Για τη μέρα του Θρήνου
Το κείμενο που ακολουθεί είναι της συγγραφέα Ντάγκμαρ Χεν, δημοσιεύτηκε σε αυτή την ιστοσελίδα
στα γερμανικά (που έχει και αγγλική έκδοση, αλλά με διαφορετικά
κείμενα) και αναπαράχθηκε στη σελίδα του Γερμανικού ΚΚ. Παρά τις
επιμέρους ενστάσεις που μπορεί να έχει κανείς, όχι τόσο με το
συγκεκριμένο κείμενο, αλλά με γενικότερες απόψεις της Χεν (πχ για το
ρόλο της Ρωσίας στα διεθνή δρώμενα), αξίζει τον κόπο να διαβάσει κανείς
όσα έγραψε τον περασμένο μήνα, με αφορμή τα 25χρονα από την επανένωση
των δύο Γερμανιών (ή μάλλονξ προσάρτηση της ΛΔΓ) εις σάρκα μία (και εις
ένα σαρκοβόρο, καπιταλιστικό σύστημα), και την επέτειο της 3ης Οκτώβρη,
που τιμάται ως εθνική γιορτή στη Γερμανία. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω
αν στο ενδιάμεσο το κείμενο αυτό έχει δημοσιευτεί κάπου αλλού
μεταφρασμένο στα ελληνικά. Σε κάθε περίπτωση ευχαριστώ το σφο Α. για τη
μετάφραση και για τα κατατοπιστικά, εισαγωγικά του σχόλια. Καλή
ανάγνωση, και κάθε καλόπιστη παρατήρηση, ευπρόσδεκτη.
"Ότι ένα τέτοιο κράτος αναγκαστικά
δεν είναι ένα αλλά δύο. Το ένα το αποτελούν οι φτωχοί, το άλλο οι
πλούσιοι, ενώ και τα δύο, παραμονεύοντας το ένα το άλλο, κατοικούν κάτω
από την ίδια στέγη"
Πλάτων, Το Κράτος
Σήμερα σε πολλές περιοχές θα
οργανωθούνε ξανά φιέστες και θ' ακουστούν περήφανοι λόγοι για την εθνική
εορτή. Κι όμως, δεν είναι μέρα χαράς, μα μέρα πένθους.
Η ιστορία κάθε χώρας στη
πραγματικότητα είναι ιστορία δύο χωρών, είναι δύο ιστορίες, όπου οι
νίκες της μίας είναι οι ήττες της άλλης. Την 3η του Οκτώβρη κάθε έτους η
άλλη πλευρά γιορτάζει τη νίκη της. Η δική μου θρηνεί για την ήττα της
και τα θύματα αυτής.
Θρηνώ για τους ανθρώπους, στο
ανατολικό και στο δυτικό κομμάτι της χώρας, που με το τέλος της DDR και
της ΕΣΣΔ χάσανε την ελπίδα.
Θρηνώ για τους αμέτρητους νεκρούς
των πολέμων που ακολούθησαν. Από τη Γιουγκοσλαβία ως τη Συρία σήμερα.
Όλοι τους, ανεξαρτήτως εμπλεκόμενης πλευράς, θα ήταν ζωντανοί σήμερα
χωρίς αυτή τη 3η του Οκτώβρη.
Θρηνώ για τους ανθρώπους της χώρας
μας, οι οποίοι έπεσαν θύματα αυτού που τόσο υποκριτικά ονομάζεται
"επανένωση". Με τέτοιο τρόπο, που πριν ήταν αδύνατος, αδιανόητος: Μέσω
της διάλυσης των δομών κοινωνικής πρόνοιας, του Hartz 4, των χειρότερων
δομών δημόσιας υγείας, των χειρότερων εργασιακών σχέσεων και τη
καθημερινή δυστυχία μιας σκλαβιάς, από την οποία μοιάζει να μην υπάρχει
καμία διέξοδος. 10 χρόνια διαφέρει πλέον το προσδόκιμο ζωής στη χώρα μας
ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. 10 χρόνια που εκλάπησαν από
εκατοντάδες χιλιάδες, από εκείνη τη 3η του Οκτώβρη.
