Πώς μπορεί ένας προπονητής που δε συνδέθηκε με κανένα από τα έξι
ευρωπαϊκά κύπελλα της Λίβερπουλ να θεωρείται η μεγαλύτερη προσωπικότητα
στην ιστορία του συλλόγου;
H απάντηση είναι ότι ο Μπιλ Σάνκλι ήταν ο άνθρωπος που άλλαξε την
ιστορία των κόκκινων, στρώνοντας το έδαφος για την εποχή της κυριαρχίας
τους – αυτό που στη δική μας διάλεκτο θα λέγαμε – ο πάγος έσπασε, ο
δρόμος χαράχτηκε.
Γεννήθηκε στις 2 Σεπτέμβρη του 1913 στο Γκλένμπακ της Σκωτίας, σε μια
οικογένεια ανθρακωρύχων. Πέρασε τα καλύτερα ποδοσφαιρικά του χρόνια
στην Πρέστον – την αρχαιότερη πρωταθλήτρια Αγγλίας, με την οποία κέρδισε
ένα Κύπελλο. Αναγκάστηκε να διακόψει την καριέρα του λόγω του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου για να κολλήσει λίγα ακόμα ένσημα μεταπολεμικά και ν’
ανοίξει το κεφάλαιο του προπονητή στη ζωή του.
Οι πιο σημαντικοί σταθμοί στο ξεκίνημά του ήταν η Καρλάιλ και η
Γκρίσμπι, ως τα τέλη του του ‘59μ που καλείται να αναλάβει τη Λίβερπουλ.
Οι κόκκινοι τότε βολόδερναν στη δεύτερη κατηγορία, κάπου στη μέση της
βαθμολογίας, νοσταλγώντας περασμένα μεγαλεία και χωρίς να μπορούν να
φανταστούν τη συνέχεια. Το ’62 κέρδισαν την άνοδο στα μεγάλα σαλόνια και
δύο χρόνια αργότερα ήταν ξανά πρωταθλητές, μετά από 17 χρόνια
ανομβρίας. Ακολούθησε το πρώτο Κύπελλο για τους κόκκινους, ένα ακόμα
πρωτάθλημα το ’66, ο πρώτος ευρωπαϊκός τελικός που χάθηκε από τη
Μπορούσια Ντόρτμουντ, η επιστροφή και το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο το ’72
εναντίον της Γκλάντμπαχ, το πρωτάθλημα την ίδια χρονιά και άλλο ένα
Κύπελλο ως επίλογος το ’74.
Κι ύστερα ο Σάνκλι ένιωσε πως κουράστηκε και αποσύρθηκε αθόρυβα,
γιατί το ποδόσφαιρο δεν ήταν το παν στη ζωή, κι ας έγινε γνωστός για την
περίφημη φράση πως το «ποδόσφαιρο δεν είναι ζήτημα ζωής και θανάτου,
αλλά κάτι πολύ παραπάνω» – την οποία προσπάθησε αργότερα να ανασκευάσει
κάπως ή να τη διευκρινίσει, λέγοντας ότι οι ποδοσφαιριστές κερδίζουν
λεφτά παίζοντας, γι’ αυτό πρέπει να δουν πολύ σοβαρά αυτό που κάνουν.
Γι’ αυτό πάντως, η μπάλα ήταν η ζωή του – και δεν άντεξε πολλά χρόνια,
αφού αποχώρησε απ’ τους πάγκους – και το Άνφιλντ το δεύτερο σπίτι του,
σε βαθμό που να το δηλώνει ως τόπο κατοικίας του σε μια υπηρεσία.
15 χρόνια μετά την έλευσή του στο Άνφιλντ, η Λίβερπουλ είχε αλλάξει
επίπεδο κι έκανε πρωταθλητισμό. Ο δικός του στόχος ήταν να κάνει την
ομάδα του αήττητη, που θα χρειάζονταν εξωγήινοι για να τη νικήσουν και ο
Μάο θα ζήλευε την επίδειξη της δικής του κόκκινης δύναμης -εξάλλου επί
των ημερών του άρχισαν οι κόκκινοι να έχουν ολοκόκκινες εμφανίσεις. Κάτι
που κατάφεραν οι διάδοχοί του (Πέισλι, Φάγκαν) την αμέσως επόμενη
δεκαετία, οδηγώντας την σε 4 κύπελλα Πρωταθλητριών απ’ το ’77 ως το ’84,
κι έναν ακόμα τελικό στο Χέιζελ, που ανέκοψε με τραγικό τρόπο την
πορεία της.
Ο Σάνκλι έφυγε απ’ τη ζωή τον Σεπτέμβρη του ’81, βυθίζοντας στο
πένθος την πόλη, όσο μεσουρανούσε η κόκκινη αυτοκρατορία. Οι οπαδοί τον
τίμησαν με κάθε πιθανό τρόπο (συγκινητικό λεπτό σιγής, συνθήματα σε ένα
ολόκληρο ημίχρονο κτλ), ενώ το ’97 στήθηκε έξω απ’ το Άνφιλντ το άγαλμά
του με την επιγραφή: he made people happy. Ο λόγος που τον λάτρευαν όμως
δεν ήταν απλώς τα αγωνιστικά του κατορθώματα ή ότι έθεσε τις βάσεις του
κόκκινου μύθου. Ο Σάνκλι ήταν δικός τους, ένας από αυτούς, που μιλούσε
στους οπαδούς πριν από κάθε αγώνα, τους θεωρούσε τη φωνή – σήμα
κατατεθέν της πόλης, (αυτούς κι όχι τους Μπιτλς) κι έλεγε στους παίκτες
του πως πρέπει να νιώθουν προνομιούχοι που παίζουν γι’ αυτό το κοινό,
ενώ δε θεωρούσε πίεση τον πρωταθλητισμό:
Πίεση είναι το να δουλεύεις σε ορυχείο. Πίεση είναι το να
μην έχεις καθόλου δουλειά. Πίεση είναι το να προσπαθείς να αποφύγεις
τον υποβιβασμό λαμβάνοντας ως αμοιβή 50 σελίνια τη βδομάδα. Πίεση δεν
είναι το Κύπελλο Πρωταθλητριών, το Πρωτάθλημα ή ο τελικός του Κυπέλλου.
Αυτά είναι η ανταμοιβή, η επιβράβευση.
Παράλληλα, ζητούσε απ’ τους παίχτες του στο πούλμαν της αποστολής να
διαβάζουν βιβλία αντί να παίζουν χαρτιά, ενώ επισκεπτόταν μαζί τους
ορφανοτροφεία και νοσοκομεία για να συνειδητοποιήσουν πόσο τυχεροί
είναι.
Γιατί το ποδόσφαιρο μπορεί να μην είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, είναι όμως κομμάτι της ζωής κι αλίμονο σε όποιον το ξεχνάει.