1 Φεβ 2019

«Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΓΚΡΑΝΤ» – Μια ιστορική ταινία για τη μάχη του Στάλινγκραντ

Στις 31 Γενάρη, παραδόθηκαν στο Στάλινγκραντ οι Γερμανοί που ήταν περικυκλωμένοι από τον Κόκκινο Στρατό για περισσότερο από δυο μήνες. Η επίσημη παράδοση έγινε στις 2 Φεβρουαρίου 1943.
Με αφορμή αυτή την επέτειο της μεγάλης νίκης του Κόκκινου Στρατού, θυμηθήκαμε την ιστορική ταινία «Η Μάχη του Στάλινγκραντ» του Βλαντιμίρ Πετρόφ.
Η ταινία γυρίστηκε στη Σοβιετική Ένωση το 1949 και διατηρεί την αυθεντικότητά της σε σχέση με τα  ιστορικά γεγονότα της εποχής. Πρόκειται για μια αναπαράσταση της ιστορικής μάχης. Για τη δημιουργία της ταινίας βοήθησε ο Κόκκινος Στρατός, αξιοποιήθηκαν βετεράνοι που είχαν πάρει μέρος στη μάχη, χρησιμοποιήθηκαν αληθινά τανκς, αεροπλάνα και πλοία του κόκκινου στρατού, καθώς και Γερμανικός εξοπλισμός που είχε μείνει από τις μάχες κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Απαρτίζεται από δυο μέρη, διάρκειας περίπου 1 ώρας και 30 λεπτών το καθένα.
Στο πρώτο μέρος, που ονομάζεται “ΟΥΤΕ ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ”, απεικονίζεται η σχεδίαση από το Στάλιν στο Κρεμλίνο της άμυνας του Στάλινγκραντ, μετά από την επίθεση των δυνάμεων της Βέρμαχτ. Ο Χίτλερ θεωρεί το Στάλινγκραντ πόλη κλειδί για την τελική νίκη του στη Σοβιετική Ένωση και διατάζει τους στρατηγούς του να την καταλάβουν με κάθε κόστος. Καθώς οι δυνάμεις της Βέρμαχτ πορεύονται προς το Στάλινγκραντ, ο Κόκκινος Στρατός μαζί με τους κατοίκους του προβάλλουν σθεναρή αντίσταση, πολεμώντας σώμα με σώμα και πετυχαίνοντας την απόκρουση της Γερμανικής επίθεσης. Στη Μόσχα ήδη σχεδιάζεται η αντεπίθεση.
Στο δεύτερο μέρος «Η ΝΙΚΗ» παρουσιάζεται η αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού εναντίον στη Βέρμαχτ με την κωδική ονομασία «Ουρανός». Οι Γερμανοί είναι περικυκλωμένοι και οι τελευταίες τους προσπάθειες τους για αντεπίθεση στο Στάλινγκραντ αποτυγχάνουν. Ο Γερμανός στρατηγός Φρίντριχ φον Πάουλους, παρά την εντολή από τον Χίτλερ να συνεχίσει τις επιθέσεις, δεν έχει άλλη επιλογή παρά να παραδοθεί.
Μετά την επιτυχία του Κόκκινου Στρατού κάτοικοι και στρατιώτες πραγματοποιούν μια μεγαλειώδη πορεία στο απελευθερωμένο Στάλινγκραντ, ενώ ο Στάλιν στη Μόσχα κοιτάζει σ’ ένα χάρτη το Βερολίνο.
Μπορείτε να δείτε όλη την ταινία (και τα δύο μέρη μαζί, διάρκεια 3 ώρες), με ελληνικούς υπότιτλους:

Μηχανές



μία μηχανή
είναι απλώς μια μηχανή
δεν έχει ιδέα από το νόμο της αξίας
την συσσώρευση κεφαλαίου, τον υποκατώτατο μισθό
κι άλλα τέτοια
μία μηχανή ξέρει μονάχα να τσουλάει
πάντα με τον ίδιο τρόπο
κρατώντας σταθερή την απόσταση της μίας ρόδας από την άλλη

μία σκαλωσιά
ορθώνεται σε ύψη απίθανα
και βαστά κάθε ξημέρωμα άντρες γερούς οικοδόμους
παρ’ όλο που η ίδια
τα προβλήματά τους δεν τα ξέρει
ούτε τι παναπεί εντατικοποίηση, μέτρα ασφαλείας,
μεροκάματο, άδεια η τσέπη
δεν ξέρει τι σημαίνει άδειο το βλέμμα

η σκαλωσιά
είναι απλώς μια σκαλωσιά
ακόμη κι όταν δεν κατορθώνει να κρατήσει τους άντρες της
και η μηχανή
αν καμιά φορά γλιστρήσει
και αφήσει τον οδηγό χωρίς αναπνοή και χωρίς χαμόγελο και δυο παιδιά χωρίς πατέρα
είναι απλώς μια μηχανή
ούτε καν οι τύψεις δεν θα την αγγίξουν

μα, εγώ κι εσύ
ξέρουμε καλά ποιανού είναι η σκαλωσιά
και ποιος εντολές δίνει
στους εργάτες να σκαρφαλώνουν με χιόνια και με πάγους
εξήντα μέτρα πάνω από τον φλοιό της γης
και τη μηχανή
ποιος από το χαντάκι θα ανασύρει
για να την παραδώσει στον επόμενο ντελιβερά
το ξέρουμε κι αυτό

μα, εσύ κι εγώ
το ξέρουμε πια καλά
ένας άντρας εξήντα χρονών
που πέφτει από την σκαλωσιά του εργοταξίου
δεν είναι μόνο αυτό
είναι την ίδια στιγμή
νεκρός ντελιβεράς εικοσιτέσσερα λεπτά πριν την πρωτοχρονιά
είναι πέντε καμένοι εργάτες στα ελληνικά πετρέλαια
είναι σκλάβος στη μανωλάδα
είναι μαχαιρωμένος εργάτης από χέρι φασίστα
είναι κορμί πρόσφυγα που ξεβράζει το κύμα

είναι βλέμμα της μάνας, στα δυο παιδιά
που δεν ξέρουν τι να πούνε

μια μηχανή
είναι απλώς μια μηχανή
αλλά ο εργάτης που πέφτει
είναι ο ίδιος με τον εργάτη
που την επόμενη μέρα θα αναλάβει το κενό πόστο
τα σημάδια από το αίμα
είναι σημάδια κι απ’ το δικό του αίμα

είναι σημάδια από το αίμα της τάξης μας
που καμιά βροχή
δεν θα τολμήσει να ξεβγάλει.

Illuminati…

Ανάμεσα σε εκείνους που ορίζουν τις τύχες του κόσμου δεν θα βρεθεί κανείς που θα κάτσει να εξηγήσει με όρους κατανοητούς και λογικούς (λογικούς με την έννοια του Λόγου της Γαλλικής Επανάστασης – La Raison) τους στόχους των πολιτικών επιλογών των ισχυρών.  Η πολιτική ειλικρίνεια στο αστικό πολιτικό σύστημα ανήκει στα πολιτικά «μη ορθά» και ως εκ τούτου δεν προτείνεται από κανένα «σύμβουλο επικοινωνίας» – είτε παχιά αμοιβόμενο, είτε ερασιτέχνη «φιλελεύθερο» ιδεολόγο. Ως εκ τούτου ανθούν ολόκληρες επιστήμες πάνω στη μελέτη του αέναα «μεταφορικού» όσο και παραπλανητικού αστικού πολιτικού λόγου. Το σεβαστό ακαδημαϊκό αντικείμενο «ανάλυση πολιτικού λόγου» δεν αποσκοπεί, όπως ο απληροφόρητος ταπεινός θα υπέθετε, στο ξεκαθάρισμα του λόγου της πολιτικής, αλλά, αστική επιστήμη βλέπετε, στο να καλλιεργήσει δεξιότητες και ικανότητες περαιτέρω στρέβλωσης εννοιών, καταστάσεων, στόχων.
Η εμπιστοσύνη στις ικανότητες της «δια της επιστήμης απόκρυψης» έχει αποθρασύνει τους πολιτικούς. Σύμβουλος με πτυχία και μεταπτυχιακά από τη μία, σύμβουλος με πτυχία και μεταπτυχιακά από την άλλη, ο τρέχον πολιτικός –παιδί συνήθως κάποιου δοκιμαστικού σωλήνα- έχει φτάσει να πιστεύει ότι οτιδήποτε εκφωνήσει, ακόμα και το πλέον ωμό, απατηλό, υβριστικό, θα «ενδυθεί» με τα ιμάτια του «βαθυστόχαστου», οπωσδήποτε δε και του «αληθινού».
Δύο παραδείγματα ίσως μας βοηθήσουν να αντιληφθούμε το βάθος της παραπάνω μνημονευθείσης τέχνης.  Ο επί σειρά ετών πρέσβης του Καναδά στην Βενεζουέλα, κος Μπεν Ρόουσγελ εξήγησε τα όσα συμβαίνουν στην Βενεζουέλα με τον ακόλουθο τρόπο. «Εάν ο Μαδούρο καταφέρει να μείνει θα ωφελήσει εκείνους που πιστεύουν ότι το κράτος πρέπει να έχει τον τελευταίο λόγο, ανεξάρτητα από το τι θέλουν οι πολίτες, όπως η Κούβα, η Ρωσία και η Κίνα», (…) «Εάν ο Μαδούρο υποχρεωθεί να φύγει, αυτό θα βοηθήσει τις χώρες που πιστεύουν ότι την πολιτική εξουσία έχουν οι πολίτες, όπως οι περισσότερες της Λατινικής Αμερικής, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς».
Το σχήμα είναι προφανές. Τα όσα συμβαίνουν στην Βενεζουέλα δεν είναι παρά μια σύγκρουση ιδεολογιών! Από τη μία πλευρά ο κόσμος των δικτατόρων, των λαϊκιστών δικτατόρων οι οποίοι κυβερνούν τις χώρες τους δια του κράτους, ερήμην της θέλησης των λαών τους. Από την άλλη ο κόσμος της ελευθερίας όπου οι λαοί κυβερνούν –ως υπεύθυνοι πολίτες- σε ένα είδος πολιτεύματος λίγο πιο προχωρημένου από τη Λαοκρατία που ευαγγελιζόταν το ελληνικό ΕΑΜ. Ποιες χώρες έχουν Λαοκρατία; Μα οι περισσότερες της Λατινικής Αμερικής (προπαντός η Βραζιλία…), οι ΗΠΑ και ο Καναδάς!!!
Ίσως ετούτο το πνεύμα να φανεί σε πολλούς δυσνόητο και ίσως εξαιρετικά απόμακρο για τις πνευματικές δυνατότητες του μέσου ανθρώπου. Για το λόγο αυτό εξειδικεύεται σε κάθε περίσταση, σε κάθε διάλογο ανάμεσα στους ηγέτες των ελεύθερων «λαοκρατικών» κρατών. Ανάμεσα στα τελευταία ανήκει φυσικά και το δικό μας και ως εκ τούτου ο ημέτερος πρωθυπουργός σπεύδει να συμβάλλει και αυτός στην διασαφήνιση των ιδεών.
«Η πλειοψηφία των ανθρώπων ήταν υπέρ (της συμφωνίας των Πρεσπών);» ρώτησε ο ακόμα εκπαιδευόμενος λαοκράτης, ο της Γαλλίας Μακρόν, τον δικό μας που έχει πείρα στα τοιαύτα. «Ναι, έτσι νομίζω», απάντησε ο δικός μας, «Η πλειοψηφία των ανθρώπων που μπορούν να σκέφτονται και να ασκούν κριτική με το μυαλό τους»… έφη το αθάνατο ελληνικό πνεύμα δια του πρωθυπουργού της Ελλάδας.
Ιδού λοιπόν πως το όραμα των αρχαίων φιλοσόφων (όχι όλων), των μυστικιστικών εταιρειών του αστισμού, των περίφημων «κύκλων» των αστών του 19ου αιώνα, των «στοών» κάθε είδους και μορφής, έγινε επιτέλους πραγματικότητα. Τον κόσμο –και οπωσδήποτε τη χώρα μας- τον κυβερνούν οι εκλεκτοί, οι άριστοι, οι φωτισμένοι ή όπως αλλιώς τους ονόμασε η αστική μυθοπλασία θέλοντας να ντύσει με διαχρονική Αξία τις ταξικές συνωμοσίες της. Όχι μόνο έχουμε Λαοκρατία αλλά έχουμε Λαοκρατία των αρίστων και των εκλεκτών.
Που είσαι Πλάτωνα να μας δεις!
Ποιοι Illuminati  του σινεμά; Η πραγματικότητα ήδη βρίσκεται πέρα και μακριά από την οποιαδήποτε φαντασίωση και φαντασία. 

Έφτασαν μέχρι τη Τατιάνα για να «χτυπήσουν» τον Πελετίδη!


«Οι χτεσινές πλημμύρες οφείλονται σε παραπόταμο που άφησε ακαθάριστο η Περιφέρεια, ο αντιπεριφερειάρχης κ. Αλεξόπουλος που έχει εξαντληθεί στο να «εξαφανίζει» το έργο του Δήμου και δεν λέει ούτε λέξη για το δικό του»

Δεν περνάει μέρα που οι πολιτικοί αντίπαλοι της Δημοτικής Αρχής, σε αγαστή συνεργασία με τα περισσότερα – αν όχι όλα – ΜΜΕ της Πάτρας, αρέσκονται σε ψευτιές και με κάθε αφορμή κατηγορούν τον Πελετίδη.
Έφτασαν μέχρι τη Τατιάνα για να «χτυπήσουν» τον ΠελετίδηΔείτε σήμερα δύο περιπτώσεις, στις οποίες στοχοποιήθηκε η Δημοτική Αρχή παρότι δεν είχε την παραμικρή ευθύνη.
Πρώτη περίπτωση: Υπερχείλισε ένας παραπόταμος και πλημμύρισαν δρόμοι στα Δεμένικα και Σαραβάλι.
Ο παραπόταμος δεν είχε καθαριστεί και για αυτό προκλήθηκαν πλημμυρικά φαινόμενα.
Αμέσως έγιναν δημοσιεύματα που αναφέρονταν στις ευθύνες του δήμου, ο οποίος δεν είχε προβεί σε καθαρισμό του παραπόταμου.

Ποια είναι η αλήθεια;

Η αλήθεια είναι ότι αρμόδια για τον καθαρισμό των ποταμών και των χειμάρρων, είναι η Περιφέρεια και δη ο Αντιπεριφερειάρχης Αχαίας, ο οποίος κατέρχεται και υποψήφιος δήμαρχος.
Όταν γνωστοποιήθηκε ποιος είναι ο υπεύθυνος, άρχισαν σιγά – σιγά να κατεβάζουν τις αναρτήσεις που έκαναν, επειδή δε βόλευε να παραδεχτούν την αλήθεια.
Δεύτερη περίπτωση: Πριν λίγες μέρες τραυματίστηκε σοβαρά ένα κοριτσάκι 3 ετών όταν παρασύρθηκε από Ι.Χ. στο ύψος των Ιτεών.
Και εδώ βρέθηκαν κάποιοι «καλοθελητές» να γράψουν ότι έχει ευθύνη ο δήμος γιατί η περιοχή εκεί έχει ελλιπή φωτισμό!

«Σπάνε τα μούτρα τους» όταν με ψέματα χτυπάνε τη Δημοτική Αρχή της Πάτρας

Έφτασαν μέχρι τη Τατιάνα για να «χτυπήσουν» τον ΠελετίδηΑυτές οι «πληροφορίες» έφθασαν μέχρι την Αθήνα κι έγιναν θέμα στην εκπομπή της Τατιάνας Στεφανίδου.
Συνεργάτες της επικοινώνησαν με στέλεχος της δημοτικής Αρχής και τον ρωτούσαν ποια είναι η θέση του δήμου.
Όταν απαντήθηκε πως ο συγκεκριμένος δρόμος δεν ανήκει στην αρμοδιότητα του δήμου, αλλά στην Περιφέρεια, έπεσαν από τα σύννεφα, διότι έστησαν μια εκπομπή με κατηγορίες κατά του δήμου.
Μάλιστα ζήτησαν και αποδείξεις ότι δεν είναι ευθύνη του δήμου (!) και λίγο αργότερα εστάλη από το δήμο το ΦΕΚ που καθορίζει τα ακριβή όρια.
Μετά από αυτό είπαν πως αύριο θα προβούν σε διόρθωση.
Για να δούμε…

Η μεγάλη απεργία στα μεταλλεία του Λαυρίου το 1929

  


 Μάθημα ταξικής αντοχής, αλληλεγγύης και θάρρους

Την 1η Φλεβάρη συμπληρώνονται 90 χρόνια από την έναρξη του σκληρού απεργιακού αγώνα που έδωσαν το 1929, επί 47 μέρες, οι εργαζόμενοι στα μεταλλεία του Λαυρίου. Κάθε μέρα της απεργίας είναι και ένα ξεχωριστό παράδειγμα ταξικής αντοχής, αποφασιστικότητας, αλληλεγγύης και θάρρους.

Τον αγώνα στο Λαύριο καθοδήγησε η Ενωτική ΓΣΕΕ, που συγκροτήθηκε λίγες μέρες μετά το ξεκίνημα της απεργίας.
Την ίδια περίοδο ξέσπασε μια ακόμη απεργία στην Ελευσίνα, στην οποία παρενέβη η τότε πλειοψηφία της ΓΣΕΕ. Σε αυτούς τους δύο απεργιακούς αγώνες αποτυπώνεται ανάγλυφα η αντιπαράθεση των δύο γραμμών στο κίνημα: Της ταξικής σύγκρουσης από τη μια και της ταξικής συνεργασίας από την άλλη.

Σήμερα, ξεχωρίζουμε κάποιες από τις στιγμές της μάχης στο Λαύριο, όπως αποδόθηκαν στα φύλλα του «Ριζοσπάστη» (διατηρείται η ορθογραφία της εποχής).

Το ξέσπασμα της απεργίας
Ο απεσταλμένος του «Ριζοσπάστη» στο Λαύριο, περιγράφοντας τις άθλιες συνθήκες εργασίας, αναφέρει: «Το Λαύριο απασχολεί σήμερα πάνω από 2.500 εργάτες που δουλεύουν στα Μεταλλεία (...) Δουλεύοντας ένα ολόκληρο 8ωρο τη μέρα, είναι υποχρεωμένοι λόγω του γλίσχρου μεροκάματου που παίρνουν, να δουλεύουν υπερωρίες, που ανεβάζουν έτσι τις ώρες δουλειάς σε 12 και να φτάσουν το μάξιμουμ μεροκάματό τους στις 60 δραχμές.
Ενας από τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους κινδύνους είναι η μολυβδίασις που παθαίνουν όλοι σχεδόν και σε σημείο που ύστερα από μερικά χρόνια να αχρηστεύονται εντελώς. Ο γιατρός της Εταιρίας Αλεξάνδρου τους είπε ξεκάθαρα: Αν κόψω ένα κομμάτι κρέας από πάνω σας και το πετάξω σε σκυλί ασφαλώς θα ψοφίσει».

Σε άλλο ρεπορτάζ με τον πλάγιο τίτλο «Η βδέλλα των εργολάβων - Πώς απομυζούν τους εργάτες - Τα άτιμα μέσα που μετέρχονται» αναφέρεται: «Παίρνουν τη δουλειά εργολαβικά κι έχοντες βέβαια κάθε συμφέρον να την τελειώσουν μια ώρα αρχίτερα τους υποχρεώνουν να δουλεύουν περισσότερο από την κανονισμένη ώρα και τους πιέζουν να εκτελούν τη δουλειά στα μπόσικα (ετοιμόρροπα) μέρη και τα πιο επικίνδυνα, πότε με χυδαιότατες βρισιές και απειλές διωξίματος και πότε με τη μπλόφα θα κλείσει η εταιρεία και δεν βγαίνει».

Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες, η εταιρεία είχε υποσχεθεί ότι το Γενάρη του 1929 θα έδινε αυξήσεις 5% σε όλους τους τεχνίτες, κάτι που δεν έκανε. Κάτω από την απαίτηση των τεχνιτών, η αντιδραστική διοίκηση του σωματείου τους αναγκάζεται να συγκαλέσει Γενική Συνέλευση στις 31 Γενάρη, όπου υιοθετήθηκε το προωθημένο πλαίσιο των αιτημάτων τους.

Δημιουργήθηκε μάλιστα και μια επιτροπή, που την επόμενη μέρα έθεσε τα αιτήματα στη διεύθυνση της εταιρείας. «Ο υποδιευθυντής όμως της εταιρίας Κοντιέ, όχι μονάχα δε δέχεται συζήτηση για αύξηση μεροκάματου, αλλά και βρίζει την επιτροπή (...)», γράφει ο «Ριζοσπάστης».

Οι εργάτες και οι τεχνίτες, ξεπερνώντας τις αντιδραστικές διοικήσεις των σωματείων τους, συγκροτούν Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή, η οποία, μεταξύ άλλων, στέλνει τηλεγράφημα στις εργασίες του Συνεδρίου της Ενωτικής ΓΣΕΕ (ξεκίνησε στις 28 Φλεβάρη) και ζητάει να αναλάβει την καθοδήγηση της απεργίας. Στις 2 Φλεβάρη ο αριθμός των απεργών ανέρχεται στους 2.100.

 Η αστυνομία ανοίγει πυρ κατά των απεργών
Η αστυνομία σκοτώνει απεργό
Την Τετάρτη 6 Φλεβάρη, μετά από Γενική Συνέλευση, «οι εργάτες ξεχύθηκαν προς τα μεταλλεία για να πείσουν και τους άλλους εργάτες να απεργήσουν. Μπρος στους φούρνους όμως που βρισκόταν σμήνη χαφιέδων και χωροφυλάκων τους υπεδέχθησαν με ομοβροντία πυροβολισμών, ο δε ενωμοτάρχης Τούμπας ξάπλωσε νεκρό με δύο σφαίρες τον εργάτη Συρίγο».
«Γίνεται τότε πανδαιμόνιο. Οι απεργοί εξαγριωμένοι ορμούν ενάντια στους χωροφύλακες που απ' το φόβο τους παραδίδουν τα όπλα κι αφήνουν ελεύθερη τη διάβα τους. Κι αμέσως οι φούρνοι σταματούν κι οι Μεταλλωρύχοι που τους κινούσαν βγαίνουν από μέσα για να ενωθούν με τους απεργούς (...) Την επομένη, η πόλη είναι νεκρή (...) Μόνο τ' απόγευμα ακούστηκε να βαράν πένθιμα οι καμπάνες και να καλούν τον κόσμο στη κηδεία (...) Στη πλατεία όμως μπροστά, πίσω από το φέρετρο του σ. Συρίγου μια θάλασσα πάνω από 7 χιλ. πλήθος ακολουθεί και καταριέται τους δολοφόνους...».
Ο υπουργός Ζαβιτσάνος (πρωθυπουργός τότε ήταν ο Ελ. Βενιζέλος) δηλώνει στη Βουλή: «Εάν ο χωροφύλακας πυροβόλησε καλώς έπραξε. Δεν μπορείτε να πείτε, πρόσθεσε σε κάποιο βουλευτή, ότι είχε καθήκον ο χωροφύλακας να σταυρώσει τα χέρια του και αφήσει ελεύθερους τους απεργούς να επιτίθενται κατά των γραφείων της εταιρείας και να αναστατώνουν τον κόσμο»!

Γυναίκες ηρωίδες
Στα μέσα του Φλεβάρη, το ατμόπλοιο «Μαρία» του εφοπλιστή Βλάση προσεγγίζει το λιμάνι του Λαυρίου για να ξεφορτώσει κάρβουνο. Οπως φαίνεται από τα δημοσιεύματα, δεν τα καταφέρνει και πάει να ξεφορτώσει στον Πειραιά. Υστερα από αίτημα των απεργών, η Ενωση Εργατών Λιμένος Πειραιώς δίνει εντολή στα μέλη της να μην επιτρέψουν το ξεφόρτωμα ούτε στον Πειραιά.

Ο εφοπλιστής προσπαθεί ξανά να ξεφορτώσει στο Λαύριο στις 14 Μάρτη, στρατολογώντας 35 απεργοσπάστες από τον Πειραιά. Οι απεργοί αντιδρούν ακαριαία με μπροστάρηδες τις γυναίκες. Στο φύλλο του «Ριζοσπάστη» στις 17 Μάρτη, ο απεσταλμένος του, κατόπιν εντολής - όπως λέει - των ηρωίδων προλετάριων του Λαυρίου, περιγράφει αυτή τη σκηνή.

Στην προκυμαία από τις 7 το πρωί γίνεται μεγάλη συγκέντρωση, όπου συμμετέχουν 3.000 άνθρωποι. «Οι χωροφύλακες προσπαθούν να τους μποδίσουν το διάβα (...) Οι απεργοσπάστες ένας - ένας φοβισμένοι παρατούν το ξεφόρτωμα και κατεβαίνουν στα αμπάρια (...) Το πλήθος ορμά μέσα στην σιδερένια πόρτα. Οι χωροφύλακες τα χάνουν, υποχωρούν λιγάκι και στρίβουν τους υποκόπανους ενάντια στη κοσμοπλημμύρα (...) Αυτό γίνεται αφορμή για να ριχτεί η πρωτοπορία του πλήθους, οι γυναίκες με περισσότερη μανία.
(...) Οι χωροφύλακες βαρούν μανιασμένα μα κι οι γυναίκες που δέχονται πρώτες την επίθεση, δεν στέκονται με σταυρωμένα τα χέρια. Οι πέτρες, τα ξυλοκάρβουνα, τα ξύλα που βρίσκονται στο λιμάνι γίνονται όπλα της μάζας ενάντια στους φρενιασμένους χωροφύλακες (...) Ξαφνικά ακούγεται ποδοβολητό. Κανείς δεν γύρισε πίσω το κεφάλι να δει τι τρέχει. Μόνο όταν από το στόμα του ανθυπομοίραρχου Λέκκα ακούστηκε: - Θα σας σκοτώσω ρουφιάνοι! Το πλήθος έστρεψε να δει για να δεχτεί κατάμουτρα τα κοντάκια των καινούργιων τώρα χωροφυλάκων...
Μα πάλι κανείς δεν δείλιασε (...) Μια γριούλα σπάζει το ραβδί της πάνω στα μούτρα του Λέκκα κι' η σύγκρουση όλο και γίνεται πιο άγρια. Πιάνονται σχεδόν στα χέρια. Οι γυναίκες βουτάν τα όπλα από τους χωροφύλακες. Τέσσερα απ' αυτά πετιούνται στην θάλασσα. Αλλά καινούργιο, ξεκούραστο κύμα χωροφυλάκων καταφτάνει. Οι χτυπημένες και κουρασμένες γυναίκες από την κούραση δεν βαστούν πια...

Η σύγκρουση όμως εξακολουθεί. Ξάφνου δύο δυνατοί κρότοι ακούγονται από το πλινθοποιείο. Ητανε δύο τορπίλες που πέσανε εκεί κοντά από τα όργανα της εταιρείας για να σκορπίσουν πανικό. Κι αρχίζει η υποχώρηση μέσα στις υποκοπανιές των χωροφυλάκων που χτυπούν τις γυναίκες όπου βρουν και τις σέρνουν από τα μακριά μαλλιά τους. Η σιδερένια πόρτα που 'χαν κερδίσει με την πρώτη εξόρμησή τους κλείνει τώρα με κρότο πίσω τους. Κι οι καμπάνες μάταια εξακολουθούσαν να βαράνε. Κανείς δεν έφτανε πια για ενίσχυσή τους.

Κι όταν ματωμένες φτάνουν στη Νεάπολη γίνεται ο απολογισμός: όλες σχεδόν χτυπημένες. Από τις 15 όμως το αίμα τρέχει. Οι άντρες είχαν εφτά τραυματισμένους κι οι χωροφύλακες πέντε με τον ανθυπομοίραρχο μαζί.

Ετσι τη περασμένη Πέμπτη 14 του Μάρτη οι προλετάριες του Λαυρίου πέρασαν το πρωινό τους. Ηταν ο καλύτερος γιορτασμός για τη Διεθνή ημέρα της γυναίκας. Το αίμα τους ήταν η σπονδή που χύσανε για το πλησίασμά τους μέσα στις γραμμές του προλεταριακού μας αγώνα, ήταν η υπόσχεση που δίνανε για τους μελλοντικούς σκληρούς αγώνες που θα ριχτούν, για την απελευθέρωσή τους από την σκλαβιά του εργοδότη. Οι εργάτριες της Αθήνας ας είναι περήφανες από τον χαιρετισμό αυτό που τους στέλνουν οι προλετάριες του Λαυρίου».

Ταξική αλληλεγγύη
Την 1η Μάρτη, η κυβέρνηση στέλνει στο Λαύριο τον εισαγγελέα Κώνστα, ο οποίος εκτοξεύει φοβέρες για να κάμψει τους απεργούς. Μεταξύ άλλων απειλεί: «Κράτος 7 εκατομμυρίων δεν θα δειλιάσει να σκοτώσει 5 χιλιάδες ταραξίες»!

Η ταξική αλληλεγγύη, όμως, σηκώνει τείχος στον αυταρχισμό της εργοδοσίας και του κράτους της. Καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα, καταφθάνουν οικονομικές ενισχύσεις από συνδικάτα και μεμονωμένους ανθρώπους. Αντιπροσωπευτικό είναι το γράμμα που δημοσιεύεται στον «Ριζοσπάστη» στις 3 Μάρτη 1929: «Αγαπητέ "Ριζοσπάστη". Σου στέλνω 500 δραχμές και σε παρακαλώ να δώσεις τις 250 δραχμές στην εργατική βοήθεια για να συντηρήσει τους εξόριστούς μας και 250 να στείλεις στους ηρωικούς απεργούς του Λαυρίου. Τα λεφτά αυτά τα πήρα βάζοντας ενέχυρο (...) Μόλις το κατορθώσω θα στείλω κι' άλλα».

Χαρακτηριστικό είναι και ένα άλλο γράμμα που επίσης δημοσιεύεται στον «Ριζοσπάστη» στις 12 Μάρτη 1929: «(...) μην κλονιστείτε από την κρατική τρομοκρατία, να προτιμήσετε να ζήσετε τρώγοντας ρίζες και χορτάρια, παρά να ξαναγυρίσετε στα πηγάδια που είναι σωστές κολάσεις ζωντανών για 25 ψωροδραχμές, φτύνοντας αίμα κι' αποκτώντας την μολυβδίαση, που τις φοβερές συνέπειες τις διάβασα στον "Ριζοσπάστη" μας, ενώ άλλοι πλουτίζουν εις βάρος σας. (...) Αγλαΐα Μέλου. Μητέρα επαναστατών προλετάριων».

Ανοδος μεταλλωρύχου στο φρέαρ «Σερπιέρη» στο Λαύριο (από λεύκωμα του Δήμου Λαυρεωτικής)
Νίκη των εργατών
Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Το Σάββατο 16 Μάρτη, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας υποχρεώνεται σε συμφωνία με την Ενωτική ΓΣΕΕ, που περιελάμβανε: 10% αύξηση σε όλους τους εργάτες και εργάτριες. Να απολυθούν άμεσα όλοι οι κρατούμενοι εργάτες, διατάσσοντας τηλεφωνικώς την αναστολή της εκτόπισής τους. Να επανέλθουν όλοι οι εργάτες στη θέση τους. Εξασφάλιση της αντιπροσώπευσης των εργατών στα ταμεία Αλληλοβοήθειας και Συντάξεων.

Επίσης, αποφασίστηκε να βρεθεί τρόπος για την αποζημίωση της οικογένειας του Συρίγου. Την Κυριακή 17 Μάρτη έγινε μεγάλη συγκέντρωση έξω από τα γραφεία του Σωματείου όπου ανακοινώνεται το περιεχόμενο της συμφωνίας, με τους απεργούς να επιδοκιμάζουν και να αποδέχονται τη συμφωνία.

Στον αντίποδα, η απεργία στα εργοστάσια της Ελευσίνας που ξεκίνησε στις αρχές Μάρτη, τελείωσε μέσα σε λίγες μέρες, με ευθύνη της ηγεσίας της ΓΣΕΕ. Σε ανακοίνωση, η Ενωτική ΓΣΕΕ επεσήμανε πως η ηγεσία της ΓΣΕΕ «εγκατέλειψε τα αιτήματα των εργατών και υπεχώρησεν στις προτάσεις των εργοδοτών, καταβάλλοντας με τα εκεί όργανά του κάθε προσπάθεια για τη διάσπαση και λύση της απεργίας (...) Ετσι οι εργάτες προδομένοι άρχισαν να επανέρχονται στην δουλειά και η απεργία διέρρευσε».

Και πιο κάτω σημειώνει πως η ΓΣΕΕ είναι «τυφλό απεργοσπαστικό όργανο, υποχείριο στα χέρια των εκμεταλλευτών της εργατικής τάξης και το χτύπημα των αγώνων αυτής».




ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΜΠΑΛΟΥ ΥΠΟΨΗΦΙΑΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ ΜΕ ΤΗ ΛΑΪΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ






ΕΙΔΙΚΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΟΡΑΚΙΑΝΑΣ
Τι ειρωνεία!...

 
Με αφορμή την επίσκεψή μας στο «ειδικό» αυτό σχολείο του νησιού μας και ως ελάχιστη συμβολή στην ανάδειξη αυτού του προβλήματος, μέχρι την οριστική λύση του, επιτρέψτε μου, αγαπητοί αναγνώστες, να μοιραστώ κάποιες σκέψεις μαζί σας.

Διαβάζοντας κανείς  την εξειδικευμένη ονομασία αυτού του σχολείου φαντάζεται και ίσως και να νοιώθει κιόλας μιαν ανθρώπινη ικανοποίηση  ότι αφορά  σε ένα σύγχρονο σχολείο που διαθέτει όλες εκείνες τις προδιαγραφές σε κτιριακές υποδομές και σε εξοπλισμό, ώστε να γίνουν τα αναγκαία εργαλεία στα χέρια των εξειδικευμένων εκπαιδευτικών. Εργαλεία ώστε οι εκπαιδευτικοί αξιοποιώντας τα να φέρουν στο φως όλες εκείνες τις κρυμμένες δυνατότητες που έχουν αυτά τα παιδιά, τα παιδιά με ειδικές ανάγκες.

Εργαλεία, θα έλεγα ακόμη, με τα οποία οι εκπαιδευτικοί του σχολείου θα μπορέσουν να ελαχιστοποιήσουν, να αμβλύνουν και όσο αυτό είναι δυνατόν να ακυρώσουν την εκδήλωση των δυσκολιών που έχουν τα παιδιά. Να τα εντάξουν στη χαρά, στη ζωή, στην εξοικείωση με τη δημιουργία, που είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους, όπως όλων των υπόλοιπων παιδιών. Εργαλεία, τέλος, που θα τους δώσουν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν την επιστημονική τους γνώση στο ανώτερο δυνατό επίπεδο.

Κι όμως... Αν κάνεις τον κόπο να πας και μπεις στο σχολείο θα φύγεις από τη φαντασία και θ' απομείνει μονάχα ο «ρεαλισμός» της εποχής, της κοινωνίας μας. Αδυνατώ να μην το χαρακτηρίσω αυτό που ένιωσα ότι πρόκειται: αποθήκη ψυχών.

Επιτρέψτε μου λοιπόν να σας δώσω μόνο μια μικρή περιγραφή του σχολείου-αποθήκης. Πρόκειται, δυστυχώς, για παλιό, ακατάλληλο και πραγματικά επικίνδυνο κτίριο, του οποίου η είσοδος δεν έχει καν ράμπα για αναπηρικά καροτσάκια, παρά μόνο σκάλες, πολλές μάλιστα! Δεν προσφέρει την παραμικρή ασφάλεια στα παιδιά. Για να καταλάβετε πόσο, τα καλώδια ηλεκτρισμού είναι εξωτερικά και διάφορα αντικείμενα είναι στοιβαγμένα παντού, ενώ το μικρό προαύλιο είναι από υλικό που γλιστρά. Οι αίθουσές του είναι πολύ μικρές και δύο διάδρομοι γυμναστικής και ένα ποδήλατο, που υπάρχουν, εναποτίθενται σε γωνία διαδρόμου...

Δεν επιθυμώ να περιγράψω περισσότερο την κατάσταση της σχολικής μονάδας. Δεν είναι ο σκοπός μου να προκαλέσω το συναίσθημα της λύπης. Δεν τους αξίζει, δεν είναι αυτό που χρειάζονται.

Το γεγονός είναι ότι η έλλειψη χώρων διδασκαλίας, αθλητισμού, δημιουργικής απασχόλησης καθιστούν το έργο των εκπαιδευτικών ανέφικτο. Τα οφέλη που θα έπρεπε να παρέχονται στους μαθητές του σχολείου υπάρχουν μόνο και μόνο χάρη στην αυτοθυσία, την υπευθυνότητα στον ύψιστο βαθμό και την αυταπάρνηση των εκπαιδευτικών του σχολείου.

Τελευταίο κρούσμα στην πολύχρονη ταλαιπωρία των μαθητών και καθηγητών, η αδυναμία της ηλεκτρικής εγκατάστασης του σχολείου να αξιοποιήσει αποτελεσματικά τα πεπαλαιωμένα κλιματιστικά του, με αποτέλεσμα να παραμένουν χωρίς θέρμανση, όταν είναι γνωστό ότι αυτό έχει ιδιαίτερες επιπτώσεις στη συμπεριφορά των συγκεκριμένων παιδιών. Θα συμφωνείτε φαντάζομαι κι εσείς: είναι εξοργιστικό! Ακόμα κι αυτό το απλό τεχνικό πρόβλημα της θέρμανσης συνθλίβεται, γίνεται «μπαλάκι» στον κυκεώνα των περίφημων αρμοδιοτήτων, της λεγόμενης γραφειοκρατίας και του κόστους, τη στιγμή που ρέουν εκατομμύρια επιχορηγήσεων σε πλούσιες τσέπες.  Όσο κι αν ηχεί αδιανόητο, ουδείς από τους αρμόδιους μέχρι σήμερα μπόρεσε να τα υπερβεί, να συγκρουστεί με όσους έπρεπε, να τα ξεπεράσει οπωσδήποτε και να λύσει τουλάχιστον άμεσα το επείγον θέμα της θέρμανσης.

Η λύση αυτού του προβλήματος δεν χώρεσε στον πακτωλό των χρημάτων που έχουν ξοδευτεί για τουριστικές προβολές, για ταξίδια και ημερίδες. Δεν χώρεσε ούτε στα επισκεπτήρια εδώ κι εκεί που κάνουν οι μνηστήρες της καρέκλας Δήμων – Περιφέρειας γιατί δεν έχει τόσο φως και λάμψη!

Η ανάδειξη και προτεραιότητα αυτού του προβλήματος ακόμα και αν χώρεσε, πράγμα για το οποίο πολύ αμφιβάλλω, σε διάφορους τσακωμούς παραγόντων της πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης στην Τοπική Διοίκηση, εξαντλήθηκε τελικά σε επικοινωνιακή έκφραση λύπης και μεταφορά ευθυνών.

Ας μην σπεύσουν να κρυφτούν πίσω από εκφράσεις συμπάθειας και ανακοινώσεις που στηλιτεύουν  την κατάσταση, δείχνοντας και πάλι έναν άλλον ένοχο εκτός από τον εαυτό τους.

            Ας μην σπεύσουν οι υποψήφιοι Δήμαρχοι και Περιφερειάρχες να πουν ότι θα λύσουν το πρόβλημα, αφού πάρουν την πολυπόθητη καρέκλα. Ας μην σπεύσουν νυν, πρώην και υποψήφιοι βουλευτές να κάνουν και αυτό το πρόβλημα «μπαλάκι». Δεν θέλω να αμφισβητήσω την ευαισθησία κανενός. Πώς να το κάνουμε όμως, εδώ υπάρχουν ένοχοι και συνένοχοι και έχουν ονοματεπώνυμο.

Ένοχη η πολιτική που περικόπτει ακόμη και στοιχειώδεις κοινωνικές δαπάνες, υποχρηματοδοτεί την Παιδεία, μειώνει τις προσλήψεις του αναγκαίου εκπαιδευτικού προσωπικού, συρρικνώνει τους πόρους στην Τοπική Διοίκηση.

Ένοχοι είναι αυτοί που την ψήφισαν σε τρία μνημόνια: ΝΔ-ΠΑΣΟΚ(ΚΙΝΑΛ) πρώτα και ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μαζί με αυτούς μετά. Ένοχες είναι οι δημοτικές και περιφερειακές Αρχές που ενώ έχουν την πλειοψηφία επιλέγουν να υποκλιθούν σε αυτήν την πολιτική και δεν έχουν τα κότσια, το σθένος να προτάξουν καν το δίκιο αυτών των παιδιών.

Συνένοχους θεωρώ κι όσους στην Τοπική Διοίκηση περιμένουν να καθίσουν στην καρέκλα ως καλύτεροι διαχειριστές, για να δεήσουν ν' ασχοληθούν μετά με τη λύση του προβλήματος.

Συνένοχοι κι όσοι προσπαθούν να κρύψουν την πραγματική αιτία που γεννά αυτά τα προβλήματα κάτω από τον μανδύα της ουδέτερης και άχρωμης φορεσιάς των προβλημάτων.

Αγωνιστής δεν γίνεσαι όταν αναμασάς τους αγώνες των άλλων, αλλά όταν πορεύεσαι και συμπορεύεσαι  μαζί τους, όταν συμβάλλεις στην οργάνωσή τους και δεν τους καπηλεύεσαι. Αγωνιστής είσαι πριν, είσαι και μετά, ακόμα και χωρίς καρέκλα.

Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι οι δυνάμεις που προωθούν την ιδιωτικοποίηση και την ανταποδοτικότητα των πάντων δεν μπορούν να ιεραρχήσουν ούτε τέτοιες ζωτικές, θεμελιακές ανάγκες.  
 
Η λύση αυτού του προβλήματος είναι, προφανώς, υπόθεση του κινήματος των εκπαιδευτικών, των γονέων και των μαθητών. Είναι όλων μας όμως! Σε αυτόν το δρόμο δώσαμε και θα δίνουμε το «παρών» κι εμείς. Ακόμα και στη συνολικά απαράδεκτη κατάσταση της σχολικής στέγης στην Κέρκυρα υπάρχουν -έλεος!- κάποια σχολεία που πρέπει επιτέλους να προηγηθούν.

Τις ώρες που γράφονται αυτές οι γραμμές έχει ήδη αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της θέρμανσης, ελπίζουμε όχι προσωρινά. Το πρόβλημα όμως της μεταστέγασης του σχολείου παραμένει κύριο, κυρίαρχο και τραγικά αναγκαίο να λυθεί ΧΤΕΣ!

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗΣ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΩΝ ΕΛΠΕ ΣΤΟ ΕΑΚΚ




Διαβάζοντας πρόσφατα σχετικό δημοσίευμα με τίτλο «9.000 λίτρα πετρέλαιο στο Κλειστό Γυμναστήριο Κέρκυρας και αθλητικό υλικό, στις Ακαδημίες Μπάσκετ» και αμέσως μετά την δήλωση του επικεφαλής της ΑΝΑΣΑ και Περιφερειάρχη κ. Γαλιατσάτου που ανέφερε  ότι,  «…Για μας το κομμάτι του αθλητισμού, της στήριξης των νέων ανθρώπων και των αθλητικών υποδομών στα Ιόνια νησιά, είναι ένα κορυφαίο ζήτημα πρώτης προτεραιότητας…..», μας δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η ΠΙΝ χρηματοδότησε γενναία τον αθλητισμό στο νησί της Κέρκυρας.
Στην συνέχεια όμως τα πράγματα πήγαν στην θέση τους όταν το δημοσίευμα αναλύει ότι  η χορηγία αυτή αφορούσε σε «δωρεά  πετρελαίου που εντάσσεται στο Πρόγραμμα δράσεων Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης του Ομίλου ΕΛΠΕ,….που  έγινε μετά από πρωτοβουλία της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων…!!!!» και μάλιστα πραγματοποιήθηκε «…σε μία σεμνή τελετή που έγινε στο Κλειστό γήπεδο του ΕΑΚΚ, παρόντος του Περιφερειάρχη Θεόδωρου Γαλιατσάτου…».
Από το συγκεκριμένο δημοσίευμα και τις δηλώσεις του κ. Περιφερειάρχη και των εκπροσώπων των ΕΛΠΕ βγαίνουν αβίαστα τα παρακάτω συμπεράσματα:
1.    Τέτοιες πρωτοβουλίες σαν και αυτή του ομίλου ΕΛΠΕ που επιδιώκει μέσα από την «Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη» να εξαγοράσει την σιωπή και τη συναίνεση των τοπικών κοινωνιών για την επικείμενη ληστρική εκμετάλλευση και καταλήστευση των υδρογονανθράκων της περιοχής, όπως και αυτή του κ. Περιφερειάρχη να παρευρεθεί σε αυτή την εκδήλωση ενώ ήδη βρίσκεται σε προεκλογικό «vertigo», δεν γίνονται «σεμνά» και «ταπεινά» αλλά με τρόπο που να δικαιώνουν τις επιδιώξεις των πρωταγωνιστών τους.
2.    Από τις δηλώσεις του κ. Περιφερειάρχη ότι, «…στόχος της ΠΙΝ, που αποδεικνύεται εμπράκτως, είναι η στήριξη των νέων ανθρώπων και των αθλητικών υποδομών στα Ιόνια νησιά ….και  ως Περιφέρεια Ιονίων Νήσων έχουμε πει πολλές φορές και το κάνουμε πράξη ότι για μας το κομμάτι του αθλητισμού, της στήριξης των νέων ανθρώπων και των αθλητικών υποδομών στα Ιόνια νησιά ένα κορυφαίο ζήτημα πρώτης προτεραιότητας…», συμπεραίνει κανείς ότι «με ξένα κόλλυβα» ή αλλιώς με την «ευγενή χορηγία» των ΕΛΠΕ κάνει προεκλογικές φιέστες, επιδιώκοντας εκτός των άλλων με «ένα σμπάρο δύο τρυγόνια», αφού επί της ουσίας χρησιμοποιεί την προαναφερόμενη επιδιωκόμενη από τα ΕΛΠΕ συναίνεση του λαού και για την δική του αντιλαϊκή διαχείριση.
3.    Χωρίς προσχήματα προσβάλλουν  τη νοημοσύνη του κερκυραϊκού λαού αφού κρύβουν ότι η «Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη» νόμος της ΕΕ, συνεπάγεται επιπλέον φοροαπαλλαγές στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, με το μανδύα της ευεργεσίας, ενώ την ίδια στιγμή η τιμή του πετρελαίου είναι στα ύψη και τα κέρδη τους προκλητικά.
Ο λαός ας βγάλει τα συμπεράσματά του. Η ΑΝΑΣΑ, ο Περιφερειάρχης των ΣΥΡΙΖΑ-ΛΑΕ και της «οικολογίας», σε πλήρη ανάπτυξη, ή αλλιώς, στην πιο εξελιγμένη εκδοχή του ντόπιου τοποτηρητή των μεγάλων συμφερόντων, αυτή του πιο αξιόπιστου «ντίλερ» των πετρελαϊκών ομίλων, των μεγαλοξενοδόχων, των αγωγών, των Νατοϊκών…
Η απάντηση της λαϊκής οικογένειας ιδιαίτερα της νεολαίας πρέπει να είναι υπερήφανη.
Να καταδικάσει τις δυνάμεις που χαρίζουν το δημόσιο πλούτο της χώρας και ξεγελούν το λαό με ελεημοσύνες. Σε όλες τις κάλπες να δυναμώσει το αγωνιστικό ρεύμα ενισχύοντας τη Λαϊκή Συσπείρωση  και το ΚΚΕ  παντού. Μόνο μια ισχυρή λαϊκή αντιπολίτευση και δράση μπορεί να φρενάρει την αντιλαϊκή επίθεση και να ανοίξει την προοπτική προς όφελος του λαού.

01/02/2019

Το διήγημα της Πέμπτης: «Όξω από το σκέδιο» του Κώστα Παρορίτη



Ο Κώστας Παρορίτης, από τους πιο συνεπείς σοσιαλιστές συγγραφείς της εποχής του,  συγκαταλέγεται στους προδρόμους της προοδευτικής μας λογοτεχνίας. Οργανωμένος στο ΣΕΚΕ (μετέπειτα ΚΚΕ), διώχτηκε για τις σοσιαλιστικές ιδέες του, που διατύπωσε και στα έργα του.
O Κώστας Παρορίτης (πραγματικό όνομα: Λεωνίδας Σουρέας) γεννήθηκε στο Παρόρι Λακωνίας την 1η του Ιούνη 1878. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως ελληνοδιδάσκαλος, αρχικά στη Σπάρτη και από το 1907 ως το 1916 περίπου στο Σχολαρχείο της Ύδρας. Από την Ύδρα πραγματοποίησε και την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων «Οι νεκροί της ζωής», η ιδεολογική στράτευση της οποίας οδήγησε στην παύση του για ένα μήνα από το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, το 1908.
Διηγήματα και άρθρα δημοσίευσε κυρίως στο Νουμά, αλλά και σε έντυπα όπως το Εθνικόν ημερολόγιον του Σκόκου, Νέοι βωμοί, Μούσα, Πυρσός, Μικρασιατικό ημερολόγιο, Γράμματα Αλεξανδρείας και αργότερα (μετά το 1920) στις εφημερίδες Ελεύθερος λόγος, Δημοκρατία και Ριζοσπάστης, ενώ υπήρξε επίσης μέλος της «Καλλιτεχνικής Συντροφιάς του καφενείου Μαύρος Γάτος» και της «Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ένωσης».
Το διήγημα της Πέμπτης: «Όξω από το σκέδιο» του Κώστα Παρορίτη
Κώστας Παρορίτης (1878-1931)
Έργα του είναι: «Από την ζωή ενός δειλινού» (1906), «Οι νεκροί της ζωής» (1907), «Πτέρας» (1921), «Στο άλμπουρο» (1910), «Το μεγάλο παιδί» (1916), όπου απεικονίζονται οι πρώτοι εργατικοί αγώνες, ενώ η Οχτωβριανή Επανάσταση και ο Εθνικός Διχασμός στην Ελλάδα τον εμπνέουν να γράψει το έργο «Ο κόκκινος τράγος» (1924), που είναι αφιερωμένο «σε όσους πιστεύουνε σε μια απολύτρωση». Στο τελευταίο του έργο, «Οι δυο δρόμοι» (1927), εμπνέεται από τους αγροτικούς αγώνες στη Θεσσαλία και παρουσιάζει την καθυστέρηση της ελληνικής υπαίθρου.
Ο Κώστας Παρορίτης έφυγε από τη ζωή στις 10 του Νοέμβρη 1931.  Περισσότερα για τη ζωή και το έργο του Κ. Παρορίτη μπορείτε να διαβάσετε σε παλιότερη ανάρτησή μας, εδώ.
Το διήγημα που παρουσιάζουμε σήμερα προέρχεται από τη συλλογή “Ο πατέρας κι’ άλλα διηγήματα” (εκδ. Πέλλα, χ.χ.).
Όξω από το σκέδιο
του Κώστα Παρορίτη
Ι
– Τι να χτίζη αυτός ο χριστιανός εδώ; με ρώτησε ο φίλος μου.
– Ξέρω κ’ εγώ; του αποκρίθηκα.
Είτανε αλήθεια ένα παράξενο σκέδιο, που για να μπη κανείς στο νόημά του έπρεπε νάχη μαζί του το μπάρμπα Συμεών – που το σκεδίασε – για να του το εξηγήση. Μα ο μπάρμπα Συμεών σε κάθε σκετικό ρώτημα, περιοριζότανε μόνο σ’ ένα αλαφρό, πολυσήμαντο χαμόγελο.
– Άι κάτι έβαλα με το νου μου κ’ εγώ. Σαν τελειώση η δουλειά – πρώτα ο Θεός – θα το δήτε.
Έτσι με αυτή τη γενική και αόριστη απόκριση συνήθιζε να τους ξεφορτώνεται όλους όσοι επιμένανε να τονέ ζαλίζουνε με τα ρωτήματά τους. Σ’ ένα πράμα συμφωνούσανε όλοι: πως ο μπάρμπα Συμεών παλάβωσε. Βέβαια. Για ναποφασίση να ρήξη τα λεφτουδάκια του σε αυτή την οικοδομή, σίγουρα δε θάναι στα καλά του. Γιατί το βλέπανε όλοι, πως από το σκέδιο αυτό, καθώς δείχνανε τα θεμέλιά του δεν μπορούσε να βγη τίποτα πραχτικό, προσοδοφόρο. Γιατί δεν είτανε μόνο το σκέδιο, – σωστός λαβύρινθος – που γεννούσε την απορία. Είτανε το πιο πολύ κ’ η θέση. Τι τούρθε του βλογημένου να πάη να ρήξη τα θεμέλια κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή, δίπλα στη θάλασσα; Τα κύματα θα σπάζανε πάνω στους τοίχους του σπιτιού κ’ ίσως καμμιά μέρα θα του το παίρνανε μαζί τους. Σαν ήθελε να χτίση, χαθήκανε οι σπιτότοποι μέσα στην πόλη να χτίση ένα σπίτι, ένα φούρνο, ακόμα κ’ ένα χάνι, για να βάζουνε τα ζα τους οι χωριάτες πούρχονται από τα χωριά και να κάνη χρυσές δουλειές; Τι τούρθε να πάη στην ερημιά, όξω από την πόλη, κοντά στη θάλασσα που γλείφει το χώμα του δρόμου αδιάκοπα;
Όλα αυτά τα μάθαινε, τάξερε ο μπάρμπα Συμεών, μα δεν έλεγε τίποτα.
– Πέστε τώρα ό,τι θέλετε. Σαν τελειώση με το καλό, ναρθήτε να λογαριαστούμε, μουρμούριζε.
Το κακό που το χτίσιμο δεν προχωρούσε διόλου γλήγορα. Δυό τρεις χτίστες δουλεύανε κάμποσον καιρό, υψώνανε κάμποσες πιθαμές τον τοίχο κ’ έπειτα οι χτίστες ξαφανιζόντανε κ’ η δουλειά σταματούσε άξαφνα για να ξαναρχίση ύστερα από μήνες. Γιατί ο μπάρμπα Συμεών δεν είχε τον παρά στο χέρι. Έπρεπε να δουλέψη, να πιάση λεφτά, για να μπορέση να σπρώξη τη δουλειά μπροστά. Όσο να σωθούνε κι αυτά, και πάλε στοπ. Κ’ έπειτα πάλε από την αρχή. Γιατί ο παράς έβγαινε τώρα με κόπο, με ίδρωτα, όχι σαν άλλοτε που είτανε η τσέπη του γιομάτη  μονέδα. Τώρα για να πουλήση ένα Βαγγέλιο, μια Σύνοψη, μιαν Αμαρτωλών Σωτηρία, έπρεπε να βγάλη μαλλί η γλώσσα του. Στο σταθμό του σιδερόδρομου όλοι το ξέρανε πως είτανε αδύνατο να μη συναντήσουνε το μπάρμπα Συμεών με τα γυαλάκια του, με την πέτσινη τσάντα, που του χρησίμευε για αποθήκη βιβλίων. Εκεί είχε το βιβλιοπωλείο του, ένα κινητό βιβλιοπωλείο για τους ταξιδιώτες, αποκλειστικά από ιερά βιβλία. Ζύγωνε κάθε ταξιδιώτη, τούδειχνε τα βιβλία και κείνος είτανε αδύνατο να μην αγόραζε κάτι από όλα. Έτσι είχε κάτι ευχάριστο να διαβάση  στο ταξίδι, χώρια πούκανε και καλό στην ψυχή του. Μα τώρα ο κόσμος άλλαξε. Όλοι γελάνε, τον κοροϊδεύουνε σαν τους προτείνει κανένα ιερό βιβλίο.
– Βρε, συ, είσαι μασώνος. Ή δε σε ξέρουμε, θαρρείς;
Κείνος κοκκινίζει, θυμώνει:
– Εγώ μασώνος, εγώ; φωνάζει.
Ένας κάνει τάχα πως θέλει να τονέ διαφεντέψη:
– Άσε τον άνθρωπο, αδερφέ, ήσυχο! Αυτός είναι καλός χριστιανός, λέει.
Ένας ψάχνει τα βιβλία τάχα πως θέλει να διαλέξη.
– Δε μου λες; Ρόδινο Κόσμο δεν έχεις; ρωτάει άξαφνα σιγαλά με ένα ύφος εμπιστεφτικό.
Κείνος του ρίχνει μια ματιά άγρια πάνω από τα γυαλιά του και φεύγει μουρμουρίζοντας.
– Πώς καταντήσανε οι άνθρωποι σήμερα; Ούτε ένα λεφτό δε δίνουνε για την ψυχή τους, μουρμουρίζει κουνώντας το κεφάλι. Το πολύ να ρωτήσουνε, να θαυμάσουνε τόμορφο δέσιμο των βιβλίων, που τάχει τυλιγμένα μέσα σε τσιγαρόχαρτα, μα όχι να δώσουνε λεφτά. Ένας φάνηκε κάποτε πως πήρε την απόφαση κάτι ναγοράση, μα ο σύντροφός του τον κράτησε.
– Δε βαριέσαι. Μην πετάς τα λεφτά σου σε αυτές τις κουταμάρες.
Αυτό έθλιβε την καρδιά του μπάρμπα Συμεών.
– Κι απάνω που θέλουμε λεφτά και λεφτά, για να τελειώσουμε την οικοδομή, συλλογιότανε.
Να ο λόγος που το χτίσιμο προχωρούσε αργά…Κάθε δειλινό, σα σκολάζανε οι μαστόροι κ’ έφευγε και το τελευταίο τραίνο, ο μπάρμπα Συμεών έπαιρνε το δρόμο για την οικοδομή του. Έμπαινε μέσα, τα περιεργαζότανε όλα σα να τάβλεπε για πρώτη φορά, σήκωνε από χάμω καμμιά πέτρα, μάζευε την άμμο σωρό, προσπαθούσε να τα βάλη όλα σε τάξη, να τα σιγυρίση, σα να είτανε εκεί το σπίτι του, η κάμαρά του.
– Θα ζήσω τάχατες να τα χαρώ; Χρειάζουνται λεφτά, λεφτά. Πού θα βρεθούνε; ο κόσμος δεν αγοράζει βιβλία. Όλοι με κοροϊδεύουνε, όλοι με παίρνουνε για τρελό με τη δουλειά αυτή που καταπιάστηκα. Μα σαν το βλέπανε τελειωμένο και μαθαίνανε το μεγάλο σκοπό μου, θα με λέγανε τότε τρελό; μουρμούριζε ένα δειλινό καθισμένος πάνω σε μια πέτρα με τα μάτια γυρισμένα προς τη θάλασσα, μακρυά…
Ένα μεγάλο κύμα ήρθε με ορμή κ’ έσπασε στην ακρογιαλιά, αφρισμένο. Χοντρές πιτσιλάδες τονέ χτυπήσανε στο πρόσωπο. Από μακρυά έφτανε η βουή της θάλασσας μυστηριώδικη, καθώς άρχιζε ναπλώνεται πάνω της το σκοτάδι. Ακούμπησε τη ματιά του στα δυό χρωματιστά φανάρια που φέγγανε ακούνητα, νυσταγμένα στην είσοδο του καναλιού, έπειτα παρακολούθησε τα χρώματα που αργοπεθαίνανε στον ορίζοντα…Σηκώθηκε και τράβηξε για το σπίτι του, με βήμα αργό, συλλογισμένο.

ΙΙ

Μια μέρα ήρθε ένας χωροφύλακας στο σπίτι του και του χτύπησε την πόρτα.
– Να ρθής στην αστυνομία, σε ζητάει ο αστυνόμος, τούπε.
– Εμένα; τι νταραβέρια έχω εγώ με τις αστυνομίες; ψιθύρισε τρομαγμένος.
Πρωί πρωί βρέθηκε στην αστυνομία. Περίμενε ώρες όσο ναρθή ο αστυνόμος. Είτανε ένας καινούριος αστυνόμος πούθελε να τα βάλει όλα σε τάξη. Μπήκε στο γραφείο του δειλά και στάθηκε μπροστά του τρέμοντας με το κασκέτο στο χέρι. Ο αστυνόμος ανακάτεψε καμπόσα χαρτιά σα να ζητούσε κάτι, έπειτα σήκωσε τα μάτια του και τον είδε.
– Δε μου λες εσύ, τι είναι αυτά που μαστορεύεις εκεί κάτω; ρώτησε.
Κείνος σα να μη κατάλαβε. Ζάρωσε τα χείλια του, γύρισε μηχανικά το κασκέτο στα χέρια του.
– Να, γι αυτό που χτίζεις σε ρωτάω. Κάνεις δηλαδή πως δεν καταλαβαίνεις; φώναξε απότομα ο αστυνόμος.
Να το κρύψη κι από τον αστυνόμο όπως τόκρυβε τόσον καιρό από όλον τον κόσμο; Μα ο αστυνόμος δεν έπαιρνε από λόγια.
– Άι, κάτι έβαλα με το νου μου, είπε χαμογελώντας μ’ έναν αμήχανο τρόπο.
-Να μου το πης καθαρά τι είναι αυτό πούβαλες με το νου σου. Τώρα αμέσως.
Ήρθε λοιπόν η στιγμή να ξεμυστηρευτή μπροστά στον αστυνόμο; Στεκότανε δισταχτικός.
– Λέγε λοιπόν. Δεν έχω καιρό να χάνω με σένα.
Στριφογύρισε το κασκέτο του, ξεροκατάπιε, κιτρίνισε.
– Μα δεν είναι τίποτα, κυρ αστυνόμε. Ένα τιποτένιο, ένα απλό πράγμα…Να! ο κόσμος, κατάλαβες, έχει ανάγκη από διδαχή. Το Βαγγέλιο, να πούμε, είναι ένα βιβλίο που όσο βαθύτερα το νιώθει ο κόσμος, τόσο καλύτερος γίνεται. Αϊ λοιπόν. Χρειάζεται μια σάλα για να μαζεύεται ο κόσμος και νακούη το Βαγγέλιο. Πούναι η σάλα; Πουθενά. Λοιπόν, είπα, να χτίσω μια τέτοια σάλα για ένα κήρυγμα θρησκευτικό, όπου οι ανθρώποι να μπαίνουνε πρόθυμα και να βγαίνουνε καλύτεροι. Έπειτα είναι και κάτι άλλο.
– Α, είναι κι άλλο; είπε ο αστυνόμος.
– Είναι τόσοι φτωχοί εδώ στην πόλη, που δεν έχουνε στέγη και ξενυχτάνε στους δρόμους. Αν είχανε κι αυτοί μια στέγη, δε θα είτανε καλύτερο; Έπειτα είναι τόσα άλλα πράματα που μπορεί να γίνουνε. Να. Ένα εξοχικό περιβολάκι για να ξεκουράζεται κανείς και ναναπνέη τον αγέρα της θάλασσας, μακριά από τις βρώμες της πόλης. Έπειτα κ’ ένα ορνιθοτροφείο θα μπορούσε…
Ο αστυνόμος έσκασε στα γέλια.
– Βρε, σε αυτά τα μασκαραλίκια κάθεσαι και ξοδεύεις τα λεφτά σου; Είσαι στα καλά σου μωρέ ή να σε στείλω στο Δαφνί; χα χα χα.
Απόμεινε με το στόμα ανοιχτό κοιτάζοντας στα μάτια τον αστυνόμο που ξακολουθούσε να γελάη αδιάκοπα.
– Έτσι λοιπόν; Σάλα για κήρυγμα, άσυλο για τους φτωχούς, ένα περιβολάκι, ένα ορνιθοτροφείο. Εσύ θα τα κάνης όλα αυτά; Μα λογάριασες πόσα λεφτά θα σου χρειαστούνε για όλες αυτές τις ιστορίες;
– Θα δουλέψω, κυρ αστυνόμε. Φτάνει να ζήσω, είπε σιγαλά.
– Θα δουλέψης; Και τι έχεις εσύ μωρέ, να κερδήσης απ’ όλα αυτά.
Αυτό δεν το είχε συλλογιστή ποτέ του.
– Να κερδίσω; Τι να κερδίσω; Άμα οι ανθρώποι γίνουνε πιο ευτυχισμένοι…ψιθύρισε.
Ο αστυνόμος πήρε τώρα ένα σοβαρό ύφος:
– Ας είναι, ξέρεις τώρα ένα πράμα; ρώτησε.
Τονέ κοίταξε στα μάτια. Τι είχε πάλε να του πη;
– Ξέρεις πως το χτίριο που χτίζεις, είναι όξω από το σκέδιο της πόλης; Ή νόμισες πως μπορεί ο καθένας να χτίζη όπου του καπνίση; Εδώ έχουμε νόμους.
– Μα…Εγώ τον αγόρασα τον τόπο…
– Κ’ έπειτα; Πήρες άδεια από το μηχανικό; Όχι. Δίχως λοιπόν άδεια του μηχανικού δεν μπορείς να χτίσεις πουθενά. Τι χάσκεις; Έτσι είναι όπως σου τα λέω. Καλύτερα να σε είχε εμποδίσει από την αρχή ο μηχανικός, γιατί θάχες διάφορο τα λεφτά σου, κουτούλιακα.
Σιγαλιά. Σάστισε, τάχασε.
– Πήγαινε τώρα και να δούμε τι θαποφασίση το υπουργείο που θα γράψω γι’ αυτή τη δουλειά, είπε ύστερις από ώρα ο αστυνόμος αφού συβουλεύτηκε κάτι χαρτιά.
Πώς δεν έπεσε, καθώς κατέβαινε την ξύλινη σκάλα, καταβρεγμένη με φανικό; Σα βρέθηκε στο δρόμο, άρχισε να ξαναλέη τα λόγια του αστυνόμου με το νου του «όξω από το σκέδιο». Η φράση αυτή τούχε χτυπήσει τόσο παράξενα σταυτιά.
– Είμαι λοιπόν όξω από το σκέδιο. Κ’ εγώ ο κουτός νόμιζα πως θα μου λέγανε και μπράβο.
Ξεμυστηρεύτηκε τον πόνο του σ’ ένα φίλο του, γέρο άνθρωπο, Μακρακιστή, πολύ θεοσεβούμενο και πολύ μπιστεμένο του. Κείνος τον ησύχασε. Αυτός είχε κάποιο κουμπάρο σην Αθήνα.
– Έννοια σου, θα γράψω εγώ στον κουμπάρο μου να πάη να μιλήση στο υπουργείο. Μη φοβάσαι. Δε γίνεται τίποτα.
Τα λόγια του φίλου του, του φέρανε τη γαλήνη στη φουρτουνιασμένη ψυχή του. Από τότε βάλθηκε να δη πιο γλήγορα τελειωμένο το έργο του.
Έτσι πήρε την απόφασή του. Αν περίμενε με τα βιβλία, το χτίριο δε θα τελείωνε ποτέ. Στο χωριό του είχε κάμποσες ρίζες ελιές, λίγα στρέμματα αμπέλι. Είχε και το σπιτάκι, που του άφησε κληρονομιά η μάννα του. Όλα αυτά αντιπροσωπεύανε ένα ποσό, που δεν μπορούσανε να του το δώσουνε πια τα βιβλία, έτσι μαζωμένο και γλήγορα όπως το χρειαζότανε.
– Άμα το δούνε τελειωμένο, τότε δε θα μπορή και το υπουργείο να πη τίποτα. Θα πάω στο χωριό να τα ξεκάνω όλα γλήγορα, όσα όσα, για να τελειώση η δουλειά το γληγορώτερο.

ΙΙΙ

Το είπε και τόκαμε. Έτσι ξαφανίστηκε μια μέρα από το σταθμό δίχως κανείς να ξεύρη πού πάει. Οι ανθρώποι του σταθμού, που τον είχανε συνηθίσει εκεί από χρόνια, ρωτούσανε ο ένας τον άλλονε με απορία:
– Τι έγινε ο μπάρμπα Συμεών; Μην αρρώστησε; Μην πέθανε;
– Αναλήφτηκε στους ουρανούς, είπε κάποιος λούστρος του σταθμού, μια μέρα κι όλοι λιγωθήκανε στα γέλια για το χωρατό.
Σιγά σιγά ο μπάρμπα Συμεών ξεχάστηκε και κανείς δε ρωτούσε πια γι αυτόν. Είχανε περάσει μήνες που βρισκότανε στο χωριό του. Αυτές οι δουλειές δε γίνουνται εύκολα. Όσο να βρη αγοραστή, όσο να συμφωνήσουνε στην τιμή, φαγωθήκανε οι μήνες. Επιτέλους το κατάφερε να δώση το χτήμα του, έβαλε τα λεφτά στην τσέπη κ’ ένα πρωί τον είδανε να κατεβαίνη από το τραίνο με μια φαγωμένη βαλίτσα στο χέρι χαρούμενος και γελαστός.
– Άι, άι! Καλοσώρισες, μπάρμπα Συμεών, φώναξε ένας λούστρος.
Στη φωνή του λούστρου τρέξανε κι άλλοι κ’ έτσι ο μπάρμπα Συμεών βρήκε μια υποδοχή που δεν την περίμενε.
Ξεκουράστηκε λίγο στην κάμαρά του κ’ έπειτα δρόμο για την οικοδομή. Δειλινό. Διψούσε, λαχταρούσε να την ξαναδή ύστερις από τόσον καιρό. Σα να φοβότανε μην του παραπονεθή που άργησε να γυρίση, τάχυνε στο δρόμο το βήμα του για να φτάση το γληγορώτερο πρι να βασιλέψη ο ήλιος. Η καρδιά του χτυπούσε. Να! Πρόβαλε από μακρυά το χτίριο! Τη στιγμή εκείνη ο ήλιος έγερνε να βασιλέψη, το χτίριο πρόβαλε μέσα στη φαντασία του τελειωμένο, περήφανο, άσπρο, αψηλό. Η ψυχή του, γιομάτη περηφάνεια για το έργο του, έλιωνε κείνη τη στιγμή από τρυφεράδα και σα ναπορούσε κι ο ίδιος για το κατόρθωμά του, ταχείλια του ψιθυρίσανε: «Εγώ το έκανα αυτό;»
Έφτασε…Κλείνει τα μάτια του μπρος στην εικόνα που του παρουσιάστηκε ανέλπιστα. Μην ονειράζεται; Από το χτίριο δεν απομένουνε τώρα παρά τα θεμέλια! Ένας δαίμονας λες και πήδηξε μέσα και τάκαμε όλα χωράφι! Στη θέση των τοίχων υψώνεται τώρα ένας άμορφος σωρός από πέτρες, χώματα…
– Καλά να σου τα κάνουνε. Ποιος σούπε να χτίζης όξω από το σκέδιο. Να τώρα που σου το γκρεμίσανε. Κρίμα στα λεφτά σου, του φώναξε κάποιος από το δρόμο.
Κάθεται πάνω σ’ ένα σωρό πέτρες. Ο ήλιος βουτάει στη θάλασσα ολοστρόγγυλος, κόκκινος. Με τα χέρια σταυρωμένα, αμίλητος, ανίκανος να σκεφτή, μοιάζει σαν κουκουβάγια που σκούζει πάνω στα ρημάδια. Το κόκκινο φανάρι του καναλιού λάμπει μέσα στο σκοτάδι, που αρχίζει ναπλώνεται, σα μεγάλη πληγή, ματωμένη…Από μακρυά φτάνει η βουή της θάλασσας πνιχτή…

Τρομοκράτες σχεδίαζαν δολοφονίες προς ενίσχυση των πραξικοπηματιών στη Βενεζουέλα

Τρομοκρατική οργάνωση που σχεδίαζε δολοφονίες στη Βενεζουέλα ως μέρος της απόπειρας πραξικοπήματος της ακροδεξιάς αντιπολίτευσης με τη στήριξη των ΗΠΑ, αποκάλυψε ο υπουργός Δικαιοσύνης και Εσωτερικών της χώρας Νέστορ Ρεβέρολ. Στόχος ήταν μέσω των δολοφονιών να ενισχυθεί η αποσταθεροποίηση στη χώρα, μια μορφή ανορθόδοξου πολέμου σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα μέσα οικονομικού στραγγαλισμού και διπλωματικής απομόνωσης της νόμιμης κυβέρνησης.
Σύμφωνα με τον υπουργό, συνελήφθησαν οι τρεις φερόμενοι εγκέφαλοι της οργάνωσης, ηλικίας μεταξύ 43 και 54 ετών. Η σύλληψή τους έγινε στο κρατίδιο της Μιράντα, χάρη σε τηλεφωνικές παρακολουθήσεις και έρευνα της υπηρεσίας πληροφοριών της Βενεζουέλας. Κατά των τριών ανδρών διεξάγεται έρευνα για δολοφονίες, εσχάτη προδοσία, υποκίνηση σε εξέγερση και επιθέσεις σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις.

300 ώρες υπερωρίας απλήρωτες – Παρέμβαση στα Public για να δικαιωθεί ο εργαζόμενος

Ως Σύλλογος Υπαλλήλων Βιβλίου – Χάρτου – Ψηφιακών Μέσων Αττικής την Πέμπτη 31/1/19, στις 6.30 μμ ακριβώς προχωράμε σε παρέμβαση στο public Συντάγματος  για τις οφειλόμενες αποδοχές για υπερωρίες 300 ωρών σε συνάδελφο.
Σημειώνουμε ότι πριν από λίγες ημέρες, στις 23/1, κατά την τριμερή συνάντηση στην Επιθεώρηση Εργασίας η εργοδοσία κράτησε αδιάλλακτη στάση αρνούμενη να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της έναντι του συναδέλφου.
Καλούμε σε στήριξη μιας ακόμα μάχης μας απέναντι στην εργοδοτική αυθαιρεσία στα Public. Να δώσουμε όλοι και όλες μαζί ένα τέλος στο αίσχος της μη καταβολής των δεδουλευμένων μας.

Ακολουθεί σχετική ανακοίνωση του Συλλόγου μας:
ΕΝΑΣ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΗ ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑ ΣΤΑ PUBLIC
– Είναι εργαζόμενος με 300 ώρες απλήρωτες υπερωρίες.
– Μιλάτε για τον «νόμο-δουλεία» του Όρμπαν στην Ουγγαρία;
– Όχι, μιλάμε για τις συνθήκες δουλειάς στο public στην Ελλάδα.
Ο παραπάνω διάλογος θα μπορούσε να είναι φανταστικός και να αφορά φανταστικά γεγονότα. Όμως, παρότι είναι φανταστικός, αφορά δυστυχώς εντελώς πραγματικά γεγονότα.
Ο «νόμος-δουλεία» του Όρμπαν, που ξεσηκώνει χιλιάδες Ούγγρους αυτές τις μέρες, προβλέπει 400 ώρες υπερωρίες τον χρόνο και δυνατότητα στον εργοδότη να τις πληρώνει ως και 3 χρόνια μετά! Όσα ακολουθούν έχουν απλώς… εκπληκτική ομοιότητα.
Στο public του Συντάγματος ένας συνάδελφος μετά από σχεδόν 4 χρόνια δουλειάς, εξοντωμένος από τις απαράδεκτες συνθήκες εργασίας, την εντατικοποίηση, την παραβίαση ωραρίου παραιτείται και ζητά τα δεδουλευμένα του. Μεταξύ αυτών και 300 ώρες υπερωρίες. Του υπόσχονται να τις πληρώσουν σε χρήματα –όπως υποχρεούνται– ή σε… διατακτικές! Για όσους δεν κατάλαβαν, σε κουπόνια σουπερμάρκετ! Ο συνάδελφος φυσικά απαίτησε να πληρωθεί κανονικά τις υπερωρίες του. Το public έκτοτε τηρεί σιγήν ιχθύος!
Ο συνάδελφος αναγκάστηκε να προχωρήσει σε καταγγελία στο Σύλλογο μας και στην επιθεώρηση εργασίας. Ο Σύλλογος, σε μια προσπάθεια να λυθεί το ζήτημα, επικοινώνησε με τον υπεύθυνο προσωπικού, ο οποίος –φυσικά– δεν γνώριζε τίποτα ούτε για τα οφειλόμενα στον εργαζόμενο ούτε και για τα κουπόνια και δεσμεύτηκε να δει το θέμα. Έκτοτε καμιά απάντηση από την πλευρά της εργοδοσίας. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες από την πλευρά του Συλλόγου, κανείς από την εταιρεία δεν εμφανίστηκε, κανείς δεν δεσμεύτηκε ότι θα πληρωθούν οι υπερωρίες του εργαζομένου! Ώσπου ήρθε η στιγμή της τριμερούς συνάντησης στην Επιθεώρηση Εργασίας, όπου η εργοδοσία έφτασε στο σημείο να μην αποδέχεται καν τις οφειλόμενες υπερωρίες.
Το παραπάνω περιστατικό δεν είναι μεμονωμένο. Το αντεργατικό οπλοστάσιο των μνημονίων, της κυβέρνησης και της ΕΕ, το ξήλωμα της εργατικής νομοθεσίας έχουν δώσει αέρα στα σχέδια των εργοδοτών. Για μια ακόμα φορά γίνεται φανερό ότι πίσω από τα δεκάδες καταστήματα, τις λουσάτες βιτρίνες, τις δελεαστικές προσφορές και διαφημίσεις κρύβεται η ακραία εκμετάλλευση και η εργοδοτική ασυδοσία.
Ο Σύλλογος Υπαλλήλων Βιβλίου – Χάρτου – Ψηφιακών Μέσων Αττικής πολλές φορές έχει βρεθεί στο πλευρό συναδέλφων που διεκδίκησαν και δικαιώθηκαν και έχει καταγγείλει την εντατικοποίηση, τους εξευτελιστικούς μισθούς, τις απολύσεις, τη μερική απασχόληση κ.λπ. στο public. Μάλιστα, η υπόθεση που αναδείξαμε πριν από ένα χρόνο περίπου με τα δεδουλευμένα που οφείλονταν για χρόνια σε πρώην εργαζόμενους στα multirama-public Καλαμάτας και Πάτρας, οι οποίοι τελικά τα έλαβαν έπειτα από τον δικαστικό και κινηματικό αγώνα που δόθηκε, δεν είναι μια υπόθεση του μακρινού παρελθόντος. [σχετική ενημέρωση ΕΔΩ]
Όμως φαίνεται ότι ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Είναι κοινό μυστικό ότι στις αποθήκες του public –και όχι μόνο του Συντάγματος– οι συνθήκες εργασίας είναι απαράδεκτες και ότι κανείς δεν φεύγει στην ώρα του! Δεν ισχύει ωράριο, αν δεν τελειώσει η δουλειά! Είναι χαρακτηριστικό ότι για τον συγκεκριμένο συνάδελφο με τις 300 ώρες υπερωρία έγιναν παράπονα στον προϊστάμενό του από ανώτερο γιατί δεν έχει… πολλές υπερωρίες! Καθημερινά οι εργαζόμενοι στις αποθήκες υπό τον φόβο της απόλυσης και της ανεργίας αναγκάζονται να δουλεύουν εξαντλητικά με αμοιβή… κουπόνια του σουπερμάρκετ!
Καταγγέλλουμε την εργοδοσία του public για τη στάση της και της δηλώνουμε ότι θα μας βρίσκει μπροστά της κάθε φορά που παραβιάζει τα εργατικά δικαιώματα.
Στεκόμαστε στο πλευρό του συναδέλφου και καλούμε κάθε συνάδελφο που αντιμετωπίζει την ίδια κατάσταση να απευθυνθεί στο σωματείο. Καμιά ανοχή στην παραβίαση των εργατικών δικαιωμάτων.
Απαιτούμε να καταβληθούν άμεσα οι υπερωρίες. Καμιά κουβέντα για πληρωμή με κουπόνια.
Αξιοπρεπείς μισθούς που να καλύπτουν τις ανάγκες μας. Αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας. Κατάργηση κάθε ελαστικής μορφή απασχόλησης.
Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΠΛΟ ΜΑΣ
Σύλλογος Υπαλλήλων Βιβλίου – Χάρτου – Ψηφιακών Μέσων Αττικής

ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ, ΜΙΣΘΩΤΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ



Κατά την ειδησεογραφία, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών στηρίζουν τη Συμφωνία των Πρεσπών με υπογραφές σε κείμενα, όπου η συμφωνία θεωρείται πως αντιτίθεται στο σκοταδισμό και εθνικισμό και χαρακτηρίζεται ως παρήγορο γεγονός για την άνοδο της ακροδεξιάς και του εθνικισμού.
              Δεν είναι το πρώτο κείμενο υποστήριξης κυβερνητικών επιλογών από ομάδες ανθρώπων που θα χαρακτηρίζαμε διανοούμενους. Σ’ αυτή την οκταετία της καπιταλιστικής επίθεσης, κατά διαστήματα  εμφανίζονταν υπογραφές ακαδημαϊκών, ανθρώπων της τέχνης, σε κείμενα που σε γενικές γραμμές ήθελαν να μοιάζουν υπερταξικά και απολίτικα κατευθύνοντας προς επιδοκιμασία της κυρίαρχης πολιτικής.
               Στην αρχή της κρίσης, το 2011, κυκλοφόρησε διακήρυξη με τον τίτλο «Τολμήστε»  μιας ομάδας διανοουμένων που προτρέποντας σε ομοψυχία και τονίζοντας την ανάγκη για ηγεσία  ευθύνης και εθνικής ανασυγκρότησης εμμέσως επικροτούσαν την πολιτική των μνημονίων. Πριν τέσσερα χρόνια 300 διανοούμενοι και ακαδημαϊκοί από όλον τον κόσμο υπέγραψαν κείμενο υποστήριξης στον ελληνικό λαό και το ΣΥΡΙΖΑ. Το 2017, 370 διανοούμενοι υπέγραψαν σε κείμενο υποστήριξης του ΔΟΛ, για συνέχιση της έκδοσης των εφημερίδων του και περιοδικών, με ρύθμιση των χρεών του. 
               Αν έχουν κάποια σημασία αυτές οι διακηρύξεις κι ανακοινώσεις είναι γιατί οι διανοούμενοι θεωρούνται ειδικοί στην παραγωγή και διάδοση των ιδεών. Αποτελούν ένα αισθητήριο της σύγχρονης κοινωνίας, ένα σημείο σύγκλισης όπου εμφανίζονται οι ιδεολογίες για να λάβουν συστηματική μορφή και στη συνέχεια να διαχυθούν μέσω του πολιτικού σώματος. Η διανόηση σ’ ένα βαθμό γίνεται ο μικρόκοσμος της καπιταλιστικής κοινωνίας, αντανακλώντας, και συχνά με διαστρεβλωμένο τρόπο, τις πραγματικές συγκρούσεις του κόσμου γύρω τους.
              Ουσιαστικά, οι διανοούμενοι, όπως τους γνωρίζουμε, είναι δημιούργημα της καπιταλιστικής κοινωνίας, στην οποία οι καινοτομίες –από έντυπα βιβλία και φτηνές εφημερίδες μέχρι τα σύγχρονα ηλεκτρονικά- πολλαπλασιάζουν τα μέσα για κυκλοφορία των ιδεών και για  δημόσιες συζητήσεις, που φτάνουν πια στο σύνολο σχεδόν του πληθυσμού. Από κοινωνική άποψη, οι διανοούμενοι απολαμβάνουν ένα ορισμένο κύρος στην αστική κοινωνία, αν και  οικονομικά μπορεί να  υπόκεινται στις ίδιες αντιξοότητες με τις μεσαίες τάξεις. Οι διανοούμενοι που απολαμβάνουν την υψηλότερη εκτίμηση και επιρροή μεταξύ των κυβερνώντων της κοινωνίας είναι πιο συχνά αυτοί που τους εξυπηρετούν με πιο έντονο τρόπο από εκείνους των οποίων οι πνευματικές ικανότητες και επιτεύγματα μπορεί να είναι και μεγαλύτερα. Κι είναι σ’ αυτούς που  πηγαίνουν οι προεδρίες, οι καθηγητικές έδρες και τα ερευνητικά ιδρύματα.
 Οι διανοούμενοι είναι εξαιρετικά ετερογενείς στην κοινωνική τους σύνθεση, που μπορεί να έχουν διαφορετικές κοινωνικές καταβολές, φιλοδοξίες και δεσμεύσεις. Βασικά δεν αποτελούν μια ξεχωριστή κοινωνική τάξη, αν και  κάθε τάξη έχει τους δικούς της διανοούμενους. Οι διανοούμενοι της κυρίαρχης τάξης συμβάλλουν στην  κυριαρχία της,  γιατί εξασφαλίζουν τη συναίνεση μέσω της πειθούς και διαπαιδαγώγησης. Ανήκουν στα κοινωνικά στρώματα που τουλάχιστον στο παρελθόν εξασφάλιζαν μια  σταθερή θέση στην κοινωνική ιεραρχία και μακροχρόνιες σχέσεις με άλλες ομάδες και τάξεις.
             Κατά τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου η διανόηση, κυρίως ανθρωπιστές, περιελάμβανε ένα σχετικά μικρό τμήμα της κοινωνίας που απολάμβανε την σημαντική  ανεξαρτησία της παραγωγής. Σ’ αυτήν την εποχή της στερέωσης της αστικής τάξης, που ως νέα προοδευτική κοινωνική τάξη εξοβέλιζε τους προηγούμενους ευγενείς, ο διανοούμενος  της αστικής τάξης προσδιοριζόταν από την παρέμβασή του στο πεδίο της πολιτικής.
 Επειδή μάλιστα η πνευματική παραγωγή  δεν συμμετείχε άμεσα στη διαδικασία παραγωγής υπεραξίας, ο χαρακτήρας της εργασίας του έμοιαζε αντιπαραγωγικός. Με το να παραμείνει ο διανοούμενος μακριά από την βιομηχανικά οργανωμένη παραγωγή και ταυτόχρονα να είναι ο ίδιος κύριος των «εργατικών εργαλείων» του, δεν αποξενώθηκε από την ατομική παραγωγή του που αποτέλεσε το βασικό περιεχόμενο της κοινωνικά χρήσιμης δραστηριότητάς του. Αυτή η αυτογνωσία του πνευματικού ανθρώπου ως ελεύθερου δημιουργού, χρήσιμου κοινωνικά, τον ανυψώνει στα μάτια του, αναθέτοντας για τον εαυτό του μια ανώτερη κοινωνική θέση, θεωρώντας πως είναι  αποκαθαρμένος από υλικά κίνητρα και ταξικά συμφέροντα που επηρεάζουν τους συμπολίτες του. Αυτές οι ρομαντικές αντιλήψεις των αστών διανοουμένων του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου τους τροφοδοτούσαν με το απατηλό συναίσθημα της δύναμης και ανεξαρτησίας, τους έδινε την αίσθηση της υπεροχής, την ελιτίστικη διάθεση που άλλοτε τους πετούσε στα οδοφράγματα στο όνομα της αλήθειας, ενώ πιο συχνά τους κρατούσε μακριά από τους πραγματικούς ανθρώπους.
           Σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει.  Η ανεπάρκεια των αμιγώς οικονομικών μοχλών που ωθούν την εργατική μάζα να υποστηρίξει τις υφιστάμενες σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής και η ανάγκη να ασκηθεί μια άμεση, «επιστημονικά» οργανωμένη επιρροή στη συνείδηση αυτής της μάζας, ( με διαφημίσεις, ταινίες, τηλεόραση, Τύπο, «μαζική» λογοτεχνία, κοινωνιολογικές έρευνες κ.ο.κ.) έχουν οδηγήσει στην εμφάνιση μιας βιομηχανίας πολιτισμού οργανωμένης στο πρότυπο της βιομηχανικής παραγωγής, που  εξυπηρετείται από άτομα τα οποία παραδοσιακά ανήκαν στην κατηγορία των διανοουμένων.
             Κι έτσι δημιουργήθηκε μια αύξηση του άλλοτε μικρού τμήματος των διανοουμένων που μετατράπηκαν  σε μια σταθερά αναπτυγμένη κοινωνική ομάδα, ενώ συγχρόνως τροποποιήθηκε ο  χαρακτήρας της πνευματικής εργασίας και η  κοινωνική κατάσταση των διανοουμένων. Ο διανοούμενος από  μέλος μιας  ελίτ, μιας κλειστής ομάδας από  «ελεύθερους επαγγελματίες», έχει γίνει ένας υπάλληλος μιας μεγάλης καπιταλιστικής εταιρείας, ένας μισθωτός εργάτης που εργάζεται συχνά μόνο κατά παραγγελία και συχνά εις βάρος της κλίσης του
               Αφού έπαψε λοιπόν να είναι ένας μοναχικός τεχνίτης και έχει στερηθεί των εργαλείων της εργασίας του, ο διανοούμενος  έχει χάσει την προηγούμενη έστω και περιορισμένη, δύναμη πάνω στον εαυτό του, το δικαίωμα να ελέγχει τη δική του δραστηριότητα. Το γεγονός αυτό καθιστά την κατάσταση του διανοούμενου στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες αντιφατική, και τον φέρνει πολύ κοντά στην κατάσταση που παραδοσιακά αποδίδεται στην μικροαστική τάξη. Αφού οι διανοούμενοι δεν λειτουργούν ως παράγοντες στην καπιταλιστική οικονομία αλλά ως μέρος κοινωνικών θεσμών που απορρέουν απ’ αυτή, η εξάρτησή τους απ’ αυτούς τους οδηγεί να παραμένουν πιστοί στην τάξη που τους υποστηρίζει, δηλ. την κυρίαρχη τάξη.
             Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως διανοούμενοι που να προβάλλουν τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων και να τις βοηθούν να αποκτήσουν συνείδηση της αποστολής τους στο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό πεδίο είναι λίγοι και ακόμα λιγότεροι αυτών που η φωνή ακούγεται.


TOP READ