Για ποιον χτυπάει η καμπάνα
Πασχαλινές
σημειώσεις
Αρχικά
με προβλημάτιζε η ανοιξιάτικη αλλαγή της προσευχής στο σχολείο, που ποτέ δεν
κατάφερα να αποστηθίσω πολύ καλά, σε αντίθεση με το πατερημών (το
«πατ» από τις καρπαζιές το ‘ξερα, το ερημών δεν καταλάβαινα τι είναι, όπως
λέει ένας συγγραφέας) που με μπέρδευε μόνο σε ένα σημείο με τις ρίμες του· και
έτσι κρυβόμουν στη σειρά, για να μη με σηκώσουν να την πω και γελάσει και το
σουβλιστό κατσίκι, πάνω στη σούβλα του, με όσα θα άκουγε.
Μετά
σκόνταφτα σε αυτό το περίφημο «την τρίτη μέρα κατά τας γραφάς». Αφού πέθανε
παρασκευή κι εμείς γιορτάζουμε σαββατόβραδο, μία μέρα μετά. Πώς γένεν αυτό; που θα ‘λεγε απορημένος
κι ο ογκουνσότο. Δεν είχαν κλείσει ούτε καν δύο 24ωρα, για να πεις ότι πάμε στο
τρίτο. Και αν ήμασταν μερικά χρόνια αργότερα, θα το απέδιδα στα περιβόητα greek
(orthodox) logistics, και θα ησύχαζα.
Φταίει
οπωσδήποτε και το παραδοσιακό μενού των ημερών. Καλά, για μαγειρίτσα δεν το
συζητάμε καν, έκανα σαν τη γιουλάκη στο ρετιρέ (αν κι οι «μικρομεσαίοι» του
διαλιανίδη είχαν πιο λαϊκοσυμμαχικό όνομα) σε ένα επεισόδιο που της έβαλαν να
φάει γατοπόδαρα και τα έφτυνε. Αλλά αρνάκι, κατσικάκι; Αυτά ομολογώ πως ήταν
από τις λίγες τροφές, που πέρασαν το τεστ με τη μέθοδο της γάτας, πρώτα μυρίζουμε-μετά τρώμε, και πείστηκα
να τις δοκιμάσω, γιατί μύριζαν ωραία, αλλά με ξεγέλασαν και τελικά… άλλη μία γατοπόδαρα στη γιουλάκη, παρακαλώ.
Από
την άλλη, στο σούβλισμα πάντα με προβλημάτιζε τι απογίνονται τα γεννητικά
όργανα των (πάλαι ποτέ) ζωντανών, που κάποιοι τα τσιμπούσαν τελικά σα μεζεδάκι,
μαζί με την πετσούλα. Άλλοι δεν μπορούσαν να βλέπουν στο πιάτο τους το κεφάλι,
με τα μάτια να τους κοιτάζουν, αλλά εγώ είχα κολλήσει με αυτό. Και το γλυκό
δένει, όταν καταλαβαίνεις από πού ακριβώς διαπερνούσε η σούβλα τον αθανάσιο
διάκο κι έβλεπες μια νέα, βέβηλη διάσταση στο στίχο: για δες καιρό που διάλεξε
ο χάρος να με πάρει…
Εντάξει τα αυγά δεν
μπορεί να μη σου άρεσαν όμως.
Τι,
ως γεύση; Όχι. Μου χτυπούσε άσχημα κι εκείνη η ατάκα στη γνωστή ταινία με τον
τσεκουράτο, που τον έβαζε η γυναίκα του τιμωρία στη γωνία να ρουφάει το αυγό
του. Άσε που δεν μπορώ με τίποτα να συνηθίσω την καινούρια του γραφή με β, λες
και πας να πεις από την αρχή το αλφάβητο.