Θρηνώ για κάθε εκατοστό μιας
καλύτερης Γερμανίας, που χάθηκε τη μέρα εκείνη. Μιας Γερμανίας που τον
πλούτο της δε τον βάσιζε στην εκμετάλλευση άλλων χωρών, που δεν ανάγκαζε
άλλους λαούς να ζουν ως υποτελείς λόγω του χρέους τους, όπως το κάνει
τόσο ξεδιάντροπα η ΟΔΓ σήμερα με τον ελληνικό λαό.
Θρηνώ και ντρέπομαι, γιατί έπρεπε
(και) στην ΟΔΓ να είχαμε υπερασπιστεί αυτή τη χώρα και δεν το κάναμε.
Θυμάμαι πώς καθόμουν μπροστά στην οθόνη στις 9/11/1989, παρακολουθώντας
τα ρεπορτάζ για το άνοιγμα των συνόρων της DDR και σκεπτόμενη πως ναι,
τώρα άνοιξαν πλέον οι πύλες της κολάσεως. Υποψιαζόμουνα τις τραγικές
συνέπειες. Όμως δεν έκανα τίποτα.
Όπως τόσοι πολλοί, είχα εφησυχάσει
από μια μακρά περίοδο φαινομενικής ειρήνης. Αμφέβαλλα για την αυθόρμητη
ανησυχία μου απέναντι στα γεγονότα. Η ΟΔΓ στα τέλη της δεκαετίας του '80
δεν έμοιαζε δα και τόσο άσχημη, ακόμη και με καγκελάριο τον κύριο Kohl.
Η γενιά των παλιών Ναζί επιτέλους, αναγκαστικά λόγω ηλικίας, είχε
εξαφανιστεί από το κρατικό μηχανισμό. Τα κοινωνικά δικαιώματα έμοιαζαν
εξασφαλισμένα. Ως επίδραση του μαζικού φοιτητικού κινήματος, ακόμη και ο
μόνιμος αντικομμουνισμός που υπήρχε από την εποχή του Adenauer φαινόταν
να εξαφανίζεται. Οι ιστοριογραφία επιτέλους ασχολιότανε με τη
κοινωνιολογική και την οικονομική ιστορία και μετά από δεκαετίες
φαινόταν να υπάρχει πρόθεση, να σταματήσει η αποσιώπηση των ναζιστικών
εγκλημάτων. Ακόμη κι αν το ένστινκτό μου σχεδόν ούρλιαζε πως αυτό που θ'
ακολουθούσε θα 'ταν ένα τεράστιο πισωγύρισμα, τίποτα στη καθημερινότητα
δεν έμοιαζε να το επιβεβαιώνει.
Δεν έκανα τίποτα.
Ελάχιστοι τότε αντιλαμβάνονταν πόσο
πολυεπίπεδα είχε διαποτίσει το δηλητήριο του αντικομμουνισμού το σύνολο
σχεδόν της αριστεράς. Πως τόσο πολλά, τα οποία έμοιαζαν με σύγχρονη
κριτική, είχαν στη πραγματικότητα μόνο σκοπό ν' ακονίσουν το μαχαίρι και
ν' ανοίξουν το δρόμο στον απάνθρωπο και αιματοβαμμένο ιμπεριαλισμό: Η
έντεχνα πλασαρισμένη συζήτηση περί ατομικών δικαιωμάτων, οι δήθεν αξίες
της ατομικής ελευθερίας και δημιουργικότητας που εμφανίζονταν μέσω μιας
υποκριτικής pop-culture, η ανεκτικότητα που φαινόταν να δείχνει η
άρχουσα τάξη.
Έπρεπε να είχαμε αμυνθεί.
Κάθε μέρα πληρώνουμε το τίμημα της
επιλογής μας. Οι 10.000 πλουσιότεροι (Γερμανοί) γεμίζουν τη δημόσια
σφαίρα με το μίσος και τη περιφρόνησή τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.
