Με αφορμή τη συμπλήρωση 45 χρόνων από την τουρκική εισβολή στην
Κύπρο, αναδημοσιεύουμε ένα παλιότερο κείμενο του Ριζοσπάστη, (εξού και
στο τέλος αναφέρεται στην παλαιότερη θέση του κόμματος για την επίλυση
του Κυπριακού) που περιέχει ένα διεξοδικό χρονικό του Κυπριακού
ζητήματος από τη δεκαετία του ’50 ως και το σχέδιο Ανάν. Αναφέρεται
στους αγώνες του κυπριακού λαού, με τη συμπαράσταση του ελληνικού, τα
σχέδια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων διαχρονικά και το ρόλο του ελληνικού
και τουρκικού αστικού κράτους σε κρίσιμες καμπές του ζητήματος:
Ολόκληρη η ιστορία του «Κυπριακού ζητήματος» δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών να έχουν υποταγμένο το λαό και το νησί στα γενικότερα γεωστρατηγικά τους σχέδια στη Μεσόγειο, στη Μέση και στην Εγγύς Ανατολή. Έτσι η επιδίωξη διχοτόμησης του νησιού, με την αναγνώριση στην ουσία των αποτελεσμάτων που δημιούργησε η εισβολή του «Αττίλα» το 1974, είναι απόρροια μιας μακρόχρονης προσπάθειας ένταξης της Κύπρου σ’ αυτά τα σχέδια. Η επιδίωξη των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών και οργανισμών, ιδιαίτερα δε των Αμερικανών, του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γι’ αυτή τη διχοτομική λύση, διαπλέκεται οργανικά με αυτές της γεωστρατηγικής σημασίας περιοχές και τα πετρέλαια. Σ’ αυτό στόχευε και το διχοτομικό «Σχέδιο Ανάν» που το 2004 απέρριψε ο κυπριακός λαός με δημοψήφισμα. Ιστορικά, τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, ενέτασσαν τη λύση του Κυπριακού, από την εποχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του κυπριακού λαού ενάντια στους Βρετανούς αποικιοκράτες, σ’ αυτούς τους σχεδιασμούς και τη δράση της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων. Και σ’ αυτή την υπόθεση ενεργητικό ρόλο διαδραματίζουν και οι αστικές κυβερνήσεις, οι κυρίαρχες τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας. Σχετικά μ’ όλ’ αυτά, ετοιμάσαμε ένα ιστορικό αφιέρωμα για την πορεία του κυπριακού προβλήματος από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έως σήμερα. Τα κείμενα βασίζονται σε ιστορικά αφιερώματα του «Ριζοσπάστη» το Φλεβάρη 1999, το Νοέμβρη 1999, τον Αύγουστο 2000 και το Γενάρη 2003.
Ο Μακ Μίλαν για την Κύπρο
Βάζοντας στο παιχνίδι την Τουρκία, η Μ. Βρετανία χρησιμοποιούσε ανοιχτά την απειλή της διχοτόμησης για να προωθεί κάθε φορά τα σχέδιά της στην Κύπρο. Η στάση της σ’ αυτό το θέμα είναι απολύτως σαφής και στα κατά καιρούς σχέδια επίλυσης του Κυπριακού που παρουσίασε, όπως για παράδειγμα το σχέδιο Μακ Μίλαν (19/6/1958), το οποίο έφερε τον τίτλο «Σχέδιο για Συνεταιρισμό στην Κύπρο» και, στα βασικότερα σημεία του, προέβλεπε:
— Τη σύνδεση της Κύπρου με τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία και τη συνεργασία των κυβερνήσεων των τριών κρατών για τη διοίκηση του νησιού.
— Το διορισμό ενός αντιπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης κι ενός αντιπροσώπου της τουρκικής, οι οποίοι, μαζί με τον Άγγλο κυβερνήτη του νησιού, θα είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της Κύπρου.
— Τη συγκρότηση δύο Κοινοβουλίων, ενός ελληνοκυπριακού κι ενός τουρκοκυπριακού.
— Οι κάτοικοι του νησιού θα είχαν δύο ιθαγένειες. Όλοι ανεξαιρέτως τη βρετανική και οι μεν Ελληνοκύπριοι επιπλέον την ελληνική, οι δε Τουρκοκύπριοι επιπλέον την τουρκική.
— Το καθεστώς αυτό του «Συνεταιρισμού» θα διαρκούσε επτά χρόνια και στο διάστημα αυτό θα απαγορευόταν οποιαδήποτε συζήτηση για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ή οποιαδήποτε άλλη αλλαγή κυριαρχίας (Α.Γ. Ξύδη, Σ. Λιναρδάτου, Κ. Χατζηαργύρη: «Ο Μακάριος και οι σύμμαχοί του», εκδόσεις «Γκούτεμπεργκ», σελ. 314-315).
Η ανακοίνωση του σχεδίου Μακ Μίλαν και η έναρξη της εφαρμογής του την 1η Οκτώβρη 1958 – μια έναρξη, που, ουσιαστικά, στόχευε να εκβιάσει τις εξελίξεις στην κατεύθυνση των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου – έφεραν αποτέλεσμα. Οι εν λόγω συμφωνίες ήταν θέμα χρόνου.
Η δουλειά επομένως του Καραμανλή και του Μεντερές στη Ζυρίχη δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και στις 11 Φεβρουαρίου ανακοινώθηκε η υπογραφή συμφωνίας. Έμενε πλέον το τελικό στάδιο της διαδικασίας, η υπογραφή δηλαδή των συμφωνηθέντων από τη Μ. Βρετανία, τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Ετσι λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Φεβρουαρίου, ύστερα από πρόσκληση του Βρετανού πρωθυπουργού Μακ Μίλαν, άρχισε η διάσκεψη του Λονδίνου με τη συμμετοχή των πρωθυπουργών και υπουργών Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, καθώς και εκπροσώπων των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Η διάσκεψη κράτησε τρεις μέρες και κατέληξε στην υπογραφή των συμφωνιών απ’ όλους τους ενδιαφερόμενους. Για την Κύπρο άνοιγε, πια, μια νέα, τραγική, σελίδα στην ιστορία της.
— Τη δημιουργία ανεξάρτητου κυπριακού κράτους με επίσημες γλώσσες την ελληνική και την τουρκική, υπό την κηδεμονία της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Τα τρία κράτη – κηδεμόνες εγγυούνταν την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, με το δικαίωμα να επεμβαίνουν από κοινού ή το καθένα χωριστά όταν αυτή απειλείται.
— Τον αποκλεισμό οποιασδήποτε μερικής ή ολικής ένωσης του κυπριακού κράτους με κάποιο άλλο. Στο πλαίσιο αυτό τα βασικά σημεία του κυπριακού Συντάγματος, διατυπωμένα με βάση τις αρχές των συμφωνιών, δε θα ήταν δυνατό να τροποποιηθούν.
— Ως σύστημα διακυβέρνησης της Κύπρου ορίστηκε η Προεδρική Δημοκρατία με πρόεδρο Ελληνοκύπριο και αντιπρόεδρο Τουρκοκύπριο εκλεγμένους, τον πρώτο από τους ελληνικής και το δεύτερο από τους τουρκικής καταγωγής κατοίκους του νησιού. Και ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος οπλίζονταν με το δικαίωμα του βέτο για θέματα της εξωτερικής πολιτικής, των Ενόπλων Δυνάμεων, της ασφάλειας κλπ.
— Το Υπουργικό Συμβούλιο θα αποτελούνταν από επτά Ελληνοκύπριους και τρεις Τουρκοκύπριους.
— Θα υπήρχε μία ενιαία Βουλή όπου το 70% των εδρών θα το είχαν οι Ελληνοκύπριοι και το 30% οι Τουρκοκύπριοι (οι δύο κοινότητες θα ψήφιζαν ξεχωριστά η κάθε μία). Επίσης, θα υπήρχαν δύο ακόμη Βουλές, μία ελληνοκυπριακή και μία τουρκοκυπριακή που θα αποφάσιζαν για τα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και πνευματικά ζητήματα των δύο κοινοτήτων.
— Οι μεγαλύτεροι δήμοι της Κύπρου θα διχοτομούνταν.
— Η Κυπριακή Δημοκρατία θα είχε στρατό δύο χιλιάδων ανδρών, από τους οποίους το 60% θα ήταν Ελληνοκύπριοι και το 40% Τουρκοκύπριοι. Ισος αριθμός ανδρών θα αποτελούσε και τα Σώματα Ασφαλείας αλλά εδώ ο συσχετισμός θα ήταν 70% προς 30% αντίστοιχα με δύο αρχηγούς, έναν από κάθε κοινότητα.
— Η Μ. Βρετανία θα διατηρούσε τις βάσεις της στις περιοχές Ακρωτήρι, Επισκοπή, Παραμάλι, Δεκέλεια, Πέργαμος, Αγιος Νικόλαος και Ξυλοφάγου, καθώς και το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λιμάνι της Αμμοχώστου και το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Επίσης, στο νησί θα στάθμευε τριμερές στρατηγείο Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου καθώς και ελληνική στρατιωτική δύναμη 950 ανδρών και τουρκική 650 για την εγγύηση τήρησης των συμφωνιών (Τα κείμενα των συμφωνιών: Γ. Ζωίδη – Τ. Αδάμου: «Η πάλη της Κύπρου για τη Λευτεριά», ΠΛΕ – 1960, σελ. 193 – 212).
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι το κυπριακό κράτος που δημιουργήθηκε ήταν στηριγμένο πάνω στην αρχή της διχοτόμησης. Κι αυτό δεν άργησε να φανεί σ’ όλες του τις διαστάσεις. Πριν όμως αναφερθούμε σ’ αυτό, να σημειώσουμε πως στη Ζυρίχη ο Καραμανλής και ο Μεντερές υπέγραψαν μια «συμφωνία κυρίων» η οποία μεταξύ άλλων προέβλεπε:
«Η Ελλάς και η Τουρκία θα υποστηρίξουν την είσοδο της Δημοκρατίας της Κύπρου εις το ΝΑΤΟ. Η εγκατάστασις βάσεων του ΝΑΤΟ εις την Νήσον, ως και η σύνθεσις αυτών, εξαρτάται εκ συμφωνίας των δύο κυβερνήσεων.
