Η λεγόμενη “μυστική έκθεση” (που στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά κρυφή ήταν)
που διαβάστηκε στις 25 Φλεβάρη από το Νικήτα Χρουστσώφ σε κλειστή
σύσκεψη στα πλαίσια του 20ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ, προκάλεσε τεράστιους
τριγμούς διεθνές και πολύ περισσότερο μέσα στην ίδια την ΕΣΣΔ. Πουθενά
αλλού όμως το σοκ δεν ήταν μεγαλύτερο απ’ό,τι στην ιδιαίτερη πατρίδα του
Στάλιν, τη Γεωργία, προκαλώντας μια σειρά αντιδράσεων που κατέληξαν σε
στρατιωτική επέμβαση των σοβιετικών αρχών στο διάστημα 4 ως 10 Μάρτη
1956. Ιδιαίτερους τριγμούς είχε προκαλέσει, τουλάχιστον κατά τη μαρτυρία
του τότε ηγετικού στελέχους της τοπικής Κομσομόλ Έντουαρντ Σεβαρντνάτζε
και ηγετικής φυσιογνωμίας της αντεπανάστασης, η ειρωνική αναφορά στην
προσφώνηση του θανόντος Σοβιετικού ηγέτη από τους συμπατριώτες του ως
“μεγάλο γιο του γεωργικού έθνους”. Οι αντιδράσεις εκείνων των ημερών
έχουν ερμηνευθεί τόσο ως αντίδραση στην πολιτική της αποσταλινοποίησης
όσο και ως αναβίωση του γεωργιανού εθνικισμού για πρώτη φορά μετά την
αποτυχημένη αντισοβιετική εξέγερση του 1924, ενώ φαίνεται ότι αμφότερες
οι πτυχές βρήκαν την έκφραση τους στα γεγονότα των ημερών, σε ποσοστό
δύσκολο να προσδιοριστεί για την καθεμία, λόγω του ότι υπάρχουν αρκετά
κενά στην καταγραφή των γεγονότων, που όπως είναι αναμενόμενο είχαν
μικρή κάλυψη στο σοβιετικό τύπο, ενώ και οι μαρτυρίες εκ των υστέρων
χρωματίζονται αναπόφευκτα από τις πολιτικές επιλογές της πλειονότητας
των εμπλεκομένων στο πλευρό της αντεπανάστασης, τότε ή αργότερα. Λιγοστό
είναι και το ως τώρα προσβάσιμο αρχειακό υλικό.
Σύμφωνα με την ειδικά αναφορά του τότε
Γεωργιανού υπουργού Εσωτερικών, Βλαντιμίρ Γιανγιγκάβα, οι αντιδράσεις
ξεκίνησαν στις 4 Μάρτη 1956, όταν φοιτητές συγκεντρώθηκαν ενόψει τις
τρίτης επετείου από το θάνατο του Στάλιν στο μνημείο προς τιμήν του στο
κέντρο της Τιφλίδας. Η αστυνομία είχε αποκλείσει το μνημείο προκαλώντας
την οργή των συγκεντρωμένων. Ένας εκ των παρευρισκομένων, ονόματι
Παραστιβίλι κατόρθωσε να σκαρφαλώσει στο μνημείο, κι αφού ήπιε λίγο
κρασί από ένα μπουκάλι, το έσπασε και φώναξε: “Αφήστε τους εχθρούς του
Στάλιν να πεθάνουν, όπως αυτό το μπουκάλι!”
Ως τις 6 Μάρτη οι διαδηλώσεις γινόταν
όλο και πιο οργανωμένες και πολυάριθμες, εξαπλωνόμενες και σε άλλα
τμήματα της χώρας, ενώ εκείνη τη μέρα η σύνοψη της ομιλίας Χρουστσώφ
διαβάστηκε κι επισήμως σε συνεδρίαση της τοπικής κυβέρνησης καθώς και
στα τοπικά μέσα ενημέρωσης, οξύνοντας ακόμα περισσότερο τα πνεύματα.