Το
έθιμο ωραίο ήταν, είχε και σασπένς, αλλά νομίζω πως, ως παιδί κι εγώ, ήμουν
λίγο εγωιστής για να βλέπω το αυγό μου να σπάει μαζί με τα νεύρα μου. Και ήθελα
πάντα να παίρνω τα γερά αυγά των άλλων, που έσπαγαν κι αυτά στη συνέχεια. Ή να
κάνω εκείνο το κόλπο των πολιτικών, στα ομαδικά τσουγκρίσματα πχ με τους
φαντάρους ενός λόχου, που έχουν δίπλα τους ένα καλάθι ολόκληρο με
αναπληρωματικά αυγά και κερδίζουν πάντα στο τέλος.
Ούτε
η λαμπάδα μου έλεγε πολλά. Αφενός γιατί δε συνηθίζαμε να πηγαίνουμε εκκλησία
στο σπίτι, οπότε έμενε χωρίς κάποια χρηστική αξία. Αφετέρου γιατί η νονά μου έπαιρνε
πάντα πολύ καλά δώρα, για να μου τραβήξει το ενδιαφέρον ένα μεγάλο κερί που
έλιωνε.
Το
χειρότερο και με διαφορά όμως είναι ο καταιγισμός των κλισέ ευχών για κάτι που
δεν πιστεύεις –ότι δηλ ανέστη- αλλά πρέπει να απαντήσεις και να το
επιβεβαιώσεις μάλιστα –αληθώς, αληθώς ανέστη (ε, τι; ψέματα;). Κι άντε, σε
άλλες περιστάσεις τη βγάζεις με ένα
τυπικό, διεκπεραιωτικό «επίσης», καλές γιορτές, διακοπές, οτιδήποτε. Εδώ όμως,
πώς το αποφεύγεις; Ιδίως αν πετύχεις κάποια ηλικιωμένη γειτόνισσα, που πιάνει
να στις πει όλες από την αρχή και περιμένει ανταπόδοση. Και λες μέσα σου, φταίω
εγώ τώρα να της πω ένα «χρόνια πολλά» την πρωτομαγιά, και να την αφήσω να
ψάχνεται τι γιορτάζουμε; Σιγά μην το καταλάβει όμως. Αφού οι πασχαλινές ευχές
μετράνε λέει κι ένα μήνα μετά. Τις ακούς στο δρόμο και ψάχνεις να θυμηθείς
ποιος έχει γενέθλια, μέχρι να καταλάβεις τι παίζει.
Κι
ενώ περιμένεις τουλάχιστον κατανόηση κι επιείκεια σε ένα συντροφικό περιβάλλον
(καταταγείτε μας έλεγαν), οι σφοι σου δίνουν την χαριστική βολή με αυτό το
«καλή επ-ανάσταση», που είναι πιο πρωτότυπο κι από τους «ήρωες» σε γλέντι της
οργάνωσης, ή από το «ας πούμε» σε φοιτητική συνέλευση» και από το «νύχι-κρέας»
στο ριζοσπάστη, από το «χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά» σε μια πορεία. Κι από όλα
αυτά μαζί, υψωμένα στον κύβο και το τετράγωνο. Έλεος σφοι, όχι άλλη
(επ)ανάσταση, ας ρεφορμίσουμε και λίγο, δεν πειράζει.
Κι
αφού ξυπνάει το στρουμφάκι γκρινιάρης μέσα σου, βρίσκει πάντα τρόπο κι αφορμές
να επικαιροποιεί τα διαχρονικά, πασχαλινά διδάγματα, δηλ τη μελαγχολία.
-Τι
να μας πει κι ο ιησούς, με μια εβδομάδα παθών στις πλάτες του; Εμείς τη ζούμε
52 φορές τον χρόνο. Σηκώνουμε το γολγοθά μας και πάμε σαν πρόβατα για σφαγή,
κάθε πρωί. Μία βδομάδα από τη ζωή μας, ολόκληρη η δική Του.
-Το
πρόβλημα με τον επιτάφιο είναι ότι θυμίζει τη δική Μας ζωή εν τάφω, καθώς τον
περιφέρουμε, σα να κηδεύουμε τα δικαιώματα, τις κατακτήσεις μας και την
πρόσκαιρη αντιμνημονιακή αναλαμπή του κινήματος.
