Γρηγοριάδης Κώστας |
1. Ο εγγονός έφτασε πριν από λίγο. Οι γονείς του τον υποδέχτηκαν πανευτυχείς - είχαν να τον δουν ένα χρόνο σχεδόν. Πώς ήταν το ταξίδι; Τι κάνει; Πώς πάει η δουλιά του;
- Ολα καλά. Φτιάξτε καφέ κι έρχομαι να τα πούμε, τους λέει και μπαίνει στο δωμάτιο της γιαγιάς του. Τη βρίσκει καθισμένη στην καρέκλα να κοιτάζει έξω και να παίζει νευρικά με το κομπολόι της. Δεν τον έχει αντιληφθεί.
- Γιαγιά μου, τι κάνεις; Χρόνια πολλά, λέει και της δίνει ένα φιλί στο μάγουλο.
- Ποιος είσαι; ρωτάει εκείνη παραξενεμένη.
- Ο Νίκος, ο εγγονός σου.
- Από πού έρχεσαι;
- Από την Αγγλία.
- Μήπως βρήκες τους παράδες μου;
- Οχι γιαγιά, δεν τους βρήκα...
- Τι να σε κάνω τότε;
- ...
- Πόσο έγινες;
- Τριάντα ενός.
- Η Ξανθούλα ήταν τόσο;
- Δεν αναφέρει την ηλικία της, αλλά μάλλον ήταν πιο μικρή...
(Δεκέμβριος του 1961)
2. Γιαγιά κι εγγονός κάθονται στο ντιβάνι και πίνουν τσάι του βουνού.
- Σήμερα ο δάσκαλος με σήκωσε σε τρία μαθήματα: πατριδογνωσία, φυσική ιστορία και αριθμητική. Δεν έκανα λάθος πουθενά!
- Σου είπε «μπράβο»;
- Τρεις φορές.
- Και σ' έβαλε δέκα;
- Με τόνο!
3. Η γιαγιά κάθεται στο ντιβάνι και παίζει με το κομπολόι. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο εγγονός κρατώντας μια σακούλα.
- Βρήκες; τον ρωτάει με αγωνία.
- Ενα σωρό, απαντάει περήφανα αυτός κι αδειάζει τη σακούλα σ' ένα βαθύ πιάτο που γεμίζει με μεγάλα λαχταριστά βατόμουρα.
- Τελειώσανε! λέει μετά από λίγο ο εγγονός.
- Ηταν πολύ νόστιμα, λέει η γιαγιά.
- Τα χορτάρια στεγνώσανε τελείως. Θέλεις να πάμε αύριο στα χωράφια;
- Θέλω.
4. Γιαγιά και εγγονός πιασμένοι χέρι χέρι περπατάνε σε όμορφα καταπράσινα χωράφια. Κάποτε συναντούν μια ανθισμένη αγροαχλαδιά και στέκονται. Η γιαγιά κάθεται σε μια κοτρόνα με λεία επιφάνεια. Ο εγγονός της τραβάει τη μαύρη μαντίλα και χτενίζει με τα δάχτυλά του τα μακριά άσπρα μαλλιά της. Κόβει ένα αγριολούλουδο και το βάζει στο αφτί της. Υστερα βγάζει από την τσέπη του μια κόκκινη γυαλιστερή ζελατίνα - από αυτές που χρησιμοποιούν για τις μπομπονιέρες των αρραβώνων -, τη σαλιώνει λίγο και με το χρώμα που βγάζει της βάφει τα χείλη. Μόλις τελειώσει, πιάνει την καλαμένια φλογέρα του και παίζει ένα χαρούμενο σκοπό. Η γιαγιά αρχίζει να χορεύει. Το σώμα της δεν τη βοηθάει πολύ, οι κινήσεις της είναι μονοκόμματες και δε συμβαδίζουν πάντα με το ρυθμό, όμως αυτή είναι ενθουσιασμένη. Εχει κουραστεί, λαχανιάζει, αλλά δε σταματάει στιγμή. Χορεύει, χορεύει, χορεύει.
5. Ο εγγονός κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας και γράφει. Δίπλα η μητέρα του καθαρίζει φακές. Η γιαγιά κάθεται στο ντιβάνι και παίζει με το κομπολόι.
- Και πού πήγατε; τους ρωτάει η μητέρα σκυμμένη στο πιάτο της.
- Στα χωράφια, απαντάει η γιαγιά.
- Τι κάνατε στα χωράφια;
- Βόλτα, απαντάει ο εγγονός και κοιτιέται συνωμοτικά με τη γιαγιά.
- Μα, στα χωράφια πήγατε για βόλτα;
- Ναι, γιατί; απαντάει ο εγγονός.
6. Η γιαγιά κάθεται στον καναπέ και κρατάει ένα βιβλίο φυσικής ιστορίας. Ορθιος απέναντί της στέκεται ο εγγονός και της λέει το μάθημα: «Οι όφεις, αι σαύραι, αι χελώναι, οι κροκόδειλοι είναι ζώα σπονδυλωτά. Ο όφις δεν έχει πόδας, ενώ η χελώνη, η σαύρα και ο κροκόδειλος έχουν πόδας βραχείς. Ολα όμως αυτά τα ζώα έχουν κοινόν γνώρισμα ότι, όταν κινούνται, φαίνονται ωσάν να σύρουν την κοιλίαν των εις το έδαφος, δηλαδή έρπουν, δι' αυτό λέγονται ερπετά και αποτελούν ιδιαιτέραν ομοταξίαν, την ομοταξίαν των ερπετών...».
- Τα λέω καλά;
- Ναι, ναι, του απαντάει εκείνη.
«Το σώμα των ερπετών είναι συνήθως επίμηκες. Εξωτερικώς καλύπτεται με λέπια σκληρά (φολίδας), όπως ο όφις ή με κερατίνας ή και οστέινας πλάκας, αι οποίαι συνδέονται μεταξύ των και αποτελούν εξωτερικόν θώρακα, όπως η χελώνη...».
- Τα λέω καλά;
- Ναι, ναι!
Οσα ερπετά έχουν πόδας, κινούνται με αυτούς αλλά φαίνονται ωσάν να σύρωνται εις το έδαφος με την κοιλίαν. Οι όφεις δεν έχουν πόδας, αλλά βοηθούνται εις την κίνησίν των από τας σκληράς...».
- Γιατί σταμάτησες, αγόρι μου;
- Γιατί, ρε γιαγιά, το βιβλίο το κρατάς ανάποδα!
7. Ο πατέρας είναι πολύ θυμωμένος.
- Δε σου είπα τόσες φορές ότι δε θέλω να σε ξαναδώ μ' εκείνα τ' αλητόπαιδα; φωνάζει.
Ο εγγονός δεν τολμάει να βγάλει άχνα.
- Δε σου το είπα;
- ...
- Μίλα, ρε τσογλάνι! λέει έξω φρενών πια και βγάζει το ζωστήρα του.
- Κώστα, Κώστα, κρίμα το παιδί! φωνάζει η γιαγιά.
- Μην ανακατεύεσαι, σου είπα! της ξαναλέει, αλλά εκείνη δεν ακούει. Σκεπάζει με το σώμα της τον εγγονό της και ο γιος της, μην μπορώντας πια να κάνει τίποτα, δίνει μια στον αέρα και βγαίνει φουρκισμένος έξω.
8. Γιαγιά και εγγονός κάθονται στο ντιβάνι.
- Θα μου διαβάσεις; λέει εκείνη.
- Ναι, απαντάει αυτός και παίρνει το βιβλίο του.
Την είδα την Ξανθούλα
Την είδα ψες αργά,
Που εμπήκε 'ς στη βαρκούλα
Να πάη 'ς την ξενητειά.
Εφούσκωνε τ' αέρι
Λευκότατα πανιά,
Ωσάν το περιστέρι,
Που απλώνει τα φτερά,
Εστέκονταν οι φίλοι
Με λύπη, με χαρά,
Και αυτή με το μαντήλι
Τους αποχαιρετά
Και το χαιρετισμό της
Εστάθηκα να ιδώ
Ως που η πολλή μακρότητα
Μου το 'κρυψε και αυτό
9. Είναι βαθιά νύχτα. Στην αυλή και το σπίτι επικρατεί απόλυτη ησυχία.
Ξαφνικά ανάβει μια λάμπα πετρελαίου και ακούγεται η απελπισμένη φωνή της γιαγιάς.
- Τους παράδες μου! Μου κλέψανε τους παράδες μου! Τους παράδες μου! Κώστααα!
10. Ο πατέρας μαστορεύει ένα κλαδευτήρι. Δίπλα του ο εγγονός ζωγραφίζει σ' ένα μπλοκ. Η μητέρα σιδερώνει και η γιαγιά κάθεται στην καρέκλα, κοιτάζει έξω και παίζει νευρικά με το κομπολόι της.
Ξαφνικά:
- Κώστα, Κώστα, δώσ' μου τους παράδες μου! λέει.
- Πάλι τα ίδια άρχισες; Πάλι τα ίδια; λέει εκείνος εκνευρισμένος.
11. Η γιαγιά κάθεται στην καρέκλα αμίλητη. Ο εγγονός προσπαθεί απεγνωσμένα να της φτιάξει το κέφι.
- Να σου φέρω βατόμουρα;
- Οχι.
- Να σου διαβάσω την «Ξανθούλα»;
- Οχι.
- Θέλεις να πάμε στα χωράφια;
- Οχι.
12. Ο πατέρας είναι ανεβασμένος σε μια ξύλινη σκάλα και καρφώνει το κουρτινόξυλο.
Ο εγγονός τον παρακολουθεί με προσοχή.
Η γιαγιά κάθεται στην καρέκλα, κοιτάζει έξω και παίζει νευρικά με το κομπολόι της.
Ξαφνικά:
- Κώστα, Κώστα δώσ' μου τους παράδες μου! του λέει.
- Παράτα με!
- Κώστα, Κώστα δώσ' μου τους παράδες μου! του λέει.
- Παράτα με!
- Κώστα, Κώστα δώσ' μου τους παράδες μου!
- Σκάσε επιτέλους! φωνάζει τότε έξαλλος ο πατέρας και πετάει το σφυρί πάνω της. Εκείνο τη βρίσκει στο πρόσωπο.
- Ωχ! λέει η γιαγιά κι απ' τη μύτη της τρέχει αίμα.
Ο εγγονός πηγαίνει έντρομος κοντά της.
- Γιαγιά..., λέει.
- Για σένα τους φύλαγα τους παράδες, λέει εκείνη, για να σπουδάσεις... Και κλαίει.