.
O διασημότερος επιστήμονας του 20ου
αιώνα, Άλμπερτ Αϊνστάιν, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1879, εκτός από το
τεράστιο επιστημονικό του έργο, ήταν γνωστός και για τις φιλειρηνικές
και σοσιαλιστικές απόψεις του, με τις τελευταίες να αποτυπώνονται
ξεκάθαρα στο περιοδικό Monthly Review το 1949, στο άρθρο “Γιατί
Σοσιαλισμός”. Ένα κάπως λιγότερο προβεβλημένο κομμάτι της βιογραφίας του
είναι οι απόψεις του για τη Σοβιετική Ένωση, που διαχρονικά
αποτελούνταν από ένα κράμα δυσπιστίας, ελπίδας, απόρριψης και θαυμασμού,
στάση αρκετά τυπική και για άλλους προοδευτικούς αστούς διαννοούμενους
της εποχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1999, όταν το περιοδικό Τάιμ τον
ανακήρυξε “Άνθρωπο του Αιώνα”, δεν αναφέρθηκε καθόλου σε αυτήν την
πτυχή του μεγαλοφυή επιστήμονα, ενώ εν γένει υποβάθμισε την πολιτική
διάσταση της σκέψης του στο ελάχιστο.
Έβλεπε θετικά την Οχτωβριανή Επανάσταση,
παρότι δεν ενέκρινε απολύτως την τακτική και τη στρατηγική των
μπολσεβίκων. Το 1921 προσυπέγραψε διακήρυξη της “Επιτροπής Εξωτερικού
για την Οργάνωση της Εργατικής βοήθειας στους πεινασμένους της Ρωσίας”,
ενώ το 1923 ήταν ιδρυτικό μέλος της “Εταιρείας Φίλων της Νέας Ρωσίας”,
που υποστήριζε τη στενή συνεργασία ΕΣΣΔ-Γερμανίας κυρίως σε οικονομικό
και πολιτιστικό επίπεδο. Η βοήθεια στην κατεστραμμένη από τον εμφύλιο
και την ιμπεριαλιστική επέμβαση νεοσύστατη ΕΣΣΔ ήταν για τον ίδιο, αλλά
και άλλους προοδευτικούς, όχι απαραίτητα κομμουνιστές διαννούμενους της
εποχής αυτονόητο καθήκον.
Ο θαυμασμός του για τον ηγέτη της
Επανάστασης, Βλαδίμηρο Λένιν, ήταν επίσης έκδηλος, παρά τις επιφυλάξεις
για τα μέσα που μετερχόταν: ” Σέβομαι στο Λένιν έναν άντρα, που έδωσε
όλες του τις δυνάμεις με πλήρη αφοσίωση του εαυτού του για την
πραγματοποίηση της κοινωνικής δικαιοσύνης.Τις μεθόδους του δεν τις θεωρώ
χρήσιμες”. Να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή, τη δεκαετία του ’20
δηλαδή, ο Αϊνστάιν βρισκόταν αρκετά κοντά στο ΚΚΓ, δίνοντας διαλέξεις
στο
αρξιστικό Εργατικό Σχολείο του κόμματος,
με θέμα “Γιατί χρειάζεται ο εργάτης τη θεωρία της σχετικότητας”; Τη
δεκαετία του ’30, την περίοδο των εκκαθαρίσεων στην ΕΣΣΔ, τάχθηκε με
παρεμβάσεις του στο Στάλιν και τον τότε υπουργό Εξωτερικών Μαξίμ
Λιτβίνωφ, υπέρ επιστημόνων που αντιμετώπιζαν κατηγορίες, όπως ο
μαθηματικός Fritz Noether και η Valentine Adler-Sas, κόρη του γνωστού
ψυχολόγου Άλφρεντ Άντλερ. Το 1930, όταν Σοβιετικοί επιστήμονες
κατηγορήθηκαν πως δηλητηριάζουν τρόφιμα, o ΑΪνστάιν, έχοντας
απογοητευτεί από τις εξελίξεις στη χώρα, έγραφε στη διάσημη
φιλοκομμουνίστρια χαράκτρια Καίτε Κόλβιτς πως “Είμαι πολύ θλιμμένος, που
η εξέλιξη, την οποία αντικρίζαμε με τόσο ελπιδοφόρα μάτια, οδηγεί τώρα
σε τόσο τρομαχτικά πράγματα”.
Η συμπάθειά του για την ΕΣΣΔ ωστόσο
παρέμενε δυνατή, κι έτσι σε γράμμα του στο συνάδελφό του φυσικό Μαξ
Μπορν την άνοιξη του 1937, εκμηστερευόταν πως οι δίκες της Μόσχας μάλλον
δεν ήταν απάτη, αλλά πιθανότατα επρόκειτο για συνωμοσία όσων θεωρούσαν
το Στάλιν αντιδραστικό που πρόδωσε τις αξίες της επανάστασης. Η
αντιφατική του στάση φαίνεται και στην υπόθεση της σύλληψης κι εκτέλεσης
για κατασκοπία υπέρ των Γερμανών των Πολωνών σοσιαλδημοκρατών
συνδικαλιστών Βίκτορ Άλτερ και Χένρυκ Έρλιχ στο τμήμα που είχε καταλάβει
ο Κόκκινος Στρατός το 1939 στα πλαίσια της συμφωνίας
Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, ο ίδιος συμμετείχε στις διαμαρτυρίες, πεπεισμένος
για την αθωότητά τους. Ωστόσο δέκα χρόνια αργότερα, όταν πολωνοεβραϊκή
οργάνωση μεταναστών στη Νέα Υόρκη του ζήτησε να συγγράψει κείμενο για
την επέτειο της εκτέλεσης, ο ίδιος αρνήθηκε τη συνεργασία με το εξής
σκεπτικό: “Το 1941 η προσπάθεια σωτηρίας ήταν ανθρώπινο καθήκον. Το 1951
η δημοσιότητα για το λυπηρό περιστατικό είναι βάσει αποτελέσματος μέρος
της πολεμικής υστερίας”.
Το 1947 ως “παλιός Εβραίος” ζήτησε με
προσωπική επιστολή στο Στάλιν να μάθει για την τύχη του Σουηδού
διπλωμάτη Ραούλ Βαλερστάιν, ο οποίος είχε διασώσει το 1944 20.000
Εβραίους από το ολοκαύτωμα, και τον οποίο είχαν συλλάβει οι σοβιετικές
αρχές μετά την απελευθέρωση της Βουδαπέστης το 1945. Εκείνο που δεν
ήξερε εκείνη την περίοδο ο Αϊνστάιν, καθώς τα σχετικά αρχεία
αποχαρακτηρίστικαν από τη CIA μόλις το 1996, είναι πως ο Βαλερστάιν, που
πέθανε υπό ακόμα διαμφισβητούμενες συνθήκες στη Λουμπιάνκα, δούλευε ως
μυστικός πράκτορας των Αμερικανών.
Το 1948, σε αλληλογραφία του με τον
ψυχαναλυτή Walter Marseille, προέκρινε την ένταξη της ΕΣΣΔ, σε ένα
παγκόσμιο σύστημα διακυβέρνησης, το οποίο θα επέλεγε η ίδια αυτοβούλως,
χωρίς εξαναγκασμούς, για τη διασφάλιση των συμφερόντων της,
εγκαταλείποντας την “απομόνωση”. Την περίοδο της δίκης του ζεύγους
Ρόζενμπεργκ, τάχθηκε ενεργά κατά της εκτέλεσής τους, αν και δεν ήταν
απολύτως πεπεισμένος για την αθωότητά τους.
Η συμπαράστασή του στους διωκόμενους
κομμουνιστές του επέφερε το μίσος πολλών Αμερικανών, που σε προσωπικές
επιστολές αλλά και δημόσιες σε διάφορα έντυπα, τον χαρακτήριζαν “μη
αληθινό Αμερικανό”, “παράσιτο” και “δειλό”. Μάλιστα ο αρχισυντάκτης του
περιοδικού The New Leader” τον κάλεσε να καταδικάσει τις “αντισημιτικές”
δίκες αντιφρονούντων στην Πράγα καθώς και την επικείμενη εκτέλεση των
Εβραίων γιατρών στη Μόσχα. Ο ίδιος του απάντησε ότι πρέπει “η διαστροφή
του δικαίου να καταδικάζεται απερίφραστα” και συνέχιζε χαρακτηρίζοντας
“τυρρανικό” το σύστημα της ΕΣΣΔ, από την άλλη δεν ήθελε να δημοσιεύσει
κάποια απάντηση, διότι έτσι θα υποδαύλιζε το μίσος των Αμερικανών για τη
Ρωσία.