, ταυτόχρονα, το σχεδιασμό της ελληνικής αστικής τάξης να εμπλέξει το λαό ακόμα βαθύτερα στους επικίνδυνους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, για να υπηρετήσει τα συμφέροντά της στην περιοχή και ευρύτερα.
Πολεμικά πεδία μιας ευρύτερης σύγκρουσης
Βέβαια, η κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και κράτη, ούτε ευθύγραμμη είναι, ούτε γίνεται χωρίς αντιφάσεις. Αλλωστε, σε όλη τη διάρκεια του εξάχρονου πολέμου στη Συρία, είδαμε συμμαχίες να αναδιατάσσονται, συσχετισμούς να αλλάζουν, σχέδια να αναπροσαρμόζονται.
Το ίδιο συμβαίνει τώρα με μεγαλύτερη ένταση, καθώς το «Ισλαμικό Κράτος» χάνει έδαφος στα πεδία των μαχών και πλησιάζει η ώρα της διανομής της λείας ανάμεσα στους βασικούς παίκτες του πολέμου στη Συρία, που μαζί με το Ιράκ και την ευρύτερη περιοχή της Αν. Μεσογείου και της Β. Αφρικής, αποτελούν εστία μιας ιμπεριαλιστικής αναμέτρησης με παγκόσμιες διαστάσεις.
Ετσι πρέπει να ιδωθεί ο πόλεμος στη Συρία: Ως ένα πεδίο στρατιωτικής αναμέτρησης ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών και κέντρων, που συγκρούονται μεταξύ τους, εξοπλίζοντας, αξιοποιώντας και στηρίζοντας αντιμαχόμενα στρατόπεδα, στο έδαφος της διαιρεμένης εθνοτικά και θρησκευτικά χώρας. Από τα υπόλοιπα ανοιχτά μέτωπα που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά, ξεχωρίζουν η Ουκρανία και η Λιβύη, όπου επίσης καταγράφεται μεγάλη κινητικότητα, προμηνύοντας σοβαρές εξελίξεις.
Επομένως, κανείς δεν δικαιούται να λέει «δεν ήξερα» σε ό,τι αφορά το μέγεθος της σύγκρουσης και το πραγματικό διακύβευμα στη Συρία. Κι αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για την ελληνική κυβέρνηση, που χωρίς φραγμούς και αναστολές συμμετέχει ενεργά στην ιμπεριαλιστική επέμβαση, ως χώρα - μέλος του ΝΑΤΟ και μάλιστα ανταγωνιστικά προς την Τουρκία.
Απ' αυτή τη σκοπιά, είναι αστείο, αν όχι επικίνδυνα υποκριτικό, να ισχυρίζεται ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών ότι «στη Συρία πρέπει να υπάρξει πολιτική λύση» και ο πρωθυπουργός να καλεί την ΕΕ να εντείνει τη «διπλωματική δράση», προκάλυμμα της ενεργότερης συμμετοχής στην επικείμενη διανομή της λείας.
Πολύ περισσότερο που στον Ελληνα ΥΠΕΞ ανήκει η παρακάτω κυνική ανάλυση της πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί στη Συρία: «Το πρόβλημα δεν είναι ότι εννιά χώρες έχουν επέμβει στη Συρία και πολεμούν έναν αντίπαλο, το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι χώρες πολεμούν διαφορετικούς αντιπάλους. Το πρόβλημα είναι ότι δεν εξαντλούνται οι μαχόμενοι στη Συρία και στο Ιράκ, ιδιαίτερα στη Συρία, με τους κανόνες που εξαντλούνται όσοι συμμετέχουν σε έναν εμφύλιο πόλεμο.
(...) όταν ο πόλεμος είναι πόλεμος δια αντιπροσώπων, σημαίνει ότι τρίτες δυνάμεις διαθέτουν την ικανότητα - δυνατότητα να φτιάχνουν μεγάλες ροές των λεγόμενων μαχητών (...) επίσης συμπληρώνονται, έρχονται απ' έξω και οι εξοπλισμοί. Αυτό σημαίνει ότι η "ικανότητα" δράσης πολεμικής και επιβίωσης πολεμικής μεγαλώνει. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες περιοχές του πλανήτη που έχουμε αυτές τις εντάσεις».