Η λογική, ο ανθρωπισμός, ακόμη και η υπόσχεση για κατανάλωση, που
κάποτε χρησίμευε ως υποκατάστατο της ελευθερίας, καταργήθηκαν ως κάτι το
άχρηστο. Απειλή, εξαναγκασμός και φόβος είναι που καθορίζουν της ζωές
των τάξεων που δεν κατέχουν τα μέσα παραγωγής, από το χώρο εργασίας και
τη κατοικία μέχρι το καθεστώς εξαναγκασμού του Hartz 4. There Is No
Alternative, δεν υπάρχει εναλλακτική, η μόνιμη δικαιολογία για κάθε
κοινωνικό ανοσιούργημα. Από πίσω όμως κρύβεται η σιχαμερός ναιναικισμός
απέναντι στους πλούσιους και τους ισχυρούς, η υποτακτικότητα του
πολιτικού προσωπικού, μια απάθεια που έχει φτάσει ως το μεδούλι και που
μπορεί και εμφανίζει την έλλειψη τιμής και ηθικής της ως "αναγκαία
πολιτική επιλογή" μόνο και μόνο, επειδή η καθημερινή προπαγάνδα αναμασά
αδιάκοπα την ίδια αφήγηση.
Ουσιαστικά το ζήτημα της ελευθερίας
είναι απλό. Μια χώρα είναι ελεύθερη, όταν κάθε άνθρωπος που ζει σ' αυτή
μπορεί να στέκεται όρθιος. Να μην έχει έγνοια για το αν θα 'χει να φάει
κάθε μέρα, να μη χρειάζεται να σέρνεται μπροστά σε κανένα αφεντικό,
μπροστά σε κανέναν ενοικιαστή, αυτές είναι αυτονόητες προϋποθέσεις για
κάτι τέτοιο. Έπονται όλες οι άλλες, όπως το να μπορεί ν' αποφασίσει
ελεύθερα τη δραστηριότητά του, βάσει κλήσεων και ικανοτήτων, όχι βάσει
του τί επιβάλλουν οι άδειες του τσέπες. Να είναι ελεύθερος να ερωτευτεί,
χωρίς να επιβάλλει κι εδώ επιλογές το πορτοφόλι του. Να είναι ελεύθερος
να καλλιεργεί/συντηρεί φιλίες, έχοντας τον ελεύθερο χρόνο και την
εσωτερική ηρεμία που απαιτούνται για να μπορεί να χαρίσει την αναγκαία
γι αυτό προσοχή. Να έχει το χρόνο και την ελευθερία να γνωρίσει την
ομορφιά, τη τέχνη και τη κουλτούρα, αυτό τον επί χιλιετίες
καλλιεργούμενο διάλογο της ανθρώπινης ψυχής.
Η υποτέλεια μας διαπότισε τόσο πολύ, που ακόμη και η απλή σκέψη για όλα αυτά γίνεται σήμερα με δυσκολία!
Έπρεπε να είχαμε αμυνθεί. Και από τις δύο πλευρές των συνόρων, μαζί, για να σώσουμε ότι είχε χτιστεί με τόσο μεγάλες θυσίες.
Πριν περίπου 20 χρόνια ένας οδηγός
τραμ στο Μόναχο είχε κερδίσει σε ένα τηλεπαιχνίδι, το Jeopardy, κάτι
παραπάνω από 80.000 Μάρκα. Ένα χρόνο μετά τον συνάντησα και είχαμε μια
σύντομη συνομιλία. Αρκετή όμως για να μάθω πως δεν ήταν πάντα οδηγός
τραμ. Πριν από αυτό ήταν μάνατζερ. Παράτησε μια καλοπληρωμένη δουλειά,
γιατί από μικρό παιδί ήθελε να οδηγεί τραμ. Ήταν ευτυχισμένος σαν οδηγός
του τραμ.
Αυτό, παραδείγματος χάριν, είναι
ελευθερία. Σήμερα, 20 χρόνια μετά, κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ πιο δύσκολο,
πρωτίστως γιατί η πληρωμή για μια τέτοια δουλειά έχει χειροτερέψει
ραγδαία.
Υπάρχει μια συνέντευξη με έναν Ιταλό
εθελοντή στο Ντονμπάς. Ο άντρας ερωτάται ποιό είναι το επάγγελμά του.
Δηλώνει χτίστης και αφηγείται πόσο υπέροχο είναι να χτίζει κανείς
σπίτια. Και πόσο φρικαλέα βρίσκει τη καταστροφή που αντικρίζει εκεί.
