-
του Γιώργου Μαρίνου
Η
ένταση της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο και η αμφισβήτηση των
ελληνικών –αλλά και των συριακών και ιρακινών συνόρων από την τουρκική
ηγεσία γεννάει μεγάλες ανησυχίες. Πολύ περισσότερο που οι εξελίξεις
αυτές λαμβάνουν χώρα σε συνθήκες ιμπεριαλιστικού πολέμου στην περιοχή
και σε ένα διεθνές περιβάλλον επικίνδυνης όξυνσης των
ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων σε μια μεγάλη έκταση της υδρογείου, στη
Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική, το Σαχέλ1, τον Περσικό Κόλπο, τα Βαλκάνια, την Ανατολική Ευρώπη, μέχρι και στη Νότια Κινεζική Θάλασσα και την Αρκτική.
Οι
πληγές των ιμπεριαλιστικών πολέμων στη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη αλλά
και στην Ουκρανία παραμένουν ανοιχτές. Το «Ισλαμικό Κράτος» (ISIS) –το
οποίο δημιούργησαν, εκπαίδευσαν και εξόπλισαν οι ΗΠΑ, ισχυρά κράτη της
ΕΕ, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και η Τουρκία– δέχεται ισχυρά πλήγματα.
Ηττήθηκε στη Μοσούλη και το Χαλέπι και πιθανώς θα ηττηθεί στη Ράκα,
πρωτεύουσα του ISIS, υποχωρώντας συνολικά στη Συρία και το Ιράκ από τους
βομβαρδισμούς της συμμαχίας με επικεφαλής τις ΗΠΑ, τα πυρά των ρωσικών
αεροσκαφών και πλοίων, το συριακό και ιρακινό στρατό, τη στρατιωτική
συμβολή του Ιράν, των σιίτικων στρατιωτικών δυνάμεων του Λιβάνου
(Χεσμπολάχ) και του Ιράκ, τις κουρδικές μονάδες.
Όμως
οι εξελίξεις της επόμενης μέρας παραμένουν εκρηκτικές και σημαδεύονται
από την πορεία των σφοδρών ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων και την
κλιμάκωση των εντάσεων για τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών, των αγωγών
φυσικού αερίου και πετρελαίου. Οι επικίνδυνοι σχεδιασμοί των ΗΠΑ, του
ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην περιοχή, οι αντιθέσεις στο εσωτερικό τους αλλά και
οι ανταγωνισμοί με άλλα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, όπως η Ρωσία και η
Κίνα, ο εν δυνάμει διαμελισμός της Συρίας, του Ιράκ και της Λιβύης και
οι συνεπακόλουθες αλλαγές συνόρων αναβαθμίζουν το επίπεδο των κινδύνων.
Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑ
Από
το 2011 η Τουρκία εκπληρώνει ειδικό ρόλο στη στήριξη των διάφορων
ομάδων της συριακής αντιπολίτευσης. Αποτέλεσε μια από τις βάσεις της
δημιουργίας και της γενικότερης στήριξης του αποκαλούμενου «Συριακού
Ελεύθερου Στρατού», με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης Άσαντ και την
προώθηση των τουρκικών συμφερόντων στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή.
Οι επεμβάσεις στις εσωτερικές υποθέσεις της Συρίας απέκτησαν πρόσθετα,
ποιοτικά χαρακτηριστικά με την εισβολή του τουρκικού στρατού στις 24
Αυγούστου 2016 στο συριακό έδαφος και την οργάνωση της επιχείρησης
«Ασπίδα του Ευφράτη», που είναι σε εξέλιξη μέχρι σήμερα.
Η
«καταπολέμηση της τρομοκρατίας» του «Ισλαμικού Κράτους» χρησιμοποιείται
ως όχημα για την προώθηση δύο σημαντικών στόχων. Ο πρώτος αφορά την
αντιμετώπιση του κουρδικού «Κόμματος Δημοκρατική Ενωση» (PYD) και του
ένοπλου τμήματός του («Μονάδες Υπεράσπισης του Λαού» - YPG) και την
παρεμπόδιση της συγκρότησης και της λειτουργίας αυτόνομου κουρδικού
κράτους στο βόρειο τμήμα της Συρίας.2 Ο
δεύτερος στόχος σχετίζεται με τον τουρκικό έλεγχο τμήματος της Βόρειας
Συρίας. Οι στόχοι αυτοί υπηρετούνται με την παρουσία 215 τροχοφόρων και
ερπυστριοφόρων τεθωρακισμένων οχημάτων και 5.500 στρατιωτών που
«στηρίζουν» τις επιχειρήσεις των ομάδων του αποκαλούμενου «Ελεύθερου
Συριακού Στρατού».
Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΣΤΟ ΙΡΑΚ
Η τουρκική αστική τάξη προβάλλει διεκδικήσεις στη Μοσούλη και στο Κιρκούκ του Ιράκ για να ελέγξει τα ενεργειακά κοιτάσματα3,
ενώ το τουρκικό κράτος επιτίθεται σε βάσεις του Κουρδικού Εργατικού
Κόμματος (ΡΚΚ) στο Βόρειο Ιράκ, καταλαμβάνοντας ιρακινά εδάφη.4
Σήμερα,
η Τουρκία διατηρεί περίπου τρεις χιλιάδες στρατιώτες σε τέσσερα
στρατόπεδα στο Βόρειο Ιράκ, που δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα των
αλλεπάλληλων επεμβάσεων από τις αρχές του ’90 με την αποδοχή του
«Δημοκρατικού Κόμματος Κουρδιστάν» (PDK) με επικεφαλής τον Μασούντ
Μπαραζανί το οποίο «μοιράζεται» με το τουρκικό κράτος την αντιπαλότητα
προς το PKK.
Από
τις αρχές της δεκαετίας του 2000 αναπτύσσονται σημαντικές οικονομικές
σχέσεις ανάμεσα στην τουρκική κυβέρνηση και το «Δημοκρατικό Κόμμα
Κουρδιστάν» για την αξιοποίηση των ενεργειακών αποθεμάτων, παρά την
αντίθεση της κεντρικής κυβέρνησης του «Ομόσπονδου Ιράκ» και της
πλειοψηφίας των αστικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας.
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΡΩΣΙΑ
Οι
σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας τα τελευταία χρόνια ήταν σε πορεία αναβάθμισης
και προωθήθηκαν μέσω σημαντικών οικονομικών συμφωνιών, μεταξύ των οποίων
η δημιουργία του ενεργειακού αγωγού Turkish Stream, η κατασκευή
πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου, η αύξηση της ροής Ρώσων τουριστών, οι
εξαγωγές τουρκικών αγροτικών προϊόντων κ.ά.
Μετά
από την άμεση εμπλοκή των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στον πόλεμο στη
Συρία τον Οκτώβρη του 2015 και την κατάρριψη του ρωσικού πολεμικού
αεροσκάφους Sukhoi SU 24 από πύραυλο τουρκικού αεροσκάφους στις 24
Νοέμβρη 2015, οι σχέσεις των δύο χωρών εισήλθαν σε περίοδο υψηλού βαθμού
έντασης.5 Όμως η κατάσταση αυτή αντιστράφηκε λίγο πριν την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία τον Ιούλη του 2016.6
Εκείνη την περίοδο, οι σχέσεις αναθερμάνθηκαν και τέθηκαν οι βάσεις για
την εφαρμογή των προηγούμενων οικονομικο-πολιτικών συμφωνιών.
Η
αναθέρμανση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες πραγματοποιείται σε
περίοδο αναταράξεων στις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ και τις ΗΠΑ.
Παράλληλα, φέρουν μέσα τους σημαντικές αντιθέσεις που αφορούν τις
εξελίξεις στη Συρία, καθώς και τις γενικότερες επιδιώξεις των δύο κρατών
στην περιοχή, παίρνοντας υπόψη ότι η Τουρκία παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ
και εντάσσεται στο σχεδιασμό της υλοποίησης των αποφάσεων Κορυφής της
Βαρσοβίας που στρέφονται κατά της Ρωσίας.
Σε
αυτές τις συνθήκες, την ώρα που βρίσκονταν σε εξέλιξη συνομιλίες
ανάμεσα στη Ρωσία και την Τουρκία για την υλοποίηση των συμφωνιών για
τον αγωγό Turkish Stream και τον πυρηνικό σταθμό στο Ακούγιου, αλλά και
οι συνομιλίες ανάμεσα στη Ρωσία, την Τουρκία και το Ιράν για το συριακό
πρόβλημα, γεννά πολλά ερωτηματικά η δολοφονία του Ρώσου πρέσβη στην
Άγκυρα στις 19 Δεκέμβρη από Τούρκο αστυνομικό.
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ
Οι
σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ ήταν πολύ στενές μέχρι το 2000, αλλά
χειροτέρεψαν σταδιακά λόγω των τουρκικών ανοιγμάτων στην Παλαιστίνη,
ιδιαίτερα στη Γάζα (σχέσεις με τη Χαμάς και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους)
–αλλά και σε άλλες ισλαμικές χώρες της περιοχής– που έλαβαν χώρα μετά
την άνοδο του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) στην κυβέρνηση το
2002. Η έφοδος των ισραηλινών Ειδικών Δυνάμεων στο τουρκικό πλοίο «Μavi
Marmara» το οποίο επιχείρησε να σπάσει τον ισραηλινό αποκλεισμό στη
Λωρίδα της Γάζας το Μάη του 2010 και ο θάνατος 10 Τούρκων υπηκόων
οδήγησε σε ένταση τις δύο χώρες και σε διακοπή των διπλωματικών σχέσεων.
Η
κατάσταση αυτή μπήκε σε πορεία εξομάλυνσης από το Δεκέμβρη του 2015. Οι
διπλωματικές σχέσεις αποκαταστάθηκαν και οι συνομιλίες συνεχίζονται με
κατεύθυνση την ενίσχυση των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων,
εξετάζοντας ακόμα και την κατασκευή αγωγού για τη μεταφορά ισραηλινού
φυσικού αερίου στην Τουρκία, στο πλαίσιο του γενικότερου σχεδιασμού
τροφοδότησης ευρωπαϊκών κρατών και ενεργειακής απεξάρτησης της ΕΕ από τη
Ρωσία.
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΕ
Η
σύνδεση της Τουρκίας με την ΕΟΚ έγινε το 1963, ενώ το 1995 συστάθηκε η
Τελωνειακή Ένωση της Τουρκίας με την ΕΕ. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο χορήγησε
το καθεστώς της υποψήφιας χώρας στην Τουρκία το Δεκέμβρη του 1999. Οι
ενταξιακές διαπραγματεύσεις άρχισαν τον Οκτώβρη του 2005 μέσα σε
συνθήκες έντονων αντιθέσεων και αντιρρήσεων ισχυρών κρατών της ΕΕ, όπως η
Γαλλία, για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Με την Κοινή Δήλωση της
29ης Νοέμβρη 2015 δρομολογήθηκε πορεία επιτάχυνσης των ενταξιακών
διαπραγματεύσεων. Η Τουρκία και η ΕΕ ανέπτυξαν παραπέρα τη συνεργασία
τους στους τομείς της ενέργειας, της οικονομίας και του εμπορίου με
διαλόγους υψηλού επιπέδου. Στην πορεία ενισχύθηκαν οι διαπραγματεύσεις
για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, για την «καταπολέμηση
της τρομοκρατίας» και «τον έλεγχο των προσφυγικών - μεταναστευτικών
ροών» και συναποφασίστηκε κοινή δράση που καταγράφηκε στη σχετική Δήλωση
ΕΕ-Τουρκίας της 18ης Μάρτη 2016.7
Το
τελευταίο διάστημα οι σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας μπήκαν σε φάση όξυνσης και με
σχετικό ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου το Νοέμβρη του 2016 έγινε πρόταση
στην Κομισιόν να διακοπούν προσωρινά οι ενταξιακές διαδικασίες. Πολλές
αναλύσεις εκτιμούν ότι είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο επιπλοκών στην
εφαρμογή της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό.
Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΩΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΣ ΚΟΜΒΟΣ
Οι
ενεργειακοί πόροι της Τουρκίας καλύπτουν το 26% της εγχώριας ζήτησης
και εξαρτάται από τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη
Ρωσία, το Ιράν, το Ιράκ, το Αζερμπαϊτζάν κ.ά. Βασικός στόχος της
τουρκικής αστικής τάξης είναι η ενίσχυση της παρουσίας της χώρας στην
ενεργειακή αγορά ως ενεργειακού διαμετακομιστικού κόμβου, μεταφέροντας πετρέλαιο και φυσικό αέριο από την Κασπία και τη Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη.8
Έτσι,
εκτός των αγωγών Κιρκούκ-Τσεϊχάν και Μπακού-Τσεϊχάν μέσω των οποίων
διακινούνται μεγάλες ποσότητες πετρελαίου διά θαλάσσης, αξιοσημείωτες
είναι οι τελευταίες εξελίξεις που σχετίζονται με το Νότιο Διάδρομο
Φυσικού Αερίου (αγωγός TANAP) ο οποίος θα τροφοδοτείται με αζέρικο
φυσικό αέριο και ο αγωγός Turkish Stream ο οποίος θα τροφοδοτείται με
ρωσικό φυσικό αέριο με κατεύθυνση την Ευρώπη.
Συμπερασματικά μπορούμε να σημειώσουμε πως οι
εξελίξεις αναδεικνύουν ότι κυρίαρχα τμήματα της τουρκικής αστικής τάξης
–τα συμφέροντα των οποίων εκφράζει ο Ερντογάν και το ΑΚΡ– διεκδικούν
αναβάθμιση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, επιδιώκοντάς την με μεγαλύτερη
έμφαση στην πορεία προς το 2023, που το τουρκικό κράτος συμπληρώνει 100
χρόνια από την ίδρυσή του.
Σημαντικό επίσης ρόλο στο σχεδιασμό της τουρκικής αστικής τάξης εκπληρώνει η βελτίωση των σχέσεων της Τουρκίας με την Αίγυπτο9,
οι σχέσεις της με τη Σαουδική Αραβία, το Ιράν και το Κατάρ και
παράλληλα η παραπέρα ανάπτυξη των σχέσεων με το Αζερμπαϊτζάν και άλλα
κράτη στην Κεντρική Ασία.
Επίσης,
ιδιαίτερη θέση κατέχουν οι παραδοσιακές, στρατηγικής σημασίας σχέσεις
της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Βεβαίως, οι σχέσεις αυτές δεν είναι
αδιατάρακτες, αφού πολλές φορές έχουν σημαδευτεί από αντιθέσεις.
Τέτοιες αντιθέσεις εκδηλώθηκαν, π.χ., το 2003, όταν η Τουρκία αρνήθηκε
στις ΗΠΑ να περάσουν από τη χώρα στρατεύματα και στρατιωτικά μέσα για
τον πόλεμο στο Ιράκ. Σοβαρά προβλήματα σε αυτές τις σχέσεις υπήρξαν και
στη συνέχεια λόγω της αμερικανικής στήριξης στους Κούρδους του Ιράκ και
της Συρίας ή ακόμα λόγω της προσπάθειας των ΗΠΑ να ελέγξουν την τουρκική
στάση στον πόλεμο και τις γενικότερες εξελίξεις στη Συρία. Μετά από την
απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλη του 2016 και την εμπλοκή σε αυτό
Τούρκων αξιωματικών που υπηρετούσαν στη ΝΑΤΟϊκή βάση του Ινσιρλίκ έχει
ενταθεί η κριτική στάση της Τουρκίας στις ΗΠΑ, ζητώντας την έκδοση του
Φετουλάχ Γκιουλέν. Αξιοσημείωτες είναι επίσης οι δηλώσεις Ερντογάν για
το ενδεχόμενο ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωασιατική Ένωση, ενώ σχετικά
αθόρυβα έγινε στις αρχές του 2015 βήμα «αποστασιοποίησης» από το ΝΑΤΟ με
την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να αγοράσει το κινεζικό
αντιαεροπορικό/αντιβαλλιστικό σύστημα FD-2000, το οποίο δεν είναι
διαλειτουργικό με το Σύστημα Αεροπορικής Διοίκησης και Ελέγχου (ACCS)
της Ευρωατλαντικής Συμμαχίας.
Η
στάση της τουρκικής αστικής τάξης δίνει απάντηση σε λαθεμένες απόψεις
περί υποτέλειας της Τουρκίας στις ΗΠΑ (που κυκλοφορούν πλατιά στη χώρα
μας) και αναδεικνύει ότι η κυρίαρχη τάξη της (και οι πολιτικοί της
εκπρόσωποι) κινείται και διεκδικεί στόχους με βάση τα δικά της
συμφέροντα. Σε αυτές τις επιδιώξεις αξιοποιεί τη σημαντική θέση που έχει
η χώρα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα λόγω του γεωστρατηγικού γεωγραφικού
στίγματος, της οικονομικής της δύναμης10
–μέλος του Club των G20– της στρατιωτικής της δύναμης και των
πολυπλόκαμων οικονομικο-πολιτικών σχέσεων και συμμαχιών. Οι εξελίξεις
(στις οποίες σημαντική θέση κατέχει και η εξωτερική πολιτική που θα
εφαρμόσει η αμερικανική κυβέρνηση επί προεδρίας Τραμπ) απαιτούν πολύ
προσεκτική παρακολούθηση, γιατί, παρά τις δηλώσεις Ερντογάν για σύνδεση
της Τουρκίας με την Ευρωασιατική Ένωση, είναι βασικό ότι η Τουρκία είναι
μέλος του ΝΑΤΟ11 και διατηρεί τις στρατηγικές της σχέσεις με τις ΗΠΑ.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΩΝ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ12
ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΩΣΗ
Η
έρευνα και διάσωση για αεροπορικά ατυχήματα διέπεται από το Παράρτημα
12 της «Σύμβασης (του Σικάγου) για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία του
1944» –την οποία η Ελλάδα κύρωσε με το Νόμο 211/1947– καθώς και τους
Κανόνες και Συστάσεις του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας
(ICAO). Η ελληνική περιοχή ευθύνης για έρευνα και διάσωση (SAR - Search
and Rescue), έχει καθοριστεί με συμφωνία στο πλαίσιο Συνδιάσκεψης του
ICAO το 1952 και συμπίπτει με την Περιοχή Πληροφόρησης Πτήσεων (FIR -
Flight Information Region) του Κέντρου των Αθηνών, το οποίο καλύπτει το
σύνολο του Ελληνικού Εναέριου Χώρου και ορισμένα διάσπαρτα τμήματα του
διεθνούς εναέριου χώρου. Το FIR Αθηνών οριοθετήθηκε στο πλαίσιο
συνδιασκέψεων αεροναυτιλίας το 1950, το 1952 και το 1958, όπου υπεύθυνη
γι’ αυτό ορίστηκε η Ελλάδα. Η Τουρκία συμμετείχε στη διαδικασία αυτή και
αποδέχτηκε αρχικά αυτό το καθεστώς, για να το αμφισβητήσει αργότερα
εκδίδοντας τον Αύγουστο του 1974 σχετική αγγελία (ΝΟΤΑΜ 714) με την
οποία προσπάθησε να επεκτείνει το χώρο της δικαιοδοσίας της μέχρι το
μέσο του Αιγαίου, εντός του FIR Αθηνών. Από τη δεκαετία του ’80
αρνείται, στην πράξη, να υποβάλλει σχέδια πτήσεως για τις εισόδους των
στρατιωτικών αεροσκαφών εντός του FIR Αθηνών.