Ο ρόλος και οι επιδιώξεις της Ελλάδας
Για να ερμηνευτούν καλύτερα η στάση και ο ρόλος της Ελλάδας, θυμίζουμε τι έλεγε ο νέος Αμερικανός πρέσβης σε μια από τις πρώτες συνεντεύξεις του στον ελληνικό Τύπο: «Υπάρχει ένα διάγραμμα με τρεις κύκλους. Ο ένας αφορά τη Βόρεια Αφρική, ο άλλος την Ανατολική Μεσόγειο και τη Συρία και ο τρίτος τη Μαύρη Θάλασσα και μια πιο επιθετική και επεκτατική Ρωσία. Το μέρος όπου αυτοί οι τρεις κύκλοι συναντώνται είναι η Ελλάδα. Αυτό είναι το υφιστάμενο στρατηγικό πλαίσιο (...) Ο γεωστρατηγικός ρόλος της Ελλάδας στην περιοχή είναι πολύ σημαντικός. Παλαιό μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, πυλώνας σταθερότητας και δημοκρατικής διακυβέρνησης σε μια περιοχή που αντιμετωπίζει προκλήσεις».
Είναι, επομένως, φανερό ότι η Ελλάδα έχει αναλάβει ρόλο στην περιοχή, άμεσα συνδεδεμένο με τις επιδιώξεις της αστικής τάξης να αναβαθμιστεί έναντι των (ισχυρότερων) περιφερειακών ανταγωνιστών της. Διακηρυγμένος στόχος είναι να ευοδωθούν τα σχέδια για ανάδειξη της χώρας σε ενεργειακό και διαμετακομιστικό κόμβο, που θα συμβάλει στην ανάκαμψη της κερδοφορίας ισχυρών οικονομικών συμφερόντων, τα οποία δραστηριοποιούνται ήδη, επενδύουν ή σκοπεύουν να επενδύσουν κεφάλαια στην Ελλάδα.
Το σχέδιο αυτό, που προϋποθέτει τη βαθύτερη εμπλοκή της χώρας στο καμίνι των ανταγωνισμών και του ιμπεριαλιστικού πολέμου, με ανοιχτό το ενδεχόμενο της άμεσης συμμετοχή σε μια πιο γενικευμένη στρατιωτική αναμέτρηση, υπηρετεί με χαρακτηριστική συνέπεια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, με τη στήριξη όλων των αστικών κομμάτων και δυνάμεων.
Ετσι πρέπει να ερμηνευτούν τα πήγαινε - έλα των υπουργών στις ΗΠΑ, τα πανηγύρια για τη γρήγορη ανάπτυξη σχέσεων με την κυβέρνηση Τραμπ, οι συμφωνίες πάνω και κάτω από το τραπέζι για αναβάθμιση της στρατιωτικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, μέρος της οποίας είναι και η πενταετής επέκταση της συμφωνίας παραχώρησης της βάσης της Σούδας.
Ετσι πρέπει να ερμηνευτεί και η προσπάθεια παραπέρα σύσφιξης των σχέσεων με χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος και ο Λίβανος, που πέρα από παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, είναι και χώρες με μεγάλα ενεργειακά κοιτάσματα, στη μεταφορά των οποίων προς την Ευρώπη διεκδικεί να πρωταγωνιστήσει η Ελλάδα.
Μια κυνική ανάλυση
Ολα αυτά τα σχέδια και οι προκλήσεις αποτυπώνονται με αφοπλιστικά κυνικό τρόπο στις αναλύσεις των αστικών επιτελείων, που αναλαμβάνουν να ζυμώσουν μέσα στο λαό την άποψη ότι είναι «εθνική υπόθεση» και προς το «κοινό συμφέρον» να αναβαθμίσει το ρόλο της η Ελλάδα στην περιοχή, ανεξάρτητα από τους τεράστιους κινδύνους που ελλοχεύουν για το λαό.
Μια τέτοια ανάλυση γράφτηκε πριν από λίγους μήνες στον αστικό Τύπο («Καθημερινή») και έχει ενδιαφέρον να καταγραφούν ορισμένα σημεία της: «Η στρατηγική σημασία της Τουρκίας αμφισβητείται, πλέον, ανοικτά. Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και αναλυτές θεωρούν ότι η Τουρκία έχει μπει σε έναν δρόμο όπου, στην... καλύτερη περίπτωση, δεν μπορούν να βγάλουν άκρη. Συνεχίζει ασφαλώς να είναι μια πολύ μεγάλη χώρα, σε κρίσιμη γεωστρατηγική τοποθεσία και με σημαντικές επιχειρησιακές δυνατότητες. Εχει όμως χαθεί η εμπιστοσύνη.