Είναι εμφανές, το επάγγελμά του είναι το πάθος του. Ταιριάζει στον τόπο,
όπου τον οδήγησε η ζωή του.
Μία από τις κόρες μου παραπονιόταν,
πόσο επιφανειακές είναι οι συμμαθήτριές της. Οι συζητήσεις τους
κινούνται γύρω από το αν είναι καλύτερο το Samsung ή το iPhone.
Τη χώρα, στην οποία ζούμε σήμερα,
τότε την βρίσκαμε μόνο στα βιβλία της ιστορίας. Δε γυρίσαμε καν στα
χρόνια του Adenauer, μα μέχρι την εποχή του Γουλιέλμου ή ίσως ακόμη πιο
πίσω, στα σκοτεινά χρόνια μετά το 1848. Οι αυτάρεσκες κενολογίες περί
"επιτυχημένων" που "αξίζουν" τα εξωφρενικά εισοδήματά τους, η
περιφρόνηση για όλους όσοι δε γεννήθηκαν μ' ένα χρυσό κουτάλι στο στόμα,
μένουν χωρίς αντίλογο, σα να μη μεσολάβησε τίποτα από το 1848 μέχρι
σήμερα, που να επιτρέπει στον απλό άνθρωπο να έχει την απαίτηση γι
αξιοπρέπεια.
Τόσο χαμηλά έχουμε πέσει. Έπρεπε να είχαμε αμυνθεί.
Ταξική πάλη. Η έννοια αυτή έμοιαζε
τότε, τέλη του '80, κάτι το αφηρημένο, το οποίο διεξάγονταν με κάποιο
θεσμοθετημένο και άγνωστο στο ευρύ κοινό τρόπο ανάμεσα στις ηγεσίες των
σωματείων και τις εργοδοτικές ενώσεις. Κι αυτό ενώ είναι ένας
συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στις δύο αυτές ανταγωνιστικές πλευρές,
ανάμεσα σε όσους κατέχουν τα μέσα παραγωγής και σε όσους δεν κατέχουν
τίποτα, ο οποίος σε τελική ανάλυση καθορίζει τα πάντα - πόση αλήθεια ή
όχι θα γράφεται στον τύπο, αν θ' αντιμετωπίζουμε αλλήλους με ευπρέπεια,
αν τα τρόφιμα θα έχουν θρεπτική αξία και πραγματική γεύση, αν θα
αντιμετωπίζουμε την εργασία μας με χαρά ή ως καταναγκασμό.
Η ήττα ήταν τεράστια και ακόμη είμαστε στο σημείο, που αντιλαμβανόμαστε το μέγεθός της.
Και δεν είμαστε καν εμείς εκείνοι
που τη πληρώνουν πιο ακριβά. Είναι τα εκατομμύρια εκείνων που πεινάνε,
γιατί το τρόφιμα είναι πεδίο κερδοσκοπίας. Εκατομμύρια που ζούνε χωρίς
καθαρό νερό, γιατί στις μητροπόλεις του καπιταλισμού δεν υπάρχει το
κίνημα εκείνο, που θα εμποδίσει τους ομίλους που βλέπουν το νερό ως
πεδίο κερδοφορίας. Τόσα και τόσα θύματα αμέτρητων πολέμων, που γίνονται
για να βάλουν αυτοί οι ίδιοι όμιλοι στο χέρι τις πρώτες ύλες άλλων
χωρών.
Εμείς μετράμε την ήττα με την αξιοπρέπεια, τη ψυχολογία και την υγεία μας. Άλλοι τη μετράνε με την ίδια τους τη ζωή.
Υπάρχουν ήττες που έχουν πολύ
σκληρές συνέπειες. Από την ήττα του πολέμου των χωρικών το 1525, υπάρχει
μια ευθεία γραμμή που οδηγεί στο τριακονταετή πόλεμο. Η ήττα της
επανάστασης το 1919 έβαλε τα θεμέλια για την πτώση της δημοκρατίας της
Βαϊμάρης. Η ήττα, που σήμερα εορτάζεται από τους κυρίαρχους ως νίκη, μας
έχει φέρει γι άλλη μια φορά στα πρόθυρα ενός παγκοσμίου πολέμου. Στην
ιστορία δεν υπάρχουν αμέτοχοι, ούτε κάποια κρυμμένη "πίσω πόρτα", που να
οδηγεί σε μια ύπαρξη ανέγγιχτη από τις εξελίξεις.