Συνεφωνήθη μεταξύ των δύο πρωθυπουργών ότι θα παρέμβουν παρά τω Προέδρω και Αντιπροέδρω της Δημοκρατίας της Κύπρου, αντιστοίχως επί τω σκοπώ όπως τεθούν εκτός νόμου το Κομμουνιστικόν Κόμμα και η κομμουνιστική δράσις…» (Ν. Κρανιδιώτη, «Δύσκολα χρόνια: Κύπρος 1950 – 1960», σελ. 546).
Την 1/12/1947 το ΑΚΕΛ, με άλλες προοδευτικές δυνάμεις της Κύπρου συγκροτούν τον Εθνικό Απελευθερωτικό Συνασπισμό (ΕΑΣ), με σκοπό την εθνική απελευθέρωση. Αυτές οι εξελίξεις δημιούργησαν έντονες ανησυχίες και στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας και στην ελληνόφωνη ολιγαρχία της Κύπρου, και στους πολιτικούς εκφραστές τους. Τότε στην Κύπρο όλοι αυτοί συσπειρώνονται γύρω από την Εκκλησία, η οποία και ανασυγκροτήθηκε, δημιουργώντας τον Ιούλη του 1948 το Εθναρχικό Συμβούλιο, με αιχμή της πάλης τους τους κομμουνιστές και το ΑΚΕΛ. Έτσι η Εκκλησία παίρνει ενεργό μέρος στην πολιτική πραγματικότητα, στο όνομα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αλλά κόντρα στα πραγματικά λαϊκά συμφέροντα.
Στην Ελλάδα, το ίδιο χρονικό διάστημα, ο αγώνας του κυπριακού λαού αποτελεί την αφορμή για μεγάλες μαζικές αγωνιστικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων και της νεολαίας, παρόλο που το λαϊκό κίνημα έχει δεχτεί τεράστια χτυπήματα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, παρόλο που η ηγεσία του βρίσκεται στην παρανομία, στις φυλακές ή στην πολιτική προσφυγιά, μετά την ήττα του ΔΣΕ, και οι ευρύτερες προοδευτικές, αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις υπό συνεχή διωγμό. Οι κινητοποιήσεις αντιμετωπίστηκαν δεόντως από το αντιδραστικό καθεστώς με την κρατική κατασταλτική δράση. Έτσι, μεταξύ άλλων, συγκρούσεις με την αστυνομία είχαμε μετά τη συγκέντρωση στις 21/6/1950 στο Στάδιο, στο συλλαλητήριο της σπουδάζουσας νεολαίας στις 22/11/1951, στις μεγάλες διαδηλώσεις του 1954 (Μάρτης, Αύγουστος, Δεκέμβρης) και γενικά κάθε φορά που ο λαός έβγαινε στους δρόμους για να υπογραμμίσει ότι ο δρόμος της δικαίωσης των πόθων των Κυπρίων ήταν σε αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτόν της υποταγής στον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό, που ακολουθούσε η ελληνική άρχουσα τάξη.
Έτσι στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50, οι ελληνικές κυβερνήσεις επιχειρούν δύο φορές να φτάσει το θέμα στον ΟΗΕ (1951 και 1954). Και τις δύο Αγγλία και Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ενάντια στην απελευθέρωση της Κύπρου και της αυτοδιάθεσης του πληθυσμού της. Το 1955, το Κυπριακό δεν έγινε κατορθωτό να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, αφού 28 χώρες ψήφισαν κατά της εγγραφής (ανάμεσά τους όλες οι χώρες του ΝΑΤΟ, πλην της Ελλάδας και της Ισλανδίας), 22 υπέρ και 10 αποχές.
Σε σχέση με την Τουρκία οι Αμερικανοί είχαν από πολύ νωρίς αξιολογήσει τη σημασία της για τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους στην Εγγύς και Μέση Ανατολή. Ο γενικότερος βέβαια σχεδιασμός τους έλεγε πως τα συμφέροντα που απέρρεαν από την ηγεμονία τους στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα θα διέτρεχαν τεράστιο κίνδυνο αν το κομμουνιστικό κίνημα αποκτούσε τον έλεγχο «οποιασδήποτε από τις επόμενες χώρες: Ιταλία, Ελλάδα, Τουρκία ή Ιράν» (Λ. Γουίτνερ: «Η Αμερικανική Επέμβαση στην Ελλάδα 1943 – 1949», εκδόσεις «Βάνιας» 1991, σελ. 368-369).
Εντούτοις δεν είχαν όλες αυτές οι χώρες την ίδια σημασία για τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Το Μάρτιο του 1949 – γράφει ο Φοίβος Οικονομίδης – το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας σε έκθεσή του προς τον πρόεδρο Τρούμαν υπέδειξε ότι “η Τουρκία είναι στρατηγικά πιο σημαντική από την Ελλάδα”, διότι οι ΗΠΑ “είχαν μεγαλύτερα μακροχρόνια στρατηγικά συμφέροντα στο στρατιωτικό δυναμικό της Τουρκίας από εκείνο της Ελλάδας”, διότι “αν η Τουρκία πέσει υπό κομμουνιστική κυριαρχία τα συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο θα θιγούν επικίνδυνα” και επειδή η Τουρκία “ελέγχει μεγάλους δρόμους από αέρος, ξηράς και θαλάσσης που οδηγούν από την ΕΣΣΔ προς την περιοχή Καϊρου – Σουέζ και προς τις πετρελαιοπηγές της Μέσης Ανατολής”» (Φ. Οικονομίδης: «Το σύνδρομο του Οδυσσέα», εκδόσεις «ΟΡΦΕΑΣ», σελ. 442).
Την ίδια περίοδο για το τσάκισμα του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος των μαζών στην Κύπρο, συγκροτείται η ΕΟΚΑ του χίτη Γ. Γρίβα που στο όνομα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα δεν έχανε ευκαιρία να δολοφονεί και να τρομοκρατεί Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους αριστερούς, τα στελέχη, τα μέλη και τους οπαδούς του ΑΚΕΛ.
Η ΕΟΚΑ πάλευε δήθεν ενάντια στους Άγγλους αποικιοκράτες αλλά δεν είχε την παραμικρή πολιτικο – ιδεολογική συγγένεια με το διεθνές αντιαποικιακό κίνημα. Ήταν μια οργάνωση βαθιά συντηρητική που ούτε ήθελε αλλά και ούτε μπορούσε να κάνει πραγματικό αντιαποικιακό αγώνα. Με ιδεολογικό της οπλοστάσιο τον εθνικισμό και το σοβινισμό, που αιχμές του ήταν ο αντιτουρκισμός και ο αντικομμουνισμός, δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι η ΕΟΚΑ στην ιδεολογία της ταυτιζόταν με τους αποικιοκράτες και στην πολιτική της πρακτική τους ευνοούσε απεριόριστα. Έτσι η Αγγλία δε δίστασε καθόλου να εκμεταλλευτεί τη δράση και το χαρακτήρα της, ιδιαίτερα την εθνικιστική – σοβινιστική της πλευρά, για να προωθήσει μια πολιτική «διαίρει και βασίλευε», δίνοντας το «πράσινο φως» στην Τουρκία να δημιουργήσει κι αυτή τη δική της εθνικιστική οργάνωση στην Κύπρο με σαφή ανθελληνικά χαρακτηριστικά:
Το καλοκαίρι του 1955 στις τουρκικές συνοικίες της Κύπρου εμφανίστηκαν προκηρύξεις μιας εθνικιστικής τρομοκρατικής τουρκοκυπριακής οργάνωσης με το όνομα ΚΙΤΕΜΠ (στη συνέχεια ονομάστηκε VOLKAN και το 1957 ΤΜΤ) που καλούσαν σε αγώνα κατά των Ελληνοκυπρίων. Το αποτέλεσμα ήταν αντί για ενότητα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ενάντια στη βρετανική αποικιοκρατική κατοχή να έχουμε διάσπαση, που πολλές φορές έφερε αιματηρά αποτελέσματα, με τους Άγγλους να παίζουν το ρόλο του επιδιαιτητή. Απ’ αυτή μάλιστα την εξέλιξη και τον εθνικιστικό αλληλοσπαραγμό τα πιο τραγικά θύματα ήταν οι προοδευτικοί Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι, ειδικότερα δε οι κομμουνιστές. Σχετικά με τους Τουρκοκύπριους υπολογίζεται ότι εκείνη την περίοδο εκατοντάδες ήταν μέλη και χιλιάδες οπαδοί του ΑΚΕΛ, ενώ γύρω στις τρεις χιλιάδες ήταν τα μέλη της ΠΕΟ (Παγκύπριας Εργατικής Ομοσπονδίας) (Μιχάλη Πουμπουρή: «Μέρες Δοκιμασίας», Λευκωσία 1993, σελ. 24 – 25).
Έτσι φτάσαμε στην πρώτη ουσιαστικά διχοτόμηση με την επιβολή της πράσινης γραμμής.
Μετά την κρίση του ’63, η λύση του κυπριακού ζητήματος για τους Αγγλοαμερικανούς, την Τουρκία, αλλά και την Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της ΝΑΤΟποίησης.
Λίγο αργότερα, το καλοκαίρι του 1964, η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου συμφώνησε με τους Αμερικανούς να αναζητηθεί λύση για το Κυπριακό έξω από τα πλαίσια του ΟΗΕ, μέσω ενός έμμεσου ελληνοτουρκικού διαλόγου, διαιτητής του οποίου ορίστηκε ο πρώην Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ντιν Άτσεσον. Στο διάστημα Ιουλίου – Αυγούστου 1964 ο Ντιν Άτσεσον υπέβαλε δύο παραλλαγές σχεδίου για τη λύση του Κυπριακού. Και οι δύο προωθούσαν τη διχοτόμηση της Κύπρου.