Η
έρευνα και διάσωση για τα ναυτικά ατυχήματα (για την προστασία της
ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα) ρυθμίζεται από τη «Διεθνή Σύμβαση (του
Αμβούργου) για τη θαλάσσια έρευνα και διάσωση του 1979 - International
Convention on Marine Search and Rescue», την οποία η Ελλάδα κύρωσε με το
Νόμο 1844/1989. Το αρμόδιο ελληνικό «Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας
και Διάσωσης» (Joint Rescue Coordina-tion Center - JRCC) στον Πειραιά
έχει την ευθύνη του συντονισμού των επιχειρήσεων για τα κινδυνεύοντα
αεροπλάνα και πλοία εντός της ελληνικής περιοχής ευθύνης.
Οι
τουρκικές αρχές από τη δεκαετία του ’80 και, πολύ περισσότερο, με
σχετικό νόμο της τουρκικής Βουλής το 2001, προχώρησαν σε μονομερή
καθορισμό των ορίων, συμπεριλαμβάνοντας το μισό Αιγαίο και το βόρειο
τμήμα των ορίων του FIR Λευκωσίας για τη θαλάσσια Έρευνα και Διάσωση.
Στη βάση αυτή, το τουρκικό κράτος δεν αναγνωρίζει την ευθύνη των
ελληνικών αρχών στις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, με αποτέλεσμα
την πρόκληση σοβαρών επιπλοκών σε βάρος της προστασίας της ανθρώπινης
ζωής στη θάλασσα και τη διατήρηση μιας μόνιμης πηγής εντάσεων ανάμεσα
στις δύο χώρες.
ΑΙΓΙΑΛΙΤΙΔΑ ΖΩΝΗ Ή ΧΩΡΙΚΑ ΥΔΑΤΑ - ΑΙΤΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ (CASUS BELLI)
Το
εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας ορίστηκε το 1936 στα 6 ναυτικά
μίλια (ν.μ.) από την ακτή (με το Ν. 230/1936 και με μεταγενέστερο Ν.Δ.
187/1973), αλλά διατηρήθηκε το όριο των 10 ν.μ. στον εναέριο χώρο, βάσει
της προγενέστερης νομοθεσίας. Βάσει της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο
της Θάλασσας του 1982, η Ελλάδα δικαιούται να επεκτείνει μέχρι τα 12
ν.μ. την αιγιαλίτιδα ζώνη της.
Το
δικαίωμα επέκτασης του ορίου της αιγιαλίτιδας ζώνης μέχρι τα 12 ν.μ.
είναι κυριαρχικό δικαίωμα και μονομερές στην άσκησή του και συνεπώς δεν
υπόκειται σε περιορισμούς και εξαιρέσεις και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση
από τρίτα κράτη. Η συντριπτική πλειοψηφία των παράκτιων κρατών έχει
προσδιορίσει το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. Η ίδια η
Τουρκία έχει επεκτείνει, ήδη από το 1964, την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα
12 ν.μ. στον Εύξεινο Πόντο και τη Μεσόγειο.
Η
Ελλάδα κατά την κύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (Ν.
2321/1995) δήλωσε ότι επιφυλάσσεται να ασκήσει σε οιονδήποτε χρόνο το
δικαίωμά της να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ν.μ.
Η τουρκική Βουλή, αντιδρώντας στη θέση αυτή, εξουσιοδότησε με ψήφισμά της (8 Ιούνη 1995) την τουρκική κυβέρνηση να κηρύξει πόλεμο (casus belli) στην Ελλάδα σε περίπτωση που αυτή επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της πέραν των 6 ν.μ.
ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΝΗ (ΑΟΖ)
Η
υφαλοκρηπίδα ενός παράκτιου κράτους αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό
και το υπέδαφός του, πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη, σε έκταση 200 ν.μ.
από τις γραμμές βάσεως, από τις οποίες μετράται το πλάτος της
αιγιαλίτιδας ζώνης. Το παράκτιο κράτος ασκεί στην υφαλοκρηπίδα
κυριαρχικά δικαιώματα προς το σκοπό της εξερεύνησης και εκμετάλλευσης
των φυσικών πόρων.
Τα
νησιά εκτός από τους βράχους που δεν έχουν οικονομική ζωή έχουν, με
βάση το ισχύον Δίκαιο της Θάλασσας, το ίδιο δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα και
σε ΑΟΖ όπως οι ηπειρωτικές περιοχές. Η Ελλάδα και η Τουρκία άρχισαν
διαπραγματεύσεις για το θέμα της υφαλοκρηπίδας το Νοέμβρη του 1976,
συνυπογράφοντας το γνωστό ως «Πρακτικό της Βέρνης» το οποίο έθετε το
πλαίσιο του διαλόγου. Ο διάλογος, όμως, τερματίστηκε το 1981 χωρίς
αποτέλεσμα. Το Μάρτη του 2002, οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε μια
διαδικασία εμπιστευτικών διερευνητικών επαφών που συνεχίζονται μέχρι
σήμερα.
Η
Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) είναι η παρακείμενη της αιγιαλίτιδας
ζώνης περιοχή, το εξωτερικό άκρο της οποίας δεν μπορεί να επεκταθεί
πέραν των 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσεως από τις οποίες
μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Στην ΑΟΖ το παράκτιο κράτος
έχει κυριαρχικά δικαιώματα που αποσκοπούν στην εξερεύνηση, εκμετάλλευση,
διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πόρων ζωντανών ή μη των
υπερκειμένων του βυθού της θάλασσας και του υπεδάφους αυτού, όπως επίσης
και σε κάθε άλλη δραστηριότητα που αφορά την οικονομική εκμετάλλευση
και εξερεύνηση της ζώνης, όπως η παραγωγή ενέργειας από τα ύδατα, τα
ρεύματα και τους ανέμους. Σε αντίθεση με την υφαλοκρηπίδα, όπου τα
δικαιώματα του παράκτιου κράτους υφίστανται αυτοδικαίως, για την
καθιέρωση της ΑΟΖ απαιτείται πάντοτε ειδική διακήρυξη του παράκτιου
κράτους.13
Ας δούμε δύο αποσπάσματα γύρω από αυτό το θέμα από σχετικά βιβλία:
«…Η
Ελλάδα δεν μπορεί ανεμπόδιστα να αποκτήσει πλήρη εκτατικά δικαιώματα
στις λειτουργικές ζώνες της, ιδιαίτερα την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα,
γιατί οι αποστάσεις που χωρίζουν τις ακτές της από τις ακτές των
αντικείμενων ακτών δεν ξεπερνούν σε κανένα σημείο τα 400 ν.μ., δηλαδή το
απαιτούμενο διπλάσιο του ανώτατου ορίου δικαιώματος, το οποίο
προβλέπεται από το Δίκαιο της Θάλασσας. Κατά συνέπεια είναι υποχρεωμένη η
Ελλάδα να οριοθετήσει τις ζώνες αυτές με συμφωνία με τις χώρες οι
οποίες έχουν αντίστοιχα δικαιώματα στην περιοχή της Ανατολικής
Μεσογείου»14.
«…Η
ηπειρωτική Ελλάδα ουσιαστικά προεκτείνεται στη θάλασσα μέσα από το
νησιώτικο σύμπλεγμα των Κυκλάδων, που εκκινούν από –και συμπλέκονται με–
το άκρον της Αττικής και της Νότιας Εύβοιας και καταλήγουν στα
Δωδεκάνησα. Αυτή η γεωγραφική συνέχεια δημιουργεί ένα ενιαίο μέτωπο που
δεν έχει καμία σχέση με τις περιπτώσεις εκείνες μεμονωμένων νησιών που
είναι διάσπαρτα σε μια διαφορετικά ελεύθερη θάλασσα. Η ύπαρξη αυτής της
συνέχειας και πυκνότητας […] επηρεάζει και τη βαρύτητα των
ακραίων ανατολικών ελληνικών νησιών αυτά που βρίσκονται κοντά στα
δυτικά παραλιακής Τουρκίας τα οποία και λόγω του μεγέθους τους, αλλά
και λόγω της γειτνίασής τους με τα ελληνικά νησιά του Κεντρικού και του
Βόρειου Αιγαίου συνιστούν ένα “όλον”, ένα συνολικό σύμπλεγμα νησιών
καθοριστικό στην οριοθέτηση […] Αναφορικά, τώρα, με την άλλη
επίμαχη περιοχή, αυτήν του Καστελόριζου, θα πρέπει, πρώτα από όλα, να
τονιστεί ότι τα ελληνικά θαλάσσια δικαιώματα στην περιοχή δεν
περιορίζονται σε αυτά που προκαλεί η ύπαρξή του. Στην ίδια περιοχή
παράγονται δικαιώματα από την ύπαρξη της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου
και της Κρήτης, των οποίων η παρουσία, παράλληλα με το Καστελόριζο,
δημιουργεί ένα εδαφικό τόξο, με τις ανατολικές ακτές τους να
προβάλλονται στη γειτονική θαλάσσια περιοχή, και να δημιουργεί, με την
παρουσία τους, τίτλο τόσο για ΑΟΖ όσο και για υφαλοκρηπίδα […] Η
τουρκική θέση στο θέμα αυτό φαίνεται να είναι ριζικά διαφορετική, καθώς
η γειτονική χώρα ισχυρίζεται ότι τόσο το Καστελόριζο όσο και οι
ανατολικές ακτές των νησιών της Δωδεκανήσου, της Κρήτης και των
υπολοίπων νησιών στην περιοχή δεν απολαμβάνουν κανένα δικαίωμα ΑΟΖ και
υφαλοκρηπίδας και περιορίζονται σε μια λωρίδα θάλασσας, η οποία
ουσιαστικά είναι η αιγιαλίτιδα ζώνη τους»15.
Η
συγκέντρωση της προσοχής της Τουρκίας στο Καστελόριζο δεν είναι τυχαία.
Το Καστελόριζο, η Στρογγύλη και το σύμπλεγμα νησίδων και βραχονησίδων
στην περιοχή αυτή είναι το κλειδί για την οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα στην Ελλάδα, την Αίγυπτο και την Κύπρο.
Πολύ περισσότερο που η λεκάνη αυτή φαίνεται ότι έχει σημαντικά
κοιτάσματα υδρογονανθράκων, όπως δείχνει το αιγυπτιακό κοίτασμα ΖΟΡ και
αυτά της κυπριακής ΑΟΖ. Γεγονός είναι ότι ο μη ορισμός, η μη ανακήρυξη
της ΑΟΖ από τις ελληνικές κυβερνήσεις και τα σχετικά προβλήματα που
σημειώνονται με την Τουρκία, αλλά και η καθυστέρηση στις συζητήσεις για
την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο, την Κύπρο, τη Λιβύη, καθώς επίσης
και τα προβλήματα που προκαλούν οι υπαναχωρήσεις της Αλβανίας16
είναι στοιχεία της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στο Αιγαίο και στις
άλλες θαλάσσιες περιοχές. Βεβαίως, το ζήτημα είναι σύνθετο και στην
πράξη αποδεικνύεται ότι και στις περιοχές που έχουν οριοθετηθεί οι ΑΟΖ
παραμένουν πολλά προβλήματα και οι ανταγωνισμοί εκδηλώνονται με
αμφισβητήσεις, όπως συμβαίνει με την τουρκική στάση απέναντι στην
κυπριακή ΑΟΖ.17
Το
ΚΚΕ τάσσεται ενάντια στην πολιτική της εγκατάλειψης και εκχώρησης
κυριαρχικών δικαιωμάτων (χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ, όπως
καθορίζονται από τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο στη Θάλασσα του 1982).
Το Κόμμα μας παρακολουθεί με ευθύνη τις εξελίξεις και είναι σταθερά
προσανατολισμένο στην ανάπτυξη της φιλίας, της διεθνιστικής αλληλεγγύης
ανάμεσα στην εργατική τάξη και στους λαούς των δύο χωρών. Προειδοποιεί
πως η ειρήνη κινδυνεύει από τους ανταγωνισμούς που αναπτύσσονται με
επίκεντρο το Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και τον πλούτο τους, όπου τα
μεγάλα και αντικρουόμενα επιχειρηματικά και γεωπολιτικά συμφέροντα
συγκρούονται με σφοδρότητα.18
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Σε
πολλές πηγές καταγράφεται ότι την 1η Νοέμβρη 1973 δημοσιεύτηκαν στην
τουρκική «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» χάρτες θαλάσσιων περιοχών της
βορειοδυτικής πλευράς της Λέσβου που η Τουρκία παραχωρούσε στην Τουρκική
Εταιρία Πετρελαίου (TPAO) για έρευνα.
Δηλαδή
μπορούμε να πούμε ότι από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 –και με
κλιμάκωση στην πορεία– η Τουρκία προχωράει συστηματικά στο «γκριζάρισμα
του Αιγαίου» και εφαρμόζει μέτρα που εγκυμονούν μεγάλους κινδύνους για
την ασφάλεια της αεροπλοΐας και ναυσιπλοΐας, και βεβαίως για την
πρόκληση εντάσεων ακόμα και πολεμικής εμπλοκής. Στα μέτρα αυτά
περιλαμβάνεται η δέσμευση θαλάσσιου και εναέριου ελληνικού χώρου για
στρατιωτικές ασκήσεις, οι έρευνες σε περιοχές που θεωρείται ότι
καλύπτουν την ελληνική ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδα, η αμφισβήτηση και παραβίαση
των συνόρων. Παράλληλα εκδηλώνεται αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων
της Κύπρου.
Μένοντας
μόνο στο τελευταίο διάστημα, μπορούμε να παραθέσουμε τα εξής
παραδείγματα: Το Δεκέμβρη του 2015, η τουρκική κυβέρνηση εξήγγειλε με
τρεις αγγελίες ΝΟΤΑΜ τη δέσμευση για 12 μήνες περιοχών σε Βόρειο,
Κεντρικό και Νότιο Αιγαίο, περιλαμβάνοντας και τμήμα του FIR Αθηνών,
προκαλώντας προβλήματα στους αντίστοιχους αεροδιαδρόμους. Ιδιαίτερα από
την άνοιξη του 2016 και καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς σημειώνεται
μπαράζ αεροπορικών και ναυτικών παραβιάσεων στις Οινούσσες και ειδικά
στο νησί Παναγιά, εντάσσοντας μεθοδικά και αυτήν την περιοχή στις
αμφισβητούμενες - «γκρίζες» περιοχές. Τον Οκτώβρη του 2016 έγινε γνωστό
ότι η Τουρκία με σχετική επιστολή στον ΟΗΕ στις 30 Σεπτέμβρη 2016 έθεσε
σε πλήρη αμφισβήτηση την ελληνική και την κυπριακή υφαλοκρηπίδα. Επίσης,
ιδιαίτερα ανησυχητικές είναι οι παραβιάσεις του Ελληνικού Εναέριου και
Θαλάσσιου Χώρου, οι οποίες φτάνουν σε πολύ υψηλούς αριθμούς και είναι
άκρως επικίνδυνες ακόμα και για την πρόκληση τραγωδίας. Από τη
συγκέντρωση σχετικών στοιχείων καταγράφεται η εξής εικόνα:
Η
παραπάνω κατάσταση συμπληρώνεται με τις εμπρηστικές δηλώσεις μιας
σειράς Τούρκων αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου της χώρας.
Πριν περάσουμε όμως σε αυτές, αξίζει να σημειώσουμε ότι –όπως και σε
όλες τις διεθνείς σχέσεις ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη– έτσι και στην
περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας, παράλληλα με την όξυνση της
έντασης και του ανταγωνισμού, συνυπάρχουν και στοιχεία οικονομικής
συνεργασίας. Χαρακτηριστική είναι η δημιουργία του Ανώτατου Συμβουλίου
Συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες στις 14 Μάη 2010. Στην πρώτη
συνεδρίαση του Συμβουλίου στην Αθήνα υπογράφτηκαν 21 συμφωνίες σε μια
σειρά τομείς, στη δεύτερη (4 Μάρτη 2013, Κωνσταντινούπολη) υπογράφτηκαν
25 συμφωνίες, στην τρίτη (5-6 Δεκέμβρη 2014, Αθήνα) δεν υπογράφτηκαν
συμφωνίες, αλλά πραγματοποιήθηκε φόρουμ με τη συμμετοχή δεκάδων Ελλήνων
και Τούρκων επιχειρηματιών και στην τέταρτη (8 Μάρτη 2016, Σμύρνη)
υπογράφτηκαν επίσης μια σειρά συμφωνίες.
ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΟΖΑΝΗΣ
Στις
συστηματικές παραβιάσεις των ελληνικών συνόρων και των γνωστών απειλών
που εκπέμπουν στελέχη του τουρκικού κράτους, προστίθενται οι πρόσφατες,
πολύ επικίνδυνες δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν, για την
αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λοζάνης του 1923 που έχει καθορίσει τα
σύνορα της Τουρκίας με την Ελλάδα και άλλες χώρες της περιοχής και είχε
ρυθμίσει το καθεστώς των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων στην Τουρκία και
των μουσουλμανικών μειονοτήτων στην Ελλάδα, στη Θράκη.