Κι
ότι δεν είναι ο επιτάφιος που θυμίζει συγκεντρώσεις και πορείες, αλλά οι πορείες
του τελευταίου χρόνου που θυμίζουν επιτάφιο και θα γίνονται οσονούπω και με την
ίδια περίπου συχνότητα, μία κάθε χρόνο. Εν τω μεταξύ, ο πιο παλιός μου ‘λεγε πως στο χωριό του αντιστοιχεί ένας παπάς για
αυτό κι άλλα τρία γειτονικά, οπότε έρχεται μεσημέρι για τον επιτάφιο και τον
περιφέρουν σχεδόν τρέχοντας: χοπ-χοπ-χοπ. Αυτοί θα είναι μάλλον οι σεκίτες,
όταν πέφτουν οι κρότου-λάμψης.
-Ο
κόσμος έχει καλομάθει και περιμένει να φτιάξει ομελέτα, χωρίς να τσουγκρίσει
αυγά, και να βολευτούμε όλοι με δέκα ψάρια και δέκα ψωμιά, όπως στο θαύμα…
(θέλω να πω της κανά, αλλά δε νομίζω να ‘ναι αυτό, και βαριέμαι λίγο να το
ψάξω). Το θέμα δεν είναι όμως να βολευτούμε με τα ψίχουλα, αλλά να μάθουμε στον
άλλο να ψαρεύει μόνος του.. όχι στάσου, αυτό το λένε οι φιλελέδες (φιλελέμ,φιλελέμ, ωχ αμάν-αμάν). Το θέμα είναι να πάρουμε όλο το φούρνο και το ψωμί που
μας ανήκει.
-Τα
έθιμα δε μένουν αναλλοίωτα στη φθορά του χρόνου και της γενικευμένης
εμπορευματοποίησης –που είναι η πεμπτουσία της κεφαλαιοκρατίας. Γίνονται
ψεύτικα, στημένα, τουριστικά. Η ανθρώπινη επαφή-συμπεριφορά υποκαθίσταται από
την πελατειακή σχέση και τη σκοπιμότητά της, απ’ ό,τι υπαγορεύει η λογική του
κέρδους. Η οποία σκοτώνει κάθε αυθεντική γραφικότητα και πληθαίνει απότομα τους
γραφικούς και τους ντεμέκ αυθεντικούς. Ισοπεδώνει τον ανθρώπινο πλούτο σε
προκάτ σχήματα κι ανόητα στερεότυπα: μουζάκα, σουβλάκι, γκρικ σάλατα.
Μετατρέπει τα κάλαντα σε κυνήγι θησαυρού και χρημάτων και την ανάσταση σε
επίδειξη των καλών μας ρούχων, σε στιλ πασαρέλας.
-Οι
πένθιμες καμπάνες της παρασκευής (μεγάλη βδομάδα υπάρχει μόνο σε μικρά μυαλά)
χτυπάνε μελαγχολικά για το δικό μας δράμα –κι ας μην είναι θείο. Αλλά οι
χαρμόσυνες καμπάνες μετά, σε ποιον απευθύνονται; Γιατί χαίρεται και χαμογελά ο
κόσμος πατέρα; Και για ποιον χτυπάει τελικά η καμπάνα;
-Το
τελευταίο δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε σε ποιο λογοτεχνικό έργο και ποιο νόημα
παραπέμπει. Γιατί θα ήταν πιο κλισέ κι από σφο με λάντα στη δεκαετία με τις
βάτες, ή από τα σκίτσα του ρίζου με τον αστό να κρατάει πούρο, κι από τα κλασικά
θυελλώδικα χειροκροτήματα στο σφο με το μουστάκι και τις αντίστροφες ρητορικές
ερωτήσεις του (μήπως μπορούμε σφοι να πούμε ότι… -αγωνία στο κοινό- (…) όχι
σφοι, δεν μπορούμε), από τη δικτατορία με «χτ» και από τις πασχαλινές ευχές για
καλή επ-ανάσταση.
Αλλά
τώρα στα κοντά κι όχι στη δευτέρα παρουσία (λες κι οι άλλοι πίστεψαν ποτέ στην
πρώτη…)