Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΤΟΥ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΤΗΣ ΒΑΡΣΟΒΙΑΣ (ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 1989)
Θα
ξεκινήσω από την τελευταία συνεδρίαση της Πολιτικής Συμβουλευτικής
Επιτροπής των κρατών του Συμφώνου της Βαρσοβίας, το Σεπτέμβρη 1989 στο
Βουκουρέστι, γιατί εκεί συνειδητοποίησα για πρώτη φορά –τουλάχιστον με
τόση καθαρότητα– ότι ανάμεσα στα κόμματα των κρατών του Συμφώνου της
Βαρσοβίας υπάρχουν θεμελιακές διαφορές απόψεων. Στη σύσκεψη αυτή ο
επίσημος εκπρόσωπος του Ουγγρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, κάποιος Χορν,
κατέβασε επίσημα την πρόταση –και φρόντισε να γίνει κατανοητό ότι δεν
είχε διάθεση να υποχωρήσει– να ανοίξουν τα σύνορα της χώρας του. Δεν
έγινε καμιά μεγάλη συζήτηση στο θέμα και ο Γκορμπατσόφ αντέδρασε στις
σκέψεις αυτού του «συντρόφου» Χορν με τη διαπίστωση ότι: «Έχουμε
αποφασίσει εδώ και πολύ καιρό το κάθε κόμμα να αποφασίζει αυτόνομα για
την εξωτερική ή εσωτερική πολιτική του».
Στη
συνέχεια έγινε διάλειμμα όπου σχηματίστηκαν διάφορες ομάδες. Μια ομάδα
την αποτελούσαν οι Ζίφκοφ, Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού
Κόμματος Βουλγαρίας, Χόνεκερ, Πρόεδρος του Ενιαίου Σοσιαλιστικού
Κόμματος Γερμανίας (ΕΣΚΓ) και Τσαουσέσκου, ηγέτης των Ρουμάνων
κομμουνιστών. Ήταν και οι τρεις τους εκτός εαυτού, εξοργισμένοι.
Το
διάλειμμα τελείωσε και η ιστορία έληξε άδοξα. Η πρόταση αυτού του Χορν
έγινε αποδεκτή χωρίς περαιτέρω συζητήσεις, κυρίως χάρη στο κύρος της
σοβιετικής αντιπροσωπείας, αποτελούμενης από τους Γκορμπατσόφ,
Σεβαρνάντζε και λοιπούς κι έτσι το θέμα έκλεισε. Όλοι ήταν κατά κάποιο
τρόπο σοκαρισμένοι, ενώ μερικοί ήταν –όπως ειπώθηκε– εξοργισμένοι.
Και
τώρα το επόμενο σημείο: Υπήρχε μία –κατά τη γνώμη μου καλή– παράδοση
σύμφωνα με την οποία, μετά την επίσημη σύγκληση των αντιπροσώπων του
Συμφώνου της Βαρσοβίας, συγκαλούνταν μια σύσκεψη των πρώτων γραμματέων,
δηλαδή των Γενικών Γραμματέων των κομμάτων. Ήξερα ότι ο σ. Χόνεκερ ήθελε
βασικά να θέσει σε αυτή τη σύσκεψη την απαίτηση, τα κόμματα του
Συμβουλίου της Βαρσοβίας ενωμένα και αποφασιστικά να πάρουν θέση ενάντια
στις ιδεολογικές και κάθε λογής επιθέσεις των κρατών του ΝΑΤΟ –και
κυρίως των ΗΠΑ– και να διαμορφώσουν ανάλογα την πολιτική τους. Αν
φτάναμε ως εκεί, θα είχαμε μια σκληρή αντιπαράθεση με τους υπευθύνους
της σοβιετικής αποστολής, Γκορμπατσόφ, Σεβαρνάντζε και σία. Τη νύχτα,
μετά το τέλος της συνεδρίασης της Πολιτικής Συμβουλευτικής Επιτροπής και
της παραμονής της συνάντησης που αναφέρω, μας ξύπνησαν μέσ’ στα
χαράματα. Με παρακάλεσαν όσο πιο γρήγορα γίνεται να πάω στο δωμάτιο του
σ. Στοφ, ο οποίος ήταν αναπληρωτής επικεφαλής της αντιπροσωπείας μας. Δε
γνώριζα το λόγο. Ντύθηκα και όταν συγκεντρωθήκαμε στο δωμάτιό του σ.
Στοφ, αυτός μας ανακοίνωσε ότι ο σ. Χόνεκερ είχε αρρωστήσει βαριά, ότι
δεν μπορούσε ούτε καν να σταθεί στα πόδια του και κατά συνέπεια δεν
μπορούσε λοιπόν να παραμείνει στη Ρουμανία. Οι Ρουμάνοι σύντροφοι τον
είχαν ήδη μεταφέρει στο νοσοκομείο και οι γιατροί ανακοίνωσαν ότι θα
μπορούσε να μετακινηθεί αφού του χορηγηθεί πρώτα η απαραίτητη φροντίδα. Ο
Στοφ –βασιζόμενος στις ιατρικές ανακοινώσεις– πρότεινε να μεταφερθεί με
αεροπλάνο στη ΓΛΔ, συνοδευόμενος από τον Κρεντς. Ήμασταν όλοι
συντετριμμένοι –εγώ ιδιαίτερα, γιατί μέχρι τότε δεν είχα διαπιστώσει τα
προβλήματα της υγείας του σ. Χόνεκερ– και συμφωνήσαμε με την πρόταση.
Πάρθηκαν όλα τα μέτρα για την επιστροφή του.
Ρώτησα
το σ. Στοφ τι στάση θα κρατήσει στη σύσκεψη των πρώτων γραμματέων και
πήρα την απάντηση: Αφού δεν είναι πρώτος γραμματέας, δεν θα πάρει
συγκεκριμένη θέση. Η συνεδρίαση είχε λοιπόν την ίδια κατάληξη με εκείνη
της Πολιτικής Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Όταν
επιστρέψαμε, είχαν ήδη εμφανιστεί στη ΓΛΔ μια σειρά από δύσκολα και
αρνητικά γεγονότα και δυσαρέσκεια, σε κάποιο βαθμό ακόμα και στις
κομματικές οργανώσεις βάσης, στις επιχειρήσεις κλπ. Και να που τώρα
συνέβαινε κάτι με το Χόνεκερ που δεν μπορούσα να καταλάβω (να σημειώσω
παρεμπιπτόντως, ότι αυτό ήταν το μοναδικό που δεν κατάλαβα ποτέ σε
αυτόν). Και αυτό δεν ήταν άλλο από την ανάθεση της καθοδήγησης του
Πολιτικού Γραφείου και της Γραμματείας του ΕΣΚΓ στο σ. Μίταγκ και όχι,
όπως όλοι νόμιζαν, στον Έγκον Κρεντς. Ο Κρεντς βρισκόταν τον καιρό
εκείνο για τους οποιουσδήποτε λόγους σε διακοπές και όλο το διάστημα
καθοδηγούσε ο Μίταγκ.
