Θα είχαμε γίνει Βουλγαρία
Ευτυχώς που δε νίκησαν οι κομμουνιστές στον εμφύλιο, γιατί σήμερα θα ήμασταν σαν την αλβανία του χότζα και τη βουλγαρία...
είναι το (κυριολεκτικά) αήττητο επιχείρημα που παρηγορεί τις αμφιβολίες των δεξιών και νομιμοποιεί στις συνειδήσεις τους τα ιστορικά πεπραγμένα της παράταξής τους. Και είναι οπωσδήποτε θλιβερό να βλέπεις παλιούς αγωνιστές να ενώνουν τη φωνή τους στο μοιρολόι της ήττας και να δίνουν αριστερό άλλοθι σε τέτοιες λογικές, επιβεβαιώνοντάς τες από την ανάποδη.
Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι…
Τέτοιου είδους επιχειρήματα ήταν πολύ δημοφιλή αμέσως μετά τις ανατροπές, με το μεταναστευτικό κύμα αυτών των λαών στο δυτικό κόσμο και τα μεροκάματα πείνας στις πρώην λαϊκές δημοκρατίες της ΚΑ ευρώπης. Αλλά έχουν ξεφτίσει πια σε τέτοιο βαθμό στη σημερινή 'ενωμένη ευρώπη' της κρίσης που (εκτός από προκλητικά) ακούγονται σχεδόν ειρωνικά.
Τι έχει να ‘ζηλέψει’ αλήθεια από τις ρωσίδες χορεύτριες και τους αλβανούς μπετατζήδες ο σημερινός άνεργος πτυχιούχος ή ο έλληνας γκασταρμπάιτερ που αναγκάζεται να ξενιτευτεί για να βρει καλύτερη τύχη –προτού κλείσει και αυτή η κάνουλα διαφυγής; Και τι παραπάνω έχει από αυτούς; Ούτε καν το πτυχίο πολλές φορές. Γιατί η πλειοψηφία των αλλοδαπών εργατών και καθαριστριών στην χώρα μας έχει να καμαρώνει αντίστοιχους πτυχιακούς τίτλους, χωρίς κανένα πρακτικό αντίκρισμα στην αγορά εργασίας. Αλλά και μια σπάνια καλλιέργεια σε αρκετές περιπτώσεις, που ξεπερνά το ζήτημα των σπουδών, αντανακλώντας τη συνολική διαπαιδαγώγηση και την αξία της κοινωνίας που είχαν αρχίσει να χτίζουν σε αυτές τις χώρες πριν τις ανατροπές –όποτε κι αν τις τοποθετεί κανείς χρονικά.
"Βουλγαρία..." Του Πάνου Ζάχαρη
Σήμερα βέβαια μπορούμε να ζηλέψουμε όλοι μαζί τις κατακτήσεις και την ασφάλεια που είχαν αυτοί οι λαοί στον εικοστό αιώνα, με σαφώς πιο περιορισμένα μέσα και δυνατότητες από ό,τι διαθέτουμε εμείς εν έτει 2013. Γιατί είναι τραγική ειρωνεία για μια κοινωνία να φετιχοποιεί σε βαθμό υστερίας την έννοια της ασφάλειας από τους τρομοκράτες, τους ταραχοποιούς διαδηλωτές και γενικώς πάσης φύσης ‘κακούς’, (με ό,τι μπορεί να συμπεριλάβει και να χωρέσει αυτός ο χαρακτηρισμός), και την ίδια στιγμή να έχει τόσους εργαζόμενους ανασφάλιστους, στη μαύρη εργασία κι άλλους τόσους σα μαύρους σκλάβους απ’ τα χρόνια της αποικιοκρατίας, χωρίς στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας. Τους μισούς να είναι στην πρίζα και την ανασφάλεια της ανεργίας και τους άλλους μισούς να φοβούνται σα μελλοθάνατοι, μη τυχόν χάσουν τη δουλειά τους, να φοβούνται μη τυχόν αρρωστήσουν και πάθουν τίποτα. Να μην μπορούν να σκεφτούν το μέλλον τους και να ανοίξουν σπίτι ή μια οικογένεια, να ονειρευτούν και να ανασάνουν.
Πράγματα εξασφαλισμένα και αυτονόητα δηλ για τη βουλγαρία ή και την αλβανία ακόμα, σαράντα και πενήντα χρόνια πριν.
