Σήμερα η κε του μπλοκ είχε τρεξίματα και δουλειές με φούντες. Συνεπώς
αντί κάποιου δικού της κειμένου, προωθεί το ντοκουμέντο που της έστειλε ο
Γιάννης ο Μπλου, ο οποίος διεισδύει στα άδυτα της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ,
αποκαλύπτοντας τα βαθύτερα μυστικά της. Και βασικά τρολάρει το πουλιτζερικό αριστούργμα της life-style ιστοσελίδας Vice, που είχε σχολιαστεί κι εδώ από κάποιους σφους. Καλή ανάγνωση-διασκέδαση.
Γιάννης ο blue (φίλος του Μπάμπη του φλου, περισσότερο απ’ ότι ο συντάκτης με την αλήθεια)...
Είναι απόγευμα Σαββάτου και το καλοκαίρι κρατά καλά ακόμη. Είναι μια από τις τελευταίες ημέρες του Σεπτέμβρη και κατηφορίζω την οδό Δηλιγιάννη, λίγα πιο κάτω από το σταθμό Λαρίσης. Στα χέρια μου κρατάω την εφημερίδα Μακελειό του Στέφανου Χίου, που μόλις έχει βγει από το τυπογραφείο.
Χτυπάει το κινητό μου. «Έρχεσαι;», μου γράφει σε μήνυμα ο Λέλος, στέλεχος της ΟΝΝΕΔ. Επιταχύνω το βήμα μου και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα σπρώχνω τη βαριά γυάλινη πόρτα των γραφείων. Στη ρεσεψιόν, ένας μπράβος ξεφυλλίζει βαριεστημένα ένα διαφημιστικό για αναβολικά. Γράφω το όνομά μου στη λίστα με όσους μπαίνουν στο χώρο.
Στην είσοδο του ασανσέρ περιμένουν κάμποσοι άνθρωποι, που από την προχωρημένη ηλικία τους καταλαβαίνεις ότι στη μακρά ζωή τους σίγουρα πρόλαβαν εξορίες και διώξεις (ως ρουφιάνοι, βασανιστές και δεσμοφύλακες). Αποφασίζω να μην περιμένω και να ανέβω από τις σκάλες. Οι όροφοι που περνάω είναι σκοτεινοί και με δυσκολία βρίσκω τα βήματά μου. Φτάνω στον τρίτο όροφο και περπατάω σε έναν μακρόστενο διάδρομο. Στον τοίχο βλέπω μια αφίσα με έναν αγκυλωτό σταυρό και καταλαβαίνω ότι έχω κάνει λάθος. Είμαι στα γραφεία της Χρυσής Αυγής. «Κοντά έπεσα», σκέφτομαι, «ας ξαναδοκιμάσω». Βγαίνω από το κτήριο και πηγαίνω σωστά αυτή τη φορά στα γραφεία της ΟΝΝΕΔ.
Συναντώ τον Λέλο, πηγαίνουμε στο γραφείο που συνεδριάζει η οργάνωση της ΟΝΝΕΔ της σχολής μου και χτυπάμε την πόρτα. «Μπείτε», φωνάζει κάποιος από μέσα. Καθώς μπαίνουμε, όλα τα μέλη του οργάνου ζητωκραυγάζουν και μας υποδέχονται με το (με βαθύ πολιτικό περιεχόμενο) σύνθημα: «Και α και ου, και ου, και ΔΑΠ Νου-Δου-Φου-Κου». Και μετά με άλλο ένα: «ΟΝΝΕΔ-ΟΝΝΕΔ πρωτοπορία, ζήτω η Νέα Δημοκρατία». Αμέσως μετά, όμως, μου διευκρινίζουν ότι ως ΔΑΠ θα είμαστε ανεξάρτητοι από κόμματα και θα λέμε ότι αυτά έχουν καταστρέψει τις σχολές.
Η γνωριμία μου με την ΟΝΝΕΔ έγινε έναν χρόνο νωρίτερα, την ημέρα που πήγα να εγγραφώ στο πανεπιστήμιο, όταν φοιτητικές παρατάξεις έπεσαν πάνω μου σε μία άνευ προηγουμένου επίθεση φιλίας. «Θέλεις να σε βοηθήσω να γραφτείς; Δεν θα τα καταφέρεις μόνος σου!» με ρωτάει μία φοιτήτρια με πλατινέ μαλλί, φράζοντάς μου το δρόμο, καθώς πηγαίνω προς την αίθουσα εγγραφών. Στους γύρω τοίχους είναι άτσαλα κολλημένες δεκάδες αφίσες της ΟΝΝΕΔ για το επόμενο πάρτι στον Οικονομόπουλο. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο να συμπληρώσω τα στοιχεία μου σε ένα χαρτί και να το δώσω στη γραμματεία, αλλά είπα να γνωρίσω την κοπέλα και δέχθηκα να το κάνει αυτή για μένα.Της έδωσα και το τηλέφωνό μου. Το ίδιο απόγευμα με κάλεσε. «Θα μαζευτούμε να πιούμε μια Belvedere μαζί με τα παιδιά που γνωρίσαμε από το πρώτο έτος, θέλεις να έρθεις;», με ρώτησε. Προτιμώντας τη Βelvedere από το κρασί, δέχθηκα και το ίδιο βράδυ συναντηθήκαμε. Αργότερα, κατάλαβα πως ο μόνος πρωτοετής στην παρέα ήμουν εγώ και από την ΟΝΝΕΔ μόνο η τύπισσα. Δεν ήξερα, αν αυτό ήταν αποτυχία της συγκέντρωσης ή τακτική, για να με προσεγγίσει καλύτερα.
Από εκείνο το βράδυ η πίεση για ένταξη στην Οργάνωση ήταν συνεχής, μιας που «είναι πολύ διαφορετικό να δίνεις μάθημα με τις σημειώσεις της ΔΑΠ και τα κονέ της με τους καθηγητές, παρά με κανονικό διάβασμα», όπως μου έλεγαν οι wannabe συναγωνιστές μου. Οι τρόποι πειθούς κινούνταν μεταξύ ρουσφετιών και εξάρσεων φιλελευθερισμού: «Η ένταξη στην ΟΝΝΕΔ είναι το χρέος σου προς την ελεύθερη οικονομία», «Είναι δική σου ευθύνη να ενισχύσεις τους αγώνες της ΝΔ που παλεύει για τα συμφέροντα των επενδυτών», «Πρέπει να αντιδράσεις στις υποκινούμενες από το ΚΚΕ κινητοποιήσεις που θέλουν να αφήσουν το αφεντικό σου άνεργο και να κόψουν τις επιδοτήσεις των εφοπλιστών», ήταν μερικές από τις επαναλαμβανόμενες φράσεις, για να κάνω το μεγάλο βήμα.Τελικά, το έκανα και εντάχθηκα στην ΟΝΝΕΔ, γεγονός που μου επέτρεψε να συμμετέχω στις συνεδριάσεις της οργάνωσης του πανεπιστημίου μου και να δω από μέσα όσα μέχρι τότε έβλεπα απ' έξω.
Από την αρχή μου εξήγησαν ότι είμαστε μια φιλελεύθερη πολυτασική οργάνωση, στην οποία ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει τα πρότυπά του, όπως την Θάτσερ, τον Μακάρθι κλπ. Φυσικά υπήρχαν και τα εγχώρια πρότυπα: «Η συμβολή του Γεώργιου Παπαδόπουλου στην κατασκευή του οδικού δικτύου της χώρας είναι τεράστια και γι' αυτό είναι μια μεγάλη μορφή στην ιστορία της παράταξής μας», είπε κάποια στιγμή ένας από τους καθοδηγητές της οργάνωσης. Για να πεισθούμε ότι ο Χίτλερ δεν ήταν και τόσο κακός και ότι ο Στάλιν στην πραγματικότητα ήταν χειρότερος, διαβάζαμε κείμενα για το σύμφωνο Ρίμπετροπ-Μολότοφ, για τη συνθήκη της Γιάλτας και μαθαίναμε ότι η Σφαγή του Κατίν έγινε από τους Σοβιετικούς.«Όσοι λένε ότι το Κατίν διαπράχθηκε από τους Ναζί, κάνουν κομμουνιστική προπαγάνδα», μας έλεγαν να λέμε. Εννοείται ότι ήμασταν υποχρεωμένοι να υπερασπιζόμαστε τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Σαμαρά και να αποδεικνύουμε με στοιχεία ότι το 2ο Μνημόνιο ήταν καλύτερο από το 3ο του Τσίπρα.
Αν και τα μέλη της ΚΝΕ έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό για να πείσουν όσους περισσότερους φοιτητές μπορούσαν να ενισχύσουν οικονομικά το ΚΚΕ, δεν έβλεπα αντίστοιχη κινητικότητα στη δική μας Οργάνωση. Όταν ρώτησα την καθοδήγηση γιατί συμβαίνει αυτό, και πως βρίσκουμε χρήματα για όλες αυτές τις αφίσες, τα υλικά και τα πάρτι, μου απάντησαν ότι «εμείς τα παίρνουμε από επιχειρηματίες, οι οποίοι έτσι μας κρατάνε απ’ τα ...μπελερίνια μας, για να τους υμνούμε».
Η στελέχωση των οργανώσεων ήταν ένα θέμα στο οποίο η ηγεσία έδειχνε ιδιαίτερη ευαισθησία. Για να γίνει κάποιος ανώτερο στέλεχος, έπρεπε να έχει καλό κονέ με κάποιο κεφάλι. Εκλογές δεν γίνονταν, αφού τα καθοδηγητικά στελέχη ήταν όλα διορισμένα. Μετά από λίγο καιρό αυτοί έφευγαν από την ΟΝΝΕΔ και διορίζονταν σε Υπουργεία και πανεπιστήμια. Μια φορά που ρώτησα μήπως θα ήταν πιο δημοκρατικό να ψηφίζουν τα ίδια τα μέλη για τους αντιπροσώπους τους, μου απάντησαν πως «αυτά είναι παλαιοκομμουνιστικές πρακτικές και αγκυλώσεις που δεν ταιριάζουν σε μια σύγχρονη φιλελεύθερη οργάνωση». Πολλές φορές τα στελέχη χωρίζονταν σε ομάδες, που η καθεμιά ήταν προσκείμενη σε κάποιο μεγαλοστέλεχος της ΝΔ και συχνά έπαιζαν ξύλο μεταξύ τους.
Κατά τη διάρκεια μίας παρέμβασής μου σε συνεδρίαση του Οργάνου, τόλμησα να πω ότι ίσως οι επεμβάσεις των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ σε Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρία, Λιβύη κλπ να μην έγιναν για τη δημοκρατία και την ελευθερία αλλά για τα πετρέλαια και τους αγωγούς.«Έχεις τελείως λανθασμένη άποψη για το θέμα και καλό είναι να μην πετάς πράγματα από την κούτρα σου», μου είπε κοφτά ο καθοδηγητής της οργάνωσης, βάζοντας τέλος στη συζήτηση. Η έλλειψη ανοχής δεν αφορούσε μόνο στην κριτική απέναντι στον Τραμπ, αλλά και σε θέματα δικαιωμάτων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την απόρριψη των δικαιωμάτων των εργαζομένων γιατί εμποδίζουν την ανάπτυξη.
Στην ΟΝΝΕΔ είχες την ευκαιρία να μάθεις τον Αργυρό και τον Σαμπάνη, γεγονός παρηγορητικό την ώρα που η ΚΝΕ σου έλεγε να πας στο θέατρο και να διαβάσεις λογοτεχνία (για να μη συζητήσουμε ότι σου έλεγε να οργανωθείς και να παλέψεις για ένα καλύτερο αύριο). Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Την ώρα που φίλοι μου διηγούνταν τα όσα υπέστησαν οι παππούδες τους και οι πατεράδες τους από τον Μεταξά, τους Ναζί, το μετεμφυλιακό κράτος και τη Χούντα, οι ΟΝΝΕΔίτες μου τα παρουσίαζαν ως τον απόλυτο πατριωτικό παράδεισο. «Διάβασε αυτό και ρώτησε την οργάνωση τι γνώμη έχει για τον συγγραφέα», μου είπε κάποτε η Ελένη και μου έδωσε το Οδός Αβύσσου Αριθμός Μηδέν (εκδ. Πατάκη), το περίφημο βιβλίο όπου ο Μενέλαος Λουντέμης περιγράφει τη ζωή του τα χρόνια που ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο. «Το βιβλίο απλώς αναπαράγει ψέματα. Άλλωστε ο Παττακός έχει πει ότι οι εξόριστοι έκαναν και μπάνια στη θάλασσα», είπε ο γραμματέας της οργάνωσής μου, όταν του το έδειξα. Τότε κατάλαβα ότι ήμουν εντελώς κατεστραμμένος και ότι έπρεπε να πάρω διαζύγιο από την ΟΝΝΕΔ ή την πραγματικότητα. Αποφάσισα ότι η δεύτερη ήταν πιο σημαντική για τη ζωή μου.
-.-.-
Γιάννης ο blue (φίλος του Μπάμπη του φλου, περισσότερο απ’ ότι ο συντάκτης με την αλήθεια)...
Είναι απόγευμα Σαββάτου και το καλοκαίρι κρατά καλά ακόμη. Είναι μια από τις τελευταίες ημέρες του Σεπτέμβρη και κατηφορίζω την οδό Δηλιγιάννη, λίγα πιο κάτω από το σταθμό Λαρίσης. Στα χέρια μου κρατάω την εφημερίδα Μακελειό του Στέφανου Χίου, που μόλις έχει βγει από το τυπογραφείο.
Χτυπάει το κινητό μου. «Έρχεσαι;», μου γράφει σε μήνυμα ο Λέλος, στέλεχος της ΟΝΝΕΔ. Επιταχύνω το βήμα μου και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα σπρώχνω τη βαριά γυάλινη πόρτα των γραφείων. Στη ρεσεψιόν, ένας μπράβος ξεφυλλίζει βαριεστημένα ένα διαφημιστικό για αναβολικά. Γράφω το όνομά μου στη λίστα με όσους μπαίνουν στο χώρο.
Στην είσοδο του ασανσέρ περιμένουν κάμποσοι άνθρωποι, που από την προχωρημένη ηλικία τους καταλαβαίνεις ότι στη μακρά ζωή τους σίγουρα πρόλαβαν εξορίες και διώξεις (ως ρουφιάνοι, βασανιστές και δεσμοφύλακες). Αποφασίζω να μην περιμένω και να ανέβω από τις σκάλες. Οι όροφοι που περνάω είναι σκοτεινοί και με δυσκολία βρίσκω τα βήματά μου. Φτάνω στον τρίτο όροφο και περπατάω σε έναν μακρόστενο διάδρομο. Στον τοίχο βλέπω μια αφίσα με έναν αγκυλωτό σταυρό και καταλαβαίνω ότι έχω κάνει λάθος. Είμαι στα γραφεία της Χρυσής Αυγής. «Κοντά έπεσα», σκέφτομαι, «ας ξαναδοκιμάσω». Βγαίνω από το κτήριο και πηγαίνω σωστά αυτή τη φορά στα γραφεία της ΟΝΝΕΔ.
Συναντώ τον Λέλο, πηγαίνουμε στο γραφείο που συνεδριάζει η οργάνωση της ΟΝΝΕΔ της σχολής μου και χτυπάμε την πόρτα. «Μπείτε», φωνάζει κάποιος από μέσα. Καθώς μπαίνουμε, όλα τα μέλη του οργάνου ζητωκραυγάζουν και μας υποδέχονται με το (με βαθύ πολιτικό περιεχόμενο) σύνθημα: «Και α και ου, και ου, και ΔΑΠ Νου-Δου-Φου-Κου». Και μετά με άλλο ένα: «ΟΝΝΕΔ-ΟΝΝΕΔ πρωτοπορία, ζήτω η Νέα Δημοκρατία». Αμέσως μετά, όμως, μου διευκρινίζουν ότι ως ΔΑΠ θα είμαστε ανεξάρτητοι από κόμματα και θα λέμε ότι αυτά έχουν καταστρέψει τις σχολές.
Η γνωριμία μου με την ΟΝΝΕΔ έγινε έναν χρόνο νωρίτερα, την ημέρα που πήγα να εγγραφώ στο πανεπιστήμιο, όταν φοιτητικές παρατάξεις έπεσαν πάνω μου σε μία άνευ προηγουμένου επίθεση φιλίας. «Θέλεις να σε βοηθήσω να γραφτείς; Δεν θα τα καταφέρεις μόνος σου!» με ρωτάει μία φοιτήτρια με πλατινέ μαλλί, φράζοντάς μου το δρόμο, καθώς πηγαίνω προς την αίθουσα εγγραφών. Στους γύρω τοίχους είναι άτσαλα κολλημένες δεκάδες αφίσες της ΟΝΝΕΔ για το επόμενο πάρτι στον Οικονομόπουλο. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο να συμπληρώσω τα στοιχεία μου σε ένα χαρτί και να το δώσω στη γραμματεία, αλλά είπα να γνωρίσω την κοπέλα και δέχθηκα να το κάνει αυτή για μένα.Της έδωσα και το τηλέφωνό μου. Το ίδιο απόγευμα με κάλεσε. «Θα μαζευτούμε να πιούμε μια Belvedere μαζί με τα παιδιά που γνωρίσαμε από το πρώτο έτος, θέλεις να έρθεις;», με ρώτησε. Προτιμώντας τη Βelvedere από το κρασί, δέχθηκα και το ίδιο βράδυ συναντηθήκαμε. Αργότερα, κατάλαβα πως ο μόνος πρωτοετής στην παρέα ήμουν εγώ και από την ΟΝΝΕΔ μόνο η τύπισσα. Δεν ήξερα, αν αυτό ήταν αποτυχία της συγκέντρωσης ή τακτική, για να με προσεγγίσει καλύτερα.
Από εκείνο το βράδυ η πίεση για ένταξη στην Οργάνωση ήταν συνεχής, μιας που «είναι πολύ διαφορετικό να δίνεις μάθημα με τις σημειώσεις της ΔΑΠ και τα κονέ της με τους καθηγητές, παρά με κανονικό διάβασμα», όπως μου έλεγαν οι wannabe συναγωνιστές μου. Οι τρόποι πειθούς κινούνταν μεταξύ ρουσφετιών και εξάρσεων φιλελευθερισμού: «Η ένταξη στην ΟΝΝΕΔ είναι το χρέος σου προς την ελεύθερη οικονομία», «Είναι δική σου ευθύνη να ενισχύσεις τους αγώνες της ΝΔ που παλεύει για τα συμφέροντα των επενδυτών», «Πρέπει να αντιδράσεις στις υποκινούμενες από το ΚΚΕ κινητοποιήσεις που θέλουν να αφήσουν το αφεντικό σου άνεργο και να κόψουν τις επιδοτήσεις των εφοπλιστών», ήταν μερικές από τις επαναλαμβανόμενες φράσεις, για να κάνω το μεγάλο βήμα.Τελικά, το έκανα και εντάχθηκα στην ΟΝΝΕΔ, γεγονός που μου επέτρεψε να συμμετέχω στις συνεδριάσεις της οργάνωσης του πανεπιστημίου μου και να δω από μέσα όσα μέχρι τότε έβλεπα απ' έξω.
Από την αρχή μου εξήγησαν ότι είμαστε μια φιλελεύθερη πολυτασική οργάνωση, στην οποία ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει τα πρότυπά του, όπως την Θάτσερ, τον Μακάρθι κλπ. Φυσικά υπήρχαν και τα εγχώρια πρότυπα: «Η συμβολή του Γεώργιου Παπαδόπουλου στην κατασκευή του οδικού δικτύου της χώρας είναι τεράστια και γι' αυτό είναι μια μεγάλη μορφή στην ιστορία της παράταξής μας», είπε κάποια στιγμή ένας από τους καθοδηγητές της οργάνωσης. Για να πεισθούμε ότι ο Χίτλερ δεν ήταν και τόσο κακός και ότι ο Στάλιν στην πραγματικότητα ήταν χειρότερος, διαβάζαμε κείμενα για το σύμφωνο Ρίμπετροπ-Μολότοφ, για τη συνθήκη της Γιάλτας και μαθαίναμε ότι η Σφαγή του Κατίν έγινε από τους Σοβιετικούς.«Όσοι λένε ότι το Κατίν διαπράχθηκε από τους Ναζί, κάνουν κομμουνιστική προπαγάνδα», μας έλεγαν να λέμε. Εννοείται ότι ήμασταν υποχρεωμένοι να υπερασπιζόμαστε τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Σαμαρά και να αποδεικνύουμε με στοιχεία ότι το 2ο Μνημόνιο ήταν καλύτερο από το 3ο του Τσίπρα.
Αν και τα μέλη της ΚΝΕ έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό για να πείσουν όσους περισσότερους φοιτητές μπορούσαν να ενισχύσουν οικονομικά το ΚΚΕ, δεν έβλεπα αντίστοιχη κινητικότητα στη δική μας Οργάνωση. Όταν ρώτησα την καθοδήγηση γιατί συμβαίνει αυτό, και πως βρίσκουμε χρήματα για όλες αυτές τις αφίσες, τα υλικά και τα πάρτι, μου απάντησαν ότι «εμείς τα παίρνουμε από επιχειρηματίες, οι οποίοι έτσι μας κρατάνε απ’ τα ...μπελερίνια μας, για να τους υμνούμε».
Η στελέχωση των οργανώσεων ήταν ένα θέμα στο οποίο η ηγεσία έδειχνε ιδιαίτερη ευαισθησία. Για να γίνει κάποιος ανώτερο στέλεχος, έπρεπε να έχει καλό κονέ με κάποιο κεφάλι. Εκλογές δεν γίνονταν, αφού τα καθοδηγητικά στελέχη ήταν όλα διορισμένα. Μετά από λίγο καιρό αυτοί έφευγαν από την ΟΝΝΕΔ και διορίζονταν σε Υπουργεία και πανεπιστήμια. Μια φορά που ρώτησα μήπως θα ήταν πιο δημοκρατικό να ψηφίζουν τα ίδια τα μέλη για τους αντιπροσώπους τους, μου απάντησαν πως «αυτά είναι παλαιοκομμουνιστικές πρακτικές και αγκυλώσεις που δεν ταιριάζουν σε μια σύγχρονη φιλελεύθερη οργάνωση». Πολλές φορές τα στελέχη χωρίζονταν σε ομάδες, που η καθεμιά ήταν προσκείμενη σε κάποιο μεγαλοστέλεχος της ΝΔ και συχνά έπαιζαν ξύλο μεταξύ τους.
Κατά τη διάρκεια μίας παρέμβασής μου σε συνεδρίαση του Οργάνου, τόλμησα να πω ότι ίσως οι επεμβάσεις των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ σε Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρία, Λιβύη κλπ να μην έγιναν για τη δημοκρατία και την ελευθερία αλλά για τα πετρέλαια και τους αγωγούς.«Έχεις τελείως λανθασμένη άποψη για το θέμα και καλό είναι να μην πετάς πράγματα από την κούτρα σου», μου είπε κοφτά ο καθοδηγητής της οργάνωσης, βάζοντας τέλος στη συζήτηση. Η έλλειψη ανοχής δεν αφορούσε μόνο στην κριτική απέναντι στον Τραμπ, αλλά και σε θέματα δικαιωμάτων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την απόρριψη των δικαιωμάτων των εργαζομένων γιατί εμποδίζουν την ανάπτυξη.
Στην ΟΝΝΕΔ είχες την ευκαιρία να μάθεις τον Αργυρό και τον Σαμπάνη, γεγονός παρηγορητικό την ώρα που η ΚΝΕ σου έλεγε να πας στο θέατρο και να διαβάσεις λογοτεχνία (για να μη συζητήσουμε ότι σου έλεγε να οργανωθείς και να παλέψεις για ένα καλύτερο αύριο). Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Την ώρα που φίλοι μου διηγούνταν τα όσα υπέστησαν οι παππούδες τους και οι πατεράδες τους από τον Μεταξά, τους Ναζί, το μετεμφυλιακό κράτος και τη Χούντα, οι ΟΝΝΕΔίτες μου τα παρουσίαζαν ως τον απόλυτο πατριωτικό παράδεισο. «Διάβασε αυτό και ρώτησε την οργάνωση τι γνώμη έχει για τον συγγραφέα», μου είπε κάποτε η Ελένη και μου έδωσε το Οδός Αβύσσου Αριθμός Μηδέν (εκδ. Πατάκη), το περίφημο βιβλίο όπου ο Μενέλαος Λουντέμης περιγράφει τη ζωή του τα χρόνια που ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο. «Το βιβλίο απλώς αναπαράγει ψέματα. Άλλωστε ο Παττακός έχει πει ότι οι εξόριστοι έκαναν και μπάνια στη θάλασσα», είπε ο γραμματέας της οργάνωσής μου, όταν του το έδειξα. Τότε κατάλαβα ότι ήμουν εντελώς κατεστραμμένος και ότι έπρεπε να πάρω διαζύγιο από την ΟΝΝΕΔ ή την πραγματικότητα. Αποφάσισα ότι η δεύτερη ήταν πιο σημαντική για τη ζωή μου.