(...) Μπορεί, λοιπόν, η Ελλάδα να αναπληρώσει το ενδεχόμενο κενό; Εξαρτάται από το αν και πόση "μπάλα" θα παίξει. Οι Ελληνες πολιτικοί συνήθιζαν να ευλογούν τα γένια της χώρας αναφερόμενοι στη γεωπολιτική της θέση. Σημασία, όμως, δεν έχει να έχεις το καλό οικόπεδο, αλλά τι κάνεις με αυτό. Η κυβέρνηση, με ισραηλινές "πλάτες", έχει μπει σε ένα στρατηγικό διάλογο με τις Ηνωμένες Πολιτείες που θα μπορούσε να καταλήξει σε πρακτικά αποτελέσματα. Η επίτευξη μιας μακροχρόνιας συμφωνίας για τη βάση της Σούδας θα επέτρεπε στους Αμερικανούς να την αναβαθμίσουν ξοδεύοντας κονδύλια για υποδομές. Αυτή είναι μία από τις πολλές ιδέες και τα σενάρια που συζητούνται.
(...) Η Ελλάδα είναι χώρα πρώτης γραμμής για τη Δύση και ενδέχεται να κληθεί να παίξει ενεργά αυτόν το ρόλο. Θα χρειαστούν ισχυρή πολιτική βούληση και συναίνεση για να παιχθεί αυτό το παιχνίδι. Δεν είναι αστείο, ούτε παιχνίδι να αναλάβεις ρόλους και αποστολές, όταν επί δεκαετίες φοβόσουν να στείλεις έναν στρατιωτικό αστυνομικό στο Αφγανιστάν. Και επίσης, θα αποκτήσουμε εχθρούς με αυτή την επιλογή και θα αναλάβουμε και ρίσκα, όπως, π.χ., το να γίνουμε στόχος φανατικών ισλαμιστών. Οι εξελίξεις, όμως, τρέχουν. Η ώρα των αποφάσεων μπορεί και να μην απέχει πολύ».
Οι λαοί θα πουν την τελευταία λέξη
Στην Πολιτική Απόφαση που ψήφισε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΕ καταγράφεται η εκτίμηση πως «θα συνεχιστούν οι τοπικές και περιφερειακές συγκρούσεις, ως έκφραση και αποτέλεσμα των οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και αντιθέσεων, με πιθανά πεδία των πολεμικών επιχειρήσεων τη Μέση Ανατολή, το Αιγαίο, τα Βαλκάνια, τη Βόρεια Αφρική, τη Μαύρη Θάλασσα, την Ουκρανία, τη Βαλτική, την Αρκτική και τη Θάλασσα της Νότιας και Ανατολικής Κίνας».
Ειδικά για την περιοχή μας, σημειώνεται ότι «είναι πιθανή η όξυνση της κατάστασης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία με την εμπλοκή και άλλων χωρών. Η αμφισβήτηση συνόρων και κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας από την πλευρά της τουρκικής αστικής τάξης εντάσσεται στις σχέσεις ανταγωνισμού της με την ελληνική αστική τάξη στην περιοχή».
Τονίζεται, επίσης, ότι «η ελληνική αστική τάξη έχει ενεργό συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, επεμβάσεις, ανταγωνισμούς και πολέμους, με γνώμονα την αναβάθμιση της θέσης της στην ευρύτερη περιοχή. Εχει ευθύνη για μια ενδεχόμενη πολεμική εμπλοκή της χώρας».
Οι αναλύσεις αυτές και οι εκτιμήσεις έχουν μεγάλη σημασία μπροστά στις εξελίξεις και πρέπει να γίνουν αντικείμενο πλατιάς συζήτησης με το λαό. Οχι για να προκαλέσουν φόβο, αλλά για να βοηθήσουν στη σωστή ερμηνεία των εξελίξεων, στην ανάδειξη των πραγματικών αιτιών και των υπευθύνων, πίσω από το σύννεφο της σκόνης που σηκώνουν η κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα.
Προπάντων, όμως, για να συσπειρωθούν και να κινητοποιηθούν εργατικές - λαϊκές δυνάμεις ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και σε κάθε ιμπεριαλιστική συμμαχία, στη συμμετοχή της Ελλάδας σε ΝΑΤΟ και ΕΕ.
Οπως σημειώνει η Πολιτική Απόφαση, «να δυναμώσει η πάλη ενάντια στις κυβερνήσεις της αστικής τάξης, που προετοίμασαν το έδαφος με την αστική τάξη άλλων κρατών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και οδήγησαν στο σφαγείο τα παιδιά του λαού. Να συντονιστεί η πάλη με το εργατικό - λαϊκό κίνημα άλλων κρατών, να συνδεθεί με το στόχο ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας στην Ελλάδα και σε γειτονικές χώρες, για να ζήσουν ειρηνικά οι λαοί τους, με εργατική εξουσία».

TOP READ