Είναι τραγική ειρωνεία να πανηγυρίζουμε για τη νίκη της αντεπανάστασης και τη σημερινή κατάντια αυτών των χωρών, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι συνδέεται άμεσα με τη δική μας, γιατί πρέπει να γίνουμε πιο φτηνοί κι ανταγωνιστικοί για να μας λιμπιστούν τα αρπακτικά και να προσελκύσουμε τα κεφάλαιά τους, να έχουμε φτηνότερα μεροκάματα και χαμηλότερο συντελεστή φορολόγησης, για να μας προτιμήσουν.
Είναι τραγική ειρωνεία να μην μπορεί να καταλάβει ένας λαός, εμπειρικά έστω, πως το πουλόβερ άρχισε να ξηλώνεται τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια από τη νέα τάξη πραγμάτων, που έχει κάθε λόγο να πανηγυρίζει ανακουφισμένη για τις νίκες της.
Αλλά για να μη θεωρηθεί πως υπεκφεύγω στο αρχικό ερώτημα, μπορούμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι –όσο κι αν αυτό ενέχει τον κίνδυνο να μπλέξουμε σε ιντριγκαδόρικες αντιδιαλεκτικές υποθέσεις. Σήμερα ο ελληνικός λαός έχει συσσωρεύσει αρκετή ιστορική πείρα, για να τη μελετήσει και να βγάλει μερικά βασικά συμπεράσματα.
Αν είχαν νικήσει λοιπόν οι κομμουνιστές στον εμφύλιο, καταρχάς δε θα είχαμε καν εμφύλιο και τόσες απώλειες εκατέρωθεν. Γιατί δεν μπορεί να θεωρηθεί ακριβώς εμφύλιος η ήττα των κομμουνιστών από την επέμβαση των άγγλων «συμμάχων», πριν καν κριθεί ο πόλεμος κατά του χίτλερ, και από τα όπλα των αμερικάνων, που «πρόβαραν» στα ελληνικά βουνά τις βόμβες ναπάλμ. Για να κερδίσουν λοιπόν οι κομμουνιστές, θα έπρεπε να το κάνουν εξ αρχής, όταν το εαμ είχε στα χέρια του την εξουσία και την παρέδωσε αφελώς, ενώ μπορούσε να την κρατήσει αναίμακτα, χωρίς να είναι κανείς σε θέση να την αμφισβητήσει. Και τα καλύτερα πρωτοπόρα στοιχεία του ελληνικού λαού θα είχαν ριχτεί τότε στη μάχη της οικοδόμησης μιας διαφορετικής κοινωνίας.
Αν είχαν νικήσει οι κομμουνιστές στον εμφύλιο, δε θα λουζόταν ο λαός την «καχεκτική δημοκρατία» των μεταπολεμικών χρόνων, τη «δημοκρατία» του χωροφύλακα και των κοινωνικών φρονημάτων που οδήγησε ως φυσική συνέχεια στην χούντα των συνταγματαρχών, ταλαιπωρώντας για τριάντα σχεδόν χρόνια αυτόν τον τόπο, προτού αλλάξει προσωρινά μανδύα. Δε θα είχαμε τον «νέο παρθενώνα» της μακρονήσου και τα άλλα ξερονήσια, τον ιδεα και την προδοσία της κύπρου.
Δε θα είχε ερημώσει η ύπαιθρος και δε θα ξεκληρίζονταν η μεγάλη πλειοψηφία της αγροτιάς, που της υποσχέθηκαν πως θα τρώει με χρυσά κουτάλια στην ενωμένη ευρωπαϊκή αγορά και της χρύσωσαν το χάπι με επιδοτήσεις. Δε θα υπήρχε τέτοια εγκατάλειψη των ακριτικών νησιών και της επαρχίας γενικότερα, δε θα υπήρχε σε τέτοιο βαθμό η αστυφιλία, που είχε ξεκινήσει με... κρατική πρωτοβουλία στα χρόνια του εμφυλίου, όταν οι αρχές ξερίζωναν με το ζόρι τους ντόπιους πληθυσμούς, για να μη βρίσκουν οι αντάρτες ορεσίβιους που θα τους τροφοδοτούσαν με τα απαραίτητα προς το ζην. Δε θα ζούσαμε σε τόσο άσχημες πόλεις, που πρέπει να γκρεμιστούν και να φτιαχτούν από την αρχή, με το έκτρωμα της αντιπαροχής επί 'εθνάρχ' που τις γιγάντωσε και τις γέμισε τσιμέντο. Δε θα είχαν καταστραφεί τόσα φυσικά τοπία, που παραδίδονται για μπίζνες στο κεφάλαιο.