Το πρώτο προέβλεπε την «ένωση» της νήσου με την Ελλάδα υπό τις εξής – μεταξύ άλλων – βασικές προϋποθέσεις:
— Να παραχωρηθεί κατά κυριαρχία στην Τουρκία η χερσόνησος της Καρπασίας (από το Μπογάζι μέχρι τα σύνορα της Μονής του Αποστόλου Ανδρέα) για να χρησιμοποιηθεί ως τουρκική στρατιωτική βάση.
– Οι Τουρκοκύπριοι εκτός βάσεως να τύχουν ειδικής μεταχείρισης: Δύο ή τρεις περιοχές της Κύπρου όπου οι Τουρκοκύπριοι είχαν την πλειοψηφία να μετατραπούν σε καντόνια, να αποτελέσουν, δηλαδή, ειδικές αυτόνομες περιοχές με δική τους αυτοδιοίκηση. Οι υπόλοιποι Τουρκοκύπριοι να υπαχθούν στην αρμοδιότητα ενός κεντρικού τουρκοκυπριακού οργανισμού και όσοι θα παραμείνουν κάτω από ελληνική διοίκηση να έχουν όλα τα μειονοτικά δικαιώματα.
– Να συσταθεί διεθνής επιτροπή, διορισμένη είτε από τον ΟΗΕ είτε από το ΝΑΤΟ, για την παρακολούθηση της εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν στα ειδικά προνόμια και δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων (Ν. Κρανιδιώτη: «Ανοχύρωτη Πολιτεία», τόμος Α’ σελ. 213-216, «Οι διεθνείς διαστάσεις του Κυπριακού», εκδόσεις «Θεμέλιο»).
Το σχέδιο αυτό συνάντησε την πλήρη αντίθεση της κυπριακής πλευράς, ενώ η κυβέρνηση Παπανδρέου έχει μπει στο παιχνίδι του παζαρέματος, ελπίζοντας ότι τελικά θα πετύχει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με εδαφικά ανταλλάγματα, αλλά όσο το δυνατόν μικρότερα. Ήταν έτοιμη μάλιστα να παραχωρήσει στην Τουρκία το Καστελόριζο.
Τελικά, ο Άτσεσον τροποποίησε το πρώτο του σχέδιο και διαμόρφωσε ένα δεύτερο, που στα βασικά του σημεία προέβλεπε:
— Η περιοχή της Καρπασίας – μειωμένης, όμως, εκτάσεως σε σχέση με αυτήν που προέβλεπε το πρώτο σχέδιο – να εκμισθωθεί από την Τουρκία για 50 χρόνια.
— Αντί για δημιουργία τουρκοκυπριακών καντονιών, οι Τουρκοκύπριοι στις περιοχές που πλειοψηφούν να διοικούνται από Τουρκοκύπριους επάρχους και το διοικητικό προσωπικό να είναι κατά πλειοψηφία ομόφυλοί τους. Επίσης, αντί να δημιουργηθεί κεντρική τουρκοκυπριακή διοίκηση, να αναλάβει διεθνής ή άλλη προσωπικότητα την εποπτεία εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τους Τουρκοκύπριους κλπ.(Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», τόμος Ε` σελ. 51-52).
Η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε αμέσως το δεύτερο σχέδιο Ατσεσον, αλλά το απέρριψε η Τουρκία.
Στο διάστημα που διεξάγονταν οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις για τα σχέδια Ατσεσον, οι Αμερικανοί έσπρωχναν την Αθήνα να προωθήσει, σε συνεργασία με την κυπριακή κυβέρνηση, την πραξικοπηματική ένωση Κύπρου – Ελλάδας και, ταυτόχρονα, προετοίμαζαν την Τουρκία στο ενδεχόμενο της πραξικοπηματικής ένωσης να είναι έτοιμη να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο για να πάρει με τη δύναμη των όπλων όσα το σχέδιο Ατσεσον της έδινε.
Συγκεκριμένα, έπεισαν την Αθήνα – που γι’ αυτό το λόγο έστειλε τον υπουργό Άμυνας Π. Γαρουφαλιά στις 20/8/1964 στη Λευκωσία – να προωθήσει σε συνεργασία με την κυπριακή κυβέρνηση την πραξικοπηματική ένωση Κύπρου – Ελλάδας (Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον εμφύλιο στη Χούντα», τόμος Ε’, στο ίδιο, σελ. 56-62 κ.ά.). Δηλαδή, με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ επιδίωκαν να γίνει στην Κύπρο η τουρκική εισβολή, που έγινε το 1974, δέκα χρόνια νωρίτερα. Κι αν δεν πέτυχε το σχέδιό τους, αυτό οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι τελικά Αθήνα και Λευκωσία φοβήθηκαν να πάρουν το ρίσκο μιας τέτοιας πραξικοπηματικής ένωσης.
Το χαρακτηριστικότερο, πάντως, αποδεικτικό στοιχείο των σχεδιασμών που έκαναν οι Αμερικανοί για δυναμική διχοτομική λύση του Κυπριακού είναι ότι προετοίμασαν και καθοδήγησαν τη χούντα του Ιωαννίδη να κάνει το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου και στη συνέχεια δεν έκαναν το παραμικρό για να εμποδίσουν την εισβολή της Τουρκίας.
Το αμερικανόπνευστο πραξικόπημα ανατροπής της κυβέρνησης Μακαρίου στην Κύπρο εκδηλώθηκε στις 15 Ιούλη 1974. Ηταν μια ενέργεια για την οποία ο Ιωαννίδης – και όχι μόνον αυτός – είχε πάρει την έγκριση και την ενθάρρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών. «Πολλάκις – γράφει ο στρατηγός Μπονάνος – ο Ιωαννίδης με διαβεβαίωσεν, ότι οι Τούρκοι δεν πρόκειται να αναμειχθούν, διότι και οι Αμερικανοί είναι υπέρ της ανατροπής του Μακαρίου και θα σταθούν δίπλα μας εις πάσαν περίπτωσιν» (Στρατηγού Γρ. Μπονάνου: «Η Αλήθεια», σελ. 218).Η συνέχεια είναι γνωστή: Στις 20 Ιούλη 1974 οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις εισβάλλουν στο νησί και με τον Αττίλα Β’, που εκδηλώθηκε λίγες μέρες αργότερα, στο διάστημα 14-16 Αυγούστου, έθεσαν υπό την κατοχή τους και διατηρούν ως σήμερα το 36,3% του κυπριακού εδάφους.
Από τότε μέχρι σήμερα, παρά τα ψηφίσματα του ΟΗΕ του 1977 και 1979, για δίκαιη βιώσιμη λύση, για Κύπρο ενιαία ανεξάρτητη αδέσμευτη αποστρατιωτικοποιημένη, που αναγνώριζαν το πρόβλημα ως διεθνές λόγω στρατιωτικής εισβολής και κατοχής μέρους των εδαφών της από την Τουρκία, οι ιμπεριαλιστές με τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας, τορπίλιζαν την εφαρμογή τους, προκειμένου να οδηγηθεί το πρόβλημα στη σημερινή πραγματικότητα. Σ’ αυτό συνέβαλαν και οι κυπριακές κυβερνήσεις, αφού αναζητούσαν τη λύση στην επιβολή της από το λεγόμενο διεθνή παράγοντα, δηλαδή τους Αγγλοαμερικανούς και την πίεση που δήθεν έπρεπε να ασκήσουν στην Τουρκία, δηλαδή αυτούς που ωθούσαν τα πράγματα στη διχοτόμηση. Φυσική συνέπεια όλων αυτών είναι η σημερινή πραγματικότητα.
Το σχέδιο ήταν άδικο για τους Ελληνοκύπριους. Δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες δε γύριζαν σπίτια τους, ούτε αποζημιώνονταν για τις καταπατημένες περιουσίες τους. Δεκάδες χιλιάδες έποικοι παρέμεναν αφέντες σε ξένο τόπο. Η ΕΕ το αποδέχτηκε. Ο τούρκικος στρατός εξασφάλισε την εσαεί παρουσία του στο νησί και το δικαίωμα επέμβασής του στο «νότο» αν το έκρινε απαραίτητο.
Το σχέδιο όμως ήταν άδικο και για τους Τουρκοκύπριους, καθώς δημιουργούσε ένα κρατίδιο – προτεκτοράτο.
«Το σχέδιο δε συγκροτεί διζωνική δικοινοτική Ομοσπονδία, όπως ήταν η κοινώς αποδεκτή θέση απ’ όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Αντίθετα, συγκροτεί ένα διεθνές προτεκτοράτο στο δρόμο του πετρελαίου, στη Μεσόγειο προς τη Μέση Ανατολή, χειρότερο και από αυτά που έχουν δημιουργήσει οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές στη Βοσνία και στο Κοσσυφοπέδιο. Ένα προτεκτοράτο τριχοτομημένο. Απ’ τη μια πλευρά το ελληνοκυπριακό και απ’ την άλλη πλευρά το τουρκοκυπριακό κράτος, που είναι διακριτά καθορισμένα με σοβαρές κυριαρχίες έναντι της κεντρικής διοίκησης και του “κοινού κράτους”.
Το “σχέδιο Ανάν” δέχεται και κατοχυρώνει το απαράδεκτο καθεστώς των εγγυητριών δυνάμεων (Ελλάδα, Τουρκία, Μ. Βρετανία), δηλαδή το καθεστώς των συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου (1959), προσαρμοσμένο σε αυτό. Που σημαίνει ότι πάνω από την κεντρική διοίκηση υπάρχουν τρεις δυνάμεις, οι οποίες μάλιστα έχουν και δικαίωμα μονομερούς επέμβασης, στρατιωτικής και κάθε άλλης μορφής. Ως επιστέγασμα καθιερώνεται το Ανώτατο Δικαστήριο που θα αποφασίζει για όποιες διαφορές προκύπτουν ανάμεσα στα τρία κρατικά όργανα και που θα απαρτίζεται και από τρεις μη Κυπρίους. Οικοδομείται δηλαδή ένα “κράτος” πρωτοφανές στα χρονικά της πολιτικής ιστορίας.
