Με ανακοινώσεις αντιφατικές, που σε μεγάλο μέρος τους
αλληλοαναιρούνται, αστυνομία, Υπουργείο Πολιτισμού και υπάλληλοί του συμβάλλουν
στον αποπροσανατολισμό για τις αιτίες ενεργοποίησης του μεταξικού νόμου του 1937 περί
«κινηματογραφικών διατάξεων», με βάση τον οποίο έγινε η παρέμβαση της αστυνομίας στην προβολή της
ταινίας Τζόκερ σε δυο κινηματογράφους σε αναζήτηση ανηλίκων που την
παρακολουθούσαν.
Η
απομόνωση του περιστατικού υποβιβάζει τη σημασία του σε γκάφα της αστυνομίας,
υπερβάλλοντα ζήλο υπαλλήλων, με εφημερίδες προσκείμενες στο κυβερνών κόμμα να
προσπαθούν να εστιάσουν στην αναγκαιότητα εφαρμογής του όποιου νόμου, κατηγορώντας
το ΣΥΡΙΖΑ που δεν πρόλαβε να τον αλλάξει.
Κι όμως
αυτό το περιστατικό παίρνει τις πραγματικές του διαστάσεις, κι είναι μεγάλες,
σε συνδυασμό με τα κοινωνικά συμφραζόμενα.
Μήνες τώρα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης
σχεδόν ασχολίαστα αναπαράγουν σε επανάληψη ανακοινώσεις της κυβέρνησης και της ίδιας
της αστυνομίας για τις αστυνομικές επιχειρήσεις στα Εξάρχεια που εκκενώνουν
καταλήψεις κτιρίων από μετανάστες και συλλαμβάνουν και κάποιους μικροδιακινητές
ναρκωτικών, διαφημίζοντας τες ως χτύπημα στην ανομία και παραβατικότητα.
Ο πρωθυπουργός
Κ. Μητσοτάκης θεωρεί την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου ως «δυνατότητα στην
αστυνομία να παρεμβαίνει, ώστε να αντιμετωπίζει αυτά τα φαινόμενα», της παραβατικότητας
και ανομίας. Ο υπουργός του Μ. Χρυσοχοϊδης επιδεικνύει
αποφασιστικότητα, που ίσως ελπίζει να ξαναθυμίσει την αίγλη που απόκτησε πριν
από μια εικοσαετία που ως πειθήνιος υπουργός ανέλαβε να δημοσιοποιήσει την
εξάρθρωση της 17 Ν, όταν δηλώνει πως «Η αστυνομία πρέπει να είναι παρούσα,
καθημερινά, συνεχώς»
Στον νέο
αντικαπνιστικό νόμο προβλέπεται εμπλοκή της αστυνομίας στην εφαρμογή του, με
αρμοδιότητα διαπίστωσης της παράβασης και επιβολής κυρώσεων, παρά τις αντιδράσεις
των ίδιων των αστυνομικών, για αύξηση καθηκόντων. Συγχρόνως θα δίνεται η δυνατότητα καταγγελίας από
ειδικό τριψήφιο αριθμό πολιτών που
παραβιάζουν το νέο αντικαπνιστικό νόμο.
Ο ρόλος λοιπόν
της αστυνομίας επεκτείνεται και η δράση της εντατικοποιείται, πέρα από τις συγκρούσεις
με διαδηλωτές, και καταβάλλεται φιλότιμη προσπάθεια από κυβέρνηση, Μέσα Ενημέρωσης
να θεωρηθεί μέρος της καθημερινότητας η εμπλοκή της σ’ αυτήν.
Φόβοι
και πανικοί που δημιουργούνται όπως η περίφημη ανομία στα Εξάρχεια ή ακόμα και
ο φόβος θανάτου από κάπνισμα, μπορεί να αποτελέσουν εφαλτήριο για να
χειραγωγηθούν τα πλήθη από ισχυρές ομάδες συμφερόντων εντός και εκτός κυβέρνησης.
Δημόσια ανησυχία ή φόβος δικαιολογούν οι κρατικές παρεμβάσεις να υπερβαίνουν σε
μεγάλο βαθμό την αντικειμενική απειλή που ίσως υπάρχει στην κοινωνία, χειραγωγώντας την.