Δε θα περιμέναμε τον τουρισμό να γίνει ‘μοχλός ανάπτυξης’ και ‘βαριά βιομηχανία’ της χώρας, στο πνεύμα του «καλώς ήρθε το δολάριο… και τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα», την ίδια στιγμή που οι μισοί έλληνες δεν έχουνε τη δυνατότητα να πάνε ολιγοήμερες έστω διακοπές κάθε καλοκαίρι. Δε θα έμεναν αναξιοποίητες οι παραγωγικές δυνατότητες και ο πλούτους αυτού του τόπου, το έμψυχο επιστημονικό δυναμικό, που μένει άνεργο να βαράει μύγες και να ψάχνει διέξοδο στο εξωτερικό.
Δε θα είχαμε μια δημοτική που χωλαίνει και πατάει με το ένα πόδι σε αρχαΐζοντες τύπους της καθαρεύουσας. Δε θα είχε κακοποιηθεί και παραχαραχτεί βάναυσα η ιστορία της αντίστασης και των επόμενων δεκαετιών. Δε θα είχαμε ένα τόσο διεφθαρμένο κράτος (πέρα από το ταξικό του περιεχόμενο) που βόλεψε τους δοσίλογους και γνώριζε πως μόνο με τη ρεμούλα και την εξαγορά συνειδήσεων μπορούσε να χτίσει κοινωνικές συμμαχίες και να αναχαιτίσει το λαϊκό ριζοσπαστισμό.
Όλα αυτά είναι συγκεκριμένα και καθόλου υποθετικά. Και θα μπορούσαν προφανώς να εμπλουτιστούν με πολλά ακόμα αντίστοιχα παραδείγματα. Η παραπάνω λίστα είναι μόνο ενδεικτική.
Αυτό που είναι όντως υποθετικό και δε μπορούμε να απαντήσουμε συγκεκριμένα είναι τι σοσιαλισμό θα οικοδομούσαμε στην ελλάδα και τι κατάληξη θα είχε. Μπορεί να ήταν πχ πιο αλέγκρος, μεσογειακός σαν τον κουβανέζικο. Να έμοιαζε κάπως με την εικόνα που δίνει στο μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας (πλατεία μπελογιάννη) ο αλεξάτος, όσες επιμέρους διαφωνίες κι αν έχει κανείς με το συγγραφέα. Μπορεί να έδινε λαμπρά, αξεπέραστα επιτεύγματα και να αντιμετώπιζε δραστικά κι αποτελεσματικά τα προβλήματα που θα προέκυπταν ή να σκόνταφτε στις αντιφάσεις του, σε λάθη τακτικής και στρατηγικής.
Στις μέρες μας το ερώτημα μπαίνει ξανά μπροστά μας με διαφορετικούς όρους. Η ελλάδα σήμερα γίνεται βουλγαρία του πιρίν με μεροκάματα κίνας, ακολουθώντας τον ευρωμονόδρομο. Ο λαός μας ζει την κόλαση εδώ και τώρα, κι ο δρόμος προς αυτήν δεν είναι καν στρωμένος με καλές προθέσεις εκ μέρους των σωτήρων της, που την έχουν σώσει καμιά δεκαριά φορές την τελευταία τριετία. Δεν πρέπει λοιπόν κι αυτός να σκεφτεί να δοκιμάσει ένα διαφορετικό δρόμο; Όχι γιατί είναι κατηφορικός, εύκολος και με σίγουρη μετάβαση στον τελικό προορισμό. Αλλά γιατί είναι ο μόνος που μπορεί να τον βγάλει από τη σημερινή κόλαση.
Ο δρόμος έχει τη δική του ιστορία, όνομα (της αρετής) και κατεύθυνση (προς το σοσιαλισμό). Κι όπως είχε πει κι ο αννίβας, αν δεν υπάρχει, τότε πρέπει να τον δημιουργήσουμε.
