Μικρό οδοιπορικό στις πρώτες κινητοποιήσεις των Ελληνίδων εργατριών στην κλωστοϋφαντουργία
Μην πεις κακό για φαμπρικού γιατί είναι αμαρτία, γιατί την τρώει ο πάγκος της και η ορθοστασία...
Οι φαμπρικούδες...
«
Εις
τας υπωρείας του Σταυρού, όπου εκτείνονται τα Υδραίικα, κάτω από την
Καστέλλα, όπου είναι τα Κρητικά, εις το χωριό του Μελετόπουλου και εις
τα Καμίνια, ένθα ανεγείρονται τα εργοστάσια, εκεί κατοικεί η φαμπρικού.
Το κορίτσι, που πάει στη φάμπρικα, η μεσόκοπη δουλεύτρα, που έμεινε χήρα
και εργάζεται να θρέψη τα ορφανά ή διά να συμπληρώσει την προίκα της
θυγατρός της, οι περισσότεραις από την Υδρα και τας Σπέτσαις, από τον
Πόρον και την Σαντορίνην, καμμιά φορά από τα χωριά της Αττικής και από
την Κούλουρην. Εχει όλων των ηλικιών. Εχει κορίτσια οκτώ ετών και εννιά
ετών και δέκα ετών. Εχει κοπέλας εις την τελειοτέραν ακμή της νεανικής
ηλικίας και του σφρίγους της ζωής, δέκα οκτώ έως είκοσι τεσσάρων ετών,
έχει και γεροντοκόραις και μεσόκοπαις και γρηαίς. Αλλ' ο κυριαρχών τύπος
είναι της νεανικής ηλικίας από τα δέκα εξ έως τα είκοσι δύο...».
Εφημερίδα
«Ακρόπολις», Αθήνα, Σάββατο 14 Μάη 1894, αριθμός 4405
Εως
τη δεκαετία του 1860 ήταν λιγοστές οι γυναίκες και τα μικρά κορίτσια
που απασχολούνταν στη βιομηχανία. Μεγάλος αριθμός εργατριών απασχολήθηκε
για πρώτη φορά στο ατμοκίνητο Μεταξουργείο του Λουκά Ράλλη στον Πειραιά
το 1859. Εκεί εργάζονταν 60 - 80 άτομα, η πλειονότητα των οποίων ήταν
«άπορα κορίτσια». Η πρόσληψή τους από τον επιχειρηματία προβαλλόταν ως
πράξη «φιλανθρωπίας». Οι εργάτριες του Ράλλη αμείβονταν με 1 - 1,25
δραχμές μεροκάματο, ενώ οι άντρες με 2 - 2,25 δραχμές.
Γυναίκες
και κορίτσια από την Κρήτη, χωρίς άλλες δυνατότητες επιβίωσης, έφτασαν
στον Πειραιά (1866 - '69) και μπήκαν μαζικά στα νηματουργεία της πόλης.
Εργάζονταν σχεδόν αποκλειστικά στα κλωστήρια βάμβακος και τα
μεταξουργεία, όπου αποτελούσαν και την πλειονότητα του εργατικού
δυναμικού (73,5%).
Η εφημερίδα
«Ακρόπολις»
περιγράφει την νέα εργάτρια ως «καμπουριασμένη, φτωχοντυμένη, πολλές
φορές ρακένδυτη, με ρούχα μπαλωμένα, με παπούτσια καταφαγωμένα από τους
μακρινούς δρόμους. Ηταν στην πλειονότητά τους οι εργάτριες αυτές
αναιμικές, φυματικές ή νευρασθενικές». Οι συνθήκες της δουλειάς τους
άθλιες, όπως και οι συνθήκες της ζωής τους.
Οχι λιγότερο άθλια ήταν και η ζωή των εργατριών στα κλωστοϋφαντουργεία της
Σύρου.
Δούλευαν 12 ώρες τη μέρα, 6 μέρες τη βδομάδα και δύο ώρες αμισθί τις
Κυριακές. Το μεροκάματο ήταν πενιχρό, ιδιαίτερα για τις ανήλικες.
Υπάρχει η προσωπική μαρτυρία του Βαμβακάρη, που δούλευε από παιδάκι στο
κλωστήριο, μαζί με την μάνα του. Σύμφωνα με τον Μάνο Ελευθερίου, τα έξι
χρόνια θεωρούνταν αρκετά για να μπει ένα παιδί στην παραγωγή,
περιγράφοντας το πώς οι ανήλικες κλωστοϋφαντουργίνες έπρεπε να
ανεβαίνουν σε σκαμνάκια για να φτάνουν τις μηχανές.
Η διατροφή
τους αποτελούνταν κυρίως από ψωμί, πατάτες, κρεμμύδια. Το ημερομίσθιο
κυμαινόταν το 1895 από 1 έως 4 δραχμές. Η τιμή του ψωμιού Α, Β και Γ
ποιότητας ήταν 65, 60 και 55 λεπτά αντίστοιχα. Τιμή για το κρέας, 1,20
δραχμές ο αμνός. Η οκά βοείου 2,20 και το μοσχάρι 2,60 δρχ. Με τέτοια
μεροκάματα πώς να ζήσει μια οικογένεια, όταν τη μέρα, για να αγοραστεί
κρέας τριών ατόμων ή τεσσάρων, χρειαζόταν έως και 4 με 5 μεροκάματα;...
Οι εργοστασιάρχες...
Στον
Πειραιά,
στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας, η κυριαρχία των τριών αδελφών
Ρετσίνα ήταν απόλυτη. Το 1871 ίδρυσαν το πρώτο τους εργοστάσιο στον
Πειραιά. Στην περιοχή της Λεύκας λειτούργησε νηματουργείο με 5.000
ατράκτους και ατμομηχανή 60 ίππων. Τα χρόνια που ακολούθησαν
δημιουργήθηκε υφαντήριο και βαφείο και, στις αρχές της δεκαετίας του
1890, η επιχείρηση Ρετσίνα διέθετε πέντε εργοστάσια στον Πειραιά, με
2.000 εργάτες και εργάτριες. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν η
μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία της χώρας και χιλιάδες εργατών και
εργατριών εργάζονταν στα εργοστάσιά της.
Η οικογένεια Ρετσίνα την
εποχή αυτή κυριαρχούσε και στην πολιτική ζωή του Πειραιά. Ο Θεόδωρος
Ρετσίνας εκλέχτηκε δήμαρχος της πόλης και στη συνέχεια βουλευτής με το
κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη.
Στη
Σύρο, προς το τέλος του 19ου αιώνα, ο τομέας της κλωστοϋφαντουργίας είχε μεγάλη άνθιση.
Το
πρώτο εργοστάσιο ιδρύθηκε το 1870, με την επωνυμία «Ομόνοια» από τον
Υδραίο Γεώργιο Καλαπόπουλο. Το 1895 ιδρύθηκε η κλωστοϋφαντουργία -
φανελοποιία Ηλ. Φουστάνου και Γ. Ρετινιώτη, ενώ την ίδια χρονιά
εγκαινιάστηκε και το υφαντήριο «Ε. Λαδόπουλος και Υιοί». Το 1896
δημιουργήθηκε το εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας του Δημήτρη Καρέλα με την
επωνυμία «Αιγαίον ΑΕ» (ο ίδιος είχε, από το 1872, και ένα τυποβαφείο),
που εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Ελλάδας. Το
1896 ιδρύθηκαν επίσης το ατμοκίνητο υφαντήριο των Ευστράτιου Αξαρλή και
Π. Νικολόπουλου και το εργοστάσιο των Δ.Ν. Πιεράκου και Γ.Λ. Μαρούλη.
Οι «φιλάνθρωποι»
Τόσο
στον Πειραιά όσο και στη Σύρο, η «φιλανθρωπία» των αστών υπήρξε ένα
πρόσφορο μέσο για να διατηρούνται οι επιχειρήσεις τους ανθηρές.
Στον
Πειραιά,
μέσα από φιλεκπαιδευτικούς και φιλανθρωπικούς συλλόγους γυναικών, οι
αστές οργάνωναν επαγγελματικές σχολές (όπως το «Κυριακό Σχολείο του
Πειραιά»), χειραγωγώντας τη συνείδηση των εργατριών σύμφωνα με τα αστικά
πρότυπα. Ετσι, οι εργοδότες είχαν μεγάλες πιθανότητες να εξασφαλίσουν
ένα πειθαρχημένο, φτηνό, ειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Για τις
εργάτριες, εξάλλου, το «Κυριακό Σχολείο», με τις γνωριμίες και τις
διαμεσολαβήσεις των «φιλάνθρωπων κυριών», λειτουργούσε και ως γραφείο
εύρεσης εργασίας.
Στην ίδια κατεύθυνση έπνεε και ο «φιλανθρωπικός» άνεμος της αστικής τάξης της
Σύρου.
Αδελφές και σύζυγοι εργοστασιαρχών δραστηριοποιούνταν σε πρωτοβουλίες
για την ενίσχυση «σχολών απόρων παίδων και πτωχοκομείων».
Της Γης οι κολασμένες ξυπνούν...
Το
1892, χρονιά οικονομικής κρίσης, δύο χρόνια πριν το δημοσίευμα για τις
φαμπρικούδες, η υφαντουργία των αδελφών Ρετσίνα απέκτησε το πέμπτο της
εργοστάσιο, ενώ αποφάσισε να μειώσει την αμοιβή των εργατριών, από 80 σε
65 λεπτά το τόπι υφάσματος. Τα αχανή εργοστάσια με τα «τελειότερα
μηχανήματα» στηρίζονται ακριβώς στη στυγνή εκμετάλλευση της εργατικής
δύναμης των χιλιάδων εργατών και εργατριών τους.
Στις 13 Απρίλη
του 1892, οι εργαζόμενες στο δεύτερο εργοστάσιο της κλωστοϋφαντουργίας
«Ρετσίνα», στον Πειραιά, έκαναν το βήμα να συγκρουστούν με την
εργοδοσία. Οταν τους ανακοινώθηκε από τον προϊστάμενο ότι «κατ' ανωτέραν
διαταγήν» θα μειωθεί το μεροκάματό τους, αρνήθηκαν να πιάσουν δουλειά.
60 ή και περισσότερες εργάτριες της επιχείρησης (στο συγκεκριμένο
εργοστάσιο εργάζονταν περίπου 200 άτομα) συγκεντρώθηκαν στη Λάκκα του
Βάβουλα, στη σημερινή είσοδο του Πειραιά από την οδό 34ου Συντάγματος,
και ζήτησαν να δουλέψουν με κανονικό μεροκάματο. Δεν πήραν απάντηση και,
διασχίζοντας με πορεία τους δρόμους του Πειραιά, «εν σώματι μετέβησαν
εις το κεντρικόν εργοστάσιον της ιδίας εταιρίας ίνα υποβάλωσι τα
παράπονά των», όπως έγραψε, την επόμενη μέρα, η εφημερίδα «Καιροί».
Δεν
είναι εξακριβωμένη η κατάληξη της πρώτης αυτής απεργίας των εργατριών
στην Ελλάδα. Κάποιες εφημερίδες διατείνονται πως η απεργία τους
δικαιώθηκε, αφού «
το πράγμα διωρθώθη εγκαίρως, και (...) επανήλθον εις το κατάστημα αναλαβούσαι εργασίαν». Με δεδομένο τον ρόλο του Τύπου, είναι αμφίβολο αν τα πράγματα εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι. Ωστόσο, ο
Πειραιάς έγινε η πόλη που φιλοξένησε την πρώτη καταγεγραμμένη απεργία γυναικών στην Ελλάδα.
Στη
Σύρο,
το 1914, οι εργάτες των βυρσοδεψείων και οι καπνεργάτες κατεβαίνουν
ξανά σε απεργιακές κινητοποιήσεις, ύστερα από την ιστορική απεργία του
1879. Αυτήν τη φορά, όμως, ακολουθούν και οι γυναίκες εργάτριες των
κλωστηρίων και υφαντουργείων.
Σε μεταγενέστερη χρονολογία, ο «Εργάτης της Ερμούπολης» δημοσίευσε την παρακάτω είδηση:
«Ως
να μη ήρκει η πρώτη απεργία των υπερτριακοσίων εργατών βυρσοδεψείων,
μέγα μέρος των εργατίδων των υφαντηρίων και κλωστηρίων, μη θέλουσαι να
συμμορφωθώσι προς την αξίωσιν των εργοστασιαρχών εις ων τα εργοστάσια
ειργάζοντο, οίτινες ηξίωσαν από τας εργατίδας των να διαγραφώσι εκ του
Συλλόγου των Εργατίδων, ον κατήρτισαν, άλλως ν' απελθώσι των εργοστασίων
των, εν οις δεν θα εδέχοντο πλέον ως εργατίδας τα μέλη του
νεοσυνιστωμένου συλλόγου, επροτίμησαν να εγκαταλείψουσι την εργασίαν των
και να υψώσωσι την σημαίαν του Συλλόγου...».
Ηταν,
πραγματικά, πρωτοφανές. Σύμφωνα, μάλιστα, με άλλο δημοσίευμα, κάποιος
ιδιοκτήτης υφαντηρίου, όταν αντιλήφθηκε ότι «το γυναικείο προσωπικό του
όσον ούπω θα τεθή με αποφασιστικότητα υπό την Κόκκινην Σημαίαν του
Εργατικού Αγώνος», πρόσθεσε στο μεροκάματο κάθε εργάτριας μία... πεντάρα
(!) «υπό τον όρον όπως μη καταρτίσουν Σωματείο!»...
Δυστυχώς, ενώ
οι βυρσοδέψες εξακολούθησαν την απεργία, οι κλωστοϋφαντουργίνες άρχισαν
σιγά - σιγά να επιστρέφουν στη δουλειά τους και να διαγράφονται από τον
σύλλογο. Η απειλή της απόλυσης που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους
ήταν πολύ βαριά, για να καταφέρουν εκείνη την εποχή να συνεχίσουν τον
αγώνα τους.
Η δημιουργία του ΚΚΕ το 1918 άνοιξε νέους δρόμους στην
ταξική πολιτική συνείδηση των γυναικών, αποκαλύπτοντας τα διαφορετικά
ταξικά συμφέροντα των εργατριών από εκείνα των γυναικών της αστικής
τάξης.
Στις 10 Ιούνη 1918, η εφημερίδα «Ο Εργάτης» γράφει το εξής:
«...Οι
εργάτριες των κλωστοϋφαντουργείων ύστερα από την επιτυχίαν των
συναδέλφων των ανδρών ανεθάρρησαν και αυτές και εγγράφονται κατά δεκάδες
στο σωματείον των. Ο αριθμός των ανέβηκε στις 500. Βγάλετε τον φόβον
από την ψυχήν σας και ενωθήτε όλες για να καλυτερέψετε την οικτρή τύχη
σας. Νιώστε καλά πως ο πολιτισμός ενός έθνους είναι ανάλογος με την
απελευθέρωσι της γυναικός από τα δεσμά της... Ο Σύλλογος πρέπει να είναι
η θρησκεία σας...».
Τον Οκτώβρη του 1921 πραγματοποιήθηκε
ακόμα μία απεργία των εργατριών κλωστηρίων και υφαντηρίων. Η απεργία
«έληξε δι' αμοιβαίων υποχωρήσεων. Ούτω αι εργάτιδες εζήτουν 30% επί των
σημερινών ημερομισθίων, οι δε βιομήχανοι έδιδαν 20%. Εντέλει εδέχθησαν
αμφότεροι το 25%».
Τα επόμενα χρόνια η αγωνιστική διάθεση των
εργατριών άρχισε να αυξάνεται. Με πρωτοπόρες τις πρώτες κομμουνίστριες,
συνέβαλαν αποφασιστικά σε σημαντικές στιγμές στην πορεία της ταξικής
πάλης, δίνοντας και θύματα στους απεργιακούς αγώνες. Η πρωτοπόρα
συμμετοχή τους στο καμίνι της ταξικής πάλης τη δεκαετία του '30 αποτελεί
και σήμερα πηγή έμπνευσης, διδαγμάτων στην προσπάθεια για την άνοδο της
συμμετοχής των γυναικών στον ταξικό, πολιτικό αγώνα, στην πάλη για την
απελευθέρωση της γυναίκας από κάθε κοινωνική ανισότητα και καταπίεση.