Αυτή η κυρίαρχη άποψη πως η φιλελεύθερη δημοκρατία
των αστών είναι το τελικό σημείο της πολιτικής εξέλιξης και σ’
αυτή σταματά, ότι ενέχει την
απόλυτη διαχρονικότητα, είναι για να καλλιεργείται η πεποίθηση πως, αφού έχουμε
ήδη φτάσει γεννημένοι μέσα σ’ αυτήν, κατέχουμε
την αλήθεια και δεν χρειάζεται να
προχωρήσουμε ούτε βήμα σ’ ολόκληρη τη
ζωή μας. Αυτήν την πεποίθηση δεκαετίες
τώρα μοιάζει να την ενστερνίζονται και μεγάλα τμήματα των εργαζομένων που διεκδικούν
βελτίωση των όρων ζωής τους εν ονόματι αυτής της δημοκρατίας.
Μόνο που
αρχίζει να γίνεται δύσκολο, σε
μια περίοδο βαθύτατης οικονομικής κρίσης, αναδυόμενων εντάσεων και αναζωπύρωσης
της ακροδεξιάς με την υγειονομική κρίση να διαλύει τον κοινωνικό ιστό, αυτή η
άποψη να πείθει για την αλήθεια της. Η διακηρυγμένη
διάδοση της ελευθερίας και της ισότητας, τοποθετημένη στο πλαίσιο της πολιτικής
ανοίγματος στις καπιταλιστικές αγορές, καταλήγει να διαμορφώνει τη δημοκρατία σε μια μορφή
διαχείρισης της ελεύθερης αγοράς, η οποία προάγει τα ιδιωτικά συμφέροντα. Αυτή
βοηθά στη συσσώρευση πλούτου και οι κάτοχοί του συμβουλεύονται και
προστατεύονται στις υπηρεσίες τους από πλήθος βουλευτών, διευθυντών, λογιστών,
δικηγόρων, φορολογικών συμβούλων, δεξαμενών σκέψης, κινηματογραφικών στούντιο,
εκδοτών, μέσων μαζικής ενημέρωσης, ερευνητών, σωματοφυλάκων και άλλων ακόμα ων
ουκ έστι αριθμός.
Σ’ ένα λοιπόν πολιτικό σύστημα που βασίζεται στη δημιουργία
της σπανιότητας, της εξαθλίωσης, των ανικανοποίητων αναγκών, των
πλεοναζόντων εργαζομένων σε σημαντικό
βαθμό μένουμε στις ποικίλες μάσκες, μεταμφιέσεις και στρεβλώσεις όλων όσων
συμβαίνουν στην πραγματικότητα γύρω μας. Η ίδια η άρχουσα τάξη έχει τη βοήθεια
ενός κράτους ασφάλειας και επιτήρησης που δεν διστάζει να χρησιμοποιεί τις
αστυνομικές εξουσίες του για να καταστέλλει κάθε μορφή διαφωνίας, στο όνομα της
ασφάλειας, με πάλη κατά της τρομοκρατίας
ή με την υπεράσπιση της υγείας, που προστέθηκε
με την υγειονομική κρίση. Και απέναντι σ’ αυτήν την όλο και πιο ισχυρή
πλουτοκρατική καπιταλιστική τάξη που διατηρεί αδιαμφισβήτητη την ικανότητά της να
κυριαρχεί χωρίς περιορισμούς, ιδιαίτερα μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι
δεκαετίες προπαγάνδας με διλήμματα που προκαλούν τους εργαζόμενους να αγωνίζονται
μεταξύ τους για λογαριασμό της άρχουσας τάξης αναδεικνύει αναρχικές και
τοπικιστικές προοπτικές και δράσεις. Και
κανείς, πέρα από το ΚΚΕ, δεν μοιάζει να έχει μια συνεκτική άποψη για τα
πολλαπλά προβλήματα του καπιταλισμού, πόσο μάλλον για τις αιτίες αυτών των
προβλημάτων. Στην πραγματικότητα, κάθε φορά είμαστε αντιμέτωποι με την επιλογή
ανάμεσα στην κινητοποίηση για τα ατομικά δικαιώματα με στόχο την επέκταση και
μεγέθυνσή τους ή την οργάνωση συλλογικών αγώνων στοχεύοντας στην καπιταλιστική ταξική
κυριαρχία.