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα
Ευτυχώς που δε νίκησαν οι κομμουνιστές στον εμφύλιο, γιατί σήμερα θα ήμασταν σαν την αλβανία του χότζα και τη βουλγαρία...
είναι το (κυριολεκτικά) αήττητο επιχείρημα που παρηγορεί τις αμφιβολίες των δεξιών και νομιμοποιεί στις συνειδήσεις τους τα ιστορικά πεπραγμένα της παράταξής τους. Και είναι οπωσδήποτε θλιβερό να βλέπεις παλιούς αγωνιστές να ενώνουν τη φωνή τους στο μοιρολόι της ήττας και να δίνουν αριστερό άλλοθι σε τέτοιες λογικές, επιβεβαιώνοντάς τες από την ανάποδη.
Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι…
Τέτοιου είδους επιχειρήματα ήταν πολύ δημοφιλή αμέσως μετά τις ανατροπές, με το μεταναστευτικό κύμα αυτών των λαών στο δυτικό κόσμο και τα μεροκάματα πείνας στις πρώην λαϊκές δημοκρατίες της ΚΑ ευρώπης. Αλλά έχουν ξεφτίσει πια σε τέτοιο βαθμό στη σημερινή 'ενωμένη ευρώπη' της κρίσης που (εκτός από προκλητικά) ακούγονται σχεδόν ειρωνικά.
Τι έχει να ‘ζηλέψει’ αλήθεια από τις ρωσίδες χορεύτριες και τους αλβανούς μπετατζήδες ο σημερινός άνεργος πτυχιούχος ή ο έλληνας γκασταρμπάιτερ που αναγκάζεται να ξενιτευτεί για να βρει καλύτερη τύχη –προτού κλείσει και αυτή η κάνουλα διαφυγής; Και τι παραπάνω έχει από αυτούς; Ούτε καν το πτυχίο πολλές φορές. Γιατί η πλειοψηφία των αλλοδαπών εργατών και καθαριστριών στην χώρα μας έχει να καμαρώνει αντίστοιχους πτυχιακούς τίτλους, χωρίς κανένα πρακτικό αντίκρισμα στην αγορά εργασίας. Αλλά και μια σπάνια καλλιέργεια σε αρκετές περιπτώσεις, που ξεπερνά το ζήτημα των σπουδών, αντανακλώντας τη συνολική διαπαιδαγώγηση και την αξία της κοινωνίας που είχαν αρχίσει να χτίζουν σε αυτές τις χώρες πριν τις ανατροπές –όποτε κι αν τις τοποθετεί κανείς χρονικά.
"Βουλγαρία..." Του Πάνου Ζάχαρη
Σήμερα βέβαια μπορούμε να ζηλέψουμε όλοι μαζί τις κατακτήσεις και την ασφάλεια που είχαν αυτοί οι λαοί στον εικοστό αιώνα, με σαφώς πιο περιορισμένα μέσα και δυνατότητες από ό,τι διαθέτουμε εμείς εν έτει 2013. Γιατί είναι τραγική ειρωνεία για μια κοινωνία να φετιχοποιεί σε βαθμό υστερίας την έννοια της ασφάλειας από τους τρομοκράτες, τους ταραχοποιούς διαδηλωτές και γενικώς πάσης φύσης ‘κακούς’, (με ό,τι μπορεί να συμπεριλάβει και να χωρέσει αυτός ο χαρακτηρισμός), και την ίδια στιγμή να έχει τόσους εργαζόμενους ανασφάλιστους, στη μαύρη εργασία κι άλλους τόσους σα μαύρους σκλάβους απ’ τα χρόνια της αποικιοκρατίας, χωρίς στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας. Τους μισούς να είναι στην πρίζα και την ανασφάλεια της ανεργίας και τους άλλους μισούς να φοβούνται σα μελλοθάνατοι, μη τυχόν χάσουν τη δουλειά τους, να φοβούνται μη τυχόν αρρωστήσουν και πάθουν τίποτα. Να μην μπορούν να σκεφτούν το μέλλον τους και να ανοίξουν σπίτι ή μια οικογένεια, να ονειρευτούν και να ανασάνουν.
Πράγματα εξασφαλισμένα και αυτονόητα δηλ για τη βουλγαρία ή και την αλβανία ακόμα, σαράντα και πενήντα χρόνια πριν.