Το
πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό, γιατί οι δηλώσεις αυτές αποτελούν μέρος
μιας συντονισμένης επιχείρησης που εκφράζει την επιθετικότητα της
αστικής τάξης της Τουρκίας. Η επιχείρηση αυτή συνδυάζει: Τη διατήρηση
και επέκταση τουρκικών στρατιωτικών-κατοχικών δυνάμεων στην Κύπρο, τη
Συρία και το Ιράκ, τις παραβιάσεις στο Αιγαίο, τις προκλητικές ενέργειες
στη Θράκη, τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων στο εξωτερικό, π.χ. στην
Αλβανία, στη Σομαλία, στο Κατάρ κ.α., τις γενικότερες βλέψεις στα
Βαλκάνια, στην Κεντρική Ασία κ.α.
Η
παρέμβαση της τουρκικής αστικής τάξης θέτει ζήτημα αλλαγής και
επαναχάραξης συνόρων με μέσο τη στρατιωτικοπολιτική και οικονομική
δύναμη της χώρας κι αυτό εμπεριέχει τον κίνδυνο πολεμικών αναμετρήσεων.
Στη βάση αυτή, το αποκαλούμενο «νεο-οθωμανικό δόγμα» δεν αποτελεί ένα
εργαλείο ανάλυσης των εξελίξεων σε μια ευρύτερη περιοχή μέσα από το
πρίσμα της ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά ένα μέσο
νομιμοποίησης της επεκτατικής στρατηγικής της τουρκικής άρχουσας τάξης
ενάντια στους λαούς της περιοχής και στον ίδιο τον τουρκικό λαό.
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΥΔΡΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΩΝ ΣΕΒΡΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΟΖΑΝΗΣ19
Οι
διεθνείς αυτές πράξεις αποτελούν τη βάση της διαμόρφωσης των συνόρων
του τουρκικού εθνικού κράτους μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο η
Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμετείχε στο συνασπισμό των ηττημένων κρατών
ως σύμμαχος της Γερμανίας. Μέσα από την αποσύνθεση του φεουδαρχικού
οθωμανικού καθεστώτος διαμορφώθηκαν οι συνθήκες για το πέρασμα στον
καπιταλισμό, που πραγματοποιήθηκε με την αστική τουρκική επανάσταση με
ηγέτη τον Κεμάλ Ατατούρκ, ιδρυτή του τουρκικού κράτους.
Οι
νικήτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία)
ήθελαν να εδραιώσουν τις θέσεις τους και στην περιοχή του οθωμανικού
κράτους. Τα πετρέλαια της Μοσούλης (Ιράκ), που τα ήθελε και η Τουρκία,
και τα γεωστρατηγικής σημασίας εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
έμπαιναν στην ιμπεριαλιστική μοιρασιά της λείας σε όφελος των μονοπωλίων
των νικητών, γεγονός που συνεπαγόταν και ενέργειες για το διαμελισμό
της. Η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πάει να γίνει πράξη όταν,
τον Οκτώβρη του 1918, την αναγκάζουν να υπογράψει τη Συμφωνία του
Μούδρου που οδηγεί στο διαμελισμό της. Για την επιβολή του διαμελισμού
αξιοποιήθηκε –με ευθύνη της ελληνικής αστικής τάξης και της κυβέρνησης
του Ελευθέριου Βενιζέλου– ο ελληνικός στρατός, ο οποίος προώθησε τα
ιμπεριαλιστικά σχέδια στη Μικρασιατική Εκστρατεία (με απόβαση στη Μικρά
Ασία το 1919), με συνέπεια τη Μικρασιατική Καταστροφή με τραγικές
συνέπειες για το λαό μας.
Στις
10 Αυγούστου 1920 υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών. Με αυτήν, η έκταση
της Τουρκίας ελαττωνόταν σε σύγκριση με αυτήν της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας έως το ένα πέμπτο. Η Συρία, η Παλαιστίνη, η Μεσοποταμία
και η Χατζάζη (μέρος της σημερινής Σαουδικής Αραβίας) κηρύσσονταν τυπικά
ανεξάρτητα κράτη, αλλά ουσιαστικά γίνονταν αποικίες-προτεκτοράτα, η
πρώτη της Γαλλίας και οι άλλες της Μεγάλης Βρετανίας. Η Τουρκία έχανε
κάθε επικυριαρχία πάνω στην Αίγυπτο (παραχωρούνταν στη Μ. Βρετανία, μαζί
με την Κύπρο και το Σουδάν), καθώς και τα δικαιώματά της στη ναυσιπλοΐα
του Σουέζ. Αναγνωριζόταν παραχώρηση του Μαρόκου στη Γαλλία, της
Τυνησίας και της Λιβύης στην Ιταλία. Στην Ελλάδα παραχωρούνταν η Δυτική
και Ανατολική Θράκη μέχρι έξω από την Κωνσταντινούπολη, τα νησιά Ίμβρος
και Τένεδος, καθώς και η Σμύρνη με την ενδοχώρα της. Τα Δωδεκάνησα, που
είχαν καταληφθεί το 1912 από την Ιταλία (Ιταλοτουρκικός Πόλεμος),
παρέμεναν στην Ιταλία. Τα Στενά των Δαρδανελλίων κηρύσσονταν ουδέτερη
και αφοπλισμένη ζώνη.
Η
ήττα του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1922 από το στρατό του
Κεμάλ Ατατούρκ δημιούργησε νέες συνθήκες ως προς τη διαμόρφωση του
συσχετισμού δυνάμεων στην περιοχή κι αυτό αποτυπώθηκε στη νέα
ιμπεριαλιστική Συνθήκη, στη Συνθήκη της Λοζάνης. Αυτή υπογράφτηκε στις
24 Ιούλη 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που
πολέμησαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία
(1919-1922) και συμμετείχαν στη Συνθήκη των Σεβρών, συμπεριλαμβανομένης
και της ΕΣΣΔ. Με αυτήν, η Τουρκία ανακτούσε την Ανατολική Θράκη, τα
νησιά Ίμβρος και Τένεδος, την περιοχή της Σμύρνης, εδάφη που είχαν
παραχωρηθεί στην Ελλάδα, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με τη
Συρία και τη Διεθνοποιημένη Ζώνη των Στενών, η οποία όμως θα έμενε
αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Η Τουρκία
παραχωρούσε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η Συνθήκη των
Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης για τη Ρόδο.
Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και
απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων, εκτός της ζώνης των
Στενών. Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης τέθηκε υπό ειδικό διεθνές
νομικό καθεστώς. Με τη Συνθήκη της Λοζάνης, η Τουρκία παραιτήθηκε απ’
όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των
μειονοτήτων στην Τουρκία.
Με
ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας –η οποία όμως ήταν στο
πλαίσιο της Συνθήκης της Λοζάνης– αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή
μειονοτήτων από τις δύο χώρες. Λόγω της Συνθήκης της Λοζάνης υπάρχει
σήμερα η ελληνική μειονότητα στην Τουρκία (Κωνσταντινούπολη,
Πριγκιπονήσια, Ίμβρο και Τένεδο), καθώς και οι μουσουλμανικές
μειονότητες στη Δυτική Θράκη της Ελλάδας. Με αυτήν τη Συνθήκη, η Τουρκία
ανέκτησε εδάφη συγκριτικά με τη Συνθήκη των Σεβρών. Ανέκτησε επίσης νέα
εδάφη από τη Συρία το 1939, την επαρχία Χατάι, με πρωτεύουσα την
Αντιόχεια και το λιμάνι της Αλεξανδρέττας.
Ειδικότερα, το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λοζάνης του 1923 προβλέπει την κυριαρχία της Ελλάδας «…επί
των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των
Λαγουσών νήσων (Μαυρυών), ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης,
Χίου, Σάμου και Ικαρίας επικυρούται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων
της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τις υπό την κυριαρχίαν της
Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί ων διαλαμβάνει το άρθρο 15. Εκτός
αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι, αι κείμεναι εις
μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν
υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν»20.
Σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λοζάνης: «Η
Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί
των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων, τουτέστι της Αστυπαλαίας, Ρόδου,
Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου,
Λειψούς, Σύμης και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των
νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου»21.
Με
την ιταλο-τουρκική Συμφωνία του Γενάρη του 1932 και του συμπληρωματικού
Πρωτοκόλλου της 28 Δεκέμβρη 1932, οριοθετήθηκαν τα θαλάσσια σύνορα των
δύο χωρών μεταξύ Μικρασιατικής Ακτής και Δωδεκανησιακού Συμπλέγματος.
Στη συνέχεια, στο άρθρο 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (10
Δεκέμβρη 1947) προβλέπεται ότι: «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν
πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τας κατωτέρω απαριθμουμένας,
ήτοι: Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον,
Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λειψών, Σύμην, Κω και Καστελλόριζον, ως και τας
παρακειμένας νησίδας».
Η
αμφισβήτηση των συνόρων έχει τη δική της μακρόχρονη ιστορία και συνιστά
μέρος της ιστορίας των ελληνο-τουρκικών σχέσεων. Παρά το γεγονός ότι οι
δηλώσεις Ερντογάν έχουν μεγάλη βαρύτητα, ο Τούρκος Πρόεδρος δεν
πρωτοτυπεί. Ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η τοποθέτηση–ανάλυση του πρώην
υπουργού Εξωτερικών και στη συνέχεια πρωθυπουργού της Τουρκίας και
στενού συνεργάτη του Ερντογάν, Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος στο βιβλίο
του «Το στρατηγικό βάθος» μεταξύ άλλων αναφέρει:
«…Τα
ζητήματα, όπως του Αιγαίου και της Κύπρου, που περιλαμβάνονται στην
περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, πέραν από τη σημασία που έχουν τα ίδια
ενέχουν και μία ιδιαίτερη σημασία, που πηγάζει από τη διαπεριφερειακή
αλληλεπίδραση… Μία Τουρκία που έχει αποκλειστεί από το Αιγαίο και έχει
περικυκλωθεί στα νότια από τη “Ρωμαίικη Διοίκηση της Νότιας Κύπρου”
σημαίνει ότι τα περιθώριά της να κάνει ένα άνοιγμα στον κόσμο έχουν
περιοριστεί σημαντικά… Το Αιγαίο αποτελεί το σημαντικότερο θαλάσσιο
κομβικό σημείο της ευρασιατικής παγκόσμιας ηπείρου στην κατεύθυνση
Βορρά-Νότου. […]
Η
εγγύτητα ενός σημαντικού μέρους των ελληνικών νησιών στη μικρασιατική
ακτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως
επιχειρησιακή βάση εναντίον της Μικράς Ασίας, και η περικύκλωση των
υδάτινων διαδρόμων, που εξαφαλίζουν το πέρασμα από την Προποντίδα στη
Μεσόγειο, από αυτά τα νησιά, αξιολογούνται από την Τουρκία ως ένα πολύ
σοβαρό κενό ασφάλειας […]
Η
Τουρκία, για να γίνει μία πραγματική περιφερειακή δύναμη, είναι
υποχρεωμένη να αυξήσει την πολιτική και οικονομική της επιρροή στις
θαλάσσιες αρτηρίες που εκτείνονται από το Αιγαίο ως την Αδριατική και
από το Σουέζ ως την Ερυθρά Θάλασσα. Είναι αναπόφευκτο η Τουρκία να
ακολουθήσει μια δραστήρια πολιτική σε κάθε σημείο που οδηγεί τον Εύξεινο
Πόντο και το Αιγαίο στις ανοιχτές θάλασσες…»22.
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ
Η
Συνθήκη της Λοζάνης αναφέρεται και στις μουσουλμανικές μειονότητες της
Θράκης, οι οποίες κατανέμονται σε τουρκογενείς (50%), Πομάκους (34%) και
Ρομά (15%) Έλληνες υπηκόους (στοιχεία της απογραφής 1991).
Το
θέμα είναι πολύ σύνθετο, γιατί το τουρκικό κράτος επεμβαίνει μεθοδικά
καλλιεργώντας τον εθνικισμό. Σε αυτή του την προσπάθεια, αξιοποιεί
προβλήματα διακρίσεων και περιορισμών που προκάλεσαν οι ελληνικές
κυβερνήσεις σε βάρος της μειονότητας, καθώς και τις παρεμβάσεις
εθνικιστικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της φασιστικής εγκληματικής
οργάνωσης της Χρυσής Αυγής. Ιδιαίτερα εκτεταμένη ήταν μέχρι πρότινος η
παρέμβαση των δικτύων Φετουλάχ Γκιουλέν, ενώ τη γραμμή της Άγκυρας στο
μειονοτικό εκφράζει το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής και το κόμμα DEB
(Κόμμα Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας). Αξιοποιείται η λογική του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού ως τουρκικής (και όχι μουσουλμανικής) μειονότητας, ενώ ιδιαίτερα επικίνδυνες είναι οι παρεμβάσεις που προβάλλουν το ζήτημα της λεγόμενης «αυτονομίας και αυτοδιάθεσης», οι οποίες προωθούνται μέσα σε πληθυσμούς που μιλούν την τουρκική γλώσσα στα Βαλκάνια και στην Κεντρική Ασία.
Τα
τελευταία χρόνια, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν πάρει ορισμένα μέτρα
για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και το Δημόσιο, για το
φορολογικό, για τις αγροτικές ενισχύσεις κ.ά. Παρόλ’ αυτά, στις περιοχές
που ζούνε λαϊκές οικογένειες της μειονότητας παραμένουν ελλείψεις, π.χ.
στις υποδομές που αφορούν την προσχολική αγωγή, ακόμα και στη βασική
εκπαίδευση, προβλήματα στο αποχετευτικό δίκτυο, στην υδροδότηση, στο
οδικό δίκτυο και σε άλλες υποδομές. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επί της
ουσίας συνεχίζει την αντιλαϊκή πολιτική και καθημερινά διαψεύδει
προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει ο μηχανισμός των κυβερνητικών κομμάτων.
Η
παρέμβαση του ΚΚΕ συγκεντρώνει την προσοχή της στην ενίσχυση της
ταξικής ενότητας και στην κοινή πάλη της εργατικής τάξης και των λαϊκών
στρωμάτων για κάθε λαϊκό πρόβλημα, ανεξάρτητα από θρησκευτικές
αντιλήψεις και προέλευση, ώστε να δυναμώνει ο αγώνας ενάντια στην
καπιταλιστική εκμετάλλευση, τις αστικές τάξεις και τα κόμματα που
υπηρετούν τα συμφέροντά τους. Με ιδιαίτερη φροντίδα υποστηρίζει τα
πολιτιστικά, κοινωνικά δικαιώματα της μειονότητας και αντιμετωπίζει
αποφασιστικά κάθε είδους τυχοδιωκτισμούς και διακρίσεις. Ο κοινός αγώνας
θα δυναμώνει ενάντια σε κάθε μορφή εκμετάλλευσης και καταπίεσης, στο
βαθμό που συνδέεται με την πάλη για την κατάργηση των αιτιών που τα
προκαλούν, για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.
ΓΙΑ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Το
Κυπριακό είναι διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής του βόρειου
τμήματος της Κύπρου από την Τουρκία, που φέρει τη σφραγίδα της επέμβασης
του ΝΑΤΟ και των γενικότερων ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών στην περιοχή.
Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι σε κάθε ιστορική φάση η πορεία του
«κυπριακού προβλήματος» συνδέεται με τους ενδοϊμπεριαλιστικούς
ανταγωνισμούς για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και την αξιοποίηση της
στρατηγικής γεωγραφικής θέσης της Κύπρου. Ιδιαίτερη ευθύνη έχουν οι
αστικές τάξεις της Βρετανίας, της Τουρκίας, της Ελλάδας και της Κύπρου,
ενώ στη δημιουργία, τη διατήρηση και την όξυνση του κυπριακού
προβλήματος ισχυρή εμπλοκή και ευθύνες έχουν οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ.
Τo
κυπριακό πρόβλημα έχει περάσει σε νέα φάση όξυνσης λόγω των
ιμπεριαλιστικών πολεμικών επιχειρήσεων στην περιοχή και των
ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων γύρω από τους αγωγούς πετρελαίου και
φυσικού αερίου, τους δρόμους διακίνησης εμπορευμάτων κ.ά.
Οι
συστηματικές παρεμβάσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ για να επισπευθούν οι
συνομιλίες και να υπογραφεί συμφωνία, στοχεύουν στη δημιουργία
τετελεσμένων με στόχο να ανοίξει ο δρόμος για την εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων του νησιού23
προς όφελος των συμφερόντων των αστικών τάξεων και των ευρωατλαντικών
σχεδιασμών. Έχουν στόχο να αξιοποιηθεί η γεωστρατηγική θέση της Κύπρου
στον ανταγωνισμό με τη Ρωσία στις συνθήκες της όξυνσης των γενικότερων
ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Οι εξελίξεις είναι πολύ
επικίνδυνες. Οι ανταγωνισμοί οξύνονται και αφορούν το ποιοι ενεργειακοί
σχεδιασμοί θα επικρατήσουν για την εκμετάλλευση και μεταφορά του
κυπριακού φυσικού αερίου κι άλλων πηγών στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο προς
την Ευρώπη.24
Η κατάσταση περιπλέκεται από την προσέγγιση Τουρκίας-Ισραήλ25,
τους σχεδιασμούς της Ελλάδας και της Κύπρου με το Ισραήλ και την
Αίγυπτο. Σε όλους αυτούς τους σχεδιασμούς εμπλέκονται οι μονοπωλιακοί
όμιλοι: DELEK, EXXONMobil-QATAR PETROLEUM, ENI-TOTAL, STATOIL κ.ά.
Στο
βασικό ντοκουμέντο των δικοινοτικών συνομιλιών, την Κοινή Ανακοίνωση
Αναστασιάδη - Έρογλου της 11ης Φλεβάρη 2014 η οποία επιβεβαιώθηκε και
από τον κ. Ακιντζή, το προωθούμενο «σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού»
προβλέπει τη δημιουργία δύο Συνιστώντων Κρατών και, παρά τις προσπάθειες εξωραϊσμού των υποστηρικτών του, η λύση αυτή είναι διχοτομική, πολύ επικίνδυνη.
Στη πράξη –όπως έγινε και με το σχέδιο Ανάν26–
η διχοτόμηση περνάει μέσα από τη λεγόμενη Δικοινοτική Διζωνική
Ομοσπονδία (ΔΔΟ), η οποία από «επώδυνος συμβιβασμός» όπως χαρακτηρίστηκε
από κυπριακά και ελληνικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του ΑΚΕΛ,
αντιμετωπίστηκε στη συνέχεια ως θέση αρχών.
Οι
υποστηρικτές του νέου σχεδίου Ανάν, προκειμένου να χειραγωγήσουν τον
κυπριακό λαό, χρησιμοποιούν διάφορα ψεύτικα διλήμματα και μεταξύ αυτών
το «Διχοτόμηση ή Ομοσπονδία»27.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι δηλώσεις του Προέδρου των ΗΠΑ
(15 Νοέμβρη 2016), του αντιπροέδρου Μπάιντεν (24 Νοέμβρη 2016) και του
υπουργού Εξωτερικών Κέρι (30 Σεπτέμβρη 2016), καθώς και των εκπροσώπων
της ΕΕ. Όλες αυτές οι παρεμβάσεις εκθειάζουν τη Δικοινοτική Διζωνική Ομοσπονδία.
Στην
πράξη, δεν πρόκειται για Ομοσπονδία, όπως προβάλλεται προς τους
Κύπριους εργαζόμενους, αλλά για μία Συνομοσπονδία δύο κρατών, τα οποία
θα έχουν τη δική τους εδαφική ακεραιότητα, τα δικά τους σύνορα και
κυριαρχία, το δικό τους Σύνταγμα, Βουλή και κυβέρνηση, τη δική τους
εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Με αυτόν τον τρόπο ακυρώνονται οι
αρχές για μία Κυριαρχία, μία Ιθαγένεια και μία Διεθνή Προσωπικότητα, ενώ
καθίστανται χωρίς υπόσταση τα συνθήματα που μιλούν για την ένωση του
νησιού.
Παρά
τους συμβιβασμούς που έχει κάνει η ελληνοκυπριακή πλευρά, η τουρκική
κυβέρνηση και η τουρκοκυπριακή ηγεσία συνεχίζουν τις προκλήσεις,
αμφισβητούν τον ίδιο το χαρακτήρα της Κυπριακής Δημοκρατίας, την ΑΟΖ του
νησιού, απειλούν για τη συνέχιση της κατοχής, ακόμα και για προσάρτηση
των κατεχόμενων περιοχών στην Τουρκία.
Το
τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος –συνδεδεμένο με ισχυρούς δεσμούς με το
τουρκικό αστικό κράτος– θα εφαρμόζει τη δική του εξωτερική πολιτική κι
αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό με το παράδειγμα της στάσης που θα
κρατήσει, π.χ., απέναντι στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, στις τουρκικές
αμφισβητήσεις και τις γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο ή στις προκλήσεις του
Προέδρου Ερντογάν για την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λοζάνης.
Επί
της ουσίας, η διχοτομική λύση του Κυπριακού συνιστά διεθνή ανησυχητική
εξέλιξη, γιατί εκτός του ότι δεν εγγυάται βιώσιμη λύση υπέρ του λαού της
Κύπρου, στην πράξη μπορεί να συνδεθεί με νέα όξυνση των αντιθέσεων στην
Ανατολική Μεσόγειο, με πολύ αρνητικές συνέπειες για τους λαούς στην
περιοχή.
Η
προβολή των ΗΠΑ, της Ρωσίας ή της Ελβετίας ως παραδείγματα ομόσπονδων
κρατικών οντοτήτων για να δικαιολογηθεί η επιλογή της ΔΔΟ στην Κύπρο δεν
έχουν καμιά απολύτως σχέση με τις συνθήκες και την πορεία δημιουργίας
του κυπριακού προβλήματος.28
Το
ΚΚΕ, το οποίο είχε υιοθετήσει τη θέση της Δικοινοτικής Διζωνικής
Ομοσπονδίας ως συμβιβασμό εκφράζοντας και την αλληλεγγύη του στο ΑΚΕΛ,
εξέτασε προσεκτικά τις εξελίξεις, ιδιαίτερα το διχοτομικό Σχέδιο Ανάν
και την αποκαλούμενη λύση των Δύο Συνιστώντων Κρατών, και αποφάσισε να
προσδιορίσει τη θέση του στη βάση των νέων δεδομένων.
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΟΙΝΟΤΙΚΗ, ΔΙΖΩΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ
Η
τουρκική αστική τάξη προσπάθησε σχεδιασμένα να διαμορφώσει τετελεσμένα
για τη δημιουργία δύο κρατών, αξιοποιώντας τα προβλήματα των συμφωνιών
Ζυρίχης-Λονδίνου29,
τη θέση για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, τη δράση εθνικιστικών
δυνάμεων και από τις δύο πλευρές. Οι τουρκικές επιδιώξεις ολοκληρώθηκαν
με την τουρκική εισβολή και κατοχή τον Ιούλη του 197430,
μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα που οργανώθηκε στην Κύπρο με ευθύνη της
Χούντας και τη συνένοχη στάση των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της Βρετανίας.
Κατά
τη δεκαετία του ’60 χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της συγκρότησης θυλάκων
και μεταφέρθηκαν Τουρκοκύπριοι σε συγκεκριμένες περιοχές για τη
διαμόρφωση εδαφικής τουρκοκυπριακής ζώνης.
Η
πορεία προς το γεωγραφικό διαχωρισμό ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια και
μετά τη Διάσκεψη του Λονδίνου το 1964, όπου τέθηκε καθαρότερα στις
θέσεις της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων ότι: «Η Ομοσπονδιακή
Δημοκρατία της Κύπρου πρέπει να συγκροτηθεί, από την τουρκοκυπριακή
κοινότητα και την ελληνοκυπριακή κοινότητα, εγκατεστημένες σε δύο
χωριστές γεωγραφικές περιοχές…»31.
Ο Μακάριος, απαντώντας στην τουρκοκυπριακή θέση για Ομόσπονδο Κράτος, ανέφερε πως: «Η
εισήγηση της τουρκικής κυβέρνησης για την ίδρυση Ομοσπονδίας ήταν
ισοδύναμη με διχοτόμηση της Κύπρου. Μια τέτοια λύση δεν ήταν ούτε
πρακτική, ούτε εφαρμόσιμη»32.
Ο εκπρόσωπος του γ.γ. του ΟΗΕ Γκάλο Πλάζα, στην έκθεση που υπέβαλε στις 26 Μάρτη 1965, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «η
τουρκοκυπριακή ηγεσία επιδίωκε ένα γεωγραφικό διαχωρισμό των
Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων (που ζούσαν ανάμεικτα σ’ ολόκληρο το
νησί), με την πρόφαση ότι η πορεία των γεγονότων απέδειξε ότι οι δύο
κοινότητες δεν μπορούσαν πια να ζήσουν μαζί ειρηνικά. Για την πραγμάτωση
αυτού του σχεδίου, οι Τουρκοκύπριοι πρότειναν την αναγκαστική
μετακίνηση μεγάλου αριθμού κατοίκων και των δύο κοινοτήτων, σε τρόπο που
να σχηματιστεί μια καθαρά τουρκοκυπριακή και μια καθαρά ελληνοκυπριακή
περιοχή»33. Ο Γκάλο Πλάζα «πίστευε
ότι μια τέτοια λύση θα κατέληγε μοιραία στη δημιουργία ενός νέου,
ευπαθούς συνόρου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που, με τον οξύ
συναισθηματισμό των δύο πλευρών, θα οδηγούσε τις δύο χώρες σε πόλεμο,
θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια»34.
Ο
Τουρκοκύπριος ηγέτης Ντενκτάς, σε συνέντευξή του στο τουρκοκυπριακό
περιοδικό «Olay» (16 Ιούλη 1979), έδωσε το δικό του ορισμό για τη
Διζωνική Ομοσπονδία: Η έννοια της Διζωνικής είναι ότι «είμαι κράτος
με δική μου επικράτεια σαν ένα από τα δύο Ομόσπονδα Κράτη. Είμαι
κυρίαρχο σε πολλά θέματα εντός της επικράτειας αυτής, η κυριαρχία μου
είναι απόλυτη και κανείς δεν μπορεί να μου την πάρει»35.
Μετά
την εισβολή, το τουρκικό κράτος δούλεψε συστηματικά για να περάσει η
θέση της ΔΔΟ και πέτυχε να περιληφθεί η θέση αυτή –ως συμβιβασμός στα
υλικά των συνομιλιών υψηλού επιπέδου κυρίως το 1979 ως βάση εκ μέρους
τους, για διχοτομική, συνομοσπονδιακή λύση, για λύση που θα περιλαμβάνει
δύο κράτη. Το 1983 ανακηρύχτηκε η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας
Κύπρου» και το ψευδοκράτος αξιοποιήθηκε και πάλι για τη δημιουργία
τετελεσμένων.
Η ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ, ΛΑΪΚΗΣ ΠΑΛΗΣ
Μετά
το 1974 υποβαθμίστηκε σταδιακά η εργατική, λαϊκή πάλη και
καλλιεργήθηκαν αυταπάτες για το ρόλο των ΗΠΑ, της Βρετανίας και άλλων
ισχυρών καπιταλιστικών κρατών. Επί της ουσίας πέρασε κλίμα αναμονής για
λύση από τα «πάνω», παρά το γεγονός ότι έγινε από νωρίς φανερό ότι το
κυπριακό πρόβλημα χρησιμοποιήθηκε ως «μπαλάκι» στους
ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Οι πολιτικές ευθύνες είναι μεγάλες,
γιατί παρουσιάστηκε ως σωτήρια επιλογή η ένταξη στην ΕΕ και κατ’
επέκταση το «κοινοτικό κεκτημένο». Και όλα αυτά, ενώ αποκαλύφτηκε πολύ
γρήγορα ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ όχι μόνο δεν οδήγησε στην
εξασφάλιση ενιαίας κρατικής κυπριακής οντότητας προς όφελος συνολικά του
λαού της, όπως ισχυρίζονταν οι υποστηρικτές της ευρωπαϊκής
λυκοσυμμαχίας, αλλά εκ των πραγμάτων αποδείχτηκε ότι είναι πρόσθετος
παράγοντας δυσκολιών και εκβιασμών.
ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ;
Πρόσφατα,
στις 7-11 Νοέμβρη 2016, οι δικοινοτικές συνομιλίες μεταφέρθηκαν και
πραγματοποιήθηκαν εν μέσω τυμπανοκρουσιών στο Μοντ Πελεράν της Ελβετίας.
Βασικοί στόχοι, όπως ανακοινώθηκε, ήταν η επίτευξη ή ολοκλήρωση των
συγκλίσεων στα κεφάλαια που αφορούν τη διακυβέρνηση36,
το περιουσιακό, την οικονομία, την ΕΕ, η κατάληξη των δύο πλευρών για
το εδαφικό ζήτημα, η επίτευξη συμφωνίας πάνω στο χάρτη, κι αυτό ως
προϋπόθεση για να ακολουθήσει η συζήτηση για το κεφάλαιο της Ασφάλειας
και των Εγγυήσεων.
Όπως ανακοίνωσε σε συνέντευξή του ο Πρόεδρος της Κύπρου Ν. Αναστασιάδης «οι διαπραγματεύσεις θα επικεντρώνονταν κατά κύριο λόγο στο Εδαφικό37
και, για να επιτευχθεί πρόοδος, έπρεπε να συμφωνηθούν με ακρίβεια τα
κριτήρια τα οποία θα αποτυπώνονταν σε χάρτες, ενώ ταυτόχρονα και εφόσον
επιτυγχανόταν τούτο, θα οριζόταν ημερομηνία για σύνοδο πολυμερούς
διάσκεψης»38.
Σύμφωνα
με τον Ν. Αναστασιάδη, κατά τις διαπραγματεύσεις στο Μοντ Πελεράν
συμφωνήθηκε πως τα τρία βασικά κριτήρια που θα καθόριζαν την επιτυχή
έκβαση του διαλόγου θα ήταν: (α) Η έκταση του εδάφους της
τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας μετά τις εδαφικές αναπροσαρμογές,
(β) ο αριθμός των προσφύγων που θα επέστρεφαν υπό ελληνοκυπριακή
διοίκηση και (γ) η έκταση της ακτογραμμής που θα περιέβαλλε την περιοχή
της κάθε Πολιτείας.
Όπως
έγινε γνωστό, κατά τη διάρκεια των συναντήσεων επιτεύχθηκε καταρχήν
συμφωνία στην έκταση του τουρκοκυπριακού συνιστώντος κράτους που θα
κυμαινόταν μεταξύ 28,2% και 29,2%, ενώ για την επιστροφή των προσφύγων
συμφωνήθηκε καταρχήν ότι αυτοί θα κυμαίνονταν ανάμεσα στους 78.247
(ελάχιστο) και τους 94.484 (μέγιστο), με υποχώρηση της ελληνοκυπριακής
πλευράς στις 92 χιλιάδες.
Αλλά, όπως δήλωσε ο Ν. Αναστασιάδης, «η
τουρκοκυπριακή πλευρά, κατ’ αντίθεση με τα όσα συμφωνήθηκαν για την
έκταση του εδάφους της τουρκοκυπριακής πολιτείας, πρότεινε καταρχήν πως ο
αριθμός των Ελληνοκυπρίων που θα επέστρεφαν δε θα έπρεπε να υπερβαίνει
τις 55 χιλιάδες, με υποχώρηση στις 65 χιλιάδες».
Όπως
αναφέρθηκε στη σχετική συνέντευξη, ο Πρόεδρος της Κύπρου απέρριψε την
πρόταση αυτή ως απαράδεκτη. Όμως, παρά την έλλειψη συμφωνίας στο Εδαφικό
–συμφωνία που η ελληνοκυπριακή πλευρά έθετε ως απαρέγκλιτο όρο–, λίγες
μόλις μέρες μετά ανακοινώθηκε ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα για νέο γύρο
συνομιλιών στη Γενεύη από 9 έως 11 Γενάρη και έναρξη «Διεθνούς
Διάσκεψης» στις 12 Γενάρη.
Επί
της ουσίας, πρόκειται για επικίνδυνη εξέλιξη που ομολογεί ισχυρές
παρεμβάσεις για (πάση θυσία) διχοτομική λύση στη βάση του Σχεδίου Ανάν
και σε αυτό εντάσσονται και οι προσπάθειες αποκλεισμού της «Κυπριακής
Δημοκρατίας» από τη Διεθνή Διάσκεψη, στο όνομα της εκπροσώπησης του
νησιού από τις «δύο κοινότητες».
Αλλά
δεν είναι μόνο αυτό. Ήδη έχει δημοσιευτεί ότι ο αμερικανικός παράγοντας
και ειδικότερα η υφυπουργός Εξωτερικών κ. Νούλαντ μιλάει για τη
διατήρηση κατοχικών δυνάμεων προβάλλοντας, π.χ., τη δημιουργία τουρκικής
στρατιωτικής βάσης στην Κύπρο39.
Δημοσιεύματα επίσης αναφέρονται σε χρονοδιαγράμματα «απομάκρυνσης», αλλά
επί της ουσίας παραμονής των κατοχικών δυνάμεων για πέντε (5) ή ακόμα
και για δέκα (10) χρόνια! Παράλληλα εξετάζονται κι άλλες εκδοχές, μεταξύ
των οποίων η συγκρότηση αστυνομικής δύναμης (κοινοτικής, ομοσπονδιακής
και διεθνούς) στο ρόλο του τοποτηρητή-εγγυητή (για ακόμα μία φορά) μιας
αντιλαϊκής λύσης.
ΒΑΣΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΚΚΕ
Το
έδαφος πάνω στο οποίο στηρίζεται η θέση του ΚΚΕ είναι τα ενιαία
συμφέροντα του εργαζόμενου λαού της Κύπρου, η αναγκαιότητα συντονισμού
της πάλης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων της Κύπρου, της
Τουρκίας και της Ελλάδας, η εξάλειψη των συνεπειών της κατοχής στην
προοπτική της απελευθέρωσης από τα δεσμά της καπιταλιστικής
εκμετάλλευσης. Συγκεκριμένα, η θέση του ΚΚΕ για το κυπριακό πρόβλημα
καθορίζεται από τους ακόλουθους άξονες:
Το
ΚΚΕ τάσσεται υπέρ της αποχώρησης των κατοχικών και όλων των άλλων ξένων
στρατιωτικών δυνάμεων από την Κύπρο και γενικότερα υποστηρίζει την
εξάλειψη των συνεπειών της τουρκικής κατοχής, το σταμάτημα του
εποικισμού, το δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων στις εστίες τους και
την αποχώρηση εποίκων, παίρνοντας υπόψη κοινωνικά, ανθρωπιστικά
κριτήρια.
Υποστηρίζει το κλείσιμο των βρετανικών βάσεων και την κατάργηση του καθεστώτος που απολαμβάνουν τόσα χρόνια.
Το
ΚΚΕ θεωρεί πως η πάλη της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, πρέπει
να κατευθύνεται στο στόχο για μια Κύπρο στην οποία αφέντης θα είναι ο
λαός της, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, Αρμένιοι, Λατίνοι και
Μαρωνίτες. Μια Κύπρο Ενιαία, Ανεξάρτητη, με Μία και Μόνη Κυριαρχία, μία
Ιθαγένεια και Διεθνή Προσωπικότητα, χωρίς ξένες βάσεις και στρατεύματα,
χωρίς ξένους εγγυητές και προστάτες.
Για το ΚΚΕ Κύπρος Ενιαία σημαίνει:
Ενιαία Κρατική Συγκρότηση: Ενα κράτος και όχι δύο κράτη.
Δικαίωμα
στην ελεύθερη διακίνηση, εγκατάσταση και διαμονή εργατικών - λαϊκών
οικογενειών σε όλες τις περιοχές του νησιού, χωρίς όρους και δεσμεύσεις,
ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για Τουρκοκύπριους, Ελληνοκύπριους,
Αρμένιους, Μαρωνίτες ή Λατίνους.
Εξασφάλιση
των εργασιακών, ασφαλιστικών, κοινωνικών δικαιωμάτων χωρίς διακρίσεις,
με σεβασμό στο δικαίωμα να μιλούν τη γλώσσα τους, να μορφώνονται τα
παιδιά τους, με σεβασμό στις θρησκευτικές επιλογές και πολιτιστικές
παραδόσεις.
Στη
βάση αυτή, η θέση του ΚΚΕ για Κύπρο Ενιαία αντιπαλεύει τον εθνικισμό
και την γκετοποίηση που προκαλεί η «διζωνικότητα» και τα δύο συνιστώντα
κράτη και εκφράζει την αναγκαιότητα της ενιαίας οργάνωσης και της κοινής
πάλης της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων της Κύπρου
Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων, Αρμένιων, Λατίνων και Μαρωνιτών ενάντια
στην αστική τάξη, ενάντια στην ΕΕ, το ΝΑΤΟ.
Η
σύγκρουση με την καπιταλιστική εκμετάλλευση και την αντιμετώπιση της
επιθετικότητας του κεφαλαίου, η διεκδίκηση στόχων πάλης που υπηρετούν
τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες –πολύ περισσότερο σήμερα, στις σύνθετες
συνθήκες των οξυμμένων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και των
ιμπεριαλιστικών πολέμων στην περιοχή μας– απαιτούν αξιοποίηση της πείρας
που έχει συγκεντρωθεί, ενίσχυση του προλεταριακού διεθνισμού και του
συντονισμού της πάλης της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων της
Ελλάδας, της Τουρκίας, της Κύπρου και των άλλων χωρών της περιοχής.
Συνολικά,
η κοινή συντονισμένη πάλη της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων
στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Τουρκία και άλλων λαών της περιοχής πρέπει
να κατευθύνεται ενάντια στα μονοπώλια και το εκμεταλλευτικό σύστημα και
να έχει ως κατεύθυνση την εργατική, λαϊκή εξουσία και την
κοινωνικοποίηση του πλούτου τους, την αποδέσμευση από τους
ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, τη διαμόρφωση των
συνθηκών για διεθνείς σχέσεις που θα στηρίζονται στο αμοιβαίο όφελος.
Αυτή είναι η βάση για ισότιμες οικονομικές σχέσεις προς όφελος των λαών
διαφορετικών κρατικών οντοτήτων.
Η
πρόταση του ΚΚΕ απαντά με συνέπεια στα τωρινά επείγοντα προβλήματα,
ανοίγει δρόμο και δίνει προοπτική στην πάλη του κυπριακού λαού.
Οι
κατάπτυστες συκοφαντίες περί εθνικισμού δεν μπορούν να σπιλώσουν το ΚΚΕ
και την ιστορία του και οι δυνάμεις που το επιχειρούν έχουν εκτεθεί ήδη
ανεπανόρθωτα. Το ΚΚΕ συγκρούεται με τον αστικό εθνικισμό που εκφράζει
μόνο τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Το γεγονός ότι αστικά κόμματα και
θύλακες του αστικού κράτους είχαν και έχουν κάθε συμφέρον να καλλιεργούν
στους λαούς την εθνικιστική και σοβινιστική αντιπαράθεση και μίσος ώστε
να διευκολύνονται κάθε φορά οι δικοί τους σχεδιασμοί, στο φόντο των
ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ή σε άλλες περιπτώσεις να καλλιεργούν
τον αστικό κοσμοπολιτισμό, δεν πρέπει να αποπροσανατολίσει του λαούς.
Και οι δύο αυτές επιλογές (διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος)
υπηρετούν τελικά τη διχοτόμηση με συγκαλυμμένη ή ανοιχτή μορφή.
Ο
κάθε λογικός άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει ότι ο εθνικισμός πλήττεται
με την πολιτική που εναντιώνεται στο γκέτο και την περιχαράκωση, που
διαμορφώνει η πολιτική των δύο κρατών, η οποία αναπαράγει κάθε λογής
διακρίσεις και εμπόδια στην κοινή πάλη του κυπριακού λαού.
Το
ΚΚΕ ήταν η μοναδική πολιτική δύναμη στην Ελλάδα που καταδίκασε
αποφασιστικά το συνομοσπονδιακό, διχοτομικό σχέδιο Ανάν και στήριξε το
ΟΧΙ του κυπριακού λαού στο σχετικό δημοψήφισμα τον Απρίλη του 2004. Οι
μνήμες είναι νωπές. Η υποστήριξη του Σχεδίου Ανάν από πολιτικές δυνάμεις
της Κύπρου, π.χ. ΔΗΣΥ, αλλά και οι ταλαντεύσεις άλλων δυνάμεων, σε
συνδυασμό με τη φιλο-Ανάν πολιτική του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ (εν μέσω
αντιφάσεων) και το φανατισμό του Συνασπισμού, δεν παραγράφονται.
ΚΡΙΣΕΙΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ
Τόσο
από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όσο και από άλλα αστικά κόμματα και
αναλυτές έγινε προσπάθεια υποτίμησης των δηλώσεων Ερντογάν για την
αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λοζάνης και του μηνύματος που εξέπεμψαν. Η
απόδοση αυτών των απειλών σε λόγους εσωτερικής κατανάλωσης δεν είναι
αντικειμενική, εγκυμονεί κίνδυνο εφησυχασμού και παραπλάνησης του λαού
μας, υποτιμώντας τον επιθετικό ρόλο της τουρκικής αστικής τάξης και τις
αντιθέσεις της με την αστική τάξη της Ελλάδας, στο πλαίσιο των
γενικότερων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Υποτιμά, επίσης, την πείρα
τόσο των τελευταίων δεκαετιών όσο και του τελευταίου διαστήματος.40
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ-ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Μετά
το πραξικόπημα που οργάνωσε στην Κύπρο στις 15 Ιούλη 1974 η στρατιωτική
δικτατορία με επικεφαλής τον Ιωαννίδη (ο οποίος είχε έρθει στη θέση του
Γ. Παπαδόπουλου στις 25 Νοέμβρη 1973) και την ανατροπή του Προέδρου
Μακαρίου, τα τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν στις 20 Ιούλη 1974 και
επέβαλαν κατοχή στο 37% του νησιού. Το αποτέλεσμα ήταν και παραμένει
οδυνηρό. Εκδιώχτηκαν από τα σπίτια τους περίπου 200.000 Ελληνοκύπριοι
και οδηγήθηκαν στην προσφυγιά, οι νεκροί ξεπέρασαν τις 4.000, ενώ 1.619
καταγράφηκαν ως αγνοούμενοι. Το δικτατορικό καθεστώς, λίγο πριν την
πτώση του και τον ενδοαστικό συμβιβασμό που έφερε τον Κ. Καραμανλή ως
πρωθυπουργό στην Ελλάδα, κήρυξε γενική επιστράτευση.
Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 1976
Η
πρώτη απόπειρα της Τουρκίας για έρευνες για κοιτάσματα πετρελαίου στο
Αιγαίο –κυρίως σε τμήματα της υφαλοκρηπίδας που οι ελληνικές αρχές
θεωρούσαν ελληνικά– πραγματοποιήθηκε το Μάη του 1974 από το υδρογραφικό
πλοίο «Τσανταρλί». Αυτό συνεχίστηκε το 1975 με το υδρογραφικό πλοίο
«ΧΟΡΑ». Το καλοκαίρι του 1976, η Ελλάδα και η Τουρκία φτάνουν στα όρια
της πολεμικής αναμέτρησης. Αφορμή, αυτήν τη φορά, ήταν η πραγματοποίηση
ερευνών από το τουρκικό σκάφος «Χόρα» στο Αιγαίο κι ενώ στις αρχές του
χρόνου είχαν εντοπιστεί κοιτάσματα πετρελαίου στον Πρίνο, στη Θάσο. Οι
παραβιάσεις που κάνει το «Χόρα» (στις 6 και 7 Αυγούστου 1976) επί της
υφαλοκρηπίδας που θεωρείται ελληνική προκάλεσε μεγάλη ένταση. Η
κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προχώρησε σε σειρά διπλωματικών
παρεμβάσεων στον ΟΗΕ και προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης,
ζητώντας την πολιτική καταδίκη της Τουρκίας και τη λήψη ασφαλιστικών
μέτρων (τα οποία απορρίφτηκαν), ενώ ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας
Παπανδρέου απευθύνθηκε στην κυβέρνηση της ΝΔ με το γνωστό: «Βυθίσατε το
“Χόρα”». Οι έρευνες του «Χόρα» προκάλεσαν συναγερμό στις ελληνικές
ένοπλες δυνάμεις.
Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ ΤΟΥ 1987
Η
Τουρκία απέστειλε στο Αιγαίο το «ΣΙΣΜΙΚ», όπως είχε μετονομαστεί το
«Χόρα». Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις τέθηκαν σε ύψιστη ετοιμότητα, με
τη διαταγή να βυθιστεί το «ΣΙΣΜΙΚ» σε περίπτωση που έμπαινε στην
ελληνική υφαλοκρηπίδα για έρευνες. Η Τουρκία κινητοποίησε τις μονάδες
της 1ης Στρατιάς στη Θράκη, τους πεζοναύτες και την 4η Στρατιά στα
παράλια της Μικράς Ασίας. Σημαντικός αριθμός πλοίων του τουρκικού στόλου
ήταν σε ετοιμότητα στη θάλασσα του Μαρμαρά. Ο τότε αρχηγός Στόλου
Χρήστος Λυμπέρης αναφέρει στο βιβλίο του «Πορεία σε ταραγμένες θάλασσες»
ότι «…στο Αιγαίο η Ελλάδα παρέταξε όλο σχεδόν το στόλο της. Τουλάχιστον
60 μεγάλα και μικρά πολεμικά σκάφη περιπολούσαν με διαταγές για χρήση
των όπλων προκειμένου να παρεμποδισθεί αμφισβήτηση της ελληνικής
υφαλοκρηπίδας».
Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΙΜΙΩΝ ΤΟ 1996
Το
διάστημα Δεκέμβρης 1995 - Γενάρης 1996 εκδηλώθηκε η κρίση των Ιμίων με
επίκεντρο τα προβλήματα της Έρευνας και Διάσωσης. Το βράδυ της 25ης
Δεκέμβρη το φορτηγό πλοίο «Φιγκέτ Ακάτ» υπό τουρκική σημαία προσάραξε
στις βραχονησίδες των Ιμίων. Στις 28 Δεκέμβρη, το τουρκικό υπουργείο
Εξωτερικών με ρηματική διακοίνωσή του χαρακτήρισε τις βραχονησίδες των
Ιμίων (αναφέροντάς τες ως Καρντάκ) ως αναπόσπαστο τμήμα της Τουρκίας.
Στις 22 Γενάρη, ο δήμαρχος Καλύμνου ύψωσε την ελληνική σημαία και στις
27 Γενάρη αποβιβάστηκε στα Ίμια ομάδα Τούρκων που εμφανίστηκαν ως
δημοσιογράφοι της εφημερίδας «Χουριέτ», οι οποίοι αφαίρεσαν την ελληνική
σημαία και σήκωσαν την τουρκική. Στη συνέχεια, ελληνική τορπιλάκατος
αφαίρεσε την τουρκική σημαία και σήκωσε την ελληνική. Ομάδα Υποβρύχιων
Καταστροφών (ΟΥΚ) εγκαταστάθηκε στα Ανατολικά Ίμια και στα Δυτικά Ίμια
αποβιβάστηκε ομάδα τουρκικών ειδικών δυνάμεων.
«…Τα
ξημερώματα της Τρίτης, 3 Ιανουαρίου, διατάσσεται η διασπορά των πλοίων
του Στόλου μας, η Αεροπορία λαμβάνει διάταξη μάχης και οι Μονάδες
Καταδρομών τίθενται σε ετοιμότητα. Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ αναλαμβάνει την
επιχειρησιακή διοίκηση Δυνάμεων και των τριών κλάδων. Τα μεσάνυχτα της
ημέρας εκείνης οι Ένοπλες Δυνάμεις μας, για μια ακόμα φορά σε διάστημα
δέκα ετών, βρίσκονται “επί ποδός πολέμου”, έτοιμες και αποφασισμένες να
αντιμετωπίσουν κάθε ενδεχόμενο και να αντιδράσουν σε οποιοδήποτε χτύπημα
στο Αιγαίο ή αλλού […] Οι ναυτικές μας Δυνάμεις στοχοποιούν
όλα τα τουρκικά πλοία στην περιοχή των Ιμίων. Οι Μοίρες μαχητικών
μπαίνουν σε κατάσταση άμεσης απογείωσης και σχηματισμοί αεροσκαφών
αεράμυνας αρχίζουν περιπολίες στην περιοχή της Δωδεκανήσου»41.
Στην
κρίση των Ιμίων έγινε αμερικανική «μεσολάβηση» και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ
και πρωθυπουργός Κ. Σημίτης είπε το γνωστό: «ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΤΙΣ ΗΠΑ»!
Η
κρίση των Ιμίων συνέχισε και ενέτεινε μια παράδοση υποχωρήσεων των
ελληνικών κυβερνήσεων. Αυτό καταγράφηκε στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη
τον Ιούλη του 1997, κατά τη διάρκεια της οποίας η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με
πρωθυπουργό τον Κ. Σημίτη υπέγραψε με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας
Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ τη «Συμφωνία της Μαδρίτης», στην οποία αναγνωρίστηκε
πως η Τουρκία έχει «νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα»
στο Αιγαίο. Ενώ, στην ίδια κατεύθυνση με πρωταγωνιστή και πάλι την
κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, στη Σύνοδο κορυφής της ΕΕ το 1999 υπογράφηκε η
«Συμφωνία του Ελσίνκι», με την οποία άνοιξε ο δρόμος για την ένταξη της
Τουρκίας στην ΕΕ και αναγνωρίστηκε η αξίωση της αστικής της τάξης περί «συνοριακών διαφορών» –πέραν του προβλήματος της υφαλοκρηπίδας– με πρόβλεψη την παραπομπή τους στο Δικαστήριο της Χάγης.
Το
Μάη του 2006, σε επιχείρηση αναχαίτισης τουρκικών F-16, έγινε σύγκρουση
τουρκικού με ελληνικό F-16, όπου σκοτώθηκε ο σμηναγός Ηλιάκης. Και από
αυτό το γεγονός εξάγεται το πολύ σημαντικό συμπέρασμα ότι οι
συστηματικές παραβιάσεις του Ελληνικού Εναέριου Χώρου, οι υπερπτήσεις
πάνω από τα νησιά, οι εμπλοκές και οι οπλισμένοι σχηματισμοί αεροσκαφών
ενέχουν μεγάλους κινδύνους για τραγωδίες με σοβαρές πολιτικές και
στρατιωτικές επιπτώσεις.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΝΑΤΟ, ΤΩΝ ΗΠΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΕ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Οι
επεμβάσεις των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην πορεία των ελληνοτουρκικών
σχέσεων μαρτυρούν πόσο επικίνδυνος είναι ο ρόλος τους στην περιοχή,
αφού αυτό που πρυτανεύει είναι η προώθηση των γενικότερων συμφερόντων
των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών και των επιδιώξεων των ιμπεριαλιστικών
κέντρων (ΝΑΤΟ - ΕΕ).
Η
Τουρκία και η Ελλάδα εντάχτηκαν στο ΝΑΤΟ το 1952 και για πολλά χρόνια
εκπλήρωσαν σημαντικό ρόλο στον ιμπεριαλιστικό-ΝΑΤΟϊκό καταμερισμό
ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης
στα Βαλκάνια και στην Α. Ευρώπη. Μετά την αντεπανάσταση, προσαρμόζονται
στο κάθε φορά ΝΑΤΟϊκό στρατιωτικοπολιτικό δόγμα, που προωθείται μέσω των
αποφάσεων των Συνόδων Κορυφής και των Συνόδων των υπουργών Άμυνας και
Εξωτερικών.
Βεβαίως,
στις κινήσεις των αστικών τάξεων της Ελλάδας και της Τουρκίας, αλλά και
στη στάση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, εκδηλώνονται αντιθέσεις,
διαφοροποιήσεις και γίνονται ελιγμοί, αλλά το βασικό είναι ότι
προωθείται συστηματικά η ΝΑΤΟϊκή γραμμή στους γενικότερους
ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, π.χ. στον ανταγωνισμό με τη Ρωσία
στην περιοχή μας. Η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή αποφάσισε το 1974 την
έξοδο της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, εκφράζοντας τη
δυσαρέσκεια της ελληνικής αστικής τάξης για το ρόλο των ΗΠΑ στην
τουρκική εισβολή-κατοχή στην Κύπρο και η κυβέρνηση της ΝΔ έλαβε απόφαση
επανένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ το 1980.
Από
την ίδρυσή του το 1949, το ΝΑΤΟ αξιοποιεί την πείρα που συγκεντρώνει
από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, από τις επιθέσεις κατά των λαών και
προσαρμόζεται συνεχώς. Αυτό ισχύει τόσο για την περίοδο που υπήρχε η
Σοβιετική Ένωση και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας42
όσο και στην περίοδο μετά την αντεπανάσταση. Σταθερός στόχος του είναι
να γίνεται πιο αποτελεσματικό στις επεμβάσεις του σε κάθε γωνιά του
πλανήτη, για να ανοίγει δρόμο στα αμερικανικά και ευρωπαϊκά μονοπώλια.
Προς εξυπηρέτηση αυτού του στόχου προσαρμόζει τα πολιτικο-στρατιωτικά
δόγματα και τη δομή του, γεγονός που επιφέρει συγκεκριμένες συνέπειες σε
κάθε περιοχή της δράσης αυτού του φονικού μηχανισμού που αποτελεί το
οπλισμένο χέρι του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού. Τα κυριαρχικά
δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο είναι θύμα του ΝΑΤΟϊκού ρόλου και
σχεδιασμού.
Τα γεγονότα που το αποδεικνύουν αυτό είναι πολλά:
Το
ΝΑΤΟ δίνει βάρος στον επιχειρησιακό έλεγχο του Αιγαίου, της Ανατολικής
Μεσογείου και της ευρύτερης περιοχής. Παρά το γεγονός ότι από το 1960
κιόλας η Στρατιωτική Επιτροπή του ΝΑΤΟ ταυτίζει τα θαλάσσια και τα
εναέρια σύνορα των κρατών-μελών με συνέπεια στις ΝΑΤΟϊκές επιχειρήσεις
στο Αιγαίο να μη γίνονται αποδεκτά τα 10 ν.μ. του Ελληνικού Εναέριου
Χώρου, μετά την επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ,
το 1980, με τη σχετική «Συμφωνία Ρότζερς»43, η κατάσταση στο Αιγαίο χειροτέρευσε.
Με
την επανένταξη της Ελλάδας στη λυκοσυμμαχία τέθηκαν νέοι όροι και
αναβαθμίστηκε ο ρόλος του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι
οι κανόνες του ΓΓ του ΝΑΤΟ Λουνς44
(«Luns Ruling») που εφαρμόζονται από τις αρχές της δεκαετίας του ’80
και προβλέπουν ότι η ευρωατλαντική συμμαχία «δεν αναμιγνύεται» σε
διμερείς διαφορές των μελών της, διαιωνίζοντας έτσι την πρακτική της
αμφισβήτησης των συνόρων. Με τις οδηγίες αυτές αποκλείεται, π.χ., η
Λήμνος από τις ΝΑΤΟϊκές ασκήσεις, ενώ με τη συνολική εφαρμογή των
ΝΑΤΟϊκών αποφάσεων προωθείται το «γκριζάρισμα» και διχοτομείται το
Αιγαίο στη βάση της νοητής γραμμής που χαράζει ο 25ος Μεσημβρινός.
Η
διαδικασία της καθιέρωσης του Ενιαίου Αμυντικού ΝΑΤΟϊκού χώρου (που
συνδέεται και με τη λογική της συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου) και η
κατάργηση των εθνικών ορίων επιχειρησιακής ευθύνης των κρατών-μελών
ισχυροποιήθηκε με τις κατευθύνσεις και τη στρατιωτική δομή που
αποφασίστηκε στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ τον Απρίλη του 1999 στην
Ουάσιγκτον και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με τις οδηγίες των
ευρωατλαντικών επιτελείων. Η Στρατηγική του ΝΑΤΟ και οι δομές που
αντιστοιχούν σ’ αυτή έτσι ώστε να μπορεί να κινείται οργανωμένα,
ταχύτατα και να παρεμβαίνει σε κάθε περιοχή της υδρογείου βασίζονται
στη συγκρότηση ευέλικτων στρατιωτικών δυνάμεων από τα κράτη-μέλη, που θα
υπηρετούν τη στρατηγική του ενιαίου επιχειρησιακού χώρου υπό τη
διοίκηση των ΝΑΤΟϊκών επιτελείων. Αυτόν το σχεδιασμό υπηρετεί, π.χ., το
«μνημόνιο συναντίληψης» μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της
ευρωπαϊκής διοίκησης του ΝΑΤΟ (SHAPE) που πέρασε η ΝΔ το 2009 στη Βουλή.
Τα
ΝΑΤΟϊκά επιτελεία αποφάσισαν στις 11 Φλεβάρη 2016 με ευθύνη και της
ελληνικής κυβέρνησης την αποστολή πολεμικών πλοίων στο Αιγαίο στο όνομα
του ελέγχου των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών (οι σχετικές
επιχειρήσεις άρχισαν από τις 9 Μάρτη 2016). Η ουσία είναι ότι η παρουσία
της «Μόνιμης ΝΑΤΟϊκής Ναυτικής Δύναμης 2» (Standing NATO Maritime Group
2) που συνεργάζεται με τη ναυτική δύναμη της ΕΕ45
με την επωνυμία «SOPHIA», αλλά και η ΝΑΤΟϊκή «αποστολή ασφαλείας»
(security mission) στην Ανατολική Μεσόγειο με την επωνυμία «Sea
Guardian» (πρώην επιχείρηση Active Endeavour)46
είναι μέρος της γενικότερης στρατιωτικής κινητοποίησης του ΝΑΤΟ και της
ΕΕ στην αντιπαράθεση με τη Ρωσία στο φόντο των πολεμικών επιχειρήσεων
στη Συρία, το Ιράκ και τη Λιβύη και στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών
στοχεύσεων στην περιοχή. Είναι κίνηση που ενισχύθηκε με τις αποφάσεις
της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία, τον Ιούλη του 2016, για την
αυξημένη ΝΑΤΟϊκή παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα,
αλλά και στα χερσαία σύνορα με τη Ρωσία στην Κεντρική και Ανατολική
Ευρώπη, για την οποία ήδη συγκροτούνται σύγχρονες στρατιωτικές μονάδες
με τη συμμετοχή περισσότερων από 4.000 στρατιωτών στην Πολωνία και τις
χώρες της Βαλτικής.
Η
καταγγελία του ΚΚΕ, που αποκάλυψε τους πραγματικούς λόγους της ΝΑΤΟϊκής
παρουσίας στο Αιγαίο, και η προειδοποίηση ότι αυτή θα γίνει όχημα
εκμετάλλευσης από την αστική τάξη της Τουρκίας και την τουρκική
κυβέρνηση έχει μεγάλη πολιτική σημασία. Αυτό επιβεβαιώνεται στην πράξη
από την ένταση των προκλήσεων αυτήν την περίοδο, αφού, σύμφωνα με τα
στοιχεία, οι παραβιάσεις της Τουρκίας σε βάρος του εναέριου και
θαλάσσιου χώρου της Ελλάδας διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα ή και
αυξήθηκαν.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΚΑΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΙ
Την
στιγμή που ο λαός μας στενάζει από τη φτώχεια, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ
συνεχίζει την παράδοση των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και
καταβάλλει πάνω από 4 δισ. ευρώ το χρόνο για τις ανάγκες του ΝΑΤΟ. Το
ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 2,4% του ΑΕΠ, με συνέπεια η Ελλάδα να
κατατάσσεται δεύτερη μετά τις ΗΠΑ στις στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό
του ΑΕΠ.47
Το συνολικό ποσό που έχουν καταβάλει οι ελληνικές κυβερνήσεις (εκτός
των προμηθειών και των σκανδάλων!) την περίοδο 2009-2016 για τις ανάγκες
του ΝΑΤΟ υπολογίζεται σε 38,8 δισ. ευρώ.
Η
ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει οδηγήσει σε μια πολύχρονη
κούρσα εξοπλισμών, από την οποία κερδίζουν δισ. δολάρια αμερικανικά,
γερμανικά, γαλλικά κ.ά. μονοπώλια. Υπάρχει μάλιστα κίνδυνος αυτή η
κούρσα να ανέλθει στο άμεσο μέλλον σε ακόμα ανώτερα επίπεδα, παίρνοντας
υπόψη ότι η Τουρκία παρήγγειλε στις ΗΠΑ 24 πανάκριβα μαχητικά αεροσκάφη
5ης γενιάς F-35, τα οποία θα παραλάβει μετά το 2018. Σύμφωνα με
δημοσίευμα48, ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι ο ακόλουθος:
Αποδεικνύεται
στην πράξη ότι η πολιτική που υπηρετεί τα συμφέροντα των μεγάλων
επιχειρηματικών ομίλων, των μονοπωλίων, εκδηλώνεται ενιαία με την
επίθεση ενάντια στα εργατικά-λαϊκά δικαιώματα στο εσωτερικό της χώρας
και με την εμπλοκή στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς στο διεθνές πεδίο.
Η εσωτερική και εξωτερική πολιτική είναι «νύχι - κρέας»,
αλληλοτροφοδοτούνται και αναπαράγονται πατώντας στην ίδια ταξική βάση.
Κανένα κόμμα δεν μπορεί να πατάει σε δύο βάρκες. Οι ελιγμοί και τα
προπαγανδιστικά τρικ δεν πάνε μακριά. Γρήγορα διαπιστώνεται ότι η ενιαία
εσωτερική-εξωτερική πολιτική θα υπηρετεί ή τα συμφέροντα του κεφαλαίου ή
της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Η
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει αποκαλυφθεί. Είναι φορέας της πολιτικής που
υπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου ενάντια στο λαό μας, βαδίζει στο
δρόμο που βάδισαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και
βρίσκεται σε στρατηγική σύμπλευση με τα άλλα αστικά κόμματα.
Η
βασική κατεύθυνση της κυβέρνησης και των αστικών κομμάτων είναι η
ενίσχυση της παρουσίας της Ελλάδας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις και
συμμαχίες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, μέσω των οποίων εντάσσεται στους
επικίνδυνους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, πολέμους και επεμβάσεις. Η
προσπάθεια του προπαγανδιστικού μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ να δώσει
προοδευτικό, φιλολαϊκό πρόσημο στη θέση περί «γεωστρατηγικής
αναβάθμισης» και «πολυδιάστατης πολιτικής» της χώρας είναι αβάσιμη και
παραπλανητική. Αυτό που καθορίζει τη στάση της κυβέρνησης στις διεθνείς
σχέσεις είναι η εκπροσώπηση της αστικής τάξης και η διαμόρφωση των όρων
για την επέκταση των δικών της συμφερόντων στο διεθνή ανταγωνισμό, για
την αναβάθμιση και κατάκτηση νέων θέσεων στο βαλκανικό χώρο, στο χώρο
της Μέσης Ανατολής, στην Ευρώπη, συνολικά στη διεθνή καπιταλιστική
αγορά. Αιχμές αυτής της προσπάθειας αυτήν την περίοδο είναι η ενεργειακή
αγορά και οι αγωγοί, το διαμετακομιστικό εμπόριο, γενικότερα οι
μεταφορές κ.ά.
Η
κυβερνητική πολιτική –αλλά και η πολιτική των άλλων αστικών κομμάτων
υπηρετεί τα συμφέροντα των μονοπωλίων και όχι των λαϊκών δυνάμεων. Αυτό
γίνεται τόσο μέσα από τις βασικές της συμμαχικές επιλογές με την ΕΕ, τις
ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, όσο και μέσα από τη συνεργασία της με τη Ρωσία, την
Κίνα, τις ΒRICS, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Ιορδανία ή την Κύπρο κ.ά.
Φυσικά, αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα, αλλά αποτελεί την ουσία των
διεθνών σχέσεων μέσα στον καπιταλισμό, όπου καθοριστικό στοιχείο
αποτελεί η οικονομική, πολιτική και στρατιωτική δύναμη της κάθε χώρας.
Οι
κινήσεις των αστικών δυνάμεων (παρά τους μικρομεγαλισμούς) υπολογίζουν
ότι η Ελλάδα κατέχει υποδεέστερη θέση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα με
πολιτικοστρατιωτικές εξαρτήσεις από τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Για το λόγο
αυτό, οι ελληνικές κυβερνήσεις δίνουν –στο όνομα της γεωστρατηγικής
αναβάθμισης της χώρας– «γη και ύδωρ» στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες σε
έναν πολύ επικίνδυνο ανταγωνισμό με την Τουρκία, γεγονός που οδηγεί σε
ολοένα μεγαλύτερη ενσωμάτωσή της στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς.
Έτσι, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ διαθέτει τη βάση της Σούδας49
που εκπληρώνει ιδιαίτερο ρόλο στα πολεμικά σχέδια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ,
διαθέτει τη βάση του Ακτίου για τα κατασκοπευτικά Ιπτάμενα Ραντάρ
(AWACS) και τις άλλες στρατιωτικές βάσεις και στρατηγεία του ΝΑΤΟ και
της ΕΕ –π.χ. στη Θεσσαλονίκη και στη Λάρισα αντίστοιχα– συγκροτεί,
εκπαιδεύει και προετοιμάζει για τις ιμπεριαλιστικές αποστολές τις
κατάλληλες στρατιωτικές μονάδες, κατά τα ΝΑΤΟϊκά πρότυπα.
Η
δημιουργία νέας ΝΑΤΟϊκής βάσης στην Κάρπαθο δεν είναι απλά μια θέση του
υπουργού Άμυνας Π. Καμμένου για να «καλοπιάσει» τις ΗΠΑ, αλλά αποτελεί
δείγμα της βασικής αντίληψης για την προσφορά της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ
στην ενίσχυση του ΝΑΤΟ. Η στήριξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στις
αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής στη Βαρσοβία, αλλά και στην υλοποίησή τους
μέσω των αποφάσεων στις συνόδους των υπουργών Άμυνας είναι πολύ
επικίνδυνη. Γιατί αυτό σημαίνει νέες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις σε βάρος
του λαού μας και των άλλων λαών. Σημαίνει εμπλοκή της Ελλάδας:
• Στην Πυραυλική Ασπίδα ενάντια στη Ρωσία.
• Στη δημιουργία της Δύναμης Αντίδρασης του ΝΑΤΟ (NATO Response Force - NRF).
• Στη Δύναμη Πολύ Υψηλής Ετοιμότητας (Very High Readiness Task - VJTF), γνωστής και ως «Αιχμή του Δόρατος».
•
Στη σύσταση των πολυεθνικών μονάδων Διοίκησης και Ελέγχου σε Βουλγαρία,
Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία και Ρουμανία, στο πλαίσιο του
έντονου ανταγωνισμού με τη Ρωσία.
Οι
θέσεις περί «γεωστρατηγικής αναβάθμισης» και «πολυδιάστατης εξωτερικής
πολιτικής» δεν είναι αποκλειστικό «προνόμιο» των αστικών ελληνικών
κυβερνήσεων και κομμάτων. Στην ίδια γραμμή κινείται η τουρκική, η
αλβανική (Μεγάλη Αλβανία) και οι άλλες κυβερνήσεις που περιστρέφονται
στο φαύλο κύκλο της υποστήριξης και προώθησης των αξιώσεων των αστικών
τάξεων. Η στρατηγική της αναβάθμισης του ρόλου και των θέσεων της
πλουτοκρατίας κάθε χώρας είναι «βαρέλι δίχως πάτο» που βάζει σε μεγάλες
περιπέτειες τους λαούς και σχετίζεται με τη δημιουργία όρων που οδηγούν
σε πόλεμο.
Οι κυβερνητικοί ισχυρισμοί περί «σταθερότητας» και «ασφάλειας»
δεν πατάνε στη γη, γιατί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι κι αυτή
βουτηγμένη μέχρι το λαιμό στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς σε μια
περιοχή που χαρακτηρίζεται από την κόλαση των πολέμων στη Συρία, το
Ιράκ, τη Λιβύη, την Ουκρανία, σε μια περιοχή που γίνεται πράξη η αλλαγή
συνόρων και ο διαμελισμός κρατών, με σοβαρά προβλήματα στις
ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Οι
παράγοντες που οδήγησαν στις κρίσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την
Τουρκία τα περασμένα χρόνια για τα σύνορα στο Αιγαίο και οι
αμφισβητήσεις για το χώρο της Έρευνας και Διάσωσης έχουν ενισχυθεί
παραπέρα αυτήν την περίοδο.
Η
όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, οι πόλεμοι που είναι σε
εξέλιξη, οι θερμές εστίες που πολλαπλασιάζονται αποτελούν την καύσιμη
ύλη που μπορεί να προκαλέσει ακόμα και γενικευμένο ιμπεριαλιστικό
πόλεμο. Η επιθετικότητα της αστικής τάξης της Τουρκίας για να κατακτήσει
γεωστρατηγικής σημασίας χώρο στο Αιγαίο, να βάλει στο χέρι και να
εκμεταλλευτεί ενεργειακά κοιτάσματα στην περιοχή αποτελεί τη βάση
προετοιμασίας θερμού ή θερμών επεισοδίων, ακόμα και πολέμου. Πολέμου,
στον οποίο ενδέχεται να εμπλακούν και άλλες χώρες, όπως η Αλβανία που
διατηρεί στρατηγικές σχέσεις με την Τουρκία.
Ο ΛΑΟΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΛΑΟΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ ΝΑ ΕΠΑΓΡΥΠΝΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΙ
Ο
φόβος που γεννιέται σε συνθήκες έντασης των ανταγωνισμών και πολέμων
δεν πρέπει να εγκλωβίσει τους εργαζόμενους σε αναμονή και ψεύτικες
ελπίδες ή να τους ρίξει στην παγίδα της αστικής τάξης και των κομμάτων
της περί «εθνικής ενότητας». Αντίθετα, μπροστά στον κίνδυνο απαιτείται
αποφασιστικότητα και οργάνωση για την ανάπτυξη της λαϊκής πάλης:
• Για να κλείσουν όλες οι ΝΑΤΟϊκές βάσεις στην Ελλάδα.
• Για να φύγει το ΝΑΤΟ από το Αιγαίο.
• Για να επιστρέψουν οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις από αποστολές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
• Για να αποδεσμευτεί η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Η
«εθνική ενότητα» χρησιμοποιείται ως εργαλείο στα χέρια των καπιταλιστών
για να θωρακίζουν το εκμεταλλευτικό τους σύστημα και να αφοπλίζουν την
εργατική τάξη, να καταπιέζουν τα λαϊκά στρώματα. Ποτέ και πουθενά δεν
ταυτίστηκαν και δεν ταυτίζονται τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών και των
εκμεταλλευόμενων, των καταπιεστών και των καταπιεζόμενων. Η απόρριψη
αυτού του αστικού εφευρήματος θα δώσει δύναμη στην ταξική πάλη. Η θέση
που τονίζει ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα –βίαια–
μέσα δίνει την εξέλιξη της αντιλαϊκής πολιτικής, η οποία μέσα σε τυπικά
ειρηνικές συνθήκες, δηλαδή σε συνθήκες της ιμπεριαλιστικής ειρήνης με
το πιστόλι στον κρόταφο των λαών, διαμορφώνει τους όρους για τον
ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Οι
ευθύνες της αστικής τάξης και των κομμάτων της είναι μεγάλες, είτε η
χώρα που διοικούν είναι επιτιθέμενη είτε είναι αμυνόμενη. Ο χαρακτήρας
του πολέμου και στη μια και στην άλλη περίπτωση καθορίζεται από την τάξη
που είναι στην εξουσία και τα συμφέροντά της και σήμερα δεν μπορεί παρά
να είναι ιμπεριαλιστικός. Δίκαιος πόλεμος είναι ο επαναστατικός πόλεμος
για την εργατική εξουσία, για την ανατροπή της καπιταλιστικής
βαρβαρότητας και την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Ο Λένιν σε διάλεξή του το Μάη του 1917 απέρριψε «τη
μικροαστική και ανόητη πρόληψη ότι τάχα είναι δυνατό να ξεχωρίσουμε τον
πόλεμο από την πολιτική των αντίστοιχων κυβερνήσεων, των αντίστοιχων
τάξεων, ότι τάχα είναι ποτέ δυνατό να βλέπουμε τον πόλεμο σαν απλή
επίθεση που παραβιάζει την ειρήνη και σαν αποκατάσταση ύστερα αυτής της
παραβιασμένης ειρήνης. Τσακώθηκαν και συμφιλιώθηκαν!». Και υποστήριξε ότι: «Ο
πόλεμος συνδέεται αδιάρρηκτα μ’ εκείνο το πολιτικό καθεστώς από το
οποίο πηγάζει. Την ίδια πολιτική, που ένα ορισμένο κράτος, μια ορισμένη
τάξη στο πλαίσιο αυτού του κράτους, εφαρμόζει σε μια μακροχρόνια περίοδο
πριν τον πόλεμο, η ίδια αυτή τάξη την συνεχίζει και στη διάρκεια του
πολέμου, αλλάζοντας μόνο τη μορφή δράσης».50
Η
ιστορική πείρα που συγκεντρώνεται έχει αναδείξει, επίσης, την πολύ
επικίνδυνη στάση του οπορτουνισμού, ο οποίος κολλάει πάνω στην αστική
τάξη όπως «η πεταλίδα στο βράχο» και γίνεται φορέας που καλλιεργεί και
προσπαθεί να επιβάλλει την υποταγή στην εργατική τάξη, αντιμετωπίζοντας
τις έννοιες Πατρίδα, Ανεξαρτησία, Κυριαρχία από τη σκοπιά της κυρίαρχης
τάξης με στόχο τη διατήρηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. «Η
υπεράσπιση της συνεργασίας των τάξεων, η άρνηση της ιδέας της
σοσιαλιστικής επανάστασης και των επαναστατικών μεθόδων πάλης, η
προσαρμογή στον αστικό εθνικισμό, το γεγονός ότι ξεχνούν πως τα όρια της
εθνότητας ή της πατρίδας είναι ιστορικά - μεταβατικά, η μετατροπή της
αστικής νομιμότητας σε φετίχ, η άρνηση της ταξικής άποψης και της
ταξικής πάλης από φόβο μήπως απομακρυνθούν οι “πλατιές μάζες του
πληθυσμού” (διάβαζε: της μικροαστικής τάξης) –αυτές είναι αναμφισβήτητα
οι ιδεολογικές βάσεις του οπορτουνισμού. Πάνω σ’ αυτές αναπτύχθηκαν οι
σημερινές σοβινιστικές, πατριωτικές θέσεις της πλειοψηφίας των αρχηγών
της ΙΙ Διεθνούς. […] Το ζήτημα της πατρίδας –θα απαντήσουμε
εμείς στους οπορτουνιστές– δεν μπορεί να το βάζει κανείς αγνοώντας το
συγκεκριμένο ιστορικό χαρακτήρα του δοσμένου πολέμου. Ο πόλεμος αυτός
είναι ιμπεριαλιστικός, δηλαδή πόλεμος της εποχής του πιο ανεπτυγμένου
καπιταλισμού, της εποχής του τέλους του καπιταλισμού»51.
ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΚΕ ΕΧΟΥΝ ΜΕΓΑΛΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΩΡΑΚΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΜΑΣ
«Σε
κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε μορφή κι αν πάρει η συμμετοχή της Ελλάδας
σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο, το ΚΚΕ πρέπει να είναι έτοιμο να ηγηθεί στην
αυτοτελή οργάνωση της εργατικής - λαϊκής αντίστασης, ώστε αυτή να
συνδεθεί με την πάλη για την ήττα της αστικής τάξης, τόσο της εγχώριας
όσο και της ξένης ως εισβολέα […]
Το ΚΚΕ οφείλει να πάρει την πρωτοβουλία, ανάλογα με τις συγκεκριμένες
συνθήκες, για τη συγκρότηση του εργατικού - λαϊκού μετώπου με το
σύνθημα: Ο λαός θα δώσει την ελευθερία και τη διέξοδο από το
καπιταλιστικό σύστημα που, όσο κυριαρχεί, φέρνει τον πόλεμο και την
“ειρήνη” με το πιστόλι στον κρόταφο. Η εργατική τάξη της Ελλάδας και οι
σύμμαχοί της στον αντιμονοπωλιακό αγώνα πρέπει να ετοιμάζονται από τώρα
ιδεολογικά και πολιτικά γι’ αυτήν τη γραμμή αντιμετώπισης μιας τέτοιας
πιθανής εξέλιξης»52.
Το
σύνθημα που τονίζει ότι ο λαός δεν πρέπει να χύσει το αίμα του –το δικό
του και των άλλων λαών– για τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών εκφράζει το
πραγματικό λαϊκό συμφέρον και συμπυκνώνει την ουσία μιας πολύχρονης
πείρας από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και τις σφαγές που έχουν
προκαλέσει.
Η
εργατική τάξη της Ελλάδας και οι σύμμαχοί της στον αντιμονοπωλιακό,
αντικαπιταλιστικό αγώνα πρέπει να ετοιμάζονται από τώρα ιδεολογικά και
πολιτικά μ’ αυτήν τη γραμμή πάλης, να δυναμώνει ο αγώνας ενάντια στον
εθνικισμό53 και να απομονωθεί αποφασιστικά η
ναζιστική, εγκληματική οργάνωση της «Χρυσής Αυγής», καθώς και οι άλλοι
φασιστικοί, ρατσιστικοί μηχανισμοί.
Η
πάλη για την υπεράσπιση των συνόρων, των κυριαρχικών δικαιωμάτων της
Ελλάδας, από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων,
είναι αναπόσπαστη από την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του
κεφαλαίου. Δεν έχει καμία σχέση με την υπεράσπιση των σχεδίων του ενός ή
άλλου ιμπεριαλιστικού πόλου, της κερδοφορίας του ενός ή του άλλου
μονοπωλιακού ομίλου.
Στις
συνθήκες ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου, η πολιτική πρωτοπορία της
εργατικής τάξης, το κόμμα της, έχει καθήκον να αναδείξει την ανάγκη της ταξικής ενότητας των εργατών, της συμμαχίας με λαϊκές δυνάμεις, τον προλεταριακό διεθνισμό. Η στάση απέναντι στον πόλεμο είναι στάση απέναντι στην ταξική πάλη και τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Η ΚΟΙΝΗ ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΚΚ
Στις
συνθήκες των εντεινόμενων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και του
κινδύνου για γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, έχει ιδιαίτερη σημασία η
ενίσχυση της κοινής πάλης των κομμουνιστικών κομμάτων και η ανάπτυξη
της προλεταριακής αλληλεγγύης.
Το
ΚΚΕ δίνει μεγάλο βάρος στην ενδυνάμωση των δεσμών με τα ΚΚ των
Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής και αναλαμβάνει την ευθύνη
πραγματοποίησης σχετικών συναντήσεων σε τακτά χρονικά διαστήματα. Αυτό,
όμως, δεν αρκεί, αφού οι συνθήκες απαιτούν να κατακτηθεί σαφής θέση
ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, να υπάρχει ενιαία στρατηγική κατεύθυνση ενάντια στις αστικές τάξεις, στην αστική τάξη σε κάθε χώρα, και αταλάντευτη στάση κατά των ιμπεριαλιστικών ενώσεων,
ώστε οι κομμουνιστές να ηγούνται στην πράξη στον αγώνα για να μην
μπούνε οι λαοί της περιοχής κάτω από τη «σημαία» των εκμεταλλευτών.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΚΚΕ - ΚΚ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Αξιόλογα
βήματα έχουν γίνει στην ουσιαστική συνεργασία ανάμεσα στο ΚΚΕ και το ΚΚ
Τουρκίας και αυτό καταγράφεται σε πολλές σημαντικές κοινές
τοποθετήσεις, που βασίζονται σε θέσεις αρχών.
Η
Κοινή Ανακοίνωση που εκδόθηκε το 2011 αποτελεί παράδειγμα
κομμουνιστικής διεθνιστικής σχέσης και περιλαμβάνει πολύ χρήσιμα
στοιχεία για την πάλη των δύο κομμάτων, της εργατικής τάξης, του
εργαζόμενου λαού στις δύο χώρες. Σε αυτήν αναφέρονται μεταξύ άλλων τα
εξής:
«…Εκτιμούμε
πως η πολιτική της ελληνοτουρκικής συνεργασίας συμβαδίζει με τον
ανταγωνισμό των αστικών τάξεων για το ρόλο που διεκδικούν στην περιοχή,
για την προώθηση των συμφερόντων τους, και αυτή η διαλεκτική σχέση
ανταγωνισμού και συνεργασίας βρίσκεται σε εξέλιξη […] Πιστεύουμε πως η συμμετοχή των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ στρέφεται κατά των δύο λαών και της ειρηνικής συμβίωσης […]
Οι
προσπάθειες της τουρκικής αστικής τάξης, από θέσεις οικονομικής και
στρατιωτικής ισχύος, να διαμορφώσει εξελίξεις στο Αιγαίο (με την απειλή
του casus belli, τις “γκρίζες ζώνες”, τις υπερπτήσεις στο Αιγαίο κ.ά.),
καθώς και οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες των δύο χωρών, οι αερομαχίες
στο Αιγαίο, δημιουργούν υπόβαθρο πολεμικής αντιπαράθεσης, παρά τις
διακηρύξεις περί ειρηνικής διευθέτησης […]
Από
την άλλη, τα σχέδια για συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στο Αιγαίο,
από τις αστικές τάξεις των δύο χωρών, αποσκοπούν στο να βάλουν στο χέρι
τα ξένα και ντόπια μονοπώλια τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών, με στόχο
την αύξηση της κερδοφορίας τους. Η εργατική τάξη, οι λαοί των δύο χωρών
δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα από αυτά τα σχέδια […]
Τα
δύο ΚΚ είναι σταθερά προσανατολισμένα στην ανάπτυξη της φιλίας, της
διεθνιστικής αλληλεγγύης ανάμεσα στην εργατική τάξη και στους λαούς των
δύο χωρών […] Τα δύο ΚΚ θα εντείνουν τις κοινές ενέργειες και
δράσεις τους ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στις ενώσεις του, ενάντια
στον εθνικισμό, στις στρατιωτικές δαπάνες, για το σεβασμό των συνόρων
των δύο χωρών. Ταυτόχρονα δεν κρύβουν ότι λύση για τους δύο λαούς μπορεί
να βρίσκεται μόνο στην ανατροπή της αιτίας που γεννά αντιθέσεις,
συγκρούσεις, πολεμικές συρράξεις. Κι αυτή η αιτία δεν είναι άλλη από τα
καπιταλιστικά υπερκέρδη».
Η
φιλειρηνική φύση του σοσιαλισμού που οικοδομήθηκε κατά τον 20ό αιώνα, η
τεράστια προσφορά της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων σοσιαλιστικών
κρατών στο πλευρό των λαών και η αποφασιστική αντιμετώπιση του
ιμπεριαλισμού σε όλη την υδρόγειο είναι σημαντικές παρακαταθήκες και
εφόδιο για την εργατική, λαϊκή πάλη. Είναι παρακαταθήκες που δε
διαγράφονται, δε χάνουν τη σημασία τους από την επικράτηση της
αντεπανάστασης.
Ο
καπιταλισμός έχει σαπίσει και γίνεται συνεχώς και πιο επικίνδυνος για
τους λαούς. Οι οικονομικές κρίσεις, οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, η
ανεργία, η φτώχεια, η προσφυγιά είναι μόνιμα χαρακτηριστικά ενός
συστήματος το οποίο έχει ξεπεράσει τα ιστορικά του όρια. Η αβάσταχτη
αυτή κατάσταση και το δικαίωμα της εργατικής τάξης και των λαϊκών
στρωμάτων να ζήσουν σύμφωνα με την εποχή μας και τις
επιστημονικές-τεχνολογικές δυνατότητες που έχουν δημιουργηθεί, να
ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, αναδεικνύει την αναγκαιότητα και την
επικαιρότητα του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Αυτή η αναγκαιότητα
προβάλλει καθημερινά και συνδέεται με την κατάργηση της εκμετάλλευσης
και την εξάλειψη των αιτιών που γεννούν τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Ο Γιώργος Μαρίνος είναι μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.
1.
Σαχέλ ονομάζεται η περιοχή της Υποσαχάριας Αφρικής που εκτείνεται από
δυτικά προς ανατολικά από τη Σενεγάλη, συνεχίζει στη Νότια Μαυριτανία,
το Κεντρικό Μάλι, τη Βόρεια Μπουρκίνα Φάσο, τον Κεντρικό Νίγηρα, τη
Βόρεια Νιγηρία, το Κεντρικό Τσαντ, το Κεντρο-βόρειο Σουδάν και καταλήγει
στη Βόρεια Ερυθραία στα παράλια της Ερυθράς Θάλασσας.
2.
Με την τουρκική εισβολή, η οποία έγινε με τη συμφωνία των ΗΠΑ και της
Ρωσίας, εμποδίζεται η σύνδεση των δύο ανατολικών-κουρδικών καντονιών «Αλ
Τζαζίρα» και «Κομπάνι» με το τρίτο –δυτικά του ποταμού Ευφράτη– καντόνι
«Αφρίν», με στόχο το μπλοκάρισμα της υλοποίησης του σχεδίου για
αυτόνομο κουρδικό κράτος στη Συρία.
3.
Το 1995 ο Πρόεδρος της Τουρκίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ ζήτησε «την εκ νέου
οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ Τουρκίας και Ιράκ, διότι οι περιοχές της
Μοσούλης και του Κιρκούκ εξακολουθούν να ανήκουν στην Τουρκία».
4.
Το 1997 ο στρατηγός Ισμαήλ Χακί –αρχηγός του Επιτελείου του τουρκικού
στρατού– ανέφερε ότι: «Είναι η ανάγκη να γίνει η τροποποίηση των συνόρων
μας με το Ιράκ για λόγους ασφαλείας…».
5. Αναλυτικά βλέπε Ελισαίου Βαγενά: «Η στρατιωτικο-πολιτική εξίσωση στη Συρία»,
ΚΟΜΕΠ, τ. 1/2016.
6.
Η απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιούλη 2016 στην Τουρκία αποτελεί
εκδήλωση των έντονων ενδοαστικών αντιθέσεων (σε συνθήκες γενικότερων
ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην περιοχή) ανάμεσα στις δυνάμεις που
ελέγχει ο Πρόεδρος Ερντογάν και το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και
Aνάπτυξης (ΑΚΡ) από τη μία και το κίνημα του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν και
μερίδα κεμαλιστών στις ένοπλες δυνάμεις από την άλλη. Ο Φετουλάχ
Γκιουλέν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ήταν μέρος του μηχανισμού
στήριξης του ΑΚΡ και της ανάδειξης του Ερντογάν στην ηγεσία του, στο
πλαίσιο της στρατηγικής περί διακυβέρνησης του «ήπιου - πολιτικού
Ισλάμ». Στην πορεία συγκρούστηκε με τον Ερντογάν, ενώ από το 1999 ζει
στις ΗΠΑ. Διατηρεί διαχρονικά πολλούς ισχυρούς οικονομικούς ομίλους και
ένα εκτεταμένο πολιτικο-θρησκευτικό δίκτυο στην Τουρκία και το εξωτερικό
με δεκάδες σχολεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα, παράλληλα με ισχυρές
προσβάσεις στο στρατό. Παρά την αποτυχία, η απόπειρα πραξικοπήματος
βασίστηκε σε σημαντικό τμήμα του στρατού. Στοιχεία που δημοσιεύτηκαν
αναφέρουν πως το πραξικόπημα οργανώθηκε από τη Γενική Διοίκηση
Στρατοχωροφυλακής με το όνομα «Συμβούλιο για την Ειρήνη στην Πατρίδα».
Οι αξιωματικοί που συνελήφθησαν είχαν την ευθύνη της διοίκησης του 1/3
των ένοπλων δυνάμεων σε ένα μεγάλο μέρος της χώρας. Στους συλληφθέντες
περιλαμβάνεται το 41% των ανώτατων αξιωματικών και, μεταξύ αυτών, οι
υπασπιστές του Προέδρου της Δημοκρατίας και των αρχηγών των Γενικών
Επιτελείων. Υπενθυμίζεται ότι η όξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων στην
Τουρκία και η σύγκρουση «Κέντρων Εξουσίας» έχει οδηγήσει στο παρελθόν σε
4 πραξικοπήματα. Συγκεκριμένα: Στις 27 Μάη 1960, οι στρατιωτικοί
ανέτρεψαν την κυβέρνηση Α. Μεντερές και τη διακυβέρνηση ανέλαβε
«Επιτροπή Εθνικής Ενότητας», με επικεφαλής το στρατηγό Τζεμάλ Γκιουρσέλ.
Στις 12 Μάρτη 1971, μετά από περίοδο έντονων εργατικών, φοιτητικών και
αγροτικών κινητοποιήσεων, ο στρατός, με την υποστήριξη του Προέδρου της
Δημοκρατίας Τζεβντέτ Σουνάι, επιδίδει το λεγόμενο «τελεσίγραφο της 12ης
Μάρτη 1971». Η κυβέρνηση Ντεμιρέλ παραιτείται αμέσως και σχηματίζεται
κυβέρνηση με επικεφαλής τον Νιχάτ Ερίμ. Στις 12 Σεπτέμβρη 1980
ανατρέπεται η κυβέρνηση Ντεμιρέλ από το στρατιωτικό πραξικόπημα με
επικεφαλής το στρατηγό Κενάν Εβρέν. Στις 28 Φλεβάρη 1997, το «Συμβούλιο
Εθνικής Ασφάλειας» επιδίδει τελεσίγραφο, στο οποίο υπογραμμίζεται ο
κίνδυνος «θρησκευτικής αντίδρασης» και απαριθμούνται μέτρα για την
αντιμετώπισή του. Μετά το πραξικόπημα του Ιούλη 2016 η κυβέρνηση
Ερντογάν έχει εξαπολύσει κύμα μαζικών διώξεων πολιτικών της αντιπάλων με
δεκάδες χιλιάδες συλλήψεις, φυλακίσεις και απαγόρευση της δράσης
κοινωνικών, μαζικών φορέων. Ενώ παράλληλα ο προεδρικός μηχανισμός και το
AKP σε συνεργασία με το Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος (MHP) του Ντεβλέτ
Μπαχτσελί προετοιμάζονται για παραπέρα αντιδραστική αναθεώρηση του
Συντάγματος. Σημαντικό επίσης στοιχείο των εξελίξεων στην Τουρκία είναι
οι δεκάδες εγκληματικές, βομβιστικές ενέργειες που έχουν στοιχίσει τη
ζωή εκατοντάδων λαϊκών ανθρώπων. Οι ενέργειες αυτές, ανεξάρτητα από τις
ιδιαίτερες επιδιώξεις των δραστών, πραγματοποιούνται σε περίοδο όξυνσης
των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και αποτελούν συστατικό στοιχείο του
ιμπεριαλιστικού πολέμου.
7.
