Ο Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας, στις 22 του Ιούνη
1924 και έφυγε από τη ζωή στις 26 του Νοέμβρη 2008. Ποιήματα και κείμενά
του δημοσιεύτηκαν σε πολλά ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά έντυπα και
ανθολογίες. Κυκλοφόρησαν οι ποιητικές συλλογές του: “Το κατώγι” (1971),
“Το σακί” (1980), “Τα αντικλείδια” (1988), “Τριαντατρία χαϊκού” (1990),
“Λίγος άμμος” (1997), “Ποιήματα 1943-1997” (2001), “Πού είναι τα πουλιά”
(2004), “Να μη τους ξεχάσω” (2008). Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε
πολλές χώρες.
Στο συγκλονιστικό ποίημά του “Το σακί” το μεγαλείο των μαχητών του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα συγκρούεται με το σκοτάδι του κράτους και του παρακράτους των «εθνικόφρονων» αποβρασμάτων. Μπροστά στα μάτια του μικρού παιδιού απλώνονται δυο κόσμοι. Από τη μια ο κόσμος αυτών που πολέμησαν και αγωνίστηκαν με σημαία τα πανανθρώπινα ιδανικά του ΕΑΜ, για λαϊκή κυριαρχία, εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική προκοπή. Από την άλλη ο κόσμος όσων συνεργάστηκαν με τον καταχτητή, των δωσίλογων, των οργάνων του μοναρχοφασισμού και άλλων ξενόδουλων, εγκληματικών στοιχείων…
Στο συγκλονιστικό ποίημά του “Το σακί” το μεγαλείο των μαχητών του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα συγκρούεται με το σκοτάδι του κράτους και του παρακράτους των «εθνικόφρονων» αποβρασμάτων. Μπροστά στα μάτια του μικρού παιδιού απλώνονται δυο κόσμοι. Από τη μια ο κόσμος αυτών που πολέμησαν και αγωνίστηκαν με σημαία τα πανανθρώπινα ιδανικά του ΕΑΜ, για λαϊκή κυριαρχία, εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική προκοπή. Από την άλλη ο κόσμος όσων συνεργάστηκαν με τον καταχτητή, των δωσίλογων, των οργάνων του μοναρχοφασισμού και άλλων ξενόδουλων, εγκληματικών στοιχείων…
Το σακί
Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και τόνα μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.
Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.
Γιώργης Παυλόπουλος