Η ΠΑΡΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΓ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΕΣΚΓ
Μέχρι
μια ορισμένη χρονική στιγμή όχι μόνο περιμέναμε όλοι, αλλά και
προετοιμάζαμε τον Έγκον Κρεντς ως διάδοχο του Έριχ Χόνεκερ. Όμως από
αυτή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και μετά –έτσι νομίζω εγώ
τουλάχιστον– ο Χόνεκερ άρχισε να παρατηρεί πως ο Γκορμπατσόφ και η παρέα
του μπλέκονταν για τα καλά στα δικά μας. Και ο Έριχ Χόνεκερ ήταν από
τους πρώτους στο γερμανικό κόμμα, στο ΕΣΚΓ, που είχαν αναγνωρίσει ότι η
πολιτική της περεστρόικα (ανασυγκρότηση) και της γκλάσνοστ (διαφάνεια)
ήταν αδιέξοδη και μπορούσε μάλιστα να οδηγήσει και στην ήττα. Συζήτησε
δε και καναδυό φορές μαζί μου γι’ αυτό.
Το
Πολιτικό Γραφείο συνέχιζε ακόμα με την παλιά του σύνθεση, ο Κρεντς δεν
ήταν παρών, ο Μίταγκ καθοδηγούσε και τώρα ας μην αμφισβητήσω τις γνώσεις
του για τα οικονομικά, πάντως από πολιτική –η γνώμη μου πάντα– δε
σκάμπαζε και πολλά και σαν άνθρωπος δεν ήταν και ο πιο συμπαθητικός. Ο
Έριχ Χόνεκερ είχε στο μεταξύ βγει από το νοσοκομείο, με τις αυστηρές
υποδείξεις των γιατρών ν’ απέχει από την ενεργό κομματική δουλειά και τα
κρατικά καθήκοντα και οδηγήθηκε στην προεδρική κατοικία του, στο
Ντόλνζε. Εκεί ενημερωνόταν και πού και πού έκανε και κάποιες
παρατηρήσεις.
Και
τώρα να μιλήσω για μένα: Παρατήρησα πως η ηγεσία του κόμματος και της
Γραμματείας, καθοδηγούμενες από τον Μίταγκ, στην ουσία έκαναν σαν να μη
συνέβαινε τίποτα. Βέβαια το ζήτημα δεν είμαι εγώ, αλλά πρέπει να πω ότι
ήμουν απελπισμένος. Στη συνέχεια προσπάθησα μέσα απ’ όλους τους δυνατούς
δρόμους να μιλήσω με το Χόνεκερ. Οι γιατροί, με την καλή έννοια της
λέξης, με πέταξαν έξω με τις κλωτσιές, λέγοντας μου: «Δε γίνεται». Δε
μου έμεινε πια παρά να τηλεφωνήσω στη φίλη μου Μάργκοτ Χόνεκερ και να τη
ρωτήσω αν μπορεί να με βοηθήσει να μιλήσω έστω και για 15 λεπτά μαζί
του. Μου υποσχέθηκε ότι θα προσπαθούσε και ο Χόνεκερ συμφώνησε.
Πήγα
λοιπόν στο Ντόλνζε. Εκεί με υποδέχθηκε ο Χόνεκερ –βλέπετε εκτός από
σύντροφοι ήμασταν και φίλοι– έδινε δε από άποψη υγείας μια μάλλον λογική
εικόνα και σημείωσα τότε (δυστυχώς τα κατάστρεψα) 13 σημεία. Η ουσία
αυτών των 13 σημείων ήταν ότι έπρεπε να κινητοποιηθεί το κόμμα, έπρεπε
να βγει η ηγεσία προς τα έξω, στις επιχειρήσεις, στις κομματικές
οργανώσεις βάσης, έπρεπε να μιλήσουμε για τα προβλήματά μας και να πούμε
στα ίσια πως γκλάσνοστ και περεστρόικα οδηγούν στο χάος. Όταν με άκουσε
πήγε στο γραφείο του και μου είπε: «Έχω κι εγώ 12 σημεία. Είναι τα 12
σημεία που θα κατέθετα στο Βουκουρέστι μπροστά στους πρώτους γραμματείς
των κομμάτων». Και για δες, τα 12 σημεία ταίριαζαν σχεδόν ολοκληρωτικά
με τα δικά μου 13 σημεία. Του είπα: «Έριχ, όλα ωραία και καλά, αλλά τώρα
είσαι εκτός». «Θα γυρίσω όμως σύντομα!», μου απάντησε. Ήταν πολύ
αισιόδοξος. Του είπα: «Αλλά κανείς δεν ξέρει για πόσο καιρό ακόμα θα στο
απαγορεύουν οι γιατροί». Μου απάντησε: «Θα δώσω στον Μίταγκ την εντολή
να συζητήσει αυτά τα 13 σημεία!».
Έτσι
κι έκανε. Στην επόμενη συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου η ημερήσια
διάταξη ήταν φουσκωμένη από θέματα, τόσο που δεν έπαιρνε άλλο. Και τότε
είπε ο Μίταγκ: «Έχουμε εδώ και μία πρόταση του σ. Κέσλερ, δε μας φτάνει
όμως ο χρόνος γιατί έχουμε πολλά να κάνουμε. Θα την συζητήσουμε όμως
αύριο στη συνεδρίαση της Γραμματείας». Την Τρίτη ήταν το Πολιτικό
Γραφείο, την Τετάρτη η συνεδρίαση της Γραμματείας. Στη συνεδρίαση της
Γραμματείας δεν μπορούσα να πάρω μέρος γιατί δεν ήμουν μέλος της. Στη
Γραμματεία τον Κρεντς αναπλήρωνε ο Χέργκερ, ο διευθυντής του Τμήματος
Ασφαλείας. Αυτός ήταν που μου τηλεφώνησε την Τετάρτη το απόγευμα και μου
είπε: «Χάιντς, τις προτάσεις σου ξέχνα τες». Εγώ ρώτησα: «Γιατί;» και
αυτός απάντησε «γιατί δεν τις συζήτησε, δεν ήθελε να τις συζητήσει».
Αυτό είναι το πρώτο κεφάλαιο.
Έρχεται
τώρα ένα δεύτερο κεφάλαιο. Μοιάζει να μην έχει τίποτα κοινό με την όλη
υπόθεση. Αν κοιτάξει όμως κανείς προσεκτικότερα, τα πράγματα
σχετίζονται. Την άνοιξη του 1989 η εθιμοτυπία προέβλεπε ότι ο σ. Κέσλερ
θα επισκεφτεί επίσημα ως υπουργός Άμυνας τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της
Κούβας.
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΜΥΝΑΣ ΚΕΣΛΕΡ ΠΑΙΡΝΕΙ «ΦΥΛΛΟ ΠΟΡΕΙΑΣ» ΓΙΑ ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ ΚΑΙ ΚΟΥΒΑ
Στους
εορτασμούς των 40 χρόνων από τη ίδρυση της ΓΛΔ τα μέλη του Πολιτικού
Γραφείου μαζί με άλλα ηγετικά στελέχη ανέλαβαν, όπως πάντα, την υποδοχή
και φροντίδα των ξένων αντιπροσωπειών. Ως εδώ όλα καλά. Εμένα μου
ανέθεσαν την αντιπροσωπεία της Νικαράγουα με επικεφαλής τον Ντανιέλ
Ορτέγκα, γιατί τους γνώριζα ήδη από άλλες συναντήσεις. Ενώ έτρωγα λοιπόν
βραδινό με την αντιπροσωπεία, μου είπε ο Ορτέγκα: «Χάιντς, άκουσα ότι
θα πας στην Κούβα». «Ναι, έχεις καμιά αντίρρηση;», του απάντησα. «Όχι,
αλλά σου λέω ένα πράγμα: αν πας στην Κούβα και δεν έρθεις και στη
Νικαράγουα, θα φροντίσω να μην καταφέρεις να πας ούτε στην Κούβα».
Φυσικά αστειευόταν, αλλά η υπόθεση ήταν σοβαρή. Του είπα: «Δεν μπορώ να
προταθώ από μόνος μου να πάω στη Νικαράγουα. Δεν το καθορίζω εγώ αυτό,
αλλά η κομματική ηγεσία και ο Γενικός Γραμματέας». Και ο Ορτέγκα
απάντησε: «Ωραία, θα μιλήσω μαζί τους». Μίλησε λοιπόν μαζί τους και ο
Χόνεκερ πρόσθεσε στο ταξίδι στην Κούβα και τη Νικαράγουα. Θα ταξίδευα
Πέμπτη. Την Τετάρτη συνεδρίασε το Πολιτικό Γραφείο, η κατάσταση στη ΓΛΔ
ήταν ήδη αρκετά κρίσιμη. Γι’ αυτό στράφηκα στον Κρεντς, που στο μεταξύ
είχε επιστρέψει και ήταν υπεύθυνος από το κόμμα για τα ζητήματα άμυνας
και ασφάλειας. Τον ρώτησα: «Το βρίσκεις σωστό να πάω με τέτοια
κατάσταση; Εγώ νομίζω πως δεν πρέπει». «Έλα τώρα», μου απάντησε ο
Κρεντς, «πήγαινε και μην αγχώνεσαι». Στη συνέχεια ρώτησα και τον κατά
τον τύπο προϊστάμενό μου, τον Στοφ, και μου απάντησε τα ίδια. Λέω μετά
«δε ρωτάω και τον Μίλκε1;».
Μου είπε και αυτός «πήγαινε και μη σκοτίζεσαι». Ήμουν διστακτικός για
το αν έπρεπε να ενοχλήσω και τον Έριχ για το ίδιο θέμα, όμως παρ’ όλα
αυτά τελικά τον ρώτησα. Ο Έριχ μου απάντησε: «Δε βλέπω κανένα πρόβλημα,
το έχουμε άλλωστε υποσχεθεί στους Κουβανούς». Δεν επρόκειτο μόνο για μια
απλή εθιμοτυπική επίσκεψη, αλλά και για τη σύναψη συμφωνιών βοήθειας
και τα σχετικά. Μου είπε: «Πήγαινε και μη σε νοιάζει. Αυτό θα
ισχυροποιήσει το κύρος της ΓΛΔ, μπορούμε να βοηθήσουμε, εσύ έχεις μεγάλο
κύρος» κλπ.
Έτσι,
πήγα. Την επόμενη Τρίτη, στην τακτική σύσκεψη του Πολιτικού Γραφείου
(εγώ φυσικά έλειπα αφού ήμουν σε ταξίδι), ο Στοφ κατέβασε,
υποστηριζόμενος από τον Κρεντς και κάποιους άλλους, την πρόταση για
αντικατάσταση του Χόνεκερ. Αργότερα έμαθα από ένα σοβιετικό σύντροφο ότι
στο μεταξύ ο Χάρι Τις2 βρισκόταν με κάποια
πρόφαση στη Μόσχα με τους Γκορμπατσόφ και Σεβαρνάντζε και κάποια στιγμή
που τον ρώτησαν «Όλα καλά;», αυτός απάντησε «Ναι». «Και ο Κέσλερ;» και
τότε ο Χάρι Τις είπε επί λέξει: «Τον ξαποστείλαμε». Και αυτό γιατί ποτέ
δε θα συμφωνούσα με αυτούς τους χειρισμούς.
Την
Τετάρτη, μετά από αυτή τη συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου, με βρίσκει
ο πρεσβευτής μας στη Νικαράγουα και μου δείχνει ένα τηλεγράφημα: «Άμεση
επιστροφή! Επίκειται σύγκλιση της Κεντρικής Επιτροπής».
Ετοιμάζομαι
λοιπόν και παίρνω το αεροπλάνο για την επιστροφή. Ενδιάμεσος σταθμός η
Αβάνα, όπου στο διάδρομο προσγείωσης, αντίθετα με κάθε διπλωματικό
πρωτόκολλο, βλέπω με μεγάλη μου έκπληξη το Φιντέλ Κάστρο. Τον είχα
ξανασυναντήσει μέχρι τότε άλλες δυο-τρεις φορές. Με χαιρέτισε πολύ
εγκάρδια και μου είπε: «Χάιντς, πρέπει να ’χεις λίγο χρόνο να πούμε
δυο-τρία πραγματάκια. Θα ’ναι και ο Ραούλ και άλλοι σύντροφοι». Πήγαμε
λοιπόν σε μια αίθουσα και μου είπε τα παρακάτω: «Δεν ξέρω τι ακριβώς
συμβαίνει στη χώρα σας, αλλά μου φαίνεται πως δε συμβαίνουν καλά
πράγματα». Με προειδοποίησε και μου είπε στα γερμανικά: «Πρέπει να
ντυθείς ζεστά. Σου εύχομαι καλή δύναμη και καλό κουράγιο».
Η ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΟΝΕΚΕΡ, Η ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ
Επέστρεψα
τελικά στην πατρίδα. Συγκαλείται η ΚΕ και αποφασίζεται επίσημα η
αντικατάσταση του Χόνεκερ για λόγους υγείας, κάποιοι σύντροφοι
διαγράφηκαν από το κόμμα και μετά από μακρά συζήτηση εκλέχθηκε Γενικός
Γραμματέας ο Κρεντς - τον ψήφισα και εγώ.
Το
συμπέρασμα που βγάζω απ’ όλα αυτά και το οποίο έχει επιβεβαιωθεί σήμερα
είναι το εξής: μερικοί έκαναν τα πάντα συνειδητά, άλλοι δεν είχαν πλήρη
αντίληψη των πραγμάτων - σε αυτούς μετράω και τον Κρεντς. Όμως είχαν
δημιουργήσει στην κομματική ηγεσία φράξια. Υπάρχει ολόκληρη σειρά
συντρόφων που δεν είχαν ιδέα γι’ αυτό. Εγώ για παράδειγμα, κι ας ήμουν
φίλος με τον Κρεντς.
Εκλέχθηκε
λοιπόν καινούργιο Πολιτικό Γραφείο με όλες τις απίθανες φιγούρες,
ανάμεσά τους και αυτή του Χανς Μόντρο. Ο Μόντρο από την πρώτη κιόλας
συνεδρίαση το ’πε ξεκάθαρα: «Έχει περάσει η εποχή που το κόμμα καθορίζει
τι θα κάνει η κρατική ηγεσία, δηλαδή ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση».
Κι έμοιαζε τσαντισμένος γιατί δεν εκλέχθηκε και Γενικός Γραμματέας. Αυτό
μου το έδωσε μια φορά να το καταλάβω.
Ανοίγω
τώρα μια παρένθεση. Στις 4 Οκτώβρη 1989 –αυτό γινόταν κάθε χρόνο–
είχαμε τη γενική πρόβα για τη στρατιωτική παρέλαση. Δέκα λεπτά με ένα
τέταρτο πριν το ξεκίνημα έρχεται ένας σύντροφος και μου λέει ότι με
ζητούν στο τηλέφωνο. Λόγω της κατάστασης στην οποία βρίσκονταν η χώρα,
θεώρησα ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε και γι’ αυτό ζήτησα απ’ όλα τα μέλη
του κλιμακίου του υπουργείου μου να έρθουν μαζί μου. Πάω στο τηλέφωνο
και ήταν ο Μίλκε ο οποίος μου είπε: «Ο Μόντρο θέλει να σου μιλήσει». Ο
Μόντρο είπε: «Εδώ στη Δρέσδη αντιμετωπίζω μία πολύ δύσκολη κατάσταση με
πολλές συγκεντρώσεις πλήθους. Οι δυνάμεις που έχω δεν επαρκούν, μπορείς
να με βοηθήσεις»; Τότε του απάντησα –μπροστά στο κλιμάκιο– αποφασιστικά:
«Ναι, θα σε βοηθήσω». Είχαμε αρκετές δυνάμεις στην περιοχή,
εγκαταστάσεις και ανθρώπους, αλλά χωρίς όπλα, ρόπαλα και τέτοια, μόνο
προσωπικό. Παρήγγειλα στο διευθυντή της Στρατιωτικής Ακαδημίας «Φρίντριχ
Ένγκελς» να παρουσιαστεί στον Μόντρο και να του δώσει την απαραίτητη
βοήθεια. Το βράδυ στις 4 τα ξημερώματα, όταν είχα επιστρέψει σπίτι μου,
μου τηλεφώνησε για να με ευχαριστήσει.
Όταν
με φυλάκισαν για πρώτη φορά –υπήρχε ακόμα η ΓΛΔ!– ο Μόντρο έδωσε μία
συνέντευξη στη «Βερολινέζικη Εφημερίδα» (Berliner Zeitung). Τον ρώτησαν
τι έγινε τότε στις 4 του Οκτώβρη στη Δρέσδη και αυτός τους απάντησε ότι
δεν είχε καμία σχέση με τα γεγονότα και ότι όλα ήταν δουλειά των
Φρίντριχ Ντίκελ, υπουργού Εσωτερικών, Κέσλερ και Μίλκε. Και κάτι ακόμα.
Με συνέλαβαν στις 24 Γενάρη 1990, δύο μέρες πριν τα 70 μου γενέθλια,
όταν πρωθυπουργός της ΓΛΔ ήταν ο Μόντρο και κρατήθηκα σε πολύ άσχημες
συνθήκες. Δε θέλω να τις περιγράψω. Ήταν τουλάχιστον το ίδιο άσχημες με
αυτές του Μοάμπιτ, αν όχι χειρότερες.
Το
πρωί στις 8, τα εγγόνια μου τύχαινε να είναι και αυτά στο σπίτι, ήρθαν
τέσσερις εισαγγελείς και άρχισαν την κατ’ οίκον έρευνα. Ένας τους
μάλιστα με ρώτησε εντελώς χαζά, τι την θέλω τη βίβλο στο σπίτι μου (δε
χρειάζεται ν’ αναφέρω την απάντηση) και μου έδειξε το ένταλμα της
σύλληψης. Με συνέλαβαν για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί σπατάλησα με το
κυνήγι λαϊκή περιουσία και δεύτερον, γιατί στο σπίτι μου είχα σάουνα. Ε,
τώρα τι να σας πω! Όλος ο κόσμος ξέρει πως δεν είμαι κυνηγός, αλλά ούτε
και σάουνα είχα στο σπίτι μου.
Στη
συνέχεια με ανέκριναν, όλοι τους δικοί μας άνθρωποι, εισαγγελείς της
ΓΛΔ και μάλιστα στις φυλακές του αρχηγείου της αστυνομίας στο Βερολίνο.
Μετά έκαναν τα εξής: Μου ανακοίνωσαν ότι το υπουργείο Άμυνας, όπως και
τα άλλα υπουργεία, διατηρούσε θηρευτικό δρυμό. Εγώ δεν είχα νοιαστεί
ποτέ για κάτι τέτοιο, γιατί απλά ποτέ δε με ενδιέφερε. Ήμουν βέβαια
υπεύθυνος, δεν είχα όμως τότε ενδιαφερθεί. Και το χειμώνα τα θηράματα
πρέπει να τραφούν, υπάρχουν νόρμες γι’ αυτό κλπ. Το χειμώνα υπάρχει
επίσης και η ανάλογη κατανάλωση, έξοδα κ.ο.κ., να μην τα πολυλογώ μου
κόβουν ένα κονδύλι γύρω στα 80.000 μάρκα. Για τη σπατάλη αυτή της λαϊκής
περιουσίας υποτίθεται ότι εγώ έφερα την ευθύνη. Μετά με πήραν από το
αρχηγείο της αστυνομίας και με πήγαν στο Χοενσενχάουζεν, στις φυλακές
της Στάζι.
Γύρω
στα τέλη του Απρίλη, εμφανίζεται ο εισαγγελέας που τύχαινε να είναι και
παθιασμένος κυνηγός και μου λέει: «Συνάδελφε Κέσλερ» –δεν έλεγε πια
σύντροφε – «το πρωί αποφυλακίζεστε». Του είπα «δεν πάω πουθενά». Και
αυτός: «Γιατί; Όλοι χαίρονται όταν βγαίνουν από τη φυλακή». Εγώ του
απάντησα: «Θα φύγω μόνο όταν ο γενικός εισαγγελέας αυτής της κυβέρνησης
Μόντρο ανακοινώσει επίσημα ότι οι κατηγορίες είναι ανυπόστατες». Γιατί
είχαν ξεκινήσει και μια τεράστια καμπάνια κατά της διαφθοράς κλπ. Μετά
από πολλά σούρτα-φέρτα μού έδωσαν μια δήλωση, τη διόρθωσα, αλλά αυτή δε
δημοσιεύτηκε. Τους είπα τότε: «Δώστε μου μία φωτοτυπία». Στη συνέχεια,
κάποιοι σύντροφοι με τη βοήθεια του γιου μου έδωσαν τη φωτοτυπία στα
πρακτορεία ειδήσεων και έτσι αυτή δημοσιεύτηκε.
Πριν
από αυτά, μερικοί σύντροφοι, κυρίως ο Κρεντς, επέμεναν να πάρω μέρος
στην κυβέρνηση Μόντρο, κατά κάποιο τρόπο σαν «φύλλο συκής». Τους εξήγησα
ότι δεν παίρνω μέρος σε αυτή την κυβέρνηση, γιατί βλέπω πού οδηγεί
αυτός ο δρόμος - κάτι που φάνηκε καθαρά αργότερα. Το Νοέμβρη αποχώρησα
από τη θέση μου σαν υπουργός και απ’ όλα τα πολιτικά μου καθήκοντα.
Συγκαλέστηκε τότε επίσημα το κλιμάκιο του υπουργείου μου και τους
αποχαιρέτισα. Με παρακάλεσαν να προτείνω κάποιον για διάδοχο. Νόμιζα πως
έκανα καλή πρόταση, δεν ήταν όμως: το Χόφμαν. Για τέσσερις με πέντε
εβδομάδες θα παρέμενα στο υπουργείο για να βάλω σιγά-σιγά τον καινούργιο
στη δουλειά.
Πριν
με κλείσουν μέσα, διαγράφτηκα «φυσικά» και από το κόμμα. Έλαβα ένα
γράμμα από τον πρόεδρο της Επιτροπής Κομματικών Υποθέσεων, όπου βλέπω τα
καινούργια ονόματα, Σούμαν, Γκίζι κλπ. Σε αυτό αναφέρονταν τα εξής:
«Εναντίον σου βρίσκεται εν εξελίξει κομματική διαδικασία. Ο λόγος:
αντισοβιετική στάση». Για φαντάσου, ειδικά εγώ! Πήγα λοιπόν εκεί που μου
’χαν πει να πάω. Υπήρχαν κι άλλοι υποψήφιοι για διαγραφή. Η Επιτροπή
Κομματικών Υποθέσεων ένα μπάχαλο. Ο πρόεδρος ξεκίνησε: «Αντισοβιετική
στάση». Του είπα: «Για μια στιγμή, θα πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε.
Εννοείς τη Σοβιετική Ένωση ή μήπως τον Γκορμπατσόφ; Αν εννοείς αυτόν και
την παρέα του, τότε είναι σωστή η κατηγορία». Εννοούσαν φυσικά αυτόν κι
έτσι με πέταξαν εκτός. Ένας από τους λίγους που ψήφισαν ενάντια στη
διαγραφή μου ήταν και ο Τέβε Σουρ3, γεγονός που με χαροποίησε.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΜΟΥ, Η ΔΙΚΗ ΚΑΙ Η ΑΡΝΗΣΗ ΚΑΘΕ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ
Τη
δεύτερη μέρα της αργίας της Πεντηκοστής του 1990 –στη ΓΛΔ είχαμε στο
μεταξύ την κυβέρνηση Ντε Μεζιέ– είχα πάει με τη γυναίκα μου στο
Στράουσμπεργκ να επισκεφτούμε το γιο μου. Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι,
διαπιστώσαμε ότι οι πόρτες είχαν παραβιαστεί και φυσικά τα πάντα ήταν
άνω-κάτω. Στην πόρτα είχαν περάσει καινούργιες κλειδαριές και είχαν
αφήσει ένα σημείωμα. Τα κλειδιά μπορείτε να τα πάρετε από το τάδε
αστυνομικό τμήμα. Η γυναίκα μου, ο γιος μου κι εγώ πήγαμε στο αστυνομικό
τμήμα, μας καλημέρισαν φιλικά και μου επέδειξαν το ένταλμα σύλληψης. Η
αιτιολόγηση της σύλληψης που αναφερόταν στο ένταλμα ήταν η εξής:
κίνδυνος εξόδου από τη χώρα. Μετά μ’ έβαλαν σ’ ένα περιπολικό και με
μετέφεραν σε ένα κρατητήριο της αστυνομίας στο Βερολίνο, όπου κρατούσαν
τους μεθυσμένους και άλλους περιθωριακούς για διανυκτέρευση. Τη
μεθεπόμενη με μετέφεραν στο Μοάμπιτ. Εκεί βρήκα το Στοφ και πολλούς
άλλους, τους άφησαν όμως στη συνέχεια. Οι μόνοι που παραμείναμε εκεί
ήταν ο Στρέλιτς, εγώ και κάποιος σύντροφος Άλμπρεχτ, γραμματέας του
κόμματος στην πόλη Σουλ.
Στο
διάστημα αυτό ο Μόντρο έκανε άλλη μια δήλωση σχετική με τα γεγονότα της
4ης Οκτώβρη, αναφέροντας ότι είχε το δίκιο με το μέρος του. Του μήνυσα
πως αν συνέχιζε έτσι, θα την έβρισκε άσχημα μαζί μου. Όταν μ’ έκλεισαν
μέσα την πρώτη φορά –την περίοδο που ήταν αυτός πρωθυπουργός– η γυναίκα
μου η Ρουτ που είναι παλιά συντρόφισσα και ο γιος μας του έγραψαν ένα
γράμμα. Δεν έκανε καν τον κόπο να απαντήσει.
Να
προσθέσω εδώ και κάτι ακόμα: Πριν από λίγο καιρό διάβασα κάτι,
«διακήρυξη» το λένε νομίζω, του συμβουλίου των βετεράνων του Κόμματος
της Αριστεράς. Λοιπόν, πρόεδρος αυτού του συμβουλίου είναι τώρα ο
Μόντρο. Η διακήρυξη αυτή λέει: «Ναι, η ΓΛΔ κλπ., κλπ, και στη συνέχεια
αλλά, αλλά, αλλά…». Είναι δε τόσο μαστορικά φτιαγμένη, τόσο
ραφιναρισμένη, που όλοι οι οπορτουνιστές και οι ρεβιζιονιστές χωρούν
μέσα της. Δηλαδή ο Μόντρο συνεχίζει σήμερα αυτό που είχε ξεκινήσει τότε.
Για παράδειγμα, πριν λίγες εβδομάδες μίλησε στο μνημείο του Τέλμαν στο
Τσίγκενχαλς. Βρίσκονταν γύρω στους 200 συντρόφους και συντρόφισσες και
μόνο που δεν τον έδειραν γιατί κατηγορούσε τον Τέλμαν. Τον κατηγόρησε
σαν οπαδό του Στάλιν και μίλησε για μεγάλα λάθη επί της ηγεσίας του. Και
ήθελαν στ’ αλήθεια να τον δείρουν. Εγώ ο ίδιος σταμάτησα μια
συντρόφισσα και της είπα: «Μην κάνετε τίποτα. Μπορείτε να φωνάξετε, να
βρίσετε αλλά μην τον δείρετε».
Αλλά
πίσω στην κατάσταση του 1990: Κάποιοι υπάλληλοι στο Μοάμπιτ μού είπαν
στη φυλακή: «Όπου να ’ναι έρχεται και ο δικός σου», δηλαδή ο Χόνεκερ.
Ακόμα και αν πίστευα τα πάντα, τούτο δε θα το πίστευα με τίποτα. Κι όμως
επαληθεύτηκαν. Ήρθε. Δεν βρεθήκαμε όμως ποτέ. Ο Στρέλιτς, ο Χόνεκερ κι
εγώ ήμασταν έτσι τοποθετημένοι, που δεν μπορούσαμε να συναντηθούμε.
Βρεθήκαμε για πρώτη φορά στην έναρξη της δίκης στο δικαστικό μέγαρο, στο
θάλαμο των κατηγορουμένων όπου μας έβαλαν και τους τρεις. Εκεί ο
σύντροφος Χόνεκερ μας ανέπτυξε το σχέδιο της ομιλίας του και μας ρώτησε
τη γνώμη μας. Συμφωνήσαμε όλοι, ήταν μια καλή ομιλία.
Προς
υπεράσπισή μας ο σύντροφος Στρέλιτς κι εγώ προσπαθήσαμε μέσω κάποιων
τρίτων προσώπων να παραδώσουμε στον Γκορμπατσόφ –που γνωρίζαμε ότι
βρισκόταν στην ΟΔΓ τις μέρες της δίκης μας– ένα σύντομο γράμμα, με το
οποίο δεν του ζητούσαμε τίποτα άλλο παρά μόνο να εμφανιστεί στη δίκη
εναντίον του Χόνεκερ, του Στρέλιτς, του Άλμπρεχτ κι εμένα και να
καταθέσει σαν μάρτυρας με την ιδιότητα του ανώτατου διοικητή της ενιαίας
δύναμης των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Μέσω ενδιάμεσων μας
απάντησε ότι δεν επρόκειτο πια για υπόθεση των σοβιετικών, αλλά των
Γερμανών. Κατόπιν στραφήκαμε στον Κούλικοφ, τον παλιό ανώτατο διοικητή
της ενιαίας δύναμης, με τον οποίο είχαμε και καλές σχέσεις. Τον ρωτήσαμε
αν μπορούσε να καταθέσει σαν μάρτυρας στη δίκη. Για ένα διάστημα μετά
το 1990 ήταν υπεύθυνος για τη φροντίδα των στρατιωτικών νεκροταφείων και
γι’ αυτό το λόγο επισκεπτόταν συχνά την ΟΔΓ. Η απάντηση ήταν: «Αυτή
είναι αποκλειστικά υπόθεση των Γερμανών».
ΕΙΧΑΜΕ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ
Τώρα
θέλω να θίξω ένα άλλο θέμα: την υπερεκτίμηση του εαυτού μας. Φυσικά και
ξεκινήσαμε εντελώς διαφορετικά την οικοδόμηση της αντιφασιστικής -
δημοκρατικής τάξης και το πέρασμα στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού απ’
ό,τι για παράδειγμα η Κούβα. Θυμάμαι ακόμα πολύ καθαρά, όταν γύρισα τον
Ιούλη του 1945 εδώ στο Βερολίνο, τα πράγματα ήταν τρομερά. Τα πάντα
είχαν μολυνθεί από το φασισμό· σε πολλούς λειτουργούσε ασυνείδητα, όμως η
σκέψη ήταν φασιστική. Κοντά σε αυτό, πολλοί νέοι είχαν χάσει τους
γονείς τους, το φαγητό ήταν λιγοστό κι ένα μεγάλο κομμάτι της πόλης
ερειπωμένο. Έτσι ξεκίνησα τότε εδώ στο Βερολίνο. Θα μπορούσα να
περιγράφω για ώρες τους πολύ συχνούς προπηλακισμούς· ήταν μια δύσκολη
αρχή. Και το γεγονός ότι προχωρήσαμε τόσο και με τη βοήθεια της τότε
Σοβιετικής Ένωσης και της αλληλεγγύης των όπου γης αντιφασιστών, μας
έκανε κομματάκι αυτάρεσκους - ίσως περισσότερο και από κομματάκι.
Στην
ηγεσία του ΕΣΚΓ διαμορφώθηκε μια κάπως αλαζονική να το πούμε στάση
απέναντι στον ιμπεριαλισμό. Την ξέρουμε αυτού του είδους την
αυτο-ικανοποίηση. Βλέπαμε βέβαια την επικινδυνότητα του ιμπεριαλισμού σε
όλες τις εκφάνσεις του, αλλά το πόσο επιδέξια χρησιμοποιεί τις
δυνατότητές του, ποιες νέες τακτικές εφαρμόζει και πόσα πολλά είχε
διδαχθεί, αυτά μάλλον τα υποτιμήσαμε. Αναπτύχθηκε ένας κάποιος
αυτοματισμός, μια κάποια χαλαρότητα. Έτσι, πολλά πράγματα δεν τα πήραμε
στα σοβαρά και για κάποια άλλα δεν ανοίξαμε σοβαρή συζήτηση.
Ένα
παράδειγμα: Ο εκπρόσωπος της ενιαίας διοίκησης των κρατών του Συμφώνου
της Βαρσοβίας ήταν ένας εξαιρετικός σοβιετικός στρατηγός. Μου είπε
λοιπόν όταν τον ρώτησα αν θα μπορούσε να εκλεγεί πρόεδρος ο Γιέλτσιν:
«Αυτό δε θα γίνει ποτέ. Οι πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης δε θα τον
εκλέξουν ποτέ». Όμως εκλέχτηκε! Δηλαδή, εδώ αναδεικνύεται το μέγεθος της
αυταπάτης ότι κάτι τέτοιο το κόμμα, η νεολαία, η σοβιετική εργατική
τάξη ακόμα και η πλειοψηφία των αγροτών και της διανόησης δε θα το
επέτρεπαν. Ήταν μια μοιραία αυταπάτη, γιατί τελικά το ΚΚΣΕ και το
σοβιετικό κράτος διαλύθηκαν ουσιαστικά μέσα σε 24 ώρες. Κάτι τέτοιο δεν
το είχε υπολογίσει κανείς στο κόμμα μας. Δυστυχώς πρέπει να πω ότι
συμμεριζόμουν την πίστη –γνώριζα άλλωστε αρκετούς Σοβιετικούς
συντρόφους– πως οι γκορμπατσοφικοί, ο Γιέλτσιν και οι όμοιοί τους δε θα
περάσουν.
Όμως
όλα άρχισαν με το 20ό Συνέδριο, μετά το οποίο ο ρεβιζιονισμός κέρδιζε
λίγο-λίγο το χώρο του. Έπειτα οι γκορμπατσοφικοί έκαναν και κάτι που δεν
το εκτιμούσαμε πάντα σωστά, ούτε εγώ το εκτιμούσα πάντα σωστά.
Διαπραγματεύονταν με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για τη μείωση και εν τέλει την
απομάκρυνση όλων των όπλων μαζικής καταστροφής, δηλαδή ατομικών βομβών
κλπ. Έμοιαζε –και έτσι παρουσιαζόταν και σ’ εμάς– ότι το σοσιαλιστικό
στρατόπεδο σημειώνει εδώ μια νίκη. Επίσης, αυτή η φάση της εξέλιξης των
πραγμάτων γέννησε σε πολλούς την προσδοκία: Ίσως να βγει και κάτι καλό
τελικά από τον γκορμπατσοφισμό. Όταν πια ήταν πολύ αργά, έβλεπαν όλο και
περισσότεροι σύντροφοι και συντρόφισσες ότι ο Γκορμπατσόφ είναι
προδότης και η πολιτική του είναι συνθηκολόγηση. Ένα παράδειγμα: Ήμουν
με το σύντροφο Στρέλιτς πριν τρία-τέσσερα χρόνια καλεσμένος στη Μόσχα.
Υπάρχει κι εκεί ένωση βετεράνων, όπου συζητήσαμε με καμιά δεκαριά
παλιούς ανώτερους στρατιωτικούς, συμπεριλαμβανομένου και του τελευταίου
υπουργού. Εγώ είχα ζητήσει αυτή τη συνάντηση. Και οι δέκα μάς ζήτησαν
συγγνώμη γιατί το 1989-’90 μας άφησαν –ως απόρροια της πολιτικής του
Γκορμπατσόφ– στα «κρύα του λουτρού».
Είναι
λυπηρό: Μια τέτοια ευκαιρία, όπως αυτή που είχαμε με τη ΓΛΔ, δε θα την
ξανάχουμε. Ο καπιταλισμός δεν είναι βέβαια αιώνιος, αλλά μια τέτοια
ευκαιρία δε θα ξαναπαρουσιαστεί.
ΤΡΙΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Από τις πικρές εμπειρίες μας αντλώ τρία βασικά συμπεράσματα:
Το
χειρότερο που μπορεί να συμβεί σ’ ένα κομμουνιστικό κόμμα –ή στην
περίπτωσή μας στο ΕΣΚΓ– και που δυστυχώς συνέβη, είναι η δημιουργία
φράξιας στην κομματική ηγεσία. Και αυτή υπήρξε. Αποτελούνταν από
ευκολόπιστους, σε αυτούς προσμετρώ και τον Κρεντς επειδή απ’ ό,τι
φαίνεται πίστευε πραγματικά ότι η γκλάσνοστ και η περεστρόικα
αποτελούσαν λύση και άλλους που δεν ήταν ποτέ κομμουνιστές και που δεν
είχαν συνδεθεί ποτέ σοβαρά με την υπόθεσή μας, σε αυτούς βάζω και τους
Σαμπόφσκι, Σίρερ, Τις και δυο-τρεις ακόμα. Αυτοί οι σύντροφοι, είτε
υποκειμενικά τίμιοι είτε αντικειμενικά εχθρικοί, δε συζήτησαν ποτέ από
θέσεις αρχών το πρόβλημα της περεστρόικα, ούτε καν έθεσαν ποτέ κάποιο
ζήτημα γι’ αυτήν.
Άρα: όχι στη δημιουργία φραξιών στο κόμμα και ιδιαίτερα στην ηγεσία.
Αν
και ο Έριχ Χόνεκερ πρώτος ήρθε σε μένα τον ίδιο και μου είπε ότι «ο
Γκορμπατσόφ είναι ή τρελός ή παλιάνθρωπος», υποτιμήσαμε τον κίνδυνο4.
Ο Έριχ Χόνεκερ ήταν της γνώμης –και αυτό φυσικά ήταν λάθος– ότι ένα
κόμμα με τέτοιους δεσμούς με το προλεταριάτο και ένα τέτοιο παρελθόν και
μια τέτοια ιστορία, όπως το ΚΚΣΕ, το κόμμα του Λένιν και του Στάλιν,
δεν είναι δυνατό να διαλυθεί από τέτοια γουρουνόσκυλα σαν τους
Γκορμπατσόφ, Σεβαρνάντζε και τους άλλους. Δε θέλω να βγάλω την ουρά μου
απ’ έξω: κι εγώ –ίσως όχι τόσο πολύ όσο αυτός, αλλά παρ’ όλα αυτά
πίστευα ότι στο τέλος θα τα καταφέρουμε γιατί γνώριζα πολλούς καλούς
σοβιετικούς συντρόφους.
Άρα:
Δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάται ο κίνδυνος της αντεπανάστασης. Να μην
ξεχνάμε ότι η αστική τάξη έχει διδαχτεί πολλά κι εξακολουθεί να
διδάσκεται.
Το
τρίτο και ίσως το σημαντικότερο συμπέρασμα που μπορεί να βγάλει κάποιος
είναι το εξής: η κομματική ηγεσία, το Πολιτικό Γραφείο και η Κεντρική
Επιτροπή θα έπρεπε από πολύ νωρίτερα να μιλάνε ανοιχτά για τα προβλήματα
στη χώρα και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Ανοιχτά, καθαρά, έτσι περίπου
όπως κάνουν οι Κουβανοί σύντροφοι, οι οποίοι για παράδειγμα λένε: «Δεν
έχουμε ρεύμα, θα σας εξηγήσουμε γιατί και θα πούμε τι πρέπει να
κάνουμε».
Λοιπόν: Πάντα τα αφτιά στις μάζες5.
Και κάτι συνδεδεμένο με αυτό: το κόμμα πρέπει να ξέρει πάντα τι
πραγματικά σκέφτονται οι εργαζόμενοι και προπάντων πρέπει να συζητεί
μαζί τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
*
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην έκδοση του περιοδικού «Offen-siv» το 2009
με τίτλο «Unter Feuer - Die Konterrevolution in der DDR» («Υπό πυρά - Η
αντεπανάσταση στη ΓΛΔ»). Αποτελεί απομαγνητοφώνηση σημείων της
συνέντευξης που έδωσε ο Χάιντς Κέσλερ στους δημοσιογράφους του
περιοδικού «Offen-siv» Άννα Χάινριχ, Φρανκ Φλέγκελ και Μίχαελ
Οπερσκάλσκι στις 12 Σεπτέμβρη 2008. Η απομαγνητοφώνηση και η διόρθωσή
της έγινε από την έκδοση του περιοδικού, ενώ διορθώθηκε και εγκρίθηκε
από τον ίδιο τον Κέσλερ.
1. Ο Έριχ Μίλκε ήταν Υπουργός Κρατικής Ασφαλείας (της λεγόμενης Στάζι) στο μεγαλύτερο διάστημα ύπαρξης της ΓΛΔ.
2. Ο Χάρι Τις ήταν μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΕΣΚΓ και πρόεδρος της Ελεύθερης Γερμανικής Νεολαίας (ΕΓΝ).
3.
Ο Τέβε Σουρ ήταν διάσημος πρωταθλητής ποδηλασίας της ΓΛΔ. Υπήρξε ο πιο
διάσημος αθλητής στην ιστορία της χώρας. Ήταν στέλεχος του ΕΣΚΓ κι
εκλεγμένος στη Λαϊκή Βουλή της ΓΛΔ.
4.
Ένα παράδειγμα: Το 1989 κυκλοφόρησε στη ΓΛΔ το βιβλίο «Η τρόικα» του
Βολφ (σ.μ: ο Βολφ ήταν για 34 χρόνια διευθυντής της Υπηρεσίας
Πληροφοριών του υπουργείου Κρατικής Ασφαλείας της ΓΛΔ. Με το βιβλίο αυτό
ασκούσε κριτική στη ΓΛΔ, ενώ στη συνέχεια συμμετείχε σε
αντιπολιτευτικές της ΓΛΔ ομάδες και στις σχετικές κινητοποιήσεις). Όλες
οι εφημερίδες της ΓΛΔ σχολίασαν αυτό το βιβλίο και μάλιστα με θετικό
τρόπο. Η μοναδική εφημερίδα που δεν έκανε κανένα σχόλιο για το βιβλίο
ήταν «Ο Λαϊκός Στρατός» (Die Volksarmee). Τότε μου τηλεφώνησε ο Μίλκε
και με ρώτησε: «Γιατί άραγε δε σχολιάζει “Ο Λαϊκός Στρατός” το βιβλίο; Η
“Νέα Γερμανία” (Neues Deutschland - όργανο της ΚΕ του ΕΣΚΓ) το έκανε, o
“Νέος Κόσμος” (Junge Welt - όργανο της Ελεύθερης Γερμανικής Νεολαίας)
το έκανε, και το “Βήμα” (Tribüne - όργανο της Ένωσης Ελεύθερων
Γερμανικών Συνδικάτων) το έκανε». Του είπα: «Δεν είμαι υποχρεωμένος να
σου δώσω λογαριασμό, αλλά όσο είμαι εγώ εδώ υπουργός, δε θα κάνουμε
κανένα σχόλιο. Και αν θες να ξέρεις: Πιστεύω ότι είναι εχθρικό βιβλίο».
Τον Μίλκε τον έπιασε μεγάλη γκρίνια. Μου ήταν αδιάφορο. Στο τέλος είπε
ακόμα: «Τότε πρέπει να μιλήσω με το Γενικό Γραμματέα». Ήταν και αυτός
εκεί. Σε μία άλλη συγκυρία, κατά την οποία βρισκόμουν στον Έριχ Χόνεκερ,
αυτός με ρώτησε στο τέλος: «Για πες μου, ο Μίλκε μου έκανε παράπονα ότι
δε σχολιάζετε το βιβλίο “Η Τρόικα”». Εγώ του είπα: «Έχει δίκιο». Μου
είπε: «Ναι, μήπως θέλεις να το σχολιάσεις τώρα;». Του είπα: «Όχι». Αφού
με ρώτησε γιατί όχι, του απάντησα: «Γιατί είναι αντεπαναστατικό». Τότε ο
Χόνεκερ μου είπε: «Μάλιστα, δεν έχει κανένα νόημα μαζί σου, είσαι τόσο
ξεροκέφαλος, σε ξέρω καλά. Κάνε ό,τι θέλεις».
5.
Θα ήθελα πάνω σε αυτό το θέμα να αναφέρω ως παράδειγμα ένα πολύ
αρνητικό φαινόμενο που αναπτύχθηκε από ένα σημείο και πέρα στην ΕΓΝ.
Όταν ήμουν ακόμα στη ΕΓΝ, είχα ένα ρητό το οποίο απηύθυνα στα στελέχη
της: «Αν έρθετε καμιά φορά τρεις ώρες καθυστερημένοι, δεν είναι και τόσο
τραγικό, παρόλο που πρέπει να ισχύει η ακρίβεια. Αλλά όποιος πηγαίνει
σπίτι του τα απογεύματα στις πέντε, αυτός δεν είναι στέλεχος της ΕΓΝ,
γιατί τα απογεύματα στις πέντε ξεκινάει η δουλειά με τη νεολαία».
Ωστόσο, τα τελευταία πέντε ή έξι χρόνια της ύπαρξης της ΓΛΔ είχε
αναπτυχθεί στην ΕΓΝ μία γραφειοκρατική, οργανωτικά άρτια, αλλά καθαρά
τυπική εργασιακή διαδικασία, η οποία δεν εξέταζε σε βάθος την ουσία των
αναγκών των νέων ανθρώπων. Από τη δεκαετία του 1980 δεν έμπαιναν αρκετά
τα πολιτικά ζητήματα, παρόλο που τα προηγούμενα χρόνια είχαμε κάνει πολύ
σημαντική δουλειά. Μόνο τις καμπάνιες αν υπολογίσουμε, για τον Jupp
Angenfort, για τον Μαξ Ράιμαν, για το Βιετνάμ, για τη Χιλή, για την
Αγκόλα, καταλαβαίνουμε τη σημασία αυτής της δουλειάς, η οποία συνέβαλε
σημαντικά στο ν’ αποκτήσει η ΓΛΔ εξαιρετικό κύρος σε όλο τον κόσμο.