Το γύρο του κόσμου κάνει η είδηση για τα
εκατοντάδες κρούσματα που σημειώθηκαν μεταξύ των – εποχικών αλλοδαπών ως
επί το πλείστον – εργαζόμενων μεγάλου εργοστασίου επεξεργασίας κρέατος
στη Γερμανία. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που αυτό συμβαίνει στη χώρα,
αλλά και διεθνώς με τις μεγαλύτερες συρροές κρουσμάτων να παρατηρούνται
σε αντίστοιχα εργοστάσια και σφαγεία στον Καναδά και τις ΗΠΑ, όπου
καταγράφηκαν 30000 κρούσματα του ιού μεταξύ των εργαζόμενων, ανάμεσά
τους και 1οο νεκροί.
Σύμφωνα με τον Πέτερ Σμιτ, επικεφαλής του διεθνούς τμήματος του γερμανικού συνδικάτου τροφίμων NGG, “Ολόκληρος ο κλάδος βρίσκεται σε έναν καταστροφικό αγώνα προς τα κάτω, οδηγούμενος από την αγορά και από τη ζήτηση του καταναλωτή για φτηνό κρέας”, προσθέτοντας πως τα εργοστάσια αυτά στη Γερμανία δουλεύουν με χαμηλόμισθους εποχικούς εργάτες από την Ανατολική Ευρώπη. “Οι εργασιακές συνθήκες εκεί είναι οι χειρότερες: κρύο, ο ένας δίπλα στον άλλο, δουλειά σε υψηλή ταχύτητα. Και οι κατοικίες είναι όπως στην εποχή της δουλείας. Αν το δούμε, βλέπουμε ανθρώπους να μοιράζονται κρεβάτια. Κάνεις μια 12ωρη βάρδια και μετά αλλάζεις”.
Η περιγραφή των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης των εργατών σε αυτές τις εργασιακές εστίες πανδημίας είναι ακριβής, ωστόσο ο εκπρόσωπος του συμβιβασμένου συνδικάτου αποφεύγει να καταγγείλει ανοιχτά την εργοδοσία και γενικά τη δίψα για το κέρδος, μιλώντας αόριστα για “αγορά” και ενοχοποιώντας μάλιστα εμμέσως πλην σαφώς τους φτωχούς καταναλωτές για τις επιλογές τους.
Το ζήτημα της εργασίας μεταναστών σε άθλιες συνθήκες βρίσκεται πίσω και από την έξαρση του ιού σε εργοστάσια κρέατος και σφαγεία στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, όπου σύμφωνα με το διάταγμα του προέδρου Τραμπ, τα εργοστάσια αυτά κρίθηκαν “αναγκαία” κι έτσι παρέμειναν ανοιχτά ακόμα κι όταν άλλες επιχειρήσεις είχαν βρεθεί σε λοκντάουν. Η πλειονότητα των εργαζόμενων είναι μετανάστες και πρόσφυγες, που μοιράζονται τη διαδρομή τους προς το εργοστάσιο ή και την ίδια κατοικία.
Παρά τους ισχυρισμούς των υπερασπιστών της εργοδοσίας του κλάδου ότι “η κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί” και έχουν ληφθεί πλέον τα κατάλληλα μέτρα προστασίας στα εργοστάσια, ο Μπεν Λίλιστον από το Ινστιτούτο Αγροτικής και Εμπορικής Πολιτικής δεν έχει την ίδια άποψη: “Ακόμα πεθαίνουν εργάτες εκεί. Τ εγγενές πρόβλημα είναι πως μένει ίδιος ο τρόπος λειτουργίας των συσκευαστηρίων”, υποστηρίζει. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί οι έλεγχοι από τις αρμόδιες υπηρεσίες, ενώ έχουν αυξηθεί οι ταχύτητες στη γραμμή παραγωγής. Τα κέρδη των εταιρειών αυτών βασίζονται στη στενή εγγύτητα και τη γρήγορη ταχύτητα με την οποία δουλεύουν οι εργάτες.
Ορισμένοι προσπαθούν να αποδώσουν τη μεγάλη μεταδοτικότητα του ιού στην ανακύκλωση του κρύου αέρα που υπάρχει σε αυτές τις εγκαταστάσεις, κάτι που ο Πέτερ Σμιτ χαρακτηρίζει “απόλυτη ανοησία”, προσθέτοντας πως “Προσπαθούν να βρουν δικαιολογίες για να αποφύγουν την ευθύνη. Γιατί δεν υπάρχουν επιδημίες στον κλάδο των γαλακτοκομικών σε αυτή την περίπτωση; Κι αυτές έχουν ψυχρά τμήματα, έχουν να κάνουν με τον κλάδο των κατεψυγμένων τροφίμων. Οι επιδημίες οφείλονται στις συνθήκες εργασίας.
Με πληροφορίες από Guardian
Σύμφωνα με τον Πέτερ Σμιτ, επικεφαλής του διεθνούς τμήματος του γερμανικού συνδικάτου τροφίμων NGG, “Ολόκληρος ο κλάδος βρίσκεται σε έναν καταστροφικό αγώνα προς τα κάτω, οδηγούμενος από την αγορά και από τη ζήτηση του καταναλωτή για φτηνό κρέας”, προσθέτοντας πως τα εργοστάσια αυτά στη Γερμανία δουλεύουν με χαμηλόμισθους εποχικούς εργάτες από την Ανατολική Ευρώπη. “Οι εργασιακές συνθήκες εκεί είναι οι χειρότερες: κρύο, ο ένας δίπλα στον άλλο, δουλειά σε υψηλή ταχύτητα. Και οι κατοικίες είναι όπως στην εποχή της δουλείας. Αν το δούμε, βλέπουμε ανθρώπους να μοιράζονται κρεβάτια. Κάνεις μια 12ωρη βάρδια και μετά αλλάζεις”.
Η περιγραφή των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης των εργατών σε αυτές τις εργασιακές εστίες πανδημίας είναι ακριβής, ωστόσο ο εκπρόσωπος του συμβιβασμένου συνδικάτου αποφεύγει να καταγγείλει ανοιχτά την εργοδοσία και γενικά τη δίψα για το κέρδος, μιλώντας αόριστα για “αγορά” και ενοχοποιώντας μάλιστα εμμέσως πλην σαφώς τους φτωχούς καταναλωτές για τις επιλογές τους.
Το ζήτημα της εργασίας μεταναστών σε άθλιες συνθήκες βρίσκεται πίσω και από την έξαρση του ιού σε εργοστάσια κρέατος και σφαγεία στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, όπου σύμφωνα με το διάταγμα του προέδρου Τραμπ, τα εργοστάσια αυτά κρίθηκαν “αναγκαία” κι έτσι παρέμειναν ανοιχτά ακόμα κι όταν άλλες επιχειρήσεις είχαν βρεθεί σε λοκντάουν. Η πλειονότητα των εργαζόμενων είναι μετανάστες και πρόσφυγες, που μοιράζονται τη διαδρομή τους προς το εργοστάσιο ή και την ίδια κατοικία.
Παρά τους ισχυρισμούς των υπερασπιστών της εργοδοσίας του κλάδου ότι “η κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί” και έχουν ληφθεί πλέον τα κατάλληλα μέτρα προστασίας στα εργοστάσια, ο Μπεν Λίλιστον από το Ινστιτούτο Αγροτικής και Εμπορικής Πολιτικής δεν έχει την ίδια άποψη: “Ακόμα πεθαίνουν εργάτες εκεί. Τ εγγενές πρόβλημα είναι πως μένει ίδιος ο τρόπος λειτουργίας των συσκευαστηρίων”, υποστηρίζει. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί οι έλεγχοι από τις αρμόδιες υπηρεσίες, ενώ έχουν αυξηθεί οι ταχύτητες στη γραμμή παραγωγής. Τα κέρδη των εταιρειών αυτών βασίζονται στη στενή εγγύτητα και τη γρήγορη ταχύτητα με την οποία δουλεύουν οι εργάτες.
Ορισμένοι προσπαθούν να αποδώσουν τη μεγάλη μεταδοτικότητα του ιού στην ανακύκλωση του κρύου αέρα που υπάρχει σε αυτές τις εγκαταστάσεις, κάτι που ο Πέτερ Σμιτ χαρακτηρίζει “απόλυτη ανοησία”, προσθέτοντας πως “Προσπαθούν να βρουν δικαιολογίες για να αποφύγουν την ευθύνη. Γιατί δεν υπάρχουν επιδημίες στον κλάδο των γαλακτοκομικών σε αυτή την περίπτωση; Κι αυτές έχουν ψυχρά τμήματα, έχουν να κάνουν με τον κλάδο των κατεψυγμένων τροφίμων. Οι επιδημίες οφείλονται στις συνθήκες εργασίας.
Με πληροφορίες από Guardian