-Καταδικάζετε απερίφραστα την επίθεση στον Μπουτάρη; ακούμε να μας ρωτάνε πολλές φορές.
Ναι, η καταδίκη είναι αυτονόητη και κατηγορηματική, όπως για κάθε ενέργεια που τρέφει και θεριεύει το φασισμό. Όταν χτυπάνε οι φασίστες, δεν ψάχνουμε να βρούμε ποιος ήταν το θύμα τους και η πολιτική του ταυτότητα, ούτε κρατάμε ίσες αποστάσεις -όπως οι θιασώτες της θεωρίας των δύο άκρων.
Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο κι όποιος το αμφισβητεί ή αφήνει υπονοούμενα για τη στάση των κομμουνιστών, το κάνει εκ του πονηρού.
Γίνεται όμως να σταματήσουμε σε αυτό, όπως μας ζητάει η “απερίφραστη” καταδίκη; Κάθε φορά που κάποιος μας πετάει το “απερίφραστα”, δεν είναι γιατί φοβάται πως θα αρχίσουμε τα “ναι μεν αλλά” που θα μειώσουν τη δική μας καταδίκη, αλλά για να μην πάμε την ανάλυσή μας παρακάτω, από τις συνέπειες και την αντιμετώπισή τους στις αιτίες. Να μη θέσουμε το ερώτημα “ποιος τρέφει τους φασίστες και πώς θα τους σταματήσουμε”.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο βασικό σημείο. Τα ψεύτικα δίπολα που επιχειρούν να στήσουν κάποιοι, αξιοποιώντας την επίθεση στον Μπουτάρη, με ευρύτερο σχεδιασμό που ο ορίζοντάς του φτάνει ως και τις επερχόμενες εκλογές της Τοπικής Διοίκησης. Μια αντίστοιχη κίνηση γίνεται σήμερα στη Θεσσαλονίκη, ως συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά της επίθεσης στον Μπουτάρη, όπου καλούν ως “όλοι εμείς που πιστεύουμε στη Δημοκρατία, το Διάλογο και την πολιτισμένη αντιπαράθεση”, για να δείξουν πως υπάρχει και μια άλλη Θεσσαλονίκη “ανεκτική, φιλειρηνική και κοσμπολίτικη”, σαν αυτή που εκπροσωπεί ο δήμαρχος, πέρα από τον τυφλό χουλιγκανισμό, τη μισαλλόδοξη βία και την εθνικιστική βαρβαρότητα.
Το κάλεσμα λέει πως η συγκέντρωση θα είναι “χωρίς λάβαρα κι αλαλαγμούς”, θυμίζοντας κάτι από τις πλατείες των “αγανακτισμένων”. Βάζει όμως συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο λέγοντας πως “σεβόμαστε τους δημοκρατικούς μας θεσμούς (ακόμη κι αν διαφωνούμε, εν μέρει)” και ότι “δεν χρησιμοποιούμε παραβατικές μεθόδους και βίαιες πρακτικές για να υποστηρίξουμε τα πιστεύω μας”. Κάτι που μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως και όχι αυστηρά ενάντια στο φασισμό, που κατονομάζεται στο κάλεσμα.
Το δίλημμα δεν μπαίνει ανάμεσα στον αστικό κοσμοπολιτισμό και τον προ πολλού χαμένο (με ευθύνη διάφορων αστών πολιτικών με “δημοκρατικό στίγμα”) διαπολιτισμικό χαρακτήρα της πόλης, ενάντια στο σωβινισμό και τη βαρβαρότητα διάφορων Μακεδονομάχων. Πέρα από αυτούς, υπάρχει και μια άλλη “Θεσσαλονίκη”, ο κόσμος του μόχθου και της δουλειάς, που εγκλωβίζεται συχνά σε τέτοια σχήματα, αλλά οφείλει να βγει μπροστά, να αρθρώσει το δικό του ταξικό λόγο, διεκδικώντας το δίκαιο της τάξης του.