Είναι τραγική ειρωνεία να πανηγυρίζουμε για τη νίκη της αντεπανάστασης και τη σημερινή κατάντια αυτών των χωρών, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι συνδέεται άμεσα με τη δική μας, γιατί πρέπει να γίνουμε πιο φτηνοί κι ανταγωνιστικοί για να μας λιμπιστούν τα αρπακτικά και να προσελκύσουμε τα κεφάλαιά τους, να έχουμε φτηνότερα μεροκάματα και χαμηλότερο συντελεστή φορολόγησης, για να μας προτιμήσουν.
Είναι τραγική ειρωνεία να μην μπορεί να καταλάβει ένας λαός, εμπειρικά έστω, πως το πουλόβερ άρχισε να ξηλώνεται τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια από τη νέα τάξη πραγμάτων, που έχει κάθε λόγο να πανηγυρίζει ανακουφισμένη για τις νίκες της.
Αλλά για να μη θεωρηθεί πως υπεκφεύγω στο αρχικό ερώτημα, μπορούμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι –όσο κι αν αυτό ενέχει τον κίνδυνο να μπλέξουμε σε ιντριγκαδόρικες αντιδιαλεκτικές υποθέσεις. Σήμερα ο ελληνικός λαός έχει συσσωρεύσει αρκετή ιστορική πείρα, για να τη μελετήσει και να βγάλει μερικά βασικά συμπεράσματα.
Αν είχαν νικήσει λοιπόν οι κομμουνιστές στον εμφύλιο, καταρχάς δε θα είχαμε καν εμφύλιο και τόσες απώλειες εκατέρωθεν. Γιατί δεν μπορεί να θεωρηθεί ακριβώς εμφύλιος η ήττα των κομμουνιστών από την επέμβαση των άγγλων «συμμάχων», πριν καν κριθεί ο πόλεμος κατά του χίτλερ, και από τα όπλα των αμερικάνων, που «πρόβαραν» στα ελληνικά βουνά τις βόμβες ναπάλμ. Για να κερδίσουν λοιπόν οι κομμουνιστές, θα έπρεπε να το κάνουν εξ αρχής, όταν το εαμ είχε στα χέρια του την εξουσία και την παρέδωσε αφελώς, ενώ μπορούσε να την κρατήσει αναίμακτα, χωρίς να είναι κανείς σε θέση να την αμφισβητήσει. Και τα καλύτερα πρωτοπόρα στοιχεία του ελληνικού λαού θα είχαν ριχτεί τότε στη μάχη της οικοδόμησης μιας διαφορετικής κοινωνίας.
Αν είχαν νικήσει οι κομμουνιστές στον εμφύλιο, δε θα λουζόταν ο λαός την «καχεκτική δημοκρατία» των μεταπολεμικών χρόνων, τη «δημοκρατία» του χωροφύλακα και των κοινωνικών φρονημάτων που οδήγησε ως φυσική συνέχεια στην χούντα των συνταγματαρχών, ταλαιπωρώντας για τριάντα σχεδόν χρόνια αυτόν τον τόπο, προτού αλλάξει προσωρινά μανδύα. Δε θα είχαμε τον «νέο παρθενώνα» της μακρονήσου και τα άλλα ξερονήσια, τον ιδεα και την προδοσία της κύπρου.
Δε θα είχε ερημώσει η ύπαιθρος και δε θα ξεκληρίζονταν η μεγάλη πλειοψηφία της αγροτιάς, που της υποσχέθηκαν πως θα τρώει με χρυσά κουτάλια στην ενωμένη ευρωπαϊκή αγορά και της χρύσωσαν το χάπι με επιδοτήσεις. Δε θα υπήρχε τέτοια εγκατάλειψη των ακριτικών νησιών και της επαρχίας γενικότερα, δε θα υπήρχε σε τέτοιο βαθμό η αστυφιλία, που είχε ξεκινήσει με... κρατική πρωτοβουλία στα χρόνια του εμφυλίου, όταν οι αρχές ξερίζωναν με το ζόρι τους ντόπιους πληθυσμούς, για να μη βρίσκουν οι αντάρτες ορεσίβιους που θα τους τροφοδοτούσαν με τα απαραίτητα προς το ζην. Δε θα ζούσαμε σε τόσο άσχημες πόλεις, που πρέπει να γκρεμιστούν και να φτιαχτούν από την αρχή, με το έκτρωμα της αντιπαροχής επί 'εθνάρχ' που τις γιγάντωσε και τις γέμισε τσιμέντο. Δε θα είχαν καταστραφεί τόσα φυσικά τοπία, που παραδίδονται για μπίζνες στο κεφάλαιο.
Δε θα περιμέναμε τον τουρισμό να γίνει ‘μοχλός ανάπτυξης’ και ‘βαριά βιομηχανία’ της χώρας, στο πνεύμα του «καλώς ήρθε το δολάριο… και τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα», την ίδια στιγμή που οι μισοί έλληνες δεν έχουνε τη δυνατότητα να πάνε ολιγοήμερες έστω διακοπές κάθε καλοκαίρι. Δε θα έμεναν αναξιοποίητες οι παραγωγικές δυνατότητες και ο πλούτους αυτού του τόπου, το έμψυχο επιστημονικό δυναμικό, που μένει άνεργο να βαράει μύγες και να ψάχνει διέξοδο στο εξωτερικό.
Δε θα είχαμε μια δημοτική που χωλαίνει και πατάει με το ένα πόδι σε αρχαΐζοντες τύπους της καθαρεύουσας. Δε θα είχε κακοποιηθεί και παραχαραχτεί βάναυσα η ιστορία της αντίστασης και των επόμενων δεκαετιών. Δε θα είχαμε ένα τόσο διεφθαρμένο κράτος (πέρα από το ταξικό του περιεχόμενο) που βόλεψε τους δοσίλογους και γνώριζε πως μόνο με τη ρεμούλα και την εξαγορά συνειδήσεων μπορούσε να χτίσει κοινωνικές συμμαχίες και να αναχαιτίσει το λαϊκό ριζοσπαστισμό.
Όλα αυτά είναι συγκεκριμένα και καθόλου υποθετικά. Και θα μπορούσαν προφανώς να εμπλουτιστούν με πολλά ακόμα αντίστοιχα παραδείγματα. Η παραπάνω λίστα είναι μόνο ενδεικτική.
Αυτό που είναι όντως υποθετικό και δε μπορούμε να απαντήσουμε συγκεκριμένα είναι τι σοσιαλισμό θα οικοδομούσαμε στην ελλάδα και τι κατάληξη θα είχε. Μπορεί να ήταν πχ πιο αλέγκρος, μεσογειακός σαν τον κουβανέζικο. Να έμοιαζε κάπως με την εικόνα που δίνει στο μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας (πλατεία μπελογιάννη) ο αλεξάτος, όσες επιμέρους διαφωνίες κι αν έχει κανείς με το συγγραφέα. Μπορεί να έδινε λαμπρά, αξεπέραστα επιτεύγματα και να αντιμετώπιζε δραστικά κι αποτελεσματικά τα προβλήματα που θα προέκυπταν ή να σκόνταφτε στις αντιφάσεις του, σε λάθη τακτικής και στρατηγικής.
Στις μέρες μας το ερώτημα μπαίνει ξανά μπροστά μας με διαφορετικούς όρους. Η ελλάδα σήμερα γίνεται βουλγαρία του πιρίν με μεροκάματα κίνας, ακολουθώντας τον ευρωμονόδρομο. Ο λαός μας ζει την κόλαση εδώ και τώρα, κι ο δρόμος προς αυτήν δεν είναι καν στρωμένος με καλές προθέσεις εκ μέρους των σωτήρων της, που την έχουν σώσει καμιά δεκαριά φορές την τελευταία τριετία. Δεν πρέπει λοιπόν κι αυτός να σκεφτεί να δοκιμάσει ένα διαφορετικό δρόμο; Όχι γιατί είναι κατηφορικός, εύκολος και με σίγουρη μετάβαση στον τελικό προορισμό. Αλλά γιατί είναι ο μόνος που μπορεί να τον βγάλει από τη σημερινή κόλαση.
Ο δρόμος έχει τη δική του ιστορία, όνομα (της αρετής) και κατεύθυνση (προς το σοσιαλισμό). Κι όπως είχε πει κι ο αννίβας, αν δεν υπάρχει, τότε πρέπει να τον δημιουργήσουμε.
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα