Την εποχή της χρηματιστηριακής έκρηξης, κάπου εκεί στα τέλη του
προηγούμενου αιώνα, οι έλληνες έμαθαν ξαφνικά οικονομικά. Θέλοντας και
μη δηλαδή, αφού στην καθημερινότητά τους εισέβαλαν ένα σωρό άγνωστα ως
τότε πράγματα και όροι όπως μπλου τσιπ, λίμιτ απ, Ρ/Ε, υπεραπόδοση,
έκδοση υπέρ το άρτιο κλπ. Σήμερα, κάπου μια εικοσαετία αργότερα, η
σοβούσα καπιταλιστική κρίση έγινε αιτία οι έλληνες να εμπλουτίσουν τις
οικονομικές τους γνώσεις και να μάθουν για ΑΕΠ, για εξωτερικά ισοζύγια,
για μπέιλ άουτ και μπέιλ ιν, για δημοσιονομία, για πρωτογενή
αποτελέσματα και λοιπά. Βεβαίως, όπως γίνεται συνήθως, η έλλειψη
υπόβαθρου δεν αφήνει αυτή την γνώση να εισχωρήσει πολύ βαθύτερα από το
επίπεδο της επιδερμίδας αλλά αυτό δεν είναι κουσούρι αποκλειστικά των
ελλήνων.
Εν πάση περιπτώσει, ένα από τα πράγματα που μάθαμε είναι ότι στα χρόνια
της κρίσης το ΑΕΠ μας καταποντίστηκε στα 170 δισ. (πάνω-κάτω) από τα 230
δισ. (πάνω-κάτω), που είχε βρεθεί το 2008.Αν και δεν καταλαβαίνουμε
απόλυτα τι επιπτώσεις έχει κάτι τέτοιο, η αίσθησή μας ότι πρόκειται για
κάτι πολύ άσχημο είναι σωστή. Όμως, ποιά ακριβώς είναι τα κακά που
συνεπάγεται μια μείωση του ΑΕΠ;
Κατ' αρχάς, παραμορφώνει τους οικονομικούς δείκτες. Για παράδειγμα, το
2008 το δημόσιο χρέος βρισκόταν στα 260 δισ. (πάνω-κάτω) και το ΑΕΠ στα
230 δισ. ευρώ. Σε ποσοστιαία έκφραση, το χρέος βρισκόταν στο 113% του
ΑΕΠ. Ακόμη κι αν σήμερα το χρέος μας είχε παραμείνει στα 260 δισ. (που
δεν έχει), ποσοστιαία θα είχε σκαρφαλώσει στο 153%. Φυσικά, αυτή η
παραμόρφωση ισχύει και ανάποδα. Όταν, δηλαδή, αρχίσει να αυξάνεται το
ΑΕΠ, οι δείκτες καταχρέωσης θα μειώνονται και θα δώσουν δικαίωμα σε
κάποιους να ισχυριστούν ότι μείωσαν το χρέος, χωρίς στην πραγματικότητα
να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Πάμε παρακάτω. Το ότι σήμερα έχουμε κάπου 60 δισ. μικρότερο ΑΕΠ από το
2008, σημαίνει ότι μειώθηκαν αναλογικά και τα έσοδα του δημοσίου. Με
δεδομένο ότι στις καλές εποχές το 30% του ΑΕΠ καταλήγει στο δημόσιο,
αντιλαμβανόμαστε ότι μείωση 60 δισ. συνεπάγεται απώλεια 18 δισ. από τα
ταμεία του κράτους. Πρόκειται για ένα τεράστιο ποσό, επταπλάσιο εκείνου
που εισπράττεται κάθε χρόνο από τον ΕνΦΙΑ. Για να εξισορροπήσει την
απώλεια, το κράτος μειώνει τις κοινωνικές και άλλες δαπάνες και αυξάνει
την φορολογία, μιας και η πράξη δεν ενδιαφέρεται για τα ποσοστά αλλά για
τα ποσά.
Προχωρούμε. Στρογγυλεύοντας τα νούμερα και με απλές διαιρέσεις,
προσδιορίζουμε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του 2008 σε 20.000 ευρώ (πάνω-κάτω).