Η 3η του Οκτώβρη είναι για μένα μια
ημέρα πένθους. Μια μέρα που μου υπενθυμίζει μια εθνική καταστροφή. Στην
Αριστερά σήμερα δε συνηθίζεται να σκέφτεται κανείς με τέτοιους όρους.
Προτιμάται η αναζήτηση μιας ευρωπαϊκής φαντασίωσης, ή μιας παγκόσμιας.
Στη πραγματικότητα όμως πρόκειται για υπεκφυγή, για την αναζήτηση μιας
"πίσω πόρτας", μια φυγή μπροστά στη τραυματική σύγχρονη γερμανική
ιστορία. Μοιάζει αυτή η τελευταία ήττα να ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε
το ποτήρι, το σημείο εκείνο, μετά το οποίο πρέπει να συμπεριφέρεσαι, σα
να μη σε απασχολεί όλη αυτή η τραγωδία. Η ταπείνωση, με την οποία
αντιμετωπίζει το γερμανικό κεφάλαιο το πληθυσμό μιας διαλυμένης χώρας,
πάνω στον οποίο για πάνω από 40 χρόνια δεν είχε καμία εξουσία, είναι
κοινό μυστικό. Αλλά κάνουμε λες και αν γυρίσουμε το κεφάλι δε θα μας
φτάσει η δυσωδία. Αναθέτουμε τις ελπίδες μας στο ΣΥΡΙΖΑ, στους PODEMOS ή
σε οποιαδήποτε άλλη εκδοχή κοινοβουλευτικής αυταπάτης, αρκεί να τηρεί
τις απαραίτητες προϋποθέσεις: Να είναι κάπου άλλου, να είναι ευρωπαϊκή
και να μπορεί να μας απαλλάξει από το καθήκον να παλέψουμε για τη
γέννηση κάτι πραγματικά ελπιδοφόρου στη δική μας χώρα. Αν συνεχίσουμε
έτσι, ωσάν να μην έχει αλλάξει ριζικά και η ίδια η ΟΔΓ από το 1989 κι
έπειτα, πού ξέρετε, ίσως στο τέλος δε χρειαστεί να συνειδητοποιήσουμε τη
φρικτή πραγματικότητα.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ χρησιμοποιούσε
συχνά μια φράση του Λασσάλ (ο οποίος στο συγκεκριμένο είχε και μια φορά
δίκιο): Επαναστατική πράξη είναι να ξεστομίζεις αυτό, που είναι
πραγματικό. Πρέπει να μιλήσουμε για τον πόνο αυτής της ήττας. Η άλλη
Γερμανία χρειάζεται το χώρο της στη σκέψη μας. Όχι μόνο με τη μορφή μιας
χώρας που σβήστηκε από το χάρτη, αλλά και στο παρόν του ως εκείνη η
δεύτερη χώρα, για την οποία έγραφε ακόμη κι ο Πλάτωνας. Είναι αδύνατον
να κατανοηθούν οι αντιθέσεις στις σημερινές αντιπαραθέσεις, χωρίς τις
ιστορικές τους προϋποθέσεις. Η δύναμη γι αντίσταση, που θα είναι κάτι
παραπάνω από μια προσωρινή αναλαμπή, μπορεί να υπάρξει μόνο αν αποδεχθεί
κανείς την ίδια του την ιστορία, με τους προδότες και τους ήρωές της,
με τις νίκες και τις ήττες της. Έτσι όπως το έκανε η DDR. Όπως το έκανε
το γερμανικό εργατικό κίνημα στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του. Μόνο
όποιος νοιώθει υπεύθυνος για μια χώρα, μπορεί να παλέψει γι αυτή.
Ο Γκεόργκι Δημητρώφ, ο Βούλγαρος
κομμουνιστής, που στάθηκε μπροστά στους ναζί στη δίκη για τον εμπρησμό
του Ράιχσταγκ και τους επέφερε εκεί σημαντική ήττα, ανέφερε στη γνωστή
ομιλία του στο 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (συγχωρέστε μου
το μεγάλο απόσπασμα):
"Οι κομμουνιστές είμαστε
ασυμφιλίωτοι εχθροί κάθε μορφής αστικού εθνικισμού. Δεν είμαστε όμως
οπαδοί του εθνικού μηδενισμού και δε πρέπει ποτέ να εμφανιζόμαστε ως
τέτοιοι. Η εκπαίδευση των εργατών και όλων των λαϊκών μαζών στο
προλεταριακό διεθνισμό είναι από τα βασικά καθήκοντα κάθε κομμουνιστικού
κόμματος. Όποιος όμως νομίζει πως αυτό του δίνει το δικαίωμα, πόσο
μάλλον πως τον υποχρεώνει, ν' αδιαφορεί για τα εθνικά αισθήματα τν
πλατιών λαϊκών μαζών, αυτός απέχει πάρα πολύ από το πραγματικό
μπολσεβικισμό και δε κατάλαβε τίποτα από τα διδάγματα του Λένιν και του
Στάλιν πάνω στο εθνικό ζήτημα.
Ο Λένιν, που πάντοτε αντιπάλευε
με συνέπεια τον αστικό εθνικισμό, μας έδωσε ένα παράδειγμα για τη σωστή
αντιμετώπιση του ζητήματος στο άρθρο του "για την εθνική υπερηφάνεια των
μεγαλορώσων" το 1914. Εκεί ανέφερε:
Μα δεν έχουμε τάχα εμείς οι
ταξικά συνειδητοποιημένοι μεγαλορώσοι προλετάριοι ούτε ίχνος εθνικής
υπερηφάνειας; Σαφώς και έχουμε! Αγαπάμε τη γλώσσα και τη πατρίδα μας και
(ακριβώς γι αυτό) κινητοποιούμαστε όσο κανένας άλλος ώστε οι
εργαζόμενες μάζες -δηλ. τα 9/10 του πληθυσμού- να ανυψωθούν σε μια
συνειδητή δημοκρατική και σοσιαλιστική ζωή. Μας πληγώνει όσο κανέναν να
βλέπουμε τις βιαιοπραγίες, τη καταπίεση, τον εξευτελισμό, στους οποίους
καταδικάζουν την όμορφη πατρίδα μας οι Τσάροι, οι φεουδάρχες και οι
καπιταλιστές. Είμαστε περήφανοι που μέσα από τις δικές μας γραμμές, των
μεγαλορώσων, ξεπήδησε η αντίσταση απέναντι σε αυτές τις φρικαλεότητες.
Που βγήκαν από τις γραμμές μας αγωνιστές όπως ο Ραντίστσεφ, οι
Δεκεμβριστές, οι μικροαστοί επαναστάτες της δεκαετίας του '70, περήφανοι
που η μεγαλορώσικη εργατική τάξη έπλασε το 1905 ένα ισχυρό μαζικό
επαναστατικό κόμμα.
Είμαστε γεμάτοι εθνική
υπερηφάνεια, γιατί το μεγαλορωσικό έθνος δεν έχει να επιδείξει στην
υπόλοιπη ανθρωπότητα μόνο πελώρια πογκρόμ, αποκεφαλισμούς, βασανιστήρια,
λοιμούς και πελώρια υποταγή μπροστά στους παπάδες, στο Τσάρο, στους
φεουδάρχες και τους καπιταλιστές. Έχει να επιδείξει και μια επαναστατική
κοινωνική τάξη που ήρθε στο προσκήνιο της ιστορίας, η πάλη της οποίας
για ελευθερία και σοσιαλισμό μπορεί ν' αποτελέσει παράδειγμα για όλους.
Είμαστε γεμάτοι εθνική
υπερηφάνεια. Ακριβώς γι αυτό μισούμε όσο τίποτα τόσο τη παρελθοντική όσο
και τη τωρινή σκλαβιά μας, όπου οι φεουδάρχες, στηριζόμενοι και από
τους καπιταλιστές, μας οδηγούν στο πόλεμο, για τη κατάκτηση της Πολωνίας
και της Ουκρανίας, για τη κατάπνιξη των δημοκρατικών κινημάτων στη
Περσία και στη Κίνα, για να ενισχύσουν την ισχύ της συμμορίας των
Ρωμανόφ, Μπομπρίνσκι και Πουρισκέβιτς, τσαλαπατώντας με τις κινήσεις
τους τη μεγαλορωσική εθνική μας αξιοπρέπεια.