Η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό πρόβλημα προβλέπει την
κατάργηση της βίζας με την προϋπόθεση τήρησης πολυάριθμων (70) όρων από
την τουρκική πλευρά (μέχρι τώρα η Τουρκία δεν έχει υλοποιήσει 7 σημεία)
και τη στήριξη του τουρκικού κράτους με 3 δισ. ευρώ για το 2016 και
2017. Η Συμφωνία αυτή –την οποία έχει στηρίξει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ
και τα άλλα αστικά κόμματα στην Ελλάδα– καταπατά τα δικαιώματα των
προσφύγων, προβλέπει μέτρα καταστολής, ενώ έχει οδηγήσει στον εγκλωβισμό
πάνω από 60.000 προσφύγων στην Ελλάδα σε άθλιους χώρους
συγκέντρωσης-φυλάκισης, την ίδια στιγμή που οι χιλιάδες κυνηγημένοι,
θύματα των ιμπεριαλιστικών πολέμων, έχουν προορισμό άλλες ευρωπαϊκές
χώρες.
8. Αναλυτικά δες Μάκη Παπαδόπουλου: «Ο “ενεργειακός πόλεμος” στην Ανατολική Μεσόγειο», ΚΟΜΕΠ, τ. 1/2012.
9.
Οι σχέσεις Τουρκίας-Αιγύπτου διαταράχτηκαν με την ανατροπή του Προέδρου
Μοχάμεντ Μόρσι και των «Αδελφών Μουσουλμάνων» το 2013 από το στρατό, με
επικεφαλής το σημερινό Πρόεδρο Αλ Σίσι.
10.
Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το Ακαθάριστο Εγχώριο
Προϊόν (ΑΕΠ) της Τουρκίας το 2015 ήταν περίπου 718 δισ. δολάρια, ενώ οι
ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας της ήταν 3,9% το 2015, 3% το 2014, ενώ
λίγα χρόνια πριν ήταν 8,7% το 2011 και 9,1% το 2010.
11.
Ο ΓΓ του ΝΑΤΟ Στόλτενμπεργκ, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, δήλωσε
ότι: «Η Τουρκία έχει μεγάλες ένοπλες δυνάμεις, επαγγελματικές ένοπλες
δυνάμεις και είμαι σίγουρος ότι θα συνεχίσει ως δεσμευμένος και δυνατός
σύμμαχος του ΝΑΤΟ».
12. Τα σχετικά στοιχεία προέρχονται από το υπουργείο Εξωτερικών, βιβλιογραφία για το Διεθνές Δίκαιο και σχετική αρθογραφία.
13. Αθανάσιου Ν. Γιαννάκη: «Το Δίκαιο της Θάλασσας», εκδ. «Σταμούλη», 2009, σελ. 75.
14. Χρήστου Λ. Ροζάκη: «Η αποκλειστική οικονομική ζώνη και το διεθνές δίκαιο», εκδ. «Παπαζήση», 2013, σελ. 35.
15. Χρήστου Λ. Ροζάκη: «Η αποκλειστική οικονομική ζώνη και το διεθνές δίκαιο», εκδ. «Παπαζήση», 2013, σελ. 42, 43, 44.
16.
Τον Απρίλη του 2009, ανάμεσα στην Αλβανία και την Ελλάδα υπογράφηκε
Συμφωνία οριοθέτησης των Θαλάσσιων Ζωνών. Ενώ, όμως, η Συμφωνία πήγαινε
για κύρωση στα κοινοβούλια των δύο χωρών, η αλβανική αντιπολίτευση (το
Σοσιαλιστικό Kόμμα) προσέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριο υποστηρίζοντας
πως οι ελληνικές βραχονησίδες βόρεια της Κέρκυρας δεν έχουν
υφαλοκρηπίδα και άρα δόθηκε στην Ελλάδα θαλάσσιος χώρος περισσότερος από
εκείνον που δικαιούται. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας έκρινε
τη συμφωνία άκυρη στα τέλη του 2010 και, όπως έχει σημειωθεί σε πολλές
σχετικές αναλύσεις, η εξέλιξη αυτή συνδέεται με παρέμβαση της Τουρκίας
που έχει στρατηγικής σημασίας πολιτικοοικονομικές και στρατιωτικές
σχέσεις με την Αλβανία. Η Τουρκία ανακατασκεύασε στη βάση των ΝΑΤΟϊκών
πρότυπων τη στρατιωτική ναυτική βάση του Pashalimani, την ακαδημία των
Ναυτικών Δυνάμεων Vlore, τη στρατιωτική αεροπορική βάση Kucove κ.ά.
17.
Στις 3 Οκτώβρη οι τουρκικές αρχές εξέδωσαν «οδηγία προς ναυτιλομένους» η
οποία προέβλεπε τη «δέσμευση» μεγάλης περιοχής στο νότο της
Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) της Κύπρου για τη διεξαγωγή
σεισμικών ερευνών από το τουρκικό πλοίο «Μπαρμπαρός», διάρκειας από 20
Οκτώβρη μέχρι 30 Δεκέμβρη 2014. Η κυπριακή κυβέρνηση, αντιδρώντας στις
τουρκικές προκλήσεις, αποφάσισε (στις 7 Οκτώβρη) την αναστολή των
συνομιλιών για το Κυπριακό.
18. Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, 15 Μάρτη 2013.
19. Πολλά από τα ιστορικά στοιχεία που ακολουθούν προέρχονται από σχετικά αφιερώματα της εφημερίδας «Ριζοσπάστης».
20. Θάνου Βερέμη: «Ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, 1453-2005», εκδ. «Ι. Σιδέρης», 2005, σελ. 106.
21. Ό.π., σελ. 108.
22. Αχμέτ Νταβούτογλου: «Το στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας», εκδ. «Ποιότητα», 2010, σελ. 166-168.
23.
H Κύπρος έχει οριοθετήσει ΑΟΖ με την Αίγυπτο το 2003, με το Λίβανο το
2007 και με το Ισραήλ το 2010. Οι έρευνες για τους υδρογονάνθρακες
άρχισαν το 2005 και έχουν κατανεμηθεί σε 13 ενεργειακά οικόπεδα στην
κυπριακή ΑΟΖ. Μέχρι τώρα έχουν γίνει τρεις γύροι αδειοδότησης στους
οποίους συμμετέχουν πολύ ισχυροί μονοπωλιακοί όμιλοι, μεταξύ των οποίων η
Noble Energy International Ltd, η κοινοπραξία Delek, Drilling/Avner
Oil/Capricorn Oil, η κοινοπραξία ΕΝΙ/TOTAL, η κοινοπραξία
Exxon/Mobil/Qatar Petroleum, η Statoil.
24.
Στο πλαίσιο των διαφορετικών προσεγγίσεων και των ερμηνειών που
εκφράζονται για τις εξελίξεις στο Κυπριακό, έχει σημασία η τοποθέτηση
του Τουμάζου Τσιελεπή, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΑΚΕΛ, και της
διαπραγματευτικής ομάδας που στηρίζει τον Κύπριο Πρόεδρο Αναστασιάδη. Ο
Τ. Τσιελεπής σε συνέντευξή του (www.repor-ter.com.cy, 18 Γενάρη 2016)
ανέφερε μεταξύ άλλων ότι: «Με τη λύση του Κυπριακού παίζονται μεγάλα
πολιτικά, αλλά και οικονομικά συμφέροντα. Μήπως η ΕΕ δεν έχει συμφέρον
να λυθεί το Κυπριακό; Δεν επιθυμεί, για παράδειγμα, την αξιοποίηση του
φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου κατά τρόπο που να τερματίζει την
εξάρτησή της από τη Ρωσία; Η λύση του Κυπριακού δε θα λειτουργήσει
άραγε προς όφελος και της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ;».
25.
Σε άρθρο στην ηλεκτρονική έκδοση του Bloomberg (12 Δεκέμβρη 2016)
φιλοξενούνται δηλώσεις του Γενικού Διευθυντή του υπουργείου Ενέργειας
του Ισραήλ Shaul Meridor, στο οποίο αναφέρει ότι: «Έχουμε ένα σχέδιο για
κάθε σενάριο… Μιλάμε με τους Κύπριους και φυσικά με τους Τούρκους γι’
αυτό. Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι θα βρούμε έναν τρόπο για να περάσει ο
αγωγός από την κυπριακή ΑΟΖ στην Τουρκία».
26.
Το διχοτομικό σχέδιο Ανάν που προέβλεπε δύο συνιστώντα κράτη, παραμονή
των κατοχικών δυνάμεων στην Κύπρο, διατήρηση των βρετανικών βάσεων,
ξένους δικαστές κ.ά. διαμορφώθηκε με ευθύνη των ΗΠΑ, ισχυρών κρατών της
ΕΕ –ιδιαίτερα της Βρετανίας– και κατατέθηκε από το ΓΓ του ΟΗΕ Κ. Ανάν,
το 2002. Η ελληνοκυπριακή πλευρά το αποδέχτηκε ως βάση για συζήτηση και
μέσα από χρονοδιάγραμμα συνομιλιών και αντιδραστικών προσαρμογών
ετοιμάστηκε το 5ο σχέδιο, που τέθηκε σε δημοψήφισμα τον Απρίλη του 2004
και απορρίφτηκε από τον κυπριακό λαό.
27.
Π.χ. συνέντευξη Τ. Τσιελεπή, μέλους του ΠΓ του ΑΚΕΛ και διαπραγματευτή
της προεδρικής ομάδας για το Κυπριακό, στην «Εφημερίδα των Συντακτών»
της 11ης Δεκέμβρη 2016.
28. Επιστολή-απάντηση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ προς την ΚΕ του ΑΚΕΛ, 9 Νοέμβρη 2016.
29.
Στη Διάσκεψη της Ζυρίχης στις 11 Φλεβάρη 1959 και στη διάσκεψη του
Λονδίνου στις 19 Φλεβάρη 1959 συμφωνήθηκε η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας
της Κύπρου από τη βρετανική κυριαρχία. Στις 16 Αυγούστου 1960 η Κύπρος
ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος και στις 11 Σεπτέμβρη 1960 η Κυπριακή
Δημοκρατία έγινε μέλος του ΟΗΕ.
30. Με πρωθυπουργό το σοσιαλδημοκράτη Μπουλέντ Ετσεβίτ.
31.
Από το έγγραφο που κατέθεσαν οι Τουρκοκύπριοι στο μεσολαβητή του ΟΗΕ
τον Απρίλη του 1964 ως απάντηση στο υπόμνημα Μακαρίου, ο οποίος ζητούσε:
«Η Κύπρος να καταστεί μια πλήρως ανεξάρτητη, ενιαία, ακέραιη και
κυρίαρχη δημοκρατία».
32. Γιάννου Ν. Κρανιδιώτη: «Το Κυπριακό Πρόβλημα 1960-1974», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 112.
33. Γιάννου Ν. Κρανιδιώτη: «Το Κυπριακό Πρόβλημα 1960-1974», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 119.
34. Ό.π., σελ. 120.
35. «Το Κυπριακό Πρόβλημα», έκδοση του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 35.
36.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της λύσης που ετοιμάζεται είναι η αστεία
διαδικασία αντιμετώπισης αδιεξόδων, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση
διαφωνίας στο υπουργικό συμβούλιο θα καθορίζεται 4μελής επιτροπή από δύο
Ελληνοκύπριους και δύο Τουρκοκύπριους που θα αναζητούν συναινετική λύση
και, στην περίπτωση που δεν εξευρεθεί, θα ακολουθεί κλήρωση που θα
αποκλείει τον έναν εκ των τεσσάρων, ώστε να λαμβάνεται απόφαση με
πλειοψηφία-μειοψηφία.
37.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της αναζητούμενης λύσης διαχρονικά είναι η
συνεχής υποχώρηση της ελληνοκυπριακής πλευράς στο Εδαφικό. Όπως
μαρτυρούν τα στοιχεία, στις διαπραγματεύσεις υπάρχει συνεχής αύξηση του
ποσοστού των εδαφών που προβλέπεται να βρίσκονται στον έλεγχο των
τουρκοκυπριακών αρχών. Έτσι, ενώ το 1977, κατά τη διάρκεια των σχετικών
συζητήσεων το ποσοστό αυτό ήταν 19,7%, στη συνέχεια αυξανόταν συνεχώς,
για να φτάσει μέχρι το 28,7% στους χάρτες του Σχεδίου Ανάν. Σήμερα
συζητείται να διατηρηθεί το 28-29% στην κατοχή του τουρκοκυπριακού
κρατιδίου, ενώ σιωπηρά υπολογίζεται και επιπλέον 4% στα λεγόμενα
«Ομοσπονδιακά Πάρκα», π.χ., στην περιοχή της Μόρφου και της Καρπασίας.
38. Διακαναλική συνέντευξη του Ν. Αναστασιάδη στις 23 Νοέμβρη 2016.
39.
Η στρατιωτική βάση της Τουρκίας, της Ελλάδας ή της Βρετανίας δημιουργεί
κυριαρχικά δικαιώματα, έχει τη δική της εδαφική ακεραιότητα, ΑΟΖ και
υφαλοκρηπίδα.
40.
Όπως αναφέρεται και στο βιβλίο του Ευαγόρα Λ. Ευαγόρου, «Οι
Ελληνοτουρκικές σχέσεις από το 1923 έως σήμερα», εκδ. Ποιότητα, 2010,
σελ. 55: «Οι δύο χώρες, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τουλάχιστον μία
φορά κάθε δεκαετία έφταναν στα όρια της σύρραξης…».
41. Νίκου Κουρή: «Ελλάδα - Τουρκία, ο πεντηκονταετής “πόλεμος”», εκδ. «Α. Α. Λιβάνη», 1997, σελ. 433.
42.Το
Σύμφωνο της Βαρσοβίας συγκροτήθηκε στις 14 Ιούνη του 1955 ως
πολιτικο-στρατιωτική συμμαχία των σοσιαλιστικών χωρών. Αποτέλεσε ισχυρή
φιλειρηνική δύναμη ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και έχει
σημαντική προσφορά στο πλευρό των λαών, διαψεύδοντας τους συκοφάντες και
τους αναθεωρητές της Ιστορίας.
43.
Η «Συμφωνία Ρότζερς» για την επανένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, μετά την
αποχώρησή της από το στρατιωτικό του σκέλος το 1974, συνάφθηκε –εν μέσω
έντονων αντιδράσεων του ΚΚΕ και του λαϊκού κινήματος– τον Οκτώβρη του
1980 ανάμεσα στην κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή και του στρατηγού Μπέρναρντ
Ρότζερς, διοικητή των χερσαίων δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη.
44. Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ την περίοδο 1971-1984.
45.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνεχίζει τη συμμετοχή των ελληνικών ένοπλων
δυνάμεων σε δεκάδες ιμπεριαλιστικές αποστολές της ΕΕ και εκπληρώνει το
δικό της ρόλο στην υλοποίηση των στόχων της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης
και του Ευρωστρατού στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Στρατηγικής της ΕΕ.
46. Συμμετέχουν πολεμικά πλοία της Ελλάδας, Τουρκίας, Ιταλίας και Ισπανίας.
47.
Στο ΝΑΤΟϊκό Ντοκουμέντο με τίτλο «Defence expenditures of ΝΑΤΟ
countries (2009-2016)» περιλαμβάνεται πίνακας που αποτυπώνει το ποσοστό
των στρατιωτικών δαπανών ως προς το ΑΕΠ για το 2016. Στην 1η θέση
βρίσκονται οι ΗΠΑ με 3,6%, στη 2η η Ελλάδα με 2,4%, στην 3η θέση η
Βρετανία και η Εσθονία με 2,2%, στην 4η η Πολωνία με 2% , στην 5η η
Γαλλία με 1,8% , στην 6η οι Λιθουανία, Νορβηγία, Ρουμανία με 1,5% , 7η η
Τουρκία με 1,6% –μεσολαβούν οι άλλες χώρες και τελευταία είναι η
Ισπανία με 0,9% του ΑΕΠ.
48. Εφημερίδα «Η Καθημερινή», 6 Νοέμβρη 2016.
49.
Από το 1953 που υπογράφηκε η Ελληνοαμερικανική Συμφωνία για τις
στρατιωτικές βάσεις όλες οι αστικές κυβερνήσεις είναι συνυπεύθυνες για
τη διατήρηση αυτού του καθεστώτος, για τον εκσυγχρονισμό και την
επέκταση της βάσης της Σούδας. Η βάση της Σούδας κατευθύνεται από τις
ΗΠΑ και αποτελεί εργαλείο στην προώθηση των Ευρωατλαντικών σχεδίων.
Είναι κέντρο ελέγχου και συντονισμού πολλών Αμερικανο-ΝΑΤΟϊκών βάσεων
και ΝΑΤΟϊκό κέντρο Εκπαίδευσης Ναυτικής Αποτροπής. Αποτελεί μία
υπερσύγχρονη μονάδα ηλεκτρονικής παρακολούθησης, κατασκοπίας αλλά και
βάση συντήρησης και επισκευής ηλεκτρονικών συστημάτων πολεμικών πλοίων
και αεροσκαφών. Είναι χώρος αποθήκευσης οπλικών συστημάτων ακόμα και
πυρηνικών όπλων. Διαθέτει πεδίο βολής στην υπηρεσία των ΝΑΤΟϊκών
δυνάμεων. Στο ναύσταθμο έχει διαμορφωθεί υποδομή για τον ελλιμενισμό
κάθε είδους πολεμικών πλοίων συμπεριλαμβανομένων αεροπλανοφόρων, ακόμα
και πυρηνικών υποβρυχίων.
50. Β. Ι. Λένιν: «Πόλεμος και επανάσταση», «Άπαντα», τ. 32, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 78.
51. Β. Ι. Λένιν: «Η κατάσταση και τα καθήκοντα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς», «Άπαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 36-37.
52. Από το Πρόγραμμα του ΚΚΕ που εγκρίθηκε στο 19ο Συνέδριο.
53.
Μαζική αντίδραση, π.χ., προκαλούν διάφορες κινήσεις «ψευτολεονταρισμών»
και μεταξύ αυτών και το περιεχόμενο της επίσκεψης του υπουργού Άμυνας
Π. Καμμένου στο Καστελόριζο (στις 5 Δεκέμβρη 2016), με τη συνοδεία
κυβερνητικών βουλευτών, βουλευτών της φασιστικής «Χρυσής Αυγής» και
βουλευτή της Ένωσης Κεντρώων.