Δημόσια
ανησυχία δημιουργείται όταν οι καλοσχεδιασμένες εκστρατείες μαζικών μέσων που
αναπαράγουν κομμάτια της κυρίαρχης ιδεολογίας και υποστηρίζουν κυβερνητικές
πολιτικές χρησιμοποιούνται για να προκαλέσουν
φόβο, να ενισχύσουν τα στερεότυπα και να επιδεινώσουν τις προϋπάρχουσες
διαιρέσεις στον κόσμο, οι οποίες συχνά βασίζονται στη φυλή, την εθνικότητα και
την κοινωνική τάξη. Ώστε να συσπειρώσει ο
φόβος τους ανθρώπους γύρω από το αστικό κράτος και τα όργανά του. Η ενίσχυση
του φόβου περιλαμβάνει την υπερβολή ορισμένων γεγονότων με την ενίσχυση των
εμπειρικών κριτηρίων, όπως ο αριθμός των ατόμων που εμπλέκονται, το επίπεδο και
η έκταση της απειλής, ο αριθμός των ζημιών που προκαλούνται. Δημιουργούνται
λοιπόν εύκολα αποδιοπομπαίοι τράγοι
απειλητικοί για την ασφάλεια, ηθική κλπ. της ζωής της πλειοψηφίας των ανθρώπων
που εμφανίζουν επιτακτική την ανάγκη θέσπισης νομοθεσίας ή ενίσχυση της καταστολής.
Επομένως, οι φορείς επιβολής του νόμου όπως η αστυνομία, οι εισαγγελείς ή και ο
στρατός αποκτούν ζωτική σημασία για τον έλεγχο του πανικού, καθώς είναι επιφορτισμένοι με την
τήρηση και την επιβολή των κωδίκων δεοντολογίας και των επίσημων νόμων του
κράτους. Αυτά τα όργανα του κράτους αναμένεται να εντοπίσουν, να
καταλάβουν και να τιμωρήσουν τους υποδεικνυόμενους ως αιτίους. Κι έτσι οι
φορείς επιβολής του νόμου εμφανίζονται πως από ηθική υποχρέωση προστατεύουν την κοινωνία και δικαιολογούν και διατηρούν τις θέσεις τους
στην κοινωνία, ενώ οι νόμοι αποκτούν περίβλημα νομιμότητας και στόχου.
Κι από κοντά
τα Μέσα Ενημέρωσης που με την κάλυψη των ειδήσεων καθιστούν κάποια περιστατικά
να φαίνονται πιο απειλητικά για την κοινωνία από ό,τι είναι πραγματικά, ενώ
στρογγυλεύονται άλλα ή αγνοούνται. Το πλαίσιο ειδήσεων που χρησιμοποιείται σε μια
συγκεκριμένη ιστορία μπορεί να προκαλέσει τις προϋπάρχουσες συμπεριφορές,
πεποιθήσεις και προκαταλήψεις σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Κι έτσι μπορεί
να αυξηθεί η ανησυχία των ανθρώπων από τη δημοσιογραφική υπερβολή. Γιατί από
τον τρόπο που παρουσιάζεται ένα θέμα και την οπτική που δίνεται από τα μέσα
ενημέρωσης, την εστίαση σε ορισμένες πτυχές ενός ζητήματος, αποκρύπτοντας ή
αγνοώντας άλλες, γενικά από τη διαμόρφωση
του αποκτά νόημα, το επιδιωκόμενο νόημα.
Και
είναι οι ληστές, είναι οι μετανάστες, είναι οι καταληψίες, είναι οι καπνιστές,
είναι οι απεργοί, είναι … ουκ έστι αριθμός αυτών που μας απειλούν και οι
δυνάμεις καταστολής θα μας προστατεύσουν.
Στο θέμα
με την επέμβαση της αστυνομίας σε κινηματογραφική προβολή η εστίαση στην αρχή αφορούσε την ταυτότητα αυτών που έκαναν τις καταγγελίες,
για να βγει από το κάδρο η πολιτική ηγεσία, ενώ στη συνέχεια ο προβληματισμός
επικεντρώθηκε στην εφαρμογή του νόμου. Ο πυρήνας όμως και σ’ αυτό το ζήτημα ήταν
ο ρόλος της αστυνομίας που φαίνεται να …φροντίζει τους ανήλικους, ακόμα και για λάθος
ή αναχρονιστικούς λόγους, και το είδος των καταγγελιών που κινητοποιούν την
αστυνομία. Όπως ακριβώς θεσμοθετείται και με τον αντικαπνιστικό νόμο μια
αστυνομία που …φροντίζει για την υγεία μας και όπως διαφημίζεται με τις επιχειρήσεις
σκούπα στα Εξάρχεια, μια αστυνομία που …φροντίζει για την ασφάλειά μας. Και
έτσι συνηθίζουμε να μοιραζόμαστε την καθημερινότητά μας με τις δυνάμεις
καταστολής, θεωρώντας το απολύτως φυσικό, και απενοχοποιείται η καταγγελία για
καθημερινά θέματα.
Και έπεται
συνέχεια…