Στις 7 Μάρτη οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Τιφλίδας απείχαν από τα
μαθήματά τους και μαζί με σπουδαστές άλλων ιδρυμάτων και μαθητές
κατέβηκαν στους δρόμους, με κατεύθυνση την πλατεία Λένιν, όπου βρισκόταν
το κυβερνητικό κτίριο και μετέπειτα πήγαν στο δημαρχείο με σύνθημα
“Ζήτω ο μεγάλος Στάλιν! Ζήτω το κόμμα του Λένιν και του Στάλιν! Ζήτω η
Σοβιετική Γεωργία”, ενώ ακολουθούσε και αυτοκινητοπομπή. Οι διαδηλωτές
έσπασαν τον αστυνομικό κλοιό και συγκεντρώθηκαν ξανά γύρω από το μνημείο
του Στάλιν. Τα αιτήματά τους ήταν η θέσπιση αργίας ανήμερα των
γενεθλίων του ηγέτη στις 18 Δεκέμβρη, δημοσίευση άρθρων προς τιμήν του
στις τοπικές εφημερίδες, προβολή ταινιών με θέμα τη ζωή του και
πρόσκληση του Κινέζου στρατηγού Ζου Ντε, που επισκεπτόταν τη Γεωργία
εκείνη την περίοδο, στη συγκέντρωσή τους. Αρχικά το κεντρικό υπουργείο
εσωτερικών στη Μόσχα υποτίμησε την έκταση των διαδηλώσεων, ενώ στην
Κεντρική Επιτροπή οι πληροφορίες του γεωργιανού υπουργείο Εσωτερικών
έφτασαν στις 8 Μάρτη.
Ως τότε διαδηλώσεις γίνονταν σε διάφορα
σημεία της πόλης, με επίκεντρο πάντα την πλατεία Λένιν καθώς και το
μνημείο του Στάλιν, που είχε γεμίσει στεφάνια. Οι διαδηλωτές κατήγγειλαν
τον Χρουστσώφ, απαιτούσαν να επιτραπούν οι εορταστικές εκδηλώσεις προς
τιμήν του Στάλιν και να αποκατασταθεί η μνήμη του, ενώ έκαννα και
ονομαστική αναφορά στο στενό του συνεργάτη Βιατσεσλάβ Μολότωφ να
υπερασπιστεί το ονομά του. Στήθηκαν οδοφράγματα κι ανατράπηκαν λεωφορεία
κι αυτοκίνητα, σταματώντας ανά σημεία την κυκλοφορία. Συγκρούσεις με
διαμαρτυρόμενους οδηγούς και την αστυνομία ακολούθησαν, ενώ υπήρξαν και
συλλήψεις. Ο πρώτος γραμματέας του γεωργιανού κόμματος Βασίλ Μζαβανάτζε
χαιρέτισε το πλήθος, αρνήθηκε ωστόσο να επισκεφτεί το μνημείο του
Στάλιν. Στις 9 του Μάρτη, σε συγκέντρωση κοντά στο μνημείο του Στάλιν,
ενώπιων τοπικών κομματικών αξιωματούχων διαβάστηκε κείμενο με τα εξής
αιτήματα, όπως τουλάχιστον τα παρουσίασε αργότερα ο συγγραφέας τους
Ρούμπεν Κιπιάνι. Επιστροφή της “μυστικής έκθεσης” στην Κεντρική Επιτροπή
του ΚΚΣΕ, απομάκρυνση των Χρουστσώφ, Μικογιάν και Μπουλγκάνιν από
κομματικές και κυβερνητικές θέσεις, δημιουργία νέας κυβέρνησης,
τοποθέτηση των Γεωργιανών κομματικών αξιωματούχων Ακάκι Μγκελάτζε και
Μζαβανάτζε στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ, διορισμό του γιού του Στάλιν
Βασίλυ στην Κεντρική Επιτρππή και θέσπιση αμνηστίας.
