Ο Γούντροου Ουίλσον, που γεννήθηκε σαν σήμερα το
1856, ανήκει στους πλέον “αγιογραφημένους” Αμερικανούς προέδρους, χάρη
κυρίως στο περίφημο ραδιοφωνικό διάγγελμα που εκφώνησε μεσούντος του Α’
Παγκόσμιου πολέμου, το οποίο έμεινε γνωστό στην ιστορία ως τα “14
Σημεία”. Σύμφωνα με την κυρίαρχη στην αστική ιστοριογραφία άποψη, το
διάγγελμα υπήρξε η πληρέστερη ως τότε διακήρυξη πίστης στην αρχή της
αυτοδιάθεσης των εθνών, προάγγελος του αντι-αποικιοκρατικού κινήματος
και επίθεση στην πρακτική της μυστικής διπλωματίας. Η μανιχαϊστική
εικόνα του φιλελεύθερου Ουίλσον εναντίον της παλιάς φρουράς των
αποικιοκρατών Ευρωπαίων πολιτικών μετριάζεται κατά πολύ ακόμα και από τη
μαρτυρία του ίδιου του Ουίλσον, σχετικά με τα τεκταινόμενα στη
Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων το 1919, που έθεσε και τυπικά τέλος
στον Α’ ΠΠ, τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς: ” Μην με αφήσετε να σας
δημιουργήσω την εντύπωση πως οι αντιπρόσωποι της Αμερικής στο Παρίσι
αναγκάστηκαν να επιμείνουν και να επιβάλουν τις αρχές του στους
υπόλοιπους. Αυτό δεν είναι αληθές. Αυτές οι αρχές είχαν γίνει εξαρχής
δεκτές πριν φτάσουμε εκεί, και οι άντρες με τους οποίους
διαπραγματεύτηκα τις έφεραν σε πέρας με απόλυτη καλή πίστη. Ήταν ωστόσο
οι δικές μας αρχές….” Η εναντίωση του Ουίλσον στη μυστική διπλωματία,
για την οποία ισχυριζόταν, με πονηρή διατύπωση το 1919 ότι έμαθε “στην
πλήρη της έκταση” μόνο φτάνοντας στη συνδιάσκεψη των Παρισίων. Στην
πραγματικότητα, ήδη από τον Απρίλη του 1917 σε μυστική σύσκεψη σχετικά
με τους όρους εισόδου των ΗΠΑ στον πόλεμο, ο Βρετανός υπ.εξ. Άρθουρ
Μπάλφουρ είχε συζητήσει αναλυτικά την ύπαρξη και το περιεχόμενο των
μυστικών συνθηκών.
Η ίδια η συγγραφή των 14 σημείων εξάλλου δεν ήταν
άσχετη από την ανησυχία που προκαλούσε η απήχηση των διακηρύξεων των
μπολσεβίκων υπέρ της ειρήνης και της κατάργησης της μυστικής
διπλωματίας. Ο Έντγκαρ Σίσον, υπεύθυνος του τοπικού γραφείου
προπαγάνδας, γνωστού ως επιτροπή Κρηλ, που είχε ιδρύσει ο Ουίλσον στη
διάρκεια του πολέμου, τηλεγραφούσε από την Πετρούπολη στον πρόεδρο πως ο
τελευταίος έπρεπε να: “επαναδιατυπώσει αντιιμπεριαλιστικούς πολεμικούς
στόχους και δημοκρατικές προϋποθέσεις ειρήνευσης από πλευράς Αμερικής”.
Eκεί ωστόσο που η αμηχανία
των αστών ιστορικών και γενικότερα των απολογητών του Ουίλσον δεν μπορεί
να κρυφτεί, είναι στην κατάφωρη παραβίαση του σημείου έξι του
διαγγέλματος, το οποίο προέβλεπε επί λέξει τα εξής: “Εκκένωση όλων των
ξένων δυνάμεων από το ρωσικό έδαφος και η επίλυση των όποιων ζητημάτων
που αφορούν στη Ρωσία να εξασφαλιστεί με την ελεύθερη συνεργασία των
άλλων εθνών του κόσμου, καθώς και παροχή βοήθειας σε οτιδήποτε θα
μπορούσε να χρειαστεί. Η διακρατική μεταχείριση που επιφυλάσσεται στη
Ρωσία από τα αδελφά έθνη της στους επόμενους μήνες θα είναι η δοκιμή της
καλής τους θέλησης.” Η απόφαση του προέδρου, μετά από αμφιταλαντεύσεις
και δισταγμούς είναι η αλήθεια, να συμμετάσχουν οι ΗΠΑ στο πολυεθνικό
εκστρατευτικό σώμα που προσπάθησε να καταπνίξει την Οκτωβριανή
Επανάσταση, ανάγκασε τους υποστηρικτές του να καταφύγουν σε διαφόρων
ειδών εκλογικεύσεις. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που εστάλησαν
στρατεύματα, σε όχι ένα, αλλά δύο μέτωπα, το πρώτο στο Αρχαγγέλσκ και το
δεύτερο στη Σιβηρία. Επρόκειτο για την πρώτη και τελευταία φορά που
Αμερικανοί στρατιώτες πατούσαν το πόδι τους σε ρωσικό έδαφος.