Ναι, η καταδίκη είναι αυτονόητη και κατηγορηματική, όπως για κάθε ενέργεια που τρέφει και θεριεύει το φασισμό. Όταν χτυπάνε οι φασίστες, δεν ψάχνουμε να βρούμε ποιος ήταν το θύμα τους και η πολιτική του ταυτότητα, ούτε κρατάμε ίσες αποστάσεις -όπως οι θιασώτες της θεωρίας των δύο άκρων.
Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο κι όποιος το αμφισβητεί ή αφήνει υπονοούμενα για τη στάση των κομμουνιστών, το κάνει εκ του πονηρού.
Γίνεται όμως να σταματήσουμε σε αυτό, όπως μας ζητάει η “απερίφραστη” καταδίκη; Κάθε φορά που κάποιος μας πετάει το “απερίφραστα”, δεν είναι γιατί φοβάται πως θα αρχίσουμε τα “ναι μεν αλλά” που θα μειώσουν τη δική μας καταδίκη, αλλά για να μην πάμε την ανάλυσή μας παρακάτω, από τις συνέπειες και την αντιμετώπισή τους στις αιτίες. Να μη θέσουμε το ερώτημα “ποιος τρέφει τους φασίστες και πώς θα τους σταματήσουμε”.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο βασικό σημείο. Τα ψεύτικα δίπολα που επιχειρούν να στήσουν κάποιοι, αξιοποιώντας την επίθεση στον Μπουτάρη, με ευρύτερο σχεδιασμό που ο ορίζοντάς του φτάνει ως και τις επερχόμενες εκλογές της Τοπικής Διοίκησης. Μια αντίστοιχη κίνηση γίνεται σήμερα στη Θεσσαλονίκη, ως συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά της επίθεσης στον Μπουτάρη, όπου καλούν ως “όλοι εμείς που πιστεύουμε στη Δημοκρατία, το Διάλογο και την πολιτισμένη αντιπαράθεση”, για να δείξουν πως υπάρχει και μια άλλη Θεσσαλονίκη “ανεκτική, φιλειρηνική και κοσμπολίτικη”, σαν αυτή που εκπροσωπεί ο δήμαρχος, πέρα από τον τυφλό χουλιγκανισμό, τη μισαλλόδοξη βία και την εθνικιστική βαρβαρότητα.
Το κάλεσμα λέει πως η συγκέντρωση θα είναι “χωρίς λάβαρα κι αλαλαγμούς”, θυμίζοντας κάτι από τις πλατείες των “αγανακτισμένων”. Βάζει όμως συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο λέγοντας πως “σεβόμαστε τους δημοκρατικούς μας θεσμούς (ακόμη κι αν διαφωνούμε, εν μέρει)” και ότι “δεν χρησιμοποιούμε παραβατικές μεθόδους και βίαιες πρακτικές για να υποστηρίξουμε τα πιστεύω μας”. Κάτι που μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως και όχι αυστηρά ενάντια στο φασισμό, που κατονομάζεται στο κάλεσμα.
Το δίλημμα δεν μπαίνει ανάμεσα στον αστικό κοσμοπολιτισμό και τον προ πολλού χαμένο (με ευθύνη διάφορων αστών πολιτικών με “δημοκρατικό στίγμα”) διαπολιτισμικό χαρακτήρα της πόλης, ενάντια στο σωβινισμό και τη βαρβαρότητα διάφορων Μακεδονομάχων. Πέρα από αυτούς, υπάρχει και μια άλλη “Θεσσαλονίκη”, ο κόσμος του μόχθου και της δουλειάς, που εγκλωβίζεται συχνά σε τέτοια σχήματα, αλλά οφείλει να βγει μπροστά, να αρθρώσει το δικό του ταξικό λόγο, διεκδικώντας το δίκαιο της τάξης του.