Στις δημοκρατίες μας βέβαια το νομικό τους σύστημα αναπτύσσει
εκείνους τους κανόνες που ρυθμίζουν την καπιταλιστική παραγωγή και τα ατομικά
δικαιώματα δεν αποτελούν εξαίρεση. Σ’ αυτούς
τους κανόνες περιλαμβάνονται και οι κανόνες για την προστασία της ατομικής
ιδιοκτησίας και των συμβάσεων που οδήγησαν στη δημιουργία των ατομικών και
πολιτικών δικαιωμάτων, δίνοντας τα νομικά εργαλεία για να οργανωθεί η ζωή σύμφωνα
με τον υπολογισμό του συμφέροντος της ατομικής ιδιοκτησίας που επιτρέπει η
θεσμοθέτηση των δικαιωμάτων. Έτσι, η παγκοσμιοποίηση της ηθικής των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων κάνει αόρατη την αδικία του παγκόσμιου καταμερισμού των πόρων που
ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού, χωρίς να θίγεται ο καπιταλιστικός τρόπος
οργάνωσης της παραγωγής.
Τις τελευταίες λοιπόν μέρες, που η απεργία πείνας του Δ. Κουφοντίνα έχει κινητοποιήσει
ένα μεγάλο αριθμό, ιδιαίτερα νέων, να κατέβουν στους δρόμους διαδηλώνοντας, τα
επιχειρήματα για δικαίωση του αιτήματός του
στηρίζονται τόσο στο κράτος δικαίου όσο και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Το
αίτημα είναι το αστικό κράτος δια της εκτελεστικής του εξουσίας να εφαρμόσει τους
νόμους του. Κι αυτό γίνεται αφετηρία για να εκδηλωθεί και η αμφισβήτηση προς την άδικη εξουσία με τη μορφή σύγκρουσης με τις αστυνομικές
δυνάμεις, οι οποίες μοιάζει να την επιδιώκουν.
Ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτούς που υποστηρίζουν το
αίτημά του, των μεγαλωμένων στην αστική μας
δημοκρατία και γαλουχημένων με τις ιδέες της που γίνεται προσπάθεια να
συμβιβαστούν με την ανεργία και τη βιωμένη περιθωριοποίηση, καθώς ενστερνίζεται τις πολιτικές ταυτότητας,
επιμένει στα ανθρώπινα δικαιώματα, αγνοεί
την ταξική ανάλυση και αναζητά ηγετικές μορφές που καταξιώνουν το αυθόρμητο,
τον ατομικισμό, την θεαματική ενέργεια, διασταυρώνεται με τον Κουφοντίνα. Και η επαναστατικότητα της
«Ε.Ο.
17 Νοέμβρη», είκοσι χρόνια από την
εξάρθρωσή της, με αναπάντητα πολλά ερωτήματα για την ταυτότητά της και ακόμα
περισσότερα για την επιλογή των ανθρώπων που «εκτελούσε», γίνεται σημείο αναφοράς σε κινητοποιήσεις, παραβλέποντας πως η «Ε.Ο.
17 Νοέμβρη» δρούσε, αν και εν ονόματί του, έξω και πέρα από οποιοδήποτε λαϊκό κίνημα και προσπαθούσε να παρέμβει στην
πολιτική σκηνή με πολιτικές δολοφονίες που μια κλειστή ομάδα ανθρώπων αποφάσιζε
και εκτελούσε.
Σ’
αυτές τις κινητοποιήσεις σαν να αναδεικνύεται ένα προκατασκευασμένο σχήμα. Είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στο κράτος και το λαό, με
μοναδικά χαρακτηριστικά το μεν κράτος ότι καταπιέζει, γιατί παραβαίνει τους κανόνες
δικαίου, και ο λαός, ένα άθροισμα ατόμων που τους ενώνει η αντίσταση απέναντι στην
αδικία, ότι αγωνίζεται. Η αστυνομία με την επίδειξη ισχύος της εγκλωβίζει τη
λαϊκή αντίδραση στο προνομιακό της χώρο της βίας, που περιορίζεται η έκφρασή
της στη σύγκρουση μαζί της, συντηρώντας τη λογική στρατιωτικής αντιπαράθεσης, πέρα και έξω από το επίπεδο αντιπαράθεσης του
μαζικού κινήματος. Η καταστολή αποκτά έτσι προληπτικό χαρακτήρα, γιατί
παρεμβάλλει κάθε είδους εμποδίων στη
διαμόρφωση μαζικών αντιστάσεων και θωρακίζει την αστική νομιμότητα με μια
σειρά νόμων που λειτουργούν
κατασταλτικά και τρομοκρατικά για κάθε
σκέψη που τείνει προς την υπέρβαση των ανεκτών ορίων. Κι ύστερα είναι εύκολο ο μικροαστικός
ριζοσπαστισμός μας διαψευσμένος και
ηττημένος μοιραία να καταλήξει σε μικροαστικό συντηρητισμό.