Έτσι έγραφε ο Λένιν για την εθνική υπερηφάνεια.
Σύντροφοι, θεωρώ πως στη δίκη της
Λειψίας έπραξα σωστά όταν, στη προσπάθεια των φασιστών να μειώσουν το
βουλγαρικό έθνος σαν ένα έθνος βαρβάρων, απάντησα υπερασπιζόμενος την
εθνική τιμή των εργαζόμενων μαζών της Βουλγαρίας. Υπεράσπισα την γεμάτη
αυτοθυσία πάλη αυτών των μαζών απέναντι στις φασιστικές ορδές, αυτούς
τους πραγματικούς βαρβάρους και αγρίους, και ξεκαθάρισα πως δεν έχω
κανένα λόγο να ντρέπομαι για τη βουλγαρική καταγωγή μου, πως αντίθετα
νοιώθω περήφανος που είμαι γιος της ηρωικής βουλγαρικής εργατικής τάξης.
Σύντροφοι! Ο προλεταριακός
διεθνισμός πρέπει κατά έναν τρόπο να "εγκλιματιστεί" σε κάθε χώρα,
προκειμένου να μπορέσει εκεί ν' απλώσει ρίζες. Οι εθνικές μορφές της
ταξικής πάλης και του εργατικού κινήματος σε κάθε ξεχωριστή χώρα δεν
αντιβαίνουν στο προλεταριακό διεθνισμό. Αντίθετα, ακριβώς μέσα από αυτές
τις μορφές μπορεί να υπερασπιστεί κανείς με επιτυχία και τα διεθνιστικά
συμφέροντα της εργατικής τάξης."
Η "εθνική τιμή των εργαζόμενων
μαζών", πόσο ξένο ακούγεται κάτι τέτοιο σήμερα στη γερμανική αριστερά; Ο
τίτλος αυτού του αποσπάσματος, παρεμπιπτόντως, είναι "Για την
ιδεολογική αντιπαράθεση με το φασισμό". Μια συνταγή που λειτούργησε,
εκτός των άλλων, στην DDR και στο Ντονμπάς, δεν υπάρχει λόγος να
επιτρέπει κανείς σε αριστερούς εξυπνάκηδες και αντιγερμανούς να του λένε
πως είναι παρωχημένη. Το ν' αποφεύγεις επιμελώς καθετί που περιέχει τη
λέξη "εθνικός" σημαίνει ουσιαστικά πως αφήνεις ορθάνοικτες πόρτες στους
φασίστες.
Υπεράσπιση της εθνικής τιμής των
εργαζόμενων μαζών, αυτό σήμερα σημαίνει ν' αναγνωρίζεις πως η DDR ήταν η
μεγαλύτερη κατάκτηση στην ιστορία του γερμανικού εργατικού κινήματος.
Περισσότερη ελευθερία για περισσότερους ανθρώπους, από όση μπορούν να
κατανοήσουν και να εγκρίνουν ποτέ οι ανώτεροι άρχοντες. Να αναγνωρίζεις
και να υπερασπίζεσαι αυτή τη κατάκτηση (σε όλες της τις μορφές) ακόμη
και ως Δυτικογερμανός, επειδή κατανοείς πως ακόμη κι εσένα σε βοήθησε
στο να ζήσεις μια καλύτερη ζωή.
Σημαίνει να κατανοείς πως η σημερινή
ημέρα είναι μέρα πένθους. Κι έπειτα να σηκώνεις το βλέμμα μπροστά,
ενθυμούμενος όλη τη μακρόχρονη ιστορία του κινήματός μας, από το πόλεμο
των χωρικών και τα αιματοβαμμένα Χριστούγεννα στο Sendlingen ως το
κόκκινο στρατό της κοιλάδας του Ρουρ, θέτοντας ξανά στο σήμερα την
απαίτηση για μια ανθρώπινη ζωή.
Γιατί τα παιδιά μας θα έπρεπε να μεγαλώνουν με τραγούδια σαν αυτό:
(μικρό λευκό περιστέρι της ειρήνης, τραγούδι των πιονέρων της DDR)