Αλλά υπάρχει ένα ακόμα σοβαρότατο πρόβλημα: Είναι το καθεστώς των βρετανικών βάσεων στο νησί, οι οποίες διατηρούνται και κατοχυρώνονται με το “σχέδιο Ανάν” και αποτελούν κράτος εν κράτει. Πρόκειται για βάσεις κατασκοπευτικού χαρακτήρα, με καθεστώς κατοχυρωμένο στις συμφωνίες του 1959. Αυτό όχι μόνο δεν τροποποιείται, αλλά και ενισχύεται…
Έχουν μεγάλες ευθύνες το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και ο ΣΥΝ, γιατί έκρυψαν από το λαό την αλήθεια, ωραιοποίησαν την κατάσταση. Συνέβαλαν στην αποδιεθνοποίηση του ζητήματος, στον εγκλωβισμό του στις συμπληγάδες των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα, έσπευσε να τοποθετηθεί πρώτη υπέρ του “σχεδίου Ανάν” και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην άσκηση πιέσεων και εκβιασμών στην κυπριακή ηγεσία και στο λαό της Κύπρου…
Ο ΣΥΝ αποδέχτηκε το “σχέδιο Ανάν” ως βάση για συζήτηση. Για μια ακόμη φορά απέδειξε ότι με τις θέσεις και την πρακτική του αποπροσανατολίζει το λαό. Η τοποθέτησή του για το Κυπριακό έδωσε χέρι βοήθειας στην ιμπεριαλιστική επιδίωξη. Ο ΣΥΝ αναγορεύει και τώρα την ΕΕ σε εγγύηση και παράγοντα δίκαιης λύσης του Κυπριακού, ενώ κατήγγειλε σε όλους τους τόνους το ΚΚΕ – που αντιτάχθηκε στο “σχέδιο Ανάν” και στη διχοτόμηση της Κύπρου – για “απομονωτισμό” και “εθνικισμό”!
Το ΚΚΕ θα συνεχίσει τη σταθερή και πάγια αλληλεγγύη του στην εργατική τάξη και στα άλλα λαϊκά στρώματα ολόκληρης της Κύπρου και μετά τα δημοψηφίσματα και θα κάνει ό,τι μπορεί για να εκφραστεί ευρύτερα η συμπαράσταση των εργαζομένων στον κυπριακό λαό. Καλεί τους Έλληνες εργαζόμενους να αντιταχθούν αποφασιστικά στα ιμπεριαλιστικά σχέδια» (Ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ, «Ριζοσπάστης», 20/4/2004).
Το ΚΚΕ ήταν το μοναδικό κόμμα στην Ελλάδα που αντιτάχθηκε με όλες του τις δυνάμεις στο συγκεκριμένο ιμπεριαλιστικό σχέδιο, και συνεχίζει και σήμερα την αλληλεγγύη του στο λαό ολόκληρης της Κύπρου για δίκαιη και βιώσιμη λύση.
Σήμερα, η προσπάθεια του ΑΚΕΛ και του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Δ. Χριστόφια για λύση του ζητήματος, με Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, παρεμποδίζεται ακριβώς από τις ίδιες αιτίες και τους ίδιους παράγοντας που για πολλά χρόνια δεν αφήνουν το λαό του νησιού να αποφασίσει ο ίδιος για την τύχη του, δηλαδή από τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις.
Ολόκληρη η ιστορία του «Κυπριακού ζητήματος» δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών να έχουν υποταγμένο το λαό και το νησί στα γενικότερα γεωστρατηγικά τους σχέδια στη Μεσόγειο, στη Μέση και στην Εγγύς Ανατολή. Έτσι η επιδίωξη διχοτόμησης του νησιού, με την αναγνώριση στην ουσία των αποτελεσμάτων που δημιούργησε η εισβολή του «Αττίλα» το 1974, είναι απόρροια μιας μακρόχρονης προσπάθειας ένταξης της Κύπρου σ’ αυτά τα σχέδια. Η επιδίωξη των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών και οργανισμών, ιδιαίτερα δε των Αμερικανών, του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γι’ αυτή τη διχοτομική λύση, διαπλέκεται οργανικά με αυτές της γεωστρατηγικής σημασίας περιοχές και τα πετρέλαια. Σ’ αυτό στόχευε και το διχοτομικό «Σχέδιο Ανάν» που το 2004 απέρριψε ο κυπριακός λαός με δημοψήφισμα. Ιστορικά, τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, ενέτασσαν τη λύση του Κυπριακού, από την εποχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του κυπριακού λαού ενάντια στους Βρετανούς αποικιοκράτες, σ’ αυτούς τους σχεδιασμούς και τη δράση της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων. Και σ’ αυτή την υπόθεση ενεργητικό ρόλο διαδραματίζουν και οι αστικές κυβερνήσεις, οι κυρίαρχες τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας. Σχετικά μ’ όλ’ αυτά, ετοιμάσαμε ένα ιστορικό αφιέρωμα για την πορεία του κυπριακού προβλήματος από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έως σήμερα. Τα κείμενα βασίζονται σε ιστορικά αφιερώματα του «Ριζοσπάστη» το Φλεβάρη 1999, το Νοέμβρη 1999, τον Αύγουστο 2000 και το Γενάρη 2003.
Παλιό σχέδιο
Συνέπεια της αγγλοαμερικανικής πολιτικής της περιόδου της 10ετίας του
’50 είναι και η εμπλοκή της Τουρκίας στο Κυπριακό. Η ανοιχτή εμπλοκή
της Τουρκίας στο ζήτημα της Κύπρου έχει την αρχή της στα τέλη Ιουνίου
του 1955, όταν η Μεγάλη Βρετανία πήρε την πρωτοβουλία να καλέσει Ελλάδα
και Τουρκία σε τριμερή Διάσκεψη στο Λονδίνο για το Κυπριακό, καθιστώντας
έτσι την Τουρκία ισότιμο συνομιλητή στις υποθέσεις της Κύπρου. Επεδίωκε
μ’ αυτή την ταχτική να εμποδίσει μια νέα προσπάθεια να ξανατεθεί το
Κυπριακό στον ΟΗΕ, προκειμένου να εγκλωβιστεί οριστικά στα
ιμπεριαλιστικά γρανάζια.Ο Μακ Μίλαν για την Κύπρο
Βάζοντας στο παιχνίδι την Τουρκία, η Μ. Βρετανία χρησιμοποιούσε ανοιχτά την απειλή της διχοτόμησης για να προωθεί κάθε φορά τα σχέδιά της στην Κύπρο. Η στάση της σ’ αυτό το θέμα είναι απολύτως σαφής και στα κατά καιρούς σχέδια επίλυσης του Κυπριακού που παρουσίασε, όπως για παράδειγμα το σχέδιο Μακ Μίλαν (19/6/1958), το οποίο έφερε τον τίτλο «Σχέδιο για Συνεταιρισμό στην Κύπρο» και, στα βασικότερα σημεία του, προέβλεπε:
— Τη σύνδεση της Κύπρου με τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία και τη συνεργασία των κυβερνήσεων των τριών κρατών για τη διοίκηση του νησιού.
— Το διορισμό ενός αντιπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης κι ενός αντιπροσώπου της τουρκικής, οι οποίοι, μαζί με τον Άγγλο κυβερνήτη του νησιού, θα είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της Κύπρου.
— Τη συγκρότηση δύο Κοινοβουλίων, ενός ελληνοκυπριακού κι ενός τουρκοκυπριακού.
— Οι κάτοικοι του νησιού θα είχαν δύο ιθαγένειες. Όλοι ανεξαιρέτως τη βρετανική και οι μεν Ελληνοκύπριοι επιπλέον την ελληνική, οι δε Τουρκοκύπριοι επιπλέον την τουρκική.
— Το καθεστώς αυτό του «Συνεταιρισμού» θα διαρκούσε επτά χρόνια και στο διάστημα αυτό θα απαγορευόταν οποιαδήποτε συζήτηση για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ή οποιαδήποτε άλλη αλλαγή κυριαρχίας (Α.Γ. Ξύδη, Σ. Λιναρδάτου, Κ. Χατζηαργύρη: «Ο Μακάριος και οι σύμμαχοί του», εκδόσεις «Γκούτεμπεργκ», σελ. 314-315).
Η ανακοίνωση του σχεδίου Μακ Μίλαν και η έναρξη της εφαρμογής του την 1η Οκτώβρη 1958 – μια έναρξη, που, ουσιαστικά, στόχευε να εκβιάσει τις εξελίξεις στην κατεύθυνση των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου – έφεραν αποτέλεσμα. Οι εν λόγω συμφωνίες ήταν θέμα χρόνου.
Οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου
Στις 5 Φεβρουαρίου 1959 άρχισαν στη Ζυρίχη, με θέμα το Κυπριακό,
υψηλού επιπέδου συνομιλίες ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία με τη
συμμετοχή των πρωθυπουργών των δύο χωρών Καραμανλή και Μεντερές καθώς
και των υπουργών Εξωτερικών Αβέρωφ και Ζορλού, πλαισιωμένων από
διπλωματικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες. Η διάσκεψη
που κράτησε έξι μέρες περιορίστηκε στις τελικές διευθετήσεις του
θέματος. Το βασικό πλαίσιο των συμφωνιών είχε ήδη συμφωνηθεί μέσω των
διαπραγματεύσεων που είχαν διεξαγάγει μυστικά – αλλά πάντα εν γνώσει των
Αμερικανών και των Βρετανών – ο Αβέρωφ και ο Ζορλού ολόκληρο το
Δεκέμβρη του 1958 και το Γενάρη του 1959 στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι.
