Οι τοίχοι έχουν φωνή
Μία
βόλτα κατά μήκος του τελευταίου κομματιού της αγίου δημητρίου, από το ύψος της
ευαγγελίστριας ως την τριανδρία, μπορεί να προσφέρει υλικό για διάφορες σκέψεις
και συνειρμούς στο διαβάτη, με αφορμή τα συνθήματα που είναι γραμμένα στους
τοίχους του αχέπα, του καυτατζογλείου και του αριστοτελείου. Άσε που αν έχει
βρέξει κιόλας, μπορεί να μυρίσει καλοκαίρι με μπουγέλα, καθώς περνάνε με
ταχύτητα τα αυτοκίνητα και σε κάνουν μούσκεμα, τινάζοντας νερά από τις
λακκούβες και τα βουλωμένα φρεάτια. Που μπορείς να το κάνεις και μόνος σου αν
πατήσεις σε μια πλάκα-ζονκ, που δεν είναι στέρεα τοποθετημένη και σε πιτσιλάει
ευχάριστα, μουσκεύοντάς σε ως την κάλτσα. Κι εσύ έφαγες τα παιδικά σου χρόνια,
παίζοντας με μπουγελόφατσες ή νεροπίστολα. Ερασιτέχνες…
Ναι,
αλλά μη μου μιλάς για καλοκαίρια, για
ακρογιαλιές και αστέρια. Και επίσης «μη μου μιλάς για κλούβια ιδανικά»,
όπως λέει ένα βαρύ αναρχικό σύνθημα με σπρέι από το οποίο ξεκινά η συνειρμική
μας περιήγηση. Επειδή βέβαια ποτέ κανείς δε θα ‘ρθει να σου πει: «έλα να σου
μιλήσω για κλούβια ιδανικά», το σύνθημα προϋποθέτει πως κάποιος κρίνει με βάση
κάποιους κανόνες τι είναι και τι δεν είναι σάπιο –κάτι που ακούγεται ήδη κάπως
εξουσιαστικό για την αξιολογική κλίμακα του αναρχικού συνθηματογράφου. Ακόμα
και αν συμφωνούσαμε όμως πως μοιραζόμαστε τα ίδια ιδανικά μαζί του, δηλ μια
αταξική κοινωνία χωρίς κράτος κι εκμετάλλευση, πρέπει να μιλήσουμε –όχι
θεωρητικά αλλά πολύ πρακτικά- για το πώς θα φτάσουμε ως εκεί. Αλλιώς το σύνθημα
παραμένει πουκάμισο αδειανό και το ιδανικό μας κλούβιο.
Η
κεφαλαιογράμματη γραφή βέβαια (ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΚΛΟΥΒΙΑ ΙΔΑΝΙΚΑ) επιτρέπει ένα
λογοπαίγνιο, όπου βρίσκεται και το ζουμί της υπόθεσης, με τα κλούβια ιδανικά
και τα κλουβιά που φυλακίζουν την ελεύθερη σκέψη, ως βασικό σύμβολο του αστικού
κόσμου. Οι μόνες αξίες αυτής της
κοινωνίας, είναι οι φυλακές υψίστης ασφαλείας, όπως λέει ένα σύνθημα από
την απέναντι όχθη, στον τοίχο του καυταντζογλείου. Γιατί χωρίς κράτος δεν
υπάρχουν κρατήσεις ούτε κρατούμενοι (ένα το κρατούμενο). Η φυλακή όμως είναι
λίγο σχετική έννοια, καθώς μπορείς πολύ εύκολα να εγκλωβιστείς μόνος σου σε
φαντασιακές νησίδες και μικρόκοσμους, για να αποφύγεις τη μίζερη πραγματικότητα
που απορρίπτεις. Και το χειρότερο είναι πως πολλές φορές επιλέγουμε οικειοθελώς
τη… θαλπωρή της φυλακής, φροντίζοντας να κάνουμε όσο το δυνατόν πιο βολικό και
ευχάριστο το κλουβί μας, σε βαθμό που να δυσκολευόμαστε να το εγκαταλείψουμε,
εφόσον τεθεί τέτοιο ζήτημα. Αγάπα το κελί
σου και τρώγε το φαΐ σου, όπως έλεγαν παλιότερα και οι βετεράνοι
κομμουνιστές κρατούμενοι, σε πολύ διαφορετικά συμφραζόμενα βέβαια. Όλοι οι
άλλοι, που μένουμε ελεύθεροι, δεν έχουμε να χάσουμε παρά μόνο τις αλυσίδες μας.
Έλα όμως που είναι επίχρυσες, για να μας χρυσώνουν το χάπι, και δεν είναι πάντα
εύκολο να τις αποχωριστούμε.
Παρακάτω
συναντάς και το φαΐ που συμπληρώνει το κελί, σε ένα ακόμα αγωνιστικό σύνθημα,
με μια άμεση διεκδίκηση, που δε συνιστά ακριβώς διεκδίκηση, αλλά κάτι μεταξύ «μπριτς-κοκό» και «νια-νια-νια». Και πάει περίπου ως εξής: όλοι θα τρώμε στη λέσχη του
απθ, άνεργοι, φοιτήτριες και άλλοι από αλλού –ή κάτι παρόμοιο. Κανείς προφανώς
δεν χλευάζει την ανάγκη σίτισης των λαϊκών στρωμάτων, που όσο πάει, δυσκολεύει
και περισσότερο. Ούτε πρόκειται να σταθώ στο αν διεκδικεί να πετύχει μια
συλλογική κατάκτηση ή να περάσει με τσαμπουκά (που το βαφτίζουμε «με όρους κινήματος» κάτι για τον εαυτό
του. Στέκομαι όμως στην παιδιάστικη διατύπωση (που μπορεί να αντανακλά
αντιστοίχως και το επίπεδο σκέψης). Κι εγώ είχα σκεφτεί, θυμάμαι, σε μια τάξη
του δημοτικού κάτι στιχάκια για τις γιορτές, του στιλ «τι ωραία, τι καλά,
πορτοκαλάδες και γλυκά», αλλά δεν ήμουν τόσο περήφανος, που να τα γράψω σε
κάποιον τοίχο, για να τα μάθουν και άλλοι. Και αν το πρώτο σύνθημα έμοιαζε
κάπως βαρύθυμο, «μην του μιλάτε του
παιδιού», αυτό μαπίνει στην κατηγορία «μη
μιλάς άλλο για αγάπη, η αγάπη είναι παντού (και θα τρώμε όλοι πάντα, κει στη
λέσχη του απουθού»).
Λίγο
παραπέρα είναι το ιστορικό εγκαταλειμμένο κτίριο (αν είχε ποτέ δηλ κάποια αξία
χρήσης) απέναντι από το ιβανώφειο (που έγινε το φεστιβάλ της αραν). Εκεί που
κάποτε είχαν γράψει κάποια συμπαθή μουλάρια προεκλογικά αντι-ιμπεριαλιστικά
συνθήματα κατά της εοκ-εε και από κάτω την υπογραφή τους και το σήμα τους, με
το έναστρο σφυροδρέπανο. Πήγαν όμως τα δικά μας συνεργεία με τον ασβέστη κι
έξυσαν από τη φωτογραφία το αστεράκι και την παρένθεση, αφήνοντας άθικτο το
«κουκουέ» και όλο το υπόλοιπο σύνθημα (που σήμερα θα ήθελε συμπλήρωμα, «με
λαϊκή εξουσία»), σα να ήτανε δικό μας. Κι άντε να σε καταγγείλει δηλ το μου-λου
για σταλινικές μεθόδους… Κοιτάς λοιπόν το κτίριο και σχεδόν συγκινείσαι
βλέποντας να έχει μείνει ακόμα μισοσβησμένο το σύνθημα, να θυμίζει παλιές, μη
ένδοξες, αντεπαναστατικές εποχές.
Μετά
την κομμουνιστική παρένθεση, επιστρέφεις στη γνώριμη μαυρίλα, που τη σπάει μόνο
μία «μπλε αυτονομία» κι ένα άλλο χαριτωμένο, που λέει «ηρακλής και fuck the police». Έξω από το στάδιο, οι αναρχικοί έχουν
γράψει συνθήματα για τους απεργούς πείνας και τα αιτήματά τους για τους
φυλακισμένους συντρόφους τους –σχετικά με τις συνθήκες κράτησης ή την
αποφυλάκισή τους. Κι είναι ενδιαφέρον πώς θα καταφέρει ο σύριζα (ένα κόμμα που
πάει με όλα, και με τον αστυφύλακα και με τον χωροφύλακα) να ξεπεράσει αυτόν το
σκόπελο και τι θα κατάληξη θα έχει το θέμα τώρα που δεν είναι στα πράγματα μια
δεξιά ανάλγητη (αλλά μια «ευαίσθητη, αριστερή») κυβέρνηση.
Και
έτσι, με τη σκέψη σου να ταξιδεύει παράλληλα με εσένα, φτάνει στον προορισμό
σου, πριν καλά-καλά το καταλάβεις.
Ο
τίτλος και το περιεχόμενο της σημερινής ανάρτησης είναι εμπνευσμένα από την ομώνυμη στήλη στην προτελευταία σελίδα της εφημερίδας κόντρα, που μπορεί να μας
πλήγωσε όταν αύξησε την τιμή της σε1 ευρώ κι αργότερα σε ένα 1,30, όταν
σταμάτησε την κυκλοφορία της εκτός αθηνών ή όταν άλλαξε τη γραμματοσειρά της,
και μπορεί να έχει εμφανή εμπάθεια όταν μιλάει πχ για το κόμμα ή την εικοστή
οκτώβρη, αλλά παραμένει τουλάχιστον πιστή στο «μέτωπο της ελάχιστης κοινής λογικής» ενάντια στη φιλοκυβερνητική
υστερία των ημερών και διαθέτει τον πιο γλαφυρό και ρέοντα λόγο από κάθε άλλο
αντίστοιχο έντυπο, διατηρώντας το μαχητικό της χαρακτήρα και πάνω απ’ όλα την
πλάκα της –λέγοντας παντού και πάντα πχ τον υπουργό οικονομικών μπαρουφάκη ή
καθιερώνοντας στήλες όπως «η παπάρα της εβδομάδας».