Σε εκείνο το χρονικό σημείο είχαν ήδη
κάνει την εμφάνιση τους ανοιχτά αντισοβιετικές, εθνικιστικές δυνάμεις,
εκμεταλλευόμενες την κρατική αποδιοργάνωση των ημερών και τη γενικότερη
λαϊκή δυσαρέσκεια, που θέλησαν να διοχετεύσουν προς όφελος των
σχεδιασμών τους. Έτσι σε παράλληλη διαδήλωση εκείνης της ημέρας στην
πλατεία Κολμεουρνεόμπις το πλήθος ανέμιζε σημαίες της προσοβιετικής
Γεωργίας, τραγουδούσε τον ύμνο του γεωργιανού εθνικισμού “Ντιντέμπα” ενώ
μοιράζονταν φυλλάδια με αίτημα την απόσχιση της Γεωργίας από την ΕΣΣΔ,
αίτημα που δεν είχαν προβληθεί στις υπόλοιπες συγκεντρώσεις. Σύμφωνα με
αναφορές του Σοβιετικού υπουργείου εσωτερικών, ομάδες οπλισμένων και
μεθυσμένων διαδηλωτών λεηλατούσαν την πόλη και σχεδίαζαν διώξεις σε
βάρος της ρωσικής κι αρμενικής μειονότητας, με απώτερο στόχο την
κατάληψη κυβερνητικών κτιρίων. Το βράδυ της 9ης Μάρτη, η τοπική
κυβέρνηση απηύθυνε έκκληση για τον τερματισμό των διαδηλώσεων κι
ανακοίνωση πως ο διοικητής της φρουράς της Τιφλίδας, στρατηγός
Γκλάντκοφ, κήρυττε απαγόρευση κυκλοφορίας αρχής γενομένης από τα
μεσάνυχτα της 10ης Μάρτη. Το πλήθος είχε αρχίσει να σκορπίζει όταν
μαθεύτηκ πως αντιπροσωπείο των διαδηλωτών κρατούνταν στο Κτίριο
Επικοινωνιών για εξακαρίβωση στοιχείων. Ομάδες διαδηλωτών προσέγγισαν το
κτίριο συγκρουόμενοι με τους στρατιώτες που το φύλασσαν. Τα στρατεύματα
άρχισαν να πυροβολούν στο πλήθος ενώ τανκς διέλυσαν τους διαδηλωτές
στην πλατεία Λένιν και το μνημείο Στάλιν. Μια νέα απόπειρα διαδηλώσεων
πραγματοποιήθηκε στις 10 Μάρτη, αλλά διαλύθηκε εκ νέου από το στρατό.
Δεν υπάρχουν αναφορές για τον ακριβή αριθμή των νεκρών και των
τραυματιών, καθώς οι αριθμοί για τους πρώτους κυμαίνονται από κάποιες
δεκάδες ως μερικές εκατοντάδες. 200 άτομα περίπου συνελήφθησαν κι
ορισμένοι καταδικάστηκαν σε εξορία στη Σιβηρία.
Την επαύριο των γεγονότων το ΚΚΣΕ
εξέδωσε ανακοίνωση επίπληξης του Γεωργιανού κομμουνιστικού κόμματος,
καθώς μέλη κι αξιωματούχοι του είχαν εκφραστεί αλληλέγγυοι προς τους
διαδηλωτές. Ο δεύτερος γραμματέας του κόμματος στην Τιφλίδα
αντικαταστάθηκε από Ρώσο. Ο Μζαναβάτζε ωστόσο κατόρθωσε να διαχειριστεί
την κρίση προς όφελός του, αναδεικνυόμενος σε δόκιμο μέλος του
προεδρείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ τον Ιούνη του 1957. Η πικρία
για την κυβερνητική επέμβαση ήταν το γόνιμο έδαφος για την οργανωτική
εδραίωση των εθνικιστικών ομάδων που είχαν ήδη παρεισφρήσει στα γεγονότα
του 1956, οι οποίες παρότι κατεστάλησαν γρήγορα, υπήρξαν το φυτώριο να
ανδρωθούν αντιφρονούντες όπως ο Μέραμπ Κοστάβα και ο ο Ζβιάντ
Γκαμσακούρντια, οι οποίοι ως έφηβοι είχαν συμμετάσχει στις διαδηλώσεις,
που ειδικά κατά τη δεκαετία του ’80 θα πρωταγωνιστούσαν στον αγώνα της
απόσχισης από την ΕΣΣΔ. Μάλιστα ο Γκαμσακούρντια εξελέγη πρώτος πρόεδρος
της καπιταλιστικής Γεωργίας το 1990, ωσότου ανετράπη από στρατιωτικό
πραξικόπημα στα τέλη του 1991.