Προϋπόθεση της ανάπτυξης για τα κέρδη
είναι η πρέσα διαρκείας στα δικαιώματα και τις ανάγκες των εργατικών -
λαϊκών στρωμάτων. Αυτό το συμπέρασμα επιβεβαιώνεται και στην Ισπανία,
από την εξέλιξη των ρυθμών ανάπτυξης, την πορεία των μισθών και την
κατάσταση των λαϊκών νοικοκυριών.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία,
από την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης το 2008, όλοι οι δείκτες της
οικονομίας έχουν βελτιωθεί, το ΑΕΠ έχει αυξηθεί, οι μεγάλοι
επιχειρηματικοί όμιλοι είδαν τα κέρδη τους να αυξάνονται από 440 σε 510
δισ. ευρώ την πενταετία 2013 - 2018. Την ίδια ώρα όμως, ο μέσος ετήσιος
μισθός παραμένει χαμηλότερος από τα προ κρίσης επίπεδα και ειδικά στους
εργαζόμενους 20 - 35 χρονών οι χρονιάτικες απώλειες φτάνουν τα 1.500
ευρώ.
Οι αυξήσεις στον κατώτερο μισθό, που διαφήμισε η κυβέρνηση
των σοσιαλδημοκρατών, καθόλου δεν αντέστρεψαν την τάση καθήλωσης των
μισθών, αφού και στην Ισπανία η ζούγκλα της αγοράς εργασίας και η
ευελιξία εξαφανίζουν ακόμα και τα ελάχιστα ψίχουλα που πέφτουν για τους
εργαζόμενους από το τραπέζι της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Για
παράδειγμα, σε μεγάλο ποσοστό, οι Ισπανοί εργαζόμενοι υπογράφουν
συμφωνίες για απασχόληση με την ώρα, ή κάποιες μέρες τη βδομάδα ή το
μήνα, κάνοντας δύο ή και παραπάνω κακοπληρωμένες δουλειές, που δεν τους
φτάνουν ούτε για τα απαραίτητα. Ετσι, με βάση τα επίσημα στοιχεία
αυξάνονται οι φτωχοί εργαζόμενοι, που φτάνουν το 13,8%, ενώ το 46% των
ανέργων (που είναι σταθερά πάνω από 2,6 εκατομμύρια) και το 12,8% των
συνταξιούχων διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας. Κι όλα αυτά στην τέταρτη
μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης...
* * *
Τα στοιχεία αυτά, τηρουμένων των αναλογιών,
θυμίζουν πολύ τα αντίστοιχα για την ελληνική οικονομία, όπου παρά την
ανάκαμψη, ο μέσος μεικτός μισθός παραμένει μειωμένος κατά 25% σε σχέση
με το 2011, η ευελιξία στην αγορά εργασίας «σπάει κόκαλα» και
διευρύνεται με νόμους όλων των κυβερνήσεων, «αγγίζοντας» έναν στους
τρεις σημερινούς εργαζόμενους και έξι στις δέκα νέες θέσεις εργασίας,
ενώ ο μέσος μεικτός μισθός στη μερική απασχόληση είναι μόλις 400 ευρώ,
που σημαίνει περίπου 335 ευρώ καθαρά ή 13 ευρώ μεροκάματο!
Δεν
είναι όμως μόνο αυτή η «ομοιότητα» με την πραγματικότητα που ζουν οι
εργαζόμενοι και ο λαός στη χώρα μας. Στην Ισπανία είναι επίσης
ανεπτυγμένος ο κλάδος του Τουρισμού, με έσοδα πάνω από 137 δισ. ευρώ και
με συνεισφορά της τάξης του 11,7% στο ΑΕΠ. Φέτος, μάλιστα, οι
εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ταξιδίων και Τουρισμού (WTTC)
προβλέπουν για την Ισπανία άνοδο των εσόδων κατά 40 δισ. ευρώ σε σχέση
με το περσινό έτος, σπάζοντας εκ νέου τα ρεκόρ. Την ίδια ώρα, όμως,
σύμφωνα με την ισπανική Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, στις μεγαλύτερες
τουριστικές ζώνες της χώρας κατατάσσονται οι περισσότερες περιοχές με το
μικρότερο κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων τους.
Συνολικά, οι
επτά από τις 15 περιοχές με το κατώτατο μέσο επίπεδο εισοδήματος
βρίσκονται σε ζώνες με υψηλή τουριστική επισκεψιμότητα. Ενδεικτικά, στις
τελευταίες θέσεις του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος βρίσκονται οι
πόλεις Τορεβιέχα (Αλικάντε) και Μαρμπέγια (Μάλαγα), δύο από τις πιο
τουριστικές ζώνες της χώρας. Στην πρώτη, το μέσο ετήσιο εισόδημα είναι
7.276 ευρώ, σχεδόν 1.000 ευρώ κάτω και από το εθνικό όριο της φτώχειας
(8.208 ευρώ), και η ανεργία στο 18%, ενώ στη δεύτερη το μέσο ετήσιο
εισόδημα μόλις ξεπερνά το εθνικό όριο της φτώχειας, με 8.236 ευρώ και
την ανεργία στο 17%. Στη συγκεκριμένη περιοχή, το 85% των εργαζομένων
απασχολούνται στην παροχή υπηρεσιών και τον τουρισμό.
* * *
Οσο για τις θέσεις εργασίας που δημιουργούνται
εξαιτίας του τουρισμού, αυτές είναι δουλειές περιστασιακές, με χαμηλές
αποδοχές και σε πολλές περιπτώσεις χωρίς ασφάλιση, θυμίζοντας πολύ τις
αντίστοιχες συνθήκες γαλέρας για τους εργαζόμενους στη λεγόμενη
«βιομηχανία του τουρισμού» στην Ελλάδα, που είναι βέβαια κανόνας και όχι
εξαίρεση σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις σε ολόκληρη την ΕΕ.
Οποια
πέτρα της «ανάπτυξης» κι αν σηκώσει κανείς στην καπιταλιστική ΕΕ και σε
όλο τον κόσμο, θα βρει από κάτω διαλυμένες εργασιακές σχέσεις και
ασφαλιστικά δικαιώματα, καθηλωμένους μισθούς και ένα πολυπλόκαμο σύστημα
από μέτρα στήριξης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, που συνθλίβουν τις
ανάγκες των εργαζομένων και του λαού, είτε κυβερνούν νεοφιλελεύθεροι,
είτε σοσιαλδημοκράτες, είτε ευρωσκεπτικιστές, είτε αριστεροί, με όλους
τους πιθανούς μεταξύ τους συνδυασμούς.
Γι' αυτό επείγει στην
Ελλάδα και παντού να δυναμώσει η διεκδίκηση σύγχρονων όρων ζωής και
δουλειάς, με σημαία τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες. Ο δρόμος για τη λαϊκή
ευημερία δεν περνάει μέσα από τη στήριξη του σχεδιασμού του κεφαλαίου,
για ανάπτυξη στην υπηρεσία του μεγαλύτερου κέρδους, αλλά μέσα από την
πάλη για την ανατροπή αυτού του σχεδιασμού, της ίδιας της εξουσίας του
κεφαλαίου, για μια διαφορετική οργάνωση της οικονομίας, προς όφελος της
μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας.
Ε. Μ.