Τη δεκαετία του 1980 στις ΗΠΑ το 1% του πληθυσμού κρατούσε στα χέρια του το 60% όλου του πλούτου της χώρας, ενώ το 87% είχε το 8%.
Η ουσία της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής συνιστάται στο ότι η ιδιοκτησία αυτή αποτελεί το μέσο της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας, τη βάση των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων.
Τα μέσα παραγωγής γίνονται κεφάλαιο μόνο όταν χρησιμοποιούνται για την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας.
Το κεφάλαιο είναι αξία που φέρνει στον ιδιοκτήτη της το κέρδος δια μέσου της εκμετάλλευσης των μισθωτών εργατών. Επομένως το κεφάλαιο δεν είναι πράγμα, αλλά οικονομική, παραγωγική σχέση μεταξύ της τάξεως των καπιταλιστών και της τάξεως των εργατών.
Ο εργάτης πιάνει δουλειά στον καπιταλιστή με σκοπό να πάρει από αυτόν ένα καθορισμένο χρηματικό ποσό και να αγοράσει με αυτό τα μέσα συντήρησης. Επομένως, η μίσθωση του εργάτη είναι μια ιδιόμορφη εμπορική πράξη ανάμεσα στον καπιταλιστή και τον εργάτη.
Η εργασία σαν ξόδεμα πνευματικής και μυϊκής ενέργειας, σαν συνειδητή και σκόπιμη δραστηριότητα δεν αποτελεί η ίδια εμπόρευμα, άλλα είναι το προτσές της παραγωγικής κατανάλωσης κάποιου εμπορεύματος. Η εργασία δημιουργεί την αξία, άλλα η ίδια δεν έχει αξία, γιατί η αξία είναι ενσωματωμένη στο εμπόρευμα εργασία.
Η εργατική δύναμη είναι το σύνολο των σωματικών και πνευματικών ικανοτήτων του ανθρώπου, τις οποίες αυτός ξοδεύει στο προτσές της παραγωγής.
Η ατομική ελευθερία είναι ο πρώτος όρος για την εμφάνιση του εμπορεύματος εργατική δύναμη στην αγορά. Ο δεύτερος όρος είναι να μην έχει ο προσωπικά ελεύθερος άνθρωπος ιδιόκτητα μέσα παραγωγής.
Η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται από την αξία των μέσων ύπαρξης που είναι αναγκαία για την συντήρηση του ίδιου του εργάτη και για τη συντήρηση της οικογένειάς του.
Το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος εργατική δύναμη εξαρτάται και από πολλούς παράγοντες: τα έξοδα για την άνοδο της ειδίκευσης του εργάτη, τις ιδιομορφίες της ιστορικής ανάπτυξης της κάθε χώρας, κλπ.
Εκτός από την αξία, η εργατική δύναμη έχει και αξία χρήσης. Η αξία χρήσης του εμπορεύματος εργατική δύναμη συνίσταται στην ικανότητά της να δημιουργεί αξία και μάλιστα αξία μεγαλύτερη από αυτήν που έχει η ίδια η εργατική δύναμη.
Η πούληση της εργατικής δύναμης για καθορισμένο μόνο χρονικό διάστημα διαφυλάσσει την προσωπική ελευθερία του προλετάριου.
Η ιδιομορφία του εμπορεύματος εργατική δύναμη συνίσταται επίσης και στο ότι το εμπόρευμα αυτό είναι αδιαχώριστο από τον κάτοχό του. Γι’αυτό η κατανάλωση της εργατικής δύναμης στο προτσές της παραγωγής, η εκμετάλλευσή της στην καπιταλιστική επιχείρηση είναι ταυτόχρονα και εκμετάλλευση του ίδιου του μισθωτού εργάτη.
Αφού αγοράσει εργατική δύναμη και μέσα παραγωγής, ο καπιταλιστής οργανώνει την παραγωγή εμπορευμάτων.
Στην αξία των νέων εμπορευμάτων, η οποία δημιουργήθηκε με την εργασία των μισθωτών εργατών, υπάρχει εκτός από την αξία της εργατικής δύναμης, και ένα πρόσθετο μέρος αξίας, που το ιδιοποιείται δωρεάν ο καπιταλιστής. Αυτό ακριβώς το μέρος της αξίας, που δημιουργείται από την εργασία των μισθωτών εργατών, άλλα δεν πληρώνεται από τον καπιταλιστή, είναι η υπεραξία.
Η υπεραξία αυτή δημιουργήθηκε από την απλήρωτη πρόσθετη εργασία. Στην καπιταλιστική επιχείρηση η εργάσιμη μέρα διαιρείται σε δύο μέρη: α) στον αναγκαίο χρόνο εργασίας, στη διάρκεια του οποίου αναπαράγεται η αξία της εργατικής δύναμης, και β) στον πρόσθετο χρόνο εργασίας, στη διάρκεια του οποίου δημιουργείται η υπεραξία.
