26 Μαρ 2012



Η ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης και η συμβολή της ΕΠΟΝ
Στις 30 Γενάρη του 1943 ο αντιστράτηγος Αλεξάντερ Λερ, στρατιωτικός διοικητής των γερμανικών στρατιωτικών Δυνάμεων ΝΑ Ευρώπης εξέδωσε μια διαταγή η οποία μεταξύ άλλων έγραφε1: «1... Κάθε κάτοικος της Ελλάδας ηλικίας από 16-45 χρονών είναι υποχρεωμένος, όταν το απαιτήσουν οι συνθήκες, να αναλάβει δουλιά για γερμανικές ή ιταλικές υπηρεσίες που του υποδείχθηκε. Ανδρικές εργατικές δυνάμεις είναι υποχρεωμένες να εργαστούν κι έξω από τον μόνιμο τόπο κατοικίας τους, αν χρειαστεί σε κοινότητες στρατοπέδευσης. 2. Η πρόσκληση για την ανάληψη της δουλιάς γίνεται άμεσα από τις γερμανικές υπηρεσίες ή μέσω των εντεταλμένων απ' αυτές ελληνικών υπηρεσιών, ιδιαίτερα των επιθεωρήσεων εργασίας και των δημάρχων... Οποιος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις παραγράφους 1 και 2 τιμωρείται με χρηματική ποινή απεριορίστου ύψους, φυλάκιση ή ειρκτή ή με στρατόπεδο αναγκαστικής εργασίας»...
Το ζήτημα ήταν πάρα πολύ σοβαρό. Οι κάτοικοι της χώρας υποχρεώνονταν -εφόσον εφαρμοζόταν η διαταγή- να παρέχουν στις δυνάμεις κατοχής υπηρεσίες αδιευκρινίστου περιεχομένου χωρίς να αποκλείεται η χρησιμοποίησή τους για εργασίας εκτός Ελλάδας. Επρόκειτο για μια παλιά ιστορία που επανερχόταν στο προσκήνιο και είχε να κάνει με το φλέγον για τον ελληνικό λαό ζήτημα της πολιτικής επιστράτευσης, την οποία οι χιτλερικοί και ντόπιοι συνεργάτες τους επιθυμούσαν να πραγματοποιήσουν από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής. Ο στρατηγός Μπάκος για παράδειγμα, «υπουργός άμυνας» στην κυβέρνηση των Κουίσλιγκς, από το 1941 είχε μιλήσει για την ανάγκη αποστολής ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στο ανατολικό μέτωπο. Παρόμοιες αναφορές είχε κάνει και ο κατοχικός πρωθυπουργός Τσολάκογλου, ενώ δεν άργησαν να συγκροτηθούν και οι πρώτες φασιστικές οργανώσεις με σκοπό τη στρατολογία των Ελλήνων για τους πολεμικούς σκοπούς του φασισμού. Τέτοιες οργανώσεις ήταν η ΟΕΔΕ (Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος), ΕΣΠΟ (Εθνική Σοσιαλιστική Πολιτική Οργάνωσις) κ.ά.2 Ομως όλη αυτή η προσπάθεια δεν έγινε δυνατό να έχει αποτελέσματα αφού συντρίφτηκε πάνω στην αντίσταση του ελληνικού λαού κατά του κατακτητή, με την ανάπτυξη των ΕΑΜικών οργανώσεων και την πρόοδο του ένοπλου αντιστασιακού αγώνα του ΕΛΑΣ.
Η απειλή της επιστράτευσης επανέρχεται
Εκδήλωση και κατάθεση στεφανιών για τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης (5/3/1943)
Από τις αρχές του '43 το ζήτημα της επιστράτευσης απόκτησε επείγουσα σημασία για τους χιτλερικούς, δεδομένου ότι οι απώλειές τους στο σοβιετογερμανικό μέτωπο ήταν πολύ μεγάλες. Η χειμερινή επίθεση του Κόκκινου Στρατού είχε στεφθεί με επιτυχία και είχε κορυφωθεί με τη νίκη στο Στάλινγκραντ το Φλεβάρη του '43. Ετσι τα γερμανικά στρατεύματα χρειάζονταν νέες δυνάμεις που μπορούσαν να αναζητηθούν στις κατακτημένες χώρες.
Στις 19 Φλεβάρη ο Γκέμπελς δήλωνε: «Ο γερμανικός λαός δίνει το αίμα του, η υπόλοιπη Ευρώπη ας δώσει την εργασία της». Την επομένη, 20 του μηνός, στη γερμανική εκπομπή για την Ελλάδα υπήρχε η εξής ανακοίνωση: «Ο αρχηγός του τρίτου Ράιχ Αδόλφος Χίτλερ, εκτιμών τη γενναιότητα του ελληνικού λαού, την οποίαν επέδειξεν εις το πεδίον της μάχης, επιθυμεί να έχει τούτον συμπαραστάτην του εις την ιστορικήν πορείαν την οποίαν εχάραξεν διά τη δημιουργία ενός νέου κόσμου και ζητεί προς τούτο τη βοήθειάν του η οποία πρέπει να εκδηλωθεί κατά τρόπον ενεργητικόν και θετικόν»3.
Οι παραπάνω δηλώσεις φανέρωναν πως δεν ήταν πολύ μακριά η στιγμή που η επιστράτευση θα αποτελούσε, πλέον, γεγονός. Κι όντως δεν άργησε να γίνει κάτι τέτοιο. Το σχετικό διάταγμα της επιστρατεύσεως, στηριγμένο στη διαταγή του αντιστρατήγου Αλεξάντερ Λερ που προαναφέραμε, δόθηκε στη δημοσιότητα στις 23 Φλεβάρη του 1943, και προέβλεπε την επιστράτευση Ελλήνων πολιτών για εργασία στην υπηρεσία των κατακτητών. Επρόκειτο για την αποκαλούμενη εργατική επιστράτευση - συνέχεια της οποίας, φυσικά, θα ήταν η αποστολή επιστρατευμένων Ελλήνων εκτός συνόρων της Ελλάδας. Το διάταγμα, μεταξύ άλλων, έλεγε:
«Επί τη βάσει της υπό του Φύρερ και Ανωτάτου Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων χορηγηθείσης μοι εξουσιοδοτήσεως διατάσσω τα κάτωθι:
Αρθρον 1ον. Εκαστος κάτοικος της Ελλάδος, ηλικίας 16-45 ετών είναι υποχρεωμένος, εάν το απαιτήσουν αι περιστάσεις ν' αναλάβη υποδεικνυομένην εις αυτόν εργασίαν διά γερμανικάς ή ιταλικάς υπηρεσίας... Οι άνδρες είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται έξω του τόπου της μονίμου κατοικίας, συνεκροτημένοι εις συμβιωτικάς ομάδας στρατοπέδου, εάν απαιτηθή το τοιούτον.
Άρθρον 2ον. Η πρόσκλησις προς ανάληψιν εργασίας γίνεται υπό των γερμανικών υπηρεσιών ή απ' ευθείας υπό των εντεταλμένων προς τούτο ελληνικών υπηρεσιών, ιδίως επιθεωρήσεων εργασίας Δημάρχων...».
Για τους μη συμμορφούμενους προς τα ανωτέρω άρθρα προβλεπόταν: «...χρηματικήν ποινή ή φυλάκισιν ή ειρκτήν ή στρατόπεδον καταναγκαστικών έργων»4.
Η οργάνωση της αντίστασης - Το βάπτισμα του πυρός για την ΕΠΟΝ
Οταν το διάταγμα στάλθηκε, το βράδυ 22 Φλεβάρη, για να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, οι οργανώσεις των εργατοϋπαλλήλων του Εθνικού Τυπογραφείου ειδοποίησαν την ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ5. Ετσι το ΕΑΜικό κίνημα βρέθηκε σε ετοιμότητα ούτως ώστε να αποτρέψει τον τεράστιο κίνδυνο που απειλούσε το λαό.
Ολες οι ΕΑΜικές εφημερίδες ξεκίνησαν καμπάνια ενημέρωσης, το ίδιο και οι ΕΑΜικές οργανώσεις, από τη νεο-ιδρυμένη ΕΠΟΝ ως το Εργατικό ΕΑΜ, που έπαιξε κορυφαίο ρόλο στην κινητοποίηση των εργαζομένων.
Η μάχη ενάντια στη χιτλερική επιστράτευση άρχισε με τη συντονισμένη απεργία και διαδήλωση στις 24 του Φλεβάρη, όταν οι εργατοϋπάλληλοι σταμάτησαν την εργασία τους και χιλιάδες λαού κατέβηκαν στο κέντρο της Αθήνας για να διαδηλώσουν μπροστά στο πολιτικό γραφείο του κατοχικού πρωθυπουργού Κ. Λογοθετόπουλου, στο Εργατικό Κέντρο και στο υπουργείο Εργασίας.
Η ορμή του λαού ήταν ασυγκράτητη εκείνη τη μέρα, όπως άλλωστε και τις επόμενες. Ομάδες διαδηλωτών εισέβαλαν στα παλαιά ανάκτορα και κατέκλυσαν τα κυβερνητικά γραφεία, ενώ ο κύριος όγκος της διαδήλωσης κατευθύνθηκε στο υπουργείο Εργασίας - που τότε ήταν στη διασταύρωση των οδών Μπουμπουλίνας και Τοσίτσα. «Στη διαδήλωση - γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας6- πήραν μέρος 60-70 χιλιάδες αθηναϊκού λαού. Οταν αυτή έφτασε έξω από το υπουργείο Εργασίας μίλησαν αντιπρόσωποι του ΕΑΜ. Ανάμεσά τους και η ΕΠΟΝίτισσα Νίκη (πριν μία μέρα είχε ιδρυθεί η ΕΠΟΝ), η πρώτη ομιλήτρια της ΕΠΟΝ, που ενθουσίασε τους νέους». Μετά τις ομιλίες οι διαδηλωτές κατέλαβαν το υπουργείο κι έβαλαν φωτιά στα αρχεία του με τους καταλόγους των υποψηφίων προς επιστράτευση. Αυτό ήταν η αρχή. Την άλλη ημέρα το πρωί ο «Ριζοσπάστης» σε έκτακτη έκδοσή του καλούσε το λαό να συνεχίσει τον αγώνα για να ματαιώσει τον κίνδυνο της πολιτικής επιστράτευσης7.
Τις επόμενες μέρες θα ακολουθήσουν απεργίες εργαζομένων, υπαλλήλων του Δημοσίου (όπως των υπαλλήλων της τηλεφωνικής εταιρίας), ενώ η νεολαία έδωσε το δικό της ξεχωριστό «παρών», με τους μαθητές στην πρώτη γραμμή που συνέχιζαν την πολυήμερη αποχή τους από τα σχολεία, που την είχαν αρχίσει στις 22 Φλεβάρη.
Στις 25 του Φλεβάρη8 συνεχίστηκαν οι συγκεντρώσεις κατά ομάδες σχολείων. Το απόγευμα μετά από συγκέντρωση 6-7 σχολείων στο λόφο του Παγκρατίου τα παιδιά ξεκίνησαν τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο με συνθήματα κατά της επιστράτευσης, κρατώντας σε συναγερμό τη γειτονιά. Τότε τους ρίχτηκαν οι «γκλοριόζοι» με προτεταμένα τα περίστροφα και με φωνές - «via! via!». Μπροστά προχωρούσε ο μικρός μαθητής του 5ου Γυμνασίου Γιάννης Δρακόπουλος. Οι καραμπινιέροι ρίχτηκαν με λύσσα απάνω του μα το παιδί δε δείλιασε. Τότε τον πυροβόλησαν. Το αγόρι έπεσε στο δρόμο πληγωμένο βαριά. Τα άλλα παιδιά όρμησαν ασυγκράτητα πάνω στους Iταλούς φασίστες που το 'βαλαν στα πόδια ντροπιασμένοι. Το ίδιο βράδυ στο Πολιτικό Νοσοκομείο που τον είχαν μεταφέρει, ο μικρός αγωνιστής ξεψύχησε. Ο πρώτος νεκρός μαθητής της Αντίστασης. Στις 26 Φλεβάρη, μέρα Σάββατο, οι μαθήτριες της «Λεύτερης Νέας», ΕΠΟΝίτισσες τώρα, πήγαν συνταγμένες στο σπίτι του Δρακόπουλου στην οδό Ερεσού, κρατώντας στις αγκαλιές τους τα πρώτα λουλούδια της άνοιξης. Ο κόσμος είχε βγει στα παράθυρα κι έκλαιγε. Αλλοι μαθητές εκείνη τη μέρα έγραψαν σε πολλά σημεία της οδού Ερεσού: Οδός Γιάννη Δρακόπουλου.
Ο λαός αντί να κάμπτεται, μέρα με τη μέρα πολλαπλασίαζε τις εκδηλώσεις αντίδρασης κατά του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης. Ετσι ο κατοχικός υπουργός Εσωτερικών Α. Ταβουλάρης ανακοίνωσε ότι οι συγκεντρώσεις θα διαλύονται με τη χρήση όπλων, το ιταλικό φρουραρχείο προειδοποιούσε ότι οι διαδηλωτές θα τιμωρούνταν με βαρύτατες ποινές και η γερμανική διοίκηση σε μια προσπάθεια να σπείρει τον τρόμο πραγματοποιούσε στις 3 Μάρτη παρέλαση μιας θωρακισμένης ταξιαρχίας. Λίγες ώρες μετά ο λαός και η νεολαία θα έδιναν σ' όλους αυτούς ένα μοναδικό μάθημα. Η δυναμική αναμέτρηση πραγματοποιήθηκε στις 5 του Μάρτη.
Η 5η του Μάρτη
«Η Επιτροπή Πόλης της ΚΟΑ - γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας9- είχε την πληροφορία ότι στις 5 του Μάρτη 1943 ο Λογοθετόπουλος θα αναγγείλει επίσημα από το ραδιοφωνικό σταθμό πως αποφασίστηκε η πολιτική επιστράτευση. Η ΕΠ της ΚΟΑ, που συνεδρίασε το πρωί της 4 του Μάρτη αποφάσισε να απαντήσει επίσημα στους κατακτητές με την παλλαϊκή πανεθνική διαδήλωση της Αθήνας. Ο Νίκος Πλουμπίδης, μέλος τότε του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, έκανε την εισήγηση - πρόταση στη συνεδρίαση αυτή της ΕΠ της ΚΟΑ και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην οργάνωση και καθοδήγηση της ιστορικής διαδήλωσης της 5ης Μάρτη 1943». Χωρίς αργοπορία, τα όργανα του αντιστασιακού κινήματος, οι ΕΑΜικές οργανώσεις, οι οργανώσεις του Εργατικού ΕΑΜ, της Πανυπαλληλικής, οι οργανώσεις του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ κινητοποιήθηκαν για να ξεσηκώσουν το λαό. Ηδη από τις κινητοποιήσεις των προηγούμενων ημερών φαινόταν πως το σύνθημα της γενικής απεργίας είχε ωριμάσει σ' όλη την κατεχόμενη Ελλάδα και σε σύσκεψη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ με τους γραμματείς των οργανώσεων Αθήνας - Πειραιά, αφού έγιναν οι σχετικές με την κατάσταση διαπιστώσεις, δόθηκε η ανάλογη κατεύθυνση: Γενική Πολιτική Απεργία και Παλλαϊκή διαδήλωση για τις 5 Μάρτη με κεντρικό αίτημα τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης. «Από το μεσημέρι της Τρίτης 4 του Μάρτη - γράφει ο Ν. Πλουμπίδης σε σημείωμά του γραμμένο μέσα στη φυλακή στις 5/3/1954 - δεκάδες χιλιάδες λαϊκοί αγωνιστές βρίσκονταν σε πυρετώδη κίνηση. Τα τυπογραφεία και οι πολύγραφοι δούλευαν αδιάκοπα. Πλακάτ, σημαίες, συνθήματα ετοιμάστηκαν. Τα σχέδια πορείας του κάθε κλάδου καταστρώθηκαν. Χιλιάδες προκηρύξεις και τρυκ μοιράστηκαν. Οι συνδέσεις των διαφόρων κρίκων κανονίστηκαν. Τα ΧΩΝΙΑ τότε εφευρέθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή. Ολοι οι τομείς, όλα τα γρανάζια της πολύπλοκης και πολύπλευρης μηχανής τέθηκαν σε κίνηση κι άρχισαν ταχύτατα και κανονικά»10.
Στις 5 του Μάρτη ξέσπασε η θύελλα. Η γενική απεργία υπήρξε καθολική. Ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά βρίσκεται στους δρόμους. Τα πλακάτ υψώνονται με σύνθημα «Κάτω η επιστράτευση!». Οι δρόμοι γεμίζουν με χιλιάδες προκηρύξεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Ο «Ριζοσπάστης» εκείνη τη μέρα θα κυκλοφορήσει δύο φορές καλώντας το λαό σε συναγερμό ως τη νίκη.
Οι διαδηλωτές, που υπολογίζονται πάνω από 300 χιλιάδες, κατέλαβαν και πάλι το υπουργείο Εργασίας κι έκαψαν τις καταστάσεις εργατών που ήταν για επιστράτευση. Ο εχθρός θα απαντήσει στη λαϊκή έκρηξη με τα όπλα. Ο «Ριζοσπάστης» την επομένη11, σε έκτακτη έκδοσή του μιλούσε για 12 νεκρούς και πάνω από εκατό τραυματίες, αλλά στην πραγματικότητα οι νεκροί υπερέβαιναν τους 18 και οι τραυματίες υπολογίζονταν σε 135.
Παρόμοιος λαϊκός ξεσηκωμός θα πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, σε Καλαμάτα, Σπάρτη, Κόρινθο και αλλού. Η επιστράτευση τελικά θα ματαιωθεί!
Στη μάχη της 5ης του Μάρτη ξεχωριστή ήταν η παρουσία της ΕΠΟΝ, που της ανήκει μεγάλο μερίδιο από τη νίκη. «Στις διαδηλώσεις στις 5 του Μάρτη - γράφει η ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ στο πρώτο της φύλλο12- είχαμε άπειρα παραδείγματα της μαχητικότητας του ηρωισμού, της αυτοθυσίας της νέας γενιάς». Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας αναφέρονται θύματα που είχε η ΕΠΟΝ στη διαδήλωση, ενώ εκφράζεται η εξής εκτίμηση για τη δράση της οργάνωσης σ' όλη τη διάρκεια του αγώνα κατά της πολιτικής επιστράτευσης: «24 Φλεβάρη και 5 Μάρτη! Να δύο ημερομηνίες που θα μείνουν ιστορικές. Κι αξέχαστες. Δυο μέρες που ο αθηναϊκός και πειραιώτικος λαός με τα νιάτα του αγωνίστηκε και σάρωσε τα σχέδια των καταχτητών και επέβαλλε τη θέλησή του. Η νέα γενιά συμμετείχε σε πρωτοφανή όγκο και μαχητικότητα σ' αυτές τις μάχες. Η 5 του Μάρτη ακόμα αποτέλεσε το πρώτο βάφτισμα της ''Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων'' ΕΠΟΝ. Μια μεγάλη διαδήλωση νέων κοριτσιών και παιδιών διέσχισε τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας με κραυγές ''ΚΑΤΩ Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ - ΕΠΟΝ, ΕΠΟΝ"».
Στο ίδιο φύλλο της ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ, γράφονται ορισμένα στιγμιότυπα από τη δράση των νέων στη διαδήλωση.
«-- Στις διαδηλώσεις στις 5 του Μάρτη είχαμε άπειρα παραδείγματα της μαχητικότητας, του ηρωισμού και της αυτοθυσίας της νέας γενιάς.
-- Μια νέα εργάτρια ανεβαίνει πρώτη σε μια αντλία, αρπάζει το λάστιχο και προσπαθεί να καταβρέξει τους φασίστες. Αψηφώντας το πολυβόλο. Φωνάζει: "Αδέλφια μη φοβάστε. Ολοι μαζί, πάνω τους".
-- Τρεις Γερμανοί ορμούν να πιάσουν ένα νέο που κρατούσε σ' ένα κοντάρι μια επιγραφή. Ο νέος ξεκολλάει γρήγορα το πανί και με το κοντάρι ρίχνεται στα τρία χιτλερικά χτήνη και τους ξαπλώνει κάτω με σπασμένα κεφάλια.
-- Στη γωνιά Σοφοκλέους και Πολυκλήτου, μια κοπέλα ρίχνει βροχή από πέτρες στους φασίστες που την πυροβολούν. Σ' ένα σπίτι πηγαίνουν πατριώτες ένα νέο 17 χρονών βαριά τραυματισμένο με διαμπερές. Η σπιτονοικοκυρά κλαίει. Ο ήρωας την κοιτάζει στα μάτια και λέει: "Μην κάνεις έτσι... Δεν είναι τίποτα... Κι έπειτα κάθε αγώνας έχει και τα θύματά του... Είμαι υπερήφανος...". Πριν προφθάσει ν' αρθρώσει την τελευταία φράση ξεψύχησε σαν ήρωας που εχτελεί το καθήκον του ως την τελευταία του πνοή.
-- Ενας αστυνομικός ρωτήθηκε "χτύπησες κι εσύ"; Απάντησε "πού να προφθάσω; Αντί να χτυπήσω μ' έδειρε μια μαθήτρια".
-- Στη γωνία Αθηνάς και Λυκούργου Ιταλοί στρατιώτες κυνηγούν τρία κορίτσια. Μερικά πιτσιρίκια κάνουν αλυσίδα με τα χέρια τους και τους φράζουν το δρόμο. Οι γενναίοι του Ντούτσε χτύπησαν τα παιδάκια. Μα τα τρία κορίτσια βρήκαν την ευκαιρία και ξέφυγαν».
1. Μάρτιν Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό - Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 165
2. Π. Ρούσου: «Η Μεγάλη Πενταετία», τόμος Α' σελ. 277 κ.α.
3. «Ιστορία της Αντίστασης 1940-45», εκδόσεις ΑΥΛΟΣ, τόμος 2ος, σελ. 676
4. Τ. Βουρνά: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1940-1945», εκδόσεις Τολίδη, σελ. 264-265, Σ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», τόμος Α' σελ. 292-293 κ.α.
5. Σπ. Κωτσάκη: «Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 106
6. Β. Μπαρτζιώτα: «Η Εθνική αντίσταση στην Αδούλωτη Αθήνα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 122
7. «Ριζοσπάστης» 25/2/1943, («Ριζοσπάστης περίοδος 1941-1945 - Κατοχή - Δεκεμβριανά», Εκδόσεις «Ριζοσπάστης» - «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 63)
8. Πέτρος Ανταίος: «Συμβολή στην ιστορία της ΕΠΟΝ», εκδόσεις Καστανιώτης, τόμος β' σελ. 29
9. Β. Μπαρτζιώτα, στο ίδιο σελ. 123
10. «Ριζοσπάστης» 5/3/1978
11. «Ριζοσπάστης» 6/3/1943, σελ. 67
12. ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ, 22/3/1943, ανατύπωση «Ρ» 23/2/2003

Μετοχική εταιρία και μονοπώλιο


Μετοχική εταιρία και μονοπώλιο
Στο προηγούμενο άρθρο μιλήσαμε για τη μετοχική εταιρία και το συνεταιριστικό εργοστάσιο στον καπιταλισμό, ως οικονομικές μορφές, τις οποίες διερεύνησε ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», που «πιστοποιούν ότι η εξέλιξη των σχέσεων παραγωγής έφτασε σε ένα ανώτατο στάδιο, επομένως δεν υπάρχει άλλο περιθώριο αλλαγής μορφής για να "χωρέσουν" τις αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις. Πρόκειται για την έναρξη του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού ή της εποχής του χρηματιστικού κεφαλαίου».
Ο Ενγκελς στον 3ο τόμο του «Κεφαλαίου»,(σελ. 552 - 553), αναφέρει διευκρινιστικά, σχετικά με τη διερεύνηση από τον Μαρξ της μορφής της μετοχικής εταιρίας στον καπιταλισμό και το γεγονός ότι οδηγεί στο μονοπώλιο, τα εξής:
«Από τότε που ο Μαρξ έγραψε τα παραπάνω, (σ.σ. για τη μετοχική εταιρία) έχουν, όπως είναι γνωστό, αναπτυχθεί νέες μορφές της βιομηχανικής επιχείρησης, που εκπροσωπούν το δεύτερο και τον τρίτο βαθμό της μετοχικής εταιρίας. Στην καθημερινά αυξανόμενη ταχύτητα, με την οποία μπορεί να αυξηθεί σήμερα η παραγωγή σε όλους τους τομείς της μεγάλης βιομηχανίας αντιτάσσεται η διαρκώς αυξανόμενη βραδύτητα της επέκτασης της αγοράς γι' αυτά τα αυξημένα προϊόντα. Αυτά που παράγει η βιομηχανία μέσα σε λίγους μήνες είναι ζήτημα αν η αγορά μπορεί να τα απορροφήσει μέσα σε λίγα χρόνια... Οι συνέπειες είναι γενική χρόνια υπερπαραγωγή, χαμηλές τιμές, κέρδη που πέφτουν ή ακόμα και κέρδη που εξαφανίζονται ολότελα. Κοντολογίς, η ανέκαθεν περιβόητη ελευθερία του συναγωνισμού βρίσκεται στα τελευταία της και υποχρεώνεται να αναγγείλει η ίδια την ολοφάνερη σκανδαλώδη χρεοκοπία της. Και γίνεται αυτό μάλιστα με το ότι σε κάθε χώρα οι μεγαλοβιομήχανοι ενός ορισμένου κλάδου συνενώνονται σε ένα καρτέλ για τη ρύθμιση της παραγωγής... Σε μεμονωμένες περιπτώσεις συγκροτήθηκαν, μάλιστα, από καιρό σε καιρό και διεθνή καρτέλ, όπως λ.χ. ανάμεσα στην αγγλική και γερμανική σιδηροπαραγωγή. Αλλά ακόμα και αυτή η μορφή της κοινωνικοποίησης της παραγωγής δεν επαρκούσε. Η αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στις διάφορες φίρμες διασπούσε πολύ συχνά τη συνένωσή τους και αποκαθιστούσε πάλι το συναγωνισμό. Ετσι, σε μερικούς κλάδους, στους οποίους το επέτρεπε η βαθμίδα της παραγωγής, έφθασαν ως το σημείο να συγκεντρώσουν σε μια μεγάλη μετοχική εταιρία με ενιαία διεύθυνση όλη την παραγωγή αυτού του κλάδου. Στην Αμερική αυτό έγινε ήδη πολλές φορές, στην Ευρώπη το μεγαλύτερο παράδειγμα αυτού του είδους ως τώρα είναι το παράδειγμα του "United Alcali Trust", που συνένωσε στα χέρια μιας μόνο φίρμας όλη τη βρετανική παραγωγή αλκαλικών. Οι πρώην ιδιοκτήτες των - πάνω από τριάντα - ξεχωριστών εργοστασίων πήραν για όλες τους τις εγκαταστάσεις σε μετοχές την αξία τους, όπως εκτιμήθηκε, συνολικά κάπου 5 εκατομμύρια λίρ. στ., που αποτελούν το πάγιο κεφάλαιο του τραστ. Η τεχνική διεύθυνση βρίσκεται στα ίδια ως τώρα χέρια, η διαχειριστική διεύθυνση όμως είναι συγκεντρωμένη στα χέρια της Γενικής Διεύθυνσης. Το κυκλοφοριακό κεφάλαιο (floating capital) ύψους κάπου ενός εκατομμυρίου λίρ. στ. διατέθηκε για πούληση στο κοινό. Ετσι το συνολικό κεφάλαιο του τραστ έφτασε τα 6 εκατομμύρια λίρ. στ. Ετσι στον κλάδο αυτό, που αποτελεί τη βάση όλης της χημικής βιομηχανίας, ο συναγωνισμός στην Αγγλία αντικαταστάθηκε από το μονοπώλιο, που προπαρασκεύασε με τον πιο ευχάριστο τρόπο τη μελλοντική απαλλοτρίωση από μέρους της συνολικής κοινωνίας, του έθνους».
Η εμφάνιση της μετοχικής επιχείρησης, ως αποτελέσματος της κοινωνικοποίησης της παραγωγής, είναι η βάση εμφάνισης και ανάπτυξης των μονοπωλίων, που αναπτύσσονται και σε διεθνικό επίπεδο, όπως παραστατικά το περιγράφει ο Ενγκελς και όπως αργότερα ανέπτυξε και ο Λένιν.
Σ' αυτή την παραστατική περιγραφή του Ενγκελς, αναδεικνύονται μια σειρά ζητήματα όπως αυτό της κρίσης. Η υπερπαραγωγή και η αδυναμία της αγοράς να την απορροφήσει, η πτώση των κερδών, ακόμη και η εξαφάνιση κερδών. Αυτή η κατάσταση αποτυπώνει τα σημάδια της οικονομικής κρίσης στον καπιταλισμό. Η αδυναμία της αγοράς να απορροφήσει την παραγωγή και μέσων παραγωγής και ειδών κατανάλωσης οφείλεται στο γεγονός ότι κάθε καπιταλιστική επιχείρηση, επιδιώκοντας να αυξήσει τα κέρδη της, (οι καπιταλιστές παράγουν για το κέρδος, αυτός ο νόμος κινεί τον καπιταλισμό), αυξάνει την παραγωγή, χωρίς να γνωρίζει εκ των προτέρων αν τα εμπορεύματα θα πουληθούν στην αγορά, χωρίς να γνωρίζει τις ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής στο σύνολό τους. Απ' αυτή την άποψη η παραγωγή είναι άναρχη. Ταυτόχρονα, η κατανάλωση από την εργατική τάξη έχει ένα όριο, το οποίο δημιουργείται από τις σχέσεις εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας και όχι από την αναγκαιότητα κάλυψης όλων των αναγκών της. Για παράδειγμα, η άνοδος της ανεργίας, αντικειμενική τάση στον καπιταλισμό, η μείωση των μισθών, η αύξηση των τιμών μειώνουν την αγοραστική δύναμη. Ετσι εμφανίζεται η υπερπαραγωγή, που δεν μπορεί να πουληθεί στην αγορά.
Αυτή η εξέλιξη είναι αποτέλεσμα της όξυνσης της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού, ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής και στην καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της. Η παραγωγή είναι κοινωνική, αλλά τα αποτελέσματά της, τα κέρδη, τα ιδιοποιείται η κάθε καπιταλιστική επιχείρηση, το κάθε μονοπώλιο. Εχει την τάση να αυξάνει την παραγωγή για περισσότερα κέρδη, αλλά η αγορά δεν μπορεί να απορροφήσει όλη την παραγωγή. Ετσι, επέρχεται η οικονομική κρίση, με την τεράστια καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και πρώτ' απ' όλα της εργατικής δύναμης.
Για παράδειγμα, στις σύγχρονες συνθήκες, εμφανίζονται κλάδοι ολόκληροι με ζημιές στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες, (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική, ενέργεια, αερομεταφορές, χάλυβας στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ιαπωνία, τη Γερμανία, τη Γαλλία). Ετσι σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εργασίας των ΗΠΑ για την ανεργία, το ποσοστό της έφτασε το 6% το μεγαλύτερο της τελευταίας επταετίας. Υπολογίζεται ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν περικόψει περισσότερες από ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας στη διάρκεια της ύφεσης που άρχισε το Μάρτη του 2001. Επίσης έως τα μέσα του 2002 είχαν καταθέσει αίτηση πτώχευσης 113 αμερικάνικες εταιρίες εισηγμένες στο χρηματιστήριο, ενώ αναμένονταν έως το τέλος του 2002 να προστεθούν άλλες 200. Είναι ρεκόρ της 10ετίας. Στη Γερμανία υπολογιζόταν ότι οι πτωχεύσεις εταιριών θα ξεπερνούσαν τις 40.000 στον ίδιο χρόνο. Εχουμε, λοιπόν, καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων.
Βεβαίως, άλλο παράδειγμα καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων είναι η αναγκαστική μείωση της αγροτικής παραγωγής, μέσα από τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τις ποσοστώσεις και τα πρόστιμα, αν η παραγωγή αυξηθεί, μέτρα που οδηγούν στο ξεκλήρισμα της αγροτιάς.
Ο καπιταλισμός, εκτός από την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, εμποδίζει την ανάπτυξή τους, αν δεν του αποφέρουν κέρδη. Παράδειγμα, τα ιατρικά μηχανήματα, και εξοπλισμοί, που η πλατιά αξιοποίησή τους θα βελτίωνε αποφασιστικά την υγεία του λαού, υπάρχουν και χρησιμοποιούνται μόνο στο βαθμό που η υγεία εμπορευματοποιείται αποφέροντας κέρδη, (ιδιωτικά νοσοκομεία, εργαστήρια κλπ.).
Αλλο ζήτημα που περιγράφει ο Ενγκελς είναι η εμφάνιση του μονοπωλίου, που σημαίνει κατάργηση του ελεύθερου συναγωνισμού, ανάμεσα στους ατομικούς καπιταλιστές, αφού μετοχική εταιρία και μονοπώλιο σημαίνει συλλογική ιδιοκτησία κεφαλαίου. Ετσι, μερικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, αντί να επιδιώκουν, καθεμιά ξεχωριστά, μέσω του ανταγωνισμού να απαλλοτριώσει η μια την άλλη, συνενώνουν τις δυνάμεις τους. Αυτό απαιτεί η αυξανόμενη κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Μ' αυτό τον τρόπο απαλλοτριώνουν μικρότερους καπιταλιστές. Ετσι το μονοπώλιο κυριαρχεί. Αλλά δεν καταργεί το συναγωνισμό, («και αυτή η μορφή της κοινωνικοποίησης της παραγωγής δεν επαρκούσε. Η αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στις διάφορες φίρμες διασπούσε πολύ συχνά τη συνένωσή τους», λέει ο Ενγκελς).
Ολα αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει αντιστοιχία παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Αποδεικνύουν ότι η βασική αντίθεση του καπιταλισμού έχει οξυνθεί στο έπακρο. Αυτή η πραγματικότητα αποκαλύπτει την αναγκαιότητα της αλλαγής των σχέσεων παραγωγής.
Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η εξέλιξη, δηλαδή η μετοχική εταιρία, το μονοπώλιο, «προπαρασκεύασε με τον πιο ευχάριστο τρόπο τη μελλοντική απαλλοτρίωση από μέρους της συνολικής κοινωνίας, του έθνους». Είναι η μορφή που αποκαλύπτει τις δυνατότητες οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής στο επίπεδο ολόκληρης της χώρας, («της συνολικής κοινωνίας, του έθνους», ή όπως έλεγε ο Μαρξ σε μια «σε περισσότερο ή λιγότερο εθνική κλίμακα»). Απ' αυτή τη σκοπιά είναι μεταβατική μορφή για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό.

Υποκρισίες ... και συγνώμες



Υποκρισίες ... και συγνώμες
Ο Ιωάννης Παύλος ο δεύτερος, ο τελευταίος αλάθητος πάπας της Ρώμης, πριν από μερικές μέρες, ζήτησε συγνώμην από την ανθρωπότητα για τα λάθη που διέπραξαν οι χριστιανοί κατά τη διάρκεια των αιώνων. Η διατύπωση της ομιλίας του ποντίφικα ήταν γραμμένη με τρόπο πολύ επιδέξιο, αποφεύγοντας με διπλωματικότατο τρόπο να πει τα πράγματα με το όνομά τους.
Είπε:Συγνώμην, για την 4η Σταυροφορία.
Ομως, εάν δεν απατώμεθα, ο πάπας Ινοκέντιος ο Γ` δεν ήταν εκείνος που την ευλόγησε και ενεθάρρυνε τους «πιστούς» να χύσουν τόνους αίματος των αθώων ανθρώπων, αίμα που πότισε τη γη, τη γη που ανατρίχιασε από την απανθρωπιά των ανθρώπων και κατέληξε με την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας; Τι ήταν οι «ευλογημένοι» σταυροφόροι»; Ευσεβείς πλιατσικολόγοι, που με την ..«ιερή» αγανάκτησή των έκλεψαν, βίασαν, φόνευσαν, με το πρόσχημα της κατάκτησης των Αιών Τόπων. Ο Ινοκέντιος όμως, από το 1216 κοιμάται «εν ...ειρήνη» (;) και δεν μπορεί να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με τη «συγνώμην», που ζητά ο Ιωάννης Παύλος ο Β` εκ μέρος του.
Συγνώμην, για τη στάση των χριστιανών κατά τη διάρκεια του Β` Παγκοσμίου Πολέμου.
«Λυπάται» μισόν αιώνα και κάτι αργότερα η καθολική εκκλησία, που δε μίλησε για τη γενοκτονία των Εβραίων, και ας μην είναι αλήθεια. Διότι είτε φωναχτά, είτε ψιθυριστά συναίνεσε. Είπε: «Αφανίστε τους Εβραίους». Οπως είχε πει και η Ιερά Εξέταση: «Κάψτε τους Εβραίους, τους αιρετικούς, τις μάγισσες και όλους όσους βρείτε στο δρόμο σας. Μην αφήσετε τίποτε. Ο τρομερός Τουρκεμάδα, δικός σας άνθρωπος δεν ήταν, παναγιότατε;
Συγνώμην, για τα «λάθη» που έκαναν οι Χριστιανοί στη Λατινική Αμερική!
...Οι οποίοι δεν είχαν σκοπό να βλάψουν τους ιθαγενείς, αστεία πράγματα, να προσηλυτίσουν τους απολίτιστους ήθελαν μονάχα, και επειδή φαίνεται ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως, τους βασάνισαν μεθοδικά ...χριστιανικά, και «ευλαβικά» τους αφάνισαν. Τους λεηλάτησαν, τους λήστεψαν, τους πήραν τη γη τους, αφού, πρώτα, τους ήπιαν, σε «άγιο» δισκοπότηρο φυσικά, το αίμα. Από ...αγάπη για το θεό το έκαναν, γι' αυτό και ο πάπας ζητά συγνώμην. Ο Θεός όλων αυτών των καθολικών ληστών, των τυχοδιωκτικών καθαρμάτων, είχε χρώμα χρυσαφένιο και διέθετε απέραντες, αχανείς εκτάσεις, ήπειρο ολόκληρη, την οποίαν αποφάσισε να τους την εκχωρήσει δωρεάν ...για να έχουν και χρήμα και χώρο, έτσι ώστε να «λειτουργούν» ...κατανυκτικά, ευλαβικά, σεμνά, και να κηρύττουν το λόγο του θεού τους, το λόγο του χρήματος.
Συγνώμην, πάπα μου, αλλά δεν πιστεύω στην ειλικρίνεια της συγνώμην σου. Τώρα, τι είχες μέσα στο σύνθετο και πολυμήχανο μυαλό σου και ποιοι ήταν οι πραγματικοί λόγοι που αναγκάστηκες να καταρρίψεις το «αλάθητο» του διαδόχου σου, διότι αυτό έκανες στην ουσία, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω.
Εκείνο που σίγουρα ξέρω είναι ότι εδώ, στην Ελλάδα, λέμε ότι: «Από τη στιγμή που βγήκε το συγνώμην, χάθηκε το φιλότιμο». Σκέψου παναγιότατε, σε πεντακόσια χρόνια από σήμερα, ο προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας να ζητήσει συγνώμην, που δεν «ήξερε» και δεν είχε ενημερωθεί για τις ...ευλαβικές πράξεις των πιστών του. Να ισχυριστεί ότι αγνοούσε πως το ευσεβές ποίμνιόν του έκαιγε βιβλία, ότι είχε μεσάνυχτα για το θεάρεστον έργο της χούντας την περίοδο '67 - '73, και γι' αυτό να ζητήσει συγνώμην. Ελεος, για το Θεό!
Επειδή η συγνώμην του Ιωάννη Παύλου του Β` προκάλεσε οργή και αγανάκτηση, πήραμε από τη βιβλιοθήκη μας ένα εξαιρετικό βιβλίο που λέγεται: «Η Καταστροφή των Ινδιάνων» του Βαρθολομαίου ντε λας Κάζας(Εκδόσεις «Στοχαστής»).
Ο επίσκοπος Ντε Λας Κάζας τα είδε όλα, ήταν αυτόπτης μάρτυρας των απερίγραπτων πράξεων των χριστιανών. Κάθε σελίδα και μια χριστιανική ντροπή, κάθε πράξη τους και ένα δάκρυ κυλά από το μάτι του αναγνώστη, καθώς διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου. Ανοίγουμε στην τύχη τη σελίδα 49 και διαβάζουμε το κεφάλαιο «Νέα Ισπανία».
«Το έτος 1517 ανακάλυψαν τη Νέα Ισπανία και αυτοί που την ανακάλυψαν έγιναν αιτία για μεγάλες διαταραχές και θανάτους ανάμεσα στους Ινδιάνους. Το έτος 1518, αυτοί που λέγονταν χριστιανοί άρχισαν να λεηλατούν. Πάντα, λέγοντας ότι σκοπεύουν να συνοικήσουν. Από το 1542, η κάθε παρανομία, η κάθε αδικία, η κάθε βιαιότητα και τυραννία έγιναν στους Ινδιάνους από τους χριστιανούς, ξεχείλισαν, έφτασαν στο αποκορύφωμα. Οι ζημιές και οι αγριότητες, οι φόνοι και καταστροφές, το ξερίζωμα των κατοίκων, οι κλεψιές, οι τυραννικές πράξεις που έκαναν στο βασίλειο της Μεγάλης Στεριάς είναι τόσο πολυάριθμες και σοβαρές, που, ό,τι και αν έχουμε πει, δεν είναι τίποτε σε σύγκριση με ό,τι γίνεται...».
Ετσι, λοιπόν, με μια συγνώμην δεν καθαρίζει κανείς με την ιστορία. Με τα κατορθώματά σας, αγαπητέ ποντίφικα, το μόνο που επιτύχατε ήταν να μας κάνετε ερυθρόδερμους. Διότι, πιστέψτε μας, επειδή μας έχει απομείνει λίγη ευαισθησία, ερυθριάζουμε, κάθε φορά που διαβάζουμε για τις ανατριχιαστικές πράξεις των ομοθρήσκων μας και γελάμε με την υποκρισία που κρύβει η συγνώμη σας.

Εις υγείαν
Τι θα λέγατε για ένα Φιξ, ή για περισσότερα από ένα; Τι είναι το Φιξ. Ούτε και εμείς γνωρίζαμε πριν από λίγο καιρό, αλλά τώρα μάθαμε. Το Φιξ είναι ένα σορτ ντρινκ με βάση ένα απόσταγμα ή ποτό και χυμό φρούτου. Σερβίρεται σε ποτήρια γεμάτα τριμμένο πάγο και γαρνίρεται με κομματάκια ανανά.
Μπράντι Φιξ: 1/2 Κονιάκ, 1/4 τσέρι μπράντι, 1/4 χυμός λεμονιού και πολλά παγάκια. Ρίχνετε τα υλικά στο σέικερ και τα χτυπάτε καλά.
Σάντα Κρους Φιξ: 3/5 ρούμι, 1/5 χυμός λεμονιού, 1/5 χυμός ανανά και παγάκια. Σερβίρουμε πάντα σε ποτήρια γεμάτα τριμμένα πάγο και γαρνίρουμε με κομματάκια ανανά.
Ουίσκι Φιξ: 3/5 μπέρμπον, 2/5 χυμός λεμονιού, μια κουταλιά της σούπας χυμός ανανά και παγάκια. Χτυπάμε τα υλικά στο σέικερ, σερβίρουμε σε ποτήρια γεμάτα πάγο τριμμένο και γαρνίρουμε με φλούδα λεμονιού και ένα κερασάκι.
Το κερασάκι είναι το κυριότερο. Δε δίνει γεύση αλλά δίνει χρώμα. Εις υγείαν.

Μικρές ιδέες...
Τα παιδία παίζει...
Το παιχνίδι είναι απαραίτητο στη ζωή ενός παιδιού, τόσο απαραίτητο όσο και η άθληση. Οταν τα δύο συνδυάζονται τόσο το καλύτερο. Γι' αυτό: Με όποιο σπορ ή παιχνίδι και αν καταγίνεται το παιδί σας, θα πρέπει να είναι κατάλληλα εξοπλισμένο και να έχει διδαχτεί τους βασικούς κανόνες ασφάλειας του αθλήματος και να είχε πάρει σωστές οδηγίες για την καλή και σωστή οδική κυκλοφορία. Αν κάνει πατινάζ ή ποδήλατο, βεβαιωθείτε ότι τρέχει στον ειδικό χώρο και όχι σε επικίνδυνους δρόμους και ότι φέρει τον προστατευτικό εξοπλισμό που χρειάζεται(κράνος, επιγονατίδες, γάντια κλπ.). Τα παιδιά που είναι κάτω των δέκα ετών πρέπει να κάνουν ποδήλατο μόνο μέσα σε κήπους, πάρκα ή ειδικούς χώρους. Ποτέ στο δρόμο. Ακόμη: όχι ποδήλατα στο πεζοδρόμιο. Οταν το παιδί αγοράζει για πρώτη φορά ποδήλατο, πάρτε του ένα με βοηθητική ρόδα. Ετσι θα αποκτήσει εμπιστοσύνη και θα πάρει τον αέρα του. Καλύτερα να μη βάζει στην πίσω σχάρα φίλους, η σέλα θα πρέπει να είναι καλά προσαρμοσμένη, έτσι ώστε τα πόδια του παιδιού να αγγίζουν το έδαφος. Τα φρένα να τα έχετε ελέγξει προσεκτικά, ενώ τα λάστιχα να είναι πάντα καλά φουσκωμένα. Τα φτερά θα πρέπει να είναι καλά στερεωμένα στο σκελετό για να μην υπάρχει περίπτωση να γλιστρήσουν μέσα στις ακτίνες. Και εσείς διακριτικά και από απόσταση να βρίσκεστε κοντά του....
...για αξέχαστες γεύσεις
Ενα υπέροχο πιάτο που είχαμε την τύχη να απολαύσουμε σε ένα κέντρο που έπαιζε Φάντους στη Λισαβόνα, ένα πιάτο, που ούτε θυμούμαστε πώς το ζητήσαμε και, που μόλις γυρίσαμε το φτιάξαμε αμέσως, χωρίς να πάρουμε από πουθενά τη συνταγή. Η νοσταλγία της υπέροχης γεύσης ήταν ο καλύτερος οδηγός μαγειρικής. Κόβουμε ένα κιλό κρέας σε μικρά κομματάκια και τα πλένουμε καλά. Επειτα βάζουμε λίγο λάδι στην κατσαρόλα, ρίχνουμε το κρέας και το ροδίζουμε. Βάζουμε αλάτι, πιπέρι, μερικά φύλα δάφνης, και δεντρολίβανο. Το σβήνουμε με λεμόνι. Επειτα ρίχνουμε τα τρία τέταρτα μιας μπουκάλας κόκκινο ή λευκό κρασί και αδειάζουμε δυο σακουλάκια κουκουνάρια. Τα αφήνουμε να ψηθούν καλά. Οταν το κρέας είναι έτοιμο το ξεχωρίζουμε από το ζουμί μέσα στο οποίο βράζουμε το ρύζι, που πρέπει να είναι σπυρωτό. Επειτα; Μα υπάρχει άλλο έπειτα από τη μεγάλη απόλαυση ενός εξαιρετικού γεύματος;

«Καθ' οδόν». Στα βήματα του Πεσσόα
«Ουδέν ταχύτερον της φαντασίας» , λένε. Και ίσως να έχουν δίκιο. Ας μας επιτραπεί να προσθέσουμε: Ταχύτερη όντως είναι, δαπανηρή δεν είναι, οδυνηρή, όμως ενίοτε είναι. Και πολύ μάλιστα. Αυτήν την Κυριακή αποφασίσαμε να πάμε μακριά, να «πεταχτούμε» μέχρι την Πορτογαλία. Γιατί; Ανασηκώνουμε τους ώμους, κάνουμε τους ανήξερους. Ισως μας οδηγεί εκεί το εξαιρετικό βιβλίο το Φερνάντο Πεσσόα, που ξαναδιαβάζουμε, ίσως τα βήματά μας να τα κατευθύνει ο τρομερός νόστος που μας κυρίευσε. Ποιος μπορεί να ξέρει με ακρίβεια πώς και πού κρύβεται η νοσταλγία, πώς μας παραπλανά, πώς μας τυραννά, πώς μας κυβερνά και πώς μας ξαφνιάζει με την απότομη εμφάνισή της;
Μαγική, θλιμμένη, ρομαντική, φανταστική και πραγματική η Λισαβόνα, μάς περιμένει. Συνήθως οι ποιητές έχουν μια άλλη αίσθηση και μια ικανότητα να διακρίνουν μια μελλοντική κατάσταση, που είναι αόρατη σε μας τους κοινούς, απλούς ανθρώπους. Βλέπουν πέρα από το τώρα.. Βλέπουν, προβλέπουν και γράφουν: Ο Φερνάντο Πεσσόα έγραφε σε κάποια στιγμή που η κατάθλιψη τον είχε κυριεύσει: Εάν πεθάνω, δε θα λείψω σε κανένα. Κανείς δε θα πει: "Από χτες η πόλη άλλαξε..."».
Ομως έκανε λάθος. Η μορφή του χαράχτηκε για πάντα σαν μια σοφή, υπέροχη ρυτίδα πάνω στο μελαγχολικό πρόσωπο της πορτογαλικής πρωτεύουσας. Δεν ξέρουμε αν από τότε που πέθανε ο Πεσσόα, η πόλη άλλαξε πραγματικά. Ενα είναι σίγουρο: Οι Πορτογάλοι τον τίμησαν και δεν το θυμούνται, όπως επίσης βέβαιο είναι, ότι άθελά του επηρέασε και άλλαξε τον «άγνωστο αναγνώστη» του. Του έκανε μετάγγιση της ποίησής του. Ετσι, και εμείς οι άγνωστοι στρατιώτες της ανάγνωσής μας αλλάξαμε από τη στιγμή που αρχίσαμε να μας απασχολεί η πολυσύνθετη σκέψη του Πεσσόα. Και πέρσι, όταν διαβάσαμε το βιβλίο του Χοσέ Σαραμάνγκου «Ο θάνατος του Φερνάντο Ρέις» βρεθήκαμε πιο κοντά στον Πεσσόα, κοντύτερα στη γη της Πορτογαλίας.

Μα ας μην καθυστερούμε, ούτε χρόνο έχουμε, ούτε και χώρο για πολλές σκέψεις-αποσκευές. Πάμε. Την ιστορία της θα την πούμε έτσι στα όρθια καθώς θα πετούμε προς τα εκεί. Ενα από το πιο παλιά κράτη της Ευρώπης, που ιδρύθηκε το 1139. Οταν τον 5ο αιώνα κατέρρευσε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η χερσόνησος κατακλύστηκε αρχικά από γερμανικά φύλα και στη συνέχεια το 711, από Μαυριτανούς. Η στρατιωτική επανάκτηση από τα χριστιανικά βασίλεια του Βορρά άρχισε τον 11ο αιώνα. Το νέο βασίλειο επεκτάθηκε μέχρι το Αλγκάρβε (Τι υπέροχο μέρος!) και τότε άρχισαν οι Πορτογάλοι ναυτικοί να εξερευνούν τα παράλια της Αφρικής και τον Ατλαντικό. Η χώρα έφτασε στο ζενίθ της κατά τη βασιλεία του Εμμανουήλ του Α΄ , με το ταξίδι του Βάσκο ντα Γκάμα στην Ινδία, το 1498, και την ανακάλυψη της Βραζιλίας, το 1500. Στα 1580 η Ισπανία εισέβαλε στην Πορτογαλία και οι Ισπανοί βασιλείς κυβέρνησαν τη χώρα για 60 ολόκληρα χρόνια. Και μετά ήρθαν χειρότερες μέρες. Οι κακές μέρες για τη χώρα, που την άφησαν φτωχή. Στα 1807 ο Ναπολέων εισβάλλει, ενώ στα 1825 η Πορτογαλία θρηνεί την απώλεια της Βραζιλίας. Το 1910 η επανάσταση καταργεί τη μοναρχία. Το 1926 οι στρατιωτικοί ανατρέπουν τη νόμιμη κυβέρνηση, ενώ από το 1928 έως το 1968 διοικεί ο δικτάτορας Αντόνιος Σαλαζάρ. Την άνοιξη του 1974 μια άλλη ευωδιά γεμίζει τον αέρα. Τα «Γαρίφαλα» επαναστατούν και ο δρόμος για τη δημοκρατία ανοίγει. Είναι πανέμορφη πόλη. Είναι μια πόλη σοβαρή, χωρίς πολλά μπιχλιμπίδια, είναι μια πόλη αξιαγάπητη, είναι μια πόλη που σαν πέσει η νύχτα η σπαρακτική μουσική τουΦάντου σε προσκαλεί. Σε καλεί να νοσταλγήσεις, να επιθυμήσεις, να μελαγχολήσεις, για κάτι που έζησες και χάθηκε οριστικά ή για κάτι που με όλη σου την καρδιά επιθύμησες αλλά ποτέ δε γεύτηκες.

Μιαν άλλη Κυριακή, όταν έχουμε καιρό, θα επισκεφτούμε το Νότο, την επαρχία τουΑλγκάρβε. Σήμερα, ξεχαστήκαμε, και μόνο μέχρι τη Σίντρα θα φτάσουμε. Θα τριγυρίσουμε την πανέμορφη αλλά και γραφική πόλη, θα περπατήσουμε στο κατεστραμμένο «Καστέλος ντος Μόουρους» (χτισμένο από τους Μαυριτανούς τον 8ο αιώνα) και φυσικά θα ανέβουμε στο εθνικό πάρκο της Σίντρα για να επισκεφτούμε το επιβλητικό και αξέχαστο«Παλάσο ντα Πένα», που χτίστηκε στα τέλη του 14ου αιώνα από τον Ιωάννη τον Α΄, ενώ ο Εμμανουήλ ο Α΄ έκανε μεγάλες προσθήκες το 16ο αιώνα. Η σταδιακή ανοικοδόμηση του ανακτόρου συνετέλεσε στην εκπληκτική μείξη των αρχιτεκτονικών ρυθμών. Δε λέμε ποτέ αντίο στην Πορτογαλία, παρά μόνον «Εις το επανιδείν».


Ιστορικές μαρτυρίες για την Επανάσταση



Ιστορικές μαρτυρίες για την Επανάσταση

Ο Ρήγας Φεραίος
ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ, όπως το ξέρουμε μέσα από την επίσημη ιστορική παράδοση, μοιάζει με τ' ανεστραμμένο είδωλο που βλέπουμε να καθρεφτίζεται στα θαμπά νερά μιας λίμνης. Είναι βέβαια η ίδια η εικόνα, μα δοσμένη από την ανάποδη. Για να γνωρίσουμε το αληθινό Εικοσιένα, πρέπει να σκύψουμε σε κείμενα που προετοίμασαν το σηκωμό, σ' αυτά που γράφτηκαν όσο βρόνταγε το καριοφίλι και στ' απομνημονεύματα των αγωνιστών - του Μακρυγιάννη, του Κοσομούλη, του Κολοκοτρώνη, του Περραιβού, στου Σπηλιάδη και άλλων.
Τα δύο '21
Από τη μελέτη εκείνων των γεγονότων ακόμα και από τα λαϊκοεπαναστατικά τραγούδια εκείνης της περιόδου βγαίνει το συμπέρασμα ότι δύο ήταν τα εικοσιένα: το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων και το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων. Το πρώτο ήταν σπορά από το «Δίκαιο του ανθρώπου» του Ρήγα Βελεστινλή, πάνω στο άλλο πέφτει βαρύς ίσκιος της «Πατρικής διδασκαλίας» του Πατριάρχη της Αγίας Πόλης Ιερουσαλήμ κυρ Ανθίμου - Γρηγορίου.
Το Εικοσιένα ήταν μια επανάσταση με εθνικοκοινωνικό χαρακτήρα. Γι' αυτό και δεν ήταν έργο της άρχουσας τάξης που ήθελε υπόδουλους τους ραγιάδες, μα του δυναστευμένου λαού και των πιο φωτισμένων πρωτοπόρων του. Ορισμένοι απ' αυτούς, όπως ο Κοραής, πίστευαν πως το έθνος θα λυτρωνόταν από τον οθωμανικό ζυγό με την παιδεία κι άλλοι, οι πιο ρεαλιστές, όπως ο Ρήγας Φεραίος και οι σύντροφοί του, με τον ένοπλο αγώνα.
Οι Κοτζαμπάσηδες και ο ανώτερος κλήρος, εκτός από εξαιρέσεις, κράτησαν εχθρική στάση τόσο στο διαφωτισμό του λαού - ραγιά, όσο και στην εξέγερσή του και τούτο διότι φοβούνταν μη χάσουν τα προνόμιά τους.
Υπήρχαν δίπλα σ' αυτούς άνθρωποι, κυρίως νησιώτες που είχαν αποκτήσει πλούτο, δύναμη και επιρροή - η λεγόμενη εμποροναυτική τάξη. Δεν ήταν εχθροί της εθνικής παλιγγενεσίας. Τρέμοντας το βιος που καζάντισαν υποστήριζαν πως δε χρειάζεται να ξεσηκωθεί το έθνος. Πίστευαν ότι θα του χαρίσουν τη λευτεριά του οι ισχυροί της γης.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης
Ο λαός όμως, που στέναζε κάτω από το διπλό ζυγό, του αγά και του κοτζάμπαση, έβλεπε διαφορετικά τα πράγματα. Γι' αυτό ο κάθε χρόνος που πέρναγε μέσα στη σκλαβιά - «ακόμα τούτη η άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι, ραγιάδες, ραγιάδες...» - ήταν μια μαχαιριά στην καρδιά του. Πάνω του είχαν πέσει τα αρπαχτικά - μπέηδες και προύχοντες ρουφώντας το αίμα του. Αγγαρείες, χαράτσια, ξυλοδαρμοί και κάθε είδους εξευτελισμοί δεν έλειπαν από τον φτωχό ραγιά. Οι κοτζαμπάσηδες ήταν πιο σκληροί και βάναυσοι από τους Τούρκους. Εισέπρατταν μεγαλύτερους φόρους και ταυτόχρονα εξαπαντούσαν και τους Τούρκους.
Ο ανώνυμος συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας» ανιστορεί με τα πιο μελανά χρώματα το τι τραβούσαν οι ραγιάδες από τους Τούρκους, τους κοτζαμπάσηδες και το Ιερατείο. Οι κοτζαμπάσηδες πιστά τσιράκια των Τούρκων, τυραννούσαν ανελέητα το λαουτζίκο. Γι' αυτό και δίκαια οι αγωνιστές της Επανάστασης τους έλεγαν τουρκοκοτζαμπάσηδες. Ηταν Τούρκοι στην ψυχή και στην καρδιά και μόνο το όνομά τους ήταν χριστιανικό. Φέρονταν και ζούσαν όπως οι αφεντάδες τους και τιμή τους λογάριαζαν τη φιλία του αγά και έπαινό τους κι αξιοσύνη τους το ξεζούμισμα του ραγιά.
Μπροστά στη διπλή τυραννία, δεν έμεινε άλλο στο ραγιά, παρά ν' αρπάξει το ντουφέκι και να βγει στα βουνά. Εκεί φύσαγε ο αέρας της λεβεντιάς και της ελευθερίας που απαθανάτισαν τα δημοτικά μας τραγούδια.
Το κοινωνικό περιεχόμενο του Εικοσιένα το παραδέχονται κι οι πιο αντιδραστικοί ιστορικοί - κι ας γυρεύουν να το θάψουν ο Παπαρηγόπουλος κι ο Τρικούπης. Ο Σπηλιωτάκης γράφει: «Ευθύς εξαρχής, από δυναστικής ή πολιτικής, εγένετο (η ελληνική επανάσταση) και κοινωνική...» (Σπηλιωτάκης «Η κρίσις»).
Η άρνηση του κοινωνικού περιεχομένου της Επανάστασης είναι η άρνηση της ίδιας της αλήθειας. Τώρα, αν κατάφεραν να πνίξουν το κοινωνικό της περιεχόμενο είναι ένα άλλο ζήτημα.
Προετοιμασία μετ' εμποδίων
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης περνάει τον Προύθο
Οταν πέθανε ο Σκουφάς, οι σύντροφοί του προτείνουν τον Καποδίστρια να γίνει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Ο Καποδίστριας αρνιέται. Αναλαμβάνει την ευθύνη ο Ξάνθος και προσφέρει την αρχηγία στον ελληνικής καταγωγής αξιωματικό, τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, που υπηρετούσε με το βαθμό του στρατηγού στο ρωσικό στρατό. Είχε ξεχωρίσει για την τόλμη του και την παλικαριά του στους ναπολεόντειους πολέμους, χάνοντας το δεξί του χέρι το 1813 στη μάχη της Δρέσδης.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν πατριώτης με φιλελεύθερες ιδέες. Φεύγει από την Πετρούπολη κι έρχεται στη Βεσαραβία, όπου εκεί πάνε να τον βρούνε οι φιλικοί, Αναγνωστόπουλος, Παπαφλέσας, Περραιβός κ.ά. Αποφασίζουν να ξεσηκώσουν όλους τους λαούς των Βαλκανίων ενάντια στη σουλτανική τυραννία. Ταυτόχρονα, στέλνεται ο Παπαφλέσας στο Μοριά, με εντολή να ξεσηκώσει στα άρματα ως τις 25 Μαρτίου του 1821. Ηταν μια πετυχημένη εκλογή. Απ' όπου περνούσε άναβε φωτιές. Φτάνει στην Υδρα και στις Σπέτσες. Ομως οι κυρίαρχοι των δύο αυτών νησιών ούτε θέλουν ν' ακούσουν για αγώνα.
Ο Παπαφλέσας (Γρηγόριος Δικαίος) μίλησε με τον Αντώνη Οικονόμου στην Υδρα και τον Γιώργη Πάνου στις Σπέτσες, που από καιρό ήταν μπασμένος στο πνεύμα της Φιλικής Εταιρείας. Ετοιμάζεται να περάσει στο Μοριά. Το μαθαίνουν οι προύχοντες και αποφασίζουν να προλάβουν το «κακό» και βάζουν ανθρώπους στα διάφορα μέρη να τον σκοτώσουν. Μα ο Παπαφλέσας μυρίζεται τους σκοπούς τους και ξεμπαρκάρει στ' Ανάπλι όπου υπήρχαν μόνο Τούρκοι. Και μεταμφιεσμένος πότε σε μπέη και πότε σε ζητιάνο φεύγει για το Αργος και ανταμώνει με τον αδελφό του, τον κλεφτοκαπετάνιο Νικήτα Φλέσα. Τραβάει με εφτά αρματωμένους για την Κόρινθο και μηνάει στα μεγάλα καλπάκια του Μοριά να μαζευτούν να τους μιλήσει από μέρος του Αλ. Υψηλάντη.
Ο Νικ. Σκουφάς
Οι προύχοντες του ζητούν α 'άρθει στη Βοστίτσα (Αίγιο) αποφασισμένοι να μην τον αφήσουν ν' ανάψει φωτιά στο Μοριά. Μαζεύονται στις 26 Γενάρη 1821 στο σπίτι του Αντρέα Λόντου και ο Παπαφλέσας τούς δείχνει τα πληρεξούσια γράμματα του Υψηλάντη, που μ' αυτά τον αποκαθιστούσε «άλλο του εγώ» στο Μοριά. Τους διαβάζει τις προσταγές του Υψηλάντη να ετοιμάσουν 25.000 στράτευμα. Τ' ακούνε οι κοτζαμπάσηδες και τους σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής τους. Δίνουν τέλος στην πρώτη τους συνάντηση και την επομένη παίρνει το λόγο ο δεσπότης Παλαιών Πατρών Γερμανός και βάζει σαν πληρεξούσιος κι όλων των άλλων έντεκα ερωτήματα στον Παπαφλέσα - μια πεπονόφλουδα το καθένα. Ο Παπαφλέσας, προσπαθώντας να τους ενθουσιάσει, τους απάντησε, πως όλα τα 'χε προβλέψει η Αρχή.
Στη συνέχεια το λόγο παίρνει ο άρχοντας Αντρέας Ζαΐμης ο οποίος αμφιβάλλει για το ότι τα όσα τους είπε ο Παπαφλέσας πως δε στέκονται και ότι θα πάρουν το έθνος στο λαιμό τους. Τα λόγια του Ζαΐμη βρίσκουν σύμφωνους όλους τους άλλους.
- Χάνεται το έθνος μας αν ξεσηκωθούμε, φώναξαν, γιατί τίποτα δεν είναι έτοιμο.
Ξαναπαίρνει τότε το λόγο ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, το βαρύ πυροβολικό των αρχόντων, και λέει:
- Πού πολεμοφόδια; Πού όπλα; Πού χρήματα πολυάριθμα; Πού στρατός πεπαιδευμένος; Πού στόλος εφοδιασμένος;
Και αφού προσπάθησε να σπείρει την απαισιοδοξία του στους παρευρισκόμενους κατέληξε με τούτα δω τα λόγια: «... Αλλ' εις την εποχήν ταύτην οποία δείγματα θετικότητας έχομεν, διά να πιστεύσωμεν όσα λέει ο Δικαίος και όσα γράφει ο Υψηλάντης;». (Αμβρόσιος Φραντζής «Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδας, τ.α΄σελ. 98).
Τον πιο κρύφιο όμως στοχασμό και φόβο των κοτζαμπάσηδων τον φανέρωσε ο Σωτήρης Χαραλάμπης:«... πιστεύω πως η Ρωσία, όπου έχει την ίδια θρησκεία μ' εμάς, θα συντροφέψει τον Υψηλάντη με στρατεύματα... Μα εμείς εδώ, αφού ξεκάνουμε τους Τούρκους, σε ποιον θα παραδοθούμε; Ποιον θάχουμε ανώτερο; Ο ραγιάς, αφού πάρει τα όπλα δε θα μας ακούει πια και δε θα μας σέβεται και θα πέσουμε στα χέρια εκείνου, που δεν μπορεί να κρατήσει το πηρούνι να φάει! και δείχνει το Νικήτα Φλέσα, τον αδελφό του Παπαφλέσα.
Κάλλιο οι Τούρκοι κι ο ραγιάς υπόδουλος, παρά λεύτερο έθνος με το λαό νάχει δικαιώματα»!
Τότε ο Παπαφλέσας δεν κρατιέται.
- Η επανάσταση είτε θέτε είτε όχι θα γίνει! πάρτε το απόφαση. Αν εσείς γυρεύετε να την εμποδίσετε, εγώ πήρα προσταγή από την Αρχή να ξεσηκώσω το λαό και να την κάνω. Και τότες όποιον βρουν ξαρμάτωτο οι Τούρκοι, ας τον κόψουν...
Αυτό ήταν που τους πονούσε. Πετιέται πάνω ο Παλαιών Πατρών Γερμανός κι αρχίζει να βρίζει.
- Είσαι απατεώνας, άρπαγας, εξωλέστατος! του φωνάζει.
Ο φλογερός αυτός Ελληνας, ο Παπαφλέσας, άμα είδε πως δεν έχει τίποτα να καρτερά, από τους προύχοντες και τους δεσποτάδες, φεύγει από τη Βοστίτσα πάει στη Μάνη να βρει τον Κολοκοτρώνη. Απ' όπου περνούσε ενθουσίαζε το λαό και τον καλούσε να ετοιμαστεί για αγώνα.
Η φλόγα φουντώνει
Στις 22 του Φλεβάρη ο Αλεξ. Υψηλάντης, μαζί με τα τρία αδέλφια του - Δημήτριο, Νικόλαο και Γεώργιο και άλλους σημαντικούς Φιλικούς - περνάει τον Προύθο. Ο Σπύρος Τρικούπης τον κατηγορεί, πως «αντί να εγκολπωθεί την ισχυράν μερίδα, την των αρχόντων, και, διά της συνδρομής αυτών να ενισχύση τον αγώνα του, εμελέτησε να καταργήσει τα προνόμιά των και να κηρύξη πολιτικήν ισότητα, ο έστι, να προκαλέση την αγανάκτησιν των δυνατών εναντίον του χωρίς καν να ωφελήσει ή να ελκύση τους δούλους (το λαό) όντας οποίους τους εξιστορήσαμεν» (Σπ. Τρικούπης ορ cit τ. α΄ σελ. 55).
Επειτα από μια λαμπρή αρχική επιτυχία, ο αγώνας στις ηγεμονίες, με τις προδοσίες που γίνηκαν από τους τρανούς, παίρνει την κάτω βόλτα.
Η μάχη στο Δραγατσάνι, που συντρίφτηκε ο Ιερός Λόχος αποτέλεσε το τέλος της εκστρατείας. Ο Αλ. Υψηλάντης παραδίνεται, με τ' αδέλφια του Νικόλαο και Γεώργιο στους Αυστριακούς στις 14 του Μάη. Πιο πριν είχε προστάξει τον αδελφό του Δημήτριο - λοχαγός του ρούσικου στρατού - να φύγει για το Μοριά, έχοντας σύμβουλο τον Φιλικό Αναγνωστόπουλο.
Οταν οι πρώτες ειδήσεις για το κίνημα του Υψηλάντη φτάσανε στο Μοριά κανείς πια δεν μπορούσε να βαστάξει το λαό. Στις 21 Μάρτη ο τσαγκάρης Παναγ. Καρατζάς ξεσηκώνει τους Πατρινούς, παίρνουν την πόλη και αναγκάζουν τους Τούρκους να κλειστούν στο κάστρο. Στις 23 Μάρτη ο Κολοκοτρώνης κι ο Παπαφλέσσας μπαίνουν στην Καλαμάτα. Η Επανάσταση λοιπόν δεν άρχισε, όπως το θέλει η επίσημη παράδοση, στις 25 του Μάρτη στην Αγία Λαύρα με τελετές και με δοξολογίες. Τούτη την αλήθεια την παραδέχεται πρώτος και καλύτερος ο Σπ. Τρικούπης: «Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα, ότι εν τη Μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά πρώτον η σημαία της ελληνικής Επαναστάσεως) (στο ίδιο σελ. 368).
Κι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης κι οι περισσότεροι άλλοι προύχοντες του Μοριά, θέλοντας και μη πήρανε μέρος στην Επανάσταση. Ο μόνος καημός και η φροντίδα τους ήταν πώς να πάρουν στα χέρια τους την εξουσία με πρωτοστατούντες Ζαΐμηδες και Μαυροκορδάτους.

Η μυθοποιημένη πλευρά του χρηματιστηρίου


Η μυθοποιημένη πλευρά του χρηματιστηρίου
Ως στοιχείο της αναπτυξιακής πορείας της οικονομίας, αλλά και ως μέσο αναδιανομής του εισοδήματος (εκδήλωση του «λαϊκού καπιταλισμού») προβλήθηκαν έντονα, από το 1997, οι κερδοφόρες επενδυτικές ευκαιρίες που παρείχε το χρηματιστήριο για τους μικροεπενδυτές. Πρόσφατα, από την κυβέρνηση, με την αύξηση του συντελεστή στο φόρο χρηματιστηριακών συναλλαγών (από 0,3 σε 0,6%), η άνοδος στις χρηματιστηριακές συναλλαγές προβλήθηκε ως πηγή εσόδων για την αναδιανομή εισοδήματος και άσκησης κοινωνικής πολιτικής.
Η στροφή των μικροεπενδυτών προς το ΧΑΑ ήταν αποτέλεσμα πολλών παραγόντων της κυβερνητικής πολιτικής, όπως: Σημαντική μείωση των επιτοκίων αποταμιεύσεων ταμιευτηρίου και κρατικών ομολόγων. Ευνοϊκή πολιτική για την είσοδο επιχειρήσεων στο ΧΑΑ (επομένως διασπορά μετοχών). Εξαναγκαστική διεύρυνση των μικροεπενδυτών, αλλά και επέκτασή τους σε τμήματα της εργατικής τάξης. Π.χ., τράπεζες δίνουν στους υπαλλήλους τους «μπόνους» με τη μορφή μετοχών. Το ίδιο γίνεται σε εργαζόμενους σε επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα που ιδιωτικοποιούνται, σε επιχειρήσεις ραδιοτηλεοπτικών μέσων κλπ. και μέσω μιας τέτοιας διαδικασίας διαμορφώνεται κλίμα, ενδιαφέρον ή και ανάγκη για πώληση, μετά από κάποιο διάστημα δεσμεύσεων, των μετοχών.
Οι αναδιαρθρώσεις της χρηματιστηριακής αγοράς, όσες έγιναν (π.χ. αλλαγή του θεσμικού πλαισίου του Χρηματιστηρίου Αθηνών) και όσες πρόκειται να γίνουν (π.χ. χρηματιστηριακή αγορά για μικρότερες επιχειρήσεις, επέκταση του ηλεκτρονικού δικτύου σύνδεσης), περιστρέφονται γύρω από έναν άξονα: Να ενισχυθεί η λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς ως μηχανισμού προώθησης των γενικότερων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων (προώθηση ιδιωτικοποιήσεων, εξαγορών και συγχωνεύσεων, γενικότερα συγκεντροποίησης του κεφαλαίου). Να «εκσυγχρονιστεί» η λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς ώστε να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά ως μηχανισμός προσέλκυσης της ιδιωτικής αποταμίευσης (και από τμήματα των μισθωτών και συνταξιούχων) για τη μετατροπή τους σε κεφάλαια επιχειρήσεων.
Ετσι, ο αριθμός των μικροεπενδυτών, ως ποσοστό επί του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας, δεν είναι ευκαταφρόνητος. Το γεγονός ότι υπήρξαν σημαντικά ποσοστά κερδών από τις αγοραπωλησίες μετοχών μέσω του ΧΑΑ, κατά τα δύο τελευταία χρόνια, είχε αποτέλεσμα να διευρυνθεί το ενδιαφέρον για επενδύσεις Χρηματιστηρίου. Παράλληλα, ανεβαίνει και το ενδιαφέρον για την προοπτική του Χρηματιστηρίου. Με τις τελευταίες εξελίξεις, την πτώση του γενικού δείκτη τιμών και χρηματιστηριακών τιμών στο μεγαλύτερο μέρος των εισηγμένων επιχειρήσεων, εκδηλώθηκε πιο έντονα ο προβληματισμός γύρω από τα ερωτήματα: Τι ακριβώς αντανακλούν οι αυξομειώσεις στις χρηματιστηριακές αξίες και πώς μπορεί να προβλεφτεί η μελλοντική τάση τους; Ποιες είναι οι ευθύνες των κυβερνητικών παρεμβάσεων;
Πρόκειται για ζήτημα πολύπλοκο, θεωρητικό και ιδεολογικοπολιτικό, που συνοπτικά μόνο θα θίξουμε.
Το Χρηματιστήριο Αξιών, ως αγορά κεφαλαίου, είναι συστατικό στοιχείο της ωρίμανσης του καπιταλισμού, οι δε ρίζες της εμφάνισής του βρίσκονται στην εμφάνιση της μετοχικής εταιρίας. Το πρώτο Χρηματιστήριο Αξιών ιδρύθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα, ενώ η άνθηση των Χρηματιστηρίων Αξιών γίνεται με το πέρασμα στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού. Είχαν προηγηθεί, από το 16ο αιώνα, Χρηματιστήρια ως συναλλακτήρια ξένων νομισμάτων, κρατικών ομολόγων αλλά και εμπορευμάτων. Η κρίση του 1866, όπως περιγράφει ο Φρ. Ενγκελς στο Συμπλήρωμα και επίλογο του 3ου τόμου στο έργο «Το Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ, οδήγησε στην επέκταση της μετοχοποίησης, στην απόσπαση του καπιταλιστή από την άμεση συμμετοχή στην παραγωγή, ενίσχυσε την τάση να συγκεντρώνονται στα χέρια των χρηματιστών όλη η παραγωγή, η βιομηχανική και η αγροτική, καθώς κι όλη η κυκλοφορία, τα μέσα επικοινωνίας, καθώς και η λειτουργία ανταλλαγής, έτσι ώστε το χρηματιστήριο να γίνει «ο πιο έξοχος εκπρόσωπος της ίδιας της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής».
Η διαδικασία άντλησης κεφαλαίων μέσω διασποράς ενός μέρους μετοχών μέσω του Χρηματιστηρίου είναι διαδικασία συγκεντροποίησης κεφαλαίου. Το ίδιο και η διαδικασία αγοραπωλησίας μεγάλων πακέτων μετοχών, οι εξαγορές, αποτελεί διαδικασία συγκεντροποίησης κεφαλαίου. Οι χρηματιστηριακές τιμές των μετοχών των επιχειρήσεων διαμορφώνονται σύμφωνα με τους νόμους λειτουργίας της αγοράς (αυξημένη ζήτηση μετοχών οδηγεί σε αύξηση της χρηματιστηριακής τιμής τους, αυξημένη προσφορά τους οδηγεί σε μείωση). Δηλαδή, οι χρηματιστηριακές τιμές των μετοχών επιχειρήσεων δεν ταυτίζονται με τις πραγματοποιούμενες αξίες και τα πάγια κεφάλαια των επιχειρήσεων σε μια δοσμένη χρονική περίοδο. Ετσι, το χρηματικό τίμημα για την αγορά μετοχής (ως τίτλος ιδιοκτησίας που κατοχυρώνει την αναλογική συμμετοχή στα προσδοκώμενα κέρδη της επιχείρησης) εμπεριέχει την προσδοκία για δυνατότητα πώλησης της μετοχής σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από την τιμή αγοράς της. Σε χρονικές περιόδους που ανεβαίνουν τα μερίσματα των μετοχικών εταιριών υπάρχει γενικά κλίμα ανόδου των χρηματιστηριακών τιμών και συναλλαγών.
Στις σύγχρονες συνθήκες οι αγοραπωλησίες αποκτούν πολύ σύνθετη μορφή (ύπαρξη αγοράς χρηματιστηριακών παραγώγων, που αποτελούν προθεσμιακά συμβόλαια πάνω σε αξίες ή δείκτες χρηματιστηριακών αξιών), ο όγκος και η διάρκεια των χρηματιστηριακών συναλλαγών, μικρή διάρκεια - ολιγόωρη - σε συγκεκριμένη χρηματιστηριακή επένδυση, ασκούν μεγάλες πτωτικές πιέσεις ή φούσκωμα των χρηματιστηριακών μετοχών ως αποτέλεσμα των κινήσεων αγοραπωλησίας των θεσμικών επενδυτών ή κατόχων μεγάλων πακέτων. Το γενικότερο κλίμα - φήμες, πολιτική συγκυρία, διεθνή οικονομικά και πολιτικά γεγονότα - οπωσδήποτε επηρεάζει και τη στάση των μικροεπενδυτών, που μπορεί να εξελιχθεί σε παράγοντα της γενικής πορείας του Χρηματιστηρίου.
Ημετοχή, ως τίτλος ιδιοκτησίας με δόσεις πάνω στην υπεραξία, που θα πραγματοποιήσει το επενδεδυμένο κεφάλαιο στην παραγωγή, είναι η πηγή της αγυρτείας, της κερδοσκοπίας, της διαμόρφωσης πλασματικού κεφαλαίου.
Ετσι, η κερδοσκοπία που διαμορφώνεται στη βάση των αυξομειώσεων των τιμών των χρηματιστηριακών αξιών είναι φαινόμενο της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος στη σφαίρα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, σχετίζεται με τους νόμους λειτουργίας της καπιταλιστικής αναπαραγωγής και, πάνω απ' όλα, σχετίζεται με το νόμο της υπεραξίας. Δηλαδή, παρότι οι χρηματιστηριακές τιμές των μετοχών δε συμπίπτουν με τις πραγματοποιούμενες υπεραξίες, ωστόσο η γενική τους τάση αντικατοπτρίζει την τάση εξασφάλισης διευρυμένης αναπαραγωγής σε μια επιχείρηση, έναν κλάδο, σε μια οικονομία.
Η γενική άνοδος των χρηματιστηριακών συναλλαγών και των χρηματιστηριακών αξιών μετά το 1997 αντανακλά την πορεία της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας σε περίοδο εξόδου από την κρίση 1990-1993 και πολιτικής στήριξης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Η τάση ανόδου έχει τη δική της δυναμική και μόνο με χρονική υστέρηση παρακολουθεί τα σημάδια ανησυχίας. Οι παρεμβάσεις κυβερνητικών και τραπεζικών παραγόντων, πέρα από την αμφιλεγόμενη επιτυχία τους, αντανακλούν δυο εξίσου σημαντικές προθέσεις για τα συμφέροντα της ολιγαρχίας: α) Τη συγκράτηση ενός ανεξέλεγκτου ανοδικού ρυθμού, που θα οδηγούσε σε απότομη και βαθιά πτώση με ανεξέλεγκτες συνέπειες για τις αντιδράσεις των λαϊκών δυνάμεων. β) Τη στροφή των μικροεπενδυτών από ορισμένες επιχειρήσεις, μικρότερες και με πιο εμφανή τον κερδοσκοπικό χαρακτήρα τους, σε άλλες.
Η συγκυριακή κερδοφορία μικροεπενδυτών σε συνθήκες μεγάλης χρηματιστηριακής ανόδου είναι σαπροφυτική. Για το μεγαλύτερο μέρος των μικροεπενδυτών είναι προκαθορισμένης ημερομηνίας η απώλεια του μεγαλύτερου (αν όχι ολόκληρου) μέρους των κερδών του. Οι πρόσφατες εξελίξεις το επιβεβαιώνουν.
Το ΚΚΕ δεν αντιμετωπίζει ηθικολογικά τη στροφή μικροεπενδυτών από τους εργαζόμενους προς τις χρηματιστηριακές επενδύσεις. Αλλωστε γνωρίζουμε καλά ότι οι μάζες πείθονται από την εμπειρία τους. Ωστόσο, ως κόμμα με πρόβλεψη προς όφελος των γενικότερων συμφερόντων των εργαζομένων, φιλοδοξούμε να αποκαλύψουμε όχι μόνο τις απατηλές παγίδες του καπιταλισμού, αλλά και τις βαθύτερες αντιθέσεις του, ώστε να ενισχυθεί η ταξική συνείδηση και πάλη.

Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΗΣ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΟΥΝ ΣΕ ΜΙΑ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ της Δώρας Μόσχου


Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΗΣ 
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ 
ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΟΥΝ
ΣΕ ΜΙΑ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
της Δώρας Μόσχου 

Το πρόβλημα της μετάβασης των πληθυσμών του ελλαδικού χώρου από τις φεουδαρχικές στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής έχει αρκετές φορές τεθεί - και όχι μόνο από τη μαρξιστική ιστοριογραφία - αλλά ενδεχομένως δεν έχει ακόμα διερευνηθεί όσο θα έπρεπε ούτε - πολύ περισσότερο - έχει απαντηθεί με επάρκεια. Οπωσδήποτε, οι μαρξιστές ιστορικοί και ιστοριοδίφες ήταν και οι πρώτοι που διατύπωσαν τη θέση περί διαμόρφωσης αστικής τάξης στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο κατά τις παραμονές της μεγάλης επανάστασης του 1821, ορίζοντας ακριβώς αυτή τη διαδικασία ως εκ των ουκ άνευ προϋπόθεσή της. Σε αυτό το σημείο, η συμβολή του Γιάννη Κορδάτου, αλλά και του Γιάννη Ζεύγου (θα τολμούσα να συμπεριλάβω και τον καθηγητή Σβορώνο) είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η συμβολή αυτή έγκειται, κατά τη γνώμη μας, στο εξής: έχει καταστεί πια ευρέως αποδεκτή η συμβολή και η καθοδηγητική λειτουργία της αστικής τάξης στην εκδήλωση της μεγάλης ελληνικής επανάστασης. Νομίζουμε δε ότι, όπως η μεγάλη γαλλική επανάσταση του 1789 αποτελεί το πρότυπο αστικοδημοκρατικής επανάστασης με σκοπό την κατάληψη από την αστική τάξη και της πολιτικής εξουσίας, κατά τον ίδιο τρόπο η ελληνική επανάσταση αποτέλεσε πρότυπο επαναστατικής διαδικασίας, καθοδηγημένης από την αστική τάξη, στην προοπτική της διαμόρφωσης ενιαίας εσωτερικής αγοράς και συγκρότησης έθνους - κράτους.
Οι διαδικασίες οι οποίες οδήγησαν στην έκρηξη της επανάστασης του 1821 είναι, στην ουσία τους, διαδικασίες μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, στον οθωμανοκρατούμενο βαλκανικό χώρο (οπωσδήποτε και έξω από αυτόν, αλλά πάντα σε συνάρτηση με αυτόν). Ο 19ος αιώνας, εποχή τελείωσης του καπιταλιστικού συστήματος, είναι εξ άλλου, οπουδήποτε στον κόσμο, εποχή εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και διαμόρφωσης εθνών-κρατών, με κινητήρια δύναμη την αστική τάξη. Εάν δεχτούμε αυτό το σχήμα, οφείλουμε να δώσουμε μεγάλο βάρος στον ενδογενή χαρακτήρα των διαδικασών αυτών, αντιμετωπίζοντας κατ’ αρχήν την υπό διαμόρφωση ελληνική αστική τάξη σαν συστατικό στοιχείο της ίδιας της δομής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας . Πιστεύω λοιπόν ότι βασικό καθήκον για μια μαρξιστική προσέγγιση της διαμόρφωσης της ελληνικής αστικής τάξης, είναι μια ευρεία ματιά πάνω στα οικονομικά δρώμενα της ίδιας της αυτοκρατορίας, μια συνοπτική αναδρομή στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν στο χώρο της (οπωσδήποτε και σε σχέση με το διεθνές πλαίσιο). Σε αυτή την αναδρομή, βαρύτητα θα δώσουμε στο σκέλος εκείνο των οικονομικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων που είναι γνωστές ως «αστικές», δηλαδή στο εμπόριο, τη ναυτιλία, τη βιοτεχνία - βιομηχανία, αλλά και στις σχέσεις παραγωγής τις οποίες διαμορφώνουν και μέσα από τις οποίες αυτές αναπτύσσονται.


ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ 
ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ


Οι Οθωμανοί Τούρκοι, πριν την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, βρίσκονταν ακόμη στο στάδιο της μετάβασης από την κοινωνία των γενών, στο φεουδαρχικό σύστημα. Η ώσμωση της διαδικασίας αυτής με τις προϋπάρχουσες δομές του κατακτημένου βυζαντινού χώρου οδήγησε στη διαμόρφωση μιας πρώιμης οθωμανικής φεουδαρχίας, με κυρίαρχο στοιχείο το ότι ο Σουλτάνος (όχι ως πρόσωπο, αλλά ως εκπρόσωπος του κράτους) έχει την ψιλή κυριότητα της γης, την οποία εκχωρεί στους αξιωματούχους του. Οι παραχωρημένες αυτές εκτάσεις γης (των οποίων οι δικαιούχοι έχουν τη νομή και την καλλιέργεια, αλλά όχι και την πραγματική ιδιοκτησία) ονομάζονται τιμάριο, για τούτο και το σύστημα αυτό είναι γενικά γνωστό ως τιμαριωτικό. Τηρουμένων των αναλογιών, το γαιοκτητικό σύστημα των οθωμανών θυμίζει πολύ περισσότερο το αντίστοιχο των χρόνων της Βυζαντινής ακμής και λιγώτερο εκείνο της όψιμης φάσης της αυτοκρατορίας, την πιο ολοκληρωμένη δηλαδή μορφή του φεουδαρχικού συστήματος στον ανατολικό χώρο.
Ο περιορισμός της ισχύος και των εξουσιών των μεγάλων γαιοκτημόνων (πολύ ισχυρών κατά την όψιμη βυζαντινή περίοδο) εξ αιτίας της αφαίρεσης της πραγματικής κυριότητας της γης, δημιούργησε ικανοποίηση στους χωρικούς και βελτίωσε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των καλλιεργειών και της γεωργίας. Οι περισσότεροι περιηγητές της εποχής συμφωνούν στο ότι η οθωμανική ύπαιθρος εμφανίζει πολύ καλύτερη εικόνα από την αντίστοιχη της Δυτικής Ευρώπης, όπου η φεουδαρχία πνέει τα λοίσθια, παρά μάλιστα τις ερημώσεις και λεηλασίες που υπήρξαν τα αποτελέσματα των οθωμανικών κατακτήσεων και των βενετοτουρκικών πολέμων. Η τόνωση της γεωργίας (αυτή η πλευρά μας ενδιαφέρει, σε σχέση με το ζήτημα που διερευνούμε εδώ) βοηθά και την αντίστοιχη τόνωση των αστικών κέντρων και των αστικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Επίσης, η οθωμανική διοίκηση μεριμνά ώστε να κατασκευαστούν δρόμοι, πράγμα που διευκολύνει τη μεταφορά των αγροτικών και των βιοτεχνικών προϊόντων, ενώ ακολουθεί και μια πολιτική εποικισμών και αναγκαστικών μετεγκαταστάσεων που συντελούν ριζικά στο να ξανακατοικηθεί η ερημωμένη ύπαιθρος αλλά και οι πόλεις. Εδώ, σημειώνουμε το γεγονός ότι παρατηρείται και ένα είδος αναδίπλωσης του πληθυσμού της ελληνικής χερσονήσου (από τα παράλια και τις πεδιάδες μετακινείται προς τα βουνά και τα νησιά), κάτι που όμως όχι μόνο δεν αλλάζει επί της ουσίας τους όρους για την άσκηση των οικονομικών του δραστηριοτήτων, αλλά αντίθετα τους εδραιώνει. Και οι δύο χώροι - ο ορεινός και ο νησιωτικός - χαρακτηρίζονται από την έλλειψη μεγάλων εκτάσεων γης και από τη μειωμένη δυνατότητα ανάπτυξης της γεωργίας. Ενα πρώτο αποτέλεσμα αυτού του αντικειμενικού γεγονότος είναι ότι οι ισχνές αυτές «γαίες» δεν συμπεριλαμβάνονται σε μεγάλες γαιοκτησίες και ότι σε αυτές τις περιοχές επικρατεί ο μικρός, ελεύθερος κλήρος. Ενα δεύτερο αποτέλεσμα - και ίσως σημαντικότερο - είναι το ότι οι κάτοικοι τόσο των ορεινών περιοχών, όσο και των νησιών αποκόπτονται από την καλλιέργεια της γης και ασχολούνται με δραστηριότητες αστικού - βιοτεχνικού χαρακτήρα: βιοτεχνία , εμπόριο, ναυτιλία.
Οσον αφορά αυτή την τελευταία,  ήδη από το τέλος του 15ου αιώνα, δείχνει την τάση που αργότερα την κατέστησε ουσιαστικό αιμοδότη της οικονομίας της αυτοκρατορίας. Στο μέσο και όψιμο Βυζάντιο η ναυτιλία του ανατολικού χώρου δεν ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη, καθώς δεν μπορούσε να συναγωνιστεί την αντίστοιχη βενετική. Οι αλλεπάλληλοι όμως τουρκοβενετικοί πόλεμοι εξασθένισαν, (μεταξύ άλλων παραγόντων) το βενετικό ναυτιλιακό εμπόριο, που δεν μπορούσε πια να μονοπωλήσει τους δρόμους της Αδριατικής. Μπορούμε λοιπόν να παρατηρήσουμε ότι ήδη, σε μια αρκετά πρώιμη περίοδο, τίθενται οι οικονομικές βάσεις για την ανάπτυξη των κοινωνικών στρωμάτων που θα μετεξελιχθούν στην ελληνική αστική τάξη: την τάξη που θα γίνει φορέας και κήρυκας της ελληνικής εθνικής ιδέας και της συγκρότησης ελληνικού κράτους.
Οι συντηρητικότερες οικονομικές δομές λοιπόν οι οποίες επανεδραιώνονται στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο, τους δύο τουλάχιστον πρώτους αιώνες της κυριαρχίας, διαμορφώνουν όχι μόνο πολύ καλύτερους όρους διαβίωσης για τους ντόπιους πληθυσμούς, αλλά και γεννούν τα σπέρματα της οριστικής αποσύνθεσης τόσο του συστήματος όσο και της ίδιας της αυτοκρατορίας, με τη δημιουργία των βαλκανικών εθνών και των κινημάτων τους.
Μετά το πέρας των Οθωμανικών κατακτήσεων, στα τέλη του 16ου αιώνα, στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας συντελούνται βασικές αλλαγές, με κυριώτερη την εδραίωση του συστήματος των τσιφλικιών, που αποτελεί στην πραγματικότητα την εδραίωση και ολοκλήρωση του φεουδαρχικού συστήματος. Είδαμε ότι, κατά τη διάρκεια των κατακτήσεων, όσο η οθωμανική «γη» μεγάλωνε, ο σουλτάνος είχε τη δυνατότητα να παραχωρεί στους αξιωματούχους του εκτάσεις για νομή και καλλιέργεια. Οταν οι κατακτήσεις σταμάτησαν μπροστά στην πύλη της Βιέννης (με σημαντική εξαίρεση την κατάληψη της Κρήτης, το 1669), τότε το πεπερασμένο πλέον των οθωμανικών εδαφών σταμάτησε και αυτή τη διαδικασία παραχώρησης γης. Την επέκταση των τιμαρίων διαδέχεται τώρα μια ουσιαστική μεταβολή στην ιδιοκτησία τους: από κρατικές παραχωρημένες γαίες, τα τιμάρια μετατρέπονται σε ιδιωτικές κληρονομητές εκτάσεις, οι καλλιεργητές των οποίων βαρύνονται με συγκεκριμένες αποδόσεις απέναντι στο χωροδεσπότη κατά τα φεουδαρχικά πρότυπα. Αυτό είναι το σύστημα των τσιφλικιών, με τις πολλές επιπτώσεις στην οικονομική και πολιτική ζωή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το πέρασμα του συστήματος στην «τσιφλικάδικη» φάση του προκαλεί ραγδαία επιδείνωση στη θέση των άμεσων παραγωγών, στο βαθμό τουλάχιστον που αυτοί είναι εξαρτημένοι από τους τσιφλικούχους. Από την άλλη όμως, σηματοδοτεί και μια περαιτέρω ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου της αυτοκρατορίας. Το γεγονός ότι τα έσοδα από το τσιφλίκι είναι πλέον ατομικά και ο τσιφλικούχος δεν «τελεί» προς την Πύλη, αποτελεί ένα ισχυρό κίνητρο για τη μεταβολή των καλλιεργειών και τον προσανατολισμό τους σε προϊόντα που έχουν μεγάλη ζήτηση στις διεθνείς αγορές, κυρίως το σιτάρι και το βαμβάκι.
Ούτως ή άλλως πάντως, η αυτοκρατορία υπάρχει μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο το οποίο βαδίζει με ταχύτητα προς τον καπιταλισμό. Η αναγκαιότητα να συναλλάσσεται με εχρηματισμένες οικονομίες έχει δύο ειδών επιπτώσεις: από τη μία δομεί ένα φορολογικό σύστημα στηριγμένο όχι στους έγγειους αλλά στους χρηματικούς φόρους, κάτι που, σε μια κοινωνία έντονα αγροτική, γίνεται δυσβάσταχτο γι’ αυτούς που πρέπει να τους πληρώσουν. Από την άλλη, η Οθωμανική αυτοκρατορία έχει όλο και περισσότερη ανάγκη από τις βιοτεχνικές, εμπορικές και, κυρίως, ναυτιλιακές δραστηριότητες του ελληνικού αστικού στοιχείου. Για τούτο και απονέμει προνόμια στα νησιά, για τούτο και ευνοεί τη βιοτεχνική παραγωγή των συντεχνιών.
Το οθωμανικό κράτος συντελεί στην ανάπτυξη ελληνικής αστικής τάξης και την ίδια στιγμή την παρεμποδίζει. Την ευνοεί γιατί τη χρειάζεται, γιατί οι ελληνικοί πληθυσμοί είναι εκείνοι που κατ’ εξοχήν ασκούν τις δραστηριότητες αυτές. Την παρεμποδίζει όμως γιατί οι βασικές οικονομικές δομές της αυτοκρατορίας και το βασικό θεσμικό πλαίσιο που τις αντανακλά παραμένει φεουδαρχικό, άρα εξ ορισμού εχθρικό στην αστική ανάπτυξη.
Οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αστικών οικονομικών δραστηριοτήτων εντείνονται λοιπόν, την ίδια ιστορική στιγμή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ολοκληρώνει τη μετάβασή της στη φεουδαρχία. Οπουδήποτε στον κόσμο, κατά τη διάρκεια της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, το εμπορικό κεφάλαιο προηγείται του βιομηχανικού. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και εδώ. Εάν, σε αυτή την περίπτωση, μπορούμε να εντοπίσουμε μία ιδιαιτερότητα, αυτή θα είναι η ακόλουθη: το εμπόριο διεξάγεται, κατά κύριο λόγο, όχι από τον κυρίαρχο φυλετικά πληθυσμό (από τους μωαμεθανούς Τούρκους) αλλά από ένα «γένος» υπηκόων: τους Ελληνες.
Το είπαμε και προηγουμένως: οι Ελληνες ασκούν πολλαπλού χαρακτήρα αστικές δραστηριότητες. Οι Φαναριώτες, για παράδειγμα, μπορεί να είναι ευρέως γνωστοί σαν διοικητική αριστοκρατία, αλλά πολλοί από αυτούς ασκούν με επιτυχία και το εμπόριο. Πέρα από αυτό, με την ιδιότητά τους ως διπλωμάτες χειρίζονται πολλές φορές και τις εμπορικές υποθέσεις της αυτοκρατορίας, κάτι που φανερώνει τη διαπλοκή των δύο ιδιοτήτων αυτού του στρώματος. Οι έλληνες όμως είναι και βιοτέχνες στις πόλεις, αλλά και, κυρίως, έμποροι, στεριανοί ταξιδιώτες ή ναυτικοί. Αυτό το τελευταίο θα έλεγα ότι έχει μια ιδιάζουσα σημασία στα πλαίσια της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Πράγματι, το ζήτημα της ναυτιλίας είναι, κατά τη γνώμη μου,  κομβικό, για δύο λόγους: πρώτα - πρώτα επειδή οι μεταφορές αποτελούν βιομηχανικό κλάδο (ίσως μάλιστα εδώ θα έπρεπε να δούμε και το ζήτημα της ανάπτυξης των χερσαίων μεταφορών, μια και οι Ελληνες μονοπώλησαν, κάποια στιγμή, και τους χερσαίους δρόμους της Ανατολής). Επειτα, η ναυτιλία συνδέεται άμεσα και με έναν κλάδο του οποίου τη «βιομηχανική» ιδιότητα δε θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει. Αναφέρομαι βέβαια στη ναυπηγική, για την οποία θα μιλήσουμε εκτενέστερα παρακάτω.

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ, 
ΚΑΤΑ ΤΟ 18ο ΚΑΙ 19ο ΑΙΩΝΑ


Ο 18ος αιώνας είναι καθοριστικός από πολλές απόψεις: στον οθωμανοκρατούμενο χώρο (κάποτε και έξω από αυτόν αλλά σε συνάρτηση με αυτόν) συντελείται η διαμόρφωση της αστικής τάξης των ελλήνων, κυρίως μέσα από την ένταση και την επέκταση των εμπορικών και ναυτιλιακών δραστηριοτήτων, αλλά και την ανάπτυξη της βιοτεχνίας σε ορισμένα - όχι λίγα - αστικά κέντρα.  Αναφέρουμε εδώ χαρακτηριστικά τα παραδείγματα των Ιωαννίνων και των Αμπελακίων στη Θεσσαλία, της Αρτας, της Θήβας, της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης (σπουδαιότατο κέντρο εμπορίου), αλλά και εκτός ελλαδικής χερσονήσου της Σμύρνης και της Μοσχόπολης. Οι Ελληνες έμποροι ελέγχουν τόσο τους χερσαίους όσο και τους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους και, στην πραγματικότητα, διεξάγουν το εμπόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Κεντρική και με τη Δυτική Ευρώπη. Το εξαγωγικό εμπόριο είναι κυρίως εμπόριο αγροτικών προϊόντων. Τα κύρια βιοτεχνικά προϊόντα που εξάγονται είναι τα βαμβακερά νήματα που προορίζονται κυρίως για τις γερμανικές αγορές, τα οποία όμως αποτελούν πολύ μικρό ποσοστό των εξαγωγών, αφού στις ευρωπαϊκές αγορές κυριαρχούν τα αντίστοιχα προϊόντα της Αιγύπτου ή της Αμερικής.
Το εισαγωγικό εμπόριο αφορά κυρίως βιομηχανικά προϊόντα από τη Γαλλία, την Αγγλία, τις ιταλικές πόλεις, τη Γερμανία, τη Ρωσία, την Πολωνία. Ενα μέρος από τα προϊόντα αυτά προορίζεται για την εσωτερική κατανάλωση, ενώ ένα άλλο επανεξάγεται προς τρίτες χώρες. 
Τα στοιχεία δείχνουν ότι το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο διαδέχτηκε στην Ανατολική Ευρώπη την κυριαρχία του βενετικού (μετά την οριστική αναδίπλωση της Βενετίας από τον Αιγαιακό χώρο) αλλά και του γαλλικού, που το ακολούθησε. Οι Ελληνες έμποροι εργάζονταν στην αρχή στην υπηρεσία γαλλικών οίκων, μέχρι που η οικονομική τους ακμή τους κατέστησε ικανούς να δουλεύουν για τη στήριξη των δικών τους συμφερόντων. Από αυτή την άποψη, είναι χαρακτηριστικά τα όσα αποδελτιώνει ο καθηγητής Σβορώνος από τον πρόξενο της Θεσσαλονίκης και επιθεωρητή εμπορίου Μπωζούρ, σχετικά με το εμπόριο της πόλης: «Οι Γάλλοι έμποροι δεν μπορούν πλέον να ισχυριστούν ότι διατηρούν έστω και ένα φαινομενικό ανταγωνισμό με τα καινούργια σπίτια της χώρας της οποίας, κατά τη διάρκεια των πολιτικών μας αναστατώσεων, αφυπνίσαμε την οικονομική δραστηριότητα σε βάρος μας. Ολες τους οι προσπάθειες σήμερα τείνουν κυρίως στο να μας εμποδίσουν να αναλάβουμε από τις απώλειές μας. Ενα από τα ελληνικά σπίτια αυτής της πόλης, ο Οίκος του κυρίου Νάνου Καυταντζόγλου, κατευθύνεται ανοιχτά προς αυτό το σκοπό και για να τον πετύχει, δεν φαίνεται να φοβάται κανενός είδους θυσία. Αυτός ο Οίκος μόνος του φορτώνει και στέλνει στη Μασσαλία όλα τα γαλλικά καράβια που προορίζονται γι’ αυτό το λιμάνι. Ικανοποιημένοι από την οικονομία στα έξοδα προμήθειας και από τη συνεργασία με έναν οίκο τόσο επιχειρηματικό και με μεγάλες εξαγωγικές δυνατότητες, οι έμποροί μας και οι καπεταναίοι μας εγκαταλείπουν σιγά - σιγά και συνηθίζουν να ξεχνούν τους δικούς μας εμπορευόμενους που είναι εγκατεστημένοι στον τόπο, οι οποίοι με τη σειρά τους κατηγορούν το κράτος για την εγκατάλειψη και την αδυναμία όπου μας έφεραν οι διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν στα λιμάνια μας στο ξένο εμπόριο και ξαναζητούν με όλη τους τη δύναμη τα παλιά προστατευτικά μέτρα σαν πηγή της περασμένης τους ευημερίας και σαν τελευταία ελπίδα στο σημερινό ναυάγιο» (1818) .
Εξι χρόνια πριν, ο πρόξενος της Θεσσαλονίκης Φουρκάντ έγραφε σχετικά με το ίδιο θέμα: «Γενικά, τα ελληνικά σπίτια συμμετείχαν πολύ ενεργητικά στο εμπόριο των αποικιακών. Δεν αναφέρω παρά τα κυριότερα από αυτά ... Οι Ελληνες έχουν πιο πολλές υποθέσεις για λογαριασμό τους, παρά με προμήθεια. Οι Ελληνες είναι οι πιο δραστήριοι παράγοντες αυτού του εμπορίου και οι μεγαλύτεροι μας εχθροί, συνδεδεμένοι με τα αγγλικά και τα γερμανικά σπίτια, που έχουν συμφέροντα στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, απωθούν και εξευτελίζουν τα βιομηχανικά μας προϊόντα. Η επίδρασή τους από αυτή την άποψη μας είναι θανάσιμη. Πλεονέχτες και ζηλότυποι, πιο πλούσιοι από τους δικούς μας εμπόρους, τους παίρνουν από τα χέρια το εμπόριο των βαμβακιών της Ανατολής που περνάει από το δρόμο της Κοστανίτσας...» . 
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να κάνουμε ορισμένες παρεκβάσεις: η πρώτη σχετίζεται με το είδος των οικονομικών σχέσεων που έδεναν τη Γαλλία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πρόκειται για τις περίφημες «διομολογήσεις», τα ειδικά εμπορικά και τελωνειακά προνόμια που παρείχε η αυτοκρατορία από τον καιρό ακόμα του Σουλεϊμάν του Νομοθέτη, σε Γάλλους υπηκόους - φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Συνηθίζεται να εκτιμώνται τα προνόμια αυτά ως ιμάντες πρόσδεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Γαλλία, με ημιαποικιακό τρόπο. Και είναι αλήθεια ότι οι Γάλλοι αξιοποίησαν με τον καλύτερο τρόπο τα προνόμια αυτά για να ενισχύσουν τη θέση της οικονομίας τους στην ανατολική Μεσόγειο. Είναι όμως επίσης αλήθεια - κάτι που φαίνεται όχι μόνο από τις δύο μαρτυρίες που παραθέσαμε αλλά και από πολλές άλλες - ότι οι ελληνικοί εμπορικοί οίκοι, το 18ο  τουλάχιστον αιώνα (καθώς και στις αρχές του 19ου), μπορούσαν να τους ανταγωνίζονται όχι απλά επί ίσοις όροις αλλά και πολλές φορές από θέση προνομιακή. 
Ενα άλλο ζήτημα που προκύπτει είναι το γεγονός ότι το αγγλικό κεφαλαίο δεν φαίνεται να εκπροσωπείται με τέτοια ισχύ στην Ανατολή, ώστε να δικαιώνεται κατ’ αρχήν η συνήθης θεωρία περί στενής πρόσδεσης του αντίστοιχου ελληνικού με αυτό. Ωστόσο, αυτήν ακριβώς την εποχή - 18ος αιώνας - παρατηρείται μια πρώτη στροφή της αγγλικής εμπορικής δραστηριότητας προς την Ανατολή. Το γεγονός αυτό σχετίζεται, μεταξύ άλλων, και με τη δημιουργία των ΗΠΑ - την απόσπαση δηλαδή από τη Μεγάλη Βρετανία της τέως αποικίας της που αποτελούσε και το βασικό της τροφοδότη σε σημαντικότατες πρώτες ύλες. Πάντως από τον ανταγωνισμό του αγγλικού και του γαλλικού εμπορίου, φαίνεται να βγαίνει κερδισμένο το ... ελληνικό που αξιοποιεί, κατά πώς δείχνουν οι παραπάνω μαρτυρίες, τις μεταξύ τους αντιθέσεις.


Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ


Βαρύνουσα οικονομική σημασία στον ελλαδικό χώρο κατέχει το ναυτιλιακό κεφάλαιο. Η ναυτιλία, κλάδος βιομηχανικός (και που, εξ άλλου, προϋποθέτει και την ανάπτυξη άλλων, βιομηχανικού χαρακτήρα κλάδων, όπως της ναυπηγικής) η οποία ευνοήθηκε από ένα πλέγμα διεθνών και εσωτερικών οικονομικών και πολιτικών συγκυριών, αποτέλεσε το βασικό κύτταρο των ελληνικών αστικών δραστηριοτήτων.
Αναφερθήκαμε προηγουμένως σε ορισμένα αίτια της μεγάλης ανάπτυξης της ελληνικής ναυτιλίας. Ας επιχειρήσουμε τώρα να τα κωδικοποιήσουμε:
Η αναδίπλωση των ελληνικών πληθυσμών προς τα νησιά, με τις περιορισμένες πλουτοπαραγωγικές τους πηγές, αλλά και με τη ναυτική παράδοση , συντέλεσε ώστε η οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων τους να στραφεί προς το θαλασσινό εμπόριο. Η διαδικασία αυτή ευνοήθηκε από τους Οθωμανούς τούρκους, μεταξύ άλλων και επειδή η ναυσιπλοΐα δεν ανήκε στις παραδόσεις του νομαδικού και πολεμικού αυτού λαού.
Η αναδίπλωση των Βενετών από το Αιγαίο άφησε ελεύθερο το πεδίο στους οθωμανούς υπηκόους που επιτηδεύονταν σε αυτόν τον τομέα (δηλαδή στους Ελληνες) για την ανάπτυξη ναυτιλιακών δραστηριοτήτων.
Σοβαρός παράγοντας για την ανάπτυξη της ναυτιλίας των Ελλήνων σε πρωιμότερες περιόδους - όσο και αν αυτό, με σημερινούς όρους μας φαίνεται μη «ηθικά» αποδεκτό και περίεργο - ήταν η πειρατεία στην οποία επιδίδονταν με επιτυχία και η οποία χαρακτηρίζεται από πολλούς μελετητές ως «εξωοικονομικός τρόπος συσσώρευσης κεφαλαίου».
Δύο πολιτικά γεγονότα του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα συντέλεσαν ακόμη περισσότερο στη διαδικασία αυτή. Το πρώτο είναι η περίφημη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Ρωσία. Σύμφωνα με αυτήν, τα ελληνικά πλοία μπορούσαν να μεταφέρουν ρωσικό σιτάρι με ρωσική σημαία, χωρίς να παρενοχλούνται από την Οθωμανική διοίκηση (αν βέβαια υποθέσουμε ότι αυτή η δεύτερη είχε καμμία πρόθεση να το κάνει). Το δεύτερο γεγονός είναι ο λεγόμενος «ηπειρωτικός αποκλεισμός»: το 1812 η Αγγλία επέβαλε αποκλεισμό στα γαλλικά και γαλλοκρατούμενα λιμάνια, στα πλαίσια των ναπολεόντειων πολέμων. Οι Ελληνες ναυτικοί έσπαγαν με πραγματικό ηρωισμό αυτόν τον αποκλεισμό, όχι για λόγους οιασδήποτε αλληλεγγύης προς τη ναπολεόντεια Γαλλία, αλλά για να διεξάγουν ... μαύρη αγορά, στην οποία επιδόθηκαν με χαρακτηριστική επιτυχία.
Η ίδια η οθωμανική διοίκηση έδρασε πολλές φορές προστατευτικά σε σχέση με το εμπόριο των Ελλήνων. Τα διοικητικά και φορολογικά προνόμια που απολάμβαναν τα νησιά του Αιγαίου είναι χαρακτηριστικό δείγμα μιας πολιτικής όχι απλώς ανοχής, αλλά και ενθάρρυνσης των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων των Ελλήνων από την πλευρά της Πύλης.
Τα πρώτα δείγματα της μεγάλης ανάπτυξης της ελληνικής ναυτιλίας ωστόσο, δε σημειώνονται στο Αιγαίο, αλλά στη Δυτική Ελλάδα (εννοούμε τη Δυτική Στερεά και όχι βέβαια τα βενετοκρατούμενα Ιόνια που βιώνουν κάτω από ιδιότυπο κοινωνικό - οικονομικό καθεστώς). Ενδεχομένως, η μεγαλύτερη ευκολία επαφής με τις σαφώς πιο πλούσιες και αναπτυγμένες αγορές της Δύσης ήταν και η αιτία για την ανάπτυξη αυτή. Οι πρώτες πόλεις οι οποίες δημιούργησαν σημαντικό εμπορικό στόλο (ναυπηγημένο μάλιστα κατά μεγάλο μέρος σε τοπικούς ταρσανάδες) είναι το Γαλαξίδι και το Μεσολόγγι. Παραθέτω ορισμένα ενδεικτικά στοιχεία: το 1764, ο εμπορικός στόλος της πόλης του Μεσολογγίου αριθμούσε 75 πλοία, από τα οποία τα 57 είχαν μάλιστα ναυπηγηθεί σε ελληνικούς ταρσανάδες. Σύμφωνα με τον Pouqueville, στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 19ου αιώνα, τα πλοία «ελληνικών» συμφερόντων ανέρχονταν σε 615, συνολικής χωρητικότητας 153.590 τόνων, ενώ τα πληρώματα αποτελούνταν από 37.526 άτομα. 
Σε αυτό το σημείο, εισάγονται άλλα δύο ζητήματα, πολύ σημαντικά για τους συνολικούς προβληματισμούς μας: το ζήτημα των σχέσεων ιδιοκτησίας στις ναυτιλιακές και ναυπηγικές επιχειρήσεις και το ζήτημα της ανάπτυξης της βιοτεχνίας - βιομηχανίας στον ελλαδικό χώρο, με αφορμή ακριβώς την ανάπτυξη της ναυπηγικής. Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα πλοία δεν αναλάμβαναν μόνο τη μεταφορά προϊόντων ξένης ιδιοκτησίας, αλλά οι πλοιοκτήτες τα χρησιμοποιούσαν για να διεξαγάγουν εμπόριο με δικά τους προϊόντα. Γενικά, θεωρείται ότι η ιδιοκτησία στα πλοία ήταν εταιρικής μορφής και ότι σε αυτή την «εταιρεία» συμμετείχε και το πλήρωμα, το οποίο αναλογικά μοιραζόταν τόσο τα κέρδη όσο και τις ζημίες. Φαίνεται ωστόσο, ότι ο «αναλογικός» χαρακτήρας των εισπράξεων των κερδών από την πλευρά του πληρώματος, καλύπτει στην πραγματικότητα μια μορφή μισθοδοσίας. Είναι πολύ πιθανό κάτω από παλιότερες μορφές, να υπάρχει συγκαλυμμένη μισθωτή εργασία .
Στα ναυπηγεία πάντως, φαίνεται να ισχύει το σύστημα της μισθωτής εργασίας. Οι ελληνικοί ταρσανάδες θεωρούνταν πολύ αξιόλογοι και οι Ελληνες ναυπηγοί ιδιαίτερα ικανοί τεχνίτες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στους ελληνικούς ταρσανάδες μπορούσαν να ναυπηγηθούν μεγάλα πλοία, ανάλογης χωρητικότητας με αυτά που ναυπηγούνταν στην Ευρώπη. Δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία ούτε για το ύψος των μισθών ούτε και για τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η μισθοδοσία, αλλά πάντως δεν υπάρχουν επίσης στοιχεία που να πιστοποιούν συνιδιοκτησία στο σώμα του καραβιού, ως αμοιβή για τη συμμετοχή στη ναυπήγησή του . 
Πέρα όμως, από το γεγονός αυτό, πρέπει να σημειώσουμε ότι η ανάπτυξη της ναυτιλίας αντανακλά και μια  γενικότερη ένταση της επενδυτικής δραστηριότητας των Ελλήνων κεφαλαιούχων. Σύμφωνα με το Γ. Λεονταρίτη, ειδικά η ναυτιλιακή δραστηριότητα των Μεσολογγιτών συνδεόταν άμεσα με τις επιχειρηματικές και παραγωγικές δραστηριότητες της Ηπείρου (περιοχής με υψηλό βαθμό αστικής ανάπτυξης). Φαίνεται ότι Ηπειρώτες έμποροι έκαναν επενδύσεις στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις του Μεσολογγίου ενώ μια άλλη, ενδιαφέρουσα πλευρά είναι ότι το ίδιο έκαναν και έμποροι από τη Κεφαλλονιά, την Ιθάκη και τη Ζάκυνθο, με σκοπό κυρίως να ξεφύγουν από τον ασφυκτικό παρεμβατισμό της βενετικής διοίκησης . Αντίθετα, το εμπόριο της άλλης ναυτικής δύναμης της Στερεάς Ελλάδας, του Γαλαξιδίου, συνδεόταν ιδιαίτερα με τις παραγωγικές δραστηριότητες και το εμπόριο της Πελοποννήσου .

Η ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ. 
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΥΣΤΕΡΗΣΗ ΤΟΥΣ


Η σχέση της ανάπτυξης της ναυτιλίας με την ανάπτυξη άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων, μας περνά σε ένα άλλο ζήτημα, εξ ίσου σημαντικό: το θέμα των μη εμπορικού χαρακτήρα αστικών οικονομικών λειτουργιών των ελληνικών πληθυσμών. Κατά το 18ο και το 19ο αιώνα, φαίνεται ότι η οργάνωση της βιοτεχνικής παραγωγής ξεπερνά το στάδιο της μεσαιωνικού τύπου συντεχνίας. Λίγα είναι ωστόσο τα παραδείγματα που έχουν μελετηθεί με επάρκεια και, μάλιστα, με μια δόση ρομαντισμού (π.χ. τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας που εμφανίζονται ως συνεταιρισμός, αλλά στην πραγματικότητα, πρόκειται για καπιταλιστική επιχείρηση). Πάντως, είναι πλέον πιστοποιημένο γεγονός ότι τα κεφάλαια που συσσωρεύονταν από το εμπόριο επενδύονταν και σε βιοτεχνικές-βιομηχανικές οικονομικές δραστηριότητες, αλλά και ότι πολλά από τα εμπορεύσιμα προϊόντα προέρχονταν από βιοτεχνίες «ελληνικών» συμφερόντων. Ο Β. Κρεμμυδάς μιλά για πραγματική βιομηχανική  «έκρηξη» στο μεταίχμιο του 18ου και του 19ου αιώνα, αναφέροντας ως κύριες βιομηχανίες του ελλαδικού χώρου τη θαλάσσια βιομηχανία (στην οποία, κακώς κατά τη γνώμη μας, δε συμπεριλαμβάνει τη ναυτιλία, αλλά μόνο τη ναυπήγηση πλοίων), την υφαντουργία - νηματουργία και τη σαπωνοποιΐα . Σύμφωνα με τον ίδιο, γύρω στα 1800 η βιομηχανική - βιοτεχνική παραγωγή θα πρέπει να ξεπερνούσε το 30% της συνολικής παραγωγής . Ο Β. Κρεμμυδάς ισχυρίζεται ότι η άνθιση αυτή διακόπτεται λίγο πριν από την επανάσταση, κάτι που έχει την αντανάκλασή του και στη ναυτιλία και στο εμπόριο.
Το ζήτημα αυτό - της οπισθοδρόμησης στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των αιτίων που οδήγησαν σε αυτήν - είναι υπαρκτό και σημαντικό. Ισως δεν έχει διερευνηθεί ακόμη στην έκταση που πρέπει, καθώς, εξ άλλου και πολλά άλλα ζητήματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας στον οθωμανοκρατούμενο χώρο. Οι πηγές, έμμεσες και άμεσες, σε σχέση με τις δραστηριότητες αυτές είναι σαφώς λιγώτερες από εκείνες που σχετίζονται με τη ναυτιλία και το εμπόριο. 
Πάντως, ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες, η εικόνα του οθωμανοκρατούμενου ελλαδικού χώρου πριν από την επανάσταση δεν είναι εικόνα ενός χώρου που δε συμμετέχει στις διαδικασίες της μετάβασης στον καπιταλισμό. Αντίθετα, υπάρχουν ισχυρά φανερώματα αστικής ανάπτυξης και μια δραστήρια αστική τάξη που μπαίνει με αξιώσεις στο διεθνή χώρο και ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις τις αστικές τάξεις της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Μόνο που από αυτή την αστική τάξη λείπει κάτι βασικό για την περαίωση του ιστορικού της ρόλου: λείπει το εθνικό κράτος και η εσωτερική αγορά. Η αστική τάξη των Ελλήνων λειτουργεί μέσα στα πλαίσια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από την άλλη όμως, ακριβώς επειδή αναπτύσσει την εθνική της συνείδηση, σαν αποτέλεσμα των οικονομικών της δραστηριοτήτων, τείνει όλο και περισσότερο να αποκοπεί από αυτήν . Το ευρύτερα οικονομικό και θεσμικό της πλαίσιο καθίσταται προοδευτικά ασφυκτικό. Ετσι λοιπόν, η ελληνική αστική τάξη αποκτά ιδεολογικούς προσανατολισμούς σαφώς επηρεασμένους από το γαλλικό διαφωτισμό όχι όμως τόσο με την έννοια της εξωτερικής επίδρασης όσο επειδή οι ανάγκες της εγγράφονται μέσα στο συνολικό πλαίσιο των αναγκών της αστικής τάξης εκείνης της εποχής οπουδήποτε στον κόσμο. Οι δυνάμει συμμαχίες της σχετίζονται οπωσδήποτε με αυτούς τους προσανατολισμούς: δεν είναι τυχαία η πίστη πολλών εκπροσώπων του ελληνικού διαφωτισμού στην επαναστατική, ακόμα και στη ναπολεόντεια Γαλλία ούτε και η μετέπειτα ιδεολογική και πολιτική στροφή προς τη Μεγάλη Βρετανία, για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω.


ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΠΑΡΟΙΚΙΩΝ

Μέχρι στιγμής δεν έχουμε αναφερθεί καθόλου στις ελληνικές παροικίες στην Ευρώπη. Υπάρχει μια διάχυτη άποψη που θέλει την αστική τάξη του ελληνισμού να διαμορφώνεται όχι μόνο εκτός ελλαδικού χώρου, αλλά και εκτός Οθωμανικής αυτοκρατορίας, παραγνωρίζοντας τη γένεση καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής μέσα σε αυτό το χώρο. Πάνω σε αυτή την αντίληψη, στηρίζεται και μία θεωρία που θέλει την Επανάσταση του ‘21 «εισαγόμενη», με την έννοια ότι υποκινήθηκε από τους έλληνες των παροικιών, για ιδεολογικούς κυρίως λόγους, αφού αυτοί ήρθαν εξ αντικειμένου πρώτοι σε επαφή με το γαλλικό διαφωτισμό. 
Πιστεύουμε ότι τα στοιχεία που αναφέραμε προηγουμένως δε στοιχειοθετούν μια τέτοια αντίληψη, δεδομένης της σημαντικής οικονομικής δραστηριότητας των Ελλήνων αστών, μέσα στον ίδιο τον ελλαδικό χώρο (αλλά και τον ευρύτερο βαλκανικό). Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να αρνηθούμε την πραγματικά πλούσια παρουσία και οικονομική ζωή των Ελλήνων της διασποράς. Ωστόσο, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αυτές οι παροικίες λειτουργούσαν ξεκομμένα και σε αντιπαράθεση με τα οικονομικά δρώμενα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι γεγονός ότι οι Ελληνες, για να ξεφύγουν πολλές φορές από τις ασφυκτικές δεσμεύσεις του οθωμανικού νομοθετικού πλαισίου, κατέφευγαν σε χώρες εκτός αυτοκρατορίας (όπου αντίθετα έχαιραν πολλών προνομίων). Η δραστηριότητά τους όμως δεν ήταν αποκομμένη από το οθωμανικό κέντρο. Πολλές φορές έχουμε την περίπτωση επιχειρήσεων που λειτουργούν τόσο εντός αυτοκρατορίας, όσο και στο εξωτερικό. Αρκεί να παραθέσουμε την περίπτωση του πατρός Κοραή, ο οποίος είχε την έδρα των επιχειρήσεών του στη Σμύρνη (ήταν έμπορος υφασμάτων), αλλά σημαντικά παραρτήματα στο Αμστερνταμ και αλλού. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια «εμφύτευση» αστικών δραστηριοτήτων και αστικής ιδεολογίας «απ’ έξω», αλλά για μια εξακτίνωση στις παροικίες δραστηριοτήτων που διενεργούνται και αναπτύσσονται μέσα στα πλαίσια της ίδιας της αυτοκρατορίας. 
Μια άλλη πλευρά του ζητήματος των παροικιών είναι και η ακόλουθη: το γεγονός ότι το ελληνικό αστικό στοιχείο βρίσκεται και δρα τόσο μέσα στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και έξω από αυτήν, δημιουργεί την εικόνα ενός πληθυσμού που, μέσα από τις κοινές οικονομικές του λειτουργίες, διαμορφώνει ενιαία εθνική συνείδηση, δεν παρουσιάζει όμως εδαφική συνοχή. Με αυτόν τον τρόπο, δυσκολεύει, για τους έλληνες, η επίλυση του εθνικού τους ζητήματος (είναι, εξ άλλου, ένα πρόβλημα που κληροδοτήθηκε και στον αιώνα μας και δεν επιλύθηκε οριστικά πριν από το 1923). Από την άλλη όμως, οι παροικίες συντελούν στη διευρυμένη αναπαραγωγή του ελληνικού κεφαλαίου, συντελώντας στην πρόοδο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, τόσο πριν όσο και - κυρίως - μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Σύμφωνα δε με τον καθηγητή Σβορώνο, στο βαθμό που οι ελληνικές παροικίες και οι ελληνικές αστικές δραστηριότητες εκδηλώνονται στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, οι έλληνες λειτουργούν ως «μια διαβαλκανική αστική τάξη», συντελώντας στην εθνική αφύπνιση και των άλλων εθνών της περιοχής. 


ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ 
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ, ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΗΣ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΜΜΑΧΙΩΝ ΤΗΣ
 
Στη μέχρι τώρα αναδρομή μας, αναφερθήκαμε στις βασικές οικονομικές δραστηριότητες που ανέπτυξαν οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως στο εσωτερικό της, με αντανάκλαση και στις παροικίες του εξωτερικού. Από ένα ιστορικό σημείο και μετά, η διαμορφούμενη ελληνική αστική τάξη (και το νεοσύστατο ελληνικό κράτος) συνεργάστηκε πολύ στενά με την ισχυρότερη καπιταλιστική δύναμη της εποχής, τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία, μετά και τη γαλλική επανάσταση και τους ναπολεόντειους πολέμους, πέτυχε να εκτοπίσει από την ανατολική Μεσόγειο την ανταγωνίστριά της Γαλλία και να τη διαδεχθεί ως κυρίαρχη οικονομικά και πολιτικά δύναμη της περιοχής. Η συνεργασία αυτή ήταν αποτέλεσμα των οξυμένων αναγκών των επαναστατημένων ελλήνων - και αργότερα του ελληνικού κράτους - να αποκτήσουν ισχυρά διεθνή ερείσματα, σε μια εποχή κατά την οποία δεν είχε λυθεί ούτε το εθνικό πρόβλημα ούτε το λεγόμενο «ανατολικό ζήτημα» . Ταυτόχρονα, η ίδια η επανάσταση κινδύνευε πολλές φορές να καταπνιγεί, αφού η παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία διατηρούσε ωστόσο αρκετά ισχυρή στρατιωτική μηχανή, δεχόμενη και τη βοήθεια του Μωχάμετ Αλυ της Αιγύπτου. Μέσα σε ένα διαμορφωμένο πλέγμα διεθνών συμφερόντων και συγκρούσεων, η ελληνική αστική τάξη επέλεξε ως ισχυρό «σύμμαχο» και «εταίρο» τη Μεγάλη Βρετανία, θεωρώντας ότι διασφαλίζει έτσι καλύτερα τα συμφέροντά της και, χωρίς αυτό το στοιχείο, ειδωμένο με βάση τις ανάγκες της εποχής, να αποτελεί κάποιου είδους ηθική «μομφή».   
Κάτω από αυτούς τους όρους, η «συνεργασία» υπήρξε αναμφίβολα ετεροβαρής, δεδομένης της διαφοράς στην οικονομική δυναμικότητα των δύο αστικών τάξεων (και των δύο κρατών αργότερα). Ο ετεροβαρής αυτός χαρακτήρας επιτάθηκε λόγω της σύναψης δανείων από τη Μεγάλη Βρετανία, στην οποία προέβησαν οι επαναστατικές κυβερνήσεις. Η Ελλάδα μπήκε λοιπόν ως χώρα στο καπιταλιστικό σύστημα και στη νέα εποχή από θέση εξ ορισμού δυσχερή και εξαρτημένη. Η θέση αυτή την κατέστησε πολύ πιο ευάλωτη στις πολιτικές και στρατιωτικές επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων που έγιναν φανερές ήδη από τη διαδικασία συγκρότησης του ελληνικού κράτους, με την επιβολή ενός ιδιότυπου καθεστώτος τριεθνούς «προστασίας» από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Η προϊστορία αυτή αντανακλάται και στις κατά καιρούς επιλογές διακρατικών συμμαχιών από την άρχουσα τάξη της Ελλάδας και τα κόμματα που την εκπροσωπούσαν, ενώ ερμηνεύει και τη θέση της χώρας μας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Ομως, σε καμμία περίπτωση η διαδικασία αυτή δεν αναιρεί τον εγγενή χαρακτήρα των μεταβολών στις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία, μεταβολών που οδήγησαν στη δημιουργία ελληνικής αστικής τάξης και τη συγκρότηση ελληνικού κράτους σαφώς αστικού χαρακτήρα. Η αλληλοσύνδεση των αρχουσών τάξεων των εθνών-κρατών δεν αφορά μόνο τις σχέσεις Ελλάδας-Μεγάλης Βρετανίας ούτε γενικά τη σχέση ανάμεσα σε ισχυρότερες οικονομικά και ασθενέστερες καπιταλιστικές χώρες. Αφορά όλες τις χώρες που συμμετέχουν στο καπιταλιστικό σύστημα και, πολύ περισσότερο, στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, χωρίς να αναιρεί το αυθύπαρκτο και τις πρωτοβουλίες (οικονομικές, πολιτικές, εν τέλει ιστορικές) κάθε εθνικής αστικής τάξης. Ούτε, βέβαια, από την άλλη πλευρά, αναιρεί τον «ετεροβαρή» όπως περιγράψαμε πιο πάνω, χαρακτήρα αυτών των διακρατικών σχέσεων. 
Παρ’ όλα αυτά τα προβλήματα, ο έντονα αστικός χαρακτήρας της επανάστασης και του κράτους που προέκυψε από αυτήν, φάνηκε από πολύ νωρίς: από τα ίδια τα συντάγματα που ψηφίστηκαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης τα οποία ήταν τα προοδευτικότερα και ριζοσπαστικότερα της εποχής. Αρκετή συζήτηση γίνεται και για την παρουσία ισχυρών φεουδαρχικών καταλοίπων στο ελληνικό κράτος. Αν προσεγγίσουμε όμως το ζήτημα με όρους οικονομικούς και κοινωνικούς, με όρους σχέσεων παραγωγής, θα δούμε το εξής: Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, το 1832, κυρίαρχη παραγωγική μονάδα στην αγροτική οικονομία ήταν ο μικρός ελεύθερος κλήρος και όχι η εκτεταμένη γαιοκτησία φεουδαρχικού τύπου (με εξαίρεση ορισμένα τσιφλίκια στην Αττική και τη Βοιωτία). Το δε αγροτικό πρόβλημα που αντιμετώπισε το 1881, με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας είναι ζήτημα που συνδέεται περισσότερο με τη βίαιη αποσύνθεση του φεουδαρχικού συστήματος που επέβαλε η ένταξη της θεσσαλικής έγγειας ιδιοκτησίας στο αστικό ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο, καταργώντας την πρόσδεση του χωρικού στη γη και δημιουργώντας στρατιές ακτημόνων ή ενοικιαστών των κλήρων.
Ωστόσο, το ίδιο αυτό ζήτημα (της κυριαρχίας του μικρού ελεύθερου κλήρου) έχει και μια άλλη πλευρά. Ο καλλιεργητής δεν αφήνει εύκολα τη γη του: το γεγονός αυτό υπήρξε ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες εξ αιτίας των οποίων δε δημιουργήθηκε μαζική εργατική τάξη, μέχρι τουλάχιστον το τέλος του περασμένου αιώνα, «μπλοκάροντας» ενδεχομένως τις διαδικασίες εκβιομηχάνισης της χώρας. Ολα αυτά όμως είναι ζητήματα τα οποία απαιτούν ουσιαστική και βαθεία μελέτη που, πιστεύουμε, θα βοηθήσει και σε μια αρτιότερη εκτίμηση όχι μόνο των ιστορικών γεγονότων από μαρξιστική σκοπιά, αλλά και των σημερινών δρώμενων και απαιτήσεων της ελληνικής κοινωνίας. Εμείς, σε αυτή τη σύντομη παρουσίαση, απλώς επιδιώξαμε να θέσουμε ορισμένους μεθοδολογικούς προβληματισμούς, υποσχόμενοι να επανέλθουμε σε αυτούς σε προσεχή τεύχη του περιοδικού μας ώστε να συμβάλουμε, στα μέτρα των δυνατοτήτων μας, στην καλύτερη διερεύνησή τους.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ιστορία του Ελληνικού Εθνους (Εκδοτική Αθηνών): Τόμοι Ι΄ και ΙΑ΄ («Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία - Λατινοκρατία, Τουρκοκρατία, 1453-1821»).
Νίκος Γ. Σβορώνος: «Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας», Ιστορική Βιβλιοθήκη, Θεμέλιο, 1982.
Βασίλης Κρεμμυδάς: «Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (1700 - 1821)», εκδ. Εξάντας, 1988.
Γ. Λεονταρίτης: «Ελληνική εμπορική ναυτιλία (1453-1850)». Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού - Μνήμων, 1981 (Θεωρία και Μελέτες Ιστορίας 1).
Βασ. Βλ. Σφυρόερα: «Επισκόπηση -Οικονομική και Δημογραφική- του Τουρκοκρατούμενου ελληνικού χώρου (1669-1821)». Αθήνα, 1979.
Σπ. Ασδραχά: «Ζητήματα ιστορίας». (Ιστορική Βιβλιοθήκη), εκδ. «Θεμέλιο».
Ν. Τοντόροφ: «Η βαλκανική πόλη (15ος-19ος αιώνας)», τόμος Β΄. (Ιστορική Βιβλιοθήκη), εκδ. «Θεμέλιο», 1986.
Γ. Ζεύγου: «Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας», μέρος Α΄ - «Τα νέα βιβλία Α.Ε.». Αθήνα, 1945.

TOP READ