Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας
Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας
Απ΄τα χαράματα την ημέρα του Λαζάρου, το χωριό άλλαζε τόνο ζωής. Στις γειτονιές αντιλαλούσε ο σκοπός του Λάζαρη με τις γλυκιές και πολλές φορές παράφωνες φωνές των μικρών. Τα παιδιά από πολλές μέρες πριν βρίσκονταν στο πόδι. Έπρεπε να εξασφαλίσουν τη συντροφιά για το Λάζαρη! Ποτέ δεν πήγαινε κανένας μόνος. Έφτιαχναν συντροφιές δύο τριών ατόμων για καλύτερη απόδοση στο τραγούδι. Τα κάλαντα αυτά ήταν η πρώτη ευκαιρία να ψάξουν οι μικροί να βρουν το Βλάμη τους κι από τότε συνδέονταν για να παραμείνουν Βλάμηδες σε όλη τους τη ζωή. Μόλις έβρισκαν τη συντροφιά, το Βλάμη, ή τους Βλάμηδες, άρχιζαν την προπαίδεια για το τραγούδισμα των καλάντων, να μάθουν και τα λόγια, να τα τραγουδούν κι ωραία. Τρίτη φροντίδα τους ήταν να βρουν το καλάθι για τ΄αυγά. Λάζαρης σήμαινε αυγά, γιατί αυγά έδιναν οι νοικοκυρές. Ύστερα κατάστρωναν το σχέδιο πορείας στα σπίτια, από που θα αρχίσουν και που θα τελειώσουν. Τα παιδιά ήξεραν ποια θα δώσει και ποια είναι τσιγκούνα, ποια θα δώσει αυγά και ποια σύκα ή καρύδια ή μύγδαλα ή ζαχαρικά αλλά και ποιες πόρτες θα βρουν κλειστές. (…)
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια
ήρθε κι ο Χριστός από τη Βαθανία
Μάρθα κλαίει και Μαρία
Λάζαρον τον αδελφόν τους.
Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου
Κύριέ μου και Θεέ μου
δε θα πέθαιν΄ο αδελφός μου
και ο φίλος ο δικός Σου.
Βλέπει ο Χριστός το μνήμα
και δακρύζει παραχρήμα
Δεύρο έξω, Λάζαρέ μου
φίλε μου κι αγαπητέ μου.
Ήρθε ο Λάζαρος……………………
Πες μας Λάζαρε τι είδες
εις τον Άδην που επήγες.
είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.

ΧΡΗΣΤΟΥ Κ. ΠΑΝΤΟΥ: Γκρίμποβο, Ιστορία-Λαογραφία Κουρεντοχωρίων Ιωαννίνων – πηγή: ΠΥΡΡΟΣ
***
Κάλαντα Λαζάρου
Ήρθ” ο Λάζαρος, ήρθαν τα Bάγια
καλή μέρα σας, καλή σας μέρα.
Tώρα λάλησε πουλί κι αηδόνι
τώρα λάλησε και χελιδόνι.

ν-Εσένα πρέπ’ αφέντη μου ν-αυτά τα τρία ζευγάρια
τα ντρέχεις τα, τα σπέρνεις τα, γυρίζεις τριβολά τα.
Kαι σκάλωσεν ο κάτσινος στης νεραντζιάς τον κλώνο,
και σκάλωσεν τ’ αλέτρι μου στης νεραντζιάς τη ρίζα.
Πίσου μαύρε μ’, πίσου ξανθέ μ’, πίσου καραβουκύρη
μην πάρω τα κουδούνια σου και βάλω τα στο μαύρο μ’.
ν-Εγώ το μαύρο θέλω ντο, το μαύρο χρειάζομαί ντο
για να τον στέλνω στο γιαλό να κουβαλεί τις πέτρες.


Πού ’σαι Λάζαρε

– Πού ’σαι Λάζαρε, που είναι η φωνή σου
που σε γύρευε η μάνα κι η αδερφή σου.
– Ήμουνα στη γη, στη γη βαθιά χωμένος
κι από τους εχθρούς, εχθρούς βαλαντωμένος.

Bάγια, βάγια των Bαγιών
τρώνε ψάρια, τον κολιόν
και την άλλη Kυριακή
ψήνουν το παχύ τ’ αρνί.


Λάζαρος στη πόρτα σου

Λάζαρος στην πόρτα σου,
να σου ψοφήσ’ η κότα σου
κι α δε μου δώσεις έν’ αυγό
να σου ψοφίσουνε κι οι δυο.
Λάζαρος απελυτρώθη,
ανεστήθη κι εσηκώθη.
Πες μας Λάζαρε τι είδες
εις τον Άδη που επήγες;
Eίδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς μου, των χειλέων
γιατί δεν αντέχω πλέον.
Λύστε μου και τα χεράκια,
βγάλτε μου και τα κεράκια
για να δω, να ξαποστάσω,
το Θεό μου να φωνάξω.
Λάζαρέ μου, Λάζαρέ μου,
φίλε μου και αδερφέ μου,
τη Mαρία να φωνάξεις
και τη Mάρθα για να κράξεις.
Άνοιξε καλέ κυρά
του Λαζάρου μια φορά
και τ’ αυγό μες στο καλάθι
με το Λάζαρο ετάφη.


Ξύπνα Λάζαρε

Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
τώρα μέρα σου, τώρα χαρά σου.
Πού ’ν’ ο Λάζαρος και δεν εφάνη;
– Μες στη γης είναι βαθιά χωμένος
και με τους νεκρούς αποθαμένος.
– Δώστε μας αυγά να ευχηθούμε
κι οι κοτούλες σας πολλά γεννούνε
κι οι φωλίτσες τους δεν τα χωρούνε.

Πηγή: Δόμνα Σαμίου
Επιμέλεια: Οικοδόμος