Έτσι, μέχρι τα μέσα Γενάρη 1959 είχε επέλθει συμφωνία μεταξύ των δύο
χωρών στα βασικά ζητήματα και λίγες μέρες αργότερα, στις 29/1, σε
σύσκεψη που έγινε στο σπίτι του Έλληνα πρωθυπουργού έλαβε γνώση των
εξελίξεων και ο Μακάριος ο οποίος – όπως φανερώνουν τα δημοσιευμένα
πρακτικά της σύσκεψης – έδειξε μάλλον ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα (Ευαγγ. Αβέρωφ: «Ιστορία χαμένων ευκαιριών, Κυπριακό 1950 – 1963», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, τόμος β’, σελ. 168 – 175).Η δουλειά επομένως του Καραμανλή και του Μεντερές στη Ζυρίχη δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και στις 11 Φεβρουαρίου ανακοινώθηκε η υπογραφή συμφωνίας. Έμενε πλέον το τελικό στάδιο της διαδικασίας, η υπογραφή δηλαδή των συμφωνηθέντων από τη Μ. Βρετανία, τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Ετσι λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Φεβρουαρίου, ύστερα από πρόσκληση του Βρετανού πρωθυπουργού Μακ Μίλαν, άρχισε η διάσκεψη του Λονδίνου με τη συμμετοχή των πρωθυπουργών και υπουργών Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, καθώς και εκπροσώπων των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Η διάσκεψη κράτησε τρεις μέρες και κατέληξε στην υπογραφή των συμφωνιών απ’ όλους τους ενδιαφερόμενους. Για την Κύπρο άνοιγε, πια, μια νέα, τραγική, σελίδα στην ιστορία της.
Τι περιλάμβαναν οι Συμφωνίες
Στα βασικότερα σημεία τους οι συμφωνίες προέβλεπαν:— Τη δημιουργία ανεξάρτητου κυπριακού κράτους με επίσημες γλώσσες την ελληνική και την τουρκική, υπό την κηδεμονία της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Τα τρία κράτη – κηδεμόνες εγγυούνταν την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, με το δικαίωμα να επεμβαίνουν από κοινού ή το καθένα χωριστά όταν αυτή απειλείται.
— Τον αποκλεισμό οποιασδήποτε μερικής ή ολικής ένωσης του κυπριακού κράτους με κάποιο άλλο. Στο πλαίσιο αυτό τα βασικά σημεία του κυπριακού Συντάγματος, διατυπωμένα με βάση τις αρχές των συμφωνιών, δε θα ήταν δυνατό να τροποποιηθούν.
— Ως σύστημα διακυβέρνησης της Κύπρου ορίστηκε η Προεδρική Δημοκρατία με πρόεδρο Ελληνοκύπριο και αντιπρόεδρο Τουρκοκύπριο εκλεγμένους, τον πρώτο από τους ελληνικής και το δεύτερο από τους τουρκικής καταγωγής κατοίκους του νησιού. Και ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος οπλίζονταν με το δικαίωμα του βέτο για θέματα της εξωτερικής πολιτικής, των Ενόπλων Δυνάμεων, της ασφάλειας κλπ.
— Το Υπουργικό Συμβούλιο θα αποτελούνταν από επτά Ελληνοκύπριους και τρεις Τουρκοκύπριους.
— Θα υπήρχε μία ενιαία Βουλή όπου το 70% των εδρών θα το είχαν οι Ελληνοκύπριοι και το 30% οι Τουρκοκύπριοι (οι δύο κοινότητες θα ψήφιζαν ξεχωριστά η κάθε μία). Επίσης, θα υπήρχαν δύο ακόμη Βουλές, μία ελληνοκυπριακή και μία τουρκοκυπριακή που θα αποφάσιζαν για τα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και πνευματικά ζητήματα των δύο κοινοτήτων.
— Οι μεγαλύτεροι δήμοι της Κύπρου θα διχοτομούνταν.
— Η Κυπριακή Δημοκρατία θα είχε στρατό δύο χιλιάδων ανδρών, από τους οποίους το 60% θα ήταν Ελληνοκύπριοι και το 40% Τουρκοκύπριοι. Ισος αριθμός ανδρών θα αποτελούσε και τα Σώματα Ασφαλείας αλλά εδώ ο συσχετισμός θα ήταν 70% προς 30% αντίστοιχα με δύο αρχηγούς, έναν από κάθε κοινότητα.
— Η Μ. Βρετανία θα διατηρούσε τις βάσεις της στις περιοχές Ακρωτήρι, Επισκοπή, Παραμάλι, Δεκέλεια, Πέργαμος, Αγιος Νικόλαος και Ξυλοφάγου, καθώς και το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λιμάνι της Αμμοχώστου και το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Επίσης, στο νησί θα στάθμευε τριμερές στρατηγείο Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου καθώς και ελληνική στρατιωτική δύναμη 950 ανδρών και τουρκική 650 για την εγγύηση τήρησης των συμφωνιών (Τα κείμενα των συμφωνιών: Γ. Ζωίδη – Τ. Αδάμου: «Η πάλη της Κύπρου για τη Λευτεριά», ΠΛΕ – 1960, σελ. 193 – 212).
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι το κυπριακό κράτος που δημιουργήθηκε ήταν στηριγμένο πάνω στην αρχή της διχοτόμησης. Κι αυτό δεν άργησε να φανεί σ’ όλες του τις διαστάσεις. Πριν όμως αναφερθούμε σ’ αυτό, να σημειώσουμε πως στη Ζυρίχη ο Καραμανλής και ο Μεντερές υπέγραψαν μια «συμφωνία κυρίων» η οποία μεταξύ άλλων προέβλεπε:
«Η Ελλάς και η Τουρκία θα υποστηρίξουν την είσοδο της Δημοκρατίας της Κύπρου εις το ΝΑΤΟ. Η εγκατάστασις βάσεων του ΝΑΤΟ εις την Νήσον, ως και η σύνθεσις αυτών, εξαρτάται εκ συμφωνίας των δύο κυβερνήσεων.
Συνεφωνήθη μεταξύ των δύο πρωθυπουργών ότι θα παρέμβουν παρά τω Προέδρω και Αντιπροέδρω της Δημοκρατίας της Κύπρου, αντιστοίχως επί τω σκοπώ όπως τεθούν εκτός νόμου το Κομμουνιστικόν Κόμμα και η κομμουνιστική δράσις…» (Ν. Κρανιδιώτη, «Δύσκολα χρόνια: Κύπρος 1950 – 1960», σελ. 546).
Ο ελληνικός λαός στο πλευρό των Κυπρίων
Αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ο κυπριακός λαός
συνειδητοποίησε την ανάγκη να διεκδικήσει αγωνιστικά την εθνική του
απελευθέρωση, από τη Μεγάλη Βρετανία της οποίας αποτελούσε αποικία.
Στους αγώνες αυτούς, πρωτοστάτησαν οι κομμουνιστές, το ΑΚΕΛ (Ανορθωτικό
Κόμμα Εργαζόμενου Λαού) που ιδρύθηκε τον Απρίλη του 1941 ως συνεχιστής
του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου. Έτσι το Δεκέμβρη του 1945 και το
Γενάρη του 1946 οργανώνονται στην Κύπρο μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στο
αποικιοκρατικό καθεστώς (Βλέπε: Γ. Ζωίδη – Τ. Αδάμου: «Η πάλη της Κύπρου για τη Λευτεριά», εκδόσεις ΠΛΕ 1960, σελ. 106-107).Την 1/12/1947 το ΑΚΕΛ, με άλλες προοδευτικές δυνάμεις της Κύπρου συγκροτούν τον Εθνικό Απελευθερωτικό Συνασπισμό (ΕΑΣ), με σκοπό την εθνική απελευθέρωση. Αυτές οι εξελίξεις δημιούργησαν έντονες ανησυχίες και στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας και στην ελληνόφωνη ολιγαρχία της Κύπρου, και στους πολιτικούς εκφραστές τους. Τότε στην Κύπρο όλοι αυτοί συσπειρώνονται γύρω από την Εκκλησία, η οποία και ανασυγκροτήθηκε, δημιουργώντας τον Ιούλη του 1948 το Εθναρχικό Συμβούλιο, με αιχμή της πάλης τους τους κομμουνιστές και το ΑΚΕΛ. Έτσι η Εκκλησία παίρνει ενεργό μέρος στην πολιτική πραγματικότητα, στο όνομα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αλλά κόντρα στα πραγματικά λαϊκά συμφέροντα.
Στην Ελλάδα, το ίδιο χρονικό διάστημα, ο αγώνας του κυπριακού λαού αποτελεί την αφορμή για μεγάλες μαζικές αγωνιστικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων και της νεολαίας, παρόλο που το λαϊκό κίνημα έχει δεχτεί τεράστια χτυπήματα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, παρόλο που η ηγεσία του βρίσκεται στην παρανομία, στις φυλακές ή στην πολιτική προσφυγιά, μετά την ήττα του ΔΣΕ, και οι ευρύτερες προοδευτικές, αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις υπό συνεχή διωγμό. Οι κινητοποιήσεις αντιμετωπίστηκαν δεόντως από το αντιδραστικό καθεστώς με την κρατική κατασταλτική δράση. Έτσι, μεταξύ άλλων, συγκρούσεις με την αστυνομία είχαμε μετά τη συγκέντρωση στις 21/6/1950 στο Στάδιο, στο συλλαλητήριο της σπουδάζουσας νεολαίας στις 22/11/1951, στις μεγάλες διαδηλώσεις του 1954 (Μάρτης, Αύγουστος, Δεκέμβρης) και γενικά κάθε φορά που ο λαός έβγαινε στους δρόμους για να υπογραμμίσει ότι ο δρόμος της δικαίωσης των πόθων των Κυπρίων ήταν σε αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτόν της υποταγής στον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό, που ακολουθούσε η ελληνική άρχουσα τάξη.
Ιμπεριαλιστικές επιβουλές
Αμέσως μετά τον πόλεμο και ενώ το αποικιοκρατικό σύστημα της
Βρετανικής Αυτοκρατορίας κατέρρευσε, η Αγγλία θεωρούσε την Κύπρο
αναπόσπαστο τμήμα των εδαφών της, λόγω των γεωστρατηγικών της
συμφερόντων στην περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής και του
πετρελαίου. Με την ανάληψη της ηγεμονίας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό
σύστημα από τις ΗΠΑ, αυτές εντάσσουν την Κύπρο στο στρατηγικό σχεδιασμό,
το δικό τους και του ΝΑΤΟ. Έτσι, από το 1949, που ιδρύεται το ΝΑΤΟ, και
μετά, σταθερό, ακλόνητο στοιχείο της αμερικανικής πολιτικής στο
πρόβλημα της Κύπρου ήταν ο έλεγχός του, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από
την Ατλαντική Συμμαχία, η αναζήτηση δηλαδή της όποιας λύσης στο πλαίσιο
του ΝΑΤΟ. Έτσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες, σε κάθε φάση που γνώρισε το
κυπριακό ζήτημα, πολέμησαν οποιαδήποτε προσπάθεια διεθνοποίησής του μέσω
του ΟΗΕ. Αυτό αποκαλύπτουν τα ίδια τα γεγονότα. Βεβαίως, είχαν και την
αμέριστη συνδρομή της κυρίαρχης τάξης της Ελλάδας και των κομμάτων της,
αφού στους Αγγλοαμερικανούς είχαν μεγάλα στηρίγματα για την εξουσία τους
και τα συμφέροντά τους, αλλά και της κυρίαρχης τάξης της Τουρκίας, την
οποία οι ίδιοι «έμπασαν» στο Κυπριακό.Έτσι στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50, οι ελληνικές κυβερνήσεις επιχειρούν δύο φορές να φτάσει το θέμα στον ΟΗΕ (1951 και 1954). Και τις δύο Αγγλία και Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ενάντια στην απελευθέρωση της Κύπρου και της αυτοδιάθεσης του πληθυσμού της. Το 1955, το Κυπριακό δεν έγινε κατορθωτό να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, αφού 28 χώρες ψήφισαν κατά της εγγραφής (ανάμεσά τους όλες οι χώρες του ΝΑΤΟ, πλην της Ελλάδας και της Ισλανδίας), 22 υπέρ και 10 αποχές.
Σε σχέση με την Τουρκία οι Αμερικανοί είχαν από πολύ νωρίς αξιολογήσει τη σημασία της για τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους στην Εγγύς και Μέση Ανατολή. Ο γενικότερος βέβαια σχεδιασμός τους έλεγε πως τα συμφέροντα που απέρρεαν από την ηγεμονία τους στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα θα διέτρεχαν τεράστιο κίνδυνο αν το κομμουνιστικό κίνημα αποκτούσε τον έλεγχο «οποιασδήποτε από τις επόμενες χώρες: Ιταλία, Ελλάδα, Τουρκία ή Ιράν» (Λ. Γουίτνερ: «Η Αμερικανική Επέμβαση στην Ελλάδα 1943 – 1949», εκδόσεις «Βάνιας» 1991, σελ. 368-369).
Εντούτοις δεν είχαν όλες αυτές οι χώρες την ίδια σημασία για τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Το Μάρτιο του 1949 – γράφει ο Φοίβος Οικονομίδης – το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας σε έκθεσή του προς τον πρόεδρο Τρούμαν υπέδειξε ότι “η Τουρκία είναι στρατηγικά πιο σημαντική από την Ελλάδα”, διότι οι ΗΠΑ “είχαν μεγαλύτερα μακροχρόνια στρατηγικά συμφέροντα στο στρατιωτικό δυναμικό της Τουρκίας από εκείνο της Ελλάδας”, διότι “αν η Τουρκία πέσει υπό κομμουνιστική κυριαρχία τα συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο θα θιγούν επικίνδυνα” και επειδή η Τουρκία “ελέγχει μεγάλους δρόμους από αέρος, ξηράς και θαλάσσης που οδηγούν από την ΕΣΣΔ προς την περιοχή Καϊρου – Σουέζ και προς τις πετρελαιοπηγές της Μέσης Ανατολής”» (Φ. Οικονομίδης: «Το σύνδρομο του Οδυσσέα», εκδόσεις «ΟΡΦΕΑΣ», σελ. 442).
Η ΕΟΚΑ και ο Κ. Καραμανλής
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, διάδοχος του Αλ. Παπάγου στην πρωθυπουργία
μετά το θάνατό του, έχει τη δική του σημαντική συμβολή στη ΝΑΤΟποίηση
του Κυπριακού. Δώδεκα μέρες πριν το θάνατο του Παπάγου (πέθανε στις
4/10/1955) ο τότε αρχηγός της CIA Άλεν Ντάλες έστειλε στον αδελφό του,
υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, ένα άκρως απόρρητο έγγραφο με τίτλο «Σχόλια
του Βασιλέα Παύλου και του Κ. Καραμανλή σχετικά με την ελληνική πολιτική
κρίση». Στο έγγραφο αυτό, ανάμεσα στα άλλα, αναφερόταν πως «ο κ.
Καραμανλής εξακολουθεί να ελπίζει ότι οι ΗΠΑ μπορούν να βοηθήσουν την
Ελλάδα να βρει τρόπους να μπει στο ράφι το Κυπριακό με έντιμο τρόπο,
ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά οικονομικά προβλήματα.
Δημοσίως, θα ανακοινώσει ότι η πολιτική της Ελλάδος στο Κυπριακό θα
συνεχιστεί, αλλά θ’ αλλάξουν μόνο οι μέθοδοι για την υλοποίησή της» (Αλέξη Παπαχελά: «Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας – ο Αμερικανικός παράγων 1947 – 1967», εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ», σελ. 46 – 48).Την ίδια περίοδο για το τσάκισμα του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος των μαζών στην Κύπρο, συγκροτείται η ΕΟΚΑ του χίτη Γ. Γρίβα που στο όνομα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα δεν έχανε ευκαιρία να δολοφονεί και να τρομοκρατεί Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους αριστερούς, τα στελέχη, τα μέλη και τους οπαδούς του ΑΚΕΛ.
Η ΕΟΚΑ πάλευε δήθεν ενάντια στους Άγγλους αποικιοκράτες αλλά δεν είχε την παραμικρή πολιτικο – ιδεολογική συγγένεια με το διεθνές αντιαποικιακό κίνημα. Ήταν μια οργάνωση βαθιά συντηρητική που ούτε ήθελε αλλά και ούτε μπορούσε να κάνει πραγματικό αντιαποικιακό αγώνα. Με ιδεολογικό της οπλοστάσιο τον εθνικισμό και το σοβινισμό, που αιχμές του ήταν ο αντιτουρκισμός και ο αντικομμουνισμός, δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι η ΕΟΚΑ στην ιδεολογία της ταυτιζόταν με τους αποικιοκράτες και στην πολιτική της πρακτική τους ευνοούσε απεριόριστα. Έτσι η Αγγλία δε δίστασε καθόλου να εκμεταλλευτεί τη δράση και το χαρακτήρα της, ιδιαίτερα την εθνικιστική – σοβινιστική της πλευρά, για να προωθήσει μια πολιτική «διαίρει και βασίλευε», δίνοντας το «πράσινο φως» στην Τουρκία να δημιουργήσει κι αυτή τη δική της εθνικιστική οργάνωση στην Κύπρο με σαφή ανθελληνικά χαρακτηριστικά:
Το καλοκαίρι του 1955 στις τουρκικές συνοικίες της Κύπρου εμφανίστηκαν προκηρύξεις μιας εθνικιστικής τρομοκρατικής τουρκοκυπριακής οργάνωσης με το όνομα ΚΙΤΕΜΠ (στη συνέχεια ονομάστηκε VOLKAN και το 1957 ΤΜΤ) που καλούσαν σε αγώνα κατά των Ελληνοκυπρίων. Το αποτέλεσμα ήταν αντί για ενότητα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ενάντια στη βρετανική αποικιοκρατική κατοχή να έχουμε διάσπαση, που πολλές φορές έφερε αιματηρά αποτελέσματα, με τους Άγγλους να παίζουν το ρόλο του επιδιαιτητή. Απ’ αυτή μάλιστα την εξέλιξη και τον εθνικιστικό αλληλοσπαραγμό τα πιο τραγικά θύματα ήταν οι προοδευτικοί Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι, ειδικότερα δε οι κομμουνιστές. Σχετικά με τους Τουρκοκύπριους υπολογίζεται ότι εκείνη την περίοδο εκατοντάδες ήταν μέλη και χιλιάδες οπαδοί του ΑΚΕΛ, ενώ γύρω στις τρεις χιλιάδες ήταν τα μέλη της ΠΕΟ (Παγκύπριας Εργατικής Ομοσπονδίας) (Μιχάλη Πουμπουρή: «Μέρες Δοκιμασίας», Λευκωσία 1993, σελ. 24 – 25).
Από τη Ζυρίχη στον Αττίλα
Μετά την υπογραφή των Συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, η Κύπρος
αποκτά κρατική υπόσταση. Το Σεπτέμβρη του ’60 έγινε μέλος του ΟΗΕ, το
Μάρτη του 1961 μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, το Μάη του 1961
μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και το Σεπτέμβρη του 1961 εντάσσεται
στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Ο αγγλοαμερικανικός ιμπεριαλισμός κάνει ό,τι
μπορεί για να σπρώξει τα πράγματα στην Κύπρο σε διχοτομικές λύσεις και
προς αυτήν την κατεύθυνση συνδαυλίζει την κρίση του ’63, ενθαρρύνοντας
τον Μακάριο να προωθήσει συνταγματικές αλλαγές. «Υποστηρίζεται βάσιμα –
γράφει ο Σπ. Λιναρδάτος – ότι το Λονδίνο έσπρωξε τον Μακάριο να
επισπεύσει τις διαδικασίες αναθεώρησης του Συντάγματος, ακριβώς γιατί
ήθελε να προκληθεί η κρίση… Το Λονδίνο και πολύ εντονότερα η Ουάσιγκτον
θα θελήσουν να επαναφέρουν στην επικαιρότητα την “ένωση” της Κύπρου με
την Ελλάδα, με τρόπο, όμως, τέτοιο που θα οδηγεί στη διχοτόμηση. Η
“διπλή ένωση”, όπως θα ονομαστεί, εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα του
ΝΑΤΟ, δεδομένου ότι εξασφαλίζει τη ΝΑΤΟποίηση της Κύπρου» (Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», εκδόσεις «Παπαζήση», τόμος Δ’, σελ. 367-368).Έτσι φτάσαμε στην πρώτη ουσιαστικά διχοτόμηση με την επιβολή της πράσινης γραμμής.
Μετά την κρίση του ’63, η λύση του κυπριακού ζητήματος για τους Αγγλοαμερικανούς, την Τουρκία, αλλά και την Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της ΝΑΤΟποίησης.
Το σχέδιο Άτσεσον και ο Γ.Παπανδρέου
Το Γενάρη του 1964, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας
οργανώθηκε στο Λονδίνο η περιβόητη πενταμερής Διάσκεψη, στην οποία
κλήθηκαν να συμμετάσχουν η Μ. Βρετανία, η Ελλάδα, η Τουρκία, ένας
εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων κι ένας των Τουρκοκυπρίων. Στο πλαίσιο
αυτό, στη Διάσκεψη κατατέθηκε ένα αγγλοαμερικανικό σχέδιο – έκτρωμα για
την αντιμετώπιση της κυπριακής κρίσης, που έμεινε στην ιστορία με την
ονομασία «Σχέδιο Σάντις – Μπολ» (από τα ονόματα του υπουργού
Κοινοπολιτειακών Υποθέσεων της Μ. Βρετανίας Ντάνκαν Σάντις και του
Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ). Το σχέδιο αυτό, εν
συντομία, προέβλεπε την εγκατάσταση στην Κύπρο ΝΑΤΟικών στρατευμάτων,
καταργούσε την κυπριακή κυβέρνηση, αλλά και την ίδια την Κύπρο ως
ανεξάρτητο κράτος και την έθετε κάτω από τη διοίκηση του ΝΑΤΟ (Βλέπε: Ν. Κρανιδιώτη: «Οι διεθνείς διαστάσεις του Κυπριακού», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ. 20-21.Το
σχέδιο αυτό δεν μπόρεσε να περπατήσει, κυρίως γιατί αντιτάχθηκε στην
εφαρμογή του η κυπριακή κυβέρνηση, έχοντας στο πλευρό της στο εσωτερικό
του νησιού το ΑΚΕΛ και τον κυπριακό λαό και σε διεθνές επίπεδο τη
Σοβιετική Ενωση.Λίγο αργότερα, το καλοκαίρι του 1964, η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου συμφώνησε με τους Αμερικανούς να αναζητηθεί λύση για το Κυπριακό έξω από τα πλαίσια του ΟΗΕ, μέσω ενός έμμεσου ελληνοτουρκικού διαλόγου, διαιτητής του οποίου ορίστηκε ο πρώην Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ντιν Άτσεσον. Στο διάστημα Ιουλίου – Αυγούστου 1964 ο Ντιν Άτσεσον υπέβαλε δύο παραλλαγές σχεδίου για τη λύση του Κυπριακού. Και οι δύο προωθούσαν τη διχοτόμηση της Κύπρου.
Το πρώτο προέβλεπε την «ένωση» της νήσου με την Ελλάδα υπό τις εξής – μεταξύ άλλων – βασικές προϋποθέσεις:
— Να παραχωρηθεί κατά κυριαρχία στην Τουρκία η χερσόνησος της Καρπασίας (από το Μπογάζι μέχρι τα σύνορα της Μονής του Αποστόλου Ανδρέα) για να χρησιμοποιηθεί ως τουρκική στρατιωτική βάση.
– Οι Τουρκοκύπριοι εκτός βάσεως να τύχουν ειδικής μεταχείρισης: Δύο ή τρεις περιοχές της Κύπρου όπου οι Τουρκοκύπριοι είχαν την πλειοψηφία να μετατραπούν σε καντόνια, να αποτελέσουν, δηλαδή, ειδικές αυτόνομες περιοχές με δική τους αυτοδιοίκηση. Οι υπόλοιποι Τουρκοκύπριοι να υπαχθούν στην αρμοδιότητα ενός κεντρικού τουρκοκυπριακού οργανισμού και όσοι θα παραμείνουν κάτω από ελληνική διοίκηση να έχουν όλα τα μειονοτικά δικαιώματα.
– Να συσταθεί διεθνής επιτροπή, διορισμένη είτε από τον ΟΗΕ είτε από το ΝΑΤΟ, για την παρακολούθηση της εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν στα ειδικά προνόμια και δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων (Ν. Κρανιδιώτη: «Ανοχύρωτη Πολιτεία», τόμος Α’ σελ. 213-216, «Οι διεθνείς διαστάσεις του Κυπριακού», εκδόσεις «Θεμέλιο»).
Το σχέδιο αυτό συνάντησε την πλήρη αντίθεση της κυπριακής πλευράς, ενώ η κυβέρνηση Παπανδρέου έχει μπει στο παιχνίδι του παζαρέματος, ελπίζοντας ότι τελικά θα πετύχει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με εδαφικά ανταλλάγματα, αλλά όσο το δυνατόν μικρότερα. Ήταν έτοιμη μάλιστα να παραχωρήσει στην Τουρκία το Καστελόριζο.
Τελικά, ο Άτσεσον τροποποίησε το πρώτο του σχέδιο και διαμόρφωσε ένα δεύτερο, που στα βασικά του σημεία προέβλεπε:
— Η περιοχή της Καρπασίας – μειωμένης, όμως, εκτάσεως σε σχέση με αυτήν που προέβλεπε το πρώτο σχέδιο – να εκμισθωθεί από την Τουρκία για 50 χρόνια.
— Αντί για δημιουργία τουρκοκυπριακών καντονιών, οι Τουρκοκύπριοι στις περιοχές που πλειοψηφούν να διοικούνται από Τουρκοκύπριους επάρχους και το διοικητικό προσωπικό να είναι κατά πλειοψηφία ομόφυλοί τους. Επίσης, αντί να δημιουργηθεί κεντρική τουρκοκυπριακή διοίκηση, να αναλάβει διεθνής ή άλλη προσωπικότητα την εποπτεία εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τους Τουρκοκύπριους κλπ.(Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», τόμος Ε` σελ. 51-52).
Η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε αμέσως το δεύτερο σχέδιο Ατσεσον, αλλά το απέρριψε η Τουρκία.
Στο διάστημα που διεξάγονταν οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις για τα σχέδια Ατσεσον, οι Αμερικανοί έσπρωχναν την Αθήνα να προωθήσει, σε συνεργασία με την κυπριακή κυβέρνηση, την πραξικοπηματική ένωση Κύπρου – Ελλάδας και, ταυτόχρονα, προετοίμαζαν την Τουρκία στο ενδεχόμενο της πραξικοπηματικής ένωσης να είναι έτοιμη να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο για να πάρει με τη δύναμη των όπλων όσα το σχέδιο Ατσεσον της έδινε.
Συγκεκριμένα, έπεισαν την Αθήνα – που γι’ αυτό το λόγο έστειλε τον υπουργό Άμυνας Π. Γαρουφαλιά στις 20/8/1964 στη Λευκωσία – να προωθήσει σε συνεργασία με την κυπριακή κυβέρνηση την πραξικοπηματική ένωση Κύπρου – Ελλάδας (Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον εμφύλιο στη Χούντα», τόμος Ε’, στο ίδιο, σελ. 56-62 κ.ά.). Δηλαδή, με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ επιδίωκαν να γίνει στην Κύπρο η τουρκική εισβολή, που έγινε το 1974, δέκα χρόνια νωρίτερα. Κι αν δεν πέτυχε το σχέδιό τους, αυτό οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι τελικά Αθήνα και Λευκωσία φοβήθηκαν να πάρουν το ρίσκο μιας τέτοιας πραξικοπηματικής ένωσης.
Πραξικόπημα, εισβολή, κατοχή
Σ’ όλο το επόμενο διάστημα, μέχρι την επιβολή της χούντας, η πολιτική
των Αμερικανών συνεχίστηκε στο ίδιο πλαίσιο αποδιεθνοποίησης –
ΝΑΤΟποίησης του Κυπριακού, χωρίς φυσικά να υπάρξουν αντιδράσεις από τις
εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις. Στο διάστημα όμως της 7χρονης
Δικτατορίας φαίνεται πως οι Ηνωμένες Πολιτείες προετοιμάζουν πυρετωδώς
τη λύση της δυναμικής διχοτόμησης και για το λόγο αυτό παίρνουν όλα τα
κατάλληλα μέτρα. Για παράδειγμα, φροντίζουν να αποχωρήσει η ελληνική
μεραρχία από τη Μεγαλόνησο ούτως ώστε να περιοριστεί στο ελάχιστο το
ενδεχόμενο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου – που θα τίναζε στον αέρα τη
Νοτιοανατολική Πτέρυγα του ΝΑΤΟ – ύστερα από μια στρατιωτική τουρκική
εισβολή στο νησί. Θυμίζουμε δε ότι η αποχώρηση της μεραρχίας
πραγματοποιήθηκε ύστερα από την επιχείρηση του Κοφίνου, που πολλοί τη
θεωρούν σαν προβοκάτσια στημένη από τη Χούντα και τους Αμερικανούς, με
σκοπό να προκαλέσει την τουρκική αντίδραση ώστε να αποσυρθούν από το
νησί οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η εν λόγω άποψη κυριάρχησε στις
συζητήσεις που έγιναν σε επίπεδο αρχηγών στην Ελληνική Βουλή, το
Φλεβάρη του 1986, σχετικά με το άνοιγμα του φακέλου της Κύπρου και
ενισχύθηκε από τις καταθέσεις του Κ. Κόλλια και Γ. Παπαδόπουλου στην
ανακριτική κοινοβουλευτική επιτροπή (Κ. Κάππου: «Εγκλημα εναντίον της Κύπρου», εκδόσεις «Γνώσεις», σελ. 41-47).Το χαρακτηριστικότερο, πάντως, αποδεικτικό στοιχείο των σχεδιασμών που έκαναν οι Αμερικανοί για δυναμική διχοτομική λύση του Κυπριακού είναι ότι προετοίμασαν και καθοδήγησαν τη χούντα του Ιωαννίδη να κάνει το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου και στη συνέχεια δεν έκαναν το παραμικρό για να εμποδίσουν την εισβολή της Τουρκίας.
Το αμερικανόπνευστο πραξικόπημα ανατροπής της κυβέρνησης Μακαρίου στην Κύπρο εκδηλώθηκε στις 15 Ιούλη 1974. Ηταν μια ενέργεια για την οποία ο Ιωαννίδης – και όχι μόνον αυτός – είχε πάρει την έγκριση και την ενθάρρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών. «Πολλάκις – γράφει ο στρατηγός Μπονάνος – ο Ιωαννίδης με διαβεβαίωσεν, ότι οι Τούρκοι δεν πρόκειται να αναμειχθούν, διότι και οι Αμερικανοί είναι υπέρ της ανατροπής του Μακαρίου και θα σταθούν δίπλα μας εις πάσαν περίπτωσιν» (Στρατηγού Γρ. Μπονάνου: «Η Αλήθεια», σελ. 218).Η συνέχεια είναι γνωστή: Στις 20 Ιούλη 1974 οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις εισβάλλουν στο νησί και με τον Αττίλα Β’, που εκδηλώθηκε λίγες μέρες αργότερα, στο διάστημα 14-16 Αυγούστου, έθεσαν υπό την κατοχή τους και διατηρούν ως σήμερα το 36,3% του κυπριακού εδάφους.
Από τότε μέχρι σήμερα, παρά τα ψηφίσματα του ΟΗΕ του 1977 και 1979, για δίκαιη βιώσιμη λύση, για Κύπρο ενιαία ανεξάρτητη αδέσμευτη αποστρατιωτικοποιημένη, που αναγνώριζαν το πρόβλημα ως διεθνές λόγω στρατιωτικής εισβολής και κατοχής μέρους των εδαφών της από την Τουρκία, οι ιμπεριαλιστές με τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας, τορπίλιζαν την εφαρμογή τους, προκειμένου να οδηγηθεί το πρόβλημα στη σημερινή πραγματικότητα. Σ’ αυτό συνέβαλαν και οι κυπριακές κυβερνήσεις, αφού αναζητούσαν τη λύση στην επιβολή της από το λεγόμενο διεθνή παράγοντα, δηλαδή τους Αγγλοαμερικανούς και την πίεση που δήθεν έπρεπε να ασκήσουν στην Τουρκία, δηλαδή αυτούς που ωθούσαν τα πράγματα στη διχοτόμηση. Φυσική συνέπεια όλων αυτών είναι η σημερινή πραγματικότητα.
Το «Σχέδιο Ανάν»
Το Νοέμβρη του 2002, ο ΓΓ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν,παρουσίασε το
πρώτο «σχέδιό του» για την «επίλυση» του κυπριακού ζητήματος, που έκτοτε
πήρε και το όνομά του, «Σχέδιο Ανάν». Το τελικό σχέδιο, ήταν το πέμπτο,
που θα εγκρίνονταν σε δημοψήφισμα τον Απρίλη του 2004, δε διέφερε
ουσιαστικά από το πρώτο. Ήταν σχέδιο εφαρμογής τετελεσμένων μετά την
εισβολή και κατοχή, δηλαδή διχοτομικό. Από την πρώτη στιγμή ήταν φανερό
σε κάθε αντικειμενικό παρατηρητή ότι συντάχθηκε καθ’ υπόδειξη των
Αμερικανών και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, προκειμένου να κλείσουν την
«εκκρεμότητα». Και μάλιστα, κατά τρόπο που να ικανοποιεί απόλυτα τα
συμφέροντά τους.Το σχέδιο ήταν άδικο για τους Ελληνοκύπριους. Δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες δε γύριζαν σπίτια τους, ούτε αποζημιώνονταν για τις καταπατημένες περιουσίες τους. Δεκάδες χιλιάδες έποικοι παρέμεναν αφέντες σε ξένο τόπο. Η ΕΕ το αποδέχτηκε. Ο τούρκικος στρατός εξασφάλισε την εσαεί παρουσία του στο νησί και το δικαίωμα επέμβασής του στο «νότο» αν το έκρινε απαραίτητο.
Το σχέδιο όμως ήταν άδικο και για τους Τουρκοκύπριους, καθώς δημιουργούσε ένα κρατίδιο – προτεκτοράτο.
«Το σχέδιο δε συγκροτεί διζωνική δικοινοτική Ομοσπονδία, όπως ήταν η κοινώς αποδεκτή θέση απ’ όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Αντίθετα, συγκροτεί ένα διεθνές προτεκτοράτο στο δρόμο του πετρελαίου, στη Μεσόγειο προς τη Μέση Ανατολή, χειρότερο και από αυτά που έχουν δημιουργήσει οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές στη Βοσνία και στο Κοσσυφοπέδιο. Ένα προτεκτοράτο τριχοτομημένο. Απ’ τη μια πλευρά το ελληνοκυπριακό και απ’ την άλλη πλευρά το τουρκοκυπριακό κράτος, που είναι διακριτά καθορισμένα με σοβαρές κυριαρχίες έναντι της κεντρικής διοίκησης και του “κοινού κράτους”.
Το “σχέδιο Ανάν” δέχεται και κατοχυρώνει το απαράδεκτο καθεστώς των εγγυητριών δυνάμεων (Ελλάδα, Τουρκία, Μ. Βρετανία), δηλαδή το καθεστώς των συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου (1959), προσαρμοσμένο σε αυτό. Που σημαίνει ότι πάνω από την κεντρική διοίκηση υπάρχουν τρεις δυνάμεις, οι οποίες μάλιστα έχουν και δικαίωμα μονομερούς επέμβασης, στρατιωτικής και κάθε άλλης μορφής. Ως επιστέγασμα καθιερώνεται το Ανώτατο Δικαστήριο που θα αποφασίζει για όποιες διαφορές προκύπτουν ανάμεσα στα τρία κρατικά όργανα και που θα απαρτίζεται και από τρεις μη Κυπρίους. Οικοδομείται δηλαδή ένα “κράτος” πρωτοφανές στα χρονικά της πολιτικής ιστορίας.
Αλλά υπάρχει ένα ακόμα σοβαρότατο πρόβλημα: Είναι το καθεστώς των βρετανικών βάσεων στο νησί, οι οποίες διατηρούνται και κατοχυρώνονται με το “σχέδιο Ανάν” και αποτελούν κράτος εν κράτει. Πρόκειται για βάσεις κατασκοπευτικού χαρακτήρα, με καθεστώς κατοχυρωμένο στις συμφωνίες του 1959. Αυτό όχι μόνο δεν τροποποιείται, αλλά και ενισχύεται…
Έχουν μεγάλες ευθύνες το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και ο ΣΥΝ, γιατί έκρυψαν από το λαό την αλήθεια, ωραιοποίησαν την κατάσταση. Συνέβαλαν στην αποδιεθνοποίηση του ζητήματος, στον εγκλωβισμό του στις συμπληγάδες των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα, έσπευσε να τοποθετηθεί πρώτη υπέρ του “σχεδίου Ανάν” και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην άσκηση πιέσεων και εκβιασμών στην κυπριακή ηγεσία και στο λαό της Κύπρου…
Ο ΣΥΝ αποδέχτηκε το “σχέδιο Ανάν” ως βάση για συζήτηση. Για μια ακόμη φορά απέδειξε ότι με τις θέσεις και την πρακτική του αποπροσανατολίζει το λαό. Η τοποθέτησή του για το Κυπριακό έδωσε χέρι βοήθειας στην ιμπεριαλιστική επιδίωξη. Ο ΣΥΝ αναγορεύει και τώρα την ΕΕ σε εγγύηση και παράγοντα δίκαιης λύσης του Κυπριακού, ενώ κατήγγειλε σε όλους τους τόνους το ΚΚΕ – που αντιτάχθηκε στο “σχέδιο Ανάν” και στη διχοτόμηση της Κύπρου – για “απομονωτισμό” και “εθνικισμό”!
Το ΚΚΕ θα συνεχίσει τη σταθερή και πάγια αλληλεγγύη του στην εργατική τάξη και στα άλλα λαϊκά στρώματα ολόκληρης της Κύπρου και μετά τα δημοψηφίσματα και θα κάνει ό,τι μπορεί για να εκφραστεί ευρύτερα η συμπαράσταση των εργαζομένων στον κυπριακό λαό. Καλεί τους Έλληνες εργαζόμενους να αντιταχθούν αποφασιστικά στα ιμπεριαλιστικά σχέδια» (Ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ, «Ριζοσπάστης», 20/4/2004).
Το ΚΚΕ ήταν το μοναδικό κόμμα στην Ελλάδα που αντιτάχθηκε με όλες του τις δυνάμεις στο συγκεκριμένο ιμπεριαλιστικό σχέδιο, και συνεχίζει και σήμερα την αλληλεγγύη του στο λαό ολόκληρης της Κύπρου για δίκαιη και βιώσιμη λύση.
Σήμερα, η προσπάθεια του ΑΚΕΛ και του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Δ. Χριστόφια για λύση του ζητήματος, με Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, παρεμποδίζεται ακριβώς από τις ίδιες αιτίες και τους ίδιους παράγοντας που για πολλά χρόνια δεν αφήνουν το λαό του νησιού να αποφασίσει ο ίδιος για την τύχη του, δηλαδή από τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις.