14 Φεβ 2019

Απόλυση εγκύου από τη “Γιώτης” την ώρα που διαφημίζει πρόγραμμα κατά της υπογεννητικότητας

Τα περιστατικά απόλυσης εγκύων δυστυχώς μόνο μεμονωμένα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν, πατώντας πάνω σε ένα πλέγμα αντεργατικής νομοθεσίας που η κυβέρνηση Σύριζα διατηρεί αναλλοίωτο όταν δεν το επεκτείνει. Πριν λίγους μήνες, δικαστήριο δικαίωσε την εργοδοσία για υπόθεση απόλυσης εγκύου στα Χανιά, επειδή “εκτελούσε πλημμελώς τα καθήκοντά της”. Τώρα έρχεται στο φως μια νέα υπόθεση, σύμφωνα με την οποία γυναίκα απολύθηκε από τη “Γιώτης”, επειδή, σύμφωνα με καταγγελίες συνδικαλιστών, η εταιρεία ισχυρίστηκε πως ως μητέρα θα έχει πολλές υποχρεώσεις, που θα την οδηγήσουν σε πιθανές απουσίες από την εργασία. Δε δίστασε μάλιστα να ομολογήσει πως προτιμά να προσλάβει μια νεότερη εργαζόμενη με μικρότερες απολαβές, καθώς η απολυμένη δούλευε 10 χρόνια στην επιχείρηση.
Η απαράδεκτη απόφαση φαίνεται ακόμα πιο προκλητική, αν σκεφτεί κανείς ότι αυτή την περίοδο, η επιχείρηση, που δραστηριοποιείται και στον τομέα των βρεφικών τροφών, διαφημίζει αυτή την περίοδο μια πρωτοβουλία “εταιρικής κοινωνικής ευθύνης’, στην οποία, σε συνεργασία με ΜΚΟ στηρίζει νέες μητέρες σε 86 απομακρυσμένα χωριά, καλύπτοντας τα ιατρικά έξοδα την περίοδο της εγκυμοσύνης και του τοκετού, όπως και τις βρεφικές τροφές κατά την πρώτη διετία του μωρού.
Η υπόθεση αυτή, αναδεικνύει όχι μόνο το τοπίο πλήρους εργοδοτικής ασυδοσίας, αλλά και την τεράστια υποκρισία της φιλολογίας για την “κοινωνικά υπεύθυνη” επιχειρηματικότητα, την “ιδιωτική πρωτοβουλία” που επιλύει τα προβλήματα και συναφή ιδεολογήματα. Όλ’αυτά την ώρα που είναι αναρίθμητες οι επιχειρήσεις που παρανόμως ρωτούν νέες γυναίκες σε συνεντεύξεις αν σκοπεύουν να μείνουν έγκυες ή τις βάζουν να υπογράφουν ακόμα και σχετικές διαβεβαιώσεις, καθιστώντας τη μητρότητα από δικαίωμα σε διαβατήριο ανεργίας, χωρίς να υπάρχει καμία κρατική παρέμβαση, παρά μόνο στη θεωρία.
Με πληροφορίες από Ελένη Μαρκάκη και rizospastis.gr

Υποεκπροσωπούνται οι γυναίκες στην επιστήμη;

Η 11η Φεβρουαρίου έχει καθιερωθεί από τη Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (22/12/2015) ως η Διεθνής Ημέρα για τις Γυναίκες και τα Κορίτσια στην Επιστήμη: «η σημερινή ημέρα αποτελεί ευκαιρία να πάρουμε θέση, να σπάσουμε τα στερεότυπα, να διατρανώσουμε ότι ο κόσμος χρειάζεται την επιστήμη και η επιστήμη τις γυναίκες. Πρέπει να ενθαρρύνουμε και να υποστηρίζουμε τα κορίτσια και τις γυναίκες να αξιοποιούν πλήρως το δυναμικό τους ως επιστημονικοί ερευνητές και καινοτόμοι» αναφέρει σε μήνυμα του ο διεθνής οργανισμός.
Η Παγκόσμια αυτή Ημέρα επιδιώκει να κάνει ορατή τη διαχρονική υπο-εκπροσώπηση των γυναικών στην επιστήμη.  Βέβαια θα μπορούσε να πει κανείς ότι από τον 17ο αιώνα, οπότε η επιστήμη αποκτά τη νεωτερική της έννοια, πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι. Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, η προηγούμενη εικόνα της ολοκληρωτικής απουσίας των γυναικών από τους επιστημονικούς κλάδους σταδιακά άρχισε να ανατρέπεται.
Σε αυτή την κατεύθυνση σημαντική ήταν και η συμβολή της πολωνής φυσικού Μαρί Σκλοντόφσκα – Κιουρί, της πρώτης επιστημόνισσας που βραβεύτηκε με Νόμπελ Φυσικής το 1903 και Νόμπελ Χημείας το 1911. Πρόκειται για τον πρώτο άνθρωπο που πήρε δύο Νόμπελ και τον μοναδικό που έχει Νόμπελ σε διαφορετικές επιστήμες. Η επιστημονική της πορεία μάλιστα αποτέλεσε έμπνευση για πολλές γυναίκες και επιστήμονες στην Ευρώπη.
Παραμένει το έμφυλο χάσμα
Παρόλα αυτά ακόμη και σήμερα το έμφυλο χάσμα στις επιστήμες παραμένει. Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμη και σήμερα, λιγότερο από το 30% των ερευνητών παγκοσμίως είναι γυναίκες, σύμφωνα με τον ΟΗΕ. Με βάση τα στοιχεία της UNESCO (2014-2016), σε παγκόσμιο επίπεδο, η εγγραφή των γυναικών είναι ιδιαίτερα χαμηλή στον τομέα της Πληροφορικής (3%), στις φυσικές επιστήμες, στα μαθηματικά και στη στατιστική (5%) και στη μηχανική, τη βιομηχανία και τις κατασκευές (8%).
Είναι εμφανές ότι η ανισότητα στην επιστημονική σταδιοδρομία δεν έχει υπερκεραστεί ούτε με την επιτευχθείσα ισότητα στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, η οποία είναι γεγονός, τουλάχιστον στη μεταπολεμική Δύση. Έτσι, παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες αποτελούν αυτή τη στιγµή την πλειοψηφία του συνόλου των σπουδαζόντων φοιτητών, αποτελούν παγκοσµίως µια µικρή µειοψηφία στις επιστηµονικές θέσεις εργασίας υψηλού επιπέδου.
Διακρίσεις, στερεότυπα και ανισόρροπη εκπροσώπηση
Από τα παραπάνω δεδομένα γίνεται αντιληπτό ότι οι γυναίκες ακόμη και σήμερα δεν έχουν τη θέση, που τους αναλογεί στην επιστημονική κοινότητα.  Για ποιους λόγους συμβαίνει αυτό; Οι υπαρκτές έμφυλες διακρίσεις στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική ζωή αντανακλώνται, όπως είναι απολύτως λογικό, και στην επιστήμη, η οποία αποτελεί πολιτισμικό παράγωγο της.
Επιπλέον μια σειρά από προκαταλήψεις και έμφυλα στερεότυπα – σχετικά με τις επιδόσεις και τις δυνατότητες των γυναικών σε τομείς, όπως η φυσική, τα μαθηματικά, η χημεία κι άλλοι επιστημονικοί κλάδοι, λειτουργούν αποτρεπτικά στην πρόσβαση των γυναικών σε διάφορους επιστημονικούς κλάδους.   Το έμφυλο χάσμα στην επιστήμη διαιωνίζεται και λόγω της έλλειψης ισορροπίας στην εκπροσώπηση των δύο φύλων στη λήψη αποφάσεων σχετικά µε την επιστημονική πολιτική.
Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα οι γυναίκες επωμίζονται την κοινωνική αναπαραγωγή, τη φροντίδα τους σπιτιού και την ανατροφή των παιδιών, την περίθαλψης των γηραιότερων μελών της οικογένειας, ιδίως στις χώρες που το κράτος κοινωνικής πρόνοιας καταρρέει υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης. Το δεδομένο αυτό  δημιουργεί διάφορες ανισορροπίες μεταξύ  επαγγελµατικής/προσωπικής ζωής, δυσχεραίνοντας  την επιστημονική σταδιοδρομία των γυναικών.
Η λήψη θετικών μέτρων δράσης προκειμένου να υποστηριχθεί η θέση των γυναικών στην επιστήμη, η ενθάρρυνση της συµµετοχής των γυναικών στην επιστηµονική σταδιοδροµία και έρευνα, αποτελούν αναγκαία βήματα για τη γεφύρωση του χάσματος των φύλων στην επιστήμη, για τη θεμελίωση της ισότιμης πρόσβασης των γυναικών και των κοριτσιών σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους, αλλά και στα όργανα λήψης αποφάσεων σχετικά µε την επιστημονική πολιτική.
Από diotima.gr

2,5 χρόνια φυλακή στον μποξέρ των Κίτρινων Γιλέκων που αντιστάθηκε στην αστυνομική βία

Καταδικάστηκε χθες σε φυλάκιση ενός έτους συν 18 μήνες με αναστολή ο πρώην πρωταθλητής πυγμαχίας Cristophe Dettinger, το βίντεο του οποίου είχε κάνει το γύρο του κόσμου, όταν γρονθοκόπησε άντρες των γαλλικών ΜΑΤ που είχαν προηγουμένως επιτεθεί σε άοπλους διαδηλωτές.
Μετά τη μήνυση των δυο αξιωματικών που τραυμάτισε, ο Dettinger οδηγήθηκε στο δικαστήριο, όπου εμφανίστηκε μετανιωμένος για την πράξη του, την οποία ωστόσο εξήγησε ως αποτέλεσμα της οργής που ένιωσε από την απρόκλητη βία των αστυνομικών. “Ήθελα να διορθώσω μια αδικία και δημιούργησε μια καινούρια”, είπε απολογούμενος ο μποξέρ, πατέρας τριών παιδιών, με λευκό ποινικό μητρώο ως τώρα. “Είδα την αστυνομία να χτυπά τα Κίτρινα Γιλέκα με ρόπαλα – δεν καταλαβαίνω. Είδα μια γυναίκα στο έδαφος, κάποιον να την κλωτσά και να σηκώνει ένα ρόπαλο και τότε έπεσα πάνω στον αστυνομικό και τον χτύπησα”. Η γυναίκα αυτή μάλιστα κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη,  λέγοντας πως ο κατηγορούμενος: “Έβλεπε να χτυπούν μια γυναίκα 47 κιλών και να χτυπούν το μεγάλο μου γιο και δεν το άντεξε, υπήρχε τόση βία”.
Η δικαστική αίθουσα ήταν κατάμεστη από ανθρώπους που ήρθαν να συμπαρασταθούν στον κατηγορούμενο. Νωρίτερα, είχαν συγκεντρωθεί 117.000 ευρώ για τα δικαστικά του έξοδα, πριν υπάρξει απαγόρευση της συλλογής χρημάτων υπέρ του Dettinger στο διαδίκτυο. Η σελίδα κατέβηκε μετά από αντιδράσεις πως “προωθεί τη βία κατά αστυνομικών”.
Πέρα από τη φυλάκιση, την οποία αναμένεται να εκτίσει με “ελαστικούς” όρους, δουλεύοντας τη μέρα και επιστρέφοντας στη φυλακή τη νύχτα, ο Dettinger απαγορεύεται να επισκεφτεί το Παρίσι για έξι μήνες και πρέπει να πληρώσει στους αστυνομικούς αποζημίωση 2000 και 3000 αντίστοιχα.
Η καταστολή, ακόμα και με δικαστικά μέσα, κατά των Κίτρινων Γιλέκων δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο, καθώς ήδη 1796 έχουν καταδικαστεί, κυρίως για επιθέσεις κατά αστυνομικών και φθορά δημόσιας περιουσίας, ενώ εκατοντάδες αναμένουν να εκδικαστούν οι υποθέσεις τους. Την Παρασκευή αυτή θα κάτσει στο σκαμνί η ηγετική φυσιογνωμία των Γιλέκων, Ερίκ Ντρουέ, για “διοργάνωση παράνομης διαδήλωσης” στο Παρίσι, αδίκημα που επιφέρει ως και 6 μήνες φυλάκιση.
Με πληροφορίες από arabnews.com

Εσύ πας χαρούμενος στη δουλειά σου;

Πριν λίγες μέρες έγινε γνωστό πως η Ελένη Μπότα, δημοσιογράφος, απολύθηκε «επειδή δεν πήγαινε χαρούμενη στη δουλειά της». Η εργοδοσία για ακόμα μία φορά έδειξε πως τα κριτήρια αξιολόγησης της συνέπειας και του επαγγελματισμού των εργαζομένων – τόσο στο χώρο των ΜΜΕ όσο και στους υπόλοιπους – είναι το χαμογελόμετρο και προπαντός το φαίνεσθαι. Η άνεση και η υπέρμετρη εξωστρέφεια χαρακτηρίζουν τον καλό εργαζόμενο, την ίδια στιγμή που η διακριτικότητα, η ευγένεια και ενδεχομένως οι χαμηλοί τόνοι τον κατατάσσουν στα μαύρα πρόβατα του χώρου. Διότι, αγαπητέ, δεν έχει σημασία το ποιόν σου και το έργο σου, παρά το να ξέρεις να πουλάς τον εαυτό σου όσο πρέπει κι εκεί που πρέπει.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση – καταγγελία της ΕΣΗΕΑ, ίδια σύσταση έχει γίνει και σε άλλη δημοσιογράφο, η οποία «απλά περιχαρακώνεται πίσω από το καλό ρεπορτάζ», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. Την ίδια ώρα, δεκάδες δημοσιογράφοι εργάζονται εν γνώσει τους αφιλοκερδώς, άλλοι τόσοι εργάζονται απλήρωτοι και ανασφάλιστοι παρά τις συμβάσεις που έχουν υπογραφεί διμερώς, φλερτάροντας με την απόλυση στην περίπτωση που διεκδικήσουν όσα τους αναλογούν. Ή ακόμα-ακόμα αρκούνται στην υποαπασχόληση, παρέχοντας ταυτόχρονα οκτάωρα και δεκάωρα δουλειάς. Κι άντε να φυτέψεις σε όλους αυτούς ένα χαμόγελο στα χείλη και να τους πείσεις πως όλα είναι εντάξει.
Το περιβάλλον εργασίας προστάζει να εισέρχεσαι σε αυτό με προσωπείο κι αν δε χαμογελάς, φεύγεις. Η ηθική και η ανθρωπιά – πολλώ δε μάλλον η συναίσθηση – είναι λέξεις καταγεγραμμένες στα κιτάπια των εργοδοτών με τα απαγορευμένα. Καθημερινά η ασυδοσία των αφεντικών (μικρών ή μεγάλων) δείχνει τα δόντια της στους εργαζομένους, κι ας λέει ο θυμόσοφος λαός πως “σκυλί που γαβγίζει δε δαγκώνει”.
Πολλές φορές, δαγκώνει πιο δυνατά από ποτέ. Κι ακόμα περισσότερες φορές, δαγκώνει χαμογελώντας.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Αϊ Γιώργης» του Δημήτρη Χατζή


Ο Δημήτρης (Τάκης) Χατζής γεννήθηκε στα Γιάννενα, στις 13 του Νοέμβρη 1913. Γιος του Γεώργιου Χατζή, λογοτέχνη (έγραφε με το ψευδώνυμο Πελλερέν), δημοσιογράφου – εκδότη της εφημερίδας «Ήπειρος», φοίτησε στο Ιόνιο Γυμνάσιο Αθήνας. Το 1930 ανέλαβε την έκδοση της «Ηπείρου». Πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα με ποιήματα («Νουμάς» 1931 και «Νέα Εστία» 1932).
Το 1932 εντάχθηκε στο ΚΚΕ. Το 1936 εξορίστηκε στη Φολέγανδρο. Λίγους μήνες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος. Στην κατοχή δημοσιογραφούσε στον παράνομο «Ριζοσπάστη» και ήταν μέλος της ομάδας του παράνομου σωζόμενου τυπογραφείου της ΚΕ του ΕΑΜ, στην Καλλιθέα, δημοσιογράφος και διορθωτής των εφημερίδων «Ελεύθερη Ελλάδα», «Απελευθερωτής» και άλλων εντύπων που έβγαζε το τυπογραφείο. Αργότερα δούλεψε στο τυπογραφείο του Βουνού.
Το 1947 επιστρατεύτηκε στα Γιάννενα. Το Μάρτη του 1948 κατέφυγε στο ΔΣΕ, στου οποίου τα έντυπα δημοσίευε διηγήματα και ανταποκρίσεις. Από το 1949 έζησε σε διάφορες σοσιαλιστικές χώρες. Σπούδασε Βυζαντινολογία και δίδαξε Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης. Στην προσφυγιά δημοσίευε κείμενά του στο περιοδικό «Πυρσός» και εξέδωσε αρκετά έργα του. Το 1974 επαναπατρίστηκε. Έγινε επισκέπτης καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Πάτρας, αλλά σύντομα αποπέμφθηκε από το υπουργείο Παιδείας. Από το 1980 έως το θάνατό του (20 του Ιούλη 1981), εξέδιδε το περιοδικό «Πρίσμα», με αντικείμενο την παγκόσμια Λογοτεχνία.
Το διήγημα της Πέμπτης: «Αϊ Γιώργης» του Δημήτρη Χατζή
Δημήτρης (Τάκης) Χατζής (1913-1981)
Μερικά από τα έργα του: Η φωτιά (1946), Το τέλος της μικρής μας πόλης (1953), Ανυπεράσπιστοι (1965), Το διπλό βιβλίο (1976), Θητεία (1979) κ.ά.
Το διήγημα που ακολουθεί περιλαμβάνεται στη συλλογή “Οι Ανυπεράσπιστοι” (εκδ. Πλειάς, 1974), απ’ όπου το αντιγράψαμε.
Αϊ Γιώργης
του Δημήτρη Χατζή
Εργοδηγός είπε πως ήτανε ο νέος νοικάρης στο δωμάτιο τ’ αντικρινό από τα δυο τα δικά τους. Ένας παίδαρος.
—Και τί ’ναι αυτό, εργοδηγός; ρώτησε η Κατερίνα.
Ο Σταμάτης βάλθηκε να το εξηγήσει με λόγια τόσο πολλά που φάνηκε πως κι αυτός δεν τόξερε. Κόψανε την κουβέντα και σκέφτηκε να ρωτήσει με τρόπο την άλλη μέρα στο μαγαζί του. Ρώτησε, τόμαθε και το βράδι μπορούσε πια να της το πει με λιγότερα λόγια.
—Ξέρεις όμως, είπε η Κατερίνα. Ήρθε σήμερα η κυρά-Μαρία και μου λέει να τον αφήνουμε να περνάει από μας και να πάει, λέει, στην κουζίνα μας.
—Στην κουζίνα τη δική μας;
—Μόνο το βράδι, θέλει, λέει, να ζεσταίνει λίγο νερό.
—Και τι το θέλει το νερό και να το ζεσταίνει;
Για τα πόδια του, λέει. Ξέρεις, δεν έχει γκάζι σ’ αυτό το δωμάτιο που του νοίκιασε και νερό δεν έχει, απ’ το μπάνιο παίρνουνε.
—Και να το ζεσταίνει εδώ;
—Για τα πόδια του.
— Και κάθε βράδι να περνάει από δω; Δεν είναι μπελάς;
—Να μη τα χαλάσουμε, λέω, μ’ αυτήν, την κυρά-Μαρία, την ξέρεις…
—Να μη τα χαλάσουμε, ναι. Μα δε σε πειράζει εσένα που θα περνάει;
Η Κατερίνα σήκωσε τις πλάτες—που να το ξέρει από τώρα αν πειράζει;
Ο νέος νοικάρης άρχισε από τ’ άλλο βράδι και χτυπούσε την πόρτα τους, έλεγε να τον συμπαθούνε για την ενόχληση και περνούσε και πήγαινε στην κουζίνα τους. Ήταν η ώρα πούχαν αποφάει κι ο Σταμάτης κατέβαζε καμιά φορά την εφημερίδα του και τον κοιτούσε κλεφτά, καθώς στεκόταν ορθός στην κουζίνα μπροστά στη φουφού, περιμένοντας το νερό του να ζεσταθεί.
—Κάτσε βρε παιδί μου, να μας πεις και καμιά κουβέντα όσο που να ζεσταθεί το νερό, τούπε ένα βράδι. Τι να στέκεσαι ορθός τόσην ώρα;
Μετά χαράς. Βγήκε απ’ την κουζίνα, πήρε μια καρέκλα κ’ έκατσε κοντά τους. Αργύρης ήτανε τ’ όνομά του. Μεγάλος ήτανε, γερός, καλοφτιαγμένος, ψημένος στον ήλιο και τον αέρα. Εδουλεύανε, λέει, στη Ραφήνα, στα έργα και φεύγει το πρωί με το φορτηγό της εταιρίας και γι’ αυτό δεν τον βλέπουνε το πρωί—πολύ γρήγορα φεύγουνε. Και το βράδι γυρίζει πάλι με το φορτηγό της εταιρίας. Κι αυτό το νεράκι χρειάζεται μόνο, λίγο ζεστό νερό για τα πόδια του γιατί δεν έχει τίποτα στο δωμάτιο το δικό του να το ζεστάνει. Και να τον συμπαθούνε για την ενόχληση, που του χρειάζεται το νερό για τα πόδια το βράδι, γιατί ‘ναι δύσκολη δουλειά με αυτό το επάγγελμα, νάσαι εργοδηγός κι όλη μέρα στο πόδι.
—Επιστάτης σα να λέμε, είπε ο Σταμάτης για να δείξει και στην Κατερίνα τι καλά που τόξερε πια.
—Όχι. Αυτό δεν είναι επιστάτης, δεν έχει να κάνει με επιστάτης. Πρέπει να μετρήσεις τη δουλειά, πόσο βγήκε σήμερα, να κανονίσεις για την άλλη μέρα. Στο πόδι του μηχανικού, σα να λέμε. Εκχωματώσεις, επιχωματώσεις…
Ας είναι κ’ έτσι—σήκωσε τις πλάτες του ο Σταμάτης, εκχωματώσεις, επιχωματώσεις… Κάποια δουλειά πρέπει να κάνει ο καθένας και υγεία να έχουμε μόνο για να τα βγάλουμε πέρα. Η Κατερίνα τον κοίταξε με κρυφό καμάρι, τι σοφά που τάχε ξηγήσει. Ο Αργύρης γέλασε και συμφώνησε.
Τ’ άλλο βράδι που πέρασε, τούπανε πάλι και κάθησε λίγο μαζί τους, όσο που να ζεσταθεί το νερό του και να το πάρει. Ο Σταμάτης το σκέφτηκε πονηρούτσικα και το πήγε σιγά-σιγά νάχει κρατημένο το μισό κρασί της γαράφας του να τ’ αποπιούνε μαζί. Τόπιανε μαζί κ’ ήτανε μια χαρά μ’ αυτό το παιδί που καθόταν μαζί τους και μιλήσανε λίγο. Και τ’ άλλο βράδι που μπήκε, κρατούσε κι ο Αργύρης μια μπουκάλα ρετσίνα και γέλασε και τους είπε — δε γίνεται και να μην τον προσβάλουν, θα το πιούνε μαζί. Και πήγε τότες η Κατερίνα στην κουζίνα και χαμήλωσε το γκάζι κάτω από την κατσαρόλα με το νερό και την ήπιανε μια χαρά τη μπουκάλα κ’ είπανε πολλά και διάφορα, εκχωματώσεις, επιχωματώσεις και τα λοιπά.
Ήταν η πρώτη φορά που ξένος άνθρωπος, τρίτος, έμπαινε στή ζωή τη δική τους και τόσο κοντά. Ο Σταμάτης είδε την Κατερίνα που τρόμαξε μ’ αυτό το καινούργιο και τ’ ασυνήθιστο πράμα—ανησύχησε λίγο κι αυτός, μα δεν είπε τίποτα.
Ως τα τότες ο Σταμάτης ο Σιδεράκης τέτοιας λογής νταραβέρια, συνάφειες, πάρε-δόσε με τους άλλους ανθρώπους δεν είχε ποτές του. Όχι που φοβόταν απ’ αυτούς η ντρεπόταν για την καμπούρα του, τ’ ατροφικά ποδαράκια του και τα μεγάλα, κίτρινα κι άχαρα χέρια του— να φεύγει, να κρύβεται. Δε φοβότανε, δεν έφευγε, δεν κρυβόταν από κανέναν. Μα τη ζωή του έτσι την είχε φκιασμένη μέσα στα δικά της τα μέτρα, που δεν ήθελε καθόλου να την αλλάξει, δεν ήθελε να του τη χαλάσει κανένας ξένος. Πολύ καλά τα περνούσαν οι δυο τους με τη σύζυγό του την Κατερίνα—δεν τούς χρειαζόταν κανένας άλλος. Πολύ καλά τάφερνε βόλτα με το μικρό μαγαζάκι, το ραφτάδικό του στου Γκύζη, πέρα στην άκρη, στα Τουρκοβούνια—δεν ήθελε περισσότερο. Πολύ καλά τα πήγαινε και με τους ανθρώπους, έτσι όπως πήγαινε — και τούφτανε τόσο.
Οι φουκαράδες στην απόμερη γειτονιά του τον ξέρανε πως ήταν τεχνίτης καλός για τις μικρές τις δουλειές, περιορισμένος πολύ και στις απαιτήσεις του, ταχτικός και στις προθεσμίες. Και τα φέρνανε, λοιπόν, πάντα σ’ αυτόν, τα τριμμένα τους πανταλόνια να τους αλλάξει καβάλο, οι μικροϋπάλληλοι, να τους γυρίσει τις φορεσιές τους, οι φαμελίτες τα παλιά τους τα ρούχα να τα μεταποιήσει για τα παιδιά τους. Καινούργια κοστούμια να φκιάξουν, δεν τα πήγαιναν σ’ αυτόν κι ο Σταμάτης ο Σιδεράκης δεν πικραινότανε και δεν επείσμωνε με κανέναν γι’ αυτό. Ποτές του δεν σκέφτηκε ν’ απλώσει τα μικρά του τα ποδαράκια έξω απ’ το πάπλωμα, που θάπρεπε βέβαια νάναι και κείνο κοντούτσικο. Στο τέλος-τέλος, σκεφτόταν, ένα μαγαζάκι έχει ο καθένας σε τούτον τον κόσμο και ποτέ περισσότερο, γιατί όσο μεγάλο και νάχει, βρίσκεται πάντα και μεγαλύτερο—και λοιπόν, ορίστε, μαγαζάκι και το μικρό, μαγαζάκι μονάχα και το μεγάλο. Έτσι σκεφτόταν, χαιρόταν μ’ αυτά πού του φέρνανε και τα δούλευε μαστορικά, μερακλίδικα, μ’ υπομονή και με τέμπο.
Ανέβαινε—σκαρφάλωνε—και καθότανε πάνω στο μεγάλο ραφτάδικο πάγκο του, διπλώνοντας τόνα του πόδι κι αφήνοντας τ’ άλλο να κρέμεται στον αέρα. Σταματούσε καμιά φορά τη δουλειά του και στεκότανε μια στιγμή και κοιτούσε τα δάχτυλά του, τα κοιτούσε σα να τάβλεπε πρώτη φορά και δε λυπόταν καθόλου πως γίνηκε έτσι και του τάδωσε ο θεός αυτουνού τέτοια κίτρινα κι άχαρα — τα χαιρότανε να τα βλέπει πώς δουλεύανε, τόσο μεγάλα, μια τόσο μικρή βελονίτσα. Γιόμιζε η ψυχή του θαμασμό για το μέγα μυστήριο. Ξανάρχιζε τη δουλειά του και κάποτε κατέβαζε τόνα του χέρι, το γύριζε σαν κουτάλα και μάζευε το μικρό, τρυφερούτσικο ποδαράκι του, που κρεμότανε στον αέρα. Το κοιτούσε κι αυτό μια στιγμή και τόβαζε κάτω από τ’ άλλο, σταυροπόδι πάνω στον πάγκο, όσο να το ξαναφήσει και κρεμότανε πάλι. Και σκεφτότανε τότε και γι’ αυτά του τα πόδια που μείνανε ανέσωτα, πως πάλι καλά, δεν πειράζει—αφού τα πόδια σε τούτο χρειάζονται μόνο, να μπορεί κανένας να περπατήσει, κι αυτός μπορούσε και περπατούσε και με βήμα κιόλας ανάλαφρο και γοργό. Και σκεφτότανε τότες εκεί, σκαρφαλωμένος απάνω στον πάγκο του και γι’ αυτή την καμπούρα του, πως στο τέλος-τέλος όλοι την έχουνε μια καμπούρα σε τούτον τον κόσμο, πότε φαίνεται, πότε δε φαίνεται—κι αν η δική του ξεχώριζε κάπως κακό κανένα δεν έγινε.
Το μεσημέρι τόκλεινε το μαγαζάκι και πήγαινε σπίτι, δυο-τρεις δρόμους πιο κάτω, να φάει. Η Κατερίνα τούχε μαγειρέψει τις σουπιές του με το σπανάκι, τις αγκινάρες με το λεμόνι, τις σωλήνες με το ριζάκι κι είχε πάντα το τραπέζι στρωμένο. Και το βράδι που σκολούσε, τούχε πάλι το τραπέζι του ετοιμασμένο, με μια μικρή γαράφα ρετσινίτσα στη μέση—φορούσε τη ρόμπα της τη λουλουδάτη και τον περίμενε η Κατερίνα.
Το κορμί της αυτηνής δεν ήτανε παραμορφωμένο σαν το δικό του. Ήτανε μόνο μικρό κι ήταν ανέσωτο και πάνω σ’ αυτό το κορμάκι ένα μεγάλο κεφάλι, με τη μύτη μπροστά πατημένη και τούφες-τούφες φυτρώνανε πάνω κάτι κόκκινα μαλλάκια. Την έβλεπε κι ο Σταμάτης ο Σιδεράκης και σκεφτότανε και γι’ αυτό—σκεφτότανε δηλαδή πως στο τέλος-τέλος ο καθένας την έχει μια Κατερίνα σε τούτον τον κόσμο και τίποτα παραπάνω δεν έχει, αφού καμία γυναίκα δεν βρίσκεται, άνθρωπος κανένας δεν είναι χωρίς το κουσούρι του και πότε δεν φαίνεται τόσο πολύ, πότε φαίνεται κάπως, όπως, ας πούμε, της δικής του της Κατερίνας…
Την Κυριακή τ’ απογεματάκι την έπαιρνε και πηγαίνανε, το χειμώνα στον κινηματογράφο και βλέπαν τα φιλμ, με τον καλό τον καιρό να βγούνε λίγο να περπατήσουν στο Πάρκο και να καθήσουν να κάνουν σεργιάνι με τους ανθρώπους. Και πέρνανε καμιά φορά το λεωφορείο και κατεβαίνανε να δουν και τη θάλασσα και καθότανε και στο καφενείο—κάπως απόμακρα πάντα—μα το πίνανε μια χαρά το κανονικό γαραφάκι της Κυριακής τους με το διπλό το μεζέ. Οι δυο τους. Και τόσο ταιριάζαν ο ένας δίπλα στον άλλον που κανένας δε γυρνούσε να τους κοιτάξει παράξενα. Όλα τους, σαν από μόνα τους, και του Σταμάτη τα ρούχα και το ντύσιμο το δικό της, το φέρσιμό τους, η σιγανή τους κουβέντα, χειρονομίες, το γέλιο τους, είχαν όλα ταιριάξει και στρώσανε, προσαρμόστηκαν κι ενωθήκανε σε μια θαυμαστή ισορροπία ταπεινοσύνης κι υποταγής, από όπου τίποτα δεν ξέφευγε και δεν έλειπε τίποτα. Και το βράδι που γυρνούσανε πίσω, να τυχαίνανε σ’ έρημο δρόμο, να μην είναι κανένας, άπλωνε τότες η Κατερίνα το χέρι της και το περνούσε στο μπράτσο του και περπάταγαν έτσι—και μήτε αυτό, λοιπόν, δεν τους έλειπε. Κι ευχαριστούσε τότε κι η Κατερίνα τη δική της τη μοίρα, που της έδωσε αυτόν τον Σταμάτη, το Σταμάτη και την αγάπη, αυτή την ταπεινή ευτυχία που ξέραν οι δυο τους και μυστικά τη χαίρονταν οι δυο τους…
Άδικα ωστόσο φοβηθήκαν με τον Αργύρη. Ο Αργύρης δεν ήθελε τίποτα απ’ αυτούς και —το πιο σπουδαίο—τίποτα δεν είχε να κάνει μαζί τους, να τους ενοχλήσει, να τους βαρύνει, να βγάλει τη ζωή τους από το δρόμο της. Ερχότανε, ζέσταινε το νερό του, έλεγε τις δυο καλές του κουβέντες, τόπαιρνε κι έφευγε. Μια μικρή ποικιλία, ένα τέταρτο της ώρας κάθε βράδι — και τέλος.
Εντελώς ακίνδυνη ποικιλία. Η Κατερίνα τούβαζε πια από τ’ απόγεμα τη μεγάλη κατσαρόλα με το νερό στη φωτιά, να το βρίσκει ζεσταμένο όταν έρχεται. Κι ο Αργύρης για να την ευχαριστήσει, της έφερε καναδυό φορές, κατ’ ευθείαν από το δίχτυ, ψάρια και θαλασσινά που σπαρταρούσαν ακόμα και τα μαγείρεψε η Κατερίνα και καθήσαν μαζί και τα φάγανε.
Ο Σταμάτης δεν ανησυχούσε πιά. Λίγο παραξενευότανε μόνο μ’ αυτό το παλληκάρι που καθότανε κάθε βράδι στο σπίτι και μόνο μ’ αυτούς μιλούσε λιγάκι και δεν πήγαινε ποτέ πουθενά. Κι όταν ξεθάρρεψαν πια για καλά του τόπε κι αυτό, να μη τόχει στην καρδιά του και τον βαραίνει.
—Καλά, μωρέ Αργύρη παιδί μου, του λέει. Πώς τα καταφέρνεις έτσι, μωρέ παιδί μου; Από τη δουλειά στο σπίτι, κάθε βράδι, κάθε βράδι. Ας πούμε, φίλους δεν έχεις… Μα μήτε γκόμενα δηλαδή; Μεδέν ο Αργύρης;
Η Κατερίνα κατακοκκίνησε να τον ακούει να λέει τέτοιες κουβέντες, για γκόμενες ο Σταμάτης. Ο Αργύρης γέλασε.
—Έχω, είπε. Και θα τη δείτε και σεις… Σέ λίγο.
Και τους είπε την ιστορία. Για το κορίτσι που ‘τανε στη Λαμία και το λέγαν Ιφιγένεια. Και σ’ ένα μήνα, σε δυο μήνες το μάξιμον, θα πάει να κάνουν το γάμο. Και παράξενο, πως δεν τους τόπε η κυρά-Μαρία, πως τα συμφώνησαν από την αρχή, να τη φέρει μετά το γάμο να μείνουν σ’ αυτό το δωμάτιο που του νοίκιασε. Δυο-τρεις μήνες θα μείνουνε μόνο, όσο να τελειώσει το σπιτάκι πούχαν πάρει κι αυτοί, με τα χίλια βάσανα σ’ ένα συνεταιρισμό στην Ηλιούπολη και βοηθούσανε κ’ οι δικοί της του κοριτσιού. Ως τα τέλη του Σεπτέμβρη θάχει τελειώσει. Και γκόμενα άλλη καμία δεν του χρειάζεται του Αργύρη. Και για να βγαίνει το βράδι, άσε πού κουράζεται όλη μέρα και θέλει τον ύπνο του, λογάριασε τα λεφτά… Όλα τα τρώει το σπίτι. Και λογάριασε—και γάμο πρέπει να κάνουν κι εισιτήρια να πάει κι εισιτήρια να γυρίσουν οι δυο τους και βάλε και βάλε. Και το κορίτσι δεν είναι πλούσιο—μόνο ή αγάπη…
Του Σταμάτη πολύ-πολύ τάρεσε, καθώς τάλεγε έτσι το παλληκάρι, τα φτωχά και τα νοικοκυρεμένα και τα βάσανα και τα σχέδια και το σπίτι και το κορίτσι με την αγάπη—όπως τα διάβαζε στα ρομάντζα του περιοδικού π’ αγόραζε κάθε Σάββατο.
—Και θάρθει να μείνει εδώ; Μαζί μας; ρώτησε η Κατερίνα κ’ η φωνή της έτρεμε λίγο.
—Εδώ, είπε ο Αργύρης. Σ’ αυτό το δωμάτιο. Τι να κόβουμε; Σ’ ένα μήνα. Βία ως τα τέλη του Ιούνη. Περισσότερο δεν το βαστούμε— μήτε εγώ μήτε αυτή—και γέλασε πάλι κι η Κατερίνα κατακοκκίνισε πάλι με το κορίτσι που θαρχόταν να μείνει μ’ αυτόν τον παίδαρο στ’ αντικρινό το δωμάτιο και δε βαστούσανε λέει, χωρίς να ντρέπεται.
—Θα της κεντήσω ένα τραπεζομάντηλο, είπε στο Σταμάτη την άλλη μέρα που τρώγανε.
—Και βεβαίως αποκρίθηκε αυτός. Καλό παιδί ο Αργύρης, θα το κάνουμε δώρο. Και να είναι γύρω-γύρω λουλούδια και δυο πουλιά να είναι στή μέση. Ξέρει ό Σταμάτης τι λέει. Έτσι να το κάνεις.
—Έτσι θα το κάνω.
Καλοκαίριασε.
Ο Αργύρης έφυγε στη Λαμία τέλη του Ιούνη—γύρισε σε λίγο με το κορίτσι, με τη γυναίκα. Και το πρώτο βράδι που φτάσανε, τους την έφερε να τους τη δείξει. Ο Σταμάτης—πιάστηκε μια στιγμούλα η φωνή του μπροστά σε κείνο το τέλειο νεανικό σώμα, όλο υγεία και δύναμη. Ένας τρόμος έπαιξε μέσα στα μάτια του. Η Κατερίνα—της έδωσε το τραπεζομάντηλο κι απόμεινε κι αυτή και δεν ήξερε τι να πει—κοιτούσε εκείνο το σώμα, την ομορφιά του προσώπου της, τα μεγάλα μάτια που λάμπανε, τα μαύρα μαλλιά, λυμένα και πέφτανε βαριά πάνω στους ώμους της. Ύστερα κατάφερε να της πει πως μπορούσε νάρχεται στην κουζίνα της να μην παιδεύεται με τη γκαζιέρα που της είχε αγοράσει ο Αργύρης. Τότε κι ο Σταμάτης, ξεροκατάπιε καναδυό φορές, χώθηκε βαθύτερα σε κείνη την πολυθρόνα του και παρατήρησε πως τις ψεύτισαν πολύ τον τελευταίο καιρό τις γκαζιέρες, δεν είναι για προκοπή. Και επικίνδυνες, είπε. Η Ιφιγένεια κάθησε στην άκρη της καρέκλας που της δώσανε, κρατώντας με τα δυο της τα χέρια πάνω στα γόνατα το τραπεζομάντηλο. Τους κοίταξε και τους δυο, χαμογέλασε, είπε ευχαριστώ για το δώρο, το ξεδίπλωσε, τάνοιξε, παίνεσε πολύ την ψιλή δουλειά—αυτή δεν ήξερε να κεντάει τόσο καλά—είπε πάλι ευχαριστώ και για την κουζίνα και πως βάρος δεν θα τους έδινε όσο θα μέναν εκεί—και φύγανε με τον Αργύρη της.
Αυτοί—μείνανε μόνοι, ανασάναν κι οι δυο τους. Κοιταχτήκανε—δεν είπανε τίποτα. Μήτε σχόλια γι’ αυτήν μήτε προβλέψεις μήτε ενθαρρύνσεις ο ένας στον άλλον. Μπορούσαν νάναι ευχαριστημένοι—καλά τα κατάφεραν. Σέ λίγο πήγανε στο κρεβάτι — ευχαριστημένοι, ικανοποιημένοι ο ένας από τον άλλον, αμίλητοι ωστόσο—δεν είχανε τι να πούνε, δεν ξέρανε.
Και δε χρειάστηκε και να πούνε. Όλα πήγανε καλά-πολύ καλά πάλι. Απ’ την άλλη μέρα κιόλας η Ιφιγένεια τόδειξε πως δεν είχε σκοπό να τους είναι βάρος. Δεν θέλησε να δεχτεί καμιά βοήθεια χωρίς ανταπόδοση. Βλέποντάς την τέτοια η Κατερίνα δεν την άφησε πια να κάνει τίποτα στην γκαζιέρα. Την πήρε στην κουζίνα της, σα να την είχαν μαζί, εκεί να μαγειρεύει κι η Ιφιγένεια, να τάχει εκεί τα λιγοστά πιατικά τους, της έδωσε ράφια και στο ντουλάπι της να βάζει τα τρόφιμα να μη μυρίζουνε στο δωμάτιο —και τι κρίμα, τον Οκτώβριο που λογαριάζανε νάχουνε το ψυγείο τους, αυτοί θάχουνε φύγει στο δικό τους το σπίτι. Η Ιφιγένεια άρχισε τότε κι αυτή και μοιραζόταν μαζί της τις δουλειές του σπιτιού, αυτές τις λίγες δουλειές που χρειαζόταν να γίνουν. Πρόθυμη, ακούραστη, πρόσχαρη, πηδώντας κάποτε, με μικρές κραυγές, τινάζοντας πίσω σαν άλογο τα μεγάλα μαλλιά της. Έτρεχε το πρωί να προφτάσει, νάχει καθαρίσει αυτή, να πλύνη, νάχει ετοιμάσει την κουζίνα για το μαγείρεμα, να σκουπίσει το διάδρομο και τη σκάλα. Τέλειωνε μ’ αυτά, έπιανε μονάχη της, έκανε δουλειές της Κατερίνας. Ήσυχα, απλά, πραχτικά, μ’ ανοιχτή καρδιά, χωρίς επίδειξη, χωρίς επιτήδευση—φυσικότατα. Υγιής, χορτασμένη, κατακάθαρη μέσα.
Καλός άνθρωπος η Ιφιγένεια, σκεφτόταν η Κατερίνα. Της φερνότανε πολύ μετρημένα, πολύ λογικά, με κάποια επιφύλαξη πάντα, με στοργή, που δεν την φανέρωνε και με κάποιον θαυμασμό, που κι αυτόν τον έκρυβε. Τα δέκα χρόνια πού τις χωρίζαν, η ομορφιά κ’ η υγεία της Ιφιγένειας, η δική της προπαίδευση τόσα χρόνια κοντά στο Σταμάτη—πολύ καλά της το δείχνανε ως πού πρέπει να πάει. Χαιρότανε να την έχει μαζί της όλη τη μέρα, χρυσή συντροφιά της και χαιρόταν που τα κανόνισαν όλα τόσο καλά, τόσο σωστά. Το βράδι του τάλεγε του Σταμάτη και μέσα της δόξαζε το θεό που κι ο δεύτερος άνθρωπος πούρθε κοντά τους βγήκε έτσι φρόνιμος κι έτσι καλός. Το περισσότερο αυτή μήτε τόθελε μήτε θάφηνε τον εαυτό της να το θελήσει. Τετρακόσια τάχει η Κατερίνα μου, έλεγε πάντα ο Σταμάτης και την καμάρωνε. Δε θ’ άλλαζε τώρα.
Η Ιφιγένεια—αυτή ’ταν εκείνη που πήγε κοντύτερά της. Μ’ ένα τρόπο που δεν είχε στάλα συμπόνοια ή συγκατάβαση μέσα. Σαν ίσος προς ίσον. Σαν να μην έβλεπε αυτή την ασκήμια της Κατερίνας, καμιά μειονεκτικότητα να μην ήθελε να της βλέπει. Άρχισε σέ λίγο και της μιλούσε για τους γονείς της, τ’ αδέρφια της, για τα λεφτά τους με τον Αργύρη—και τόσο λίγα — το σπίτι, τα σχέδια, τις φροντίδες τους. Έκανε τότε κι η Κατερίνα το βήμα—την άφησε τη στοργή της και φανερώθηκε. Ένα κύμα ζεστής τρυφερότητας ήρθε και την κατάκλυσε. Άπλωνε κάποτε το χέρι της και τη χάιδευε —εκείνο τ’ ωραίο κεφάλι της. Η Ιφιγένεια δεν της τάφηνε χωρίς ανταπόδοση. Μπορούσε να κάθεται δίπλα της μ’ άνεση, με σιγουριά, μ’ ευχαρίστηση — για δική της ευχαρίστηση. Και μπορούσε να της μιλάει και για φορέματα — που δεν είχε—για τα μαλλιά της—πώς να τα φκιάσει επιτέλους, να μην κρέμονται έτσι. Η Κατερίνα — ο ρυθμός του κόσμου πήρε κι άλλαζε εντός της. Της μιλούσε και για τον Αργύρη—για την αγάπη—και για παιδί της μιλούσε —που δεν το θέλαν ακόμα, σάμπως νάτανε κι η Κατερίνα γερή και σωστή, σάμπως νάτανε σαν όλους τους άλλους. Η Κατερίνα φυλαγόταν ακόμα, δυσκολευότανε να το πιστέψει, να το δεχτεί, πως τίποτα δεν τη χώριζε, δεν την ξεχώριζε από τους άλλους ανθρώπους. Μα η Ιφιγένεια ήταν εκεί, κάθε μέρα, όλη μέρα, να το βεβαιώνει με τον τρόπο της, με τη φιλία, με την αγάπη της. Η σοφή της αντίσταση έσπασε. Την έσπασε αυτή η χαρά. Και πήρε τότε και γέλασε της Κατερίνας το πρόσωπο. Τα μάτια της γλυκαθήκανε από τα δάκρυα—κάθε στιγμή κρατημένα. Πάθος ζωής ανάστησε το λειψό της κορμί.
—Αϊ-Γιώργη μου εσύ, της ξέφυγε κάποτε και της φώναζε.
—Πάλι με τον Αϊ-Γιώργη; γελούσε η Ιφιγένεια.
— Και μη δεν είσαι; Σαν τον Αϊ-Γιώργη στο τέμπλο. Πού θα σε χάσω μονάχα…
Η Ιφιγένεια βεβαίωνε τότε πως αυτό δεν γινότανε, ποτέ δε θα γίνει, θα βλεπόντανε κάθε μέρα, θα πηγαίνανε, θαρχόνταν η μία στην άλλη—τελείωσε. Κι η Κατερίνα χαιρόταν.
Έτσι πέρασε—και τόσο καλά — ο πρώτος καιρός, όλος ο Ιούλης. Και ξαφνικά γύρισαν όλα κι αλλάξανε. Η Κατερίνα φαινότανε τσακισμένη. Χάθηκε εκείνη η χαρά, το φως εσβήστηκε μέσα στα μάτια της. Σα να κουράστηκε. Και σα να γέρασε, ν’ ασκήμισε περισσότερο —έτσι την έβλεπε κι ο Σταμάτης. Το βράδι που γύριζε αυτός, το φαΐ του βρισκότανε πάντοτε στο τραπέζι, αχνιστό, να μοσκοβολάει η κάμαρη, η γαραφίτσα με τη ρετσίνα στη μέση—όλα, όπως πρώτα. Μα η Κατερίνα δε ρωτούσε πια το καθετί για το μαγαζί, δεν τούλεγε τα νέα της γειτονιάς τους, δε μιλούσε πια για την Ιφιγένεια πώς τα περνούσαν οι δυο τους—τίποτα δεν έλεγε η Κατερίνα, όσο που τρώγανε και σήκωνε γρήγορα – γρήγορα το τραπέζι. Ύστερα ξαπλωνότανε στο σοφά, διπλωνόταν στα δυο και καθόταν εκεί με το μεγάλο κεφάλι της ακουμπισμένο στη μικρή της παλάμη και με τα μάτια κλεισμένα—καθόταν εκεί και δεν έκανε, δεν έλεγε τίποτα, όσο που ν’ αποδιαβάσει κι αυτός την εφημερίδα του και να πάνε στ’ άλλο δωμάτιο να πλαγιάσουν. Και το πιο σπουδαίο—δεν τη φορούσε πια τη ρόμπα με τα λουλούδια. Δέκα χρόνια παντρεμένοι, τέτοια αταξία δεν έγινε.
—Γιατί δε φοράς, Κατερίνα, τη ρόμπα; τη ρώτησε.
—Χάλασε.
—Να πάρουμε άλλη, αδερφέ. Χωρίς τη ρόμπα πώς γίνεται;
Σήκωσε τις πλάτες της και δεν είπε τίποτα. Σώπασε κι αυτός—δεν ήξερε τι να πει παραπάνω μ’ αυτή τη ρόμπα. Τ’ άλλο βράδι η Κατερίνα, πάλι δεν τη φορούσε.
—Έχεις τίποτα Κατερίνα; τη ρώτησε.
Σήκωσε πάλι τις πλάτες—πάλι τις πλάτες, καινούργιο κι αυτό με τις πλάτες.
—Έχεις τίποτα; ξαναρώτησε.
Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε.
—Τι θέλεις νάχω;
Και σώπασε πάλι. Και σώπαινε πια κάθε βράδι και καθόταν εκεί διπλωμένη με τα μάτια κλειστά. Ήθελε πια να του το πει κι αυτουνού μια φορά, να μη τη ρωτάει, να μην κάνει πως τάχα δεν ξέρει. Μα δεν έβρισκε πώς να τα πει τέτοια πράματα, πώς τα λένε, αν λέγονται αυτά τα πράματα—ποια;
—Κατερίνα…
—Τι ’ναι μανούλα μου;
—Πάρε με, Κατερίνα, στα εμπορικά να ψωνίσω μια μπατίστα.
—Τώρα;
—Τώρα…
—Να σέ πάρω…
Έτσι είχε αρχίσει. Η Ιφιγένεια έδωσε ένα σάλτο, την αγκάλιασε, άλλο σάλτο, βρέθηκε στο δωμάτιό της, έριξε πάνω της ένα τσίτι και ξαναγύρισε στη στιγμή. Ήταν χαρούμενη που θα πήγαιναν να ψωνίσουν αυτή τη μπατίστα, πολύ χαρούμενη. Η Κατερίνα χαιρότανε τη χαρά της—πώς δεν της έκοψε το μυαλό, τόσον καιρό να της τόλεγε αυτή, να την πάρει να βγούνε μαζί; Στάθηκε μια στιγμή και την κοίταξε. Ήταν κατακόκκινη, το πρόσωπό της όλο λαμποκοπούσε—ο Αϊ-Γιώργης. Κάτω από κείνο το τσίτι—φαινόταν — ήταν ολόγυμνη. Παρθενικά, θηλυκά, σεμνότατα, θαυμάσια γυμνή. Και μοσκοβολούσε—μια δροσιά—το κορμί της.
—Να φάμε και μια πάστα, Κατερίνα; Ναι; Κερνάω…
—Να ντυθώ κι εγώ μια στιγμή, είπε η Κατερίνα.
Μπήκε στο μέσα το δωμάτιο, το δικό της. Η πρώτη χαρά της είχε χαθεί—γιατί χάθηκε; Έκλεισε πίσω της την πόρτα—γιατί την έκλεισε; Έβγαλε την ποδιά της κουζίνας, έβγαλε το φόρεμά της, έμεινε με την κομπιναιζόν της τη θαλασσιά. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Κανένα κύρτωμα, κανένα καμπύλωμα δεν γινότανε στο στήθος της. Πήρε απ’ τον κομμό την κίτρινη μπλούζα με τα κοντά τα μανίκια, τη φόρεσε γρήγορα-γρήγορα — ο Σταμάτης την είχε παινέσει πολύ, τι καλά που της πήγαινε. Στάθηκε μπρος στον καθρέφτη και κουμπωνόταν. Κοιτάχτηκε πάλι. Η μπλούζα τής άφηνε έξω τα μπράτσα—είδε τα μπράτσα της στον καθρέφτη, βλογιοκομμένα, ασπρουλιάρικα, κίτρινα, μαραμένα. Δε θα τη φορούσε αυτή τη μπλούζα να βγει με την Ιφιγένεια. Δε γίνεται—δίπλα στην Ιφιγένεια. Την έβγαλε γρήγορα-γρήγορα, την πέταξε στο κρεβάτι. Πήρε απ’ τη ντουλάπα το κόκκινο φόρεμα με τις άσπρες βουλίτσες, τις Κυριακές το φορούσε, με το μανίκι ως τον άγκωνα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη—χειμωνιάτικο. Γρήγορα-γρήγορα το ξανάβγαλε, το πέταξε κι αυτό στο κρεβάτι—τι να βάλει τώρα; Πηγαινο-ήρθε ανάμεσα στον καθρέφτη και στή ντουλάπα—ένιωσε πως ίδρωνε. Ήρθε απ’ έξω κ’ η φωνή της Ιφιγένειας—έλα πια, τότε τάχασε ολότελα. Ξαναφόρεσε εκείνη τη μπλούζα. Και τα μαλλιά; Τι προφταίνει να κάνει τώρα με τα μαλλιά της; Φόρεσε στο κεφάλι της το μαντήλι, Αύγουστος μήνας, το πέταξε, το ξανάβαλε, πάλι το πέταξε. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα όταν βγήκε—με την μπλούζα την κίτρινη, την κοντομάνικη και με τα μαλλιά της τούφες-τούφες, τα κόκκινα — ασκέπαστα. Την τελευταία στιγμή της πέρασε η ιδέα πως στις μασχάλες της βρωμούσε ο ιδρώτας.
Βγήκανε στο δρόμο. Συνηθισμένη να στέκεται δίπλα στο δικό της το Σταμάτη, τόσα χρόνια, ασφαλισμένη, ένιωθε τώρα πηγαίνοντας με την Ιφιγένεια, ένας άλλος κόσμος ν’ ανοίγεται γύρω της—εχθρικός. Τ’ ανελέητο φως τ’ αυγουστιάτικου πρωινού τη γύμνωνε ολόκληρη—το στήθος, τα πόδια της. Η ταραχή πούχε νιώσει στο σπίτι μεγάλωνε—τάχε χάσει. Όταν φτάσανε στην Ερμού—κόσμος πολύς, κάτι σα ζάλη την έπιασε. Δεν ήθελε νάμπει μαζί με την άλλη στο μαγαζί—και μπήκε. Τις κοιτούσαν— όλοι. Βγήκανε—σάμπως ν’ ανάσανε λίγο που τέλειωσαν. Και τάχασε πάλι στο δρόμο μέσα στον κόσμο. Βιαζότανε πια να γυρίσουνε σπίτι, να φτάσουνε σπίτι, να κρυφτεί, να ξαναβρεί την ασφάλεια—τη δική της ασφάλεια.
—Και την πάστα; ρώτησε η Ιφιγένεια.
—Άλλη φορά.
—Κουράστηκες;
—Τόση ζέστη…
—Ναι, ζέστη…
Φτάσανε σπίτι. Μπήκανε μέσα, ανεβήκανε, πνιγόταν, την έλουζε ο ιδρώτας, η μυρουδιά του την τρέλαινε. Πέταξε τη μπλούζα, αυτή τη μπλούζα—να λευτερωθεί. Έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι της—ήθελε να κλάψει. Σε λίγο μπήκε στο μπάνιο και σαπουνιζόταν ώρα πολλή, να φύγει εκείνη η κακή μυρουδιά της σαπίλας.
Έτσι είχε αρχίσει.
Έτσι πήγε κι ύστερα—από κείνη τη μέρα κι ύστερα. Η Ιφιγένεια δεν είδε, δεν ένιωσε τίποτα, τι γίνηκε μ’ αυτή την πρώτη τους έξοδο. Ήταν ολομόναχη στην Αθήνα. Δεν είχανε συγγενείς, φίλους δεν είχαν—μήτε αυτή μήτε ο Αργύρης. Απλοϊκή κι απονήρευτη, τη συνείδηση ωστόσο της θηλυκής ομορφιάς της πρέπει κάπως να την είχε. Το ένστικτό της κι η επαρχιώτική της αγωγή την οδηγούσανε να φυλάγεται. Δεν ήθελε να ξεπορτίζει μονάχη της, αφού ο Αργύρης έλειπε όλη τη μέρα και τόσο μακριά. Με την Κατερίνα να βγαίνει ήταν όλα καλά και χαιρότανε σα μικρό παιδί κάθε τους έξοδο.
—Κατερίνα… Πού πας, Κατερίνα;
Χόρευε γύρω της.
—Ως εδώ μονάχα… Στην αγορά, καλό μου…
—Πάρε με και μένα, Κατερίνα—το τραγουδούσε.
—Έλα…
Τα ίδια—η μπλούζα, τα μπράτσα, ο καθρέφτης, οι τούφες, ο ιδρώτας, στο δρόμο τα μάτια του κόσμου. Γύριζε πίσω, κάθε φορά κυνηγημένη, σακατεμένη—κάθε φορά περισσότερο χτυπημένη. Η Ιφιγένεια ανυποψίαστη—τα ίδια:
—Τι κάνεις εκεί, Κατερίνα;
—Πλέκω λίγο.
—Τα τελείωσες όλα;
—Όλα.
—Και το φαΐ σας;
—Και το φαΐ.
—Γρήγορα είναι ακόμα όσο ναρθούνε. Πάμε σινεμά;
Τον πρώτο καιρό το περίμενε τρέμοντας. Λίγο πιο ύστερα δεν τη φοβότανε πιά την έξοδο. Να βγαίνει στο δρόμο μαζί με την Ιφιγένεια, να κρύβεται σπίτι—δεν άλλαζε τίποτα. Μέσα στον καθρέφτη της Ιφιγένειας την είχε δει πια τη μοίρα της—την είδε, τη γνώρισε, την ήξερε τώρα. Το βάρος της μέρας, χωρίς το Σταμάτη, τραβιέται όπως-όπως. Το βράδι που γυρίζει αυτός, γίνονται δυο—η παρουσία του γεμίζει την κάμαρη μ’ όλο το νόημα μιας επισφράγισης. Κουλουριάζεται τότε στο σοφά της, κλείνει τα μάτια της και σωπαίνει.
—Παρακουράζεσαι, φοβάμαι, μ’ αυτήν, της είπε τέλος αυτός ένα βράδι.
—Δεν κουράζομαι καθόλου μ’ αυτήν, μη φοβάσαι εσύ, είπε η Κατερίνα χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια της.
Η φωνή της ήταν εχθρική—πρώτη φορά στη ζωή τους. Είχε αρχίσει κι αυτός και φοβόταν— δεν ήξερε τι. Άκουσε τώρα κι αυτή τη φωνή της—πήγε μέσα, βαθιά του, ζάρωσε στην πολυθρόνα του. Δεν ξαναμίλησε, δεν ξαναρώτησε —μήτε τότε μήτε τ ’άλλα βράδια. Στο μαγαζί του δεν το χαϊδεύει πιά τ’ ατροφικό ποδαράκι του, δεν σταματάει να τα κοιτάξει τα μεγάλα του δάχτυλα. Γυρίζει το βράδι, μένουν αμίλητοι.
Ο Σταμάτης ο Σιδεράκης που ’τανε τόσο σοφός δεν ξέρει τώρα τι πρέπει να κάνει. Σκέφτεται κάποτε να σηκωθεί μια φορά, να πάει εκεί στο σοφά της, να καθήσει κοντά στα πόδια της—Κατερίνα, να της πει…Μα δεν ξέρει τι θα της πει παρακάτω—δεν πάει. Σκέφτεται πάλι, να σηκωθεί μια φορά να πάει στ’ άλλο δωμάτιο, να βρει τον Αργύρη, το καλό παιδί, νάναι και κείνη μπροστά—η Κατερίνα, βρε παιδιά, να τους πει… Μα δεν ξέρει πάλι τι θα πει παρακάτω—και πάλι δεν πάει…
Κόπηκε πια και της Κυριακής τους ο ωραίος περίπατος. Την πρώτη φορά που τους πρότεινε η Ιφιγένεια να πάνε κι οι τέσσερεις να δούνε το σπίτι στην Ηλιούπολη — πονάει σήμερα η πλάτη μου, είπε η Κατερίνα. Έφυγαν οι δυο τους. Ο Σταμάτης δεν τόλμησε να πει να βγούνε λίγο κι αυτοί. Και για την πλάτη της ακόμα, δεν τόλμησε να ρωτήσει τι ‘ταν ο πόνος. Τράβηξε την πολυθρόνα του κοντά στο παράθυρο κι έμειναν έτσι όλο τ’ απόγεμα, όλο το βράδι, αυτή στο σοφά της, αυτός κοιτώντας το δρόμο.
—Μα στ’ αλήθεια, την ήθελες εσύ νάρθει μαζί μας; ρώτησε ο Αργύρης την Ιφιγένεια.
Ήτανε μέρες πούθελε πια να της μιλήσει γι’ αυτό.
—Και γιατί να μην έρθει; Τόσο πολύ θα χαιρόταν.
—Μα κουκούτσι μυαλό δεν έχεις, μωρή; Δε βλέπεις πώς έγινε;
Δεν είπε τίποτα. Όλο τ’ απόγεμα απόμεινε πικραμένη, συλλογισμένη—ούτε το σπίτι που τέλειωνε δε χάρηκε λίγο. Το βράδι που γυρνούσανε πίσω, στάθηκε ξαφνικά, του ’πιασε τα χέρια. Στα μάτια της ήταν τα δάκρυα.
—Αργύρη… Σου ορκίζομαι εσένα… Αργύρη, δεν έφταιξα τίποτα… Που την αγάπησα μόνο…
—Τη σκότωσες, μωρέ Ιφιγένεια… Μ’ αυτή την αγάπη σου…
Στο δωμάτιό τους άρχισε κι έκλαιγε. Ήθελε να πάει μέσα να την αγκαλιάσει.
— Σταμάτα, είπε ο Αργύρης, μ’ αυτά τα χαζά σου. Πουθενά δεν θα πας.
Μείνανε κι οι δυο στο δωμάτιο—ούτε νερό δεν πήγαν να πάρουν.
Άλλαξαν όλα μέσα στο σπίτι από κείνο το βράδι. Ο Αργύρης δεν ξαναπέρασε να πάρει το νερό του το βράδι—ο Σταμάτης δε ρώτησε γιατί δεν έρχεται. Η Κατερίνα δεν άπλωσε πια το χέρι της να χαϊδέψει το κεφάλι της Ιφιγένειας—η Ιφιγένεια δεν είπε να βγούνε μαζί. Δεν ήξερε πια τι να κάνει. Νάναι καλή—φοβόταν μη την πληγώσει. Να συμμαζευτεί, ν’ αλλάξει τον τρόπο της—πάλι το φοβόταν. Φοβότανε κάθε της κίνημα, κάθε της πράξη—και στενοχωριότανε που φοβάται. Το φέρσιμό της έγινε αφύσικο, ψεύτικο—και στενοχωριότανε και γι’ αυτό. Δεν είχε μπρος και δεν είχε πίσω—και στενοχωριότανε και γι’ αυτό. Μια βδομάδα πέρασε έτσι και την Κυριακή δεν της είπε πάλι να δούνε το σπίτι. Μετρούσε μόνο τίς μέρες—πότε θα φύγουνε πια—και στενοχωριότανε και γι’ αυτό.
Τις μέρες μετρούσε τώρα κι ο Αργύρης—να τελειώνουνε μ’ αυτές τις ανόητες ιστορίες, που γίνονται πάντα με τις γυναίκες. Η κυρία Ιφιγένεια μπορούσε να τα ’χει για σίγουρα τα δυο χαστούκια—αν δεν ήταν δικό του το λάθος που ’χε πρώτος αρχίσει τις μεγάλες φιλίες μ’ αυτούς τους σακάτηδες.
Τις μέρες μετρούσε κι ο Σταμάτης. Μία-μία τις μέρες του Σεπτέμβρη—πότε να φύγουν. Να φύγουν, αυτή να φύγει—αυτή ‘ταν η αιτία. Να φύγει αυτή—πληγώνεται η Κατερίνα του που τη βλέπει. Να ξαναβρεθούν οι δυο τους, με το μαγαζάκι τους, τον περίπατό τους της Κυριακής, να τη φορέσει κι η Κατερίνα την καινούργια ρόμπα που της αγόρασε… Και θα ξαναγίνουν όλα… Όλα, Κατερίνα, θα γίνουν. Όπως ήταν πρώτα. Και καλύτερα, θα το δεις… θα το δεις κι εσύ… Μετράει τις μέρες κι είναι σίγουρος ο Σταμάτης—θα ξαναγίνουν όλα όπως πρώτα.
Το ευλογημένο βράδι της απολύτρωσης ήρθε πριν από το τέλος του Σεπτέμβρη—δέκα μέρες κερδισμένες.
Όλη μέρα στο μαγαζί του βελονιά δεν είχε ρίξει ο Σταμάτης. Τ’ απόγεμα το ’κλεισε γρηγορότερα και κίνησε για το σπίτι. Το φορτηγό στεκόταν στην πόρτα τους. Στάθηκε μια στιγμή στη γωνιά του δρόμου, να γαληνέψει η καρδιά του—πήγε κοντά. Ο Αργύρης ανεβοκατέβαινε με τους μπόγους και τις βαλίτσες. Η Ιφιγένεια κουβαλούσε κι αυτή. Η Κατερίνα στεκόταν ορθή κοντά στην πόρτα. Ο Σταμάτης τους χαιρέτισε, τους αποχαιρέτισε, είπε να τους ξαναδούνε, να τους ξαναβλέπουν, θα πάνε κι αυτοί φυσικά, είπε λόγια καλά κι ευχές και συγγνώμες αν κάτι δεν έγινε εν τάξει. Τους άφησε κει κι ανέβηκε πάνω.
Όπως το ’χε σχεδιάσει, έκατσε στη βαθιά πολυθρόνα του, άπλωσε τα ποδαράκια του όσο μπορούσε μακρύτερα, άνοιξε την εφημερίδα του. Δε μπορούσε να διαβάσει. Την πέταξε, σηκώθηκε, πήγε και στάθηκε κοντά στο παράθυρο. Κάτω στο δρόμο είχαν τελειώσει το φόρτωμα. Η Ιφιγένεια γύρισε, πήγε κοντά στην πόρτα, αγκάλιασε τώρα την Κατερίνα. Κάτι της λέει, σκουπίζει τα μάτια της—μα στ’ αλήθεια, λοιπόν, την αγαπούσε αυτή; Είδε ύστερα τα χέρια της Κατερίνας που κρεμάστηκαν στο λαιμό της αλληνής, κάτι της λέει κι αυτή, τα χέρια της ύστερα σπασμωδικά, σαν ξυλένια, χαϊδεύουνε τα μαλλιά της, τους ώμους, τα μπράτσα, όσο να πέσουν ξερά, νικημένα—και κλαίει κι αυτή…
Τ’ αυτοκίνητο έβαλε μπρος—δόξα σοι ο θεός, να τελειώσουν. Η Ιφιγένεια ανέβηκε και καθόταν πάνω στα δέματα. Ως τη στροφή του δρόμου έβλεπε το χέρι της που ’γνεφε. Πήρε τότε κι αυτός μια βαθιάν ανάσα, κάθησε πάλι στην πολυθρόνα του και περίμενε την Κατερίνα ν’ ανέβει.
Μπήκε σέ λίγο, σηκώθηκε κι αυτός. Μείναν έτσι, όρθιοι κι οι δυο τους, ασάλευτοι και δεν ξέρανε τι να κάνουν. Το τραπέζι ήταν στρωμένο στή μέση, όπως πάντα. Η Κατερίνα πρώτη, έσκυψε το κεφάλι, πήγε να καθήσει.
—Στάσου, είπε αυτός. Μην κάθεσαι ακόμα…
Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε—δεν κάθησε. Αυτός πήγε στ’ άλλο δωμάτιο, πεταχτούτσικος, πηδηχτούτσικος, ξαναγύρισε μ’ ένα δέμα στα χέρια. Ήτανε το κόλπο του γι’ αυτή την ώρα, το μεγάλο κόλπο για τη μέρα που θα ξανάτανε μόνοι τους—η καινούργια ρόμπα. Έβαλε το δέμα πάνω στο σοφά, το ξεδίπλωνε σιγά-σιγά. Έβγαλε τέλος τη ρόμπα, τη σήκωσε πάνω.
—Έλα, της είπε. Κοίτα… κοίτα τι πράμα…
Η Κατερίνα τη φόρεσε αμίλητη, την ίσιασε μια φορά πάνω της και κάθησε στο τραπέζι. Κάθησε κι αυτός—άρχισαν να τρώνε. Ούτε ευχαριστώ δεν τούπε—δεν τόλμησε κι αυτός να της πει τι καλά που της πήγαινε. Το μεγάλο του κόλπο της ρόμπας δεν είχε συνέχεια. Έτρωγε με τα μάτια στο πιάτο, πάσκιζε κάτι να βρει, να μιλήσουν—δεν έβρισκε. Σήκωσε τα μάτια του—την κοίταξε κλεφτά. Και τότες είδε—είδε κι αυτός. Καμιά Κατερίνα δεν ήταν εκεί. Ήταν ένα τέρας της ασχήμιας, ένα έκτρωμα της δυστυχίας. Χτυπημένο, ρημαγμένο, ξοφλημένο. Και τότε το ’ξερε πια κι ο Σταμάτης ο Σιδεράκης. Η Ιφιγένεια έφυγε—η απολύτρωση δεν ήρθε. Ποτέ δεν θα ’ρχότανε. Πέρασε ο Αϊ-Γιώργης εκεί—θα περνούσε κάποτε—έγινε φως, πολύ φως. Και τίποτα—τίποτα δεν είχανε φταίξει —τους αστραπόκαψε.

Ένας στους τρεις ανέργους στη Γερμανία αδυνατεί να φάει πλήρες γεύμα σε καθημερινή βάση

Οι αριθμοί στη Γερμανία εξακολουθούν να ευημερούν, με εξαγωγές σε επίπεδα ρεκόρ και των υψηλότερο βαθμό απασχολουμένων εδώ και δεκαετίες. Τα υπερκέρδη που άντλησε η αστική τάξη μέσα στα χρόνια της κρίσης ρέουν όμως μόνο σε μια κατεύθυνση, με ελάχιστα ψίχουλα να περισσεύουν για τους εργαζόμενους και το πιο ευάλωτο τμήμα του πληθυσμού, τους ανέργους, ενώ αυξάνεται κι ο αριθμός των χαμηλόμισθων. Σύμφωνα με έρευνα της ευρωπαϊκής υπηρεσίας δεδομένων SILC 21 εκατομμύρια Γερμανοί δεν έχουν κανενός είδους αποταμίευση, αδυνατώντας να αντεπεξέλθουν σε απροσδόκητα έξοδα, όπως την επισκευή ενός πλυντηρίου. Έντεκα εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν χρήματα έστω και για ολιγοήμερες διακοπές, ενώ 5,1 εκ. άνθρωποι, δηλαδή ένας στους δώδεκα κατοίκους της χώρας, αδυνατεί να εξασφαλίσει ένα πλήρες γεύμα σε καθημερινή βάση. Τρία εκατομμύρια άνθρωποι δυσκολεύονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους, ενώ 2,5 εκ. αδυνατούν να έχουν κανονική θέρμανση..
Το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν όπως αναμένεται οι άνεργοι, που επισήμως ανέρχονται σε 2,6 εκ., η πλειονότητα των οποίων δεν κάνει διακοπές και δεν έχει καθόλου χρήματα για απρόσμενες δαπάνες. Ένας στους τρεις δεν τρώει πλήρες ζεστό γεύμα πάνω από 3 -4 φορές την εβδομάδα, ενώ ένας στους πέντε δε ζεσταίνει σωστά το σπίτι του ή δυσκολεύεται να πληρώσει το ενοίκιο.
Μπορεί ο συνολικός αριθμός όσων Γερμανών βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας να έχει πέσει ελαφρώς, αλλά οι διαφορές σε σχέση με την έναρξη της κρίσης το 2009 δεν είναι πολύ μεγάλες, δεδομένης της μεγάλης ανάπτυξης που ακολούθησε. Την ίδια στιγμή, οι κοινωνικές ανισότητες αυξήθηκαν, με 45 Γερμανούς δισεκατομμυριούχους να έχουν μαζί περιουσία ίση με εκείνη του φτωχότερου μισού του πληθυσμού της Γερμανίας. Μπορεί το κατακεφαλή εισόδημα να βρίσκεται στις 53000 ευρώ ετησίως, στην πραγματικότητα οι μισοί κάτοικοι της χώρας βγάζουν λιγότερα από 15000 ετησίως.
Με πληροφορίες από junge welt

Ντοκουμέντο – Η έκθεση της φρίκης: «Επί της υγειονομικής και επισιτιστικής καταστάσεως των πολιτικών κρατουμένων εις Άγιον Ευστράτιον»

Όταν το 1941 οι χιτλεροφασίστες εισβάλλουν στην Ελλάδα, οι πολιτικοί κρατούμενοι  που βρίσκονται εκτοπισμένοι από τη Μεταξική δικτατορία στον Αη Στράτη, κομμουνιστές στην πλειοψηφία τους, απαιτούν να απελευθερωθούν και να πολεμήσουν τον καταχτητή. Οι ελληνικές αρχές όχι μόνο δεν τους απελευθερώνουν, μα χρησιμοποιούν όσα μέσα διαθέτουν για να καταφέρουν να τους αποσπάσουν «δήλωση μετανοίας» και αποκήρυξης της ιδεολογίας τους, μέχρι να τους παραδώσουν και επίσημα στους καταχτητές.
Ως ανταμοιβή στις υπηρεσίες τους οι Γερμανοί αφήνουν ως έχει τη φρουρά του νησιού, που αποτελείται από Έλληνες χωροφύλακες με επικεφαλής τον διαβόητο Κουσκούση (που θα σκοτώσει με σφαίρες τρεις εξόριστους) και αποχωρούν από το νησί.
Ο Αη Στράτης είναι ένα μικρό νησί, απομονωμένο, που μοιάζει να εξυπηρετεί στο έπακρο τα σχέδια των έμπιστων των καταχτητών, που λογαριάζουν όμως χωρίς τον ξενοδόχο: οι κομμουνιστές χάρη στην οργανωμένη ζωή και στην απαράμιλλη δύναμη των ιδεών τους αντέχουν, δεν υπογράφουν δήλωση.
Στο μεταξύ αλλάζει πρόσωπα η φρουρά και τη θέση του Κουσκούση παίρνει ο Βουδικλάρης, ο οποίος συλλαμβάνει και βάζει σε εφαρμογή ένα σατανικό σχέδιο, που θα εξελιχτεί σε ένα από τα φριχτότερα εγκλήματα του φασισμού.
Το Νοέμβρη του 1941 απομονώνει τους εξόριστους στη μοναδική αίθουσα ενός ερειπωμένου σχολείου, που οι εξόριστοι αποκαλούν «κεντρικό θάλαμο», ή «κεντρικό». Με τη βοήθεια του καλόγερου Αμφιλόχιου, που εξαπατά τους εξόριστους, ο Βουδικλάρης τούς αρπάζει ό,τι χρήματα είχαν, κάποια λίγα ζώα και τις προμήθειες που είχαν συγκεντρώσει για να βγάλουν το δύσκολο χειμώνα, και τους απαγορεύει με την απειλή των όπλων να κυκλοφορήσουν σε ακτίνα μεγαλύτερη λίγων μέτρων έξω από τον κεντρικό θάλαμο.
Οι εξόριστοι (ανάμεσά τους γυναίκες και δυο μικρά παιδιά) έρχονται αντιμέτωποι με το μαρτύριο της πείνας, την έλλειψη στοιχειωδών συνθηκών υγιεινής και τις αρρώστιες. Ο χειμώνας είναι βαρύς. Το χιόνι σκεπάζει τα πάντα. Τα λιγοστά αγριόχορτα που με κίνδυνο να πυροβοληθούν από τους χωροφύλακες συλλέγουν, δε φτάνουν.  Οι εξόριστοι αναγκάζονται να τρώνε νεκρά ζώα σε προχωρημένη σήψη, με αποτέλεσμα να τους θερίζει η δυσεντερία. Η κατάσταση στο θάλαμο βάφεται με τα χρώματα της φρίκης. Ακόμα και ο Γερμανός διοικητής Λήμνου, Φάσμερ, όταν επισκέφτηκε τον κεντρικό θάλαμο εκδήλωσε τον αποτροπιασμό του για τις εικόνες φρίκης που αντίκρισε…
«Ξέραμε τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού. Ξέραμε το «Σπίτι των νεκρών» του Ντοστογιέφσκυ.  Ξέραμε την «Κόλαση» του Ντάντε. Μα η κόλαση της πείνας των πολιτικών εξορίστων του Άη Στράτη, σαν ιστορία ξεπερνάει σε φρίκη και τρόμο την κόλαση των ποιητών και των μυθιστοριογράφων. Η πραγματική Κόλαση, την Κόλαση της Φαντασίας» θα γράψει ο Κώστας Βάρναλης παρουσιάζοντας στον Ρίζο της Δευτέρας το βιβλίο του Κώστα Πουρναρά (Μπόση) «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941», που είναι το πρώτο  (τυπώθηκε από την ΚΕ του ΚΚΕ το 1947) που γράφεται για την περίοδο της μάχης της πείνας. Ο κομμουνιστής λογοτέχνης – συγγραφέας Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) αφού επέζησε από την μάχη με την πείνα, θα καταγράψει στο βιβλίο του όλη τη φρίκη του μαρτυρίου και τον ηρωισμό των αγωνιστών που πάλευαν για τα ιδανικά τους.
Την άνοιξη του 1942 ο Ερυθρός Σταυρός θα μεταφέρει για πρώτη φορά στους εξόριστους τρόφιμα, σώζοντας τους εναπομείναντες ζωντανούς από βέβαιο θάνατο, ενώ θα επακολουθήσουν και άλλες αποστολές.
Στις 17 του Ιούνη 1943, με την καθοδήγηση του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ θα δραπετεύσουν απ’ τον Αη Στράτη όσοι εξόριστοι απέμειναν στο νησί και θα περάσουν με καΐκι του ΕΛΑΝ στις ακτές της Χαλκιδικής, όπου και θα προσχωρήσουν στον ΕΛΑΣ.
Σε μια από τις αποστολές του Ερυθρού Σταυρού ο γιατρός Μάξιμος Μορίδης θα συντάξει και θα αποστείλει στις αρχές την έκθεση που παρουσιάζουμε, όπου περιγράφεται με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες η κατάσταση που ακολούθησε τη μάχη της πείνας. Στην έκθεση δίνονται στοιχεία για την δύσκολη πρόσβαση συγκοινωνιακών μέσων στο νησί, την παντελή έλλειψη επικοινωνίας (δεν υπήρχε ούτε ένα τηλέφωνο) με τον έξω κόσμο, καταγράφονται οι συνθήκες πείνας (οι εξόριστοι δεν έφαγαν ψωμί για ένα χρόνο), οι αρρώστιες που μάστιζαν τους εξόριστους, ενώ επισημαίνεται το πόσο εύθραυστη είναι η ισορροπία ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο αν καθυστερήσει μια αποστολή τροφίμων, καθώς και η αναγκαιότητα οι εξόριστοι να εγκαταλείψουν το νησί.
Αυτό που σαν φως μέσα στα μελανά χρώματα της έκθεσης ξεχωρίζει, είναι η ατσάλινη πίστη των εξόριστων στην ιδεολογία τους και στο δίκιο του αγώνα τους, που ο υπηρεσιακός παράγοντας αποτυπώνει σε δυο φράσεις: «Οι κρατούμενοι είναι εργατικοί και πειθαρχημένοι» και «το ηθικόν των είναι καλόν»
Ντοκουμέντο – Η έκθεση της φρίκης: «Επί της υγειονομικής και επισιτιστικής καταστάσεως των πολιτικών κρατουμένων εις Άγιον Ευστράτιον»
Ντοκουμέντο – Η έκθεση της φρίκης: «Επί της υγειονομικής και επισιτιστικής καταστάσεως των πολιτικών κρατουμένων εις Άγιον Ευστράτιον»
ΣΥΝΟΨΙΣ (Περίληψις)
Επί της υγειονομικής και επισιτιστικής καταστάσεως των πολιτικών κρατουμένων εις Άγιον Ευστράτιον.
Αποστολή του διδάκτορος Μαξίμου Μορίδου ιατρού Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.
Ο κ. Μορίδης παρέδωσεν εις την Επιτροπήν των κατοίκων της νήσου Άγιος Ευστράτιος, την 15ην Σεπτεμβρίου, 700 οκάδας φασολίων, 450 οκάδας φουντούκια αποφλοιωμένα και 550 οκάδας σταφίδος εκ μέρους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού.
Εις την Επιτροπήν των Πολιτικών Κρατουμένων παρέδωσεν 800 οκάδας φασολίων, 400 οκάδας φουντουκίων αποφλοιωμένων, 500 οκάδας σταφίδος, 70 οκάδας ζυμαρικών και 70 οκάδας ορύζης.
Εξόριστοι: Μεταξύ των 74 κρατουμένων ευρίσκονται 4 γυναίκες και 2 παιδιά. Τα παιδιά ταύτα θα έπρεπε ν’ απομακρυνθούν.
Κατοίκησις: Το πλείστον αυτών ζη εντός μιας μεγάλης ηρειπωμένης αιθούσης, μικροτάτης εν σχέσει με τον αριθμόν (των κρατουμένων). Ζητούσιν επιμόνως σάπωνα. Εις το υπόγειον της αιθούσης ταύτης υπήρχον άλλοτε 31 βαρέως ασθενούντες. Απεβίωσαν άπαντες. Τον τελευταίον χειμώνα, υπέφερον μεγάλως εκ του ψύχους και της πείνης. Έτρωγον πτώματα (θνησιμαία) και είχον δυσεντερίαν. Ακολούθως οι πλείστοι απεβίωσαν εκ της πείνης.
Οι κρατούμενοι είναι εργατικοί και πειθαρχημένοι. Δεν έφαγον άρτον κατά την διάρκειαν ενός έτους. Ο τέως Διοικητής της Χωρ-κής τους ετυράννησε πολύ.
Οι φυματικοί διαμένουσι χωριστά.
Οι κάτοικοι του χωρίου ζητούσιν, όπως οι κρατούμενοι εγκαταλείψωσι το χωρίον.
Υγειονομική κατάστασις: Οι κρατούμενοι φέρουσιν ακόμη τα ίχνη του τελευταίου χειμώνος. Η υγειονομική εξέτασις έδωσε τ’ ακόλουθα αποτελέσματα: 12 φυματιώσεις, 4 αδενοπάθειαι, 6 μετά οιδημάτων, 1 συφιλιδική, 1 ανήρ ηλικίας 61 έτους πάσχων εκ κήλης κατά την βουβωνικήν χώραν και εξ εξαντλήσεως, 1 οξεία νεφρίτις, 1 ανήρ προσβεβλημένος εκ σταφυλοκόκκου, 3 ελώδεις πυρετοί, 1 βαρεία φλεγμονή της αρθρώσεως του γόμφου, 1 αδενίτις της τραχείας (αρτηρίας), 4 πλευρίτιδες, 1 ανήρ εκ των οφθαλμών και έχει ανάγκην εγχειρήσεως.
Σχεδόν όλοι, είναι ισχνοί και έχουν συμπτώματα υποσιτισμού. Το μέσον βάρος των είναι 32 μέχρι 40 οκάδων. Είναι αναιμικοί, εξηντλημένοι, βαδίζουν μετά δυσκολίας στηριζόμενοι επί ράβδων (μπαστουνίων). Οι περισσότεροι εξηντλημένοι είναι κατακεκλιμένοι, αναμένοντες βέβαιον θάνατον. Οι περισσότεροι ασθενείς απαλλάσσονται της εργασίας. Οι άλλοι εργάζονται αναλόγως του επαγγέλματός των. Άπαντες παραπονούνται δια κεφαλαλγίας. Αντιθέτως το ηθικόν των είναι καλόν. Κρυώνουν πάντοτε, θα πρέπη να τοις δίδηται μία τροφή κανονική, άρτος, λευκωματοειδείς ουσίαι και προ πάντων έλαιον.
Μετά πλείστων δυσχερειών επέτυχα να μεταφερθώσι τρεις βαρέως πάσχοντες εξ οιδήματος, αλλά κατέστη εις εμέ αδύνατον να πράξω το ίδιον δι’ έναν άλλον έχοντα ανάγκης χειρουργικής επεμβάσεως και ο οποίος άνευ ταύτης θα αποθάνη.
Συμπέρασμα: 1) Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός έσωσε κατά το παρελθόν έτος τους κρατουμένους και τον ευγνωμονούσι.
2) Εν ταξείδιον εις Άγιον Ευστράτιον διαρκεί 2 μήνας.
3) Η νήσος δεν δύναται να τυγχάνη βοηθείας, μη διαθέτουσα ουδέν μέσον συγκοινωνίας, ούτε τηλέγραφον, ούτε τηλέφωνον.
4) Αι αποστολαί (τροφίμων) πρέπει να παραδίδωνται κατ’ αρχάς εις Άγιον Ευστράτιον και ακολούθως εις Λήμνον, διότι:
α) Υφίστανται μέγισται μεταφορικαί δυσχέρειαι και τα ναύλα είναι λίαν ακριβά.
β) Θα εδημιουργούντο εκεί (εις Λήμνον) ελλείμματα οφειλόμενα εις την εναποθήκευσιν και την μεταφοράν, άτινα θα ήσαν εις βάρος του Αγίου Ευστρατίου.
γ) Μία απρόβλεπτος καθυστέρησις, η οποία θα ήτο αιτία θανάτου δια τους κρατουμένους.
5) Θα έπρεπεν ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός να κάμη μίαν ετέραν αποστολήν τροφίμων, εντός χρονικού διαστήματος ενός ή δύο μηνών, δια να σώση τους κρατουμένους αυτούς. Η προσέγγισις της νήσου κατά τον χειμώνα είναι αδύνατος.
6) Το Νοσοκομείον της Λήμνου δεν δύναται να εξυπηρετήση τους κρατουμένους.
7) Οι φυματικοί δεν γίνονται δεκτοί εν Λήμνω.
8) Θα έπρεπε να μεταφερθώσιν οι φυματικοί, διότι είναι εις κίνδυνο δια το χωρίον και διότι δεν δύνανται να τύχωσι περιθάλψεως.
9) Θα έπρεπε να γίνωσιν αναγκαία διαβήματα δια την μεταφοράν των, παρά τας αρμοδίαις Αρχαίς.
10) Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός δια να φθάση εις εν αποτέλεσμα θα έπρεπε να δώση εις τους κρατουμένους προ παντός άρτον και έλαιον, ενδύματα, υποδήματα και σάπωνα.
Αλλά θα ήτο προτιμώτερον οι κρατούμενοι να μεταφερθώσιν εκ της νήσου, διότι αύτη είναι η επιθυμία των κατοίκων και διότι η νήσος είναι ακατάλληλος δια την κράτησίν των.

Το ΚΚΕ στέλνει αστούς κι οπορτούνια για ψυχοθεραπεία!


Ρεσιτάλ αντι-ΚΚΕ ανοησίας από όσους τραβάνε «μεγάλο ζόρι»
μετά την ολική αποκατάσταση του Άρη Βελουχιώτη

Στις 23 Ιούνη συγκλήθηκε η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ για συζήτηση και έγκριση του Δοκιμίου Ιστορίας του Κόμματος (1918-1949).
Το ΚΚΕ στέλνει αστούς κι οπορτούνια για ψυχοθεραπείαΣτον «Ριζοσπάστη» της 1ης Ιούλη δημοσιεύτηκαν η Εισήγηση της ΚΕ στη Συνδιάσκεψη και οι Αποφάσεις της για την κομματική αποκατάσταση των Αρη Βελουχιώτη, Γιώργου Γιαννούλη και Γιώργου Γεωργιάδη.
Εκτοτε, μια πληθώρα άρθρων στον Τύπο και στο διαδίκτυο επικεντρώνονται στην κομματική αποκατάσταση του Βελουχιώτη και επιτίθενται στο ΚΚΕ.
Αρχικά, πρέπει να σημειωθεί ότι οι κομμουνιστές, σε αντίθεση με τους αστούς και οπορτουνιστές ιστορικούς και δημοσιολόγους, δεν αντιμετωπίζουν τα ιστορικά γεγονότα ως αποτέλεσμα της δράσης ηγετικών προσωπικοτήτων.
Αντίθετα, αντιλαμβανόμενοι την Ιστορία ως «ιστορία ταξικών αγώνων», κρίνουν κάθε προσωπικότητα στο πλαίσιο του ιστορικού περιβάλλοντος που έδρασε, «ζυγίζουν» τη θετική και την αρνητική συνεισφορά της με μέτρο το κατά πόσο ανταποκρίθηκε στη διεκπεραίωση των ιστορικών καθηκόντων της εποχής της.
Με αυτά τα κριτήρια το ΚΚΕ αντιμετωπίζει και τον Άρη Βελουχιώτη, όπως και τον Ζαχαριάδη, τον Στάλιν κ.ά.
Επίσης, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι διαχρονικά το ΚΚΕ και ο Βελουχιώτης (όπως και ο Ζαχαριάδης, ο Μπελογιάννης κ.ά.) δέχονται επίθεση, άλλοτε άμεσα και χυδαία και άλλοτε από τους κατά καιρούς «υπερασπιστές» του Αρη, που τον χρησιμοποιούν ως πρόσχημα επίθεσης στο ΚΚΕ, ενώ ταυτόχρονα εξορκίζουν το πολιτικό σκεπτικό του.
Εδώ και δεκαετίες, ποικιλώνυμοι αστοί και οπορτουνιστές ιστορικοί και δημοσιολόγοι με το ένα χέρι γράφουν εγκώμια για τον Βελουχιώτη και με το άλλο ξορκίζουντην ανάγκη συνέχισης του ένοπλου αγώνα του ΕΛΑΣ, με έπαθλο την εξουσία.
Το ΚΚΕ στέλνει αστούς κι οπορτούνια για ψυχοθεραπείαΣτους προηγούμενους συγκαταλέγονται και τα troll του ΣΥΡΙΖΑ, που έχουν πλημμυρίσει το διαδίκτυο, παίρνοντας υπό την «προστασία» τους τον Αρη. Ασελγούν, όπως κάνουν και με τον Μπελογιάννη, τους 200 της Καισαριανής κ.ά.
Πρόκειται για την κατάληξη των οπορτουνιστών, οι οποίοι από τη μια καμαρώνουν για τα κατορθώματά τους στην αστική διαχείριση (σύμπλευση με ΝΑΤΟ και Τραμπ, Ευρωπαϊκή Ενωση, ΣΕΒ κ.λπ.), ενώ από την άλλη χρησιμοποιούν την Ιστορία για να αποκρύψουν από το λαό ότι είναι πιστοί υπηρέτες της αστικής εξουσίας.
Από την άλλη, διαβάζουμε και το παρακάτω:
«Επομένως, ολότελα λάθος, μοιραίο και ασυγχώρητο η Συμφωνία της Βάρκιζας. […] Και επομένως (το κορυφαίο και ανατρεπτικό), ότι μετά την αποχώρηση των χιτλερικών δυνάμεων από την κατεχόμενη Ελλάδα οι αντάρτες υπό την καθοδήγηση του ΚΚΕ όφειλαν να επελάσουν, να σκαρφαλώσουν στη λαϊκή εξουσία και να εφαρμόσουν τους νόμους του υπαρκτού σοσιαλισμού. […] δηλαδή, η Ελλάδα ένα απίστευτο Ελντοράντο για κάθε κοπρίτη που από το πουθενά θα λάμβανε, ως τρόπαιο, μερίδιο από τη δημόσια περιουσία».1
Το ΚΚΕ στέλνει αστούς κι οπορτούνια για ψυχοθεραπείαΟι εργαζόμενοι, συμπεριλαμβανομένων αυτών που είχαν χύσει το αίμα τους στα χρόνια της Κατοχής, χαρακτηρίζονται «κοπρίτες» από τον αρθρογράφο, προκειμένου να δικαιώσει το καπιταλιστικό σύστημα που παράγει κοπρίτες μαζικά και στο διηνεκές.
Ισως να τον ξεπερνά σε αντικομμουνιστικό μένος (ίσως όχι) η εφημερίδα «Δημοκρατία», η οποία κάνει λόγο, ως συνήθως, για τον «σφαγέα Βελουχιώτη»! 2

Βέβαια, η σχετική αρθρογραφία έχει «εμπλουτιστεί» με τα ακόλουθα:

Α. Το ΚΚΕ, αφού αποκατέστησε τον Αρη μόνο πολιτικά το 2011, προχωρά στην κομματική του αποκατάσταση, δίχως να έχουν προκύψει νέα τεκμήρια για τη συγκεκριμένη περίοδο.3
Πρώτον, το 2011, η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη που ενέκρινε τον Β’ Τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας (1949-1968) ασχολήθηκε με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, στο βαθμό που αυτή αποτέλεσε επίκεντρο της διαπάλης στα κομματικά Σώματα της περιόδου 1949-1968. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, προχώρησε στην πολιτική αποκατάσταση του Αρη.
Κομματική αποκατάσταση του Άρη Βελουχιώτη - Η απόφασηΗ πρόσφατη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη διερεύνησε άλλη ιστορική περίοδο. Εξέτασε τη λειτουργία, τη δράση και τη στρατηγική του Κόμματος και στη διάρκεια της κρίσιμης δεκαετίας του 1940.
Η εξέταση αυτής της κρίσιμης περιόδου στηρίχτηκε στο αποκατεστημένο Αρχείο του ΚΚΕ, σε άλλες αρχειακές πηγές και βιβλιογραφία.
Ανάμεσα σε πολλά άλλα, η εξέταση οδήγησε τεκμηριωμένα στο συμπέρασμα ότι:
Η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας προκάλεσε αντιδράσεις σε όλο το εύρος του Κόμματος.
Οι αντιδράσεις αυτές πιστοποιούνται για παράδειγμα από τα 20.000 – 25.000 μέλη του που διαγράφτηκαν μετά τη Βάρκιζα,4 από άλλους που έφυγαν από το Κόμμα, από μερικούς χιλιάδες πρώην αντάρτες που βγήκαν στο βουνό για να γλιτώσουν από την τρομοκρατία που εξαπέλυσαν οι ένοπλες δυνάμεις της αστικής εξουσίας, από τη διαπάλη για τη Βάρκιζα που ξέσπασε στο Μπούλκες (η οποία πρώτη φορά εξετάζεται μέσα από τεκμήρια).
Συγκεκριμένα στο Μπούλκες, αντιδράσεις για την Βάρκιζα υπήρξαν από καπετάνιους του ΕΛΑΣ, όπως οι Νίκος Ξυνός (Σμόλικας), Βασίλης Γκανάτσιος (Χείμαρρος), Β. Ραφτούδης, Διονύσης Γκουγκούσης (Καραντάου), Νίκος Χατζηνικολάου (Μαύρος) κ.ά.
Επίσης, από το Τέτοβο έφυγαν ο Γιώργης Χουλιάρας (Περικλής) και άλλοι μαυροσκούφηδες του Αρη, προκειμένου να τον συναντήσουν στην Ελλάδα και από το Κουμάνοβο ο Γιώργος Γεωργιάδης μαζί με δύο αντάρτες.
Οι προηγούμενοι συνελήφθησαν από τις γιουγκοσλαβικές αρχές και στάλθηκαν στο Τέτοβο. Υπενθυμίζεται ότι όλοι οι παραπάνω ανεξαίρετα ανέλαβαν στη συνέχεια καθοδηγητικές ευθύνες στον ΔΣΕ.
Το ΚΚΕ στέλνει αστούς κι οπορτούνια για ψυχοθεραπείαΟι αντιδράσεις στη Βάρκιζα δεν βρήκαν διέξοδο έκφρασης και ουσιαστικής συζήτησης στα κομματικά όργανα.
Κι αυτό, γιατί το ΠΓ, εγκλωβισμένο στις αντιφάσεις της στρατηγικής και της τακτικής που είχε γενικότερα διαμορφωθεί, θεωρούσε τη Βάρκιζα μονόδρομο και ως εκ τούτου επιζήμια την εκ νέου συζήτηση για αυτή στα συλλογικά όργανα, πολύ περισσότερο για την αναθεώρησή της.
Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει και από τη βαθύτερη εξέταση των σχέσεων του ΚΚΕ πρωταρχικά με τα ΚΚ Σοβιετικής Ενωσης και Βουλγαρίας και ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό γιατί το Πολιτικό Γραφείο ή η Κεντρική Επιτροπή δεν συνεδρίασαν για κρίσιμα ζητήματα.
Υπό αυτό το πρίσμα, η κίνηση Βελουχιώτη ήταν μέρος (βέβαια, το πιο δυναμικό) μιας γενικότερης κατάστασης, η οποία τραυμάτισε τη συλλογική λειτουργία σε όλη την κλίμακα (και στον περίγυρο) του Κόμματος.
Με βάση τα προηγούμενα, κρίθηκε απαραίτητη και η κομματική αποκατάσταση του Βελουχιώτη, που συμβολίζει την αποκατάσταση όλων όσοι αντέδρασαν στη Βάρκιζα.
Ετσι και αλλιώς, η ορθότητα της πολιτικής τους άποψης επιβεβαιώθηκε στην πράξη και από το γεγονός ότι σύντομα απλώθηκε η ένοπλη πάλη, που κατέληξε στη δημιουργία του Δημοκρατικού Στρατού.
Δεύτερον, η εξέταση της συλλογικής λειτουργίας ενός ΚΚ και συγκεκριμένα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, ειδικότερα σε κρίσιμες περιόδους της ταξικής πάλης, αποτελεί βασικό στοιχείο για την αποτίμηση της πορείας του και μόνο από μικροαστούς ή υποκριτές μπορεί να κατανοηθεί ως κριτική με το «καταστατικό στο χέρι».5
Βέβαια, η συγκεκριμένη άποψη είναι συμβατή με το πώς ο συγκεκριμένος και άλλοι αντιλαμβάνονται τη λειτουργία της εσωκομματικής δημοκρατίας.
Θεωρούν το φραξιονισμό ως θεμιτή επιλογή, στην οποία έχουν εντρυφήσει και γι’ αυτό επιδοκιμάζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ και την εφημερίδα του, την «Εφημερίδα των Συντακτών».
Β. Ισχυρίζονται διάφοροι ότι το ΚΚΕ λειτουργεί ως ρωμαιοκαθολική Εκκλησία που αποκαθιστά και αγιοποιεί μετά θάνατον, ανάλογα με τις εκάστοτε σκοπιμότητες του και τις ανάγκες της προπαγάνδας του.6
Το ΚΚΕ στέλνει αστούς κι οπορτούνια για ψυχοθεραπείαΠρώτον, όσοι προσπαθούν να διαμορφώσουν μια τέτοια εικόνα είναι οι ίδιοι που παλεύουν να μας πείσουν για την ορθότητα της μεταφυσικής τους πεποίθησης ότι ο καπιταλισμός είναι ο τελευταίος σταθμός στην Ιστορία της ανθρωπότητας και συνεπώς η ταξική πάλη είναι όχι μόνο αχρείαστη, αλλά και καταστρεπτική.
  • Είναι οι ίδιοι που θεωρούν αξιώματα τα αστικά επιχειρήματα που διαμορφώθηκαν πριν από αιώνες.
  • Είναι όσοι έχουν συμφέρον από τη διατήρηση της σημερινής τάξης πραγμάτων, της ταξικής αδικίας και εκμετάλλευσης και των ιμπεριαλιστικών πολέμων.
  • Είναι όσοι θέλουν να πείσουν την εργατική τάξη και τις υπό εκμετάλλευση μάζες ότι δεν έχουν να μάθουν τίποτα από την Ιστορία των αγώνων τους.
  • Είναι όσοι επιχειρούν συστηματικά να αποσιωπήσουν τις στιγμές κορύφωσης της ταξικής πάλης και, όταν αυτό δεν είναι δυνατό, επιχειρούν να τις διαστρεβλώσουν, να τις δυσφημήσουν, να τις κατασυκοφαντήσουν.
Αυτό φανερώνει και η σταθερή επιμονή του Μαραντζίδη και άλλων να ασχολούνται με την Ιστορία της δεκαετίας του 1940.
Στον αντίποδα, το ΚΚΕ θεωρεί ότι η εξέταση της Ιστορίας της ταξικής πάλης στη χώρα μας και διεθνώς συνιστά προϋπόθεση για την άντληση συμπερασμάτων.
Δεν αντιμετωπίζει την Ιστορία του ως «νεκρό γράμμα», αλλά ως ακριβοπληρωμένη με αίμα και θυσίες πείρα, η οποία τόσο δικαιώνεται, όσο περισσότερο συμβάλλει στη σημερινή πάλη.
Δεύτερον, λόγω όσων ειπώθηκαν ήδη, το ΚΚΕ όχι μόνο δικαιούται, αλλά πολύ περισσότερο οφείλει να αποτιμά την Ιστορία του και για να μην αφήσει τα θύματα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων βορά στις χαλκεύσεις και τις προσβολές της δήθεν αντικειμενικής αστικής ιστορίας.
Το ΚΚΕ στέλνει αστούς κι οπορτούνια για ψυχοθεραπεία
Από παλιότερη εκδήλωση στην Αρτα, προς τιμήν του Αρη Βελουχιώτη
Η ιστορική αποτίμηση της πορείας του ΚΚΕ επιχειρείται με γνώμονα τα συμφέροντα και τους πόθους της συντριπτικής κοινωνικής πλειοψηφίας.
Είναι αντικειμενική γιατί προσανατολίζεται από την ανάγκη της σημερινής εποχής, που εγκαινιάστηκε με την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, δηλαδή από την ανάγκη για την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.

Σημειώσεις:


[1]. Δημήτρης Δανίκας, «Ο «κόκκινος προδότης» και οι ενοχές της Αριστεράς», «Πρώτο Θέμα», 1-7-2018.
[2]. «Γιατί το ΚΚΕ έπειτα από 73 χρόνια «καθάρισε» τον Αρη Βελουχιώτη», «Δημοκρατία», 1-7-2018.
[3]. Γιώργος Πετρόπουλος, «Οι αποκαταστάσεις στελεχών του ΚΚΕ», «Εφημερίδα των Συντακτών», 2-7-2018.
[4]. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 542286.
[5]. Γ.Π. , «Με το καταστατικό», «Εφημερίδα των Συντακτών», 2-7-2018.
[6]. Νίκος Μαραντζίδης, «Ο Βελουχιώτης και η Εκκλησία του σταλινισμού», protagon.gr, 27-6-2018 και Δημήτρης Δανίκας, «Ο «κόκκινος προδότης» και οι ενοχές της Αριστεράς», «Πρώτο Θέμα», 1-7-2018.

TOP READ