Με το στατιστικό δεδομένο ότι σε παραγωγική ηλικία βρίσκονται κάπου 4
στους 10 έλληνες, σε κάθε εργαζόμενο αναλογούν 50.000 από το ΑΕΠ. Κατά
συνέπεια, απώλεια 60 δισ. σημαίνει (άλλη μια απλή διαίρεση) απώλεια
κάπου 1.200.000 θέσεων εργασίας. Ως παραφερνάλια της μείωσης του ΑΕΠ,
λοιπόν, πρέπει να σημειώσουμε τόσο την αύξηση της ανεργίας όσο και την
εξ αυτής μείωση εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων.
Εδώ θα πει κάποιος ότι τα νούμερα είναι εξωπραγματικά, αφού κάπου
1.200.000 είναι το σύνολο των ανέργων και όχι η αύξησή τους σε σχέση με
το 2008. Δυστυχώς, στο σύνολο των ανέργων δεν προσμετρώνται (α)
μικρομαγαζάτορες, μικροβιοτέχνες και λοιποί έμποροι και ελεύθεροι
επαγγελματίες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να βάλουν λουκέτο, (β) όσοι
δουλεύουν 1-2 μέρες την εβδομάδα ή 2-3 ώρες την ημέρα και (γ) όσοι
βγαίνουν για πρώτη φορά προς αναζήτηση εργασίας. Εμείς, όταν μιλάμε για
"θέσεις εργασίας", αναφερόμαστε σε μόνιμη και πλήρη εργασία, όχι σε
δουλειές-τσόντες.
Και κάτι ακόμα, για να ολοκληρώσουμε την ματιά μας. Οι παραπάνω
αρνητικές επιπτώσεις της μείωσης του ΑΕΠ συνέβαλαν καταλυτικά τόσο στην
μείωση της αμοιβής της εργασίας όσο και στην μείωση της αξίας της
ακίνητης περιουσίας των ελλήνων. Από το 2008 μέχρι σήμερα η μέση αμοιβή
της εργασίας έχει υποχωρήσει κατά 30% τουλάχιστον ενώ άλλο τόσο έχει
μειωθεί η αξία των ακινήτων.
Ας πάμε τώρα στο διά ταύτα. Είναι σαφές ότι για να εξουδετερωθεί το κακό
πρέπει να μπούμε σε τροχιά ανάπτυξης, δηλαδή να ξαναρχίσει το ΑΕΠ να
αυξάνεται. Αυτό, βέβαια, μπορεί να γίνει μόνο με επενδύσεις, το προϊόν
των οποίων θα επανεπενδύεται και δεν θα διοχετεύεται σε μερικά θυλάκια.
Δυστυχώς, αυτό το θεωρητικό μοντέλο είναι πρακτικά αδύνατο να
λειτουργήσει σε συνθήκες μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας με δεκάδες
φορολογικούς παραδείσους, με τερατωδώς διογκωμένη χρημαστιστηριακή αγορά
παραγώγων και με δυσθεώρητο ύψος κεφαλαιοποιημένων κερδών, τα οποία
παραμένουν ακινητοποιημένα καθώς δεν υπάρχουν ελκυστικά πεδία
κερδοφορίας για να τοποθετηθούν.
Μια λύση θα ήταν η πραγματοποίηση επενδύσεων εκ μέρους του κράτους, ώστε
να ξαναπάρει μπρος η μηχανή, καθιστώντας το τοπίο ελκυστικό και για τα
ιδιωτικά κεφάλαια. Όμως, ούτε κι αυτό μπορεί να συμβεί, εφ' όσον σε ένα
καπιταλιστικό περιβάλλον, όπου επικρατούν οι νόμοι και οι κανόνες μιας
φρηντμανολάγνας Ευρωπαϊκής Ένωσης, οποιαδήποτε κεντρικά σχεδιασμένη
επένδυση είναι εξοβελιστέα και διά ροπάλου απαγορευμένη.
Άρα, λοιπόν, δεν υπάρχει διέξοδος; Φυσικά και υπάρχει. Είναι εκείνη που
προσφέρει μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, η οποία χαράσσεται με
γνώμονα την ικανοποίηση των πολιτών και όχι την συσσώρευση κερδών και η
οποία αδιαφορεί για τα θέσφατα τόσο του Κέυνς όσο και του Φρήντμαν, τα
οποία -έτσι κι αλλιώς- έχουν πλειστάκις αποδειχτεί ατελέσφορα. Μόνο πού
αυτό απαιτεί μια άλλη συζήτηση.