Οι δικαιολογίες που προβάλαν συγγραφείς όπως οι George F. Kennan, Georg Schild και Victor M.Fic
είναι πως η επέμβαση ήταν περιορισμένης κλίμακας, χωρίς να υπάρχει
πρόθεση για μια μαζική επιχείρηση ανατροπής του καθεστώτος που θα έθετε
υπό αμφισβήτηση την αυτοδιάθεση των λαών της μετέπειτα ΕΣΣΔ. Τονίζουν
πως η αποστολή των στρατευμάτων πραγματοποιήθηκε μετά από έντονη πίεση
των συμμάχων δυνάμεων και των διπλωματών τους. Τα ιδεολογικά και υλικά
κίνητρα της εκστρατείας υποβαθμίζονται προς όφελος “πραγματιστικών”
ερμηνειών, όπως την πρόθεση να αποτραπεί ο προσπορισμός πολεμοφοδίων από
γερμανικής πλευράς, να προληφθεί τυχόν ιαπωνική προέλαση στα ρωσικά
εδάφη και να προστατευτεί η λεγόμενη Τσεχική Λεγεώνα από αντεκδίκηση
Γερμανών και Αυστριακών αιχμαλώτων πολέμου που δυνητικά θα
επανεξοπλίζονταν. Αλλά ακόμα και η μερίδα αστών ιστορικών που
αναγνωρίζει τα αντιμπολσεβικικά κίνητρα του Ουίλσον, δεν αναφέρει τα
πολύ απτά συμφέροντα του αμερικανικού κεφαλαίου που κλήθηκε να
προστατέψει η κυβέρνηση της χώρας με τα όπλα.
Μια πιο προσεχτική ματιά αποκαλύπτει πως εκεί που ο
Ουίλσον διαφοροποιούνταν αισθητά από τους ομολόγους του, ήταν στη
χρονική καταλληλότητα, την έκταση της στρατιωτικής επέμβασης, καθώς και
τη δυνατότητα της τελευταίας να αποτελέσει, και δη μόνη της,
αποτελεσματικό αντίβαρο στην εδραίωση της εξουσίας των μπολσεβίκων στη
χώρα. Εξάλλου το αμερικανικό κεφάλαιο, σε ό,τι αφορά τις ξένες
επενδύσεις στην προεπαναστατική Ρωσία βρισκόταν στην πέμπτη θέση, πίσω
από το Γαλλικό, το Βρετανικό, το Γερμανικό και το Βελγικό. Είναι λοιπόν
αναμενόμενη, σε συνδυασμό βέβαια με την εγγύτητα στη Ρωσία που
εγκυμονούσε μεγαλύτερους φόβους άμεσης διάδοσης της επανάστασης, η
μεγαλύτερη ζέση που επέδειξαν η Γαλλία και η Γερμανία για την εν τη
γενέσει της κατάπνιξη της Επανάστασης. Αυτό όμως δε συνεπάγεται καθόλου
ολιγωρία ή πολλώ δε μάλλον αδιαφορία για την προστασία πολύ
συγκεκριμένων αμερικανικών συμφερόντων, στη ρωσική επικράτεια, πέραν των
ευρύτερων πολιτικών στόχων, που δε διέφεραν καθόλου από εκείνους των
Ευρωπαίων συμμάχων.
Αποκαλυπτικό σε αυτήν την κατεύθυνση είναι το
υπόμνημα που υπέβαλε στο διοικητή της όγδοης μεραρχίας που επρόκειτο να
σταλεί στη Γερμανία, Γουίλιαμ Σ. Γκρέηβς, ο υπουργός πολέμου Νιούτον
Μπέικερ, όταν του ανακοίνωσε πως θα αναλάμβανε τη διοίκηση των 8.000
ανδρών που θα είχε αποφασίσει ο πρόεδρος να σταλούν στη Σιβηρία
(συνολικά 13000 και στα δύο μέτωπα). Στο υπόμνημα αναφέρονταν ως στόχοι
της εκστρατείας οι εξής: α) Η διευκόλυνση της ασφαλούς εξόδου των 40.000
ανδρών της Τσεχικής λεγεώνας, η οποία νωρίτερα, την άνοιξη του 1918,
είχε βοηθήσει στην εκδίωξη των μπολσεβίκων από τον Υπερσιβηρικό
Σιδηρόδρομο, και γενικώς ήταν η πλέον αφοσιωμένη πολιτικά δύναμη στους
δυτικούς συμμάχους. β) Η προστασία του αμερικανικού στρατιωτικού
εξοπλισμού αξίας ενός δισεκατομμυρίου δολλαρίων που ήταν αποθηκευμένος
στο Βλαδιβοστόκ και το Μουρμάνσκ γ) Η παροχή βοήθειας στους Ρώσους να
οργανώσουν νέα κυβέρνηση, ουσιαστικά δηλαδή η στήριξη των λευκοφρουρών
που είχαν βυθίσει την επικράτεια της χώρας στο εμφύλιο χάος. Ο υπουργός
συνόδεψε την παράδοση του πακέτου με τα λόγια: “Αυτός περιέχει την
πολιτική των ΗΠΑ στη Ρωσία που πρέπει να ακολουθήσεις” , “Πρόσεχε τα
βήματά σου, θα περπατάς πάνω σε αυγά παραγεμισμένα με δυναμίτη. Ο Θεός
μαζί σου και αντίο.”
Οι Ράντεκ-Τσιτσέριν, υποεπίτροπος και επίτροπος
εξωτερικών υποθέσεων των μπολσεβίκων αντίστοιχα, έγραφαν σε υπόμνημά
τους στο Ουίλσον: “… στην πραγματικότητα αυτή η βοήθεια (σ.σ., εννοεί τη
βοήθεια για την οποία δεσμεύονταν οι ΗΠΑ βάση του σημείου έξι του
προεδρικού διαγγέλματος) εκφράστηκε στο γεγονός πως τα Τσεχοσλοβακικά
στρατεύματα πρώτα και μετά τα δικά σας στρατεύματα κι εκείνα των
συμμάχων σας επιχείρησαν στο Αρχαγγέλσκ, το Μουρμάνσκ, την Άπω Ανατολή,
να επιβάλουν στο ρωσικό λαό την κυβέρνηση των καταπιεστών…”. Ενδεικτική
της βοήθειας που η αμερικανική κυβέρνηση παρείχε στις αντεπαναστατικές
τσεχοσλοβακικές δυνάμεις, είναι η παροχή συνολικά 13 εκ. δολλαρίων εντός
ολίγων μηνών του 1918 μέσω διαφόρων διαύλων.
H ευθυγράμμιση της
αμερικανικής πολιτικής με εκείνη των συμμάχων της είναι ορατή και στον
όρο 29 της συνθήκης ανακωχής του Α’ ΠΠ το Νοέμβρη του 1918, όπου
προβλέπεται ότι “όλα τα ρωσικά πολεμικά πλοία κάθε τύπου που έχουν
καταληφθεί από τη Γερμανία πρέπει να παραδοθούν στους συμμάχους και τις
ΗΠΑ”. Η ανακωχή και η συνακόλουθη εξάλειψη της γερμανικής πολεμικής
απειλής σήμανε πως δεν υπήρχαν πλέον ούτε καν προσχήματα για τη συνέχιση
της επέμβασης σε σοβιετικό έδαφος, αντιθέτως όμως τότε ήταν που
εντάθηκε ακόμα περισσότερο η προσπάθεια ανατροπής του νεότευκτου
καθεστώτος. Ο ρόλος των ΗΠΑ, παρότι αριθμητικά και στρατιωτικά
περιορισμένος, παρέμενε σημαντικός, καθώς συμμετείχαν και ενέκριναν
ανελλιπώς όλες τις αποφάσεις του Ανώτατου Συμμαχικού Πολεμικού
Συμβουλίου, το οποίο ήταν υπεύθυνο για την διεξαγωγή της επέμβασης,
ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσης των στρατευμάτων σε κάθε μέτωπο.
Αλλά και στο ζήτημα του αποκλεισμού του ανεφοδιασμού
των εδαφών υπό μπολσεβικικό έλεγχο, η Αμερική μόνο στους τύπους
διαφοροποιήθηκε από την πολιτική λιμοκτονίας που εφήρμοσαν οι σύμμαχοι,
με ακόμα μεγαλύτερη ένταση μετά τη συνδιάσκεψη των Παρισίων. Η πίεση των
Συμμάχων εξανάγκασε και τις σκανδιναβικές χώρες να σταματήσουν την
ελάχιστη έστω ροή τροφίμων που άφηναν να μπει στη σοβιετική επικράτεια. Η
αμερικανική κυβέρνηση κατάφερε να εμφανίζεται επισήμως ως μη
συμμετέχουσα στον αποκλεισμό, ώστε να μην φαίνεται πως παραβίαζε το
διεθνές δίκαιο, ωστόσο συνέβαλε εξίσου αποτελεσματικά σε αυτόν, μέσω της
απαγόρευσης χορήγησης αδειών για εξαγωγές ή τη χορήγηση των απαραίτητων
πιστοποιητικών για πλοία με προορισμό σοβιετικά λιμάνια. Επίσης
διεύρυνε την ποσότητα τροφίμων που χορηγούνταν κυρίως μέσω του ερυθρού
σταυρού στους λευκοφρουρούς και τις κατεχόμενες από εκείνους περιοχές.
Οι σοβαρότερες διαφωνίες μεταξύ των συμμάχων
αφορούσαν το διαμοιρασμό της λείας, ειδικά σε ό,τι αφορούσε το ρωσικό
πετρέλαιο, την ιεράρχηση της σημασίας του ιαπωνικού επεκτατισμού, που
για τον Ουίλσον βρισκόταν πολύ ψηλά, λόγος για τον οποίο αντιστάθηκε επί
μακρόν στην από κοινού κατάληψη του Βλαδιβοστόκ και των επαρχιών του
Ειρηνικού, κυρίως όμως, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε προηγουμένως, το βαθμό,
τη διάρκεια και τη μορφή της επέμβασης. Αντίθετα με όσους, με επικεφαλής
τον Ουίνστων Τσώρτσιλ, εκπρόσωπο του Άγγλου πρωθυπουργού Λόυντ Τζωρτζ
για ένα διάστημα στις συζητήσεις, θεωρούσαν πως δεν έπρεπε οι σύμμαχοι
να φεισθούν ανδρών και υλικής υποστήριξης στους Λευκούς μέχρι την
οριστικη εκρίζωση του μπολσεβικισμού, ακόμα και με τον κίνδυνο εξάπλωσης
της επανάστασης μεταξύ των στρατιωτών αυτών, αλλά και στις ίδιες τις
χώρες τους, ο Ουίλσων είχε διακρίνει από νωρίς το ατελέσφορο αυτής της
προσέγγισης. Σαφώς δεν υστερούσε σε τίποτε από τους ομολόγους του σε
φόβο μπροστά στην εξάπλωση του μπολσεβικισμού, το φάσμα του οποίο
ξόρκιζε σε σειρά ομιλιών του, ιδιαίτερα μες στο 1919, με τρόπο σχεδόν
υστερικό. Ωστόσο είχε σοβαρές αμφιβολίες για την ικανότητα των όπλων να
επιφέρουν από μόνα τους την εξάλειψη της επανάστασης, τα
κοινωνικοπολιτικά αίτια της οποίας διέκρινε με ενάργεια και οξυδέρκεια.
Προέκρινε λοιπόν μια πολιτική μαστιγίου και καρότου, από τη μια
λελογισμένη χρήση στρατιωτικής βίας, εμπορικός αποκλεισμός, στήριξη των
αντεπαναστατών, από την άλλη όμως φιλελεύθερη προπαγάνδα περί
αυτοδιάθεσης και δυνατότητας βελτίωσης τόσο των διακρατικών σχέσεων όσο
και των κοινωνικών προβλημάτων εντός καπιταλιστικού πλαισίου.
Τελικά οι συμμαχικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από τη
Σιβηρία τον Απρίλη του 1920, μετά την οριστική ήττα των Λευκών, μολονότι
πρέπει να σημειωθεί ότι ιαπωνικές δυνάμεις παρέμεναν σε τμήματα της
Σιβηρίας ως το 1922 και στο βόρειο τμήμα του διαφιλονικούμενου μεταξύ
των δύο χωρών νησί του Σαχάλιν ως το 1925.
H αποτυχία της άμεσης
στρατιωτικής επέμβασης ήταν ένα πολύτιμο μάθημα για τις ιμπεριαλιστικές
χώρες, οι οποίες έκτοτε δεν επανέλαβαν το εγχείρημα. Υιοθέτησαν όμως,
συνολικά σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των σοσιαλιστικών ή ευρύτερα
αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων διάφορα κράματα από το μείγμα πολιτικής που
πρώτος είχε συλλάβει ή τουλάχιστον εκφράσει με τόση σαφήνεια δημόσια
και κατ’ ιδίαν ο πρόεδρος Ουίλσον. Από αυτή την άποψη, οι τιμές που του
επιδαψιλεύουν οι αστοί ιστορικοί και όχι μόνο ως τις μέρες μας, είναι
απόλυτα δικαιολογημένες.