Η παραγωγή της υπεραξίας και η ιδιοποίηση της από τους καπιταλιστές είναι ο βασικός οικονομικός νόμος του καπιταλισμού.
Ένα μέρος του κεφαλαίου ο επιχειρηματίας το επενδύει σε μέσα παραγωγής: κτίρια, μηχανές, εγκαταστάσεις, πρώτες ύλες κλπ. Η αξία των χρησιμοποιούμενων μέσων παραγωγής μεταφέρεται με την εργασία των εργατών στο έτοιμο προϊόν και μπαίνει στην αξία του χωρίς μεταβολή. Αυτό το μέρος του κεφαλαίου ονομάζεται σταθερό κεφάλαιο (C).
Το μέρος του κεφαλαίου, που ξοδεύεται για την αγορά της εργατικής δύναμης, στο προτσές της παραγωγής, μεταβάλλει το μέγεθός του και γιαυτό ονομάζεται μεταβλητό κεφάλαιο (v).
Η σύγκριση της υπεραξίας με την πηγή της, με το μεταβλητό κεφάλαιο, εκφράζει το ποσοστό της υπεραξίας. Το ποσοστό της υπεραξίας παριστάνεται με το γράμμα m’ και εκφράζεται σε εκατοστά. Ο τύπος του είναι: m’=m/v x 100.
Το ποσοστό της υπεραξίας εκφράζει με ακρίβεια το βαθμό εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο. Αν το ποσοστό της υπεραξίας είναι 100%, τότε σε κάθε ώρα πληρωμένης εργασίας αναλογεί μια ώρα απλήρωτης εργασίας.
Η ιστορία της ανάπτυξης του καπιταλισμού δείχνει, ότι το ποσοστό υπεραξίας και, επομένως, ο βαθμός εκμετάλλευσης αυξάνονται.
Η άσβεστη δίψα για κέρδος και ο συναγωνισμός αναγκάζουν τους καπιταλιστές να διευρύνουν και να τελειοποιούν την παραγωγή τους.
Ένας από τους τρόπους ανεβάσματος του βαθμού εκμετάλλευσης είναι η απόλυτη αύξηση της εργάσιμης μέρας. Εργάσιμη μέρα ονομάζεται το μέρος του εικοσιτετραώρου, στη διάρκεια του οποίου ο εργάτης εργάζεται στην επιχείρηση του καπιταλιστή.
Η υπεραξία που παράγεται με την παράταση της εργάσιμης μέρας ονομάζεται απόλυτη υπεραξία.
Το μέγεθος της εργάσιμης μέρας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την δύναμη και την οργάνωση της εργατικής τάξης, από τη συσπείρωση της στον αγώνα ενάντια στην αστική τάξη για την υπεράσπιση των ζωτικών δικαιωμάτων της.
Η υπεραξία που παράγεται με την μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας και την αντίστοιχη αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, ονομάζεται σχετική υπεραξία.
Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας δεν μπορεί παντού να γίνει ταυτόχρονα. Στην αρχή γίνεται σε ορισμένες επιχειρήσεις, όπου χρησιμοποιούνται πιο τελειοποιημένα τεχνικά μέσα, εργάζονται πιο ειδικευμένοι εργάτες και έχει καλύτερα οργανωθεί η παραγωγή. Η ατομική αξία του προϊόντος αυτών των επιχειρήσεων θα είναι μικρότερη από την κοινωνική και οι καπιταλιστές, που έχουν αυτές τις επιχειρήσεις θα πάρουν συμπληρωματικό εισόδημα.
Η υπεραξία, που παίρνεται χάρη στο ότι η ατομική αξία ενός εμπορεύματος είναι μικρότερη από την κοινωνική του αξία, λέγεται πρόσθετη υπεραξία.
Το μεταβλητό κεφάλαιο, που ξοδεύει ο καπιταλιστής για την αγορά εργατικής δύναμης, παρουσιάζεται με την μορφή του μισθού εργασίας. Εξωτερικά ο μισθός εργασίας φαίνεται σαν πληρωμή για την εργασία, αυτό όμως δεν είναι παρά η επίφαση. Στην ουσία ο μισθός εργασίας είναι παραλλαγμένη μορφή της αξίας και της τιμής της εργατικής δύναμης.
Έτσι, ο μισθός συγκαλύπτει, κρύβει την εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο. Ο μισθός εργασίας υπάρχει σε δύο βασικές μορφές: με το χρόνο και με το κομμάτι.
Το κέρδος είναι ο μορφή, που παίρνει η υπεραξία στην επιφάνια των φαινομένων της καπιταλιστικής οικονομίας. Πως λοιπόν η υπεραξία μετατρέπεται σε κέρδος;
Ας υποθέσουμε ότι η αξία ενός εμπορεύματος, που παράγεται σε μια καπιταλιστική επιχείρηση, είναι 120 νομισματικές μονάδες (80σ+20μ+20υ). Η αξία αυτή αποτελείται από την μεταφερμένη αξία των μηχανών, των πρώτων υλών και των καυσίμων (80σ) και από την νέα αξία που δημιουργήθηκε με την εργασία των μισθωτών εργατών (20μ+20υ). Αλλά οι δαπάνες του καπιταλιστή για την παραγωγή του εμπορεύματος ή όπως τις ονομάζουν, τα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής, αποτελούνται μόνο από το σταθερό και το μεταβλητό κεφάλαιο που ξόδεψε (80σ+20μ). Οι δαπάνες αυτές αντιπροσωπεύουν μόνο το ένα μέρος της αξίας του εμπορεύματος. Το άλλο μέρος της είναι η υπεραξία. Έτσι η υπεραξία αποτελεί το πλεόνασμα που μένει όταν από την αξία του εμπορεύματος αφαιρεθούν τα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής.
Το κέρδος είναι η υπεραξία που παρουσιάζεται σαν δημιούργημα όλου του επενδυμένου κεφαλαίου. Η μετατροπή της υπεραξίας σε κέρδος κρύβει την πραγματική πηγή της προέλευσης της, συγκαλύπτει την εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο.
Το ποσοστό του κέρδους είναι ο λόγος της υπεραξίας προς όλο το επενδυμένο κεφάλαιο, εκφρασμένος επί τοις εκατό. Μαζί με την μετατροπή της υπεραξίας σε κέρδος συντελέστηκε και η μετατροπή του ποσοστού της υπεραξίας σε ποσοστό του κέρδους. Αν το ποσοστό του κέρδους παρασταθεί με Κ’, ο τύπος του θα είναι: Κ’=υ/σ+μ x 100.
Το ποσοστό του κέρδους είναι μικρότερο από το αντίστοιχο της υπεραξίας. Έτσι, π.χ. αν η αξία ενός εμπορεύματος θα είναι 120 (80σ+20μ+20υ) το ποσοστό της υπεραξίας θα είναι: υ’=20/20 x100 = 100%, ενώ το ποσοστό του κέρδους θα είναι: Κ’=20υ/80σ+20μ x 100 = 20%.
Το ποσοστό του κέρδους δείχνει μόνο το βαθμό της αποδοτικότητας της καπιταλιστικής επιχείρησης, της αποτελεσματικότητας της επένδυσης του κεφαλαίου και κρύβει σε σημαντικό βαθμό την ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Στους διαφόρους βιομηχανικούς κλάδους υπάρχει διαφορετική οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, δηλαδή διαφορετική αναλογία ανάμεσα στο μεταβλητό και το σταθερό κεφάλαιο, η οποία εκφράζει τις διαφορές στην τεχνική της παραγωγής (σ: μ). Οι διαφορές στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου δείχνουν, ότι τα κεφάλαια ίσου μεγέθους στους διαφόρους κλάδους της παραγωγής βάζουν σε κίνηση διαφορετική ποσότητα ζωντανής εργασίας. Για αυτό ακόμα και στην περίπτωση, που οι άλλοι όροι της παραγωγής είναι όμοιοι, ο όγκος της υπεραξίας, που δημιουργείται σε επιχειρήσεις οι οποίες έχουν όμοια κεφάλαια, αλλά ανήκουν σε διαφορετικούς κλάδους, είναι ανόμοιος. Αυτό σημαίνει ότι όταν τα εμπορεύματα πουληθούν με τιμές που αντιστοιχούν στην κοινωνική αξία αυτών των εμπορευμάτων, οι κλάδοι με υψηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου θα πάρουν χαμηλό ποσοστό κέρδους και αντίστροφα.
Το τελικό αποτέλεσμα της μετατόπισης των κεφαλαίων από τους λιγότερο επικερδείς κλάδους της βιομηχανίας θα είναι ότι οι ιδιοκτήτες κεφαλαίων ίσου μεγέθους θα αρχίσουν να παίρνουν ίσο περίπου κέρδος.
Το μέσο ποσοστό κέρδους δίνεται με τον τύπο: Κ’μ=ΓΟΥ/ΓΟΚ x100, όπου το ΓΟΥ είναι ο όγκος της υπεραξίας που παράγεται σε όλους τους κλάδους και το ΓΟΚ είναι όλο το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί.